Αποσπάσματα της
συνέντευξης δημοσίευσε χθές (30/12/12) η Αυγή στα Ενθέματα. Είναι ενδιαφέρουσα και τη μετέφρασα ολόκληρη αφού πιστεύω ότι είναι καλό να
διαβαστεί. Χωρίς να το προχωρεί όσο θα έπρεπε, ο Leo Panitch κάνει σαφές ότι
χωρίς μετατόπιση προς τα αριστερά μεγάλων εργατικών μαζών εντός των
υπερδυνάμεων, δεν είναι δυνατός ένας άλλος κοινωνικός προσανατολισμός. Καλές και
απαραίτητες οι προσπάθειες του Τσίπρα αλλά, αντικρίζοντας την παγκόσμια (ορθότερα:
τη δυτική) πραγματικότητα, για γίνει κάτι τέτοιο πρέπει η κρίση να βαθύνει
περισσότερο, ώστε (Λένιν):
- Οι ελίτ να
αδυνατούν να διατηρήσουν τη μορφή κυριαρχία τους και, κατά προέκταση, την
ψυχραιμία τους και την μεταξύ τους αλληλεγγύη
- Οι εργατικές
μάζες να αντιμετωπίζουν το φάσμα της απόλυτης ή σχετικής εξαθλίωση
Αναγκαίες
αλλά όχι ικανές συνθήκες αφού δε γνωρίζουμε πόσοι και πόσο θέλουν να πορευτούν προς
μιας άλλης μορφής κοινωνία την οποία αυτοί θα προπαρασκευάσουν (με πόνο και
αίμα) και οι μελλοντικές γενιές θα βιώσουν.
Ο Leo Panitch είναι καθηγητής συγκριτικής πολιτικής οικονομίας στο York University και επί σειρά ετών εκδότης του The Socialist Register. Θεωρείται μια από τις κορυφαίες μορφές στον χώρο της αριστερής οικονομικής θεωρίας.
Το τελευταίο του βιβλίο (μαζί με τον Sam Gindin), «The Making of Global Capitalism» (Verso, 2012) . Για μια
συζήτηση πάνω στο βιβλίο, βλ εδώ.
Κατά ποία έννοια είναι ο καπιταλισμός ένα
«παγκόσμιο» σύστημα;
Ο κόσμος μας αποτελείται ακόμη
από έθνη-κράτη με πολύ διαφορετικές οικονομίες και ταξικές και κοινωνικές
δομές.
Με αυτό δεδομένο, πολλές από
αυτές τις οικονομίες ενσωματώνονται στα δίκτυα παραγωγής των πολυεθνικών
εταιριών (ΠΕΕ), οι οποίες παράγουν, παίρνουν εργολαβίες και κλείνουν συμφωνίες
σε πολλές διαφορετικές χώρες. Σήμερα σε πολλά κράτη, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
(ΑΕΠ) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο και τις εξαγωγές, τα οποία με τη
σειρά τους είναι αναπόφευκτα διασυνδεμένα με το διεθνές τραπεζικό σύστημα (μέσω
εμπορικών πιστώσεων, των παραγώγων της αγοράς συναλλάγματος, κλπ). Οι επενδυτικές και οι εμπορικές τράπεζες
έχουν διεθνοποιηθεί εξ ολοκλήρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να πει κανείς
ότι αυτό για το οποίο μιλούσε ο Μαρξ από το 1850 – τον καπιταλισμό ως σύστημα
με τάσεις παγκοσμιοποίησης – έχει, περισσότερο ή λιγότερο, γίνει
πραγματικότητα.
Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν τα κράτη στην
στήριξη αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης;
Το βιβλίο μας αρχίζει με δυο
παραθέματα. Το ένα είναι του David Held,
καθηγητή παλιότερα του London School
of Economics, ο οποίος ήδη από
τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε μιλήσει για μια αυξανόμενη υπερεθνική
οικονομία που υπερέβαινε ακόμη και τις οικονομίες των υπερδυνάμεων. Το δεύτερο
είναι το Eric Hobsbawm, από το θαυμάσιο Η Εποχή των Άκρων, το οποίο λέει ότι οι
ΠΕΕ θα προτιμούσαν έναν κόσμο «εποικισμένο με κράτη νάνους ή χωρίς καθόλου
κράτη». Το βιβλίο αποτελεί μια προσπάθεια διόρθωσης αυτών των μεγάλων
παρανοήσεων.
