Ο «Σφυροδρέπανος» είναι πλέον ο επίτιμος
προσκεκλημένος των εκδηλώσεων παρουσιάσεων του «Αγνωστου Βάρναλη». Τον κέρδισε
τον τίτλο με την παρουσία του σε μια ακόμη εκδήλωση. Στη Θεσσαλονίκη. Ηταν η τρίτη που παρακολούθησε. Και μας έδωσε
ένα ακόμη πολύ καλό ρεπορτάζ και από αυτή την εκδήλωση το οποίο και
αναδημοσιεύουμε. Εχει μια ιδιαίτερη
σχέση και επικοινωνία με τον Βάρναλη. Φαίνεται και στις αναρτήσεις του.
Αυτός που έκανε τον κομμουνισμό ποίηση
Τις
προάλλες η κε του μπλοκ βρέθηκε στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης για να
παρακολουθήσει την παρουσίαση του «άγνωστου βάρναλη» -που δε μας είναι πλέον
και τόσο άγνωστος μετά από την ανάγνωση του βιβλίου του ηρακλή κακαβάνη και από
τόσες παρουσιάσεις του. Εδώ θα επιχειρήσω μια επιλεκτική παρουσίαση βασικών
σημείων και στιγμιότυπων της εκδήλωσης, προσπαθώντας στο μέτρο του δυνατού να
μη διαστρεβλώσω το περιεχόμενο των εισηγήσεων –είτε λόγω κακής δικής μου
πρόσληψης, είτε λόγω βιαστικών σημειώσεων που αλλοιώνουν το νόημα.
Την
εκδήλωση άνοιξε μια ζωντανή θεατρική αναπαράσταση της κατάθεσης του βάρναλη στη
δίκη του λουντέμη, με την αίθουσα εκδηλώσεων να μετατρέπεται προσωρινά σε
αίθουσα δικαστηρίου και το κοινό να απολαμβάνει την περήφανη στάση του ποιητή
απέναντι στους δικαστές. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης υπήρχε επίσης
καλλιτεχνικό πρόγραμμα με απαγγελίες και μελοποιημένα ποιήματα του βάρναλη,
καθώς κι ένα τετράλεπτο βιντεάκι από την κηδεία του ποιητή, το δεκέμβρη του 74’, που τα αναφέρω εκτός
χρονικής σειράς, χωρίς περαιτέρω ανάλυση, για να δώσω βάρος στις εισηγήσεις.
|
Η θεατρικη αναπαρασταση της καταθεσης του Βαρναλη στη δικη του Λουντεμη |
|
Στο
άνοιγμά του ο δημοσιογράφος απόστολος λυκεσάς, που εκτελούσε χρέη συντονιστή,
είπε πως ο βάρναλης έλεγε θαρρετά τη γνώμη του και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για
δημόσιες σχέσεις –πού και να ζούσε σήμερα…
συμπλήρωσε με νόημα. Μας διάβασε το καθόλα επίκαιρο ποίημα «η προσευχή του
ταπεινού», όπου μέσα από την παρωδία του ζαχαρία παπαντωνίου (ή καρχαρία
παπαφαταούλα, όπως αναφέρεται στο ποίημα), ασκείται καυστική κριτική σε όσους
έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να σιτίζονται από το δημόσιο ταμείο. Και είπε
ότι στο βιβλίο του κακαβάνη μας μιλάει περισσότερο ο ίδιος ο ποιητής, παρά ο
μελετητής του, κάτι που μας βοηθά να «ανασύρουμε» τον άγνωστο βάρναλη στην επιφάνεια.
Ακολούθησε
η εισήγηση της τεμεκενίδου, που έκανε μια εξαντλητική επισκόπηση των
περιεχομένων του βιβλίου και κάποιων βιογραφικών στοιχείων του ποιητή. Κι
αμέσως μετά ο ηθοποιός καλατζόπουλος, που αν δεν κάνω λάθος είναι και ιδρυτικό
μέλος του κκυ, της κίνησης για την
κριτική υποστήριξη του κουκουέ. Ο καλατζόπουλος έκανε αρχικά μια βιωματική
τοποθέτηση για την πρώτη του επαφή με το έργο του βάρναλη μέσα από το βιβλία
του καζάντζα, ενός εκδότη-πλασιέ, που είχε αντιληφθεί πολύ καλά πως αυτοί που
κατεξοχήν διάβαζαν ήταν αριστεροί και τους έπειθε να αγοράζουν με δόσεις με το
ακαταμάχητο επιχείρημα: πεθαίνεις-χάνω,
πεθαίνω-κερδίζεις.
