Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

"Δρόμοι παλιοί" στίχοι Μανόλης Αναγνωστάκης μουσική Μίκης Θεοδωράκης τραγούδι Μαργαρίτα Ζορμπαλά - Από τον δίσκο "Μπαλάντες" (1975)

 ..............................................................



"Δρόμοι παλιοί"


στίχοι Μανόλης Αναγνωστάκης

μουσική Μίκης Θεοδωράκης

τραγούδι Μαργαρίτα Ζορμπαλά


Από τον δίσκο "Μπαλάντες" (1975)


(youtube, 19.4.2018)



Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε




Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

"Γουτοῦ Γουπατοῦ" (1899) διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (4.3.1851-3.1.1911)

...............................................................

 



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4.3.1851-3.1.1911)




"Γουτοῦ Γουπατοῦ" (1899)


Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».

―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…

Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.

― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.

Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:

― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)

Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.

Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.

Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:

― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι.)

Ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἐξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως. Ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξῃ ἓν πρᾶγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσῃ ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσῃ δηλαδὴ τὸν γρόνθον τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!

Ἦτο χωλὸς καὶ κυλλὸς καὶ μογιλάλος. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.

*
* *

Τέσσαρες ἢ πέντε ἄνθρωποι ἐγνώριζον καλῶς τὴν γλῶσσάν του εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Οὗτοι ἐκαλοῦντο, καθὼς τοὺς εἶχεν ὀνοματίσει ὁ ἴδιος, ὁ Γωμέος, ὁ Παγιώτας καὶ ὁ Παπαγᾶς. Τὰ καθαυτὸ ὀνόματά των ἦσαν, Λαμιαῖος καὶ Μιχαλιὸς καὶ Παπαγιάννης. Ἀλλὰ πῶς ἐκ τοῦ Μιχαλιός, ἐσχημάτισε τὸ Παγιώτας; Ἄπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβὴν ἢ μετέθετε τὸν τόνον. Ἡ φθογγολογία του ἦτο περιεργοτάτη, καὶ ἐν αὐτῇ ἐπλεόναζον τὰ λαρυγγόφωνα, ὡς καὶ τὰ σκληρὰ καὶ ψιλὰ ἐκ τῶν ἀφώνων.

Γατὶ ὠνόμαζε τὸ γαττί, γατὶ τὸ γιατί, γατὶ τὸ χαρτί.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα μίαν ἡμέραν ἐξέφερε φράσιν ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ λέξις αὕτη, πλὴν δὲν ἔβγαινε νόημα οὔτε ὡς γαττί, οὔτε ὡς γιατί, οὔτε ὡς χαρτί. Ἡ φράσις ἦτο:

«Πότε τῇ Γουτοῦ, Γουπατοῦ, μὰμ γατί». (Πότε νὰ ᾽ρθῇ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ, νὰ φᾶμε…) Καταρχὰς οἱ τρεῖς γνῶσται τῆς γλώσσης ἐνόμισαν ὅτι ἀπεκάλει μυκτηριστικῶς γαττιὰ τὰ κρέατα τὰ ὁποῖα ἐπωλοῦσαν οἱ κρεοπῶλαι τοῦ χωρίου. Οἱ τρεῖς προειρημένοι, καὶ μάλιστα ὁ Παγιώτας, ἦσαν δυνατοὶ εἰς τὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν ὡμίλουν οἱ ἴδιοι. Ἀλλ᾽ ὅταν προσέτρεξαν εἰς τὰ ἀνώτερα φῶτα τοῦ κὺρ Γιωργῆ τοῦ Λαυκιώτη, διευθυντοῦ τοῦ μεγάλου καφενείου, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἐπίσημος προστάτης τοῦ Ταπόη, καὶ οἱονεὶ ἐπίτιμος καθηγητὴς τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης, χωρὶς νὰ τὴν ὁμιλῇ ὁ ἴδιος, οὗτος ἀπεφάνθη ὅτι τοιαύτη πικρὰ εἰρωνεία δὲν θὰ ἥρμοζεν εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ Μανώλη, ἀλλ᾽ ὅτι ἴσως ὠνόμαζεν ἁπλῶς γατὶ καὶ τὸ κατσίκι, καὶ τὸ ἀρνί. Ὣς τόσον τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀμφίβολον ἄχρι τῆς ὥρας ταύτης.

*
* *

Ἐπερίμενε πράγματι ἀνυπομόνως «πότε νά ᾽ρθῃ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ», καὶ ἅμα ἔμβαινε τὸ Σαρανταήμερον, ὄπισθεν τῆς θύρας τοῦ καφενείου τοῦ κὺρ Γιωργῆ, ἐσημείωνεν ἰδιοχείρως, μὲ ἓν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιῶτες, ὅσας ἡμέρας ἔχει ἡ Σαρακοστή· καὶ κάθε πρωί, πρὶν τοῦ δώσῃ ὁ Γιωργὴς τσιγάρον νὰ καπνίσῃ, ἢ καφὲν νὰ πίῃ, ἔσπευδε νὰ σβήσῃ μίαν ἰῶτα, καὶ τὰς ἔβλεπε μὲ χαρὰν νὰ ὀλιγοστεύουν. Πλὴν οἱ μοσχομάγκες τῆς ἀγορᾶς, λαθραίως, ἐπήγαιναν κ᾽ ἔγραφαν ἄλλες τόσες γιῶτες, ὅσες εἶχε σβήσει ἐκεῖνος, κ᾽ ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ ἐφαίνετο ὅτι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τελειωμόν.

Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἦτον ἡ σειρὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ν᾽ ἀσπρίσῃ τὰ ἰδικά του· δὲν ἔμενον πλέον εἰμὴ δώδεκα ἡμέραι ἕως τὰ Χριστούγεννα.

―Ἔχουμε χαβὰ ἀκόμα, βρὲ χταπόδι! τοῦ ἐφώναζεν ὁ Νικολὸς ὁ Μπαλαλᾶς· εἰκοσιδυὸ μέρες ἀκόμα θέλουμε.

