Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

The Mamie Van Doren story

Γεννήθηκε το 1931 ως Joan Lucille Olander (αγγλο-σουηδικο-γερμανικής καταγωγής) στη μικρή πόλη της Rowena στη Νότια Ντακότα. Από μικρή έφηβη άρχισε να κάνει φωτογραφίσεις σαν μοντέλο και άρχισε να συνδέεται με γνωστούς φωτογράφους και ανθρώπους της show business

Το 1951, τράβηξε την προσοχή του διάσημου Περουβιανού ζωγράφου Alberto Vargas και πόζαρε γι’ αυτόν. Έγινε ένα δημοφιλές μοντέλο και έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία "Footlight Varieties" του 1951, με πρωταγωνιστή τον Jack Parr και το 1953 είχε ήδη υπογράψει  συμβόλαιο με την Universal. Η Mamie Van Doren ήταν ήδη στο δρόμο για τον κόσμο της show business (το νέο όνομα της το διάλεξε από την σύζυγο του Dwight Eisenhower, Mamie, και από τον Mark Van Doren, που είχε γίνει διασημότητα σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές Quiz.)

Όταν ήτα 22 ετών της ήρθε ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος στην low budget ταινία "Running Wild".  Αυτή ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που έκανε το Χόλιγουντ για την ατίθαση νεολαία και την αναδυόμενη rock 'n' roll κουλτούρα. Στο soundtrack υπήρχε το "Razzle Dazzle" από τον Bill Haley και τους κομήτες του. Η ταινία βγήκε μαζί με το "Tarantula" το 1955 (σε ένα μικρό ρόλο βλέπουμε τον Clint Eastwood!). 

Την ίδια χρονιά (1955), παντρεύτηκε τον μουσικό Ray Anthony (υπήρξε μέλος της ορχήστρας του Glenn Miller στην φώτο με την Μέρλιν Μονρόε). Τώρα άρχισε να προβάλλεται από περιοδικά για ταινίες και δημοφιλή σκανδαλοθηρικά περιοδικά. Τελείωσε τη θητεία της στην Universal με τις ταινίες "Star In The Dust" και "Jet Pilot"
Το 1957, εμφανίστηκε στο "The Girl In Black Stockings", με τους Lex Barker και Anne Bancroft, αλλά ήταν η σέξι εμφάνιση της Mamie που έκλεψε την παράσταση.
Το 1957, εμφανίστηκε στην θρυλική εφηβική ταινία της Warner Bros "Untamed Youth" ("Αδάμαστη Νεολαία").  Η ταινία τα είχε όλα. Σεξ, βία, διαφθορά και rock 'n' roll. Τι περισσότερο θα μπορούσατε να ζητήσετε; Η Mamie οδηγείται σε μία διεφθαρμένη αγροτική φυλακή (γιατί έκανε ωτοστόπ)! 


Στο "Αδάμαστη νεολαία" η Mamie έφτιαξε την εικόνα της. Ο Eddie Cochran (που εμφανίζεται στα μουσικά διαλείμματα της ταινίας) πήγαινε στο σπίτι της πολλές φορές και της έγραφε rock 'n' roll τραγούδια.


Το 1958 πήρε τον πρώτο «μεγάλο» ρόλο της στην ταινία "Teacher's Pet", όπου έπαιζαν και οι Κλαρκ Γκέιμπλ και Ντόρις Ντέι. Είναι σε αυτήν την ταινία που η Mamie τραγουδάει το "I'm The Girl Who Invented Rock 'n' Roll" σε ένα άθλιο νυχτερινό κέντρο. Τραγουδά επίσης το "Teacher's Pet Mambo" και το "Teacher's Pet"

