O Chuck Berry γεννήθηκε σαν Charles Edward Anderson Berry στο St. Louis του Μισσούρι, στις
18 Οκτωβρίου 1931, και άρχισε να τραγουδάει σε εκκλησιαστική χορωδία, σε ηλικία
6 ετών.
Έμαθε βασική κιθάρα σαν
πήγαινε ακόμα στο γυμνάσιο και έκανε το ντεμπούτο του σε μια σχολική γιορτή,
τραγουδώντας την κλασσική σύνθεση των μπλουζ, Confessin’ The Blues’. Ενώ πήγαινε ακόμη σχολείο καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία και έμεινε στην
φυλακή από το 1944 ως το 1947.
Η επόμενη κίνηση του Berry ήταν σημαντική:
ακολουθώντας τα βήματα πολλών μαύρων καλλιτεχνών του Νότου, πήγε στο Σικάγο,
όπου συνάντησε ένα μουσικό που θαύμαζε από παλιά, τον Muddy Waters. Έπαιξε με το συγκρότημα του Waters στις αρχές του 1955 και ο καλλιτέχνης των μπλουζ πρότεινε στον Berry για να αποτανθεί
στον Leonard Chess, πρόεδρο της εταιρίας δίσκων Chess και Checker, που είχε δώσει την ευκαιρία σε πολλούς μαύρους
μουσικούς της περιοχής να δοκιμάσουνε την τύχη τους.
Ο Berry συναντήθηκε σύντομα με τον Chess, έκανε μια επίδειξη των
φωνητικών του δυνατοτήτων και αμέσως μετά υπόγραψε μαζί του συμβόλαιο.
Ο πρώτος του δίσκος, το ‘Maybellene’, κυκλοφόρησε το Μάη του 1955. Πούλησε ένα εκατομμύριο
αντίτυπα μέσα σε λίγες εβδομάδες και έφτασε το νούμερο 5 των τοπς της Αμερικής.
Το Maybellene ξεπήδησε από το γενικότερο πλαίσιο των μπλουζ, αλλά
το τραγούδι - γραμμένο από τον ίδιο τον Berry - ήταν αρκετά επηρεασμένο από την
Country. Τούτο φαινότανε από τον ίδιο τον τίτλο, που ήταν
ένα όνομα συχνά τραγουδισμένο σε κομμάτια hillbilly. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο Berry
είχε πει κάποτε, «Η μόνη Maybellene πού ξέρω είναι μια αγελάδα». Ακόμα, ο έντονα
τονισμένος ρυθμός του, είχε σημαντικές ομοιότητες με το ιδίωμα του rockabilly, μολονότι ή σκληρότητα τής κιθάρας θύμιζε καθαρά
στύλ τού Σικάγο.
Ο γνωστός ντίσκ-τζόκεϋ, Alan Freed, αναφερότανε σαν
συνθέτης του κομματιού επίσης και φαίνεται πιθανό πως, ο ήχος που δημιουργήθηκε
τελικά, ήταν μέρος μιας επιθυμίας να επαναληφθεί η επιτυχία της νέας μουσικής
που είχε δημιουργηθεί με μια επιμιξία μουσικών ιδιωμάτων. Το σχόλιο του ίδιου
του Berry, πως «το δολάριο καθορίζει ποια μουσική θα γραφτεί»,
φαίνεται να επιβεβαιώνει τούτη την εντύπωση. Τούτο δεν σημαίνει πως η παράδοση
της country ήταν τελείως άγνωστη σ’ αυτόν: συχνά έχει πει πως άκουγε πολύ μουσική country από τους
ραδιοσταθμούς του Σαιντ Λούι.
