Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Μακρυγιάννης










Απομνημονεύματα


[ Πρόλογος ]


AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ! Eπειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, –από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το Άργος– και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά. Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ’σ τα γραφόμενα, και...1 τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης. Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ων σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν. Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων, όχι να ’χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον. Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ’παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μας κυβερνούν, και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος το ’φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία, και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ’ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ’χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα. Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ’διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου – οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τόχομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα. Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ αρχής, είναι άγιοι ομπρός ’σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα. Δια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ’σ αυτήν την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η ’διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ’μέρα. Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.


ΣHMEIΩΣH 1. Λέξεις δυσανάγνωστες, λόγω φθοράς του χειρογράφου.

(από το Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)

προέλευση: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=137&author_id=102



"Τὴν παλιά συνοικία τοῦ Μακρυγιάννη τὴν ξέρουν ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τὴ δράση τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ 1821, τοῦ πρωτεργάτη τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου καὶ τοῦ κατάδικου τῶν στρατοδικείων τοῦ Ὄθωνα, τὴν ξέρουν ὅσοι μελέτησαν τὰ χρονικὰ τῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς βαυαροκρατίας. Εἶναι ὅμως λιγοστοὶ ἐκεῖνοι ποὺ πρόσεξαν πὼς ὁ Μακρυγιάννης μας ἄφησε ἕνα πολὺ σημαντικὸ βιβλίο -τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του- ἴσως ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἀγράμματος.
Τὸν Μακρυγιάννη τῶν Ἀπομνημονευμάτων τὸν ἀγάπησαν πραγματικὰ μερικοὶ νέοι ποὺ ἄρχισαν νὰ δημοσιεύουν ὕστερα ἀπὸ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή. Δὲ νομίζω πὼς θὰ γελαστῶ πολὺ ἂν προσθέσω πὼς ἡ φωνὴ τοῦ μπαίνει δειλὰ καὶ ψιθυριστὰ στὴν ἑλληνικὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὰ 1925 καὶ στὰ 1935. Κι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ φανεῖ στὸ πλατὺ κοινό. Οἱ νέοι ποὺ μεγάλωσαν στὸν περασμένο παγκόσμιο πόλεμο καὶ ἦταν ἀκόμη στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τοὺς ὅταν ἄρχισε ἡ σημερινὴ κρίση, δὲν πρόφτασαν οὔτε τὸ ἔργο τους νὰ ὡριμάσουν οὔτε νὰ ἀποκαταστήσουν τὴ δική τους ἱεραρχία πνευματικῶν ἀξιῶν ὅπως τὴν ἤθελαν. Καὶ ὅμως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρθηκαν νὰ παρακολουθήσουν τὰ ἑλληνικὰ ρεύματα στὰ μεσοπολεμικὰ ἐκεῖνα χρόνια, πὼς μὲ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἀρχίζει στὸν τόπο μας μία περίοδος ἰδεολογικῶν ἰσολογισμῶν καὶ μετατροπῶν ποὺ μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ τὴν περίοδο, τῆς ἀναμόρφωσης ποὺ ἀκολούθησε τὸν πόλεμο τοῦ ῾97. Τὶς προσπάθειες αὐτὲς τὶς σκέπασε ἢ τὶς ἑτοιμάζει ὀξύτερες ὁ σημερινὸς ἀγῶνας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ποὺ βρῆκε μία φορὰ τὸ δρόμο τῆς καρδιᾶς τῶν νέων, θὰ πρέπει νὰ περιμένει νὰ καθαρίσει πάλι ὁ οὐρανὸς γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση ποὺ τοῦ ἀξίζει."






Γιῶργος Σεφέρης, Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης, «Δοκιμές», ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1981 (Δ´).











Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δὲν μᾶς τά ῾γραψες καλά.
Δὲς ὁ Ἕλληνας τί κάνει
γιὰ ν᾿ ἀνέβει πιὸ ψηλά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαῦρο γιαταγάνι
κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω
τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.


Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δὲν μᾶς τά ῾γραψες σωστά.
Τὸ φιλότιμο δὲ φτάνει
γιὰ νὰ πάει κανεὶς μπροστά.

Μπάρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαῦρο γιαταγάνι
κι ἔλα στὴ ζωή μας πίσω
τὸ στραβὸ νὰ κάμεις ἴσο.