Επίσης το 1958, Mamie συνεργάστηκε με τον Albert Zugsmith, που ήταν μορφή στον χώρο των B-movies ο οποίος της υποσχέθηκε να την βάζει στις ταινίες του. Πρώτα ήρθε το κλασικό πλέον «High School Confidential», και ακολούθησε το "Guns, Girls and Gangsters".
Τώρα η Mamie Van Doren ήταν ένα γνωστό όνομα, οι φωτογραφίες της πήγαιναν και έρχονταν, αλλά η Mamie άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι παραγωγοί την ήθελαν μόνο σαν την χαζή ξανθιά. Εκεί επαναστάτησε, αλλά της είπαν ότι δεν υπήρχαν άλλοι ρόλοι για αυτήν και έτσι απογοητεύτηκε.
Ήδη το 1960, αν και ήταν τριάντα χρονών, η καριέρα της είχε στην ουσία τελειώσει. Έκανε ένα σόου στο Λας Βέγκας που δεν είχε επιτυχία, ενώ ο γάμος της με τον Ray Anthony τέλειωσε.


Στη συνέχεια, το 1964, ο παραγωγός / σκηνοθέτης Tommy Noonan, ο οποίος είχε εργαστεί στενά με την Marilyn Monroe και αργότερα με την Jayne Mansfield, επέστρεψε την Mamie στις ταινίες με το "Three Nuts In Search Of A Blot". Η ταινία έμεινε περισσότερο γνωστή για τις σκηνές με την γυμνή Mamie να κάνει μπάνιο με μπύρα! Με τα χρόνια, Mamie πέρασε από πολλούς συζύγους και έκανε λίγο θέατρο και τραγούδι. Το 1973, έγινε για λίγο γνωστή ως φιλενάδα του Χένρι Κίσινγκερ και το 1976, εμφανίστηκε στην τηλεοπτική σειρά "Γενικό Νοσοκομείο" για λίγο.
Η Mamie το 1987
Η Van Doren παντρεύτηκε συνολικά πέντε φορές! Πριν παντρευτεί τον Ray Anthony το 1955, με τον οποίον έκανε ένα γιο, είχε κάνει γάμο με τον Jack Newman το 1950. Ακολούθησε ο γάμος με τον παίκτη του baseball Lee Meyers το 1966, ο γάμος με τον επιχειρηματία  Ross McClintock το 1972 και ο τελευταίος με τον ηθοποιό Thomas Dixon.


Η Mamie, 85 χρονών σήμερα είναι ευτυχής που συμμετείχε σε cult ταινίες της εποχής και συνέβαλε στις πρώτες μέρες του rock 'n' roll


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

The Wild Bob Burgos story

Ο Bob Burgos γεννήθηκε στη Νότιο-Ανατολικό Λονδίνο και ξεκίνησε να παίζει ντραμς σε ηλικία 8 ετών. Οι κύριες επιρροές του στο Rock n 'Roll και το Rhythm & Blues ήταν ο Chuck Berry και ο Jimmy Reed

Ο Wild Bob γεννήθηκε από Αγγλίδα μητέρα και Ισπανό πατέρα και το «τσιγγάνικο» αίμα τον οδήγησε στην καλλιτεχνική πλευρά της ζωής ... ζωγραφική, σχέδιο, σκίτσο και μουσική. Με τατουάζ από σκηνές του Rock 'n' Roll γέμισε όλο το σώμα του, το κεφάλι μέχρι τα πόδια, εξ ου και το όνομα "Tattooed" Rocker.

Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα παίζοντας ντραμς του στην ηλικία των 18 ετών και το Rock 'n' Roll έγινε όλη του η ζωή. Έπαιξε με διάφορες μπάντες και σύντομα έπαιζε επτά νύχτες την εβδομάδα. Το δυνατό παίξιμό του σαν.. βαριοπούλα τον έκανε να είναι ο "Tattooed-Sledgehammer Of Rock 'n' Roll"

Ο Άγριος Bob έγινε γνωστό όνομα που συμμετείχε σε γνωστά ονόματα και μπάντες του rock n roll, όπως Screaming Lord Sutch and The Savages, The Countbishops, The Wild Angels, Heinz of the Tornados, Wee-Willie Harris, και άλλοι.

