Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΣΕΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΣΕΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2012

Φιλοπαίγμονες εν ου παικτοίς

Η αρχαϊκούρα που είχα την έμπνευση να βάλω για τίτλο της σημερινής ιστογραφής μού δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσω με κάποιες γλωσσικές παρατηρήσεις, προς μεγάλη μου ικανοποίηση, χαρά και αγαλλίαση, όπως καταλαβαίνετε όσοι με γνωρίζετε («αδιόρθωτος διορθωτής» γράφει η κάρτα επισκεπτηρίου μου), πολύ περισσότερο που έχω πολύ καιρό να γράψω εδώ κάτι σχετικό με τη γλώσσα. Αλλά, να το φωνάξω άλλη μία φορά: Τη γλώσσα μας, εμείς (όπως και όλοι οι άνθρωποι όπου γης, φυσικά) την αγαπάμε και την υπερασπιζόμαστε, ως στοιχείο της ταυτότητάς μας, του πολιτισμού μας· αλλά, βέβαια, τη γλώσσα όπως την κατέχει και τη μιλάει καθένας, μορφωμένος ή αμόρφωτος· όχι τη γλώσσα που οι φιλόλογοι, οι γλωσσολόγοι, οι επαΐοντες, οι επιστήμονες, απλώνουν στον εργαστηριακό τους πάγκο, κάτω από τα γλωσσικά μικροσκόπια και τους γλωσσικούς μικροτόμους, για τα την ανατμήσουν[1], να την αναλύσουν, να τη μελετήσουν ή, ακόμη, και να τη "συμμορφώσουν", να την "αναμορφώσουν", να τη διαμορφώσουν εντέλει (κατά το δοκούν, εννοείται, ο καθένας). Και να φωνάξω ακόμη ότι είναι λογικό και επόμενο, στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε, άλλα πράγματα να μας απασχολούν κατά προτεραιότητα. Κι εγώ στο σημερινό μου σημείωμα σε τέτοιο «άλλο πράγμα» θέλω να εστιάσω και μαζί μου να ζητήσω να εστιάσετε κι εσείς την προσοχή σας. Αλλά ας συντομεύω πρώτα με τα γλωσσικά. Λοιπόν, φιλοπαίγμων (πληθ.: φιλοπαίγμονες) είναι αυτός που αγαπάει το παιχνίδι, που του αρέσει να παίζει· παικτός (–ή, –όν) είναι επίθετο (το παικτοίς είναι δοτική πληθυντικού: τοις παικτοίς), από το ρ. παίζω (απ' όπου και το συγγενές παίκτης) και σημαίνει αυτός που μπορεί να παιχτεί, αυτός που μπορεί να είναι αντικείμενο παιχνιδιού (παράβαλε: κτιστός, αγαπητός, μισητός κ.ά.). Ου παικτός είναι αυτός που δεν είναι παικτός, δηλαδή αυτός που δεν μπορεί να είναι αντικείμενο παιχνιδιού. Συνήθως λέμε: (αυτός) παίζει εν ου παικτοίς, δηλαδή ότι παίζει με πράγματα που δεν είναι για παιχνίδι.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2012

Το «εργατικό κόστος»


Οι εργάτες, οι μισθωτοί σκλάβοι, παράγουν τον πλούτο, δεν είναι «μισθολογικό κόστος», όπως θέλουν να τους πείσουν οι εκμεταλλευτές τους, τα κόμματα και οι συνδικαλιστές που υπηρετούν τον καπιταλισμό.

[Από την ανακοίνωση στις 5/1/12 του Γ.Τ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ σχετικά με τις μεθοδεύσεις κυβέρνησης & ΣΕΒ για μισθούς, εργασιακό, ασφαλιστικό]

