Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην


Ἰωάννης Πικατόρος, Ρίμα θρηνητική

ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΙΚΡΟΝ ΚΑΙ ΑΚΟΡΕΣΤΟΝ ΑΔΗΝ
ΠΟΙΗΜΑ ΚΥΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΙΚΑΤΟΡΟΥ
ΕΚ ΠΟΛΕΩΣ ΡΗΘΥΜΝΗΣ
[1] Ὡς πρικαμένος μὲ χολήν, διατὶ πολλὰ ἐγρύπνουν,
[2] ἤθεκα ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, νὰ πάρω ἀέραν ὕπνου.
[3] Ἐφάνιστή μου κείτοντα εἰς ὑπνοφαντασιά μου
[4] - ἐπόνειν τὸ κεφάλι μου κι ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου -,
[5] ἐφάνιστή μου νὰ περνῶ σ᾿ ἕνα λεφτὸ λαγκάδι
[6] καὶ μέσα ἔγεμε θεριά, ἀμέτρητο κουράδι.
[7] Μέσα στὸ μέσον τῶν θεριῶν δράκον μεγάλον εἶδα
[8] καὶ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα του φαρμάκιν ἐξεπήδα
[9] καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κοῦφος του λόγχες φωτιᾶς ἐβγαῖναν,
[10] σπίθες ὁμάδι μὲ καπνὸν κι ἔρχονταν πρὸς ἐμέναν.
[11] Κι ὁ δράκος τοῦτος ἔστεκε, ὡς λέοντας ἐμουγκᾶτον
[12] καὶ φαίνεταί μου τάχατες κι ἐμέναν ἀπονᾶτον.
[13] Κι ἐγὼ πολλὰ ἐφοβήθηκα κι ἀρχίζω νὰ τρομάσσω,
[14] μήπως ἀπὸ τὸ στόμα του μὲ θάνατον περάσω.
[15] Καὶ πάραυτα μετὰ σπουδῆς ὀμπρὸς ὀπίσω ἐστράφη·
[16] μέσα στὸ λεφτολάγκαδον ἐπήδα σὰν τὸ λάφι.
[17] Κι ἐγὼ ὅσο ἠμπόρουν ἔφευγα ἐκ τὸ θεριὸν ἐκεῖνο,
[18] ὀγιὰ νὰ φύγω νὰ κρυφθῶ ἐκ τὸ κακὸν ἐκεῖνο.
[19] Κι ἀπ᾿ αὖτο ν᾿ ἀπολυτρωθῶ, νὰ φύγω δὲν ἠμπόρουν
[20] κι ἐκεῖνο τὸ κακὸ θεριὸ φάγει με θέλει, ἐθώρουν:
[21] ἦτον τὸ μάτι του σ᾿ ἐμέν, ἀρχίζει νὰ τὸ στένη
[22] κι ἐκίνησε νὰ πηλαλῆ, ἀπάνω μου νὰ βγαίνη.
2 ἤθεκα: ἔθηκα V. 3 ἐφάνιστή μου van Gemert: ἐφανίσθη μου V / ὑπνοφαντασιά Βικέλας: ὕπνον
φαντασία V. 6 ἔγεμε Κριαράς: γέμασιν V. 8 ἐξεπήδα Wagner: ἐξαπίδα V. 9 φωτιᾶς Wagner:
φοτίαις V. 10 σπίθες Wagner: σπίδες V. 12 κι ἐμέναν ἀπονᾶτον Κριαράς: καὶ μένα ἀναπονάτον
V. 17 κι ἐγὼ ὅσο ἠμπόρουν: καὶ γὼ συμπόρουν V. 18 ὀγιά: διὰ V. 21 ήτον V: εἶτα πρότ.
Κριαράς.
[23] Κι ἐσκόπησά το πάραυτα τὸ πὼς ἐχθρὸν τὸν ἔχω
[24] κι εἶπα: «Πριχοῦ ἔρθη ἀπάνω μου, ἂς πηλαλῶ, νὰ τρέχω».
[25] Λοιπὸν ὁ νοῦς μου ἐγέμισε στὸ φύγει νὰ κινήσω·
[26] καὶ τὸ κινήσει, πάραυτα κι ὁ δράκος ἐξοπίσω!
[27] Καὶ μὲ θυμὸν μ᾿ ἐζύγωνε κι ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ πάγει
[28] κι ὡσὰν ἐχθρὸς ἐβούλετον νὰ σώση νὰ μὲ φάγη.
[29] Κι ἐγὼ φοβώντας δυνατὰ νὰ μὴ μὲ καταφθάση,
[30] ὅσον ἠμπόρουν ἔφευγα κι ἔτρεχα, μὴ μὲ πιάση.
[31] Καὶ πηαίνοντας μοῦ ἐφάνηκε νὰ δῶ νερό, λιμνιώνα,
[32] καὶ ποταμὸν ἀπέρατον καὶ δάσος καλαμιώνα,
[33] κι ἔτρεχεν αἷμα καὶ νερό, θολὸν καὶ βουρκωμένον,
[34] καὶ μέσα ἐτρέχασιν θεριά, κεφάλια ᾿ποθαμένων.
[35] Καὶ ἐκ τὸν φόβο τοῦ θεριοῦ στὸν ποταμὸν ἐμπῆκα
[36] καὶ μὲ μεγάλο κίντυνο ἀντίπερά του ἐβγῆκα. /
[37] Καὶ τὸ περάσει καὶ σταθῆ στὸν ποταμὸν ἐκεῖθες, 168v
[38] φωνὴ μὀφάνη κι ἤκουσα: «Ἄθλιε, πόθεν ἦλθες,
[39] ὁπὄν᾿ τὸ σπίτι τοῦ θεριοῦ, ἡ κατοικιὰ τοῦ δράκου
[40] καὶ τὄμπα κι ἔβγα τῆς αὐλῆς τοῦ Χάρου τοῦ κοράκου;»
[41] Καὶ στένομαι ν᾿ ἀφικραστῶ τίς ἦτον ὁπὀμίλει
[42] κι εἶδα τὸν δράκο κι ἔστεκε στοῦ ποταμοῦ τ᾿ ἀχείλι
[43] καὶ μπαίνει μέσα στὸ νερὸ κι ἔρχετον ὅθεν ἤμουν
[44] κι ἔπασχεν, ὡς μοῦ φαίνεται, νὰ πάρη τὴν δοχή μου.
[45] Λοιπὸν τὸ δεῖν το, πάραυτα τὸν δρόμο πάλι ἐπῆρα.
................................................................................
[46] Καὶ τόσα ὁποὺ ᾿κουράστηκα, ὄψια τῆς γῆς καθίζω·
[47] τὰ γόνατά μου ἐτρέμασι ᾿κ τὴν στράτα τὴν γυρίζω.
[48] Κι ὁ ἵδρωτάς μου ἐκίνησε, τὰ γόνατά μου ἐτρέμαν
[49] κι ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα τὸ ποῦ νὰ κάμω στέμα
[50] καὶ νά ᾿βρω τόπο νὰ βολῆ νὰ πᾶ ν᾿ ἀποκουμπήσω
[51] κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θεριοῦ νὰ φύγω νὰ γλυτώσω.
[52] Κι ἐφάνιστή μου τάχατες νὰ δῶ ᾿να μέγα σπήλιο
[53] εἰς ἕνα σκίσμα φαραγγιοῦ, μαῦρο καὶ δίχως ἥλιο.
24 ἀπάνω Κριαράς: ἀπάνου V. 31 νερό, λιμνιώνα: νερονλιμένα V: νερολιμνιῶνα Κριαράς. 34
ἐτρέχασιν: τρέχασιν V. 37 σταθὴν V / ἐκεῖθες διορθ. απος ἐκεῖθεν V. 39 ὁπὄν᾿: ἐπά ᾿ν᾿ πρότ.
Κριαράς. 41 ὁπὀμίλει Κριαράς: ὁπομίλιε V. 42 τ᾿ ἀχείλι van Gemert: τὰχείλη V. 44 τὴν δοχή μου
Κριαράς: τὴν δοχήν του V. 45 ἐπῆρα Wagner: ετήρουν V. Μετά το στ. 45 κενό υποθέτει van
Gemert. 46-47 εξοβέλ. van Gemert. 47 γραμμένο στο περιθώριο. 49 ἐγύρισα το ποῦ V: ἐγύρεψα
τόπον πρότ. Κριαράς / στέμα: γνέμα V. 50 να πὰναποκουμπίσω V: νὰ πάω ν᾿ ἀποσώσω πρότ.
van Gemert. 51 νὰ γλητώσω V: καὶ νὰ γλύσω πρότ. Κριαράς. 52 κι ἐφάνιστή μου van Gemert:
καὶ φανίστη μου V. 53 σκίσμα: σκίμα V.
[54] Κι ὁ νοῦς μου τὸ ἐγέμωσε νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κάμπο,
[55] νὰ πηλαλήσω δυνατὰ στὸ σπήλιο μέσα νά ᾿μπω.
[56] Λοιπὸν στὸ σπήλιον ἔδραμα, στὸν σκοτεινὸ τὸν τόπο,
[57] δρομαχισμένος δυνατὰ καὶ μὲ μεγάλο κόπο.