Κάποια στιγμή, γύρω στο 1975, αποφάσισε να δημιουργήσει μια μπάντα που ονόμασε "MATCHBOX", όνομα  δανεισμένο από το γνωστό τραγούδι του Carl Perkins. Οι "MATCHBOX" έγιναν ένα τεράστιο όνομα στην Rock 'n' Roll σκηνή και η δημοτικότητά τους αυξήθηκε σε σημείο που έπαιζαν συνεχώς, μέρα νύχτα, περιοδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Ο Bob έπαιξε με τους Piano Rocker, Freddie Fingers Lee και έγραφε τραγούδια για τους Freddie Fingers Lee, Matchbox, Jim Carlisle, Stuart Coleman και πολλούς άλλους καλλιτέχνες. 

Κλήθηκε να υποστηρίξει περιοδείες γνωστών Αμερικανών καλλιτεχνών στην Ευρώπη, όπως Charlie Gracie, Gene Summers, Mac Curtis, Janis Martin. Clarence 'Frogman' Henry, Buddy Knox, Ronnie Hawkins. Ray Campi, Micky Hawkes, Jack Scott, Hayden Thompson, Johnny Preston, Ronnie Dawson, Johnny Legend, Eddie Fontai και το είδωλό του... Chuck Berry.

Ο Bob άρχισε να γράφει το δικό του υλικό, και δισκογραφικές εταιρείες από όλη την Ευρώπη κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ του, με μουσικούς με τους οποίους συνεργάστηκε. Αυτή η μπάντα αργότερα έγινε οι "Wild Bob Burgos & His Houserockers".


O Wild Bob Burgos είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο τρελούς rockers που έχει βγάλει η Βρετανία. Παίζει αυθεντικό, ατίθασο, ωμό rock'n'roll

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

The Jan and Dean story

“Two girls for every boy!”. Έτσι ξεκινούσε το μεγάλο χιτ των Jan and Dean “Surf City”, το τραγούδι που έφτασε στην κορυφή των pop charts των ΗΠΑ το 1963. Το τραγούδι βοήθησε να δημιουργηθεί μια δημοφιλής εικόνα της Καλιφόρνια ως ενός επίγειου παραδείσου ήλιου και άμμου και ατελείωτου καλοκαιριού.




Πολλοί που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ποπ μουσική του 1960, θα μπορούσαν εύκολα να θεωρήσουν το "Surf City" ως μια ακόμη επιτυχία των Beach Boys, αν και στην πραγματικότητα, το "Surf City" οφείλει την ύπαρξή του στους Beach Boys και στην μεγάλη μορφή τους, τον Brian Wilson.

Το ντουέτο των Jan (William Jan Berry, 1941 – 2004) και Dean (Dean Ormsby Torrence, 1940) ήταν πρωτοπόροι του California Sound και της vocal (φωνητικής) surf μουσικής που έγινε δημοφιλής από τους Beach Boys. Μεταξύ των πιο επιτυχημένων τραγουδιών τους ήταν το "Surf City", το οποίο έγινε το πρώτο surf τραγούδι που ανέβηκε στα αμερικάνικα charts το 1963, καθώς και τα "Drag City" (1963), "The Little Old Lady from Pasadena" (1964), και "Dead Man's Curve" (1964).  

Ο Jan Berry και ο Dean Torrance, που ήταν συμμαθητές σε σχολείο του Los Angeles στην Καλιφόρνια, είχαν κάνει δυο μικρές επιτυχίες, ενώ ακόμα στην εφηβεία τους, όπως το “Baby Talk” (1959) και το “Surfin’” (1961). Το 1962, άρχισαν να αλλάζουν τον ρυθμό τους, καθώς ο doo-wop ήχος έφευγε από τη μόδα, και όταν το δίδυμο συνάντησε τους Beach Boys, άκουσαν τον ήχο που θα αναζωογονούσε την καριέρα τους. Έγιναν καλοί φίλοι με τους Beach Boys και με τον Brian Wilson ιδίως, και όταν ζήτησαν από τον Wilson να τους γράψει ένα τραγούδι του, στην αρχή αρνήθηκε να τους δώσει την πρώτη επιλογή τους, το "Surfin 'Safari," αλλά τους έδωσε το ορχηστρικό κομμάτι και το άνοιγμα του "Surf City."

