Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα fiction. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα fiction. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Κόκκινο Τριαντάφυλλο

Τη κοίταξε με λαγνεία καθώς είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και τον περίμενε. Το δέρμα της λευκό, φυλαγμένο από τον ήλιο του καλοκαιριού ακόμα και ανάμεσα στα πόδια της ένας θύσανος που ξεχώριζε. Έβγαλε τα ρούχα του και κινήθηκε προς το μέρος της. Τη χάιδεψε με το χέρι του κι εκείνη ανατρίχιασε. Κοιτάχτηκαν φευγαλέα μα τόσο επίμονα κι ακούστηκε ένας μικρός αναστεναγμός από μέρους της.

Τον παρατηρούσε που την άγγιζε με τη παλάμη του, στο πρόσωπο, στα χείλη, στο λαιμό, στο στήθος. Έσκυψε και τη φίλησε στις ρώγες της που πρόσμεναν ανυπόμονα να προβάλουν όταν τις ακούμπησε στο στόμα του και άρχισε να τις γλύφει, σαν το παιδί που ψάχνει πάντα να χωθεί στα στήθια της μάνας για να πιεί το ζωοδόχο γάλα της. Βούλιαξε στο στρώμα το κορμί της κι εκείνος τη ρούφαγε αχόρταγα ενώ οι ανάσες ακούγονταν τώρα, περισσότερο. 

Η κοιλιά της ριγούσε όπως είχε αρπάξει τους μαστούς της και τους κρατούσε στα δυο του χέρια. Την έπιασε από τη μέση και με το δείχτη χάρασσε νοητά τη γραμμή στο στομάχι μέχρι να φτάσει χαμηλά στη κοιλιά της. Εκείνη άνοιξε τα πόδια και τον περίμενε, ενώ από μέσα της ήδη ακουγόνταν ένα βαθύ αχ γεμάτο προσμονή για την επόμενη κίνησή του. Σσσ, της έκανε όχι ακόμα, θέλω να σ' εξερευνήσω ενώ εκείνη έγειρε το κεφάλι στο πλάι δαγκώνοντας τα χείλια της με πόθο.

Της χάιδεψε το μικρό της δάσος, τις πυρόξανθες τριχούλες που ξεπρόβαλλαν μπρσστά από το εφήβαιο. Σαν θρόισμα τ' ανέμου το ένιωσε και έμεινε να τον κοιτάζει καθώς τα δάκτυλά του περιεργαζόταν τις άκρες του αιδίου της. Σαν τον γλύπτη που αγγίζει το γλυπτό του ιχνηλατώντας κάθε σκάλισμα που του έχει κάνει και αναγνωρίζοντας τις πτυχώσεις του μαρμάρου, έτσι κι εκείνος τη χάιδεψε ως άλλος κιθαρωδός, ως άλλος αρπιστής, ενώ στο μυαλό του ήδη είχε σχηματιστεί η μελωδία της ευτυχίας που θα της προσέφερε μέσα από τ' άγγιγμά του. 

Τα δυο του χέρια χώρισαν ακόμα τους γλουτούς της, ενώ τη κοιτούσε επίμονα να ανασαίνει βαθιά και να πάλλεται ενώ αχνοφαίνονταν η υγρασία γύρω από τα γεννητικά της όργανα. Της χάιδεψε τη κλειτορίδα, έβαλε τα δάκτυλά του στο στόμα και τα ύγρανε για να την ερεθίσει ακόμα περισσότερο καθώς το δέρμα της γινόταν ολοένα και πιο κόκκινο στο άγγιγμά του. Έσκυψε και με τη γλώσσα του την σκιαγράφησε, έπαιξε μαζί της, ενώ εκείνη άνοιγε ολοένα και περισσότερο τη λεκάνη για να ξεπροβάλλει ο κήπος της μπροστά του. 

Τα υγρά του δάκτυλα βρήκαν το δρόμο στη μυστική της δίοδο, στην είσοδο του δικού της παραδείσου και μπήκαν με τη παλάμη προς τα πάνω στο στενό της πέρασμα. Εκείνη άφησε τότε μιαν ανάσα ακόμα πιο βαθιά, γεμάτη από τη καύλα της που ξεχείλιζε όσο την άγγιζε και όσο χάιδευε με τα δάκτυλά της τα στήθη της, γιατί αλλιώς θα ήθελε να την είχε δέσει για να μη μπορεί να ελέγξει την ορμή της περιμένοντάς τον να την διακορεύσει. Τα μήλα των δακτύλων του άγγιζαν το μαλακό ιστό του σημείου G της και τη διείγειραν με επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Δυο δάκτυλα αδίσταχτα που έψαχναν να βρουν το θησαυρό στο βάθος του τούνελ όσο η δίοδος πλάταινε όλο και περισσότερο στο χάδι του.

Σε θέλω του αποκρίθηκε, σε θέλω πολύ και το κεφάλι της στο μαξιλάρι δονούνταν από το χτίσιμο της επιθυμίας της κάθε στιγμή που περνούσε. Σαν τη μαινάδα στο χορό του Διονύσου άφηνε το σώμα της έρμαιο σε εκείνον τον κυρίαρχο του έρωτά της και δεν την ένοιαζε καθόλου που ο ασίγαστος πόθος της την έκανε υποχείριο στις ορέξεις του και δεν ήταν η πρώτη φορά.  Της έβαλε τρια δάκτυλα μέσα στο κόλπο της όσο το αιδίον της άνοιγε για να υποδεχτεί τη πηγή της ικανοποίησής της. Τα υγρά της έκαναν το δέρμα του να γλυστράει κι όσο την θώπευε τόσο ξεχείλιζαν.

Εκεί που βρισκόταν τα δάκτυλά του μέσα στο κόλπο της, έσκυψε και έβαλε το κεφάλι του κρατώντας τα μπούτια της ορθάνοιχτα και υψώνοντάς της τη λεκάνη πάνω σ' ένα μαξιλάρι. Η διέγερσή της την έκανε και ευωδίαζε σαν καραμέλα τριαντάφυλλο και η γλώσσα του δε μπορούσε να αντισταθεί σ' αυτή της τη γλύκα. Την έγλυφε τελετουργικά γύρω γύρω από τα μικρά και μεγάλα χείλη του αιδίου της ενώ με το ένα του χέρι χάδευε τη κλειτορίδα της και εκείνη πλημμύριζε ολοένα και περισσότερο από το παιχνίδι του έρωτά του.  Βογγούσε και συσπώταν όσο η γλώσσα του γευόταν τους χυμούς της.

Ναι, είχε γίνει παιχνίδι στα χέρια του, όσο ξεχείλιζε από μέσα της η ανάγκη να της επιβεβαιώσει τη γυναικεία της υπόσταση, έβγαλε το χέρι του με μιας και αγγίχτηκε μόνη της θέλοντας να κρατήσει το κρεσέντο της ζωντανό. Πάρε με, έλα θέλω να σε νιώσω μέσα μου του είπε με τη βαθιά εκείνη φωνή της γυναίκας που αδημονεί να τη γαμήσουν. Τη κοίταξε με πάθος, έβαλε ξανά τα δάκτυλά του μέσα της και περιέλουσε με τα υγρά της το πέος του που ήταν ήδη έτοιμο να γίνει ο πολιορκιτικός της κριός. Βεβαιώθηκε ότι ήταν ήδη έτοιμος να διεισδύσει, της σήκωσε τα πόδια και μπήκε μέσα της με μια αποφασιστική κίνηση, ενώ αντίκρυζε το πρωκτό της ανασηκωμένο να τον αγγίζουν οι όρχεις του.

Με θες, με θες πολύ της έκανε, ενώ εκείνη συνέχιζε να ανεβαίνει αυτή τη φορά με εκείνον μέσα της έτοιμο για όλα. Έγειρε πάνω της, τον άγγιξε στο στήθος και έπαιξε με τις ρώγες του για να τον ανάψει ακόμα περισσότερο. Γαμησέ με, του φώναξε, γάμησέ με όπως εσύ ξέρεις και η ένταση γινόταν ταυτόχρονα αγάπη στον τρόπο που τον άγγιζε. Τη γύρισε στο πλάι και της άλλαξε γωνία εισόδου. Έτσι μωρό μου σε γαμάω της έλεγε, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ σε κάνω να χύνεις και εκείνη στο άκουσμα των λέξεων αυτών λύσσαγε ακόμα περισσότερο.