Οι ΠΕΕ
χρειάζονται τα κράτη. Όταν μετακινούνται γύρω στον κόσμο, εγκαθίστανται σε όλο
και περισσότερα μέρη. Αντίθετα από το να θέλουν κράτη νάνους, θέλουν κράτη με
ικανότητα προστασίας της περιουσίας, επιζητούν την επίλυση των νομικών
ζητημάτων μέσα από ένα αποδοτικό και επαρκές νομικό και δικαστικό σύστημα,
απαιτούν την κατασκευή των υποδομών και την εξασφάλιση σταθερού εργατικού
δυναμικού. Η άποψη ότι οι ΠΕΕ, οι ξένες επενδύσεις και το υπερεθνικό τραπεζικό
σύστημα λειτουργούν εκτός των κρατικών συστημάτων ή ότι δεν εξαρτώνται από τα
κράτη για κάθε τους κίνηση όπως ακριβώς ο ίδιος ο καπιταλισμός χρειάζεται το
κράτος για να πρωτοεμφανιστεί, είναι απλά εκτός πραγματικότητας.
Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι οικονομική
παγκοσμιοποίηση, ενώ δεν είναι απαλλαγμένη από την ανάγκη ύπαρξης κράτους,
περιορίζει σε συντριπτικό βαθμό τις επιλογές οικονομικής πολιτικής (έλεγχο
κεφαλαίων, κοινωνικά προγράμματα) ενός κράτους καθιστώντας τες απαγορευτικά
ακριβές;
Ναι. Αλλά τα κράτη δεν είχαν ποτέ
την άνεση, στο βαθμό που εμπλέκονται στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, να
ελέγχουν τα κεφάλαια με μικρό κόστος. Οι σοσιαλδημοκρατικές κοινωνικές
πολιτικές και οι μορφές ελέγχου του κεφαλαίου που υπήρχαν κατά τη διάρκεια του
2ου Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ) και μετά από αυτόν (αν και οι αμερικανοί
τους αποδέχτηκαν προσωρινά μόνο) σχεδιάστηκαν για να διευκολύνουν την
ανοικοδόμηση του καπιταλισμού.
Κατά τη διάρκεια του 2ου
ΠΠ ο έλεγχος του κεφαλαίου έτεινε να εξασφαλίσει έναν τύπο καπιταλισμού που
ήταν προσανατολισμένος στο ελεύθερο εμπόριο και το διεθνισμό (και, να είστε
σίγουρος, στη φιλελεύθερη δημοκρατία) στην αντιμαχία του με έναν τύπο
καπιταλισμού που ήταν οικονομικά εθνικιστικός.
Ο έλεγχος του κεφαλαίου μετά τον
2ο ΠΠ ήταν από κάθε άποψη επακριβώς σχεδιασμένος, έτσι ώστε να δώσει
στα ευρωπαϊκά κράτη και την Ιαπωνία τον απαραίτητο χώρο για να ανασάνουν και να
αποτρέψουν τη άμεση φυγή των κεφαλαίων στη Νέα Υόρκη. Αλλά ο έλεγχος αυτός ήταν
πάντα έτσι σχεδιασμένος ώστε να είναι προσωρινός. Οι μορφές ελέγχου του
κεφαλαίου που υιοθετήθηκαν στη συνέχεια διευκόλυναν την ανάπτυξη του
καπιταλισμού και των χρηματοπιστωτικών αγορών στις χώρες που τις εφάρμοσαν.
Το ίδιο ισχύει και για τις
κοινωνικές πολιτικές του ύστερου 20ου αιώνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι το κοινωνικό κράτος ήταν αποτέλεσμα πραγματικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά είτε
αυτές έγιναν από τα πάνω είτε ήταν αποτέλεσμα πιέσεων της εργατικής τάξης από
τα κάτω, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δομημένες έτσι ώστε να μην
υπονομεύουν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Ακόμη και η εξασφάλιση της
γενικής απασχόλησης ήταν έτσι δομημένη ώστε να αποτρέπεται η υπονόμευση της
αγοράς εργασίας: έπαιρνες το επίδομα ανεργίας μόνο αν ήσουν εντός της αγοράς
εργασίας και συνέχιζες να το παίρνεις μόνο για όσο διάστημα σου το επέτρεπαν τα
ένσημα τα οποία είχες κολλήσει. Επομένως είναι σημαντικό να αποφεύγουμε να
τραβάμε έντονες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του ελέγχου του κεφαλαίου και των
κοινωνικών μεταρρυθμίσεων από τη μια και της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών
κοινωνικών σχέσεων από την άλλη.