[58] Καὶ τό ᾿μπει μέσα καὶ σταθῆ, εἶδα ἕναν μαυροφόρο
[59] καὶ θὲ νὰ στρέψω, πάραυτα κι ὁ δράκος ἔν᾿ στὸν πόρο!
[60] Κι εὐθύς τὸ στόμα του ἄνοιξε, μαῦρον καπνὸν ἐβγάνει
[61] κι ὁ μαυροφόρος μ᾿ ἅρπαξε, στὸ στόμα του μὲ βάνει.
[62] Κι ἐφάνη μου, ἐγκρεμνίστηκα στῆς μαύρης γῆς τὸν πάτο
[63] κι ἐβούλησα κι ἐδιάβηκα στὸν Ἅδην ἀποκάτω.
[64] Κι ηὗρα τὲς πόρτες σφαλιστὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα
[65] καὶ μετὰ μαῦρα φλάμπουρα ἀπέξω τεντωμένα.
[66] Κι εἶδα τὸν Χάρο κι ἔμπαινε κι ἔβγαινε θυμωμένος,
[67] σὰν μακελάρης καὶ φονιὰς τὰ χέρια ματωμένος,
[68] μαῦρον ἐκαβαλίκευε, ἐβάστα καὶ κοντάρι
[69] κι ἐκράτειεν εἰς τὴν χέραν του σαγίτα καὶ δοξάρι·
[70] κι εἶχε θωριὰν ἀγριόθωρη, μαύρη κι ἀλλοτριωμένη
[71] κι ἡ φορεσιά του χάλκινη καὶ καταματωμένη.
[72] Τὸ δεῖν τον, ἐφοβήθηκα κι εἶπα: «Ἂς διαγείρω πίσω
[73] κι ἂς κάμω τρόπο κι ὀρδινιὰ τὴν στράτα νὰ γυρίσω.
[74] Τίς ξεύρει πῶς νὰ τοῦ φανῆ, μήπως διὰ μὲν μανίση
[75] καὶ μὲ θυμὸν καὶ χόλητα ἀπάνω μου κινήση
[76] καὶ πῆ μου: “Τί ᾿θελες ἐδῶ;” Τί ἀπόκριση νὰ δώσω
[77] καὶ ἴντα πρόφαση νὰ βρῶ τὸν Χάρο νὰ μερώσω;»
[78] Λοιπὸν δι᾿ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴν ἐσπούδασα νὰ στρέψω
[79] κι ὀμπρὸς ὀπίσω νὰ στραφῶ, νὰ πάγω νὰ μισέψω.
[80] Εἰσμιὸν στὴν πόρταν ἔραξα / κι ηὗρα την σφαλισμένη, 80 169r
[81] περατωμένη δυνατὰ καὶ κατακλειδωμένη.
[82] Κι ὀμπρὸς στὴν πόρταν ἤτονε, εἰς τὸ μπασεβγασίδι,
[83] ὄφης τρικεφαλόστομος δεμένος μ᾿ ἁλυσίδι·
[84] κι ὡσὰν πορτάρης ἔβλεπε πόρτα κι αὐλὲς ὁμάδι,
[85] μήπως καὶ λάθη τον τινὰς κι ἔβγη ἔξω ἀπὸ τὸν Ἅδη.
[86] Καὶ τὸ στραφῆν καὶ τὸ νὰ ἰδῆ, ἐταύρισε τὸ φίδι
[87] καὶ σὰν τὸν σκύλον ἔσυρε νὰ κόψη τ᾿ ἁλυσίδι
64-65 εξοβέλ. van Gemert. 68 κοντάρι van Gemert: γεράκιν V. 69 δοξάρι van Gemert: τοξάκιν
V. 77 Χάρο van Gemert: Ἅδη V. 80 ἔραξα V: ἔδραξα πρότ. Βικέλας. 84 πόρτα van Gemert:
πόρτες V. 86 τοναιδεῖ V: τὸ ἰδεῖν πρότ. van Gemert.
[88] κι ἔδρασσε νά ᾿ρθη ἀπάνω μου, νὰ φθάση νὰ μὲ πνίξη,
[89] ὡσὰν θερίο πού ᾿τονε ὡς γιὰ νὰ μὲ ξεσκίση.
[90] Τό ᾿να του στόμαν ἔβγανε φωτιά, καπνὸ κι ἀπύρι,
[91] τ᾿ ἄλλο φαρμάκιν ἔγεμε τῆς πόρτας τὸ προθύρι
[92] καὶ τ᾿ ἄλλον αἷμαν ἔρρεγε κι ἀκνίδα μὲ τὸν βρόμο.
[93] Ἔποικεν ὄχλητα πολλὴ καὶ σύγχυση καὶ τρόμο
[94] κι ὁ Ἅδης ἐταράχθηκε κι οἱ πόρτες ἐσαβάξαν
[95] κι ἀπὸ τὸν φόβον τὸν πολὺν τὰ μέλη μου ἐτρομάξαν.
[96] Κι ἀκούει ὁ Χάρος τὴν ὄχλησιν ὁπού ᾿χεν ὁ πορτάρης
[97] κι ἦρθε στὴν πόρτα τρέχοντας στὸν μαῦρο καβαλάρης.
[98] Κι ἀπομακριὰς ἐφώναξε: «Ποιὸς ἐκ τὸν Ἅδη βγαίνει;»
[99] καὶ «Ποιὸς στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν ἀποτρομᾶ καὶ μπαίνει;»
[100] Καὶ τάχα τότες ἔσωσε κι ἐσυναπάντησέ μου·
[101] λέγει μου: «Τί ᾿θελες ἐδῶ στὸν Ἅδην, ἀδελφέ μου;
[102] Καὶ ποιὸς ἐδῶ σ᾿ ἐκάλεσε ᾿γούμενον ἢ κελάρη
[103] κι ἴντα δουλειὰ στὸ σπίτι μου ἤθελες, παλικάρι;
[104] Ἔχεις ἐγνώραν ἐδεπά, φίλον σου συντοπίτη,
[105] ἢ συγγενὴ καὶ γείτονα στοῦ Χάροντος τὸ σπίτι;
[106] Ποιὸς δρόμος σ᾿ ἔφερεν ἐδῶ, ποιὰ στράτα, παλικάρι,
[107] κι ἦρθες στὸν Ἅδην ἄβουλα δίχωστα τοῦ πορτάρη;
[108] Ποιά ᾿ν᾿ ἡ ὁδός σου; Πόθεν πᾶς; Τί θέλεις; Τί γυρεύεις;
[109] Βλέπω τὸν δρόμον ἔσφαλες! Καὶ πόθεν ταξιδεύεις;
[110] Στὸν Ἅδην ἐταξίδεψες κι ὁ Χάρος ἔπιασέ σε
[111] κι ὁ δράκος ποὺ σ᾿ ἐζύγωνε, βλέπω, ἐκυνήγησέ σε.
[112] Εἰς ἄβυσσον ἐξέπεσες, στὸν Ἅδην ἐκατέβης.
[113] Ἔχεις ἐλπίδα - λέγει μου - στὸν κόσμο πλέον ν᾿ ἀνέβης;»
[114] Καὶ τάχα τότ᾿ ἐστράφηκα κι ὀμπρός του γονατίζω
[115] καὶ μὲ τὸν φόβον τὸν πολὺν νὰ τοῦ συντύχω ἀρχίζω.
[116] Κι ἐσύντυχά του ἀφεντικά, λέγω του: «Ἂν ἔν᾿ κι ὁρίζεις,
[117] τί ᾿τον ὁ δρόμος μου ἐδεπά, ἄκουσε, νὰ γνωρίζης.
[118] Ἦλθα νὰ δῶ τὸν τόπο σου, νὰ δῶ τὴν ἐπαρχιά σου,
88 καίδρασεν V: κι ἔρασσε πρότ. Κριαράς. 91 τ᾿ ἄλλο Wagner: καὶ τάλον V. 93 σύγχυση: σί-
γησιν V: σύχυσην πρότ. Κριαράς. 96 ὄχλησην V: χολὴν ή ὀργὴν πρότ. van Gemert. 97 καβαλ-
λάρης Wagner: καυελάρης V. 98 βγαίνει: εὐγένη V. 99 μπαίνει Wagner: λέγη V. 102-105
εξοβέλ. van Gemert. 102 van Gemert: καὶ V. 103 σπίτι μου Wagner: σπίτι V. 108-111 εξοβές.
εκδ. 108 ποιά ᾿ν᾿: ποιὰ V. 111 ἐκυνήγησέ σε: κηνήγησέ σε V. 115 τοῦ συντύχω Wagner: τον
συντύχω V: τὸν ρωτῶ πρότ. van Gemert. 117 νὰ γνωρίζης Μανούσακας: ἂν ἔν᾿ καὶ ὁρίζης V: μὴ
μὲ βρίζης πρότ. Wagner. 118 τὴν ἐπαρχιά σου van Gemert: τὴν ἔπαρσίν σου V.