Για άλλη μία φορά το κόμμα (ένα είναι το κόμμα!), αφού σε πρώτη φάση με ξάφνιασε κι ύστερα μ' έβαλε σε προβληματισμό, τελικά απέσπασε τα συγχαρητήριά μου, μιας και αναγνώρισα πως έχει δίκιο, πως εγώ ήμουν, αν όχι σε κατάσταση πλάνης, οπωσδήποτε σε κατάσταση ύπνωσης, και πλέον προσπαθώ να χωνέψω τα νέα για μένα δεδομένα, να εξοικειωθώ με την καινούργια κατάσταση, όπου το ΚΚΕ μού γύρισε τούμπα κάποια στερεότυπα που τα είχα συνηθίσει και, «ανυποψίαστος κι ωραίος», τα χρησιμοποιούσα με πλέρια άνεση. Ούτε καν που φανταζόμουνα πόσο άστοχα είναι· ούτε καν που πήγαινε το μυαλό μου ότι θα μπορούσαν να είχαν κάποιο άλλο περιεχόμενο, πέρα από το αυστηρά τεχνοκρατικό, κάποιοι τόσο συνηθισμένοι και "απλοί" όροι, που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην οικονομική επιστήμη, και τους χρησιμοποιούσα κι εγώ ως μηχανολόγος ηλεκτρολόγος μηχανικός κατά την κοστολόγηση των προϊόντων της βιομηχανίας στην οποία δούλευα τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου καριέρας. «Εργατικό κόστος»! Όπως(;) «κόστος υλικών», «γενικά έξοδα» κ.λπ. Εξυπακούεται ότι το ερωτηματικό σε παρένθεση μετά το «όπως» δεν έμπαινε τότε! Είναι σημερινό… απόκτημα —ας όψεται το ΚΚΕ! Καλά λένε ότι είναι κόμμα… ανατρεπτικό και ρηξικέλευθο! Βέβαια, αυτό το καμαρώνουμε! Όμως κάποιοι λένε κι άλλα πράγματα για το ΚΚΕ, όχι επαινετικά. Αυτά μας θυμώνουν, τ' απορρίπτουμε και τα αντικρούουμε. Λένε, για παράδειγμα, ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα δογματικό (σαν τον Εφραίμ ένα πράγμα), αποστεωμένο (το αντίθετο του Μπένι, κυριολεκτικά και μεταφορικά), μυωπικό (το αντίθετο του… Μίμη Ανδρουλάκη, ε;) και άλλα παρόμοια. Αφήστε δε την ξύλινη γλώσσα του: όλο «καπιταλισμός», «ιμπεριαλισμός», «μέτωπο πάλης», «λαϊκή εξουσία» και τέτοια παρωχημένα πράγματα· ενώ άμα λες «ανταγωνιστικότητα», «βιώσιμο χρέος»(!), «κούρεμα χρέους», «αφήγημα(!) εξουσίας», «αγκυλώσεις», «κεκτημένα εργαζομένων» (εκφερόμενο μετά βδελυγμίας), «ευρωπαϊκό κεκτημένο» (εκφερόμενο μετ' ευλαβίας) και άλλα συναφή, ο λόγος σου αποκτά —όσο να 'ναι— μια πλαστικότητα, μια ζωντάνια, και είσαι και ιν, βρε αδερφέ! Επειδή όμως το ρηξικέλευθο, το ανατρεπτικό, το ριζοσπαστικό, αφ' ενός, και το αγκυλωμένο, το οπισθοδρομικό, το αποστεωμένο, αφ' ετέρου, είναι έννοιες αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες, γι' αυτό ακριβώς μία μονάχα πλευρά μπορεί να έχει δίκιο, είτε οι επαινούντες είτε οι κατακρίνοντες· η άλλη έχει υποχρεωτικά άδικο. Όταν, τώρα, ένα κόμμα πείθει, συνεγείρει, εμπνέει, καθοδηγεί, αναλύει τεκμηριωμένα την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση, και επαληθεύεται στις προβλέψεις του, σίγουρα εμείς που το ακολουθούμε ξέρουμε καλά ότι το δίκιο είναι με το μέρος μας· κι ότι έχουμε χρέος να βοηθήσουμε κάθε καλοπροαίρετο και ανυστερόβουλο άνθρωπο που στέκει διστακτικά ή επικριτικά απέναντί μας να αντιληφθεί πού βρίσκεται το δίκιο και πού το συμφέρον του.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 03, 2010

Κινηματόγραφος ή κινηματογράφος;


Οι υποψιασμένοι αναγνώστες θα 'χετε μάλλον μαντέψει απ' τον τίτλο ότι η σημερινή ιστογραφή μου ασχολείται με ζητήματα γλωσσικά. Πράγματι, δεν κάνετε λάθος —την έχω την πετριά με τη γλώσσα, αδιόρθωτος διορθωτής βλέπετε… Και, για να προλάβω όσους έχουν περιπαικτική διάθεση, η απάντηση «Σινεμά» στην ερώτηση του τίτλου εκτιμάται μεν ως καλαμπούρι, αλλά… απορρίπτεται ως εκτός θέματος. Αλλά ποιο είναι το θέμα της ιστογραφής; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Χθες το πρωί άκουγα στο ραδιόφωνο τη συνηθισμένη μου καθημερινή ενημερωτική εκπομπή, κατά τη διάρκεια της οποίας, σε καθορισμένη χρονική στιγμή σύμφωνα με τον σχεδιασμό της εκπομπής, η εκλεκτή ηθοποιός Έφη Θανοπούλου αναλαμβάνει την ενημέρωση των ακροατών γύρω από την καλλιτεχνική κίνηση. Παίρνοντας λοιπόν η κυρία Θανοπούλου το μικρόφωνο, αφού καλημέρισε τους ακροατές του σταθμού, είπε κάτι σαν: «Σήμερα θα ξεκινήσουμε με κινηματογράφο» (δεν συγκράτησα ακριβώς τα λόγια της, αλλά δεν έχει σημασία). Ο δημοσιογράφος που επιμελείται την ενημερωτική εκπομπή τη ρώτησε αμέσως: «Κινηματογράφος ή κινηματόγραφος;» Να σημειώσω ότι η ενημέρωση από την κυρία Θανοπούλου γίνεται περίπου υπό μορφή φιλικής συζήτησης με τον δημοσιογράφο και η ερώτησή του σ' αυτό το πλαίσιο έγινε, δηλαδή δεν διατυπώθηκε σαν παρατήρηση επειδή τάχα το «κινηματογράφος» είναι λάθος, αλλά κάπως σαν απορία του για το ποιο είναι το σωστό ή το πιο σωστό. Στη συνέχεια και οι δύο ομολόγησαν ότι δεν γνωρίζουν πώς είναι σωστό να λέγεται, αλλά γνωρίζουν ότι σήμερα έχει επικρατήσει να λέμε «κινηματογράφος», ενώ παλιότερα, ιδίως οι μεγάλης ηλικίας χρησιμοποιούσαν συχνά τον προπαροξύτονο τύπο «κινηματόγραφος», έτσι είπαν. Ποιος τύπος όμως είναι σωστός;