Οι Jan και Dean θα έκαναν και άλλες τέσσερις πιο σημαντικές surf επιτυχίες στην καριέρα τους: “Honolulu Lulu” (#11, 1963), “Drag City” (#10, 1963), “Dead Man’s Curve” (#8, 1964) και “The Little Old Lady (From Pasadena)” (#3, 1964).






Η επιτυχία του ντουέτου έληξε με το σχεδόν θανατηφόρο αυτοκινητιστικό ατύχημα του Berry τον Απρίλιο του 1966. Κανείς δεν πίστευε ότι είναι ζωντανός, όταν έφτασε η αστυνομία, καθώς δεν υπήρχε σχεδόν καρδιακός παλμός. Χρειάστηκαν χρόνια για να ανακάμψει ο Berry, έστω και εν μέρει, και να μάθει να περπατάει  και να μιλάει ξανά. Κάθε μουσική εξέλιξη ήταν αδύνατη υπό αυτές τις περιστάσεις, και Torrence, ο οποίος είχε πάντα ένα ενδιαφέρον για την τέχνη, έγινε ένας επιτυχημένος γραφίστας, ενώ συνέχιζε να τραγουδάει σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών. 

Τελικά το ντουέτο άρχισε να περιοδεύει τη δεκαετία του '80 και συνέχιζαν να παίζουν στην δεκαετία του '90, όσο η υγεία του Berry το επέτρεπε, αν και δεν υπήρχαν νέοι δίσκοι. Ο Jan κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ με τίτλο 'Second Wave’ το 1997. Το 2004 ο Jan Berry απεβίωσε σε ηλικία 62 ετών.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Chick Ganimian: Με άρωμα Ανατολής



Ο Charles 'Chick' Ganimian (1926-1988), ήταν ένας Αρμενιο-Αμερικανός μουσικός και τραγουδιστής γνωστός για την δεξιοτεχνία του στο ούτι. Ο Ganimian ταίριαξε την αρμένικη μουσική παράδοση και την μουσική της Ανατολίας, με την αμερικάνικη αισθητική και επιρροή. Άλλοι τέτοιοι μουσικοί που κράτησαν ισχυρούς δεσμούς με τις ρίζες τους και το αίσθημα της αρμένικης μουσικής ήταν ο John Berberian, ο Harold Hagopian, ο George Mgrdichian κ.α.

Ο Ganimian γεννήθηκε το 1926 στην Troy (Τροία) της Νέας Υόρκης, σε οικογένεια Αρμενίων που είχαν μεταναστεύσει από το Marash της Τουρκίας το 1922, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής. Στο σπίτι του, άκουσε τη μουσική της «παλιάς χώρας» από τον πατέρα του ερασιτέχνη στο ούτι και τραγουδιστή. Το βασικό ρεπερτόριο που χρησιμοποιούσε σε όλη την καριέρα του ήταν επηρεασμένο από τη μουσική που άκουσε και έμαθε στα νιάτα του. Κύριες επιρροές ήταν ο πατέρας του, ο Hrant Kenkuloglu και ο Γιώργος Μπατζανός (Yorgo Bacanos), Έλληνας μουσικός και οργανοπαίκτης που γεννήθηκε το 1900 στη Σηλυβρία, της Ανατολικής Θράκης. Όταν ήταν δεκαεπτά, η οικογένειά του μετακόμισε στο Washington Heights της Νέας Υόρκης.