Ο Berry καθιερώθηκε
σταθερά σαν καλλιτέχνης σε μεγάλο αντίκτυπο μόνο σαν πραγματοποίησε σημαντικές
τροποποιήσεις στο στοιχείο των blues που συναντάμε στη δουλειά του. Το τέταρτο σίνγκλ
του, ‘Roll Over Beethoven’, έφτασε το τοπ-30 το 1956 και έδειξε το δρόμο που
θάπρεπε να ακολουθήσει ό μαύρος καλλιτέχνης. Στα επόμενα δυο χρόνια, έγραφε την
πιο σημαντική μουσική του σε μια σειρά από εμπορικά επιτυχημένους μικρούς
δίσκους. Το ‘School Days’
και το ‘Rock and Roll Music’ έγιναν και τα δυο επιτυχίες του τοπ-10 το 1957. Την επόμενη χρονιά, το πιο
επιτυχημένο του μέχρι τότε σίνγκλ, το ‘Sweet Little Sixteen’, έφτασε το νούμερο 2, ενώ το ‘Johnny B. Goode’ ανέβηκε μέχρι το νούμερο 8 και το ‘Carol’ μπήκε επίσης στο τοπ-20.
Δεν ακολουθήσανε άλλες
μεγάλες επιτυχίες μέσα στη δεκαετία του ‘50, αλλά αρκετές από τις μικρότερές
του φανερώνουνε το ώριμο στυλ του και την επιρροή που είχε η μουσική του σε
πολλούς συναδέλφους του. Το 1957, έχουμε το ‘Oh, Baby Doll’, που μπήκε στο τοπ-100 αλλά
δεν ανέβηκε πιο πάνω από τα χαμηλότερα νούμερά του. Το 1958, τα ‘Beautiful Delilah’, ‘Sweet Little Rock And Roller’, ‘Jo Jo Gunne’ και ‘Run Rudolph Run’ μπήκανε όλα στα
χαμηλότερα νούμερα των τοπς. Η Ιστορία επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά, με τα ‘Anthony Boy’, ‘Almost Grown’, ‘Little Quennie’ και ‘Back In The USA’ και το 1960 με τα ‘Too Pooped To Pop’ και ‘Let It Rock’. Ο Berry ήταν πολυγραφότατος σαν συνθέτης και μερικές από τις πιο γνωστές του
συνθέσεις δεν κυκλοφορήσανε καν σαν πρώτες πλευρές - όπως οι ‘Memphis Tennessee’ και ‘Reelin’ And Rockin’.
Από την ταινία ‘Hot Wax’ (1978)
Το στυλ του Berry σ’ αυτή
την περίοδο, διέθετε αρκετά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ο «ροκατζίδικος» ρυθμός
του Maybellene πρόβαλε αρκετές μουσικές αλλαγές, ενώ οι δίσκοι του ξεχωρίζανε αμέσως από την
κλαψιάρικη κιθάρα και τα γρήγορα σόλα που χρησιμοποιούσε σαν εισαγωγές. Η όλη εντύπωση
της ταχύτητας υπογραμμιζότανε από το ραγδαίο ρυθμό των στίχων. Το φωνητικό στυλ
του δεν είχε τη σκληράδα που συνήθως συνδυαζότανε με τα μπλουζ των πόλεων και το
rock n roll.
Στους στίχους του, ο Berry καθόρισε
ένα νέο ακροατήριο. Αποκρυστάλλωσε το μήνυμα του rock n roll των λευκών teenagers, επαινώντας ένα τρόπο ζωής όπου η αναζήτηση των
φυσικών απολαύσεων - ιδιαίτερα στη μορφή του χορού, της οδήγησης αυτοκίνητων και
του σεξ - ήταν πρωταρχικής σημασίας.
Ο Berry εμφανίστηκε
σε τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες - τις ‘Rock,
Rock, Rock’. ‘Mr. Rock And Roll’, το 1957, ‘Go Johnny Go’ και
‘Jazz On A Summer’s Day’,
(με την παρουσία του στο Φεστιβάλ Τζαζ του Νηούπορτ) το 1959.
