Στο Χρυσοβέργι και στην ευρύτερη περιοχή, η ελιά είναι αυτή που δίνει σημαντική οικονομική ανάσα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και που έχει κρατήσει πάρα πολλούς νέους στον τόπο.
Η επιλογή των Χρυσοβεργιωτών , μετά την αγροτική πολιτική που οδήγησε στην έξοδο από την καπνοκαλλιέργεια ,να στραφούν στην ελιά ,ήταν επιτυχημένη .Δεν παρασύρθηκαν από διάφορες σειρήνες για νέες μορφές καλλιέργειας κ.λ.π ,αλλά εκτίμησαν σωστά τη σημαντική γεωγραφική θέση του χωριού και το υπέροχο μικροκλίμα του,εκμεταλλευόμενοι άριστα τα το δώρο της θεάς Αθηνάς στους Ελληνες. Την ελιά!
Σήμερα το χωριό διαθέτει τους καλύτερους και παραγωγικότερους ελαιώνες της περιοχής.Αυτό δεν είναι εκτίμηση μόνο δική μας,αλλά και της επιστημονικής κοινότητας των γεωπόνων που τους επισκέπτονται ,αφού η καλλιέργειά της είναι ενταγμένη στο σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης για την παραγωγή ασφαλών και υγιεινών προϊόντων.Το 2011 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις του χωριού ήταν 4000 στρέμματα περίπου.
Ανέκαθεν η ελιά προσέφερε οικονομική ευμάρεια στους ανθρώπους.
Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Ελαία η καλλιστέφανος '',εκδόσεις ΑΤΤΙΚΉ ΤΡΑΠΕΖΑ 2004 . που δείχνει πόσο σημαντική θέση κατείχε στην οικονομία των πόλεων και την ισχύ που τους παρείχε.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
Η ελιά είναι το κόσμημα της ελληνικής γης, το δέντρο που προσαρμόστηκε απόλυτα στο ‘λεπτόγεω’ του ελληνικού εδάφους. Ελάχιστα απαιτητική, με την αιωνόβια θητεία της μέσα στο χρόνο, αποτελεί σύμβολο σταθερότητας, υπομονής και ελπίδας. Γι’αυτό υμνήθηκε ανά τους αιώνες. Στην Οδύσσεια, συχνά, αποτελεί το πλαίσιο της εικόνας του πρωταγωνιστή Οδυσσέα. Στη ρίζα της κάθισε με τη θεά Αθηνά, για να οργανώσουν τη μνηστηροφρονία (ν. 385) και την ελιά χρησιμοποίησε η Αθηνά ως απόδειξη για να πειστεί ο ήρωας, ότι πατεί το χώμα της πατρίδας του.
Μον’ έλα τώρα να πεισθείς το Θιάκι να σου δείξω.
Να του θαλάσσιου γέροντα Φόρκυνα το λιμάνι.
Να κι η στενόφυλλη ελιά στου λιμανιού το βάθος…
(ν, 356-358)
Άλλωστε, η ελιά τον πρωτοδέχτηκε στη στεριά και τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν, πρησμένος από την πολυήμερη πάλη του με τα κύματα και κατακομματιασμένος από τα χτυπήματα στους βράχους, έφτασε στη Σχερία, μετά το νησί της Καλυψώς. Πού θα περνούσε τη νύχτα ο πολύπαθος ήρωας, για να μη τον παραλύσει η υγρασία και να μη τον κατασπαράξουν τα θηρία :
Κι εκεί που τέτοια ανάδευε, καλύτερο του βρήκε
Να πάει στο δάσος. Και κοντά το βρήκε στο ποτάμι,
Σε μια κορφή και τρύπωσε σε δυο από κάτω δέντρα
Μαζί βγαλμένα, το ένα ελιά και το άλλο ήταν αγρέλα.
Ποτέ δεν τα’ πιανε η ορμή του νοτισμένου ανέμου,
μήτε κι ο ήλιος τα’ φρυγε με τις λαμπρές του αχτίδες,
μήτε περνούσε κι η βροχή στη ρίζα τους να φτάσει.
Τόσο πυκνά που φύτρωναν πλεγμένα ένα με τ’ άλλο.
Κάτω ο Δυσσέας τρύπωσε, και με τα δυο του χέρια
στοίβασε στρώμα απλόχωρο-γιατί είχε κει χυμένα
σωρό τα φύλλα, που και δυο και τρεις θα φυλαγόνταν
μες στου χειμώνα την καρδιά κι ας φρένιαζε φυσώντας.
Το είδε και χάρηκε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας
κι εκεί στη μέση πλάγιασε κι απάνω του με φύλλα
σκεπάστηκε.
( ε, 495-509)
Στην υπέροχη περιγραφή του κήπου του Αλκίνου η ελιά βρίσκεται σε περίοπτη θέση:
Στο απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε μεγάλο κήπο, τέσσερων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα, φύτρωναν δροσερά , αχλαδιές , ροδιές, μηλιές με μήλα , συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον ανθό τους, που δεν τους έλειπε ο καρπός του χειμώνα καλοκαίρι, μήτε ποτέ τον έχαναν, μόν’ απαυτά φυσώντας ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Στη ‘μεστή Άρεως’ Ιλιάδα υπάρχει μια θαυμάσια παρομοίωση του νεαρού Εύφορβου με τρυφερό δέντρο ελιάς.