Ο
καλατζόπουλος διάβαζε από τα μικράτα του στο θέατρο –όπου η παρουσία ενός
ανθρώπου της εδα ήτανε κάτι σαν θεσμός- μαρξιστικά και λογοτεχνικά βιβλία, και
συναντούσε αρκετές άγνωστες λέξεις (η σημερινή γενιά ίσως να είχε πολύ
περισσότερες) που τον παίδευαν αλλά του άνοιγαν τους ορίζοντες. Θεωρούσε λοιπόν
ότι γνώριζε πολύ καλά το βάρναλη, μέχρι που διάβασε το βιβλίο του ηρακλή και
κατάλαβε πόσο άγνωστος του ήταν στην πραγματικότητα.
Κι αυτό
ακριβώς είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του «άγνωστου βάρναλη», που μπορεί να
διαβαστεί σε πολλά επίπεδα: για να περάσει ευχάριστα η ώρα, να βγάλουμε
συμπεράσματα για το σήμερα, ή να μάθουμε απλώς περισσότερα για έναν ποιητή που
αγαπούσε πολύ τη ζωή και γι’ αυτό μπορούσε να θυσιάσει τη δική του –όπως όλοι
οι κομμουνιστές- για την ίδια τη Ζωή, συνολικά.
Ο
βάρναλης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση που –όπως κι ο καζαντζάκης ή ο
σικελιανός- δε βρήκε τον κομμουνισμό ως έτοιμη ιδεολογία, αλλά ζυμώθηκε με τις
ιδέες του και τις ασπάστηκε 40άρης σχεδόν, για να παραμείνει έκτοτε συνεπής και
να ζήσει το κόμμα σε όλες τις ιστορικές περιόδους και τις διακυμάνσεις του. Κι
αυτό αποδεικνύει πως δεν πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί και να βγάζουμε εύκολα
συμπεράσματα. Και σε ένα γενικότερο επίπεδο πως το κκε έχει «δράκου ρίζα»,
συνεχίζοντας μέχρι σήμερα τη δράση του.
Κλείνοντας
ο καλατζόπουλος αναρωτήθηκε γιατί δεν έχουμε σήμερα ένα βάρναλη –παρά τους
πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς· φταίει μήπως το κακό το
ριζικό μας; Και ανέτρεξε για την απάντηση στον οδηγητή, το πασίγνωστο βαρναλικό
ποίημα, που είχε απαγγείλει κι ο ίδιος κάποτε σαν παιδί σε μια γιορτή των
τυπογράφων –κάτι που ήταν αρκετό για να βαρύνει τον αστυνομικό του φάκελο.
Ο
βάρναλης λοιπόν δεν ήταν σπορά της τύχης, αλλά τέκνο της ανάγκης και ώριμο
τέκνο της οργής. Σήμερα η ανάγκη υπάρχει, αλλά δεν έχει ωριμάσει ακόμα η οργή
μας.
Εν
συνεχεία διαβάστηκε το μήνυμα του χουρμουζιάδη, που δυστυχώς δε μπόρεσε να
παραβρεθεί στην εκδηλωση. Σε αυτό ο καθηγητής έλεγε ότι τα βιβλία δεν
παρουσιάζονται, αλλά διαβάζονται. Το βιβλίο του ηρακλή όμως, αξίζει και τα δύο.
Γιατί δε μελετά το βάρναλη μόνο ως ποιητή, αλλά κι ως άνθρωπο, με συγκεκριμένη
άποψη. Και τον καθιστά δικό μας, ποιητή της ζωής μας, χωρίς δυσνόητες αναλύσεις
ειδικών, που τελικά μας απομακρύνουν αντί να μας εξοικειώνουν με το αντικείμενό
τους.
Από την
τοποθέτηση του γιώργου σαρρή, ξεχώρισα την ιστορία με μια ορεσίβια γυναίκα που
είχε ζήσει όλα τα χρόνια στο βουνό και είδε σε μεγάλη ηλικία τη θάλασσα, αναφωνώντας
με θαυμασμό: πω-πω μπλιε νερό. Και
τον παραλληλισμό με την ποίηση του βάρναλη, που είναι μια θάλασσα στην οποία
πρέπει να κολυμπήσεις για να καταλάβεις το βάθος της.
Η πιο
ενδιαφέρουσα εισήγηση πάντως ήταν αυτή του περικλή –κι αυτό πιστεύω είναι
αντικειμενικό, ανεξάρτητα από την προσωπική μου γνωριμία με το σοβιετικό κυριούλη.
Με κίνδυνο λοιπόν να την αδικήσω, θα προσπαθήσω να αναπαράγω επιλεκτικά κάποια
βασικά της σημεία.
Ο
περικλής ξεκίνησε με κάποια εισαγωγικά στοιχεία για την επαναστατική τέχνη και
τη συνείδηση. Όρισε την τέχνη ως διαγενεακή επικοινωνία μέσω αισθητικών μορφών
και τα κλασικά έργα ως αυτά που έχουν διαχρονική σημασία κι αναδεικνύουν τα
θεμελιώδη στοιχεία της εποχής τους –γιατί ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν περιορίζεται
απλώς στην καταγραφή του υπαρκτού. Και ο βάρναλης το κάνει με έναν αισθητικά
άρτιο τρόπο, σαν τεχνίτης του λόγου, που πολεμά με όσα μέσα διαθέτει, το
λυρισμό, τη διεισδυτική ματιά, ενίοτε και την ειρωνεία.