Η χαρά της γυναίκας να μην αρκείται μονάχα σε έναν οργασμό κι η συνεχής κλιμάκωση της ικανοποίησής της την έκαναν να δίνει κάθε φορά και κάτι παραπάνω και να τον αφήνει να το χαίρεται που την έφτανε όσο την έπαιρνε μέσα του με ένταση. Τη έβαλε στα τέσσερα, ήξερε ότι του άρεσε, ήξερε ότι κι εκείνη φτιαχνόταν μαζί του. Τη γύρισε προς το καθρέπτη να βλέπονται απέναντι απ' το κρεβάτι. Με τα χέρια του είχε αρπάξει το κώλο της και άρχισε να της ρίχνει σκαμπίλια. Εκείνη άφησε μια κραυγή να βγει από μέσα της σαν να ήταν σκλάβα του σεξ, μόνο δική του. 

Τον ήξερε πια όταν κορύφωνε, όσες φορές κι αν εκείνη καμωνόταν, η δική του η μοναδική φορά ήταν χαρακτηριστική, σαν να έκανε μια μικρή στάση πριν από το τέρμα όπου τα έδινε όλα. Τον ένιωθε ιδρωμένο πάνω της να χτυπά με μανία τους γλουτούς της ενώ εκείνη χαϊδεόταν περιμένοντας να τελειώσουν μαζί. Φτάνω μωρό μου της είπε και άφησε να ξεχυθεί μέσα της το υγρό πυρ του, ενώ εκείνη παίζοντας με την ερεθισμένη κλειτορίδα της, άφησε τον δικό της υστερικό σπασμό να τη γεμίσει. Λάτρευε να χύνει μέσα της τους χυμούς του, εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή όπου τα δυο γινόντουσαν Ένα και ένιωθε να χάνεται στο μικρό της θάνατο, πλημμυρισμένη από το σπέρμα του στα γεννητικά της όργανα κι ακόμα κι όταν εκείνος σταματούσε να τη τροφοδοτεί και έμενε μέσα της ξέπνοος, εκείνη συνέχιζε να συσπάται για αρκετά ακόμη μέχρι να αρχίσει να ηρεμεί. 

Αποσύρθηκε από μέσα της και εκείνη ακόμα στα τέσσερα έπαιρνε ανάσες πριν ξαπλώσει ξανά δίπλα του, να κουρνιάσει στην αγκαλιά του. Της άρεσε να την αγγίζει όσο κατέβαινε, όσο κρατούσε μέσα της τα υγρά του σαν επιβεβαίωση του ανδρισμού του και σαν ανταμοιβή δική της. Έβαλε το χέρι του να την αγγίξει στο υγρό μουνάκι της, να νιώσει τα υγρά τους να μπερδεύονται πάνω στο δέρμα της. 



Τη πήρε αγκαλιά και λίγο πριν αποκοιμηθεί αγγίχτηκε και αυτή, χαίδεύοντας το δικό της κόκκινο τριαντάφυλλο όσο ακόμα τα πέταλά του έστεκαν ορθάνοιχτα με μια σταγόνα αίμα μέσα τους, βγαλμένη από τα σωθικά της...

(c) Marialena, 27.05.2019 (when dreams do come true...)

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

Ονειροπαγίδα

Γιατί όλα τα όμορφα στη ζωή μας να μην μπορούμε να τα ζήσουμε για πάντα? Γιατί πολλές φορές οι αναμνήσεις είναι ο μοναδικός μας θησαυρός απέναντι στη πραγματικότητα? Έπιασε να θέτει στον εαυτό της παρόμοια ερωτήματα, δίχως να λαμβάνει απάντηση από κανέναν άλλον εκτός από εκείνη την ίδια και ο μονόλογος ήταν σπαρακτικά μοναχικός τις στιγμές που σκεπτόταν κάτι τέτοιο.

Δεν ήθελε πολύ για να πυροδοτήσει αυτήν την αλληλουχία στο μυαλό της, ένα όνομα έφτασε για να φέρει πάλι πίσω, όλα όσα έμοιαζαν υπέροχα στη φαντασία της. Ονειροπαγίδα. Αυτό ήταν το όνομα ενός γραφικού καφέ στην αγκαλιά της θάλασσας, στην άκρη ενός όρμου που βρέχονταν από τα νερά του Αιγαίου. Ονειροπαγίδα λοιπόν. Το είχε απωθήσει από τη μνήμη της, μέχρις ότου ένα αφιέρωμα σε μιαν εφημερίδα το ξανάφερε έξαφνα στην επιφάνεια!

Η ματιά της έπεσε πάνω στο ρεπορτάζ για τα ατμοσφαιρικά μέρη που πρότεινε ο συντάκτης να επισκεφθεί κανείς κατά τη διάρκεια των διακοπών και ήταν ανάμεσά τους. Τα μάτια της στυλώθηκαν έκπληκτα μπροστά στην αναφορά στο χαρτί και ασυναίσθητα άγγιξε με το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τις λίγες γραμμές που συνόδευαν τη περιγραφή του.

Της είχε προτείνει να πάνε να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ με φίλους σε εκείνη την ακτή, ο καλός της εκείνο το καλοκαίρι και εκείνη δέχτηκε με χαρά για την εμπειρία που προμηνυόταν. Ένα ζεστό Σαββατοκύριακο, πήραν τα απαραίτητα και κίνησαν να βρουν τον μικρό παράδεισο που θα τους φιλοξενούσε στην αγκαλιά του. Έφτασαν σε μια τοποθεσία με κρυστάλλινα νερά και αρμυρίκια να ξεφυτρώνουν στην ξανθή άμμο και εκεί θα κατασκήνωναν για το υπόλοιπο του διημέρου.

Έστησαν τις σκηνές τους σε μια σκιά κοντά στη θάλασσα και τα αγόρια της παρέας πήγαν να βουτήξουν για να βγάλουν φρέσκο ψάρι για βραδινό. Εκείνη πήγε περπατώντας στο κοντινότερο χωριό και όσο ο ήλιος βυθιζόταν στο πέλαγο απέναντι, περίμενε με γλυκιά ανυπομονησία να βγουν από τη θάλασσα οι φίλοι της και να πάνε για φαγητό. Ανάμεσα στο παιχνίδισμα του φωτός καθώς αχνόφεγγε πια το φεγγάρι στο βάθος του ουρανού, βγήκαν από τη θάλασσα με μια αγκαλιά ψάρια που μύριζαν ιώδιο και τα καθάρισαν στην ακροθαλασσιά πριν τα παραδώσουν στην ταβερνίτσα που θα τους τα έψηνε σε λίγο.

Χέρι χέρι πήγαν μέχρι εκεί περπατώντας τώρα πια μέσα στη νύχτα και κάθισαν να φάνε με όρεξη. Εκείνος την άγγιζε τρυφερά σε κάθε ευκαιρία με το χέρι του και χαμογελούσαν από ευτυχία που έτρωγαν μαζί.

(c) Marialena, 05/09/2010

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

The other side

Χάζευε τα περιοδικά μόδας από ανία, ένα απόγευμα λίγο πριν πει αντίο στο καλοκαίρι και ετοιμαστεί ψυχολογικά για την αναπόφευκτη συνάντηση με το φθινόπωρο. Τα μάτια της έπεσαν επάνω σε ένα ζευγάρι Allstar σε προσφορά, μαύρα με λουλουδάκια. Έμεινε για λίγο στη σελίδα και τα κοιτούσε, μάλλον καλύτερα χανόταν το βλέμμα της μέσα στο σχέδιο των παπουτσιών, σε προορισμούς που μόνο εκείνη ήξερε τη ταυτότητά τους.

Πήγε πίσω είκοσι ολόκληρα χρόνια, όταν φοιτούσε για τελευταία χρονιά στο Λύκειο. Φορεματάκια, βερμουδίτσες, η μπλούζα εκείνη η καλοκαιρινή η ροζ από την Ocean Pacific με τα σερφ, τζιν που έλιωναν επάνω της 501 με τα κουμπιά, το "καλό" παιδί που αποκτούσε ταυτότητα μέσα στο κοινωνικό σύνολο που κινείτο, μέσα από τα Benetton της εποχής και την ανέφελη ευμάρεια που δικαιολογούσε τη "μάρκα" ως κομμάτι του εφηβικού ντυσίματος.