― Ναί, ταπόι! ἐψέλλιζεν ὁ Μανώλης· τὰ κότη κότα τύ. (Νὰ μαζώξῃς τὴ γλῶσσά σου σύ.)

― Σὲ γελοῦν, βρὲ Μανιέ· δώδεκα μέρες ἀκόμα, τὸν ἐπαρηγόρει ὁ Γιωργής.

Καὶ ἤρχετο ἡ καρδιὰ τοῦ Μανώλη στὸν τόπον της. Εἶχεν ἀναλάβει μίαν ὑποχρέωσιν διὰ τὰς ἑορτάς. Ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύῃ μερικὰ ἐκ τῶν παιδίων τῆς Κάτω Γειτονιᾶς, ὅσα ἦσαν τέκνα ἢ ἀνεψίδια φίλων καὶ προστατῶν του, ὅταν θ᾽ ἀνήρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, ἀνὰ δύο καὶ τρία, διὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ χαρμόσυνα τραγούδια εἰς τὰ σπίτια καὶ εἰς τὰ μαγαζειὰ τῆς Ἐπάνω Ἐνορίας. Διότι δὲν θὰ ἐτόλμων ποτὲ νὰ ἀνέλθουν μοναχά των ἐκεῖ ἐπάνω.

Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωρίου ἦσαν διῃρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος ― εἰμὴ ἐφ᾽ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ᾑμωδίαζον τοὺς ὀδόντας προκλητικὰ τὰ μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων.

Εἰς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, ἐκεῖ ἄνωθεν τοῦ Βράχου, ἐβασίλευεν ὁ φοβερὸς Τσηλότατος. Ἦτο ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Βράχος ἐφ᾽ οὗ εἶχε τὸν θρόνον του, σγουρομάλλης, ἀκτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, καὶ ἀποτρόπαιος. Ἦτο αὐτὸς ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν μαγκῶν τῆς Ἄνω Ἐνορίας καὶ ὅλου τοῦ χωρίου. Τὰ δύο ποδάρια του ἦσαν χονδρά, μελαψὰ καὶ πλατέα, ὡς δύο κατάρτια. Ἐφόρει παρδαλὴν φανέλαν, ἥτις ἦτο ἅμα τὸ ὑποκάμισον καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ κοντὸν πανταλόνι, χειμῶνα καὶ θέρος. Ἄδειαν δὲν εἶχε παιδὶ ἢ νέος ἢ γέρος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ἐξουσίαν δὲν εἶχε γριὰ ἢ νέα νὰ πάγῃ εἰς τὴν βρύσιν μὲ τὴν στάμναν της. Ἦτο ὡς δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἦτο φοβερὸς σκιὰς* ἤδη. Ἐφορολόγει τὰς γραίας, τὰς οἰκοκυράς, τὰς πτωχὰς χήρας. Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά. Ἔβαλλε φωτιὰ εἰς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἔκαιεν, εἰς τὸ προαύλιον τοῦ φούρνου· κι ἐφώναζε τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά, νὰ πηδήσουν ἐκ τρίτου ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς φωτιᾶς, ὡς νὰ ἦτο ἤδη τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ στὸ Λιοτρόπι. Ἀπὸ τὴν μίαν γειτόνισσαν ἀπῄτει νὰ τοῦ φέρῃ τυρόπιτταν ποὺ νὰ πλέῃ στὸ βούτυρο διὰ νὰ φάγῃ, ἀπὸ τὴν ἄλλην λαδόπιτταν μὲ λάδι πολύ, ἢ καμμίαν γριὰ (μεγάλην τηγανίταν, ἴσην μὲ τὸ τηγάνι), ἀπὸ τὴν ἄλλην τυλιχτὸ (εἶδος κολοκυθόπιττας) ἢ μπομπότα μὲ πολὺ πολὺ μέλι.

Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον. Καὶ ὁ Σουλτάνος, καθὼς ἤκουσε νὰ λέγουν, μίαν φορὰν παντρεύεται τὸν χρόνον.

Δυστυχῶς ὑπῆρξε πολὺ βραχύβιος, δὲν ἐπρόφθασε νὰ φθάσῃ εἰς ἡλικίαν. Καὶ ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του. Παιδίον ὅταν ἦτο, εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ὅπου εἶχεν ἀνατραφῆ, εἶχον ἀποθάνει τὰ δύο ἀδελφάκια του. Κατόπιν ἀπέθανεν ἡ γριά, ἡ μάννα του, ὕστερον ὁ γέρος. Τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶχε πέσει ἀπ᾽ ἐπάνω τους ὁ ἀνεμόμυλος καὶ τοὺς ἐπλάκωσε, καὶ πράγματι ἔπεσεν, ἀφοῦ ὁ γέρος δὲν ἐζοῦσε πλέον διὰ νὰ τὸν ἀλέθῃ. Ἀπὸ τὸν μύλον ἕως τὰ Μνημούρια, τὸ κοιμητήριον τοῦ χωρίου, ἦτο πολὺ σιμά.

Οἱ γονεῖς του ἦσαν καλοὶ χριστιανοί, ἐσκέφθη, καὶ δὲν ἐπέβαλαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἀγγαρείαν, νὰ τοὺς κουβαλοῦν μακρὰν διὰ νὰ τοὺς θάψουν. Πλὴν καὶ αὐτός, ἀρκετὰ ἐτάισε τοὺς πεθαμένους, εἶπε, καὶ ἦτον καιρὸς πλέον ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ βυζαίνῃ τοὺς ζωντανούς. Καὶ ἀφοῦ ὁ πεσμένος ἀνεμόμυλος δὲν ἦτο πλέον καλὸς διὰ νὰ κατοικῇ τις μέσα, ἐκουβαλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ὑψηλῆς συνοικίας, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἐκεῖ ἔστησε τὸν θρόνον του.