[119] νὰ ἰδῶ ποῦ στέκει τὸ θρονί, Χάρο, τῆς βασιλειᾶς σου,
[120] νὰ δῶ τὰ κάστρη τὰ κρατεῖς, τὲς χῶρες τὲς κουρσεύεις,
[121] τὴν ἀφεντιὰ τὴν ἔλαβες πῶς τὴν καθοδηγεύεις,
[122] κι αὐτοὺς τοὺς παίρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ ρίκτεις καὶ σκοτώνεις, /
[123] τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες πῶς τοὺς περιμαζώνεις 169v
[124] εἰς ἴντα τόπο καταντοῦν, ᾿ς ποιὰ φυλακὴ τοὺς βάνεις
[125] καὶ δὲν θυμοῦνται νὰ στραφοῦν καὶ στὴν ὁδὸ νὰ μποῦσιν
[126] τοὺς φίλους, τὴν ἐγνώραν τους πάλι νὰ ᾿ρθοῦν νὰ δοῦσιν.
[127] Φιλοτιμᾶς τους τάχατες, σὲ κοῦρτες τούσε βάνεις
[128] κι εἰς γάμους καὶ ξεφάντωσες κι εἰς λυγερὲς τοὺς βγάνεις;
[129] Ἄλλες στολὲς καὶ φορεσιὲς εὑρήκασιν κι ἐβάλαν
[130] κι ἀπὸ τὸν νοῦν τους πάντοτε τοὺς φίλους τους ἐβγάλαν;
[131] Ἐλησμονῆσαν τάχατες; Θυμοῦνται νὰ διαγείρουν
[132] ἢ φλακισμένους τοὺς κρατεῖς καὶ βλέπεις τους τριγύρου;»
[133] Λέει μου: «Ἂν ἦλθες γιὰ νὰ δῆς τοῦ Χάροντος τὰ κάστρη,
[134] δεῖ θέλεις χῶρες σκοτεινές, ποὺ δὲν τοὺς φέγγουν τ᾿ ἄστρη,
[135] καὶ τόπους ἀνεγνώριστους, χωρὶς αὐλὲς καὶ στράτες,
[136] καὶ μονοπάτια ἀπέρατα, ποὺ δὲν περνοῦν διαβάτες.
[137] καὶ πόρτες πάντα σφαλιστὲς καὶ σφικτοκλειδωμένες.
[138] Καὶ ξεῦρε ὅσοι ἔρθουν ἐδεπὰ τοῦ κόσμου δὲν θυμοῦνται,
[139] εἰς ἕναν τόπο κείτονται κι ἀγνώριστοι κοιμοῦνται.
[140] Χαρὲς ἐδῶ δὲν γίνονται, στολὲς οὐδὲν θυμοῦνται,
[141] μᾶλλον τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦν λύουν καὶ καταλυοῦνται.
[142] Καὶ ταπεινὰ πορεύονται κι ἀλάλητα δοικοῦνται
[143] κι ἀλλήλως των οἱ ταπεινοὶ δείχνουν καὶ δὲν λυποῦνται.
[144] Γνώριμοι δὲν γνωρίζονται καὶ φίλοι οὐδὲν θυμοῦνται,
[145] οὐδὲ γειτόνοι κι ἐδικοὶ ποιοὶ εἶν᾿ ἀναρωτοῦνται.
[146] Οὐδὲ κοράσια μὲ τοὺς νέους ἀφήνω ν᾿ ἀγαποῦνται
[147] καὶ νὰ περιλαμβάνουνται, ἀλλήλως νὰ φιλοῦνται.
[148] Καὶ χρόνοι ἐδῶ δὲν περπατοῦν, μῆνες οὐδὲν θυμοῦνται,
[149] οὐδὲ στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν ὧρες οὐδὲν μετροῦνται.
124 εξοβέλ. εκδ. 125 θυμοῦνται Κριαράς: θυμόνται V / μποῦσιν Μανούσακας: πᾶσιν V. 126 τοὺς
φίλους: καὶ φίλους V / τὴν ἐγνώραν Κριαράς: στὴν ἐγνώραν V. 128βγάνεις van Gemert: βάνης
V. 131 ἐλησμονῆσαν van Gemert: ἀλησμόνησαν V. 132 φλακισμένους Wagner: φιλακισμένους
V. 133 λέει: λέγει V. 137 εξοβέλ. εκδ. 138 θυμοῦνται Wagner: θυμόνται V. 139 ἀγνώριστοι
Κριαράς: αγνώριστα V. 142-167 εξοβέλ. εκδ. 140 στολαῖς V: σκόλες πρότ. van Gemert /
θυμοῦνται V: τιμοῦνται πρότ. van Gemert. 141 καταλυοῦνται Βικέλας: καταλίονται V. 145 ποιοὶ
εἶν᾿ ἀναρωτοῦνται: φίλοι ναναρωτοῦνται V: φίλ᾿ εἶν᾿ ν᾿ ἀναρωτοῦνται πρότ. Κριαράς. 146
ἀφήνω van Gemert: ἀφίνουν V / ἀγαποῦνται Wagner: ἀγαπῶνται V. 149 μετροῦνται Wagner:
μετρόνται V.
[150] Τὸν οὐρανὸν δὲν βλέπουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη νὰ φωτίση,
[151] οὐδὲ τὸν ἥλιον ὅταν πᾶ, λέγω, νὰ βασιλεύση,
[152] ἀμ᾿ εἶναι πάντα σκοτεινοί, μαῦροι καὶ ἀλλοτριωμένοι
[153] καὶ μὲ τὴν θλίψη κάθονται ὅλοι πολλὰ θλιμμένοι.
[154] Ταξίδια ἐδῶ δὲν γίνονται νὰ δέχουνται τινάδες,
[155] οὐδὲ καράβια μπαίνουσιν μὲ τοὺς πραγματευτάδες.
[156] Καὶ τάχα κάτεργα ἐδεπὰ πιστεύεις νὰ γυρίζουν
[157] κι οἱ ναῦτες τους νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χαροκοπίζουν;
[158] Ἢ νά ᾿βρης χῶρες νά ᾿χουσιν ἀφεντικὰ παλάτια
[159] ἢ κάστρη πυργογύριστα μ᾿ αὐλὲς καὶ μονοπάτια, /
[160] ἢ φόρους μὲ τὲς ἔπαρσες καὶ μὲ πραγματευτάδες, 160 170r
[161] νὰ πραγματεύωνται ἄρχοντες, νὰ βάνουν πωλητάδες;
[162] Ἐδῶ ᾿ς θρονιὰ δὲν κάθουνται νὰ κρίνουσιν κριτάδες,
[163] οὐδὲ ραβδιὰ βασιλικὰ κρατοῦσιν οἱ ρηγάδες.
[164] Ἀφέντες δὲν γνωρίζονται ἀπὸ τοὺς δουλευτάδες,
[165] οἱ σκλάβες καὶ ὑποχεριὲς μέσα ἀπὸ τὲς κυράδες.
[166] Πολέμοι ἐδῶ δὲν γίνονται, στρατιὲς οὐδὲν στρατεύουν,
[167] οὐδὲ φουσάτα κάμνουσιν, οὐδὲ ἄρματα γυρεύουν.
[168] Κι ἂν ἔν᾿ καὶ θέλεις καὶ ποθεῖς, φίλε, νὰ δῆς τὸν Ἅδη,
[169] θέλω σὲ πάρει, ἅμα θές, τώρα μ᾿ ἐμὲν ὁμάδι,
[170] νὰ δῆς, νὰ μάθης τὰ κρατῶ καὶ τά ᾿χω μετὰ μένα
[171] καὶ τὰ κορμιὰ τὰ τίμια ποῦ τά ᾿χω ᾿ποθεμένα».
[172] Λέγω του: «Ἂν θέλεις τὸ λοιπόν, ἅμαν ὁρίζεις νά ᾿λθω,
[173] στὸν ὁρισμό σου νά ᾿λθω ᾿δά, νὰ δῶ κι ἐγὼ νὰ μάθω.
[174] Μὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ: νὰ μὴ μὲ ἀναχωρίσης
[175] καὶ ᾿ς τόπον ἀγριογνώριμον μόνον μηδὲν μ᾿ ἀφήσης».
[176] Λοιπόν, καθὼς μοῦ ᾿φάνηκε, εἶπε μου τόπο νά ᾿βρω
[177] νὰ καβαλκεύσω πίσω του ξεκάπουλα στὸν μαῦρο,
[178] καὶ διὰ νὰ μὴν τὸν φοβηθῶ ἔχωνε τ᾿ ἄρματά του.
[179] Λοιπὸν μὲ θάρρος, ἄφοβα ἐσίμωσα κοντά του
[180] κι ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισε κι ἔκλινε τὸ κοντάρι
[181] κι ἀπόσκυψε κι ἐπῆρε με στὸν μαῦρο καβαλάρη.
151 πᾷ Wagner: ὑπὰ V / λέγω νὰ βασιλεύσι V: τὸ βράδυ ὀγιὰ νὰ δύση πρότ. van Gemert. 152 εἶ-
ναι: ἔναι V / σκοτεινοί, μαῦροι καὶ ἀλλοτριωμένοι Κριαράς: σκοτεινὰ μαῦρα καὶ ἀλοτριομένα V.