Allstar όμως, όχι, δεν είχε πάρει, άσχετα που έβλεπε τις "ροκούδες" συμμαθήτριές της να τα φορούν μέχρι που τα έσκιζαν από τη χρήση, χειμώνα καλοκαίρι. Η Γιάννα που λάτρευε τον Jim Morisson, η Σία που άκουγε Παπακωνσταντίνου και κάπνιζε κρυφά στις τουαλέτες, αυτές ναι, ήταν άγρια νιάτα, ήταν αυτό που δεν τολμούσε εκείνη να γίνει. Break on through to the other side...

Χάζευε τα Allstar στο περιοδικό και της γεννήθηκε η επιθυμία να τα αποκτήσει. Δεν ήταν πια έφηβη, αλλά αυτό στο μυαλό της δεν είχε καμία μα καμία σημασία. Πέρασε από το πολυκατάστημα των αθλητικών ειδών την επόμενη, καθοδηγούμενη από ένα μυστήριο κίνητρο να πάει να τα περιεργαστεί από κοντά. Εκεί έβλεπες συνήθως τη πιτσιρικαρία να αγοράζει παπούτσια για την καινούργια σχολική χρονιά και όχι μια γυναίκα στο κατώφλι των σαράντα να ορέγεται ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια τόσο πολύ.

Δεν την ένοιαζε όμως, πιο πολύ σκεφτόταν τo concept της διαφήμισης όπου ένας ντραμίστας φορώντας τα allstar του μπροστά στα κρουστά του δείχνει να έχει βρει το μυστικό της ευτυχίας, παρά ότι αντί για άλλα κομψά γυναικεία παπούτσια, εκείνη έβλεπε μπροστά της αυτό που ήθελε να νιώσει, αυτό που δεν είχε γίνει τόσα χρόνια που πέρασαν.

Πήρε ένα ζευγάρι φούξια μποτάκια, αν και της άρεσαν και τα ασημένια, αλλά διάλεξε τελικά τα φούξια με το δερμάτινο σήμα στο πλάι. Πήγε σπίτι, άνοιξε το κουτί, τα πήρε στα χέρια της και τα περιεργαζόταν για ώρα, λες και ήταν ξανά παιδί και έπαιζε με το παιχνίδι της. "Για φαντάσου", είπε μονολογώντας, "έφτασα τόσο χρονών γαϊδούρα και αυτά είναι τα πρώτα μου allstar"!

Την επόμενη μέρα άφησε τις γόβες κατά μέρους, ενώ ντυνόταν να πάει στο γραφείο. "Θα βάλω τα allstarάκια" είπε από μέσα της "και να πάει να γαμηθεί το σύμπαν, σκασίλα μου!". Ντύθηκε ανάλαφρα, με φουλάρι στο λαιμό και φορεματάκι πάνω από κολάν, ενώ καμάρωνε τα καινούργια της παπούτσια στον καθρέπτη. Τελικά ήθελε να ήταν σαν εκείνον τον τύπο στη διαφήμιση με τα ντραμς, που αποτύπωνε τόσο πειστικά την ευδαιμονία της στιγμής φορώντας τα συγκεκριμένα παπούτσια. Τελικά ήθελε να έχει ζήσει αυτά τα είκοσι χρόνια της ενηλικίωσης στην "άλλη πλευρά" και αυτό ήταν που τώρα, φορώντας ένα ζευγάρι χρωματιστά παπούτσια από καμβά, έψαχνε μέσα της να δει που στο καλό είχε πάει και που την είχε οδηγήσει...



Marialena, 23/9/2010

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Παναγιά η Θαλασσινή

Πήρε στα χέρια της ακόμα έναν ταξιδιωτικό οδηγό με τα ταξίδια του καλοκαιριού, καθώς περίμενε τη σειρά της σε ένα ιατρείο. Εικόνες θαλασσινές, γεμάτες από τα τοπία της Ελλάδας ξεπρόβαλλαν μπροστά της, ενώ χάζευε τις φωτογραφίες από τα αφιερώματα μέσα στο περιοδικό και προσπαθούσε να διακρίνει τη ζωντάνια της κάθε εικόνας στο φυσικό της περιβάλλον, που πρόβαλλαν σε αντίθεση με τον χώρο αναμονής που καθόταν.

Έξαφνα, μια εικόνα την έκανε να παγώσει τον χρόνο γύρω της. Η τοποθεσία της έμοιαζε γνωστή και έσκυψε καλύτερα να την δει. "Παναγία Θαλασσινή" έγραφε από κάτω η λεζάντα και εκείνη ξανακοίταξε καλύτερα την εικόνα. Μια εκκλησίτσα χτισμένη στα βράχια μιας απόκρυμνης ακτής λουσμένη από το αιγαιοπελαγίτικο φως, κόντρα στους ανέμους που την μάστιγωναν στου καιρού τα περάσματα.

Έκλεισε για λίγο τα μάτια και θυμήθηκε που την είχε ξαναδεί. Καλοκαίρι ήταν και τότε και ο ήλιος έκαιγε στο μεσουράνημά του. Είχαν πάρει το αυτοκίνητο και ακολούθησαν μια ορεινή διαδρομή που κατέληξε σε ένα ξέφωτο με θέα τη θάλασσα. "Που πάμε?" τον ρώτησε εκείνη, "θα δεις, ακολούθησέ με" της απάντησε εκείνος και την έπιασε από το χέρι. Κατηφόρησαν ένα χωμάτινο μονοπάτι για αρκετή ώρα, ανάμεσα σε κλαδιά και πέτρες που ξεφύτρωναν από το έδαφος. Εκείνος ήταν μαθημένος σε χωμάτινες διαδρομές, όντας φυσιολάτρης και σκαρφάλωνε συχνά στα βουνά, εκείνη όμως δεν ήταν τόσο εξοικειωμένη με την ορειβασία, οπότε κατέβαινε όπως μπορούσε το δύσβατο μονοπάτι.

Έχοντας τα λιόδεντρα που έστεκαν στις απόκρυμνες άκριες του μονοπατιού ως βοήθημα, κατηφόρησαν προς τη χαράδρα αρχικά χωρίς τίποτε να φαίνεται στον ορίζοντα. Δεν άργησε όμως να φανερωθεί μπροστά τους η σκεπή μιας μικροσκοπικής εκκλησίτσας που έκανε αντίθεση με το μπλε της θάλασσας και το πράσινο των φύλλων των δέντρων στο βάθος. Τα βήματά τους, τους οδήγησαν σε ένα μικρό ξέφωτο που έγλυφε κυριολεκτικά το κύμα, σε μια παλιά εκκλησία φυτρωμένη λες από τον ίδιο τον Θεό ανάμεσα στα απόκρυμνα βράχια και την ακροθαλασσιά.

Image Hosted by ImageShack.us
image by Marialena, 2008

"Πως σου φαίνεται το τοπίο?" τη ρώτησε, ενώ με θαυμασμό εκείνη αντίκρυζε για πρώτη φορά αυτόν τον απομονωμένο κολπίσκο στο νησί. "Δεν φανταζόμουν πως υπάρχει τέτοιο μέρος!" του απάντησε ενθουσιασμένη. "Έλα να πάμε λίγο πιο κάτω, στην ακτή να σου δείξω κάτι..." την προσκάλεσε και με προσοχή ανάμεσα από τα γλυστερά βράχια την οδήγησε λίγο παρακάτω. Μπροστά τους πρόβαλλε μια καταβόθρα, ένας φυσικός σχηματισμός από πέτρες στην ακτή, που από μέσα της ανέβλυζε ένας πίδακας από νερό. "Το βλέπεις αυτό?" της είπε. "Είναι φυσική κατάληξη του γλυκού νερού που εισρέει στη θάλασσα, έλα να μπούμε μέσα στην λιμνούλα".

Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε μέσα στον σχηματισμό του νερού. Έβγαλε και τα δικά της και με αδαμιαία περιβολή και οι δύο βούτηξαν καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, αφού το μεσημέρι είχε περάσει εδώ και ώρα. Μια παράξενη αίσθηση την κατέκλυσε καθώς το θαλασσινό νερό, αναμιγνύονταν με το γλυκό προκαλώντας ρεύμα μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Η γαλήνη του τόπου αυτού, ο παφλασμός των κυμμάτων παραδίπλα, εκείνη και εκείνος, σαν τους πρωτόπλαστους να αγκαλιάζονται και να φυλιούνται μέσα στην απόλυτη ησυχία. Το πάθος μέσα τους φούντωσε και το υγρό στοιχείο ήταν ο σύμμαχός τους για να έλθουν πιο κοντά.