Ο Chick υπηρέτησε στο στρατό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από το 1944 έως το 1946. Όταν τέλειωσε την θητεία του έπαιζε ούτι, αλλά όπως λέει ο ίδιος, η μόνη μουσική σκηνή εκείνες τις ημέρες στην 8η Λεωφόρο ήταν μια πολύ μικρή σκηνή και σχεδόν εξ ολοκλήρου ελληνική. Σχημάτισε μια αρμενική μπάντα, τους Nor-Ikes. Στα αρμένικα "nor" σημαίνει νέο και "ike"σημαίνει αυγή. Μέχρι το τέλος του 1961 η μπάντα έμεινε ζωντανή, παίζοντας σε αρμένικους γάμους και πάρτι.


Έπαιξαν σε δημοφιλή κέντρα διασκεδάσεως όπως : Asbury Park's Fennimore Hotel, Waverly Hotel, Boston's Club Zahra, Atlantic City's Jockey Club, Philadelphia's Middle East Restaurant, New York's Pasha's, Arabian Nights, Grecian Palace, Darvish και Roundtable που θεωρείται το κορυφαίο ανατολίτικο νυχτερινό κέντρο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η δημοτικότητά του είχε μειωθεί. Την ίδια στιγμή, η δημοτικότητα της μουσικής και του χορού από την Μέση Ανατολή ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Βρήκε την ευκαιρία ο Chick και δημιουργώντας ένα νέο όνομα για τον εαυτό του εργάστηκε στο Grecian Palace (Ελληνικό Παλάτι), γιατί, όπως λέει ο ίδιος, είχε μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς. Έμαθε ελληνική μουσική και μετά αραβική.  Έπαιξε με τον Rufus Harley, και είχαν δύο επιτυχίες στα τέλη της δεκαετίας του 1950, το Daddy Loloκαι το Hedy Lou. Το ‘Daddy Lolo’ είναι «μεταποίηση» του «Πάντα εσένα συλλογιέμαι» («Χρόνια τώρα μακριά σου λιώνω») του Στέλιου Καζαντζίδη!



Παρά το γεγονός ότι υπήρξε μουσικός με μεγάλη φήμη οι ηχογραφήσεις του Chick Ganimian είναι ελάχιστες. Υπάρχει βέβαια το μεγαλειώδες άλμπουμ "Come with me to the Casbah" (Atco,1960) που εμφανίζεται ως “Ganim's Asia Minors”, όπου «παντρεύει» την μουσική της ανατολής με τη τζαζ και το ροκ της εποχής και κάποια άλμπουμ με τον φλαουτίστα της jazz Herbie Mann, και μερικοί ανεξάρτητοι δίσκοι.


Η εξάρτηση που είχε ο Ganimian με το αλκοόλ κατέστρεψε την καριέρα του και οδήγησε σε διαζύγιο με τη σύζυγό του Jean, με την οποία είχε αποκτήσει δύο γιους. Ο Ganimian πέθανε μόνος στο Νοσοκομείο των Βετεράνων στο New Jersey το Δεκέμβριο του 1988.

H φωτογραφία επάνω είναι από την ταινία "Algiers" (του 1938) / στα ελληνικά: "Πληγωμένος Αητός" (με τους Charles Boyer, Sigrid Gurie και Hedy Lamarr).

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Η ιστορία του Teddy Boy κινήματος

Η Teddy Βoy σκηνή εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1950 σε μια Βρετανία που έφτανε στο τέλος της μεταπολεμικής λιτότητας και αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση νεανικής υποκουλτούρας της βρετανικής νεολαίας. 

Η έκρηξη του αμερικάνικου καταναλωτισμού του 1950 δεν είχε φτάσει στην Βρετανία μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά οι έφηβοι, ωστόσο, της εργατικής τάξης μπορούσαν για πρώτη φορά να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν καλά ρούχα, ένα ποδήλατο ή μία μοτοσικλέτα και να ξοδέψουν λεφτά για την ψυχαγωγία τους.


Αρχικά ήταν γνωστοί ως Cosh Boys, το όνομα Teddy Boy ακούστηκε το 1953, όταν η εφημερίδα Daily Express άλλαξε το Edwardian σε Teddy.