158 χῶρες: χώρας V. 162 ᾿ς πρόσθ. Κριαράς. 165 οἱ V: ἢ πρότ. Wagner . 166 στρατιὲς van
Gemert: στράτες V. 171 ποῦ τά ᾿χω ᾿ποθεμένα: που ἔχω πονεμένα V: ποῦ ἔχω ποθεμένα πρότ.
Κριαράς. 177 καβαλκεύσω van Gemert: καυαλικεύσω V: καλλικεύσω πρότ. Κριαράς. 178 διὰ νὰ
μὴν Κριαράς: διαναμιδὲν V: νὰ μηδὲν Wagner. 180 ὀμπρὸς ὀπίσω van Gemert: ὀμπρὸς καὶ
ὁπίσω V. 181 καβαλλάρη Wagner: καυελάρην V.
[182] Ἀπείτις ᾿καβαλκεύσαμε, λέει μου: «Σφικτὰ μὲ κράτει»,
[183] κι ἐκέντησε τὸν μαῦρο του κι ἄρχισε κι ἐπερπάτει.
[184] Λοιπὸν ἐτότες πάραυτα ἐπιάσαμε τὸν δρόμο
[185] κι ἐπερπατοῦμαν σκοτεινά, στὸν φόβο καὶ στὸν τρόμο. 185
Κι ὀμπρὸς κι ὀπίσω ἐγύριζα καὶ πάντα σκότος ᾿θώρουν
[186] καὶ τίποτες ὀγιὰ νὰ ἰδῶ ἄλλον οὐδὲν ἠμπόρουν.
[187] Κι ἀπείτις ὥρα ἐδιάβηκε, ἀκούω νερὰ ἐβροντοῦσαν
[188] καὶ τάχα κάτω ἐτρέχασιν κι εἰς τ᾿ ἄβυσσα ἐκτυποῦσαν.
[190] Λέγω του: «Χάρο, τί ἔν᾿ αὐτὸ ὁποὺ βροντοκτυπάει
[191] καὶ τί ἔν᾿ τ᾿ ἀκούγω κι ἔρχεται καὶ πόθεν κατεβαίνει;»
[192] Ἀπιλογήθη κι εἶπε μου: «Ποτάμι ἔν᾿ καὶ τρέχει,
[193] τὸ ποιὸ ποτάμι οὐδὲ εἷς ἀξιώθη νὰ κατέχη.
[194] Τὸ βάθος του ἔναι ἀμέτρητο, τὸ πλάτος του ἔναι μέγα
[195] κι ὅλες οἱ βρύσες τρέχουσιν στὴν ἐδικήν του φλέγα.
[196] Καὶ τὰ θηριὰ τριγύρου του φόβος καὶ μιὰ τρομάρα
[197] καὶ δράκοντες κι ἐβγαίνουσιν στὸ χεῖλος μιὰ τρομάρα. /
[198] Καὶ βλέπε, ἀπεὶν σιμώσωμε, μὴ φοβηθῆς τὸ βύθος 170v
[199] καὶ τοῦ νεροῦ τὸν βροντισμὸν καὶ τῶν θεριῶν τὸ πλῆθος».
[200] Καὶ τάχα τότες ᾿σώσαμεν εἰς τοῦ νεροῦ τὸν τόπο
[201] κι ὅλα τὰ μοῦ ᾿πεν εἶδα τα κι ἦσαν εἰς ὅμοιον τρόπο.
[202] Κι ἀνάμεσα τοῦ ποταμοῦ ἤτονε μιὰ καμάρα
[203] ψηλή, στενὴ κι ἀπέρατη, φόβος καὶ μιὰ τρομάρα.
[204] Λέει μου: «Αὐτὴν τὴν γέφυρα μέλλεται νὰ διαβοῦμε
[205] καὶ μὲ μεγάλο κίντυνο κάτεχε νὰ περνοῦμε».
[206] Καὶ τάχα ἀπάνω ἀνέβημαν κι ἀγάλια ἐπερπατοῦμαν
[207] κι ἀντήρητα ἐδιαβαίναμε κι ἀκόπιαστα ἐπερνοῦμαν.
[208] Κι ἀπείτις ἐκατέβημαν ἐκ τὴν καμάρα κάτω,
[209] ἤρχισε πάλι πρὸς ἐμὲν ὁ Χάρος κι ἐδηγᾶτον.
[210] Λέγει μου: «Τίς ἀξιώθηκε νὰ μπῆ στὸν Ἅδη μέσα,
[211] νὰ μὴν εἰποῦν κι ἀπόθανε καὶ τὰ μαλλιά του ἐπέσαν;
182 ἀπείτις καβαλκεύσαμε van Gemert: ἀπήτις ἐκαυαλικεύσαμεν V: ἀπῆς ἐκαλλικεύσαμεν πρότ.
Κριαράς / λέει Κριαράς: λέγει V. 186 ὀμπρὸς καὶ ὀπίσω van Gemert: ὀμπρὸς ὁπίσω V. 188
ἐδιάβηκε: διάυηκεν V / ἐβροντοῦσαν: υροντοῦσαν V. 191 κατεβαίνει Κριαράς: κατηβαίνει V.
192 ἀπιλογήθη: ἀπηλολουγήθην V: ἀπιλογήθην Κριαράς. 194 πλάτος: βάθος V. 195 φλέγα
Κριαράς: φλόγα V. 196-197 εξοβέλ. van Gemert. 198 βύθος Κριαράς: πάθος V. 201 εἰς ὅμοιον
τρόπο van Gemert: εἰς μίον τρόπον V. 203 φόβος καὶ μιὰ τρομάρα van Gemert: φουερὴ μία
τρομάρα V: μια φοβερὴ τρομάρα πρότ. Κριαράς. 204-205 εξοβέλ. εκδ. 204 λέει: λέγει V.
206 ἐπερπατοῦμαν: περπατοῦμαν V. 207 ἐπερνοῦμαν: περνοῦμαν V. 208 ἐκατέβημαν van
Gemert: ἐκατήβημαν V. 210-213 εξοβέλ. van Gemert.
[212] Καὶ τίς αὐτὴν τὴν γέφυραν ἐπέρασε κι ἐμπῆκε
[213] καὶ πάλι τὴν ἐστράφηκε κι ἐγύρισε κι ἐβγῆκε;»
[214] Λέγει μου: «Ἤξευρε κι αὐτοῦ περνοῦν οἱ μισεμένοι,
[215] οἱ ποιοὶ ἐκ τὸν κόσμο λείπουσιν κι ἐδῶ εἶναι πλακωμένοι.
[216] Κι αὐτὴν τὴν στράτα γδέχουνται νὰ κάμουν ὁποὺ ζοῦσιν
[217] κι ὁμάδι μὲ τὸν Χάροντα ὅλοι ἀπ᾿ ἐδῶ περνοῦσιν.
[218] Λοιπὸν νὰ φύγη ποιὸς μπορεῖ ᾿κ τὸν ποταμὸν ὁπού ᾿δες;
[219] Διαταῦτος φρόνιμα σκοπεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐτοῦτο:
[220] Δι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος, τ᾿ ἀγαθὰ κι οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν
[221] κι ὡσὰν λουλούδι ψύγουνται καὶ ὡς ἀθὸς διαβαίνουν.
[222] Κι ἂν ἔζησεν ὁ ἄνθρωπος, χίλιων χρονῶν νὰ ᾿γίνη,
[223] ὡσὰν ἐψὲς τοῦ ᾿φάνησαν κι ἦσαν οἱ χρόνοι ἐκεῖνοι.
[224] Καὶ λέγει μέσα του ὁ ἐλεεινός: “Τὸν βιόν μου ποῦ ν᾿ ἀφήσω;”
[225] κι ὥστε νὰ νιώση ἐδιάβηκε κι ὅλα τ᾿ ἀφήνει ὀπίσω.
[226] Ὡσὰν κερὶν ἐφάνισε κι ὡς χόρτος ἐμαράνθη
[227] κι ὡσὰν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς ἐπαραπάρθη.
[228] Κι ὁμοιάζει τοῦ πραγματευτῆ ὁποὺ δοικᾶ στὸ φόρος,
[229] ὁποὺ ἀγοράζει καὶ πουλεῖ τῆς πραγματειᾶς τὸ δῶρος.
[230] Διατὶ κι ὁ κόσμος φόρος ἔν᾿ κι ἡμεῖς πραγματευτάδες
[231] κι ὁποὺ ἀγοράση ἀγόρασε τοῦ κόσμου τὲς πραγμάτειες.
[232] Λοιπὸν ὁποὺ πραγματευτῆ τὲς πραγματειὲς ἐκεῖνες,
[233] χαρὰ στὸν ὁποὺ ἀγόρασε μισθοὺς κι ἐλεημο / σύνες. 171r
[234] Χαρὰ λοιπὸν στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ στὸ σπίτι τού ᾿σαν
[235] ξένα, πτωχὰ κι ἀμάλωτα κι ἀπὸ τὸν βιόν του ἐζοῦσαν.
[236] Διατὶ ὁ ᾿λεεινὸς ὁ ἄνθρωπος μόνον αὐτὸ εὑρίσκει
[237] κι αὐτὸ κερδαίνει καὶ βαστᾶ δι᾿ ἀκριβὸ κανίσκι.
