Για τον Immanuel Kant, δεν είναι οι ιδιότητες των αντικειμένων τόσο πολύ, όσο η υποκειμενική ικανότητα να αισθανόμαστε που καθορίζει τη φύση των ευχάριστων ή των δυσάρεστων αντιδράσεων [1]. Εμφανίζεται έτσι μία μεγάλη ποικιλία ως προς τις δυνατότητες, διαδικασίες και πηγές της αισθητικής κρίσης περί του Υψηλού. Το αίσθημα του Υψηλού προκαλείται για τον Kant, από απόκρημνους βράχους που υψώνονται απότομα, σχεδόν απειλητικά, καταιγίδες με αστραπές και βροντές [2], ηφαίστεια σε όλη την καταστροφική τους βία, μεγαλειώδη μνημεία, όπως ο Άγιος Πέτρος στη Ρώμη, οι Πυραμίδες• όλα αυτά προκαλούν τέρψη μαζί με τρόμο. Επιχειρώντας μία ερευνητική οριοθέτηση το διαιρεί σε τέσσερις κατηγορίες: κατά α) το ποσόν β) το ποιόν γ) την αναφορά δ) τον τρόπο. Αυτές πρέπει να είναι α) καθολικώς έγκυρες β) χωρίς συμφέρον γ) υποκειμενικής σκοπιμότητας δ) αναγκαίες, αντίστοιχα [3].
Η καντιανή ανάλυση χωρίζει το Υψηλό σε μαθηματικό [4] και δυναμικό [5]:
Α) Η αισθητική κατανόηση του μαθηματικού Υψηλού δεν είναι η συνείδηση μίας απλώς μεγαλύτερης ενότητας, αλλά η έννοια του απόλυτου μεγαλείου, που δεν περιορίζεται από κανένα όριο. Έτσι, η σκέψη του μαθηματικού Υψηλού φανερώνει την άνευ ορίων πνευματική υπέρβαση των αισθήσεων. Είναι η άπειρη ολότητα, απέναντι στην οποία η πεπερασμένη ανθρώπινη ύπαρξη αισθάνεται δέος• παραπέμπει στη Νεοπλατωνική επίγνωση της αδυναμίας να συλληφθεί το Ηρακλείτειο Εν-Παν («ἕν πάντα εἶναι»).
Β) Το δυναμικό Υψηλό εκφράζεται από τη φυσική δύναμη, χωρίς όμως να ασκεί εξουσία πάνω στους ανθρώπους. H συναίσθηση της ικανότητας αντίστασης που προκαλεί, οδηγεί στη συνείδηση της υπεροχής επί της φύσης και της ανεξαρτησίας έναντί της [6]. Η αρέσκεια λόγω της αντίστασης στο συμφέρον των αισθήσεων κρύβει την αδυναμία νόησης της φύσης ως αναπαράστασης των Ιδεών [7]. Η αίσθηση του δυναμικώς Υψηλού στη φύση, συνδυασμένο με την τέρψη και τον τρόμο, παραπέμπει στη νεοπλατωνική πτώση της ψυχής στην ύλη και την έκσταση της μυστικής ένωσης (mysterium tremendum – mysterium fascinosum) [8]. Αντίθετα με την εμμονή στο έντονο και ενθουσιώδες πάθος, που χαρακτήριζε την αρχαία έννοια του Υψηλού, εξίσου υψηλή θεωρείται από τον Kant η απάθεια, όταν στηρίζεται στην τήρηση ακλόνητων αρχών.
Εκτός από την καντιανή προσφυγή στη sensus communis, ως μία έσχατη προσπάθεια ώστε οι καλαισθητικές κρίσεις να κυρωθούν από ένα καθεστώς ομοφωνίας, το δέος και η εξύψωση που προκαλεί το άγριο μεγαλείο της φύσης, ανάγονται και μπορούν να θεωρηθούν θεμελιωμένες στην ηθική διάσταση [9]. Η αισθητική εμπειρία της φύσης συγκροτώντας και συγκροτούμενη στη βάση της κριτικής δύναμης, απορρέει και πραγματοποιείται λόγω μίας συνολικής (για το Ωραίο εξωτερικής, για το Υψηλό εσωτερικής) σκοπιμότητας [10]. Για τη σχετική δυνατότητα επαλήθευσης της κρίσης περί του Υψηλού, γίνεται προσφυγή στο κριτήριο της ηθικότητας, απορρέον από την υπεραισθητή πραγματικότητα, και στην τελεολογική διάσταση της κρίσης. Η αντιδιαστολή αντικειμενικής σκοπιμότητας της φύσης για το Ωραίο σε σχέση προς την υποκειμενική σκοπιμότητα του Υψηλού, βρίσκεται πλησιέστερα στην αισθητική του Λογγίνου, που αναφέρεται συχνά στις ψυχικές και εκστατικές δυνατότητές του, από ότι το ερμηνευτικό εγχείρημα με βάση τη ματεριαλιστική προσέγγιση του Υψηλού από τον Edmund Burke.