Ἦτο ἀνεγνωρισμένος ἡγεμὼν ὅλων τῶν μαγκῶν καὶ φοβερὸς πολέμιος ὅλων τῶν παιδίων τοῦ σχολείου. Ὅλα τὰ παιδιὰ «τοῦ ἔκαναν τὸ σκῆμα»*. Ἦτο ὁ Μῆτρος ―ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος― ἢ «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν καὶ διατί ὠνομάσθη οὕτω; Ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο παιδικὴ ἀντίληψις τοῦ «ὑψηλότατος» ἢ τοῦ «ἐξοχώτατος». Ἀγνοῶ.

Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου, «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», συνέβη νὰ περάσῃ μίαν ἡμέραν ἀπ᾽ ἐκεῖ, σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἔνθα εἶχε τὸ στραταρχεῖόν του ὁ Τσηλότατος. Αἱ πτωχαὶ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχον παραπονεθῆ πικρῶς ἐναντίον τῆς μάστιγος. Ὁ δήμαρχος ἔσεισε τοὺς ὤμους, ἐμειδίασεν, ἀπηύθυνεν ἠπίας ἐπιπλήξεις εἰς τὸν Μῆτρον καὶ εἰς ὅλην τὴν δωδεκαμελῆ συμμορίαν τῶν μαγκῶν ―ὁ Τσηλότατος εἶχεν ἀκριβῶς μίαν δωδεκάδα, ὅσους συμβούλους εἶχε καὶ ὁ δήμαρχος― καὶ ἀπεφάνθη:

― Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν, καλέ, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Φτάνει νὰ μὴν τὸ παρακάνουν.

*
* *

Πέντε ἢ ἓξ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκυνήγει ἀσπόνδως ὁ Τσηλότατος, εἶχον ἀναβῆ ἐν συνοδίᾳ τοῦ Μανωλιοῦ τοῦ Ταπόη εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιάν, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος.

Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, «τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, μιὰ φορά». (Τοιοῦτον σχῆμα συντάξεως, μὲ τὴν ἄδειαν ὅλων τῶν γραμματικῶν, μᾶς φαίνεται παραστατικὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον.) Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, ἀλλοῦ ἐπήγαιναν τὰ πόδια του, ἀλλοῦ αἱ χεῖρες καὶ ἀλλοῦ τὸ σῶμά του. Πλὴν οἱ μυῶνές του ἦσαν ἰσχυροί, καὶ ὁ γρόνθος τῆς παραλύτου χειρὸς ἐκείνης ἔσφιγγεν ὡς μάγγανος.

Ἀνέβαινον, καὶ εἶχον καὶ τὸν φόβον. Δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορά. Κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος μὲ τὸ φουσᾶτον του, ἂν καὶ μικρὸς ἀκόμα, τὸν εἶχε καταρημάξει τὸν πτωχὸν τὸν Ταπόη, μαζὶ μὲ τοὺς προστατευομένους του. Τὴν φορὰν αὐτήν, δύο ἢ τρεῖς ἐκ τῆς συμμορίας τοῦ Μήτρου, ὁποὺ ἐφύλαγαν καραούλι, εἶχον κατοπτεύσει εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης μακρόθεν τοὺς ἐρχομένους. Ἦτο ὣς δύο ὥρας μετὰ τὴν δύσιν.

―Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι, ἔρχεται· μᾶς φέρνει κελεπούρια, ἔδωκαν εἴδησιν εἰς τὸν Μῆτρον τὸν Τσηλότατον.

― Εἶναι πολλοί; ἠρώτησεν ἄλλος μάγκας, ὅστις ἵστατο πλησίον τοῦ Μήτρου.

― Εἶναι πέντ᾽ ἕξι ἑφτὰ ὀχτώ· εἶναι καμμιὰ δεκαριά… ὣς μιὰ ντουζίνα, εἶπε τὸ καραούλι.

― Σιώπα σύ! ἐπετίμησεν ὁ Μῆτρος τὸν ἐρωτήσαντα· δὲν εἶναι δουλειά σου. Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;

― Κοντεύουν· ζυγώσανε.

― Στὰ πόστα σας, ἐσεῖς! Μαζώξετε πολλὰ βράχια, διέταξεν ὁ Τσηλότατος. Ἂν δὲν σᾶς πῶ ἐγώ, κανένας μὴ ρίξῃ!

Ὅταν ἐπλησίασεν ἡ συνοδία, τὸ φουσᾶτον ἦτον ἀνυπόμονον νὰ χυθῇ ἐναντίον της. Ἀλλ᾽ ὁ Μῆτρος διέταξε νὰ μείνουν κρυμμένοι, «στὰ πόστα τους».

― Θὰ τοὺς πάρουμε κατακοντά, ἐξηγήθη ὁ Μῆτρος εἰς τὸν πλησιέστερόν του. Νὰ ψωμώσουν πρῶτα, κ᾽ ὕστερα.

― Ἄ! ἔκαμεν ἐκεῖνος.

Νὰ ψωμώσουν, ἐννοοῦσεν ὁ Μῆτρος νὰ πάρουν λεπτά, ἀφοῦ τραγουδήσουν ἐδῶ ἐκεῖ στὰ σπίτια. Ὕστερον θὰ τοὺς ἐρρίχνοντο, θὰ τοὺς ἔπαιρναν τὰ λεπτά, καὶ θὰ τοὺς ἔδιδαν καὶ ξύλο. Τὰ «βράχια», τὰ ὁποῖα εἶχον μαζέψει, θὰ ἐχρησίμευον μόνον ἂν τυχὸν ἐτρέποντο εἰς ταχεῖαν φυγὴν οἱ ἄλλοι.

Τὰ παιδία τῆς Κάτω Ἐνορίας, μοιρασθέντα εἰς δύο, εἰσῆλθον εἰς δύο μαγαζειὰ καὶ ἤρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἁι-Βασίλη. Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι ἵστατο εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ἑνός. Κατόπιν εἰσῆλθον εἰς ἄλλα μαγαζειά, ἀκολούθως ἀνέβησαν εἰς γνώριμα σπίτια. Ὁ Μανώλης πάντοτε φρουρὸς τῆς ἔξω θύρας.

