Τῶν Δολιέων ῥῆγας
μα΄
Πέρα στὴν ἀκροθαλασσιά, σ’ ἀμμουδερὸ περγιάλι,
ἐκεῖ ἀράξαν ἡ Ἀργὼ κι’ οἱ Μίνυες ἀρχόντοι,
στρώνουνε μέρος νὰ δειπνοῦν, τόπο γιὰ νὰ πλαγιάζουν.
Γιδοβοσκὸς τοὺς βίγλισεν ἀπὸ ψηλὴ κορφοῦλα,
καὶ τὸ κοπάδιν ἄφηκε, στοῦ βασιληᾶ κινάει.
«Ὥρα καλή σου
βασιληά». «Καλῶς τὸν πιστικό μου».
»Σὰν πῶς στὴν χώρα βρέθηκες, στοῦ παλατιοῦ τὴν στράτα;»
«Στὸ μεροβίγλι, στὰ σιμά, γίδια περιβοσκοῦσα,
κάτεργο βλέπω κι’ ἔρχεται κι’ εἰς τὸν γιαλὸν ἀράζει,
κι’ ἀπὰ στὸν ἄμμον βγήκανε πενῆντα παλληκάρια».
«Γιὰ λέγε μου, βρὲ πιστικέ, σὰν τί λογιῶ σοῦ μοιάσαν;»
«Πολλά ’μμορφο τὸ θώρι τους, τρανὸ τ’ ἀνάστημά τους,
βάστουν δρακόντων τ’ ἄρματα κι’ ἀρχοντικὰ ντυμένοι,
κι’ ἐλάμπαν τὰ ματάκια τους σὰν τ’ οὐρανοῦ τ' ἀστέρια».
Νά την καὶ ἡ βασίλισσα στὴν σάλα ξεπροβάλλει.
«Ποιά ἔγνοια τρώει τὸν ῥῆγα μου κι’ ἔτσι πολυλυπιέται;»
«Ξένους φοβοῦμαι, λυγερή, μὴν ἦρθαν γιὰ τὸ κοῦρσος».
«Ἂν χαραμῖτες κι’ ἂν ἐχθροὶ τ’ ἀσκέρι σου περίττου,
μ’ ἂν φίλοι κι’ ἂν εὐγενικοὶ ντροπή μας νὰ εἰποῦν το:
Πιάσαμε καὶ στῶν Δολιέων τὸν ἄξενο τὸν τόπο,
ὁποὺ βαρβάροι κατοικοῦν κι’ ὁ ῥῆγας τους ἀγροῖκος,
καὶ τοὺς ἀρχόντους δὲν τιμᾷ, τραπέζια δὲν τοὺς στρώνει».
«Ποιός εἶν’ ὁ νηὸς ὁπού ’ρχεται μὲ κύπελλο στὸ χέρι;
Μὲ δῶρα, σφάγια διαλεχτά, στάμνες κρασὶ ποὺ φέρει;»
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύζικος, τῶν Δολιέων ῥῆγας...»