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταῦρος Ξαρχάκος
Ἑρμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.


ΣΥΝΔΡΟΜΟ



Κοιτάζοντας τὸν πίνακα

τοῦ Πικάσο «Τὸ Ὄνειρο»



Ἔχω κρεμάσει αὐτὸν τὸν πίνακα σὰν δόλωμα

στὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου

μήπως τσιμπήσει τανυσμὸς γκρεμιστῆς,

τὸν ἔχω σὰν φουρνέλο

μὴ καὶ τὴν ἀνατίναζε συθέμελα

τὴ συμπαγῆ ἐπιπεδότητά μου.


Καθιστὸ κοιμᾶται τὸ κορίτσι.

Καθιστὸς

ἀπαγγιάζεις καλύτερα στὸ σῶμα σου,

εἶσαι πιὸ ἕτοιμος νὰ γίνεις δικός σου:

νὰ ὀνειρευτεῖς.

Τοῦ ὑπερβατικοῦ ἡ ἀνατομία

ἐπέτρεψε στὸ σῶμα

αὐθαιρεσίες σάρκινες.

Κοιμᾶται τὸ κορίτσι

ἐνῷ πίσω ἀπὸ τὸ χαλαρὸ φουστάνι της

ὁ ἕνας μαστὸς ἀνατέλλει

γιὰ νὰ θηλάσει ἡ λαίμαργη ἀφαίρεση.

Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση

καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,

σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο.
Σπασμένη τοῦ λαιμοῦ ἡ ἀντίσταση

καὶ τὸ κεφάλι, ἀπελεύθερο,

σὰν γελαστὸ αὐτὶ ἀκούμπησε στὸν ὦμο

πού, περιγελαστὴς τῆς συμμετρίας,

εἶναι πιὸ ὑψωμένος ἀπ᾿ τὸν ἄλλο,

στοιβάδα τόλμης.

Τὴν ὕπαρξή του ἀφουγκράζεται τὸ κορίτσι:

παράνομες κλεφτὲς μετακινήσεις,

μιὰ μετατόπιση τοῦ Εἶναι

λίγο πιὸ δῶ λίγο πιὸ κεῖ,

θέσεις ποὺ ἀνεφοδιάζονται μὲ θέσεις.


Ἡ μύτη, πράσινη χαρακωτὴ γραμμὴ

ποὺ προσπερνάει ἀδιάφορη τὸ τέλος της,

χύνεται ἀνάμεσα στὰ μάτια καὶ τὸ μέτωπο,

χάνεται μέσα στὰ μαλλιά,

ἀγγεῖο αἱμοφόρο του ἐνδόμυχου.

Μισὸ χαμόγελο στὴ θέση του

τ᾿ ἄλλο μισὸ ψηλότερα,

ἀσυμμετρίας μειδίαμα

σὰν ἕνα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,

ἐκεῖ γιὰ νὰ πατήσουν καὶ νὰ βγοῦν

ἀπὸ τὶς τουλπανένιες ἅμαξες

οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες:

τὰ ὄνειρα τοῦ κοριτσιοῦ.

Τῆς πολυθρόνας τὰ μπράτσα

ὑποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σὰν χαλαρὸ

ἀγκάλιασμα στοῦ κοριτσιοῦ τὴ μέση,

γιατὶ τὸ ξέρουνε ἀκόμα καὶ οἱ πολυθρόνες

πὼς ὅποιος ὀνειρεύεται δονεῖται

κι ὑπάρχουνε καὶ ὄνειρα

ποὺ σὲ πετᾶνε χάμω.

Ἐμένα ἡ μύτη μου

τελειώνει ἀκριβῶς στὸ τέλος της.

Δὲν πάει αἷμα στὸ ἐνδόμυχο.

Κι οἱ ὦμοι μου

συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.

Καιρὸ ἔχω νὰ μιλήσω γιὰ ὄνειρα

καιρὸ δὲν ἔχω

ὄνειρα δὲν ἔχω,

συμμετρικὴ ἀνέχεια.

Οἱ ὦμοι μου

συμμετρικὰ πεσμένοι καὶ οἱ δυό.

Κι ὅτι ἀντέχω τέτοια ἀνέχεια

λέω μὴν εἶναι ὄνειρο.

Μὴν εἶναι ὄνειρο

πῶς ὄνειρα δὲν ἔχω.

