Έμενε σε ένα σπιτάκι στον κεντρικό μαχαλά του χωριού.
Το καλοκαίρι στην αυλή σε κάτι τρύπια και σκουριασμένα γκαζοτενενέδια φυτεμένες ματζουράνες, σκουλαρίκια και βασιλικοί. Το χειμώνα μια ετοιμόροπη, λειψή, τρακάδα ξύλα και κόζες για προσάναμμα. Είχε όμως το νοικοκυριό της, αλλά κανείς δεν πήγε να τον φιλέψει. Χειμώνα- καλοκαίρι άπλωνε στο φράχτη μπουγάδες, που όλοι περιγελούσαν και τσιόλια να λιαστούν.
Ο κόσμος δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε μαζί της και δεν μπαινοέβγαινε στο σπίτι. Έλεγαν πως ήταν βρώμικο και ακατάστατο. Ούτε και τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα δεν περνούσαν από την πόρτα της. Οι γειτόνισσες την απέφευγαν. Είχε μεγάλη γλώσσα λέγαν κι έσουρνε πολλά. Πολλές φορές ακούγονταν φασαρίες και καυγάδες τρικούβερτοι, όταν έβλεπε τα παλούκια από τον φράχτη να έχουν αλλάξει θέση. Κι επειδή γυρνούσε συνέχεια στους δρόμους στο χωριό, έβλεπε κι ήξερε πολλά, αυτά τα «κοινά μυστικά», τα «κρυφά» κι ανομολόγητα, που υπάρχουν παντού, δε χαρίζονταν σε κανέναν που το ‘παιζε τίμιος και ηθικός. Όμως αν την πείραζαν ή την ενοχλούσαν καταριόταν. Και όλοι φοβούνταν την κατάρα από την λειψόμυαλη. Ήταν όμως και κάποιοι που την συμπονούσαν, «Ψυχούλα κι αυτή....»
Κάποτε είπαν κάποιοι συγγενείς πως ίσως έπρεπε να παντρευτεί. Να συμμαζέψει κανέναν ανθρωπάκο, να συμμαζευτεί κι αυτή. Το ‘θελε και η ίδια, σαν κρυφό καημό το έλεγε, όταν έβλεπε τα κορίτσια του χωριού να παντρεύονται. Καλεσμένη και τις πιο πολλές φορές ακάλεστη πήγαινε στα προικιά και για να δει το γάμο σαν κορίτσι που ήταν κι αυτή. Γιατί όλες οι ανύπαντρες, όσο χρονών κι αν είναι, πάντα κορίτσια τις λένε . Και πόσο χαίρονταν άμα της έλεγε κανείς «Και στα θ’κα σ’!» Μιας κι αυτήν δεν ήταν μικρή, της έκαναν προξενιό τον «Βλάχο», ένα γεροντοπαλίκαρο που χείμαζε στα πεδινά και τον ήξεραν τ’ ανήψια της. Δεν ξέρω αν έβγαλε τα προικιά της, αν κάλεσε κόσμο στο γάμο της, αλλά κι αν καλούσε ποιος θα πήγαινε τάχα.
Μετά το γάμο άλλαξαν κάποια πράγματα στο μικρό σπιτάκι. Ήταν πιο συμμαζεμένο. Πάντα λουλούδια στις γκάζες το καλοκαίρι και το χειμώνα μια μεγάλη τρακάδα απέξω κι η σόμπα να καπνίζει. Πλέον την καλούσαν στους γάμους μαζί με τον άντρα της. Και στα γλέντια στα πανηγύρια που πριν δεν πήγαινε, τώρα πρώτη με τον «Βλάχο». Μόνο που και πάλι ελάχιστοι κάθονταν μαζί τους. Σε ένα πανηγύρι της Παναγίας σηκώθηκε μόνη αυτή μαζί με το «Βλάχο» κι ο ένας έσερνε το χορό κι ο άλλος τον κρατούσε. Τσάμικο από εκείνα τα αργά.
Τη συναντούσα κάθε φορά που θα πηγαίναμε στο χωριό από μικρό παιδί κι είχα μάθει να τη χαιρετάω, όπως πρέπει να χαιρετάς τον καθένα στο χωριό. Ένα καλοκαίρι, τον Αύγουστο, είχα κανονίσει με τον θείο μου τον Κώστα, να πάμε στην Παναγία τη Σπηλιά. Άλλο μέσο δεν είχαμε κι είπαμε να πάρουμε το ταξί, που και τον δρόμο ήξερε ο ταξιτζής και πήγαινε συνέχεια εκείνο τον καιρό. Αλλά ήμασταν μόνο δυο. Ο ταξιτζής μας είπε διστακτικά πως ήθελε κι η Π. με τον «Βλάχο» να πάνε. Ήξερε πως μάλλον δεν θα ‘θελε κανείς να ταξιδέψει μαζί τους κοντά τέσσερις ώρες και βάλε ώρες στα Άγραφα.
Αλλά και τι θα μας πείραζαν οι άνθρωποι; «Θα πάμε όλοι μαζί».
«Ωραία παρέα θα ‘χετε!» μας έλεγαν όσοι το άκουσαν και κουνούσαν το κεφάλι. «Άντε, κι όταν γυρίσετε να μας πείτε πως τα περάσατε»....
Πήγαμε και μια χαρά περάσαμε. Μπροστά ο «Βλάχος» με την γκλίτσα καμάρωνε και πίσω εμείς οι τρεις. Στο δρόμο ιστορίες από το χωριό και άλλες κουβέντες πολλές. Πολλά άκουσα κι έμαθα, και άλλα που ούτε καν φανταζόμουν. Δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε. Ούτε και πως γυρίσαμε την άλλη μέρα.
Μετά από λίγα χρόνια πέθανε ο «Βλάχος». Τον κράτησε σα χήρα φορώντας τα μαύρα και μ’ όλα τα έθιμα.
Άρχισε πάλι το σπιτάκι να θυμίζει την παλιά εικόνα. Μόνο που τώρα καταλάβαινες πιο έντονα μια παραίτηση απ’ όλα και μια εγκατάλειψη. Τα παλούκια από τον φράχτη άρχισαν να κουνιούνται και πάλι. Αλλά αυτή τη φορά όλο και κάποιος της πήγαινε ένα πιάτο φαΐ κι ένα κομμάτι πίτα. Μάλλον είχε αρχίσει να το χάνει. Άρχισε να γυρνάει πάλι όλη μέρα γύρω στο χωριό, αλλά τα πόδια δεν τη βαστούσαν. Πολλές φορές γλύστραγε, έπεφτε στην άκρη του δρόμου μέχρι να βρεθεί κανένας να τη σηκώσει.
Στο τηλέφωνο μια μέρα μαζί με τα άλλα νέα από το χωριό μάθαμε πως έφυγε για τα ψηλά , να συναντήσει τον «Βλάχο» και να βλέπει καλύτερα το χωριό από ‘κει πάνω.
Στο νεκροταφείο του χωριού, πιο κάτω από τα μαρμάρινα, κάτασπρα και περιποιημένα μνήματα, σε μιαν άκρη ήταν κι ένας τάφος φραγμένος με ξύλινο φράχτη, χορταριασμένος. Στον ξύλινο σταυρό ίσα και που διάβαζες το όνομα.
Αυτή τη φορά τον φράχτη δεν τον πείραζε κανένας.
Όσες φορές πήγαινα για να συναντήσω αυτούς που φύγαν, άναβα πάντα και στην Π. ένα κεράκι.
Μέχρι που έπαψε να υπάρχει κι εκεί.