[238] Κι αὐτὸν ὁ Χάρος δὲν ἁρπᾶ, ὁ Χάροντας τιμᾶ u964 τον
[239] καὶ μὲ φωτιὰ τὴν γέφυραν ἀντίπερα περνᾶ τον.
[240] Λοιπὸν εἰς τέτοιες πραγματειὲς τὸ βιοτικό του ἂς βάνη
[241] καὶ μὴ φοβᾶται θάνατον, καλὰ κι ἂν ἀποθάνη».
212 ἐπέρασε van Gemert : ἀπέρασεν V / ἐμπῆκε van Gemert: εὐγίκεν V. 215 οἱ ποιοὶ van
Gemert: λοιπὸν V / ἐδῶ εἶναι Κριαράς: ἦναι ἐδὼ V. 216 γδέχουνται Μανούσακας: δέχουνται V.
218-241 εξοβέλ. van Gemert. 218 ποιὸς Κριαράς: πῶς V / ᾿κ πρόσθ. van Gemert. 219 ἐτοῦτο:
ἐτοῦτος V. 220 δι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος: διὰταύτο κόσμος V: διὰ ταῦτα κόσμου πρότ. Wagner. 221
ἀθὸς διαβαίνουν van Gemert: ἄθος διαμένουν V: ἄθος διαβαίνουν προτ. Wagner. 222 γίνη
Κριαράς: γένη V. 223 φάνησαν V: ἐφάνηκεν πρότ. van Gemert / κι ἦσαν: ἦσαν V. 226 ἐφάνισε
van Gemert: ἐφάνηκεν. 227 ἐπαραπάρθη διορθ. V. 228 φόρος: φόρον Βικέλας. 229 δῶρος:
δῶρον V. 231 τὲς πραγμάτειες Κριαράς: ταῖς πραγματίαις V: πραγματείαις πρότ. Wagner. 232
πραγματευτῆ: πραματευθῆ V. 233 ἐλεημοσύνες Wagner. ἐλεημοσύνας V. 234 τού ᾿σαν Wagner:
του ἦσαν V. 238 Χάρος Βικέλας: χάροντας V. 240 τὸν βιωτικὸν V.
[242] Λέγει μου πάλι δεύτερον: «Τὰ σοῦ ᾿πα ἐγροίκησές μου
[243] καὶ τάχατες τὰ λόγια μου, φίλε, ἀφικράστηκές μου;»
[244] Λέγω του: «Τά ᾿πες ἤκουσα καὶ λόγος δὲν χωρίζει,
[245] καὶ λάθος δὲν εὑρίσκεται, ἀμ᾿ ἔναι σὰν τ᾿ ὁρίζεις.
[246] Μιὰ τώρα χάρη σοῦ ζητῶ, Χάρο, καὶ κάμε μού την:
[247] δεῖξε μου αὐτοὺς ὁποὺ περνοῦν τὴν γέφυραν ἐτούτην».
[248] Λέγει μου: «Ἔλα τὸ λοιπόν, μετὰ χαρᾶς νὰ πᾶμε»,
[249] κι ἀπὸ τὴν βιὰν ὁ μαῦρος του οὐδὲν ἐπήδα χάμαι.
[250] Καὶ τάχατε, ὡς μοῦ ᾿φάνηκε - λέγω σου ὅσον εἶδα -
[251] ἀπὸ τὸν δρόμον τὸν πολύν, μαῦρα λαγκάδια ἐπήδα.
[252] Κι ἀπότις ἐπεράσαμεν ἀμέτρητο κομμάτι,
[253] τότες τὸν δρόμον ἔπαυσε καὶ σιγανὰ ἐπερπάτει.
[254] Καὶ τάχα ἐκεῖ ἐστάθημαν κι ἀκούγω κλάημα μέγαν
[255] μὲ βροῦχος καὶ μὲ θρηνισμὸν κι “ὀγόι σ᾿ ἐμὲν” ἐλέγαν.
[256] Σὰ νά ᾿χεν εἶσται τάχατες ξόδι βαρὺν ἐκλαῖγαν.
[257] Λέγω του: «Τί ἔναι, Χάροντα, ὁ ἀλαλαγμὸς ἐκεῖνος,
[258] καὶ ποίους ἔσφαξαν ἐδῶ καὶ βγαίνει τέτοιο θρῆνος;»
[259] Λέει μου: «Αὐτὸς ὁ θρηνισμὸς ἐβγαίνει ἐκ τὸ φουσάτο
[260] τ᾿ ἀρίφνητο κι ἐξάκουστο ἀπὄναι ἐδῶ ἀποκάτω·
[261] κι ἐπὰ κοντά ᾿χω τὴν φλακὴ πὄν᾿ τῶν νεκρῶν τὸ πλῆθος,
[262] ὁποὺ σκεπάζει ἡ πόρτα της μὲ μαυρισμένο λίθος.
[263] Λοιπὸν u954 κατέβα, πέζευσε νὰ μπῆς νὰ δῆς τὸ θρῆνος».
[264] Καὶ τὸ πεζεύσει, πάραυτα ἐπέζευσε κι ἐκεῖνος.
[265] Κι ὀμπρὸς ἐκεῖ ἐστάθημαν κι ἦτον δεντρὸ μεγάλο
[266] καὶ ἔδεσε τὸν μαῦρο του νὰ μὴν σαλεύση ζάλο.
[267] Κι ὡσὰν παρέκει τοῦ δεντροῦ εἶδα θεριὸν ἀσπίδα
[268] κι ἦτον εἰς πλάκαν κέρκελος, δεμένος μ᾿ ἁλυσίδα.
[269] Καὶ τάχα ἐκεῖ ἐσιμώσαμε καὶ μπήγει τὸ κοντάρι
[270] καὶ τὸ κιρκέλιν ἔπιασε, σηκώνει τὸ λιθάρι
244 λόγος van Gemert: λόγον V / χωρίζει V: χωρίζεις πρότ. Κριαράς. 245 εὑρίσκεται: ηὑρίσκε-
ται V. 246 μιὰ Κριαράς: μὰ V / ζητῶ Wagner: ζητᾶ V. 250 τάχατε Κριαράς: τάχατες V: τάχα
πρότ. Wagner / μοῦ ᾿φάνηκε van Gemert: με φάνικεν V. 255 ὀγόι: ὀγὸ V. 256 ξόδι Κριαράς:
ἐξόδην V: ᾿ξόδιν πρότ. Wagner / ἐκλαίγαν Κριαράς: ἐλέγαν V. 259 λέει: λέγει V / φουσάτον V.
260 τ᾿ πρόσθ. van Gemert. 261 κ᾿ ἐπὰ κοντά ᾿χω Κριαράς: καὶ πάσκοντάχα V: καὶ πάσχουν τάχα
πρότ. Bursian / τὴν φλακὴ: ταῖς φλακαῖς V: σταῖς φλακαῖς πρότ. Bursian / πὄν᾿: ὁπὸν V: ποῦ ᾿ν᾿
πρότ. Κριαράς. 263 νὰ μπῆς νὰ δῆς van Gemert: νὰ μπῶ νὰ δὼ V. 264 τὸ πεζεύσει van Gemert:
να πεζεύσει V: νὰ πεζεύσω πρότ. Wagner. 268 κέρκελος Μανούσακας: κέρκελον V/δεμένος
V:δεμένο πρότ. Κριαράς.
[271] καὶ λέγει: «Σίμωσε κοντὰ νὰ δῆς τὴν ἄγρια κοίτη,
[272] τὴν φυλακὴ τὴν σκοτεινὴ καὶ τῶν νεκρῶν τὸ σπίτι». /
[273] Κι ἀπὸ τὴν χέρα μ᾿ ἔπιασε κι εἶπα του: «Ὀμπρὸς ἐσύ ᾿πα», 171v
[274] κι ἐγὼ ξοπίσω ἐκλούθουν του στὴν μαυρισμένη τρύπα.
[275] Σκάλαν ἐκατεβαίναμε, εἶχε στενὰ σκαλέρια,
[276] ἀγάλι ἀγάλι ἐπηαίναμε κρατώντα ἀπὸ τὰ χέρια.
[277] Κι ἀπεὶν ἐκατεβήκαμεν ἀπὸ τὴν σκάλα κάτω
[278] κι ἐστήσαμε τὰ πόδια μας στῆς φυλακῆς τὸν πάτο,
[279] ἀπὸ τὴν χέρα μ᾿ ἄφηκε καὶ τὴν ζωσιάν του πιάνει
[280] κι ἀπὸ τὸ πλάι του ἔβγαλε κλειδιά, ὡσὰν μοῦ ἐφάνη.
[281] Καὶ τάχα πόρταν ἤνοιγε κι εἶπε μου νὰ σιμώσω
[282] κι ἅμα τ᾿ ἀνοίξει, πάραυτα ἐμπήκαμεν ἀπόσω.
[283] Κι ἐκ᾿ εἶδα ἀφέντες, ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ ρηγάδες
[284] καὶ βασιλῆδες φοβεροὺς κι ὄμορφους ἀμιράδες
[285] καὶ παλικάρια καὶ παιδιά, κοράσια ἀναπλεμένα
[286] κι εἶχαν εἰς τοὺς σφονδύλους τους σκουλήκια φωλεμένα.