Ὄνειρο νά ῾ναι

κι ἂς μὴν γυμνώνει ἀπὸ ὄνειρα.


Ὄνειρο νά ῾ναι,

σπόρος νὰ περιφέρεται στὸν ὕπνο μου

κι ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μήτρα.

Τὸ πίνω κι ἂς μὴν εἶναι πόσιμο,

ἔστω τὴ λέξη νὰ ὀνειρεύομαι

καὶ δὲν ρωτάω καμιὰ Ἐξακρίβωση

ἂν εἶναι ὄνειρο πὼς ὄνειρα δὲν ἔχω.

Γιὰ νὰ μιλήσει ἡ κάθε Ἐξακρίβωση

θέλει νὰ πληρωθεῖ μὲ ὄνειρα.

Κι ὄνειρα νὰ πληρώνω

μιὰ ἀκόμα Ἐξακρίβωση

δὲν ἔχω.

Ἡ μητέρα μου Ὤθηση πέθανε νέα

κι ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι, ὁ πηλὸς ποὺ εἶμαι,

μὲ πιέζει νὰ σπάσω.

Ὡς πότε, λέει, θὰ θυσιάζεται ὁ θάνατος

γιὰ νὰ ζεῖς ἐσύ.

Κι ὄνειρα δὲν ἔχω νὰ πλάσω

πήλινη περιφρούρηση τῆς ὕλης μου.


Καὶ τί σημαίνει ὄνειρο;

Τί δηλαδὴ δὲν ἔχω;

Θά ῾ναι αὐτὸ

ποὺ θέλει νά ῾χει μέσα του ὁ πηλὸς

γιὰ νὰ μὴ σπάζει,θά ῾ναι οἱ τουλπανένιοι ἐπιβάτες

στὶς τουλπανένιες ἅμαξες.


Ὄνειρο σημαίνει

φτερούγα ὕπνου ἀπὸ κερὶ

ποὺ ἥλιο ἐρωτεύεται καὶ λιώνει,

φύλλα ποὺ θαυμαστὰ ἰσορροποῦν

σὰν νὰ πατᾶνε σὲ κλαδιὰ

ἐνῶ τὸ βλέπεις καθαρὰ

πὼς δὲν ὑπάρχει δένδρο,

ν’ ἀκοῦς νὰ τραγουδᾶνε χίλια ναὶ

ἀπ᾿ τὸ λαρύγγι τοῦ ὄχι.


Ὄνειρο σημαίνει

νὰ μὴν ὑπάρχουν σύνορα

κι οἱ βλοσυροὶ καχύποπτοι φρουροί τους.

Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ᾿ ἄνθρωπο

κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε.


Δὲν ἦρθε κι ἕνα ἀπόγευμα

ποὺ νὰ μὴ γίνει βράδυ,

νὰ ἔρθει κι ἕνα ὄνειρο

ποὺ νὰ μὴν γίνει ἄνθρωπος,

νὰ ἔρθει κι ἕνας ἄνθρωπος

ποὺ νὰ μὴ γίνει ὄνειρο,

τὶς οἶδε, τὶς εἶ.

Ξανοίχτηκα πολὺ σὲ ὁρισμοὺς

κι εἶν᾿ ἐπικίνδυνο νὰ κλαῖς χωρὶς πυξίδα.


Φύλαγέ μου, Θέ μου, τουλάχιστον

ὅσα ἔχουν πεθάνει.


Κικὴ Δημουλᾶ - Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδόσεις Κείμενα 1981, Β´ ἔκδ. Στιγμή, 1989



Τ' αγκάθια σε τίποτε δεν χρησιμεύουν...

Την πέμπτη μέρα, πάντα χάρη στο αρνάκι, τούτο το μυστικό της ζωής του μικρού πρίγκιπα μου αποκαλύφτηκε. Με ρώτησε κάπως απότομα, χωρίς κανένα άλλο πρόλογο, σαν να 'ταν αποτέλεσμα ενός προβλήματος που το είχε μελετήσει για πολύν καιρό χωρίς να εξωτερικεύει τις σκέψεις του.