Ἡ συμμορία τοῦ Τσηλότατου πάντοτε ἀφανὴς τοὺς παρηκολούθει ἐξόπισθεν, κρυμμένη εἰς τὰ στενὰ καὶ εἰς τ᾽ ἀγκωνάρια τῶν σπιτιῶν.

Μετὰ ὥραν ἡ συνοδία τοῦ Μανώλη κατέβη πάλιν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν. Ἠκούετο ὁ βρόντος τῆς τσέπης τῶν παιδίων. Ὁ Ταπόης ἐκοίταζεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχαν ἀκούσει ψιθυρισμοὺς δύο ἢ τρεῖς φοράς. Δὲν ἐγνώριζε καλὰ τὰ κατατόπια. Ὑπωπτεύετο καὶ ἤθελε νὰ ψάξῃ, νὰ βεβαιωθῇ. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ μοναχά τους.

―Ὁ Τσηλότατος τί νὰ γίνεται; εἶπε τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἓν τῶν παιδίων.

― Πῶς δὲ μᾶς θυμήθηκε;

― Νά ὁ Τσηλότατος! ἠκούσθη αἴφνης φοβερὰ φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!

Ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσηλότατος, ὅστις ἐξεπήδησεν αἴφνης ἀπὸ ἕνα χάλασμα καὶ κατόπιν του ἔτρεξεν ὅλη ἡ συμμορία.

― Τσηλότατος Γιατρός! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ οἱ συμμορῖταί του· κάμετε ὅλοι τὸ σκῆμα! Τσηλότατος Γιατρός!

― Πιάστε σεῖς τὰ κελεπούρια! ἐφώναξεν ὁ Τσηλότατος. Τὸ Χταπόδι τὸ κοπανίζω ᾽γώ!

Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ὁ Τσηλότατος καὶ ὁ Ταπόης.

*
* *

Ἡ μάχη ἤρχισε. Πάραυτα ὁ πτωχὸς ὁ Ταπόης ἔφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεῖς, τέσσαρες ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ φοβεροῦ [τοῦ] Τσηλότατου.

Δὲν ἐφαίνετο ἡ ἐλαχίστη πιθανότης, δὲν ὑπῆρχεν ἐλαχίστη ἐλπὶς ὅτι 〈δὲν〉 ἤθελε τὴν πάθῃ.

Τὸ ἓν τῶν παιδίων, τὸ ὁποῖον ἦτο σχετικώτερον τοῦ Ταπόη, ἐξεγλίστρησεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς μάγκα καὶ ἐπλησίασε σιγὰ εἰς τὸν Ταπόην.

Τὸ παιδίον τοῦτο ἐννοοῦσε καλῶς τὴν γλῶσσαν τοῦ Μανώλη. Ὁ προβλεπτικὸς Ταπόης τοῦ εἶχεν εἰπῆ διὰ γλώσσης καὶ διὰ χειρονομίας:

― Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. (Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ.))

Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμὴν τὸ παιδίον αὐτὸ ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν, ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ταπόην κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν συνταγήν. Ἐπέτυχε.

― Τί τοῦ ἔκαμες, βρέ; Μάγια; ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι.

*
* *

Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λαιμὸς τοῦ Τσηλότατου εὑρίσκετο ὡς ἐν φοβερᾷ ἁρπάγῃ ἐντὸς τοῦ σφιγκτοῦ γρόνθου μὲ τοὺς γαμψοὺς ὄνυχας, τῆς πελωρίας χειρὸς τοῦ Ταπόη. Ὁ Τσηλότατος ἀφῆκε πνιγμένην κραυγήν. Ἤσπαιρεν, ἠγωνία, ἐσφάδαζεν. Ὀλίγον ἀκόμη ἂν ἔσφιγγεν ὁ Ταπόης, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον Τσηλότατος.

― Πόκυλου! ἔκραξε μόνον ὁ Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας, ἐκρέμασαν τὰ χέρια κάτω, καὶ ἄφησαν τὰ «κελεπούρια». Δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ψάξουν τὰ θυλάκια.

Ἡ συνοδία ἀπὸ τὴν Κάτω Ἐνορίαν ἀνεθάρρησε.

― Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!

Ὀλίγον ἀκόμη, καὶ οἱ ἀμυντικοὶ θὰ ἐλάμβανον ἐπιθετικὴν στάσιν. Ὁ Τσηλότατος ἐπνίγετο, ἐρρόγχαζεν, ἐξεψυχοῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθῆ ἔξω ἀπὸ τὰς κόγχας. Ἡ ἀνταύγεια ἀπὸ τοὺς λύχνους τῶν μαγαζειῶν τὰ ἐδείκνυε τρομερὰ εἰς τὴν νύκτα. Ἡ σελήνη ἔλαμπεν ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλά. Σιωπὴ καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία.

Ἓν τῶν παιδίων ἀπὸ τὴν συμμορίαν ἔτρεφεν ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Τσηλότατον. Τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν. Τὸ παιδίον τοῦτο εἶχεν ἀκούσει νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ταπόης, ὅταν συνέβη ποτὲ ν᾽ ἀκούσῃ ὅτι ἡ μήτηρ του ἀρρώστησεν ἔξαφνα, ἔτρεξεν ἔξαλλος ἐκ τρόμου καὶ ἀπελπισίας. Αἴφνης τοῦ ἦλθεν ἡ ἐνθύμησις αὐτή. Τὸ παιδίον αὐθορμήτως ἐφώναξε:

― Πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου!

*
* *

Διὰ νὰ σωθῇ τις ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τῆς Σκύλλης, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν μητέρα τοῦ τέρατος. «Αὐδᾶν δὲ Κραταιίν, μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν».

Εἰς τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιον Φανούριον, ὀφείλουν νὰ λέγουν: «Θεὸς σχωρέσ᾽ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου! Θεὸς σχωρέσ᾽ την!» Ἡ σύμπτωσις μαρτυρεῖ ἁπλῶς πόσον κοινὴ εἶναι ἡ πρὸς τὴν μητέρα φιλοστοργία, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ τέρατα.