[287] Καὶ κείτονται τὰ ταπεινὰ σὰν πρόβατα σφαμένα
[288] κι ἔχουν τὰ χέρια σταυρωτά, τὰ μάτια καλυμμένα.
[289] Κι ἐγὼ πολλὰ ἐλυπήθηκα κι ἀρχίζω νὰ φωνάζω
[290] καὶ μὲ τὴν γλώσσα δυνατὰ τὸν Χάρο ν᾿ ἀτιμάζω.
[291] Λέγω του: «Χάρε δολερὲ καὶ μυριασβολωμένε,
[292] ἐχθρὲ τ᾿ ἀθρώπου τοῦ ᾿λεεινοῦ, πάντοτες βουλισμένε,
[293] καὶ δὲν λυπᾶσαι τοὺς καλοὺς ἄντρες τοὺς ἀντρειωμένους,
[294] τοὺς ἄρχοντες, τὲς λυγερὲς καὶ νέους κανακεμένους;
[295] Νὰ τοὺς ἁρπάζης μὲ σφαγὴ ᾿κ τὰ χέρια τῶν τινάδων,
[296] διὰ τὲς θλίψες καὶ πικριὲς καὶ πόνους τῶν μανάδων.
[297] Ἄσι τους, μαῦρε Χάροντα, νὰ πολεμοῦν τὰ κάστρη,
[298] τὲς νύκτες νὰ στρατεύουσιν, νὰ φέγγουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη
[299] κι ἄς τους νὰ βλέπουν εἰς τὴν γῆν τὸν ἥλιο καὶ φεγγάρι
[300] καὶ μὴν ρουφᾶς τὸ αἷμα τους ὡσὰν ξερὸ σφογγάρι.
[301] Μὰ παῖρνε ἐκ τοὺς ἄτυχους καὶ γέροντες ἐκτάφια,
273 ἐσύ ᾿πα Henrich1: ἐσύ ᾿μπα διστάζει να διορθώσει Κριαράς: ἐσὺ ἔμπα V. 276 ἀγάλι ἀγάλι:
ἀγαληγάλη V. 278 καὶ στήσαμεν διορθ. από καὶ στήψαμεν V / τὸν διορθ. απος στὸν V. 279 ἀπο:
καὶ ἀπό V. 282 ἀπόσω van Gemert: ἀπέσω V. 287-288 εξοβέλ. εκδ. 289 ἐλυπήθηκα: λυπήθικα V.
291 μυριασβολωμένε van Gemert: μυριολυπιμένε V. 294 ἄρχοντες van Gemert: ἄρχοντας V /
κανακεμένους Μανούσακας: κατακομένους V: κατακαμένους πρότ. Κριαράς. 295-296 εξοβέλ.
εκδ. 295 νὰ V: μὴν πρότ. van Gemert / ᾿κ Wagner : ἐκ V. 301 μὰ παίρνε ἐκ van Gemert: καὶ
πέρνε καὶ V / ἐκτάφια Wagner: ἐκ τάφια V.
[302] κουτσούς, τυφλούς, παράλυτους, ρίκτε τους ᾿ς μαῦρα θάφια
[303] καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς καλοὺς μηδὲν τοὺς κονταρεύης,
[304] τοὺς ἀντρειωμένους, Χάροντα, μηδὲν τούσε δοξεύης».
[305] Κι ὁ Χάρος τάχα, ὡς ἔδειξεν, ἄρχισε κι ἐλυπᾶτον
[306] κι ἐκούνειε τὸ κεφάλι του κι αὐτὸ ἀπιλογᾶτον:
[307] «Ἂν ἤτονε νὰ ᾿πήγαινε στὸν Ἅδην ἄλλος γι᾿ ἄλλον,
[308] πολλοὶ νὰ μοῦ ᾿παν: “Χάροντα, ἄς τον αὐτὸν καὶ νά ἄλλον”.
[309] Μὰ ξεῦρε τοῦ / το ἀπὸ μὲν κι ἔχε το πάντα θάρρος, 172r
[310] πὼς δὲν χαρίζει προτιμὲς στὸν θάνατον ὁ Χάρος.
[311] Βλέπεις ἐτοῦτο τὸ βαστῶ τὸ σιδερὸ δοξάρι
[312] καὶ τὲς σαΐτες τὲς βαριὲςκαὶ τὸ μακρὺ κοντάρι;
[313] {Τοῦτα δοξεύουν ἄρχοντες, ἀφέντες καὶ κριτάδες.}
[314] Τοὺς δυνατοὺς πληγώνουσιν, τοὺς ἄπιαστους σκοτώνουν
[315] καὶ τοὺς ψηλοπερήφανους δοξεύουσιν †τοῦ τόνου†.
[316] {Καὶ ξεχωρίζει ἀδελφούς, πατέρες ᾿κ τὰ παιδιά των
[317] καὶ πλουτισμένους ἄρχοντες ἀπὸ τὰ γονικά των·
[318] καὶ τὲς μανάδες θλίβει τες, τὲς ὕπανδρες χηρεύει,
[319] βάνει τους μαῦρες φορεσιὲς κι ὅλες τὲς κουτρουλεύει.}
[320] Ἐγὼ τὰ κάστρη πολεμῶ καὶ μόνος τὰ κουρσεύω
[321] κι ὡς πρόβατα τοὺς ἄντρες τους σφάζω τους καὶ μισεύω·
[322] καὶ λέοντες ἀμέρωτους δίχως σπαθὶ τοὺς παίρνω
[323] καὶ δίχως ὄχλο σύγχυσης μέσα ᾿δεπὰ τοὺς φέρνω.
[324] {Κι ὅποτε σώσω, πολεμῶ, γεμίζω τὸ δοξάρι,
[325] καβαλικεύω τὸ φαρὶν καὶ παίρνω τὸ κοντάρι·
[326] καὶ ἀπάνωθέν τους στένομαι, δοξεύω τὲς καρδιές τους
[327] καὶ μὲ τὴν λόγχη τὴν πικριὰ ἐβγάνω τὲς ψυχές τους.}
[328] Ἐδῶ στὸν Ἅδη τὸν πικρὸ κι ἀπολησμονημένο
[329] κι εἰς τὸ φουσάτο τὸ ἄμετρο καὶ πολυπληγωμένο
[330] δένω τους μὲ τὴν ἅλυσον, καλοὺς κακοὺς ὁμάδι,
302 ᾿ς προσθ. Κριαράς. 306 κι αὐτό: καὶ αὐτὸν V: καὶ αὐτὸς πρότ. Wagner: καὶ αὐτόν᾿ πρότ. Κρι-
αράς. 309-314 παραδίδει και το χφ Α. 309 Μὰ τοῦτο ὑξευρέ το Α. 310 προτιμὲς Α: προτιμὴν V.
311-341 εξοβέλ. εκδ. 311 ἐτοῦτο Α: ἐτοῦτον V / δοξάρι διορθ. από κοντάρι Α. 312 ταῖς σαήταις
Α: τὴν σαΐταν V / τὲς βαριὲς: ταῖς βαστῶ Α: τὴν βαστῶ V/ μακρὺ Α: μαῦρο V. 313 εξοβέλ. εκδ. /
δοξεύγου ἄρχοντες αφέντες και κριτάδες Α: δοξέβουν βασιλεῖς ἀφέντες καὶ ρηγάδες V. 314
πληγόνουσιν ... σκοτόνουν V: σκοτώνω τους ... πληγώνω Α. 316-319 εξοβέλ. εκδ. 316 ξεχωρίζει
V: ξεχωρίζω πρότ. Κριαράς / πατέρες van Gemert : πατέρας V / ᾿κ Wagner: ἐκ V.
317 καὶ πλουτισμένους Κριαράς: πεπλουτισμένους V. 318 θλίβη V:θλίβω πρότ. Κριαράς / χη-
ρεύει V:χηρεύω πρότ. Κριαράς. 319 βάνη V:βάνω πρότ. Κριαράς / κουτρουλεύει V:κουτρουλεύω
πρότ. Κριαράς. 323 ὄχλο σύγχυσης: ὄχλον σίγησις V: ὄχλο ἢ σύχυση πρότ. Κριαράς. 327 λόγχη
τὴν πικριὰ Κριαράς: φλογινὴν πικρία V. 328 καὶ ἀπολησμονημένον V: καὶ τὸν ἀσβολωμένον
πρότ. van Gemert: καὶ ἀποσβολωμένον πρότ. εκδ.
[331] καὶ καταλεῖ τους τὸ πλακὶ καθημερνὸ στὸν Ἅδη.
[332] Καὶ μένουσιν εἰς τὸν βυθόν, στοῦ δράκοντος τὸ στόμα,
[333] στὴν στράτα τὴν ἀγιάγερτο, στὸ μαυρισμένο στρῶμα,
[334] ἐκεῖ ὁποὺ ᾿θέκασιν πολλοὶ καὶ δὲν μποροῦν νὰ γέρθουν,
[335] ᾿κ τὸν Ἅδη τὸν ἀχόρταγο στὴν γῆν ἀπάνω νὰ ἔρθουν».