Την πήρε στην αγκαλιά του και την κρατούσε εκεί όσο το νερό έντυνε τη γύμνια τους. Τον κοίταξε με νόημα, ένιωσε σαν την Εύα μέσα της, η Γυναίκα στην Πρώτη Ενανθρώπιση. Έσφιξε τα χέρια της στον λαιμό του, οι στιγμές αυτές δεν χωρούσαν λόγια περιττά. Έσβησε τη ματιά της στη δική του και τα χείλη τους ενώθηκαν ανταλλάσσοντας μανιασμένα φιλιά λαγνείας. Της χάιδευε τα μαλλιά, τον λαιμό, τη πλάτη, το στήθος που έτρεμε έτσι νοτισμένο κόντρα στο κορμί και τον αέρα. Άρχισε να τον μαλάσσει στους ώμους και να κατεβαίνει προς τη σπονδυλική του στήλη, κατέβασε το χέρι της χαμηλότερα. Εκείνος έκανε να τραβηχτεί, μα δεν αντιστάθηκε τελικά στο χάδι της. Τον θώπευε στην γενετήσια περιοχή του, νιώθοντας την ορμή του να προβάλλει όσο συνέχιζε να τον αγγίζει.

"Σταμάτα..." της έκανε ασθμαίνοντας. Του έγνεψε αρνητικά και συνέχισε, "θέλω να σε κάνω ευτυχισμένο" του απάντησε και σε λίγο το όργανό του σπαρτάρισε στη παλάμη της. Ένιωσε ικανοποιημένη και γύρισε να τον φιλήσει απαλά στα χείλη. "Σου άρεσε?" του ψιθύρησε στο αυτί, ενώ εκείνος είχε ανακτήσει την αναπνοή του και τη φίλησε με νόημα. "θα σου δείξω" της απάντησε και τότε ήλθε η δική της σειρά να χαθεί στο άγγιγμά του μέσα στη λιμνούλα. Ρίγη διαπέρασαν το κορμί της καθώς εκείνος την πυροδοτούσε να ερεθίζεται όλο και περισσότερο. Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα σωθικά της καθώς σκιρτούσε στα χέρια του, παραδωμένη στην έξαψη της επαφής τους.

Καθώς τα πυροτεχνήματα μέσα της είχαν πια πάψει, ένιωσε να κρυώνει, εκείνος έκανε μια βουτιά από τα διπλανά βράχια στη θάλασσα και εκείνη βγήκε έξω να σκουπιστεί. Έβαλαν τα ρούχα τους ξανά και ανέβηκαν στο πλάτωμα της εκκλησούλας. Της άνοιξε τη πόρτα και μπήκαν μέσα στον ναϊσκο. Παναγιά η Θαλασσινή λοιπόν, μια κουκκίδα στον χάρτη που έκρυβε παμπάλαιες εικόνες, προσφορά των πιστών στη Κυρά της Θάλασσας, στην Προστάτιδα των Ναυτικών του νησιού. Τα κεριά μύριζαν κερύθρα και στην άκρη είχε και κάποια προσευχητάρια αφημένα.

Έκαναν τον σταυρό τους και έμειναν για λίγο μέσα στον χώρο. Το λευκό του Αιγαίου φώτιζε απαράμιλλα το μπλε της θάλασσας παραδίπλα. Πήρε ένα προσευχητάρι στα χέρια της, έριξε ένα νόμισμα στη σχισμή και το πήρε μαζί της στη τσάντα της. Οι κόμποι του θα της χρησίμευαν για τις ώρες που το λευκό κομποσχοίνι, θα την έφερνε ξανά στην Παναγιά τη Θαλασσινή με το νου της. Έκατσαν για λίγη ώρα ακόμα στο προαύλιο και έφαγαν το προσφάι τους, η ζέστη είχε κόψει αρκετά, ο ήλιος έκαιγε σαφώς πια λιγότερο.

Κίνησαν για τον δρόμο της επιστροφής, ενώ εκείνη γύριζε όλο πίσω το κεφάλι της για να δει ίσως για τελευταία φορά, τον τόπο της Εδέμ της. Δεν ήθελε τίποτε άλλο, μόνον εκείνον στην αγκαλιά της και αυτό που ζούσε μαζί του εκείνο το καλοκαίρι. Έφτασαν ιδρωμένοι από την ανάβαση στο αυτοκίνητο, καθώς ο τρούλος είχε πια χαθεί από το οπτικό τους πεδίο και το μέρος ήταν όπως αρχικά το πρωταντίκρυσε το πρωί. Ελιές, βουνά και στο βάθος το Αιγαίο Πέλαγο να σταφταλιάζει κόντρα στον Φωτεινό Δίσκο που έδυε μέσα της.

Της κρατούσε το χέρι στην επιστροφή καθώς οδηγούσε προς τη πόλη, την άγγιζε τρυφερά συνέχεια και στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου ακουγόταν ερωτικά τραγούδια που είχε επιλέξει εκείνος για να ακούσουν καθ' οδόν. "Όλα σε θυμίζουν, γλυκά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά..."

Μια άγνωστη φωνή την επανέφερε στην πραγματικότητα. "Ο γιατρός σας περιμένει, μπορείτε να περάσετε", την ειδοποίησε η γραμματέας και εκείνη έκλεισε το περιοδικό βιαστικά. Η καρδιά της είχε χτυπήσει ακανόνηστα πάλι στη σκέψη του, σε όσα έζησαν δίχως να τα χορταίνει όσο ήταν μαζί. "Έρχομαι, ευχαριστώ" απάντησε, ενώ σηκώθηκε από τη θέση της και προχώρησε στα ενδότερα. Η Παναγιά η Θαλασσινή ήταν πάντα μαζί της σε εκείνο το προσευχητάρι που δεν είχε βγάλει ακόμα από την τσάντα της, σε ανάμνηση όσων έζησε στον Παράδεισο, έστω και για μια στιγμή, όσο κοιτάς μια φωτογραφία σε ένα ταξιδιωτικό αφιέρωμα...

Marialena, 7-17/6/2009 (σ.σ. πόσο εύκολο είναι άραγε να παραδωθούν στη Λήθη, όσα ποθείς να ζήσεις?)

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Μια τόσο μακρυνή απουσία...

"Τι χρώμα έχει ο ήλιος όταν περνά μέσα από τα σύννεφα? Πως βάφεται η γραμμή του ορίζοντα, σαν διασχίζεις τη θάλασσα αγαπημένε μου? Μου λείπεις, πάντα και παντού μου λείπεις και όσο περνούν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια μακρυά σου, η έλλειψή σου μεγαλώνει ολόενα και περισσότερο...

Σε σκέφτομαι να ακούω τα βήματά σου να μπαίνουν στο σπίτι, να βάζεις το κλειδί στη πόρτα και να ακούω σαν από το βάθος έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που κάνουν τα παπούτσια σου καθώς βαδίζεις προς το μέρος μου. Περπατάς στα δάκτυλα και κατευθύνεσαι στη κρεβατοκάμαρα που κοιμάμαι. Είναι ήδη πρωί και με βρίσκεις να είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μαλλιά μου λυμένα και με ένα νυχτικάκι στο κορμί μου, εκείνο το λευκό σατέν που σου αρέσει. Στέκεσαι στα πόδια του κρεβατιού και με κοιτάς χωρίς να μιλήσεις, χωρίς να πεις τίποτα, παρά μόνον με κοιτάς με ένα χαμόγελο πλατύ να έχει σχηματιστεί στα χείλη σου. Ένας αναστεναγμός, μόνον αυτός ακούγεται και κάθεσαι πλάι μου στο στρώμα, ενώ το χέρι σου χαϊδεύει τα μαλλιά μου για πρώτη φορά μετά από καιρό.

Η μυρωδιά σου, ω! ναι, η μυρωδιά σου τώρα είναι διάχυτη γύρω μου και το χέρι σου το νιώθω να γλυστρά στα μαλλιά μου απαλά. Ονειρεύομαι τάχα? Μήπως ζω ένα ακόμη όνειρο όπου εσύ είσαι πρωταγωνιστής ξανά και ξανά? Γυρίζω πλευρό και σε νιώθω δίπλα μου, είσαι εκεί ολοζώντανος, τα μάτια μου δεν με γελάνε, είσαι εσύ με σάρκα και οστά!
Ω, Θεέ μου, δεν μπορώ να το πιστέψω, ναι, δεν είναι δυνατόν, είσαι εδώ, γύρισες!!!

