Πώς να μιλήσει κανείς για την εφηβεία; Πώς να μιλήσει κανείς για την τρέλα; Η εφηβεία, όπως και η τρέλα, είναι μεταιχμιακές καταστάσεις. Πώς να μιλήσεις γι’ αυτές μέσα από μια γλώσσα κατασταλαγμένη, δεδομένη, τακτο-ποιημένη; Από την άλλη, αν αφήσεις την εφηβεία να μιλήσει για τον εαυτό της, ή την τρέλα αντίστοιχα, κινδυνεύεις να πέσεις στο παραλήρημα, στο κενό, στο άγχος που ενυπάρχει. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει η Τατιάνα Αβέρωφ σε τούτο το τέταρτο πεζογραφικό της έργο, το οποίο συνιστά ταυτόχρονα μια τομή στη μέχρι σήμερα δουλειά της.
Ήρωας του βιβλίου είναι ένας 16χρονος, ο οποίος με το ψευδώνυμο «Θράσος» ξανοίγεται σε διαδικτυακές περιπέτειες, υιοθετώντας την ταυτότητα ενός 26χρονου δικηγόρου, απελευθερωμένου, αυτοδημιούργητου. Απέναντί του, στην άλλη πλευρά του διαδικτυακού χάους, εμφανίζεται κάποια «Μαριάννα», «φοιτήτρια», «όμορφη», αγνώστων λοιπών στοιχείων. Έτσι, ένας παράξενος διαδικτυακός εφηβικός έρωτας ξεκινάει, με όλη την ανασφάλεια, τα σκιρτήματα, τη θολούρα της ηλικίας – συν την αβεβαιότητα για την ταυτότητα του άλλου που δημιουργεί το ίδιο το μέσο.
Γύρω του, μια οικογενειακή γαλήνη που τρίζει, ένας παππούς που δοκιμάζει τις αντοχές του, διδάσκοντάς τον δίχως ο «Θράσος» να το αντιλαμβάνεται, και βεβαίως η ευαίσθητη φιλόλογός του, η κυρία Μαυρίδου, που τον καθοδηγεί με κινήσεις προσεκτικές, του ανοίγει πόρτες, του κάνει ενέσεις αυτοπεποίθησης. Υπάρχει βέβαια και ο οικογενειακός σκύλος, ο Πούτσι, στην κυριολεξία ο καλύτερος φίλος του, αλλά και ο Κλάξος, ο συμμαθητής-πρότυπο στα ανδραγαθήματα και στις ερωτικές επιδόσεις, ο μύθος του οποίου σύντομα θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
«Όλα περνάνε και χάνονται»
Η Αβέρωφ θεματοποιεί τη νέα επικοινωνιακή συνθήκη του διαδικτύου και των νέων μέσων, με όλα όσα φέρει μαζί της: Τις ρευστές, επινοημένες ταυτότητες, την κρυπτονυμία, την ανωνυμία, τις εύκολες γνωριμίες, τα αμήχανα ραντεβού στα τυφλά, τις αποκαλύψεις. Αλλά και την τόσο ιδιαίτερη ψυχολογία ενός αναγνωρίσιμου εφήβου, που μεταπηδά από τον αυτοθαυμασμό στις αυτολύπηση από τη μια στιγμή στην άλλη. Γλώσσα κοφτή, σπαρταριστή, ασθματική, νεανική χωρίς υπερβολές, που καταφέρνει να είναι άμεση και καυστική, δίχως να εκπίπτει στον μιμητισμό ή σε μεγαλίστικες υπερβολές. Χρησιμοποιεί τη μορφή της ημερολογιακής καταγραφής, παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις του ήρωά της μέρα τη μέρα, καθώς επιχειρεί το άλμα του πάνω από τα κενά μιας γεμάτης αβεβαιότητες ενηλικίωσης.
