Ναός της Ανθρωπότητας στη Βραζιλία εμπνευσμένος από τον Θετικισμό του Ωγκύστ Κόντ
Εάν αυτό που είναι απολύτως χειροπιαστό και άμεσα συλληπτό είναι το θετικό, αυτό που λόγω της απολύτως αισθητής προφάνειάς του αποκλείει κάθε παρείσφρηση αμφισβήτησης περί της ύπαρξής του, τότε το ζητούμενο είναι ποιο ή ποια από όλα τα υποτιθέμενα θετικά είναι αυτά που είναι πιο θετικά από τα άλλα, με την έννοια ότι δια της μεγαλύτερης θετικότητας τους καθορίζουν τα υπόλοιπα. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει ιεραρχία ως προς τη θετικότητα. Αυτή η αναγκαία προσφυγή σε μία ιεραρχία υλικών θετικοτήτων οδηγεί στην οργάνωσή τους για την οποία προκύπτει το ερώτημα εάν διαφέρει σε σχέση με την παραδοσιακή μεταφυσική ιεραρχική οργάνωση του επιστητού, ως προς κάτι άλλο παρεκτός από τη διαφορετική ονοματοθεσία. Πρόκειται για μία ακόμη αντιστροφή, κοντά στις άλλες που συντελέστηκε βέβαια στον 19ον αι. Το περίκλειστο επιστημοφανές θετικιστικό σύστημα του Ωγκύστ Κόντ ονειρεύεται την σύλληψη ενός κόσμου έτσι ακριβώς όπως είναι. Για να εγκαθιδρύσει ένα ακόμη ολιστικό σύστημα με την πρόθεση συμφιλίωσης των ποικίλων επιστημονικών πεδίων, το ταξινομικό εγχείρημα ομογενοποιεί και εξισώνει όρους και αρχές, τη στιγμή που θεωρεί ως μόνη θετική ύπαρξη αυτήν της αισθητής πραγματικότητας. Η υποψία που παρέχει είναι λοιπόν γιατί να θεωρηθεί αντι-μεταφυσική προσπάθεια μία κατεξοχήν θεωρητική απόπειρα οριοθέτησης και νοηματοδότησης, έστω και εάν ασχολείται με επιστημονικά θέματα που αφορούν αισθητά αντικείμενα. Η ίδια η υποψία ότι το σύνολο των μυθολογικών και μεταφυσικών συστημάτων δεν είναι παρά πλάσματα της φαντασίας που κατατρύχει τον θετικισμό, δεν μπορεί παρά να ανακύψει, όταν ανάγονται τα πάντα σε μία υλιστική αναγκαιοκρατία• η προϋπόθεση της επινόησης ενός νέου συστήματος όπου θα εμπερικλείεται όλος ο υλικός κόσμος δεν μπορεί να είναι ο ίδιος αυτός υλικός κόσμος!