Ὁ Ταπόης ἐτρόμαξε, κατεπλάγη, ὠχρίασεν. Ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὸ ψευδὲς ἄγγελμα· ἡττήθη ἀπὸ τὸ τέχνασμα τὸ παιδαριῶδες. Ἀφῆκε τὸν λαιμὸν τὸν ὁποῖον ἀγρίως ἔσφιγγεν. Ὁ Τσηλότατος ἐγλύτωσεν εὐθηνά, τὴν βραδιὰν ἐκείνην.

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας εἶχον ἀρχίσει νὰ διασκορπίζωνται. Οἱ δύο γείτονες καταστηματάρχαι ἐπῆραν εἴδησιν ἐν τῷ μεταξύ. Ἐξῆλθον μὲ φωνὰς καὶ μ᾽ ἐπιπλήξεις. «Τ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ; Τί γίνετ᾽ ἐδῶ;»

Ὁ Τσηλότατος, ζαλισμένος, ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ πνοήν. Καὶ τὰ λοιπὰ παιδία, ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἀφωσιωμένου, ὅστις εἶχεν ἐπινοήσει καὶ ἐκτελέσει τὸ τέχνασμα, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.

Ὁ Μανώλης μετὰ τῆς συνοδίας του κατῆλθον πρὸς τὴν ἐνορίαν των. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν ὑπερήφανα καὶ καμαρωμένα. Αὐτὴν τὴν χρονιάν, ἐξῆλθον νικηταὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα. Ὁ Μανώλης ἦτον ἐντροπιασμένος, διότι ἐπίστευσε τὸ ψευδολόγον παιδίον.

― Δὲν πειράζει· τὸν ἐπαρηγόρησεν ὁ Βαγγέλης, ἐκεῖνος ὅστις ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν του, καὶ ὅστις εἶχεν ἐκτελέσει τὸ πείραμα τῆς ἐμβολῆς καὶ τῆς κατευθύνσεως τῆς χειρός. ― Καλύτερα ποὺ σὲ γέλασε, παρὰ νὰ σοῦ τό ᾽λεγε ἀλήθεια καὶ νὰ λὲς πάλι, καθὼς τὴν ἄλλη φορά, θυμᾶσαι ;― ποὺ κινδύνεψε ν᾽ ἀποθάνῃ ἡ μάννα σου: «Πᾶ μένη! †πᾶ-ντα·† μένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)

(1899)


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

«Σβήσε τα μάτια μου...» ποίημα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (4.12.1875 - 29.12.1926) (μτφ. Κωστής Παλαμάς)

 ...............................................................





                    Ράινερ Μαρία Ρίλκε 

                 (4.12.1875 - 29.12.1926)


«Σβήσε τα μάτια μου...»



Σβήσε τα μάτια μου∙ μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.



[Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς]

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

"26 Δεκεμβρίου 1944 / Ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα – 80 χρόνια μετά, όλο το παρασκήνιο" γράφει ο Κώστας Μπορδόκας (tvxs.gr, 26.12.2024)

 ..............................................................


26 Δεκεμβρίου 1944 / Ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα – 80 χρόνια μετά, όλο το παρασκήνιο





γράφει ο Κώστας Μπορδόκας (tvxs.gr, 26.12.2024)


Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944, πολλοί ελπίζουν ότι τα επερχόμενα Χριστούγεννα θα είναι τα πρώτα μετά από τέσσερα χρόνια, που η ταλαιπωρημένη πόλη και οι εναπομείναντες κάτοικοί της θα μπορέσουν να γιορτάσουν αφήνοντας πίσω τους τις κατοχικές μνήμες. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει ουσιαστικά ξεκινήσει, και στην πρωτεύουσα και τα προάστια της μαίνονταν οι μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ–Βρετανών για την πρωτοκαθεδρία της επόμενης ημέρας.

Μπορεί να μην υπάρχει ακόμα νικητής στις συγκρούσεις, αλλά οι Βρετανοί έχουν πλέον το “πάνω χέρι” στην αναμέτρηση, αφού πολεμούν με συνεχείς ενισχύσεις, ανεφοδιασμό και αεροπορική κάλυψη, ένα στρατό λιγότερο εξοπλισμένο και χωρίς βοήθεια από τα αντάρτικα τμήματα της υπόλοιπης χώρας. Μέσα σε αυτό το πολωμένο κλίμα, πέφτει σαν κεραυνός η είδηση ότι ο Ουίνστον Τσώρτσιλ βρίσκεται από το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου στην πόλη.

Ο αιφνιδιασμός είναι πλήρης. Το αεροπλάνο του προσγειώνεται στο αεροδρόμιο Καλαμακίου, και μετά από τρίωρη σύσκεψη με τους υπουργό Εξωτερικών Ήντεν που τον ακολουθεί, στρατάρχη Αλεξάντερ, υπουργό Μέσης Ανατολής Μακ Μίλλαν και τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Ρ. Λήπερ, κατευθύνεται στην Αθήνα μέσω της Λεωφόρου Συγγρού που ελέγχεται πλέον απόλυτα από τους Άγγλους.

Όλοι πιστεύουν και ελπίζουν ότι η έλευση του Τσώρτσιλ δείχνει την βρετανική διάθεση τερματισμού των μαχών τον ΕΛΑΣ, και βοήθειας προς ομαλή μετάβαση της χώρας στο μεταπολεμικό περιβάλλον.

Γράφει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος :“Είχαμε ελπίσει τότε ότι η συμφωνία θα μπορούσε να γίνει και στις 26 και 27 Δεκεμβρίου, όταν ήρθε ο Τσώρτσιλ . Το μεγάλο μας λάθος είναι ότι κάναμε εκείνη την σύσκεψη εκείνες τις ημέρες και όχι στις αρχές Δεκεμβρίου που άρχισαν τα Δεκεμβριανά”. Στις καλές προθέσεις του πιστεύει και η αριστερά, αφού, ακόμα, ο Τσώρτσιλ είναι “ο πρωθυπουργός της νίκης”, έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στη νίκη επί του φασισμού.