Το νέο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ εκπλήσσει με τη θεματολογία του και τους εκφραστικούς του χυμούς. Είναι σύγχρονο, συγχρονισμένο, παιχνιδιάρικο. Έχει ρυθμούς, χυμούς, πετάγματα. Χωρίς διδακτισμούς και αχρείαστους συναισθηματισμούς, μας δίνει μια από τις πιο πειστικές εκδοχές της εφηβείας που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Απόσπασμα
«Θα της πω πως είμαι ο μικρός μου αδελφός. Ναι, πως κάτι μου έτυχε κι έστειλα εμένα στη θέση μου, για να μην τη στήσω. Πως χάλασε όμως και ο υπολογιστής θα πρέπει να της πω, γι’ αυτό δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω. […] Και θα την κεράσω καφέ, ουίσκι, γλυκό – ό,τι τραβάει η όρεξή της, εντολή του Θράσου θα της πω, για να ζητήσει συγνώμη και να της πει πόσο λυπάται που δεν είναι εδώ μαζί της. Και θα μου χαρίσει ένα χαμόγελο και θα καθίσουμε σ’ ένα σεπαρέ και θα ‘χω λίγη ώρα μαζί της να τη γοητεύσω, και να την κλέψω από τον αδελφό μου, που είναι πολυάσχολος έτσι κι αλλιώς, καλό παιδί αλλά μονόχνοτος, στα δικαστήρια όλη μέρα και κολλημένος σ’ έναν υπολογιστή, δεν προλαβαίνει να ζήσει τη ζωή του, ενώ εγώ…» (σ. 40)
Ήρωας του βιβλίου είναι ένας 16χρονος, ο οποίος με το ψευδώνυμο «Θράσος» ξανοίγεται σε διαδικτυακές περιπέτειες, υιοθετώντας την ταυτότητα ενός 26χρονου δικηγόρου, απελευθερωμένου, αυτοδημιούργητου. Απέναντί του, στην άλλη πλευρά του διαδικτυακού χάους, εμφανίζεται κάποια «Μαριάννα», «φοιτήτρια», «όμορφη», αγνώστων λοιπών στοιχείων. Έτσι, ένας παράξενος διαδικτυακός εφηβικός έρωτας ξεκινάει, με όλη την ανασφάλεια, τα σκιρτήματα, τη θολούρα της ηλικίας – συν την αβεβαιότητα για την ταυτότητα του άλλου που δημιουργεί το ίδιο το μέσο.
Γύρω του, μια οικογενειακή γαλήνη που τρίζει, ένας παππούς που δοκιμάζει τις αντοχές του, διδάσκοντάς τον δίχως ο «Θράσος» να το αντιλαμβάνεται, και βεβαίως η ευαίσθητη φιλόλογός του, η κυρία Μαυρίδου, που τον καθοδηγεί με κινήσεις προσεκτικές, του ανοίγει πόρτες, του κάνει ενέσεις αυτοπεποίθησης. Υπάρχει βέβαια και ο οικογενειακός σκύλος, ο Πούτσι, στην κυριολεξία ο καλύτερος φίλος του, αλλά και ο Κλάξος, ο συμμαθητής-πρότυπο στα ανδραγαθήματα και στις ερωτικές επιδόσεις, ο μύθος του οποίου σύντομα θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
«Όλα περνάνε και χάνονται»
Η Αβέρωφ θεματοποιεί τη νέα επικοινωνιακή συνθήκη του διαδικτύου και των νέων μέσων, με όλα όσα φέρει μαζί της: Τις ρευστές, επινοημένες ταυτότητες, την κρυπτονυμία, την ανωνυμία, τις εύκολες γνωριμίες, τα αμήχανα ραντεβού στα τυφλά, τις αποκαλύψεις. Αλλά και την τόσο ιδιαίτερη ψυχολογία ενός αναγνωρίσιμου εφήβου, που μεταπηδά από τον αυτοθαυμασμό στις αυτολύπηση από τη μια στιγμή στην άλλη. Γλώσσα κοφτή, σπαρταριστή, ασθματική, νεανική χωρίς υπερβολές, που καταφέρνει να είναι άμεση και καυστική, δίχως να εκπίπτει στον μιμητισμό ή σε μεγαλίστικες υπερβολές. Χρησιμοποιεί τη μορφή της ημερολογιακής καταγραφής, παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις του ήρωά της μέρα τη μέρα, καθώς επιχειρεί το άλμα του πάνω από τα κενά μιας γεμάτης αβεβαιότητες ενηλικίωσης.
Το νέο βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ εκπλήσσει με τη θεματολογία του και τους εκφραστικούς του χυμούς. Είναι σύγχρονο, συγχρονισμένο, παιχνιδιάρικο. Έχει ρυθμούς, χυμούς, πετάγματα. Χωρίς διδακτισμούς και αχρείαστους συναισθηματισμούς, μας δίνει μια από τις πιο πειστικές εκδοχές της εφηβείας που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
Απόσπασμα
«Θα της πω πως είμαι ο μικρός μου αδελφός. Ναι, πως κάτι μου έτυχε κι έστειλα εμένα στη θέση μου, για να μην τη στήσω. Πως χάλασε όμως και ο υπολογιστής θα πρέπει να της πω, γι’ αυτό δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω. […] Και θα την κεράσω καφέ, ουίσκι, γλυκό – ό,τι τραβάει η όρεξή της, εντολή του Θράσου θα της πω, για να ζητήσει συγνώμη και να της πει πόσο λυπάται που δεν είναι εδώ μαζί της. Και θα μου χαρίσει ένα χαμόγελο και θα καθίσουμε σ’ ένα σεπαρέ και θα ‘χω λίγη ώρα μαζί της να τη γοητεύσω, και να την κλέψω από τον αδελφό μου, που είναι πολυάσχολος έτσι κι αλλιώς, καλό παιδί αλλά μονόχνοτος, στα δικαστήρια όλη μέρα και κολλημένος σ’ έναν υπολογιστή, δεν προλαβαίνει να ζήσει τη ζωή του, ενώ εγώ…» (σ. 40)