Τα χέρια μου απλώνονται στα δικά σου και το κορμί μου σφίγγεται με μιας στην αγκαλιά σου. "Αγάπη μου, αγάπη μου, ήλθες, δεν ονειρεύομαι, έτσι δεν είναι?" Με κοιτάς και γελάς, το πρωϊνό φως σε φωτίζει ολόκληρο, σε κάνει να μοιάζεις σαν ένας μικρός θεός! Ναι, εδώ είμαι, γύρισα, μου έλειψες μικρή μου, το ξέρεις? μου λες και με σφίγγεις ακόμα πιο πολύ καθώς τα χέρια σου με έχουν τυλίξει ολόγυρα και ακούω τον χτύπο της καρδιάς σου ή μήπως τον δικό μου να χτυπάει τρελλά, τόσο που η ανάσα μου κόβεται. Με φιλάς, με πάθος, με λαχτάρα, με αγκαλιάζεις και με φιλάς όσο η σιωπή ντύνει με μελωδία ασύλληπτη, της στιγμής.

Με ξαπλώνεις πάλι στο στρώμα και με χαϊδεύεις στους ώμους, στο στήθος, στα χέρια. Βγάζεις το σακάκι σου με μια κίνηση και μένεις με το πουκάμισο. Το άφτερ σέιβ σου έχει ποτίσει τον λαιμό σου και αυτή η μοναδική σου αντρική μυρωδιά γίνεται ένα με τα χείλη μου καθώς αγγίζω τις φλέβες σου που πάνε να σπάσουν στο λαιμό από την ένταση. Ανεβαίνω σιγά σιγά προς το στόμα σου που αρπάει το φιλί μου αχόρταγα. Ξαπλώνεις και εσύ και βλέπω τα μάτια σου να μισοκλείνουν ηδονικά καθώς τα χέρια σου αφαιρούν σιγά σιγά το νυχτικάκι μου αποκαλύπτοντας σου το κορμί μου ξανά εμπρός σου.

Χαμογελάς αυτάρεσκα, είναι γνώριμο το θέαμα, με φιλάς στο λαιμό, στο στέρνο, στο στήθος και εγώ ανατριχιάζω στη πρωϊνή ψύχρα και στο φιλί σου. Σου ξεκουμπώνω το πουκάμισο, στο λαιμό σου κρέμεται πάντα το μικρό σου φυλακτό, να σε φυλάει από τις καραβοτσακισμένες θάλασσες και τις άγνωστες στεριές που ταξιδεύεις. Έχεις ζεσταθεί, το νιώθω στην ανάσα σου, στο παλλόμενο στέρνο σου με τους μύες που το ομορφαίνουν.


Lovers, image by Mario Testino

Φίλησέ με, φίλησέ με λατρεία μου σε όλο μου το κορμί, μη σταματάς φίλησέ με, σου λέω και εσύ αγγίζεις με τα χείλη σου τη σάρκα μου που πεινασμένη αναζητά τη θωπεία σου. Κατεβαίνεις πιο χαμηλά στη κοιλιά μου που σφίγγεται καθώς με βυθίζεις σε πόθους ξάγρυπνους. Φτάνεις στη μικρή μου ζεστή φωλιά και συνεχίζεις να με φιλάς. Σταματάς για ένα λεπτό και με κοιτάς στα μάτια που παραδωμένη στέκω και αφήνομαι στο χάδι σου.

Χαμογελάς ξανά και συνεχίζεις να με ιχνηλατείς με τη γλώσσα σου, λίγο πιο μέσα, λίγο πιο πολύ, ωσότου οι αντιστάσεις μου έχουν πια χαθεί, είμαι έρμαιο στα χέρια σου, στις παλμικές κινήσεις της γλώσσας σου στο λεπτό δέρμα του εφήβαιου, δεν ορίζω πια τον εαυτό μου, είμαι δική σου, δική σου..., δική σου αγάπη μου, άντρα μου, Θεέ μου!"

Και με ένα ρίγος ηδονικό θα σβήσω στην αγκαλιά σου καθώς γνωρίζω συγκινήσεις μοναδικές μαζί σου, ενώ εσύ θα αφαιρέσεις τότε και τα υπόλοιπα ρούχα σου και θα αντικρύσω το θεσπέσιο θέαμα του κορμιού σου να στέκει περήφανο εμπρός σου, με το μόριό σου έτοιμο για όλα. Τι όμορφος που είσαι, ω! τι όμορφος που είσαι μωρό μου, έλα, έλα κοντά μου ξανά, κάνε μου έρωτα όπως εσύ ξέρεις... σε παρακαλώ, έλα!

Ερχεσαι και αισθάνομαι να με γεύεται πεινασμένα το αρσενικό μέσα σου. Σε κρατώ από τους ώμους και χαϊδεύω το σβέρκο σου καθώς θέλω ξανά να φιληθούμε και οι γλώσσες μας να χορέψουν το χορό της φωτιάς καθώς ενώνονται. Σε γεύομαι, ναι, τι όμορφο που είναι το φιλί σου, το φιλί του άνδρα που σε έχει στην αγκαλιά του. Θέλω να σε νιώσω μέσα μου, θέλω να μου κάνεις έρωτα όπως παλιά, κάνε μου έρωτα, κάνε με δική σου, έλα...
Το βλέπω στο βλέμμα σου ότι το θες και εσύ, το αναγνωρίζω στο κορμί σου που ετοιμάζεται να σμίξει με το δικό μου, οι ορμόνες μας χτυπούν κόκκινο για την αναπάντεχη συνεύρεση!

Με κοιτάς και χωρίς να πεις λέξη, σαν το δόρυ του αρχαίου πολεμιστή, βρίσκεις το στόχο σου στη γεννετήσια περιοχή μου, ενώ το επιβεβαιώνει μια δική μου μικρή κραυγή. Γαλήνεψα τώρα, είσαι μέσα μου, πόσο μου αρέσει να σε νιώθω μέσα μου, το ξέρεις αυτό! Και η φύση αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και σε ορίζει να με οδηγήσεις στο δρόμο της απόλαυσης μαζί σου, είμαστε ένα, το νιώθεις και εσύ αυτό? Ενωθήκαμε τώρα, κράτα μου το χέρι και πάμε μαζί να ζήσουμε την ένωσή μας, αγάπη μου.

Τι να πω, όσο η ανάσα μου βαθαίνει και οι υπόκωφες κραυγές μου ξεπηδούν από τα σπλάχνα μου, τι να πω, δεν λέω τίποτα, μονάχα ανεβαίνω, ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά μαζί σου, σου σφίγγω το χέρι, τεντώνω το κορμί μου, γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω και σε κλάσματα δευτερολέπτου, το πάθος μου με έχει κυριεύσει ξανά μαζί σου για δεύτερη φορά από τη στιγμή που ήλθες. Αχ, ναι, νιώστο και εσύ μαζί μου, εσύ μου το έδωσες αυτό το δώρο, το κορμί μου σε ευχαριστεί για την πλημμυρίδα των χυμών που του προκάλεσες! Δεν μπορείς να αντέξεις άλλο και τελειώνεις και εσύ ενώ αισθάνομαι το μόριό σου να εκρήγνυται στον κόλπο μου.

Πέφτεις στην αγκαλιά μου κάθιδρος, έλα ξάπλωσε, ξάπλωσε λατρεία μου να σε πάρω αγκαλιά, με έκανες τόσο ευτυχισμένη μαζί σου απόψε, κλαίω, από ευτυχία, από συγκίνηση, μη στεναχωριέσαι δεν είναι για κακό, μονάχα τα συναισθήματά μου εκφράζω, θέλουν και εκείνα να εκδηλωθούν μέσα σε αυτό που νιώθω για σένα. Τυλίγομαι στο στέρνο σου, σαν κλωσσόπουλο, τυλίγομαι και σε αγκαλιάζω μην μου φύγεις, μην τυχόν είναι μονάχα ένα όνειρο αυτό που ζω και όλα είναι αποκύημα της φαντασίας μου μονάχα.

Κοιτάζω γύρω μου, ανοίγω ξανά τα μάτια, έξω είναι νύχτα ακόμα και εγώ στο κρεβάτι μόνη, όπως πάντα, μιας και εσύ είσαι αλλού, μακρυά μου. Τα σκεπάσματα έχουν φύγει από τη θέση τους μιας και φαίνεται πως στριφογύριζα ανήσυχη στον ύπνο μου πριν λίγο. Το νυχτικό μου κολλάει πάνω μου, έστω και αν είναι χειμώνας. Μα τι έχω πάθει μου λες?

