Κατεβαίνει στην παραλία, όπως το συνηθίζει πολλά απογεύματα, και καθημερινές και Κυριακές.
Είναι κάποια χρόνια που
Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.
[1]
Κατέβηκε και χτες και προχτές από 'κει. Αυτές τις μέρες όμως είναι μαζεμένοι πολλοί.
Είδε πολλούς. Άλλους τους ήξερε κι άλλους όχι. Με πολλούς χαιρετήθηκε και τον χαιρέτησαν. Σε κάποιους όμως έριξε μια ματιά οργισμένη. Αλήθεια τι γύρευαν εκεί; Ήταν χρόνια τώρα βολεμένοι και διαμαρτύρονται για ποιο λόγο; Ήταν κι άλλοι που κανείς δεν τους έδινε σημασία, οι απουσιολόγοι της επανάστασης. Τους είχαν γυρίσει την πλάτη και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν πολύ τον μαζεμένο κόσμο. Έτσι είναι στις επαρχιακές πόλεις, οι περισσότεροι είναι γνωστοί μεταξύ τους.
Τον πλησίασε μια νεαρή με εφημερίδες στο ένα χέρι και φυλλάδια στο άλλο. Ξεχώριζε ή μάλλον ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους, έτσι πίστευε κι έτσι προσπαθούσε. Χρόνια τώρα προσπαθούν οι μόδιστροι της ζωής μας, ώστε οι ιδέες να κυκλοφορούν με τριμένο τζιν παντελόνι την άνοιξη και το φθινόπωρο με κουστούμι, αλλά πάντα χωρίς γραβάτα. Της δίνει ένα δικό του φυλλάδιο, που ξέρει ότι δε θα το διαβάσει.
[2]
Την πλησιάσε κι ένας νεαρός, κι αυτός με φυλλάδια κι εφημερίδες και με την αριθμητική των ανθρωποσυγκεντρώσεων προσπαθούν να κάνουν πρόσθεση. Μετά συνέχισαν να πλησιάζουν κι άλλους περαστικούς και να λένε, να λένε, να λένε. Κι ήταν κι άλλοι σαν αυτούς, που έλεγαν κι έλεγαν, μέτραγαν και μέτραγαν.
Είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος.
Κάποιος, με περασμένα τα χρόνια περπατώντας αργά φαινόταν να λέει:
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Εσύ που στο σχολείο σήκωνες το χέρι για να πεις
Όχι το μάθημα μα την αλήθεια
Σήκωνε πάντα αυτό το χέρι που το γέννησε
Της δικαιοσύνης ο καημός κ’ η σιγουριά του αύριο.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνάσιου
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε τραπέζια καφενείων
Καταχνιασμένων από την τσιγαρίλα
Και τις ανάσες πεινασμένων
Τα χέρια σου ανεβοκατεβαίνουν
Πάνω σε μεγάλες πόρτες
Που δε θ’ ανοίξουν ποτέ από μέσα.
Νεολαίε με το χαρτί του γυμνασίου
Είσαι η φωτιά που ετοιμάζει η απελπισία
Και θα κάψει τις σημαίες των αρχόντων.
Και αν το ψωμί κ’ η γνώση ανταλλάσσονται
Με τ’ άλλο χαρτί που εσύ δεν έχεις
Μην αρνηθείς γι’ αυτό το ρόλο που σου ανάθεσε ο καιρός.
Οι μέρες μας κυλούν σαν χειμωνιάτικα ποτάμια
Στους δρόμους φέγγουν φαναράκια μίσους
Στους δρόμους αλαφιάζονται οι μικρές παρέες
Καθώς απ’ τις γωνιές οι μισθοφόροι
Με στιλέτα ξεμπουκάρουν και παγίδες.
Όμως τα δαγκωμένα λόγια ακολουθούν τραγούδια.
[3]
Περνά η ώρα και ο κόσμος γίνεται περισσότερος. Αυτοί που έρχονται για τη συγκέντρωση. Αυτοί που κάνουν τη βόλτα τους. Αυτοί που περνούν αδιάφοροι. Και κάποιοι ενοχλημένοι. Είναι και κάποιοι που μετράν. Από τη μια η θάλασσα και από την άλλη ο κόσμος. Χαιρετούν και χαιρετιούνται. Έτσι είναι στις επαρχιακές πόλεις, οι περισσότεροι είναι γνωστοί μεταξύ τους.
Κάποιος μιλάει δυνατά. Άλλοι τον ακούν κι άλλοι περιμένουν να μιλήσουν κι αυτοί.
Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.
[4]
Κάποιοι χειροκροτούσαν, κάποιοι σφύριζαν κι άλλοι κουνούσαν απλά το κεφάλι. Μετά συνέχισε κάποιος άλλος.
Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως.
Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.