[336] Καὶ τάχα τότε ἐκίνησα τὸν Χάρο ν᾿ ἀγενίζω
[337] κι ἀνάταξά τον ἄχρηστα καὶ τ᾿ ὄνομά του βρίζω.
[338] Λέγω του: «Λάβρα καὶ φωτιά, Χάροντα, νὰ σὲ κάψη
[339] κι ὁ Βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ μαγάρι νὰ σὲ πάψη!»
[340] Καὶ τάχατε ἀποκρίθηκε: «Διατί μὲ ἀγενίζεις
[341] καὶ τί σοῦ φταίγω, ἄνθρωπε, κι ἀναίσχυντα μὲ βρίζεις;»
[342] Κι εἶπα του: «Τάχα δὲν μπορεῖς νὰ κάμης ὀγιὰ φίλους,
[343] νὰ μάχεσαι μὲ τοὺς κακούς, ποὺ διάγουν σὰν τοὺς σκύλους;»
[344] Λέγει μου: «Ξεῦρε, φίλε μου, κι ὁ κόσμος μύλος ἔναι
[345] καὶ νοικοκύρης τὸν κρατεῖ κι ἀργὸς ποτὲ δὲν ἔναι· /
[346] κι ἄνωθεν ἔναι ὁ μυλωνάς, ὁ Θεὸς αὐτὸς γροικᾶται· 172v
[347] κι ἅμα τ᾿ ὁρίσει, πάραυτα ὁ μύλος ᾿ς μιὸν κινᾶται
[348] κι ἄλλους ἀλέθει καὶ μασεῖ καὶ βάνει τους στὸν Ἅδη
[349] κι ἄλλους σηκώνει ἐκ τὸν βυθὸν στοῦ κόσμου τὸ λαγκάδι».
[350] Λέγω του πάλι: «Χάροντα, ρωτῶ σε μ᾿ ἄξιο θάρρος,
[351] παρακαλῶ σε τὸ λοιπόν, μηδὲν τὸ πάρης βάρος:
[352] τούτους τοὺς παίρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ βάνεις εἰς τὸν Ἅδη
[353] καὶ τοὺς λαλεῖς ὡς πρόβατα καὶ μακελειοῦ κουράδι,
[354] τάχα σ᾿ αὐτοὺς ὁ μυλωνὰς ὁπού ᾿πες - ἐνθυμᾶσαι; - ,
[355] αὐτὸς σὲ πέμπει πρὸς ἐμᾶς καὶ ὁριστὰ κινᾶσαι
[356] κι ἐσὲ δεσπότην στέλλει σε δίχως αἰτιὰν καὶ τρόπον
[357] ἢ ἐσὺ ἀτός σου ἐχθρεύεσαι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;»
[358] Λέει μου: «Τί ἔναι τὸ ρωτᾶς, τί ἔναι αὐτὸ τὸ λέγεις
[359] Δὲν τὸ κατέχεις, ἄνθρωπε, -- μὰ πρὸς ἐμένα κλαίγεις --
333 ἀγιάγερτο van Gemert: αναγερτον V. 335 ᾿κ τὸν Ἅδη van Gemert: στὸν κόσμον V / νὰ
ἔρθουν Κριαράς: νάρθουν V. 336 τότε Κριαράς: τότες V / νὰ εὐγενίζω διορθ. από νἀγενίζω V.
337 βρίζω: εὐρίζω V. 339 μαγάρι Henrich2: λιθάρι V / να σε πάψη V: νὰ σὲ πέψη πρότ.
Κριαράς: νὰ σ᾿ ἀστράψη πρότ. van Gemert. 340 τάχατε Κριαράς: τάχατες V: τάχα πρότ. Wagner
/ ἀγενίζεις Βικέλας: εὐγενίζης V. 342 του Κριαράς: τον V / τάχα Wagner. τάχατες V. 343 ποὺ
Wagner: ὁπου V. 344 ξεῦρε Κριαράς: ἤξευρε V. 347 τ᾿ ὁρίση Wagner: τὸ ρασι V / ᾿ς μιόν: εἰς
μιόν V. 348 καὶ βάνει τους στον Ἅδη πρόσθ. Κριαράς: κι ἄλλους βουλᾶ στὸν Ἅδη πρόσθ.
Βικέλας. 350. πάλι van Gemert: πάλαι V / μ᾿ ἄξιο: σ᾿ ἄξιον V. 353 μακελλιοῦ Κριαράς: μακελία
V. 354 τάχα σ᾿ αὐτοὺς Κριαράς: τάχατες αὐτοὺς V. 356-357 άλλαξε σειρά van Gemert. 356 κ᾿
ἐσὲ δεσπότην στέλλει σε Κριαράς: καὶ σὺ δεσπότην στήλησε V: ἢ ὁ δεσπότης στέλλει σε πρότ.
Βικέλας. 358 λέει: λέγει V.
[360] καὶ ἄβουλα τοῦ αὐθεντὸς τίποτας δὲν κινᾶται,
[361] οὐδὲ ἄνθρωπος, οὐδὲ θεριό, οὐδὲ πουλὶ γεννᾶται;
[362] Δὲν πέφτει φύλλον εἰς τὴν γῆν ἐκ τὸ δεντρὸν ἀπάν
[363] ἀνόριστα τοῦ ἀφεντός, καθὼς καταλαμβάνω.
[364] Μᾶλλον αὐτὸς μὲ ἀνόρθωσε ποτὲ νὰ μὴν καθίζω,
[365] νὰ καλικεύω τὸ φαρίν, τὸν κόσμο νὰ γυρίζω.
[366] Καὶ καταξιᾶς μοῦ τ᾿ ἄφηκε τ᾿ ἀθρωπινὸ κουράδι
[367] καὶ δίδω τους τὸν θάνατο καὶ βάνω τους στὸν Ἅδη.
[368] Δίχως αὐτεῖνον τίποτες δὲν δύνομαι νὰ κάμω,
[369] οὐδ᾿ ἐξουσιάζω τίποτας: ἕνα κουκκάκιν ἄμμο».
[370] Κι ἀκούγοντα τὰ μοῦ ᾿λεγε πικρὰ ἄρχισα νὰ κλαίγω
[371] καὶ πάλι τότε ἐκίνησα τοῦ Χάροντα νὰ λέγω:
[372] «Νὰ μὴν ἠμπόρεσε τινὰς ν᾿ ἀράξη σὰν τὸ σκύλο
[373] καὶ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σου νὰ ξεγλυτώση φίλο,
[374] ἢ μὲ χρυσάφιν ἄμετρο νά ᾿στρεψεν εἷς υἱόν του,
[375] γὴ συγγενὴν ἢ κύρην του ἢ μάνα ἢ ἀδελφόν του,
[376] ἢ νά ᾿καμε παράταξη καὶ γάμο, νὰ σ᾿ ἐπῆρε
[377] κι εἰς τὸν χορὸ νὰ σ᾿ ἔμπασε, νὰ σοῦ ᾿πε: “Χάρο, σύρε”;
[378] Τάχα μὲ παραδιάβασες, λέγω, νὰ σοῦ μιλήση,
[379] τοὺς συγγενοὺς καὶ φίλους του μπορεςς νὰ λησμονήσης;»
[380] «Δὲν τὸ ἠξεύρεις κι ὁ Θεὸς καρδιογνώστης ἔναι
[381] κι ἄνω στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ λάθος αὐτὸς δὲν ἔναι!
[382] Κι ἅμαν ὁρίση, νὰ μοῦ πῆ: “Χάρο, στὸν κόσμον ἄμε
[383] κι ὅποιον σοῦ δείξω σκότωσε καὶ ρίξε τονε χάμαι”,
[384] πῶς ἠμπορῶ νὰ παραβγῶ, σφάλω τῆς ἐντολῆς του,
[385] ἂν ἔν᾿ κι ἐμὲν ἀνόρθωσε νὰ κάμνω τὲς δουλειές του;»
[386] Λέγω του πάλι δεύτερον: «Ἔδε ᾿πιτί / μιο τοῦτο 173r
[387] κι ἔδε μυστήριο φοβερὸ καὶ θαύμασμα ὁπού ᾿τον!
[388] Λοιπὸν ρωτῶ σε, πές μου το, Χάρο, ἂν ἔν᾿ κι ὁρίζεις
[389] κι ἅμα τὸ ξεύρεις, ἄρχισε νὰ τὸ διαχωρίζης:
362 εἰς (τὴν γῆν) διορθ. από ἐκ V. 364 καθίζω: καθίσω V. 365 γυρίζω van Gemert: γυρήσω V.
368 δίχως Wagner: μὰ δίχος V. 369 ἕνα V: οὐδὲ πρότ. van Gemert. 370-385 εξοβέλ. εκδ. 370
ἄρχισα van Gemert: ἀρχίζω V. 371 τότε Wagner: τότες V. 373 φίλο Κριαράς: φίλος V. 374 νά
᾿στρεψεν εςς: νὰ στρέφης εἰς V: στρέψη εἰς πρότ.Wagner. 376 Wagner: ῝ V / νά ᾿καμε: να κά-
μη V. 378 σοῦ μιλήση: ὁμιλήση V: ὁμιλήσης πρότ. Κριαράς. 379 μπορῆς V: μπορεῖ πρότ. Κρια-
ράς. 380 ἠξεύρεις κι van Gemert: ἠξεύρεις, ἄνθρωπε V.381 αὐτὸς Κριαράς: αὐτὸ V. 384 σφάλω
τῆς ἐντολῆς του van Gemert: να σφάλω τῆς ἐντολῆς στου V: νὰ σφάλω τς ἐντολαῖς του Wagner.