Δεν είσαι πουθενά στο σπίτι εκτός από τη φωτογραφία που με έχεις αγκαλιά δίπλα στο κομοδίνο και σε αυτήν λέω καλημέρα και καληνύχτα κάθε φορά. Παίρνω ένα μπλοκάκι που κρατάω δίπλα στο τηλέφωνο για σημειώσεις και σου γράφω δυο λόγια:

...απόψε μες το κρύο, μια αγκαλιά ψάχνει για δυο, μα είσαι μια τόσο μακρυνή απουσία τώρα πια, σαν να μην υπήρξες ποτέ μες τη ζωή μου, πριν καν εγώ σ' ονειρευτώ!

Για σένα..."

Marialena, 12/03/2009

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Το τρένο φεύγει στις επτά

Δεν ήταν ό,τι καλύτερο αυτή η περίοδος που περνούσε. Όσο και αν σκεφτόταν, δεν θυμόταν πιο χάλια κατάσταση στη ζωή του. Η μητέρα του ήταν άρρωστη στο κρεβάτι και μεγάλη σε ηλικία, εκείνος με το φάσμα της απόλυσης, μετρούσε κάθε μέρα απώλειες στη δουλειά και αγωνιούσε για το μέλλον, προσωπική ζωή μηδέν. Σκατά.

Μοναχογιός, παιδί ανατεθραμμένο με τρόπους και αξίες, έκανε τις σπουδές του, άρχισε να δουλεύει, πήγε στο στρατό μεγαλούτσικος ως προστάτης για το εξάμηνο και μετά επιστροφή στη πραγματικότητα. Η δουλειά τον περίμενε, η εταιρία που εργαζόταν ήταν εκεί και επέστρεψε το συντομότερο μετά το πέρας της θητείας, για να βρει εν μέσω οικονομικής κρίσης το κλίμα αλλαγμένο. Η αβεβαιότητα ήταν η μόνη αίσθηση που απεκόμιζε κάθε μέρα που έφτανε στο γραφείο. Οι εισαγωγές-εξαγωγές, λόγω της οικονικής κρίσης δεν πήγαιναν καλά και το αφεντικό ανακοίνωσε την περικοπή του προσωπικού μέχρι να δουν τι θα γίνει.

Ιδρώτας κρύος τον έκοβε, μιας και οι γονείς του συνταξιούχοι και γέροι πια, τον είχαν περισσότερο ανάγκη από ό,τι εκείνος και τα οικονομικά, ειδικά με την αρρώστεια της μάνας, δεν ήταν και στα καλύτερά τους. Σκεφτόταν τι θα κάνει, αν μια ωραία πρωϊα, ο προϊστάμενος του έλεγε "πέρασε από το λογιστήριο να πάρεις την αποζημίωσή σου". Μήπως έπρεπε να στείλει βιογραφικά αλλού, μήπως να τους προλάβει, σε περίπτωση που ο επόμενος στόχος ήταν εκείνος?

Στην άκρη του μυαλού του, όλον αυτόν τον καιρό που έλειπε όσο υπηρετούσε ήταν μια κοπέλα, φίλη του. Γνωρίζονταν καιρό, μα όταν εκείνος έμενε μόνος του και έκανε τις σκοπιές του στο στρατόπεδο, εκείνη είχε στη σκέψη του, μέχρι που σε μια άδειά του της το εκμυστηρεύτηκε. Την αγκάλιασε στοργικά και την αποκάλεσε "το κορίτσι του". Η φίλη του ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερή του, θα μπορούσε να τον έχει και μικρό της αδελφό και γι' αυτό ξαφνιάστηκε από την εκδήλωση της τρυφερότητάς του προς εκείνη.

Ναι, ήταν γλυκός άνθρωπος ο συγκεκριμένος, ευγενικός νεαρός άνδρας μα και παιδί ταυτόχρονα, δεν ήταν ο άνδρας που θα την διεκδικούσε, περισσότερο ήταν το νιόβγαλτο αμούστακο αγόρι που μια πεπειραμένη γυναίκα θα τον μυηούσε στα μυστικά του έρωτα. Εκείνη, είχε τα δικά της μέτωπα ανοιχτά. Είχε τσιμπηθεί με έναν συνομιληκό της σαραντάρη που την είχε απορρίψει και εκείνη επούλωνε τις πληγές της από τη σύντομη μα επώδυνη, επαφή τους. Παράλληλα όμως διαισθανόταν πως η μητέρα του θα είχε αντιρρήσεις σε περίπτωση που τυχόν θα έκαναν σχέση. Ο νεαρός της είχε κάποτε πει πως η μητέρα του επιθυμούσε να παντρευτεί κάποια "της ηλικίας του" και αυτό την είχε αποτρέψει από το να κάνει όνειρα για εκείνον από τότε που είχαν κατ΄αρχήν γνωριστεί.

Και να που τότε βρέθηκε μπροστά της ο παλιός της φίλος να την φλερτάρει και θυμήθηκε πως κάποτε της άρεσε σαν άνδρας, μα η φλόγα είχε πια περάσει μέσα της, μέσα σε έναν έρωτα χωρίς αύριο. Του είπε πως θα τον περίμενε να τελειώσει με το στρατιώτικό του λίγους μήνες αργότερα και περιέπεσε σε μια περίοδο αποχής από λοιπές ερωτικές περιπέτειες. Εκείνος στη παραμεθόριο και εκείνη πίσω στη πόλη, βίοι παράλληλοι, μέχρι που συναντιόνταν. Μια γυναίκα στην ηλικία της, δεν αρκούταν μόνο στον καφέ και στη βόλτα, ήθελε περισσότερα από εκείνον, της άρεσε και ήθελε να γίνει ο εραστής της, μα δεν του έλεγε τίποτε μιας και τον έβλεπε να μην κάνει καμμία κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση όποτε ήταν μαζί.

Μέσα της θύμωνε όμως, που περίμενε από εκείνον πράγματα που δεν μπορούσε να της προσφέρει. Κάποια στιγμή του έκανε μια σχετική συζήτηση και του είπε το τι έψαχνε από μια σχέση στη παρούσα φάση. Την κοίταξε με αμηχανία μάλλον και με ευγένεια της είπε πως δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Δεν επέμεινε να της δώσει απάντηση, μα από τον τρόπο του κατάλαβε πως ήταν σε άλλο μήκος κύματος οι δυό τους.


Smiling and Waiving, image by www.aerotone.net

Και ο καιρός περνούσε μάλλον αδιάφορα μεταξύ τους. Εκείνη έβγαινε με τις παρέες της, εκείνος ερχόταν με άδεια εξόδου για λίγες μέρες ξανά και έφευγε για την υπηρεσία του. Η ευγενική του προσέγγιση πάντα υπήρχε μεταξύ τους, μα η καρδιά της δεν ανταποκρινόταν πια στο κάλεσμά του. Μάλλον είχε αρχίσει να ενοχλείται από το όλο σκηνικό και εκείνος δεν της έφταιγε σε τίποτα τελικά.

Όταν απολύθηκε ξαναγύρισε αμέσως στη δουλειά του, να μην χάσει το δικαίωμα της άδειάς του της κανονικής από κει και πέρα. Του έστειλε ένα μήνυμα "καλός πολίτης και ό,τι επιθυμείς στη ζωή σου από εδώ και μπρος" έλεγε το μήνυμα. "Συγνώμη χάθηκα γιατί είχα κάποιες δυσκολίες τελευταία, συνέχισε και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σου" του έγραφε στη συνέχεια. Εκείνος χάρηκε που έλαβε μήνυμά της μετά από σχεδόν δύο μήνες έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ τους και της πρότεινε να βγουν στον ελεύθερο χρόνο της στην απάντησή του. Δεν του ανταπάντησε άμεσα, λίγες μέρες μετά του είπε πως κάτι νέο έχει προκύψει στη ζωή της και πως περιμένει να δει τι εξελίξεις θα προκύψουν από κει και πέρα στα προσωπικά της.