- Ένα αρνάκι, μια και τρώει τα μικρά δέντρα, τρώει και τα λουλούδια;
- Ένα αρνάκι τρώει ότι βρεθεί μπροστά του.
- Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια;
- Ναι. Ακόμη και τα λουλούδια που έχουν αγκάθια.
- Και τότε σε τι τους χρησιμεύουν τα αγκάθια;


Δεν το ήξερα αυτό. Κείνη τη στιγμή ήμουνα πολύ απασχολημένος, καθώς προσπαθούσα να λασκάρω ένα μαγκωμένο μπουλόνι του κινητήρα μου. Ένιωθα ανήσυχος γιατί η βλάβη έδειχνε να 'ναι πολύ σοβαρή και το νερό που λιγόστευε, άρχιζε να με κάνει να φοβάμαι το χειρότερο.


- Και σε τι χρησιμεύουν τ' αγκάθια;


Όταν έκανε μιαν ερώτηση, ο μικρός πρίγκιπας δεν υποχωρούσε ποτέ. Ήμουνα θυμωμένος με το μπουλόνι μου κι απάντησα αδιάφορα:


- Τ' αγκάθια σε τίποτε δεν χρησιμεύουν, είναι μια καθαρή κακοτροπιά από τη μεριά των λουλουδιών!
- Ω!


Όμως, ύστερα από ένα μικρό διάστημα σιωπής, μου πέταξε μ' ένα είδος μνησικακίας:


- Δεν σε πιστεύω! Τα λουλούδια είναι αδύναμα, λεπτούλικα. Δεν έχουν πονηριά. Επιβιώνουν όπως μπορούν. Πιστεύουν πως είναι τρομερά με τ' αγκάθια τους...
Δεν έδωσα καμιά απάντηση. Κείνη τη στιγμή σκεφτόμουνα: «αν τούτο το μπουλόνι συνεχίσει ν' αντιστέκεται, θα το πετάξω έξω με μια σφυριά».


Ο μικρός πρίγκιπας διέκοψε πάλι τις σκέψεις μου:


- Και πιστεύεις, εσύ, πως τα λουλούδια...
- Μα όχι! Όχι, βέβαια! Δεν πιστεύω τίποτε! Απάντησα έτσι αδιάφορα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. Είμαι απασχολημένος, εγώ, με σοβαρά πράγματα!


Με κοίταξε κατάπληκτος.


- Με σοβαρά πράγματα!...


Με κοίταζε έτσι όπως ήμουν με το σφυρί στο χέρι, τα δάχτυλα μαύρα από το γράσο, σκυμμένο πάνω από ένα πράγμα που του φαινόταν πάρα πολύ άσχημο.


- Μιλάς κι εσύ όπως οι μεγάλοι!
Τα λόγια του μ' έκαναν να νιώσω ντροπή. Μα κείνος, δίχως καθόλου να με λυπηθεί, πρόσθεσε:


-Όλα τα μπερδεύεις, εσύ... όλα τα ανακατώνεις!


Στ' αλήθεια ήταν πολύ θυμωμένος. Κουνούσε στον αέρα τα χρυσόξανθα μαλλιά του:


- Ήξερα ένα πλανήτη όπου υπάρχει ένας κύριος πολύ κόκκινος. Ποτέ του δεν είχε μυριστεί ένα λουλούδι. Ποτέ του δεν είχε κοιτάξει ένα αστέρι. Ποτέ του δεν είχε αγαπήσει κανένα. Ποτέ του δεν έκανε τίποτ' άλλο εκτός από λογαριασμούς. Κι όλη τη μέρα έλεγε και ξανά 'λεγε συνέχεια: «Είμαι σοβαρός άνθρωπος! Είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος!», κι αυτό τον έκανε να φουσκώνει από περηφάνια! Μα αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι ένα μανιτάρι!


- Ένα τι;
- Ένα μανιτάρι!


Ο μικρός πρίγκιπας είχε γίνει τώρα κατάχλομος απ' το θυμό του.


- Τώρα και εκατομμύρια χρόνια, τα λουλούδια πετάνε αγκάθια. Κι όμως, τώρα και εκατομμύρια χρόνια, τα αρνιά τρώνε τα λουλούδια. Δεν είναι, λοιπόν, σοβαρό θέμα να προσπαθείς να καταλάβεις γιατί τα λουλούδια κουράζονται τόσο πολύ για να ξεπετάνε αγκάθια που ποτέ δεν χρησιμεύουν σε τίποτα; Δεν είναι σημαντικό πρόβλημα ο πόλεμος ανάμεσα στα αρνιά και τα λουλούδια; Δεν είναι πολύ πιο σοβαρό και πιο σημαντικό από τους λογαριασμούς ενός χοντρού κόκκινου κυρίου; Κι αν εγώ ήξερα ένα μοναδικό στον κόσμο λουλούδι, που δεν υπήρχε πουθενά αλλού, εκτός από τον πλανήτη μου και που ένα μικρό αρνί μπορεί να το καταστρέψει με μια χαψιά, έτσι, ένα πρωί, χωρίς να καθόλου να σκεφτεί αυτό που κάνει, αυτό δεν είναι σημαντικό και σοβαρό θέμα;