Πώς ανασταίνει μ’ έγνοια ολόδροσο φιντάνι ελιά ο ξωμάχος
σε τόπο απόμερο, που γύρα του νερά βρυσίζουν πλήθια,
πανώριο, τρυφερό, κι οι αγέρηδες κάθε λογής φυσώντας
το ακρολογούν, και στέκει κάτασπρο στον πλήθιο μέσα ανθό του,
όμως αγέρας ξάφνου ασκώνεται και δυνατό δρολάπι
κι από το λάκκο του ανασπώντας το στο χώμα το ξαπλώνει,
του Πάνθου τον υγιό, τον Εύφορβο τον κονταρά, παρό-
μοια σκότωσε ο γιος του Ατρέα …
( Ρ, 53-60 )
Αν και το λάδι της ελιάς δεν αποτελούσε τροφή στους Ομηρικούς χρόνους, ωστόσο αναφέρεται ως ένδειξη πλούτου και ισχύος. Η αποθήκη του Οδυσσέα ‘είχε σωρό χρυσάφι και στα σεντούκια ρουχικά και μυρωδάτο λάδι’ (β, 356). Στον ομηρικό κόσμο το λάδι είναι το απαραίτητο καλλυντικό μετά το λουτρό και προσδίδει στο σώμα ελαστικότητα και χάρη. Η βασίλισσα Αρήτη δίνει στην κόρη της, τη Ναυσικά, ένα χρυσό ροΐ γεμάτο λάδι για να τρίψει το σώμα της, όταν λουστεί στο ποτάμι (ζ, 81-82). Κι όταν λουστεί και τριφτεί με λάδι, με τη βοήθεια πάντα της Αθηνάς, θα παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια της έκπληκτης κόρης γεμάτος τόση χάρη κι ομορφιά που θα ευχηθεί να ήταν αυτός ο άνδρας της ζωής της (ζ, 222).
Παρόμοια εικόνα έχουμε και στη ραψωδία ψ, όταν η Ευρυνόμη λούζει τον Οδυσσέα και αλείφει το κορμί του με λάδι, προκειμένου να εμφανιστεί στην Πηνελόπη. Και ήταν τόσο ευεργετικά τα αποτελέσματα του λαδιού, που μόλις βγήκε από το λουτρό έμοιαζε με αθάνατο θεό (ψ, 161). Μα και ο Τηλέμαχος, στο ανάκτορο του Νέστορα, στην Πύλο. Λούζεται και αλείφεται με λάδι και βγαίνει κι αυτός από το λουτρό όμοιος με αθάνατο θεό (γ, 486).
Στην Ιλιάδα (Κ,577) ο Οδυσσέας με το Διομήδη επιστρέφοντας από μια περιπολία, όπου σκότωσαν δώδεκα Θρακιώτες κι ένα κατάσκοπο του Έκτορα,
σε καλοσκαλισμένους μπήκανε λουτρούς ν’ απολουστούνε.
Κι αφού λουστήκαν πια αλείφτηκαν καλά με λάδι,
πήγαν και κάθισαν να φαν….
Βαθιά θλιμμένος ο ‘νεφεληγερέτης’ Δίας προστάζει τον Απόλλωνα ν’ απομακρύνει από της μάχης την αντάρα το άψυχο σώμα του αγαπημένου του γιου Σαρπηδόνα και να τον φροντίσει τρυφερά:
…στο ρέμα λούσε τον του ποταμού, με λάδι
αθάνατο άλειψε τον, φορά του θεϊκό χιτώνα γύρω…
Το νεκρό Πάτροκλο ‘τον λούσαν και τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι’ οι Αχαιοί (Σ,350), ενώ η Αφροδίτη ΄ με αθάνατο ροδόλαδο ’ άλειφε το νεκρό Έκτορα να μη γδαρθεί από την κακοποίηση που έκανε στο πτώμα του ο Αχιλλέας (Ψ,186).
Κουρασμένη από τα ερωτικά παιχνίδια η θέα του κάλλους επιφυλάσσει την ίδια περιποίηση για τον εαυτό της: αποσύρεται στην Πάφο, όπου οι Χάριτες την οδηγούν στο εσωτερικό του περικαλλούς ναού της, τη λούζουν και αρωματίζουν το θεσπέσιο σώμα της με άφθαρτο λάδι.
Κι όταν η Ήρα σκέφτηκε να παρασύρει ερωτικά το Δια, για ν’ αποσπάσει την προσοχή του από τη μάχη, χάρη των Αχαιών, κίνησε για το ιδιαίτερο διαμέρισμα της, που το είχε χτίσει ο Ήφαιστος
Κι ως μπήκε εκεί, διπλομαντάλωσε τις στραφταλούσες πόρτες.