Δεν του κρατούσε κακία, ή έτρεφε για εκείνον κάποιο αρνητικό συναίσθημα, πέραν από την αμηχανία που την διακατείχε για την περίπτωσή του. Από την μια ήταν η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους και η ερωτική του απειρία και από την άλλη, αυτό το "κάτι" που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν έρωτα όμορφο, όπως ήταν αυτοί οι δύο άνθρωποι. Μα μάταια, αυτή η σπίθα δεν άναβε, ούτε εκείνη έκανε κάτι για ανάψει, όσο το σκεφτόταν. Μόνο αποτραβιόταν και περίμενε, μήπως ο καλός της φίλος, δώσει ένα δείγμα φλερτ στην επαφή τους, την διεκδικήσει σαν γυναίκα, που τόσο το είχε ανάγκη να το βιώσει σε μια σχέση από τη μεριά της.

Αναγκάστηκε να του πει ότι έχει προχωρήσει στη ζωή της, ότι πάει παρακάτω, έστω και αν η δική τους ιστορία, δεν πρόλαβε να ξεκινήσει καν σε προσωπικό επίπεδο. Τον αγαπούσε σαν φίλο, της έβγαζε μια παιδικότητα αυτός ο άνθρωπος ακόμα και σαν γυναίκα το εισέπραττε, μα δεν της αρκούσε μόνον αυτό, ούτε ο ρόλος του κυνηγού σε μια σχέση.
Εκείνος, μέσα του το είχε καταλάβει πως δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο για να την έχει κοντά του και τον βόλευε που με μια καλή κουβέντα, εκείνη ανταποκρινόταν στις προσκλήσεις του για συναναστροφή.

Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι χρειαζόταν κάτι άλλο για να νιώθει καλά μαζί της. Θα μπορούσε βέβαια να αφήσει το ένστικτό του να τον οδηγήσει σε στιγμές πάθους μαζί της, μα όσο εκείνη δεν του άφηνε το περιθώριο, εκείνος καταπιεζόταν με τη σειρά του και δεν έπαιρνε πρωτοβουλία για περαιτέρω. Μπορεί να τον βόλευε κιόλας, όλα ήταν πιθανά. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι του άρεσε, ίσως γιατί δεν ήταν επιθετική μαζί του, αυτό που της έδινε, της αρκούσε.

Το μήνυμά της για τις νέες προοπτικές στη ζωή της, ήλθε σαν κερασάκι στη τούρτα των δοκιμασιών που είχε να αντιμετωπίσει. Μέσα του ανακουφίστηκε κατά βάθος, μιας και δεν είχε καιρούς για έρωτες και δεσμεύσεις αυτήν την εποχή. Δεν του έφταναν τα δικά του είχε και τη φίλη του τη σαραντάρα να θέλει σχέσεις και άλλα τέτοια. Στεναχωρήθηκε όμως που τελικά εκείνη έκοψε τον ομφάλιο λώρο. Κάπου μέσα του ήλπιζε πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα στη δουλειά, η μητέρα του δεν θα αρρώσταινε συνέχεια και θα έπρεπε να την φροντίζει και πως εκείνη, θα τον αγαπούσε έτσι όπως ήταν, ο "παρθένος" τριαντάρης με τα καλά αισθήματα, ο γλυκούλης, ο άπειρος ερωτικά, ο εαυτός του.

Της ανταπέδωσε τις ευχές και σιώπησε. Κι εκείνη το ίδιο, γιατί ήξερε πως οι δρόμοι τους θα ξανάσμιγαν κάποτε, το πότε όμως ακόμα δεν το ήξερε. Μέσα της ευχόταν να τα καταφέρει να σταθεί στα πόδια του και εκείνη τον παρατηρούσε διακριτικά από απόσταση. Για την ώρα, έπρεπε ο καθένας τους να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο στη ζωή...

Marialena, 22/2/2009

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Η έρημος μέσα του...

Καθώς φυσούσε ο Σιμούν ορμητικά στις παρυφές της ερήμου, τίποτε δεν έδειχνε ότι θα διατάρασσε την πορεία του προς την αχαρτογράφητη Σαχάρα. Μόνον εκείνος βάδιζε κόντρα στον άνεμο, κόντρα στον έρωτα που μόλις είχε αφήσει ξωπίσω, όπως τα βότσαλα στο ποτάμι που δέχονται τις θωπείες του νερού με μια καρτερία ανώφελη μα και ουσιαστική.

Η αχλή τον έκανε να έχει παραισθήσεις, να βλέπει οράματα μαζί με εφιάλτες καταμεσής του πέλαγου. Το κλαρίνο του Ηπειρώτη οργανοπαίχτη αντηχούσε ακόμα μέσα στα αυτιά του, έστω και αν η μελωδία έπαψε να είναι αναγνωρίσιμη μέσα στη παραζάλη του.

"Ω, Θεέ μου..." είπε ξέπνοα, "πόσον καιρό βρίσκομαι έτσι εδώ?", μα απάντηση δεν πήρε από κανέναν, γιατί δεν υπήρχε κανείς γύρω για να του απαντήσει.

Είδε τον Οδυσσέα δεμένο στο κατάρτι και τους κωπηλάτες του να κωπηλατούν διαρκώς με κλειστά τα αυτιά, για να μην τους παρασύρει το γλυκό τραγούδι των Σειρήνων και δεν επιστρέψουν ποτέ στην Πατρίδα.

"Ποιά είναι η Πατρίδα μου?" αναρωτήθηκε, "ποιός είμαι εγώ?" και πάλι η σιωπή και ο παφλασμός των κυμμάτων ήταν οι μόνοι σύντροφοί του στο απρόβλεπτο ταξίδι του.

Είδε πάλι σαν σε όνειρο την Κίρκη να τον υποδέχεται στο νησί της και να τον φιλοξενεί στο παλάτι της, κάνοντάς τον εραστή της, τον ναυαγό που σώθηκε από την συντριβή στα βράχια. Έκλεισε τα μάτια και μειδίασε: "Ο Οδυσσέας είμαι και πηγαίνω στη πατρίδα μου" φώναξε, "αυτός είμαι!", καθώς η ακτή πρόβαλλε πίσω του αχνοφωτισμένη με τον φάρο της Αλεξάνδρειας να φέγγει στην είσοδο του λιμανιού της πόλης. "Η Ιθάκη, βλέπω την Ιθάκη!" αναφώνησε, μα σύντομα οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και έπεσε σε λήθαργο, μη ξεχωρίζοντας την πραγματικότητα από τους οραματισμούς του.

Το μόνο που τον συντρόφευε ήταν το αεράκι της θάλασσας και ο ήχος των κυμμάτων που κατεύθηναν τη σχεδία σύμφωνα με το ρεύμα της θάλασσας και όχι με τις δικές του επιθυμίες.

Η έρημος ήτανε μέσα του...



Μαριαλένα, 23/8/2008

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Post Modern

Τύλιξε στους ώμους της ένα σάλι στα βιαστικά και βγήκε έξω, μέσα στο κρύο εκείνης της χειμωνιάτικης νύχτας, τυλίχθηκε με ένα μάλλινο σάλι και έτρεξε στο μπαλκόνι.

Τίποτε. Μόνο σκοτάδι και φώτα από τα απέναντι σπίτια έβλεπε και έναν ουρανό γεμάτο από σύννεφα που έτρεχαν. Ο παγωμένος αέρας της κοκκάλωνε το πρόσωπο και όσο τον ένιωθε, τόσο έσφιγγε πάνω της το κομμάτι από ύφασμα που πρόχειρα πήρε για να ρίξει πάνω της βγαίνοντας.

Ένας αναστεναγμός. Αυτό έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας καθώς χαμένη κοίταγε απέναντι, τίποτε άλλο. Και τα μάτια που μαστιγώνονταν από τον αέρα, μα αυτή, εκεί, ακίνητη, δεν πήγαινε πουθενά σαν άγαλμα που έστεκε εκεί έξω από πάντα.

Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις... ναι, ήταν το μυαλό της πλημμυρισμένο από σκέψεις. Για όλα και για τίποτε. Μην τα ρωτάς, πονάνε όσο τα ανασύρεις από τη μνήμη. Μπα και τι έμεινε θαρρείς, μόνο στοιχειωμένα όνειρα και προδωμένες αγάπες στο τέλος. Όσο και αν περνάει ο καιρός, όσο και αν αλλάζουν οι εποχές. Όλα σου γύρω αλλάζουμε και όλο τα ίδια μένουν...

Τα πόδια της πάγωσαν στο πλακάκι, μα δεν εννούσε να φύγει. Με το βλέμμα της απλανές και τα χέρια να την έχουν αγκαλιάσει μέσα στο σάλι της, το μυαλό της γύριζε σε χιλιάδες στροφές. Κομμάτι, κομμάτι προσπαθούσε να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ. Λες και είχε σημασία πια, όχι δεν είχε αλλά... αλλά, ναι αλλά, αυτά τα αλλά μένουν τελικά και μας κυνηγούν αλύπητα.