Ο
βάρναλης είναι ο πρωτόκλητος ποιητής της επανάστασης και τα έργα του αποτελούν
μανιφέστα του ιστορικού υλισμού. Η περίπτωσή του είναι μοναδική, γιατί το άστρο
του γεννιέται ενώ ο αστικός κόσμος εξαντλεί τον προοδευτικό του ρόλο και πολλοί
καλλιτέχνες διαισθάνονται την παρακμή του, χωρίς να μπορούν να βρουν τη
διέξοδο. Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: επειδή ανατέλλει στην πιο σφριγηλή
στιγμή του κομμουνιστικού κινήματος, σε αντίθεση με κάποιους μεταγενέστερους ποιητές της ήττας ή άλλους που
συνδέθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιες προβληματικές πτυχές της
ιστορικής διαδρομής του κινήματος.
Γι’ αυτό
καταφέρνει να μας πάει πολύ μακριά, όσο δε μας πήγε κανείς άλλος, και να
μιλήσει για αυτά που οι άλλοι κοιτούσαν αλλά δεν έβλεπαν.
Αναδεικνύει
τις πτυχές που δε μπορούσε να δει ο λαός και τον συμπονά, χωρίς να τον
κολακεύει. Αντιμάχεται τα «ιδεολογικά φαντάσματα» που τον κατατρύχουν και την
ψευδή συνείδηση που αναπτύσσει. Κρατά οξυδερκή στάση απέναντι στη θρησκεία, κατανοώντας
ότι είναι προϊόν της αδυναμίας και της απελπισίας του λαού κι ότι η ηλικία της
αντιστοιχεί στην ηλικία όλων των ταξικών κοινωνιών. Φέρεται με τρυφερότητα στα
χριστιανικά σύμβολα, γιατί ως μαρξιστής καταλαβαίνει ότι είναι ανθρώπινα
σύμβολα (το θείο δράμα πχ δεν είναι άλλο παρά το δράμα του ανθρώπου και η βαθιά
του επιθυμία να λυτρωθεί) και σέβεται το λαό που τα γέννησε. Αντιστοίχως
διατηρεί μοναδική συνέπεια και στο ζήτημα του έθνους.
Στέκεται
απέναντι στον κομφορμισμό των διανοούμενων, που καταφεύγουν σε ωραία αφηρημένα
ιδανικά και φανταστικούς κόσμους, με λέξεις κούφιες χωρίς σημασία. Καταπολεμά
τις ψευδαισθήσεις περί ουδετερότητας του καλλιτέχνη, που μπορεί να αρθεί τάχα
πάνω από τις πραγματικές αντιθέσεις. Παραμένει ιστορικά αισιόδοξος ως προς την
κοινωνική προοπτική και την αναδεικνύει στο έργο του. Την περιγράφει ως ένα
καθολικό, πανανθρώπινο ιδανικό και την υψώνει στο επίπεδο της συνειδητής
ανάγκης. Σε τελική ανάλυση κρατά ζωντανούς με την ποίησή του τους λογαριασμούς
που άνοιξε ο εικοστός αιώνας, και γι’ αυτό το έργο του ανήκει στο μέλλον.
Προς το
τέλος έλαβε χώρα ίσως η πιο συγκινητική στιγμή της εκδήλωσης, με τον χαράκτη
γιώργο φαρσακίδη να μη μας διαβάζει δυστυχώς, λόγω της συστολής του, αυτό που
είχε ετοιμάσει για την περίσταση, αλλά να διηγείται από μνήμης ένα περιστατικό
από τη μακρόνησο –που έδενε με την εξορία του βάρναλη- με τις προετοιμασίες των
κρατούμενων για τις γιορτές των χριστουγέννων και έναν ανθρωποφύλακα με το
προσωνύμιο βαν φλιτ να συλλαμβάνει
τελικά τη φάτνη των αλόγων, χωρίς κανένα
λόγον, για να ματαιώσει τον εορτασμό.
Το
κλείσιμο έγινε από τον ηρακλή, που μεταξύ άλλων στάθηκε στην προσφώνηση του
βάρναλη από το λαό ως δασκάλου ή μπαρμπα-κώστα, που σημαίνει πως τον
θεωρούσε δικό του άνθρωπο και οικείο όσο κανέναν άλλο. Ενώ σημείωσε πως ο
βάρναλης έψαξε απαντήσεις στην εποχή του και τις βρήκε, κάνοντας τον
κομμουνισμό ποίηση.
Κι αυτή ήταν μάλλον η φράση
που συμπύκνωσε καλύτερα όσα είδαμε και κρατήσαμε φεύγοντας από τον χώρο της
εκδήλωσης.
|
Αποψη απο την καταμεστη αιθουσα εκδηλωσεων της Δημοτικης Βιβλιοθηκης |