Με αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι ο
τρόπος με τον οποίο θέτεις την ερώτηση είναι σωστός. Κάποιος πρέπει να δει τον
τρόπο με τον οποίο η διεθνοποίηση του καπιταλισμού μετατόπισε το κόστος συγκεκριμένων
συναινετικών πολιτικών που είχαν επιτευχθεί όταν η εργασία ήταν ισχυρή.
Γενικότερα πρέπει κάποιος να εξετάσει το πώς η παγκοσμιοποίηση επηρέασε την
ισορροπία των ταξικών δυνάμεων μέσα σε κάθε έθνος-κράτος και αντιστρόφως.
Πώς θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε την
αλληλεπίδραση της διεθνοποιημένης οικονομίας με τις εθνικές πολιτικές δυνάμεις;
Μπορούν οι διεθνοποιημένες οικονομικές δυνάμεις να κατανοηθούν καλύτερα ως διακρατικές
εντάσεις που παίρνουν οικονομική μορφή; Μήπως θα έπρεπε να κοιτάξουμε κυρίως
στο πώς οι διεθνοποιημένες οικονομικές εντάσεις ενδυναμώνουν ή υπονομεύουν την
ισχύ των ιδιαίτερων περιφερειών;
Νομίζω ότι κι αυτή η διχοτόμηση
είναι εσφαλμένη. Πρώτον, όταν οι ΠΕΕ ή οι διεθνείς τράπεζες εγκαθίστανται σε
ένα συγκεκριμένο έθνος-κράτος – και δεν πάνε ποτέ κάπου αλλού – γίνονται
ταξικές δυνάμεις που δρουν εντός αυτών των κοινωνιών. Και ήδη επηρεάζουν το
δίπολο έξω/μέσα. Δεύτερον, η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τα κράτη
του Τρίτου Κόσμου κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ερμηνεύτηκε από
πολλούς ως επιβολή από το ΔΝΤ. Αλλά, σε όλες τις περιπτώσεις, υπήρχαν εγχώριες
αστικές δυνάμεις που προώθησαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Η αναζήτηση βοήθειας
από το ΔΝΤ έδινε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να πουν στις κοινωνίες, «εμείς
δε θέλαμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα αλλά μας εξανάγκασε το ΔΝΤ». Αλλά την
πραγματικότητα αυτό που έκανε το ΔΝΤ ήταν να ενισχύσει τις πολιτικές και
οικονομικές δυνάμεις αυτών των χωρών οι οποίες πάντα πίεζαν για απομάκρυνση του ελέγχου των κεφαλαίων,
για δυνατότητα ανάληψης υπεργολαβιών από τις ΠΕΕ και τα λοιπά γνωστά. Αυτό που
έβλεπες τότε ήταν τις εγχώριες και διεθνείς πιέσεις να πηγαίνουν χέρι-χέρι.
Αυτό λειτουργούσε επίσης και στο
επίπεδο των διεθνών αγορών όπου συναντιούνται τα κράτη. Στο ΔΝΤ, στο G7, στο G20 και όπου αλλού συνεβρίσκονται αρχηγοί των
κρατών, υπουργοί οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες, μιλάνε όλοι τους μια
κοινή γλώσσα, σκέφτονται με τον ίδιο
τρόπο και καλλιεργούν μια αίσθηση φιλίας και αλληλουποχρέωσης. Και αυτό γίνεται
παράγοντας ομογενοποίησης της πολιτικής. Και πάλι, ωστόσο, δεν θα έπρεπε
κάποιος να δει αυτή τη διαδικασία ως κάτι που ξεκινά από «έξω» και επιβάλλεται
«μέσα» αλλά ως το προϊόν μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του «μέσα» και του
«έξω».