Κοκκίνισε, ύστερα πρόσθεσε:


- Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει παρά μόνο ένα δείγμα του μέσα σε εκατομμύρια και εκατομμύρια αστέρια, αυτό είναι αρκετό για να νιώθει ευτυχισμένος όταν το κοιτάζει. Σκέπτεται «Το λουλούδι μου είναι κάπου εκεί...» Μα αν το μικρό αρνί φάει το λουλούδι, θα 'ναι για κείνο σαν να είχαν ξαφνικά σβηστεί όλα τ' αστέρια! Κι αυτό δεν είναι σημαντικό!...

Δεν μπόρεσε να προσθέσει τίποτε περισσότερο. Απότομα ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε πέσει η νύχτα. Είχα παρατήσει τα εργαλεία μου. Άρχισα να χλευάζω τον εαυτό μου για το σφυρί μου, για το μπουλόνι μου, για τη δίψα, για το θάνατο. Πάνω σ' ένα αστέρι, ένα πλανήτη, το δικό μου, τη Γη, βρισκόταν ένας μικρός πρίγκιπας που χρειαζόταν παρηγοριά! Τον πήρα αγκαλιά. Τον κούνησα πέρα-δώθε, νανουρίζοντάς τον. Του ψιθύριζα:

«Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει πια... Ζωγράφισα ένα φίμωτρο στο αρνάκι σου... Θα ζωγραφίσω και μια πανοπλία για το λουλούδι σου... Θα...».

Δεν ήξερα τι να πω... Ένιωθα πολύ άσχημα, δεν ήξερα πώς να τον φέρω πιο κοντά μου ή να πάω εγώ πιο κοντά του. Είναι τόσο μυστηριακή η χώρα των δακρύων.






Αntoine de Saint-Exupéry, O μικρός πρίγκηπας

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ - ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ

Ἀντίστοιχος πρὸς ὅσα προηγουμένως ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς
ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τὶς ἀναβάσεις, ἀκούοντας αὐτὸν ποὺ λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στὰ πόδια μας τὴν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καὶ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ὑψηλοὺς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νὰ νικήσωμε, δοξολογώντας Αὐτόν» (Ἀββακ. γ´ 19).
Νὰ τρέξετε, παρακαλῶ, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει:
«Σπουδάσωμεν, ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, ποὺ στὴν ἡλικία τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καὶ κατεῖχε τὴν τριακοστὴ βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος.
(Ἂς προχωρήσωμε μέχρι τὴν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πρέπει ὁ ὕμνος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ τὸ σθένος, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καὶ ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχη εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.