Η ενδυμασία που οι Teddyboys φορούσαν σχεδιάστηκε για να σοκάρει την γενιά των γονιών τους. Αποτελούνταν από ένα σακάκι του στυλ «δάνδη» της Εδουαρδιανής (Edwardian) εποχής (1901 - 1910), ρούχα πολύ επιτηδευμένα για άντρες της εργατικής τάξης, σουέτ Gibson παπούτσια με χοντρές σόλες, στενό παντελόνι «σωλήνα», ένα ωραίο πουκάμισο και μια σφιχτή γραβάτα. Το μεγάλο σακάκι ήταν αρκετά πρακτικό, αν και δεν του φαινόταν. Όχι μόνο λειτουργούσε ως σήμα αναγνώρισης, αλλά όπως ήταν φτιαγμένο από μάλλινο ύφασμα με πολλές τσέπες, κρατούσε τον ιδιοκτήτη του ζεστό, ενώ ήταν επίσης καλό στην απόκρυψη όπλων και αλκοόλ. 

Οι Teddygirls υιοθέτησαν την αμερικάνικη μόδα, όπως παντελόνια «ταυρομάχου» και μεγάλες φούστες και αλογοουρές. Τα αγόρια δοκίμαζαν μια σειρά πειραματικών χτενισμάτων, με το πιο αγαπημένο να είναι το παραφουσκωμένο quiff μαλλί με… ένα DA (ducks arse, δηλ. κ..λος πάπιας!) στο πίσω μέρος.

Οι Teds υιοθέτησαν πλήρως την αμερικανική Rock and Roll μουσική που χτύπησε τη Βρετανία και τις βρετανικές μπάντες οι οποίες υιοθέτησαν το ίδιο στυλ. Οι Teds ήταν, ωστόσο, σκιές στα dancehalls, που κρύβονταν και χόρευαν γύρω από τα μπαρ, παρέα με ένα ποτό. Σχημάτισαν συμμορίες που μερικές φορές είχαν ένα κοινό ομοιόμορφο σακάκι ή κάλτσες. Η  βία και οι βανδαλισμοί δεν ήταν πάρα πολύ σοβαροί σε σχέση με τα σύγχρονα δεδομένα και διογκώνονταν υπερβολικά από τα μέσα ενημέρωσης. Πάντως υπήρχαν περιπτώσεις σοβαρών πολέμων συμμοριών με ξυράφια και μαχαίρια. 

Μερικοί Teddyboys είχαν ακροδεξιές - ρατσιστικές τάσεις και ενεπλάκησαν με συμμορίες νεαρών που έκαναν επιθέσεις σε Ινδούς και μετανάστες από την Καραϊβική που είχαν μεταναστεύσει στη Βρετανία στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Αυτές οι ρατσιστικές τάσεις τους έκαναν να μην γουστάρουν Rock and Roll τραγούδια που τραγουδούσαν μαύροι. Οι σοβαρότερες συγκρούσεις έγιναν στο Notting Hill το 1958.
Η έκρηξη της βρετανικής ποπ της δεκαετίας του 1960 έφερε νέα μουσική και νέα μόδα στους νέους. Οι πρώτες Rock and Roll παμπ εμφανίστηκαν όπως και οι Rockers, που τους άρεσε η ίδια μουσική και οδηγούσαν μεγάλες βρετανικές μοτοσικλέτες. Οι Teds και Rockers τα είχαν  καλά μεταξύ τους και το δερμάτινο μπουφάν μοτοσικλέτας έγινε ένα φυσιολογικό ενδυματολογικό αξεσουάρ για πολλούς Teddyboys και Teddygirls.