Όπου και αν έστρεφε τα μάτια της ένιωθε τείχη ψηλά, ή τάφρους να στέκουν στα οδοφράγματα. Εν καιρώ ειρήνης, ο πόλεμος μέσα της μαινόταν. Ήταν η διαμάχη για να παραδωθεί στο πεπρωμένο της, στη ζωή που εκείνη είχε χαράξει ερήμην της και έλεγε να μην το παραδεχτεί ακόμα. Γερνούσε, ναι, αυτή ήταν η αλήθεια... ό,τι και να έκανε τα νιάτα δεν θα γύριζαν ποτέ πίσω, για να της δώσουν το άλλοθι των πράξεων που δεν έχεις συναίσθηση ότι κάνεις, λόγω του νεαρού της ηλικίας και ο έρωτας επίσης.

Τι έκανε το κορμί της άραγε να υποφέρει εκείνη τη νύχτα στο αγιάζι? Το κρύο ή μήπως ήταν άραγε η μοναξιά της? Οι στιγμές εκείνες που δεν αντέχεις ούτε το ίδιο σου το δέρμα, ούτε τα ίδια σου τα σωθηκά και θες να διαμελήσεις το σώμα σου στα εξ ων συνετέθη?

Ο έρωτας... ίσως, περισσότερο το γεγονός πως ό,τι και αν έκανε πια, η πορεία της ζωής της ήταν προδιαγεγραμμένη. Θα γερνούσε τυλιγμένη μέσα στην αχλή του πρότερου έντιμου βίου και αυτό ήταν. Η αυλαία μόνο δεν είχε πέσει ακόμα. Δεν μπορούσε να μην φέρει στη θύμησή της, εκείνο το γράμμα που της είχε στείλε ο ξενιτεμένος πρώην σύντροφος, για την γιορτή των ερωτευμένων της είχε γράψει λέει, μα περισσότερο μέσα στο κιτρινισμένο πια χαρτί στο κομοδίνο, ήταν ότι δεν έζησαν αυτοί οι δύο, παρά αυτά που έζησαν μαζί.

Της έγραφε πόσο του άρεσε να την περιποιείται και να την κάνει να νιώθει ασφαλής στα χέρια του, της περιέγραφε την τελευταία ερωτική του φαντασίωση που ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα μαζί της, της έφερνε στο νου λόγια και συμπεριφορές που είχαν όταν ήταν μαζί, κάποιους αιώνες πίσω... σε ένα παρελθόν τόσο μακρυνό μα και απρόσιτο, τυλιγμένο στην αχλή της λήθης. Το γράμμα φυλάχθηκε με προσοχή στο συρτάρι του κομοδίνου της, στο άδειο της κρεββάτι δίπλα. Ούτε και θυμόταν πόσες νύχτες τα λόγια του ήλθαν και την έκαναν να γυρίσει πίσω στον χρόνο, εκεί που ήταν ξανά ζωντανή, ξανά ερωτευμένη και νέα.

Και μετά, το χαρτί διπλωνόταν στα τρια και έμπαινε στον φάκελο που έφτασε με το ταχυδρομείο, για να την προκαλέσει να το ανασύρει και διαβάσει, μιαν ακόμη φορά και μέσα της να κλαίει, να σπαράζει, για όσα πια ήταν μια ομιχλώδης ανάμνηση στη ψυχή της. "Συγνώμη που δεν σου έστειλα τίποτε, μα η ξενιτειά με έχει περιορίσει εδώ που είμαι, μα θέλησα να σου στείλω αυτό το γράμμα για να σου πω χρόνια πολλά μέρα που είναι..." της έγραφε στο ξεκίνημα της επιστολής του. Πρέπει να έγραφε ώρες, μέρες, μερόνυχτα ολάκερα για να της το στείλει αυτό το γράμμα.

Το πήρε απαλά και το έσφιξε στο στέρνο της. Τώρα είχαν όλα πια τελειώσει, χρόνια τώρα και εκείνη σε μια διαρκή χηρεία που νόμιζε πως ήταν γαλήνη μέσα της. Όχι βιολογικά, αλλά συναισθηματικά, μια μαύρη πλερέζα απλωμένη εκεί που κάποτε υπήρχε φως και ήλιος ζωοδότης μέσα της. Ήλθε αυτό το γράμμα και τσαλάκωσε τον καλοστρωμένο μανδύα μέσα της, ανέσυρε τη σκοτεινιά από την άκρια της καρδιάς. Για φαντάσου...

Ήθελε να τον είχε μπροστά της, ζωντανό και όχι ολόγραμμα και να άγγιζε το κορμί του, να του έλεγε γιατί τόσα χρόνια μετά, δεν αφήνει τα φαντάσματά του να φύγουν. Τα δικά της είχε πείσει τον εαυτό της πως τα είχε αποδιώξει πια, ή καλύψει κάτω από το σκοτεινό παραπέτασμα. Να του πει, γιατί δεν έκανε διαφορετικά τότε που ήταν μαζί, γιατί έφυγε από κοντά της, γιατί, γιατί, γιατί... γιατί συνέχιζε και τη σκεπτόταν και της αναστάτωνε την ευαίσθητη ισορροπία της.

Γιατί ίσως να είχε ανάγκη να τον αγαπούν, ή να νομίζει πως τον αγαπούν, έστω και αν αυτή η αγάπη δεν είχε ανταπόκριση πια. Πέρασαν μήνες και δεν του απάντησε στο γράμμα του. Δεν έβρισκε τη δύναμη να γράψει στο χαρτί αυτά που ένιωθε, να αφήσει το ηφαίστειο να ξεχειλίσει, να τον συμπαρασύρει στην ορμή των συναισθημάτων της. Αυτό φοβόταν, την ορμή των συναισθημάτων της.

Όσο μεγάλωνε, όσο βούλιαζε μέσα στη βολεμένη της ζωή, δεν άντεχε πια την ένταση των συναισθημάτων της. Να νιώσει πάλι ζωντανή, επιθυμητή και ακμαία. Προτιμούσε να ξεχνά, επέλεγε να αποστασιοποιείται από τα μεγάλα πάθη και τα μεγάλα λάθη και έτσι, αρκούταν στα λίγα, στα ελάχιστα που δεν έκαναν τη καρδιά της να χτυπά με πάθος. Η Ατλαντίδα μέσα της μπορούσε να περιμένει, μιαν αιωνιότητα ακόμα... με τις τραγικές ηρωϊδες της Έμιλυ Ντίκινσον, δεν ήθελε άλλο να ταυτιστεί και να συμπάσχει. Προτιμούσε να αφεθεί στη μεταμόρφωσή της σε ένα πλάσμα όμοιο με την συγγραφέα, κλεισμένη μέσα σε όσα δεν άντεχε πια να της θυμίζουν όσα δεν επρόκειτο να συμβούν.

Image Hosted by ImageShack.us
Blake, image by www.agdei.com

Είχε πια αρχίσει να τρέμει όση ώρα έμεινε έξω στον αέρα. Ασυναίσθητα ένα ρίγος είχε αρχίσει να τη διαπερνά, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν συγκίνηση ή αντίδραση που βγήκε έξω σχεδόν άντυτη μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. "Ελα, μπες μέσα μην πουντιάσεις βραδυάτικα" της είπε η φωνή στο κεφάλι της και εκείνη υπάκουσε. Έριξε μια δεύτερη κουβέρτα στο σκέπασμα για να ζωντανέψουν τα πέλματά της ξανά και ξάπλωσε.

'Απλωσε το χέρι στο τραπεζάκι δίπλα της και έπιασε τον φάκελο που είχε παραλήπτη εκείνην. Τον φίλησε και μετά τον ακούμπησε στη καρδιά της για ένα λεπτό. Της έφτανε αυτό... Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στο μεταίχμιο του ύπνου και της εγρήγορσης. Δεν θυμόταν τίποτε άλλο, παρά μόνον την αγκαλιά του τότε που της έλεγε πως είναι ασφαλής μαζί του και μετά ο ύπνος την πήρε στα δικά του αδιάβατα μονοπάτια μέχρι το επόμενο πρωί που θα την έφερνε πάλι πίσω στη δική της, κραυγάζουσα μα βουβή πραγματικότητα, για μιαν ακόμη φορά.

Marialena, 18/2/2009