Η διεθνής αλληλεγγύη τυπικά σχετίζεται με τα
λαϊκά κινήματα. Κατά την άποψή σου, ωστόσο, η καπιταλιστική τάξη βασίζεται
ουσιαστικά σε ένα διεθνισμό των ελίτ, με τις ελίτ διαφορετικών κρατών να
συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του συστήματος. Μπορείς να
γίνεις περισσότερο διαφωτιστικός πάνω σε αυτό και να εξηγήσεις γιατί η
αλληλεγγύη μεταξύ των ελίτ παραμένει σταθερή μετά την οικονομική κρίση του
2007-08 και δεν κατέρρευσε όπως έγινε πριν τον 1ο ΠΠ;
Φοβάμαι ότι η διεθνής αλληλεγγύη
μεταξύ των καπιταλιστικών τάξεων και των ηγετών των καπιταλιστικών κρατών είναι
πολύ πιο δυνατή από την αντίστοιχη του «προλεταριάτου» ή του κινήματος
αντιπαγκοσμιοποίησης. Η αλληλεγγύη των ελίτ είναι συνέπεια της αυξανόμενης
διείσδυσης του κεφαλαίου και την κοινής υλικής βάσης που αυτή δημιουργεί.
Η αλληλεγγύη που έχουν δείξει οι
καπιταλιστικές ελίτ απέναντι στην οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα εντατικών
προσπαθειών του κράτους. Οι οποίες ξεκίνησαν με τα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν
μετά τον 2ο ΠΠ με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ της
Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας και συνεχίστηκαν με τα ιδρύματα
που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 με σκοπό την αντιμετώπιση των
μεγάλων ταξικών συγκρούσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τον οικονομικό εθνικισμό
του Τρίτου Κόσμου, όπως και την αντιμετώπιση των εντάσεων μεταξύ Ευρώπης,
Ιαπωνίας και ΕΠ λόγω δολαρίου. Τα ιδρύματα αυτά που έγιναν οι τόποι συνάντησης κεντρικών
τραπεζιτών και υπουργών οικονομικών, έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία του G7 και τελικά του G20.
Αυτό που συνέβη μετά την
οικονομική κρίση του 2007 ήταν, συγκρινόμενο με αυτό που συνέβη πριν τον 1ο
ΠΠ και κατά τη Μεγάλη Ύφεση, αξιοσημείωτο. Ήδη από την κρίση της δεκαετίας του
1970, όταν όλοι προέβλεπαν αναβίωση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αυτό
που είδαμε ήταν μια μεγάλου βαθμού συνεργασία μεταξύ Βορείου Αμερικής, Ευρώπης
και Ιαπωνίας με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτή η συνεργασία έγινε πιο
εντυπωσιακή μετά το 2007. Οι ηγέτες του G20 – όχι μόνο οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι
υπουργοί οικονομικών αλλά και οι πολιτικοί ηγέτες – συγκεντρώθηκαν στην
Ουάσινγκτον και εξέδωσαν μια κοινή ανακοίνωση με την οποία δεσμεύονταν να μην
ακολουθήσουν οποιαδήποτε εγχώρια πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης που
θα έβαζε εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο και της ροή κεφαλαίων. Όταν
ξανασυναντήθηκαν το 2010 στο Τορόντο επανέλαβαν τη δέσμευσή τους πάνω στο θέμα
αυτό. Και πράγματι, δεν έχουμε δει την επιβολή κάποιου δασμού τύπου «κάνε ζητιάνο τον
γείτονά σου» (beggar-thy-neighbour),
ούτε εμπορικούς πολέμους, ούτε ελέγχους κεφαλαίων σχεδιασμένους για να
υπονομεύσουν τη χρηματοοικονομική διεθνοποίηση.
Ωστόσο,
παρά τον αξιοσημείωτο αυτό βαθμό αλληλεγγύης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών,
τα τελευταία δεν μπόρεσαν να δώσουν ένα τέλος στην κρίση. Αυτή είναι η τέταρτη
μεγάλη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού μετά από αυτή τους τέλους του 19ου
αιώνα, αυτή της δεκαετίας του 1930 και αυτή της δεκαετίας του 1970. Όπως και οι
προηγούμενες θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία και μολονότι οι
καπιταλιστικές ελίτ έχουν τη δυνατότητα να την ενσωματώνουν, δεν μπορούν να την
ξεπεράσουν.