Το ποθητό κορμί μ’ αθάνατο νερό ξεπλένει πρώτα
να φύγει η λέρα, διπλοπάλαμα μετά με λάδι αλείφτη,
ευωδιαστό, θεϊκό, πανέμνοστο. Να το κουνούσες μόνο
στου Δια μπροστά το χαλκοκάτωφλο, το αρχοντικό παλάτι,
γη κι ουρανό θα γέμιζε με τη μοσκοβολιά του.
Μ’ αυτό το πάγκαλο της άλειψε κορμί …
Ξ, 169-175
Στην ομηρική εποχή το ξύλο της ελιάς ήταν σε ευρεία χρήση. Η Καλυψώ έδωσε στον Οδυσσέα,
‘μεγάλο μπαλτά, ολόχαλκο και δίστομο που ’χε όμορφο στειλιάρι μέσα μπηγμένο ελίτικο, με τέχνη σφηνωμένο…’ (ε, 242-4), για να κατασκευάσει τη σχεδία του. Ο Κύκλωπας Πολύφημος είχε στη σπηλιά του ένα τεράστιο ξύλο ελιάς, χλωροκομένο, που το προόριζε για ραβδί, όταν θα ξεραινόταν. Ήταν τόσο μεγάλο και χοντρό που έμοιαζε με κατάρτι εικοσάκουπου καραβιού, από τα μεγάλα φορτηγά (ι,320-4). Ένα κομμάτι, έως μια οργιά, απ’ αυτόν τον κορμό χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον τυφλώσει.
Αλλά η πιο ρομαντική αναφορά στη χρήση του ξύλου της ελιάς γίνεται στη ραψωδία ψ.
Ο Οδυσσέας έχει φτάσει στην Ιθάκη, έχει αναγνωριστεί από τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο και την Ευρύκλεια, έχει σκοτώσει τους μνηστήρες, δεν έχει όμως ακόμη αναγνωριστεί από την πίστη και γι ‘ αυτό δύσπιστη Πηνελόπη, που απαιτεί να τον… δοκιμάσει. Δίνει, λοιπόν, εντολή στην Ευρύκλεια να μεταφέρει έξω από το παλάτι το κρεβάτι του Οδυσσέα και να του στρώσει να κοιμηθεί εκεί. Και τότε ο ήρωας εξανίσταται, φωνάζει θυμωμένος, πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, ποιος μπορεί να μετακινήσει το κρεβάτι του, αφού ήταν ένα κρεβάτι με… ρίζες!
Φιντάνι ελιάς στενόφυλλης μες στην αυλή μου ανθούσε,
Χλωρόφλουδο, ολοφούντωτο, χοντρό όσο ένας στύλος.
Κι ολόγυρα της έχτισα μια καμάρα, φτιασμένη
με μάρμαρα πελεκητά και με σκεπή από πάνω
κι έβαλα πόρτες ταιριαστές κι ομορφοκαμωμένες.
Έκοψα της πυκνόφυλλης ελιάς τη φούντα τότες
και τον κορμό κλαδεύοντας τον πελεκώ απ’ τη ρίζα
μ’ ένα σκεπάρνι τεχνικά, στη στάφνη ισώνοντας τον
κι έφτιασα τα κλινόποδα, τρυπώντας με τρυπάνι.
Κι εκείθε τότες άρχισα να φτιάχνω το κρεβάτι
πλουμίζοντας το μάλαμα και φίλντισι κι ασήμι
και μέσα κόκκινο λουρί βοδιού λαμπρό τεντώνω.
Να τώρα τα σημάδια του σου τα’ πα, μήτε ξέρω
αν μένει ακόμα ασάλευτο, γυναίκα, το κρεβάτι
ή πια απ’ τη ρίζα το’ κόψε κανείς κι αλλού το πήγε.
Μόλις η Πηνελόπη άκουσε τα αλάθητα σημάδια
έτρεξε ευθύς απάνω του στα δάκρυα βουτημένη
και το λαιμό του αγκάλιασε με τα λευκά της χέρια
και φίλαε το κεφάλι του …
Και το ελίτικο κρεβάτι στρώθηκε με στρώματα απαλά, για να χαρεί το πολύπαθο και πολυπόθητο ζευγάρι μια νύχτα μαγική, σπαρμένη θάματα. Γιατί η θεά Αθηνά, γεμάτη κατανόηση, επιμήκυνε τη διάρκεια της νύχτας, καθυστερώντας την Αυγή στην άκρη του Ωκεανού και εμποδίζοντας τη να ζέψει τα άλογα,
που της τραβούν τ’ αμάξι της και φως στον κόσμο φέρνουν.
Τέλος, ο Ομηρικός άνθρωπος, που δεν μπορεί να διανοηθεί το θάνατο να τον αποκόπτει από το φυσικό του περιβάλλον, φαντάζεται την ελιά απάνω στον καρπό της μαζί με τις γλυκόκαρπες συκιές και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα να επιτείνει στον Κάτω Κόσμο το μαρτύριο του Ταντάλου (λ,596).