385 τὲς van Gemert: τῆς V. 386-563 εξοβέλ. εκδ. 387 καὶ πρόσθ. Wagner / ᾿τον Wagner: ἦτον V:
᾿το Κριαράς. 388 ὁρίζεις van Gemert: ὁρήσης V. 389 διαχωρίζης van Gemert: διαχωρίσης V.
[390] τίς ἡ αἰτία ἤτονε κι ὁ ἄνθρωπος ἐγένη,
[391] †μαν† βαστᾶ τὸν θάνατο κι †μαν† στὸν Ἅδη μπαίνει;
[392] Παρακαλῶ σε, πέ μου το, διατὶ ἔχωσαν τὸν τρόπο:
[393] διὰ τί ἀφορμὴ γυρεύετε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;»
[394] Καὶ τάχα αὐτὸ τὸ ρώτημα ἐστάθη κι ἤκουσέ μου
[395] κι ὡς θεολόγος δάσκαλος ἀρχίνα κι ἔλεγέ μου:
[396] «Ἀρχήν ὅντεν ἐκτίστησαν οἱ δυὸ ἀδελφοὶ φωστῆρες,
[397] ἥλιος, φεγγάρι, οὐρανός, ὁ κόσμος κι οἱ ἀστέρες,
[398] οἱ οὐρανοὶ ἐδοξάστησαν, ᾿κ τὸν Θεὸν ἡ γῆς ἐκτίστη,
[399] τὸ πνεῦμα ἐκατέβηκε κάτω στὴν γῆν ποὺ ᾿κτίστη
[400] κι ἔκαμε κι ἐδιαχώρισε μέρα λαμπρὴ καὶ σκότος
[401] κι ἅψεν ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς καὶ τ᾿ ἄστρη μὲ τὸ σκότος·
[402] κι ἔκαμε κάμπους καὶ βουνὰ καὶ ὀρεινὰ λαγκάδια,
[403] θάλασσα μὲ τοὺς ποταμοὺς καὶ δροσερὰ λιβάδια
[404] καὶ δέντρη δροσοφύτευτα, κλωνάρια νὰ βαστοῦσι,
[405] ν᾿ ἀθοῦν καὶ νὰ μυρίζουσιν καὶ πάντα νὰ καρποῦσι·
[406] κι ἐκαρποβλάστησε τὴν γῆν πάσα λογῆς χορτάρι
[407] καὶ πάσα ἑνὸς ἐχάρισε τὴν ἐδικήν του χάρη·
[408] κι ἔκαμεν ὄρνεα καὶ πουλιὰ στὰ νέφη νὰ πετοῦσι,
[409] νὰ τρῶν ἐκ τὸν καρπὸν τῆς γῆς καὶ νὰ παιδοκομοῦσι·
[410] κι ἔκαμε τὰ θεριὰ τῆς γῆς, τὰ ψάρια τῆς ἀβύσσου.
.......................................................................
[411] {Τὰ νέφη ἐδῶκε τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὸν βορέα νὰ τρέχουν,
[412] νέφη νὰ ρίκτουν τὰ νερά, ὄψια τῆς γῆς νὰ βρέχουν.}
[413] Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔκαμε κι ἦσαν καλοκτισμένα,
[414] ἀνορθωμένα δυνατὰ καὶ τέλεια ὀρθωμένα.
[415] Πάραυτα ἐδιάβην ἡ βουλὴ τῆς ὕψιστηςΤριάδος,
[416] Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, ἀχώριστης ὁμάδος,
[417] κι εἶπαν νὰ κάμουν ἄνθρωπον νά ᾿χη ψυχὴ καὶ σῶμα,
[418] νά ᾿χη ψυχὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σάρκα ἀπὸ τὸ χῶμα·
390 ἐγένη: ἐγήνη V: νὰ γένη πρότ. Κριαράς. 392 ἔχωσαν: ἔχω σἃν V: ἔχασαν πρότ. Wagner /
τρόπον: κόπον V. 393 γυρέβετε V: γυρεύεται πρότ. Wagner. 395 δάσκαλος Κριαράς: διδάσκαλος
V. 398 ᾿κ τὸν Θεὸν ἡ γῆς van Gemert: ὁ θεὸς τῆς γῆς V. 399 ποὺ κτίστη Wagner: κτίστη V. 400
σκότος: φῶτα V. 402 ὀρεινὰ van Gemert: δροσερὰ V. 403 δροσερὰ van Gemert: ὡρινά V. 411-
412 εξοβέλ. van Gemert / νέφη Βικέλας: τα νέφη V: τὰ νέφη διέγρ. Κριαράς. 415 ὕψιστης Wagner:
ὑψίστου V. 416 πνεύματος Μανούσακας: ἁγίου πνεύματος V/ ἀχώριστης Wagner:
ἀχώριστος V. 417-418 άλλαξε σειρά van Gemert. 417 εἶπαν Κριαράς: οἴπα V. 418 ᾿χη van
Gemert: πίη V / τοῦ οὐρανοῦ V: ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πρότ. van Gemer / ἀπό: ἀπὲ V.
[419] καὶ νά ᾿ναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γέννημα ἐδικόν τως
[420] καὶ κατ᾿ εἰκόναν ἴδιαν κι εἰς ὁμοιότητάν τως·
[421] νὰ γένη αὐθέντης τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ κράτος ἐδικό του,
[422] καὶ τῶν ἀγγέλων βασιλεὺς καὶ δόξα τοῦ πατρός του.
[423] Κι ὁ Πλάστης τότε ἐκέλευσε κι ἦρθε στὸν κόσμο κάτω
[424] κι ἐπιάσε χῶμα καὶ νερὸ ἀπὸ τῆς γῆς τὸν πάτο·
[425] κι ἐκ τὸν πηλόν των ἔκαμε τὸν πρῶτο τῶν ἀνθρώπων.
........................................................................
[426] {Ἀτός του τὸν ἐποίησε, εὐλόγησε κι ἔγινέ τον.}
[427] Λοιπὸν ἀπεὶν τὸν ἄνθρωπον ἔπλασε κι ἔκαμέ τον,
[428] θέτει τὸν ὄψια τῆς γῆς ἐκεῖ κι ἐκοίμησέ τον·
[429] κι ἐκ / τὴν δεξιάν του τὴν πλευρὰ ἕνα πλευρὸν ἐβγάνει 173v
[430] καὶ τὴν γυναίκαν ἔπλασε κι ἐκ τῶν ὀστέων του βάνει
[431] κι εἶπεν: “Ἐγείρεσθε ἐκ τῆς γῆς”, κι ἐγέρθησαν κι ἐστέκαν·
[432] κι εἶπε τὸν ἄνθρωπον Ἀδὰμ καὶ Εὔα τὴν γυναίκα.
[433] Κι Ἀδὰμ πάραυτα ἐλάλησε: “Ὀστοῦν ἐκ τὰ ὀστά μου
[434] καὶ σάρκα ἐκ τὴν σάρκα μου κι αἷμα ἐκ τὴν καρδιά μου”.
[435] Καὶ πάραυτα ἐσμίξασιν μὲ παρρησιὰ μεγάλη
[436] κι ἔλαμπαν εἰς τὴν ὀμορφιά, ὡς τοῦ ἡλιοῦ τὰ κάλλη.
[437] Κι εὐλόγησέ τους εἰς τὴν γῆν τὸ σπέρμα τους νὰ μένη,
[438] στὴν οἰκουμένη πάντοτες ν᾿ αὐξαίνη, νὰ πληθαίνη·
[439] καὶ μέσα στὴν παράδεισον ἀτός του ἔβαλέν τους
[440] κι ὅλη τοὺς τὴν ἐχάρισε κι ἀφέντες ἔκαμέν τους·
[441] κι εἶπεν τους: “Ὅλα τὰ δεντρὰ κι ἡ αὐλὴ τῆς παραδείσου
[442] ἂς ἔν᾿ τῆς Εὔας σήμερον κι ἐσέν, Ἀδάμ, δική σου”.
[443] Ἕνα δεντρὸ τῶν ἔδειξε κι εἶπεν των: “Τοῦτο θέλω
[444] ᾿ς τοῦτο νὰ μὴν ἁπλώσετε, γιατὶ ἐγὼ τὸ θέλω.
[445] Κι ἂν ἔν᾿ κι ἐσεῖς θελήσετε εἰς τὸ δεντρὸ νὰ πᾶτε,
[446] ἀπάνω  μ του ν᾿ ἀγγίσετε κι ἐκ τὸν καρπὸ νὰ φᾶτε,
[447] θάνατον θέλετε ντυθῆ καὶ πέσειν εἰς τὸν Ἅδη
[448] καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ θέλετε δεῖν ὁμάδι”.