Αν η κρίση δεν αναζωπύρωσε τον διακρατικό
ανταγωνισμό, ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που προκάλεσε;
Για να είμαστε σαφείς, αν και η
κρίση δεν κατέστρεψε την αλληλεγγύη μεταξύ των ελίτ, υπάρχουν συνεχείς εντάσεις
και αναδιαπραγματεύσεις σχετικά με τη θέση και το κύρος των κρατών μέσα στον
παγκόσμιο καπιταλισμό. Αλλά για τη διεθνή οικονομική διπλωματία δεν υπάρχουν,
ούτε κατ’ ελάχιστο, σημάδια αναζωπύρωσης του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Ακόμη, η βασική διαμάχη που
εντάθηκε λόγω της κρίσης δεν είναι αυτή μεταξύ του βιομηχανικού και του
χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Πολύ μεγάλο μέρος της αριστερόστροφης οικονομικής
ανάλυσης έχει επικεντρώσει στη σύγκρουση μεταξύ των μερών του κεφαλαίου. Για
παράδειγμα, μεταξύ της σύγκρουσης του «παραγωγικού» βιομηχανικού κεφαλαίου και
του «κερδοσκοπικού» χρηματιστηριακού. Αλλά, σήμερα, οι βασικοί παίκτες του
βιομηχανικού κεφαλαίου είναι τόσο διεθνοποιημένοι και, λόγω αυτού, τόσο στενά
συνδεδεμένοι με το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο που είναι λιγότερο πιθανό
να έρθουν αυτοί σε ρήξη με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό από ότι το
χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακή στρατηγική των
ρεφορμιστικών εργατικών κινημάτων -
συμμαχία με το βιομηχανικό κεφάλαιο απέναντι στο διεθνές χρηματιστηριακό – δεν
παίζει πλέον.
Τα βασικότερα προβλήματα στα
χρόνια της κρίσης φαίνεται ότι εμφανίζονται μάλλον εντός των εθνών-κρατών παρά
στις μεταξύ τους σχέσεις. Σίγουρα ξέσπασαν διαμαρτυρίες σε διεθνές επίπεδο (το
Παγκόσμιο Κοινωνικού Φόρουμ, η πρόσφατη προσπάθεια αναβίωσης του Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Φόρουμ) αλλά, σε πραγματικούς όρους, επρόκειτο περί προσπαθειών
επαναφοράς της ισορροπίας δυνάμεων εντός του πλαισίου του εθνικού κράτους.
Έτσι, τα πραγματικά προβλήματα σήμερα αφορούν στις συγκρούσεις εντός του
κράτους. Για να δώσω δυο πρόχειρα παραδείγματα: πρέπει να δούμε τι
σημαίνουν τα διαδοχικά κύματα απεργιών στην Κίνα για τον τρόπο με τον οποίο η
χώρα έχει ενσωματωθεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό και να δούμε, ποιες είναι οι δυνάμεις, μέσα
στην Ελλάδα, που έχουν κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ το πιο ελπιδοφόρο αντι-νεοφιλελεύθερο
κόμμα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Αυτό
σημαίνει, για να μείνουμε στο ελληνικό παράδειγμα, ότι ανεξάρτητα από το τι
συμβαίνει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το ποιες θα είναι οι επιτυχίες του
ΣΥΡΙΖΑ, αυτές θα μπορέσουν να προχωρήσουν μόνο αν έχουμε αντίστοιχες αλλαγές
στον συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Βόρεια Ευρώπη και,
κυρίως, τη Γερμανία. Βρισκόμαστε ξανά στο 1917: η αλλαγή όμως συμβαίνει στον
πιο αδύναμο κρίκο. Το αν θα μπορέσουν στην Ελλάδα οι δυνάμεις της ριζικής
αλλαγής να φέρουν σε πέρας την αλλαγή αυτή με δημοκρατικό τρόπο και να πετύχουν
τους στόχους τους, εξαρτάται από τις αλλαγές στο εσωτερικό άλλων εθνών-κρατών,
και κυρίως των ισχυρότερων.
Επομένως,
τα πραγματικά προβλήματα βρίσκονται εντός των κρατών – αλλά, να σημειώσω πάλι,
δεν έχει σημασία το «μέσα» και το «έξω», σημασία έχει η συνέργεια μεταξύ αυτών.
Θα μπορούσαν οι μικρές και μεσαίες οικονομίες
να βγουν μονομερώς έξω από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα; Θα ήταν αυτό πολύ
οδυνηρό;
Αυτό μπορεί να γίνει γνωστό μόνο αν δοκιμαστεί. Θα εξαρτηθεί από τους
φυσικούς πόρους που έχει μια χώρα, τις συμμαχίες που θα συνάψει με άλλες χώρες
δεδομένης της γεωπολιτικής ισορροπίας δυνάμεων και πάει λέγοντας.