Με την δεκαετία του 1970 εμφανίζονται Glam Rock και Rockabilly μπάντες και, παρόλο που οι Teds περιφρονούσαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μουσικής, ήρθε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Rock and Roll. Πολλοί έφηβοι αγόρασαν μεταχειρισμένα teddy σακάκια, έκρυψαν τις τρύπες από το σκόρο με κονκάρδες και έγιναν η νέα γενιά Teddyboys και Teddygirls. Οι βρετανικές Rock and roll μπάντες ανέπτυξαν το δικό τους στυλ, χρησιμοποιώντας μπλουζ και rockabilly για να δώσουν τη μουσική τους περισσότερο ρυθμό. Στις παμπ ακουγόταν αυτός ο ήχος, αλλά και παλιό Rock and Roll του 1950. Ο συνδυασμός μουσικής, χορού και μπύρας δημιούργησε μια μοναδική εμπειρία ψυχαγωγίας. 

Στην δεκαετία του ’70 επέστρεψε δυναμικό το Rockabilly. Έχοντας ως κέντρο το φτωχό λευκό αγόρι από τον αμερικανικό Νότο, οι ροκαμπιλάδες υιοθέτησαν την σημαία των Νοτίων (Rebel Flag) ως έμβλημα τους και απέφευγαν το rock and roll, που είχε ως βάση ήχους blues ή το έπαιζαν μαύροι καλλιτέχνες. Οι djsπου έπαιζαν Rock and Roll σταμάτησαν να παίζουν μουσική που δεν άρεσε στους ροκαμπιλάδες και οι Teds συνειδητοποίησαν ότι είχαν νέους αντιπάλους στο μουσικό τους χώρο. Υπήρχαν πολλές μάχες και πολλά Rock and Roll μαγαζιά έκλεισαν.
Η δεκαετία του 1980 ήταν δεν είχε τίποτα αξιόλογο για τους Teds, οι οποίοι, άρχισαν να δυσκολεύονται στην εξεύρεση χώρου, καθώς νέα βρετανικά συγκροτήματα παρήγαγαν την καλύτερη βρετανική Rock and Roll μουσική. Το καθεστώς Θάτσερ ήταν εχθρός της δημιουργικότητας, και νεανικές υποκουλτούρες όλων των τύπων ξεθώριασαν στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, καθώς η εξασθενημένη εργατική τάξη και οι χαμηλοί μισθοί οδήγησαν σε απάθεια και άσκοπες ταραχές.
Στη δεκαετία του 1990 οι αρχικοί Teddyboys ήταν πλέον πολύ γέροι για βία και εκείνοι που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1980 δεν ενδιαφέρονταν για τσακωμούς. Έτσι τα Rock and Roll events ήταν ασφαλέστερα, ωστόσο, υπήρχαν συγκροτήματα όπως οι 'The Flying Saucers' και 'Crazy Cavan and the Rhythm Rockers' διοργάνωναν Teddyboy σαββατοκύριακα.

Το 2007, ιδρύθηκε η Edwardian Teddy Boy Association για την διατήρηση του αρχικού στυλ, και για την ενότητα όλων των Teddy Boys που επιθυμούν να μιμηθούν το αρχικό στυλ της δεκαετίας του 1950.

Να μην ξεχάσουμε το περίφημο Νόμος 4000 περί... τεντυμποϊσμού, που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958. Ήταν ο νόμος που καθόριζε την αντιμετώπιση των νεαρών ταραχοποιών που έμειναν γνωστοί ως τεντιμπόις ή στο ελληνικότερο «τεντιμπόϊδες» (όπως «καμπόϊδες»!).
Η αστυνομία συνελάμβανε όσους νεαρούς προέβαιναν σε εξύβριση, όπως π.χ. να ρίχνουν γιαούρτι ή φρούτα σε ηλικιωμένους και γυναίκες, και τους οδηγούσε στο κρατητήριο, όπου γινόταν σε αυτούς κούρεμα με την ψιλή και τους έσκιζαν τα ρεβέρ από τα παντελόνια τους και τους διαπόμπευαν προς παραδειγματισμό.. Ο νόμος καταργήθηκε το 1983!

- Long Live the Teds! -