Ἀμήν.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Ὁ κὺρ Κατακουζνός




«ΕΠΙ ΤΙΝΑ ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;».
Τέτοιος ἕνας πρᾶος καὶ ἠσύχιος ἤτανε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Ρωμιοράφτης ἤτανε τὸ ζαναάτι του, «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα» ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Τοὺς λέγανε ρωμηοραφτάδες, ἐπειδὴς ράβανε ροῦχα ρωμέικα, δηλαδὴ σαλβάρια, σταυρωτές, γοῦνες μὲ γιρμισούτια καὶ μὲ χάρτζα, ψιλοδουλειὰ πολλή. Οἱ ραφτάδες πάλι ποὺ ράβανε στενά, φράγκικα, λεγόντανε φραγκοραφτάδες. Οἱ ρωμιοραφτάδες ἤτανε ντυμένοι μὲ σαλβάρια, κι ἤτανε γνωστικοί, ταπεινοί, χριστιανοί, λιγόλογοι καὶ σιγομίλητοι σὰν πνεματικοί, νιοὶ καὶ γέροι. Τὰ μαγαζιά τους, εἴχανε καπάντζες, κι ἤτανε καθαρά, νοικοκυρεμένα, καὶ συχνάζανε σὲ δαῦτα ἀνθρῶποι θρῆσκοι καὶ ἥσυχοι, ποὺ περνούσανε δίπλα σου δίχως νὰ τοὺς καταλάβεις. Μπροστὰ στὴν καπάντζα εἴχανε σοφᾶδες καὶ ράβανε καθισμένοι σταυροπόδι, μὲ βγαλμένα τὰ παπούτσια, μὲ τὰ τσουράπια. Μ᾿ ἕναν λόγο, ἤτανε ἀληθινὰ «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα», ὅπως τό ῾λεγε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός.
Σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Περπατοῦσε σκυφτὸς μὲ τὰ χέρια του σταυρωμένα, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ φανέρωνε τὴν πραότητα. Γεροντάκι ἀδύνατο, «καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη», μὲ φτωχικὰ ροῦχα καθαρότατα, πάντα κουμπωμένος, μ᾿ ἕνα στενὸ ζουνάρι στὴ μέση του. Τὰ καλάμια τῶν ποδαριῶν του ἤτανε ψιλὰ ὅπως τοῦ πουλιοῦ. Περπατοῦσε σκυφτὸς καὶ μαζεμένος, σὰ φοβισμένος κι ἀνετριχιασμένος, καὶ κοιτοῦσε στὴ γῆς, καὶ μουρμούριζε ὁλοένα ρητὰ ἁγιασμένα καὶ λόγια ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι.
Καθότανε σ᾿ ἕνα παλιὸ σπίτι στὸν ἀπάνω μαχαλᾶ, στὸν ἅγιο Βασίλη. Ἔψελνε τὴν Κυριακὴ σὲ μία μικρὴ ἐκκλησιὰ παράμερη.
Ἂν λάχαινε νὰ πάγει σ᾿ ἕνα μέρος καὶ λέγανε λόγια φωναχτὰ καὶ θυμωμένα, ἔφευγε δίχως νὰ τὸν καταλάβει κανένας. Εἰρηνοποιός, βλογημένος ἄνθρωπος.
Μία φορὰ ἔβρεξε, καὶ κάποιος τὸν ρώτηξε «Μπάρμπα Στυλιανέ, εἶναι καλὴ ἡ βροχὴ γιὰ νὰ γεννήματα;» καὶ κεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε «Τωόντις, παιδί μου, εἶναι πολὺ ὠφέλιμη, δόξα σοι ὁ Θεός. Εἰρηνικὸς ὑετός!»
Τὴ μεγάλη Τρίτη ἔψελνε μὲ κατάνυξη τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τό ῾ψαλε, ἅμα ἀπόλυσε ἡ ἐκκλησιὰ καὶ βγήκανε ἔξω, ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς τράβηξε στὸ σπίτι του μαζὶ μ᾿ ἕναν φίλο του γέρο θεοφοβούμενο, καὶ κεῖνος τοῦ ῾πε «Κὺρ Στέλιο, εὖγε! Φέτος τό ῾ψαλες ἐξαίσια». Ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς δάκρυσε καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς ἀξίωσε καὶ φέτος νὰ τὸ ψάλλουμε. Κατανυκτικὰ τὸ εἴπαμε. Μερικοὶ ἐδάκρυσαν».
Ὁ καημένος ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Θεὸς σχωρέσ᾿ τον.
Ψυχὲς ἁγιασμένες, ποὺ σᾶς λερώνουνε τ᾿ ἁμαρτωλὰ τὰ χείλια μας! Ὦ ταπείνωση, ποὺ στόλιζες τὸ γένος μας σὲ καιροὺς βασανισμένους! Πῶς μίσεψες ἀπὸ μᾶς κι ἀσκημίσαμε, καὶ γενήκαμε δαιμονόψυχοι, ἐγωιστές, κι ἀδιάντροποι, στολισμένοι μὲ τὴ μαύρη στολὴ τοῦ Σατανᾶ!
Ἄνθρωπε ἄμυαλε, τί τρέχεις σὰν τρελὸς ξοπίσω ἀπὸ ἴσκιους; Ζῆσε μὲ ἁπλότητα. Γίνε σὰ μέρμηγκας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ τότες θὰ νοιώσεις τὴ θερμὴ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ σὲ ζεστάνει.
Φώτης Κόντογλου
Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΔΙΑΒΑΤΕΣ

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ!

Συνολικές προβολές σελίδας

FeedBurner FeedCount