Ξαφνικά, στα τέλη του 1959,
η καριέρα του διακόπηκε απότομα, όταν κατηγορήθηκε από τις αρχές για μεταφορά ανήλικου
για ανήθικους σκοπούς από μια πολιτεία σε άλλη. Οι περιγραφές του επεισοδίου
διαφέρουν, αλλά φαίνεται πως ο Berry έφερε μια Ινδιάνα από το Τέξας για να δουλέψει σαν
βοηθός στο νάιτ κλάμπ που εμφανιζότανε, στο Σαίντ Λούι. Η αστυνομία υποψιάστηκε
πως έκανε πορνεία. Κάποια στιγμή ο Berry την απόλυσε και κείνη ομολόγησε στην αστυνομία πως
ήτανε μονάχα 14 χρονών. Τα τοπικά δικαστικά έγγραφα δείχνουν πως ο Berry καταδικάστηκε
σε φυλάκιση δυο χρόνων που άρχισε το Φλεβάρη του 1962, μολονότι ο ίδιος το έχει
διαψεύσει, λέγοντας πως αθωώθηκε και πως η κοπέλα τον ξεγέλασε, αφήνοντάς τον να
πιστεύει πως ήτανε πάνω από 20 χρονών.
Ο Berry είχε
μεγάλη επιρροή στη Βρετανία και στους Beatles αλλά και στη δουλειά πολλών Αμερικανών καλλιτεχνών
της δεκαετίας του ‘60. Οι Beach Boys πήρανε
τη μελωδία και τα κομμάτια της κιθάρας από το ‘Sweet Little Sixteen’ και απλά προσαρμόσανε πάνω τους τους στίχους του καλιφορνέζικου σέρφινγκ
για την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία, το ‘Surfin’ USA”.
Ο Berry ξανάρχισε
τη δισκογραφική καριέρα του το 1964 με τα ‘Nadine’ και το ‘Νο Particular Place To Go’. Ο δίσκος μπήκε στο τοπ-30
στην Αμερική και πούλησε αρκετά και στην Αγγλία, όπου το ανανεωμένο ενδιαφέρον
για τη μουσική του είχε οδηγήσει στην επανακυκλοφορία του ‘Memphis Tennessee’ με φλιπσάιντ το ‘Let It Rock, τον περασμένο χρόνο και στην είσοδό του στο αγγλικό τοπ-10.
Το 1966, ο Berry άφησε την
Chess και υπόγραψε ένα συμβόλαιο 50.000 δολαρίων με την Mercury. Έγραψε πέντε άλμπουμς γι’ αυτή την εταιρία στα επόμενα τρία χρόνια, που
περιλαμβάνανε βασικά διασκευές τραγουδιών της δεκαετίας του ‘50. Η φήμη του, σαν
ζωντανός εκτελεστής, έφτασε το ζενίθ της αυτή την περίοδο. Η κερασόχρωμη Gibson του και
το σκυφτό περπάτημα που το αποκαλούσε ‘duck walk’ (‘περπάτημα της πάπιας’
και που του είχε χαρίσει το παρατσούκλι ‘Crazy Legs’ («τρελά πόδια») είχανε γίνει «σήματα
κατατεθέντα» των ζωντανών εμφανίσεών του. Στην Αγγλία, οι περιοδείες του είχανε
την ιδιομορφία να συγκεντρώνουνε τόσο τους μεγαλύτερους σε ηλικία ακροατές, οπαδούς
του rock n roll της δεκαετίας του ‘50, όσο και τους νεότερους θαυμαστές της μουσικής των Beatles και των
Rolling Stones.
Γύρισε στην Chess το 1969
και μέχρι το 1971 είχε γράψει δυο καινούργια άλμπουμς, τα ‘Back Home’ και ‘Francisco Dues’. Η μουσική του βασιζότανε
τώρα πολύ περισσότερο στα μπλούζ από ποτέ άλλοτε, μια ώριμη επανεξερεύνηση των
ριζών του. Μολονότι κανένας δεν πίστευε πια πως καινούργιοι δίσκοι του θα
μπαίνανε στα τόπς της pop, ωστόσο οι προβλέψεις ανατραπήκανε το 1972, όταν
σε μια περιοδεία στην Αγγλία έγινε δεκτός με πρωτοφανή ενθουσιασμό.
Το 1987 ο Berry ήρθε
στην Αθήνα (Λυκαβηττός) για μια και μοναδική συναυλία. Η εμπειρία ήταν
αξέχαστη! (ναι, ο Ghostgreaser ήταν εκεί). Ιδού και φωτογραφία με την αφίσα της συναυλίας και αποκόμματα
εφημερίδων.
85 χρονών σήμερα, ο Chuck και δεν
το βάζει κάτω.