Η αλήθεια είναι ότι η “αλεπού του πολέμου δεν έρχεται ούτε να βοηθήσει τους πρώην συμμάχους του, ούτε να διαπραγματευτεί κάποια συμφωνία, αλλά, αρχικά, γιατί είναι υπόλογος στην βρετανική κοινή γνώμη για την ωμή παρέμβασή του στα εσωτερικά μιας χώρας που μέχρι πριν λίγες εβδομάδες πολεμούσε μαζί της. Ήδη στο βρετανικό κοινοβούλιο οι εργατικοί χρησιμοποιούν την επέμβαση στην Ελλάδα για να κάνουν σκληρή αντιπολίτευση, που τον οδηγεί άλλωστε λίγο διάστημα μετά σε εκλογική ήττα. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του βουλευτή Στρίμπεργκ στο κοινοβούλιο :«Ελπίζω, καλύτερα το ξέρω, ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη γνώμη μου από την μια πλευρά πολεμάει η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, και από την άλλη μερικοί κουίσλιγκς και μερικοί βασιλικοί, στηριγμένοι στις βρετανικές μπαγιονέτες».

Άλλωστε, η εικόνα του μακελάρη δεν ταιριάζει στο προφίλ του ειρηνοποιού που θέλει να προβάλει, ώστε να χρησιμοποιηθεί αργότερα ως διαπραγματευτικό όπλο στις σημαντικότερες γι αυτόν διαπραγματεύσεις της Γιάλτας. Τέλος, θέλει να έχει προσωπική εικόνα των τεκταινόμενων στην, ξεχωριστή για τα αγγλικά συμφέροντα, ανατολική Μεσόγειο.

Είναι ακόμα στο αγγλικό πολεμικό “Ajax” όταν επιλέγει ως πρώτο Έλληνα συνεργάτη του, τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό που καταφέρνει με τις φιλο- αγγλικές θέσεις του να κερδίσει μαζί με την εμπιστοσύνη του Τσώρτσιλ και τον τίτλο του αντιβασιλέα :”Ο αρχιεπίσκοπος μου ενέπνευσε εμπιστοσύνη εις μεγάλο βαθμόν. Είναι μια μεγαλειώδης μορφή”, λέει μόλις δυο ημέρες μετά στο Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο. Σε αυτή και την επόμενη συνάντηση των δυο ανδρών, χαράσσονται “επί χάρτου”οι βασικές γραμμές της αγγλικής πολιτικής του επόμενου διαστήματος: αντιβασιλεία, νέα κυβέρνηση χωρίς την αριστερά, στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ με παράδοση όπλων.

Διθυραμβικοί σχολιασμοί του αστικού Τύπου για την 
επίσκεψη του “μεγάλου προστάτη της Ελλάδος”…

Έτσι, όταν την επόμενη ημέρα στις 26 Δεκεμβρίου συγκροτείται η μεγάλη σύσκεψη όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, μαζί με τους εδώ πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων στο υπουργείο Εξωτερικών, η κατάληξη της είναι προαποφασισμένη με τον Τσώρτσιλ σε επιστολή προς την γυναίκα του να μιλά για “ελληνική παράσταση”.

Στις δύο αυτές καθοριστικές συσκέψεις για το μέλλον του τόπου, παρευρίσκονται από κυβερνητικής πλευράς οι Παπανδρέου, Σοφούλης, Πλαστήρας, Μάξιμος, Δραγούμης, Καφαντάρης και αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, από το ΕΑΜ– ΕΛΑΣ οι Σάντος, Παρτσαλίδης, Μάντακας, από τους Βρετανούς οι Τσώρτσιλ , Ήντεν, Μακμίλλαν, Λήπερ και οι πρεσβευτές Μάκ Βη των ΗΠΑ, Μπαλέν της Γαλλίας και ο συνταγματάρχης Ποπώφ από τους Σοβιετικούς.

Στην δεύτερη συνάντηση προστέθηκαν εκπρόσωποι κι άλλων αστικών κομμάτων της εποχής, κάνοντας την “Ελεύθερη Ελλάδα” να γράψει ότι οι Σιάντος- Παρτσαλίδης φτάνοντας εκεί “αντί για σύσκεψη βρήκαν παρακοινοβούλιο” : Κανελλόπουλος, Γονατάς, Αλεξανδρής, Θεοτόκης, Τσαλδάρης, Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης, Μυλωνάς, και Σοφιανόπουλος. Αντίθετα από την αριστερά δεν φτάνουν οι Γεωργαλάς, Γαβριηλίδης λόγω του ότι οι Άγγλοι δεν εγγυούνται την ασφαλή μετάβασή τους σε αυτή


.
Τσόρτσιλ – Δαμασκηνός σε μια από τις πολλές συναντήσεις τους εκείνο το τριήμερο.

Επιστρέφοντας στην πρώτη σύσκεψη, ο λόγος του Τσώρτσιλ σε αυτή, είναι “μια στο καρφί και μια στο πέταλο”: Εσείς αποφασίζεται με τους δικούς μας όμως όρους : “Εάν η Ελλάς είναι μοναρχία ή Δημοκρατία είναι υπόθεσις των Ελλήνων και μόνο οι Έλληνες θα αποφασίσουν. Θέλομεν μόνο το καλό σας που είναι καλό δια όλους. Τι θα μας επιτρέψει να φύγωμεν από την Ελλάδα ;Φυσικά τώρα που συνέβησαν όλα αυτά τα τραγικά πράγματα η τιμή μας επιβάλλει να τα φέρωμεν εις αίσιον πέρας. Πρέπει συνεπώς να ζητήσωμεν την αποδοχήν και την εκπλήρωσιν των όρων του στρατηγού Σκόμπυ”.