Ενώ το γούστο και το ωραίο γίνονται κοινωνίσιμα δια του συναισθήματος και της επιθυμίας χωρίς την ανάγκη εννοιολογικού καθορισμού, το Υψηλό, συνδεόμενο με τη γοητεία, τον τρόμο και την εξύψωση, νοείται ως κοινή αισθητική σύλληψη κυρίως μέσω της φαντασίας. Η κατανόησή του προϋποθέτει τη διαμιάς σύλληψη του μεγαλειώδους και του δυναμικού, ως ένα συνολικό μέτρο μεγάλου μεγέθους. Ο τρόπος που η σύλληψη της ιδέας του Υψηλού συμβαίνει στιγμιαία, υποδηλώνει την αναίρεση του χρονικού συνεχούς, μέσα από μία φανταστική ενόραση [11]. Έτσι η προσέγγιση του Υψηλού απαιτεί νοητική συγκέντρωση που μπορεί να οδηγήσει στην έκσταση μέσα από το βύθισμα στο αιώνιο παρόν. Είναι ακριβώς οι ιδέες του αιώνιου και του απείρου, οι οποίες ασκούν τη μεγαλύτερη επίδραση από όλες, στην ουσία ακατανόητες και πρόξενοι του εξαιρετικού αυτού αισθήματος, όπως παρατηρεί και ο Burke [12]. Στη βάση της θέασης του Υψηλού, λειτουργεί το δέος απέναντι στο άμορφο και αβυσσαλέο [13], ως μία δύναμη που μπορεί ενίοτε να καταστεί απόλυτα καταστροφική, στην περίπτωση που η υπέρβαση των ορίων δεν αφορά μόνο την Τέχνη, αλλά διακινδυνεύεται η συμμετοχή του θεατή. Τελικά, αν και έγκειται στη νοητική δυνατότητα του ανθρώπου να διακρίνει την ύπαρξη του Υψηλού, δεν μπορεί να μην γίνει αποδεκτό ότι αποτελεί μία άπειρη δύναμη, που όχι μόνο δοκιμάζει τις αντιληπτικές και νοητικές ικανότητες, αλλά συνιστά ειρωνική υπενθύμιση της μηδαμινότητάς τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] P. Crowther, The Kantian Sublime. From Morality to Art. Clarendon Press – Oxford, New York 1989, σ. 11.
[2] Κατά τον ίδιο τρόπο ο Λογγίνος μιλά για μία θάλασσα, που συχνά ξεχειλίζει από μία αχανή έκταση μεγαλείου, Περὶ Ὑψους, XII.2-3.
[3] Μπορούν να συσχετιστούν με τα ζεύγη της Πρώτης Κριτικής, για τον υπερβατικό αναστοχασμό a priori κρίσεων: i) ταυτότητα/ διαφορά, ii) συμφωνία/ διαφωνία, iii) εσωτερικό/ εξωτερικό, iv) καθορισμένο (ύλη) / καθορίζον (μορφή). Βλ. I. Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου, Τομ. 2, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια Αναστάσιος Γιανναράς, Παπαζήση, Αθήνα 1979, σσ. 316-332.
[4] I. Kant, Kritic der Urteilskraft, § 25 -27.
[5] Στο ίδιο, § 28 - 29.
[6] Στο ίδιο, § 28, 103 - 106.
[7] Στο ίδιο, § 29, 115.
[8] Ἐννεάδες, ΙV.8 (Περὶ τῆς εἰς τὰ σώματα καθόδου τῆς ψυχῆς) – Ἐννεάδες, VI.9.11.22-27.
[9] Πρβλ. I. Kant, Kritik der praktischen Vernuft, Johann Friendrich Hartknoch, Riga 1788, Drittes Hauptstück: Von den Triebfedern der reinen praktischen Vernunft. Πρβλ. I. Καντ, Κριτική του Πρακτικού Λόγου, Μετάφραση, σημειώσεις, επιλεγόμενα Κώστας Ανδρουλιδάκης, Εστία, Αθήνα 2006², σσ. 109-113.
[10] I. Καντ, Η Πρώτη Εισαγωγή στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης. Μτφρ. Παρασκευή Μεϊντάνη. Θεώρηση Μετάφρασης Γιώργος Ξηροπαΐδης. Επίμετρο – Επιμέλεια Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Πόλις, Αθήνα 1996, σσ. 125-6.
[11] R. Makkreel, “Imagination and Temporality in Kant’s Theory of the Sublime”, The Journal of Aesthetics and Art Criticism 42 (1984) p. 308.
[12] E. Burke, A Philosophical Inquiry into the Origins of Our Ideas of the Sublime and the Beautiful, London 1757, p. 78. Πρβλ. M.C. Beardsley, Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών, Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Παύλος Χριστοδουλίδης, Νεφέλη, Αθήνα 1989, σ. 153 κ.ε.
[13] Θα μπορούσε τρόπον τινά να παραλληλιστεί προς το “numinous”, ένα εξωτερικό σε σχέση με το εγώ αντικείμενο, που προκαλεί εγρήγορση συνεπαίρνοντάς το. Είναι η αίσθηση της ιερής ετερότητας που εμπεριέχει άλογα, τρομερά και υπερδύναμα στοιχεία. Βλ. R. Otto, The Idea of the Holy. An Inquiry into the non-rational factor in the idea of the divine and its relation to the rational. Transl. by John W. Harvey, Oxford University Press, London/Oxford/New York 1958, pp. 5-40.