Μικρή παύση. Δε φαινόταν να μιλούσε για πρώτη φορά. Ίσως όμως και να είχε χρόνια να μιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Και σε τέτοιο κόσμο. Και συνέχισε:
Κι αν πεθάνουν τα ψάρια
επιζούν τα αμφίβια
ίσως ίσως κι οι θαλάσσιες χελώνες
κι αν χαθούν οι αντιλόπες
σώζονται οι χαμαιλέοντες.
Καμία στενοχώρια για τη ζωή.
Τι σημασία έχει πώς θα υπάρξεις;
[5]
Πέρασε αρκετή ώρα και είχαν μιλήσει πολλοί. Ήταν κι άλλοι που δε μίλησαν, που ίσως δε θα μιλήσουν ποτέ μπροστά σε κόσμο. Κι αν δεν είχαν συμφωνήσει, ήξεραν πως έπρεπε κάποτε να πάψει άυτή η πραγματικότητα που
Όταν αυτοί αποφασίσουνε σου ανοίγουν τη θύρα
Ο δρόμος στρωμένα βάγια
Μα εσύ δεν είσαι έτοιμος να τον βαδίσεις
Όταν ετοιμαστείς
Η πόρτα κλείνει
Κανείς δε ξέρει ότι πια δεν είσαι δέντρο
Μόνο εσύ το ξέρεις
Κι αυτό εννοώ όταν μιλώ
Για μοναξιά της γνώσης
Πόσα παιδιά δε γεννηθήκανε
Γιατί δεν ήταν έτοιμα στην ώρα τους
Τα χειρουργεία
[6]
Κάποιοι, από τους "γνωστούς" άρχισαν να λένε και να λένε μεταξύ τους, συνέχισαν το μέτρημα, αλλά και πάλι κανείς δεν τους έδινε σημασία. Η μουσική δυνατά τους απαντούσε:
Ah, look at all the lonely people
Ah, look at all the lonely people
.....
All the lonely people, where do they all come from?
(Ah, look at all the lonely people)
All the lonely people, where do they all belong?
(Ah, look at all the lonely people)
και κάποιοι παραπέρα έγραφαν την απόφαση αυτής της συγκέντρωσης σε ένα λευκό πανί
Στον Παγασητικό, χαθήκαμε το βράδυ, ΄
Στον Παγασητικό, σε δρόμους σε νταμάρια,
Στον Παγασητικό, τη μέρα δυναμίτες,
Στον Παγασητικό, το βράδυ ερημίτες,
Στον Παγασητικό, τα σχέδια λουλούδια,
Στον Παγασητικό, λουλούδια του πελάγου.
που άρχισε να πλανιέται στον αέρα και να γλυστρά στη θάλασσα
[1] Νίκος Καρούζος, Πέντε Ποιήματα μέσ' το Σκοτάδι. Εικόνα,
[2] Κώστας Μόντης
[3] Θωμάς Γκόρπας, ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
[4] Έκτωρ Κακναβάτος , Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ,
Από την συλλογή Διήγηση
[5] Μάριος Χάκας, Από την ενότητα «Νεκρώσιμη ακολουθία» Από την συλλογή “Όμορφο καλοκαίρι” (1965)
[6] Δημήτρης Ποταμίτης, Η μοναξιά της γνώσης, από τη συλλογή "Απεργεί ο Οδοκαθαριστής" [2001-2003] (Ποιήματα 1964-2003, Καστανιώτης 2007)
*** Το post αυτό αποτελεί την συμμετοχή των "Κυνοκέφαλων" στο δι-ιστολογικό αφιέρωμα "Η δημοκρατία στις πλατείες" :
"Η πλατεία, δημόσιος χώρος συνάθροισης, ανέκαθεν χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης και κομματικής επίδειξης, τα τελευταία χρόνια είχε απαξιωθεί από τους πολίτες, που ιδιώτευαν στα "κλουβιά" τους. Οι πλατείες αυτές τις μέρες θυμούνται την παλιά τους χρήση: γίνονται χώροι, όπου οι άνθρωποι συνομιλούν και πολιτεύονται πάλι, διεκδικούν και διώκονται, διαμαρτύρονται και οργανώνουν. Η Κρίση μας γυρίζει πίσω στον κοινό χώρο; Η δημοκρατία επιστρέφει στις ρίζες της;"
Στο αφιέρωμα συμμετέχουν τα ιστολόγια:
Ο βιβλιοθηκάριος, Το κόκκινο μπαλόνι, Silent Crossing, Krotkaya , Μπλογκ της Αντίδρασης και του Αχαλίνωτου Σεξ , Εξεγερμένο το 2009 , Αναγεννημένη , Κουπέπκια ατάκτως τυλιγμένα , Τσαλαπετεινός , Ουδέν αμιγές , Ψαροκόκκαλο , ο Δύτης , Του κανενός το ρόδο , Ιχνηλασίες , Rubies and Clouds , Roadartist , Latecomer , χώρα του ποτέ ποτέ , Η ζωή στην καταραμένη νήσο , Butterfly's world , The Threewishes's weblog