Αντιπροσωπευτικό του κλίματος που υπάρχει στη σύσκεψη για την αριστερά, είναι ότι αυτή αρχίζει με την αντιπροσωπεία της απούσα, λόγω των μπλόκων στην βομβαρδισμένη πόλη. Όμως, τα ουσιαστικότερα προβλήματα για την αριστερά δεν είναι αυτά που φανερώνονται μέσα στη συνάντηση, αλλά όσα δεν μπορούν να ελέγξουν έξω από αυτή. Έτσι όταν μετά τις ομιλίες Τσώρτσιλ – Αλεξάντερ, η αγγλική αντιπροσωπεία αποχωρεί ώστε “οι Έλληνες να τα βρούνε μεταξύ τους”, μετά την αρχική αμηχανία και σιωπή που μεσολαβεί, αναδεικνύονται όλα τα αδιέξοδα.

Όταν ο Σιάντος ρωτά τον λόγο της συνάντησης, ο Δαμασκηνός απαντά “Για να παραδώσετε τα όπλα”, ώστε να πάρει την ανταπάντηση του Σιάντου : “Αν μας καλέσατε γι αυτό, ελάτε να τα πάρετε. Νέο Λίβανο δεν πρόκειται να έχουμε. ΄Αν νομίσετε ότι ήρθαμε εδώ για να μας βρίσετε, να μας το πείτε, γιατί τότε θα είμαστε υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα φέρετε ακέραια την ευθύνη της ματαίωσης της σύσκεψης”. Οι επόμενες ώρες κυλούν σε ίδιο πλαίσιο αντιδικίας, ο καθένας λέει τα δικά του, ακούγοντας με καχυποψία όσα υποστηρίζει ο άλλος. Το ΕΑΜ βάζει όρο συνέχισης της συζήτησης τον διορισμό αντιβασιλέα, υποστηρίζοντας πως παράδοση όπλων γίνεται μόνο σε κυβέρνηση που το ίδιο θα διαθέτει σημαντικά υπουργεία, αφοπλισμό της Χωροφυλακής, και απόσυρση των αγγλικών στρατευμάτων.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, και η αριστερά δεν μπορεί πλέον να βάζει όρους, ακόμα κι αν αυτοί είναι αυτονόητοι και ηθικά δεδομένοι. Οι Άγγλοι ήδη κερδίζουν τη μάχη της Αθήνας, τα αστικά κόμματα, μαζί με τους αντίστοιχους μηχανισμούς τους, ανασυντάσσονται, η αριστερά εξακολουθεί να μην έχει σαφή γραμμή πλεύσης, και η Γιάλτα είναι περισσότερο κοντά από την Σοβιετική Ένωση…

Έτσι, όταν στο τέλος της πρώτης ημέρας της σύσκεψης αντιπροσωπεία της αριστεράς ζητά συνάντηση με τον Τσώρτσιλ , αυτός αρνείται προβάλλοντας λόγους πολιτικής ευγενείας, ενώ σε επιστολή του αποκαλύπτει τον μυστικό ρόλο του Δαμασκηνού :

“Ακριβώς πριν από την συνδιάλεξη αυτήν, είχα λάβει ένα γράμμα από τους κομμουνιστάς αντιπροσώπους που μου ζητούσαν να με συναντήσουν ιδιαιτέρως. Ο αρχιεπίσκοπος με παρακάλεσε με επιμονή να μην δεχθώ. Τότε απήντησα ότι επειδή η σύσκεψη είχε καθαρά ελληνικό χαρακτήρα, δεν έπρεπε να δεχτώ την αίτησή τους”.

Μα ανεξαρτήτως τι θα του έλεγαν οι τοπικοί παράγοντες ο Τσώρτσιλ γνωρίζει καλά, ότι έχοντας την τυπική έγκριση του Στάλιν για τις ενέργειες του, αργά ή γρήγορα θα επιβάλλει τους όρους του, δεν θέλει να διαπραγματευτεί αλλά να επιβάλλει.

Εξάλλου “η αλεπού του πολέμου” έχει άλλο ένα λόγο να αισθάνεται ρυθμιστής των εξελίξεων. Μόλις έχει γλιτώσει η ζωή του, όταν ο ΕΛΑΣ αναβάλλει, την τελευταία στιγμή, την ανατίναξη του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία της οποίας ο Βρετανός πρωθυπουργός είναι υποψήφιος επισκέπτης.

Το ανεπαρκές δίκτυο ηλεκτροδότησης της πόλης, 
υποχρεώνει οι ιστορικές αυτές συναντήσεις να γίνονται με 
τον ελλιπή φωτισμό, κεριών και λαμπών πετρελαίου.

Η επόμενη ημέρα της σύσκεψης γίνεται με την απουσία της αγγλικής αντιπροσωπείας -αλλά με την παρουσία της αγγλικής πολιτικής- έρχεται να επιβεβαιώσει την οριστική ρήξη.

Οι μεν δεν έχουν λόγο να κάνουν πίσω, οι δε δεν μπορούν να υποχωρήσουν. Ο χρόνος αποδεικνύει ότι ακόμα κι αν οι δεύτεροι το έπρατταν, πάλι δεν θα έφερναν διαφορετικότερα αποτελέσματα.

H αναχώρηση Τσώρτσιλ στις 27 Δεκεμβρίου φέρνει γενική αντεπίθεση των Άγγλων στην Αθήνα, που οδηγεί στο τέλος των Δεκεμβριανών και στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η τραγική πραγματικότητα είναι ότι όποτε οι δυνάμεις της αριστεράς μπαίνουν μέσα σε τέσσερις τοίχους για να διαπραγματευτούν, βγαίνοντας από αυτούς είναι πάντα χαμένες : Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα…

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

"12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί" (tvxs.gr, 12.10.2024)

 ...............................................................


12 Οκτωβρίου 1944 / Ένα σπάνιο βίντεο από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους ναζί





Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 η Αθήνα απελευθερώνεται από τη ναζιστική μπότα.



Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Γερμανοί ανασυγκροτούνται και τα ξημερώματα αρχίζουν να αποχωρούν. Όσοι ελάχιστοι έχουν μείνει πίσω συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα και με επικεφαλής τον στρατηγό Φέλμι καταθέτουν βιαστικά στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Χωρίς επισημότητες στις 9.15 ένας στρατιώτης τους υποστέλλει τη σημαία με τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, σημαίνοντας τη λήξη της Κατοχής, που διήρκεσε 1.625 μέρες.