Αλλά έχετε δίκιο: η διαλεκτική σχέση μέσα – έξω είναι τέτοια που είναι
πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς να τα σπάει κάποιος με το παγκόσμιο οικονομικό
σύστημα, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εφικτή η πραγματοποίηση των δημοκρατικών
σοσιαλιστικών βλέψεων χωρίς την παράλληλη μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων και
σε άλλες χώρες και ιδιαίτερα στις χώρες που βρίσκονται πιο κοντά.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτού πάνω στην
στρατηγική της αριστεράς;
Πρώτα από όλα πρέπει να ξεφορτωθούμε την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να
αλλάξεις τον κόσμο χωρίς να πάρεις την εξουσία. Είναι αδύνατο να υπάρξει
πρόοδος προς ένα καλύτερο κόσμο χωρίς να μετατοπιστεί η ισορροπία των
κοινωνικών δυνάμεων που συγκρούονται μέσα σε κοινωνία προς θέσεις – τόσο σε
όρους οργάνωσης όσο και σε όρους πολιτικών – που να εκφράζουν το μετασχηματισμό
του ίδιου του κράτους αυτής της κοινωνίας.
Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κινηθούμε πέρα από την πολιτική της διαμαρτυρίας.
Οι διαδηλώσεις, αν και εξαιρετικά ενεργητικές και δημιουργικές, πρέπει να
δώσουν ώθηση στη δημιουργία πολιτικών οργανισμών οι οποίοι δεν θα στέκονται
απλώς στην έξω μεριά και θα πετούν ντομάτες στο κράτος ή θα παίζουν ξύλο με την αστυνομία
αλλά θα έχουν τη βούληση να εισχωρήσουν μέσα στο κράτος και να αλλάξουν τη δομή
του.
Πώς θα αντιδρούσε σε αυτήν την πρόκληση ένας πολιτικοποιημένος 23χρονος
σε μια εποχή τόσο διαφορετική από αυτήν κατά την οποία ήμουν εγώ σε αυτή την ηλικία;
Συμφωνώ ότι η έλλειψη οργανισμών που θα
μπορούσαν να μετασχηματίσουν αυτήν την έκρηξη διαμαρτυρίας σε μονιμότερη
κατάσταση είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Αλλά είμαι επιφυλακτικός στη διατύπωση της
συνήθους κριτικής – «πρέπει πρώτα να φτιάξεις ένα πρόγραμμα» - αν δεν είναι
πρώτα ξεκάθαρο το τι θα είναι αυτό το πρόγραμμα. Το άλλο πράγμα που βρίσκω
απογοητευτικό, και είναι μέρος της λογικής στην οποία βασίζεται αυτή η σειρά,
είναι ότι ο οικονομικός σχολιασμός και η δημοσιογραφική κάλυψη λαμβάνουν χώρα
σε λάθος επίπεδο ανάλυσης: για παράδειγμα, θα επικεντρώσουν σε συγκεκριμένες
λεπτομέρειες του τελευταίου προϋπολογισμού χωρίς να τις εντάξουν στο διεθνές
πλαίσιο.
Θα συμφωνήσω απόλυτα.
Ακόμη κι αν κάποιος φτιάξει ένα πρόγραμμα, οραματικό και ουσιαστικό,
που μπορεί αυτό να μας πάει αν δεν έχουμε το κατάλληλο πολιτικό όχημα που θα
μπορεί να εισχωρήσει μέσα στο κράτος και να το εφαρμόσει; Στην καλύτερη
περίπτωση, θα προσπαθούμε να επηρεάσουμε τον Ed
Miliband, ο οποίος όμως είναι τόσο περιορισμένος από
το ρόλο του μέσα στο Εργατικό Κόμμα και από τις δυνάμεις των ελίτ μέσα σε αυτό,
που ακόμα κι αν το έβλεπε με καλό μάτι, δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά
πράγματα για να το εφαρμόσει.
Πρέπει,
επομένως, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πάνω στο πώς θα φτιάξουμε νέους
πολιτικούς οργανισμούς. Καταλαβαίνω την ανησυχία και το ενδιαφέρον της γενιάς
σου για την αποφυγή αναπαραγωγής των παλιών κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων. Αυτό εξαρτάται από το αν είναι δυνατή η μεταφορά της δημιουργικότητας
των διαμαρτυριών από το δρόμο σε οργανισμούς που θα μπορούν να υπερβούν αυτά –
τα μη δημοκρατικά – μοντέλα.