Θα είναι μια απελευθέρωση γλυκιά που θα σκορπίσει τη χαρά, με τους Αθηναίους να βγαίνουν στους δρόμους να πανηγυρίσουν, φωνάζοντας «Χριστός Ανέστη».


Θα είναι όμως παράλληλα και μια απελευθέρωση πικρή. Οι τελευταίοι μήνες της Κατοχής έχουν βαφτεί με αίμα. Οι Γερμανοί, σίγουροι πλέον για την ήττα τους έχουν εκδικηθεί. Κομμένο, Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτης, Γιαννιτσά. Τα σπέρματα ενός νέου εθνικού διχασμού έχουν πέσει και σύντομα θα έρθει ο Δεκέμβρης.


Το σπάνιο βίντεο – ντοκουμέντο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την «χαμένη» ταινία επικαίρων της Φίνος Φιλμ για το τέλος της ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα, η οποία δεν προβλήθηκε τότε στην Ελλάδα.

Τα ιστορικής σημασίας επίκαιρα ανακαλύφθηκαν από το Ροβήρο Μανθούλη σε κινηματογραφικά αρχεία στις ΗΠΑ και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην αρχική τους μορφή ενσωματωμένα στο ντοκιμαντέρ του «Βίοι παράλληλοι του Εμφυλίου»

Τα πλάνα αλλά και η περιγραφή είναι συγκλονιστικά:







Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλιου του ιστορικού Μενέλαου Χαραλαμπίδη, «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», όπου περιγράφει τη μεγάλη αυτή μέρα.

Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1944, ένα άγημα Γερμανών στρατιωτών κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, παρουσία του Δημάρχου Αθηναίων και λίγων επισήμων. Μετά από τρεισήμισι χρόνια Κατοχής, οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα, αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη πόλη: 40 – 45.000 νεκροί από πείνα, τουλάχιστον 1.800 εκτελεσμένοι και 2.000 περίπου νεκροί από τις εμφύλιες συγκρούσεις που συστηματικά οι κατακτητές υποδαύλιζαν.

Αρκετές εβδομάδες πριν την Απελευθέρωση, επικρατούσε στην Αθήνα ένα εντελώς παράδοξο κλίμα: το κέντρο της πόλης βρίσκονταν υπό κατοχή, ενώ οι γύρω συνοικίες είχαν «απελευθερωθεί». Οι κάτοικοι του κέντρου μετέβαιναν καθημερινά στις προσφυγικές κυρίως συνοικίες για να συμμετέχουν στους πανηγυρισμούς των κατοίκων τους και να παρακολουθήσουν τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ και τις γιορτές της ΕΠΟΝ στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες.

Το πανηγυρικό κλίμα κορυφώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας. Λίγο μετά την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης και ενώ γερμανικά στρατιωτικά φορτηγά διέσχιζαν ακόμη την Πανεπιστημίου με προορισμό την Λιοσίων και την Αχαρνών, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου συνέρρευσαν στο κέντρο της πόλης, γιορτάζοντας το τέλος της πιο σκληρής δοκιμασίας που έζησαν οι κάτοικοί της από τότε που η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Όμως, το ξέφρενο πανηγύρι των Αθηναίων δεν επισκίασε το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας: ποια στάση θα κρατούσε το ΕΑΜ τις πρώτες ώρες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων; Με ποιο τρόπο θα αξιοποιούσε το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του κράτους βρίσκονταν σε κενό εξουσίας; Με άλλα λόγια, τι θα γινόταν τις κρίσιμες ώρες που ο ΕΛΑΣ θα μπορούσε να καταλάβει τα κτίρια και τους στρατώνες των Σωμάτων και Ταγμάτων Ασφαλείας και τέλος τα Παλαιά Ανάκτορα, με τις δυνάμεις που είχε ήδη στην Αθήνα, χωρίς να χρειαστεί η επέμβαση του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ του βουνού;

Ήδη από το καλοκαίρι του 1944, η ανησυχία για τη στάση που θα τηρούσε το ΕΑΜ, οδήγησε την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου σε εγρήγορση. Γνωρίζοντας ότι οι βρετανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εισέλθουν στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, προσπάθησε να καλύψει το κρίσιμο χρονικό κενό με τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών.

Στις αρχές Αυγούστου του 1944 ο υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής Αττικής, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Μια από τις πρώτες εντολές που έλαβε ήταν να θέσει όλες τις εθνικές οργανώσεις, εκτός των εαμικών, υπό ενιαία διοίκηση στο νέο σώμα που θα ονομαζόταν Εθνικός Στρατός Αθηνών. Ο Σπηλιωτόπουλος εφαρμόζοντας ουσιαστικά ένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον ΕΛΑΣ, διένειμε τους άνδρες των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και της αμιγώς αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» σε κεντρικά ξενοδοχεία και κτίρια της Αθήνας:

«…Ουσιαστικά η όλη επιχείρηση αντανακλούσε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τις παραμονές της απελευθέρωσης. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αναζητούσε ένα στρατιωτικό στήριγμα που θα της έδινε την ευκαιρία να μεταφέρει την πολιτική της εξουσία στην Αθήνα και στη συνέχεια να την εδραιώσει με την πολιτικοστρατιωτική συμβολή των Βρετανών. Η δημιουργία του Εθνικού Στρατού Αθηνών αποκλειστικά από ένοπλα τμήματα των εθνικών οργανώσεων, καταδείκνυε τη βαθιά καχυποψία της κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ. Η στρατιωτική αυτή δύναμη […] δεν απέκλειε απλώς τις εαμικές δυνάμεις, αλλά ενέτασσε στον Εθνικό Στρατό οργανώσεις όπως η “Χ” και ο ΕΔΕΣ, μέλη των οποίων συγκρούονταν την περίοδο εκείνη με τον ΕΛΑΣ στους δρόμους της Αθήνας.»

Το πρώτο βράδυ της Απελευθέρωσης πρόσφερε μια μεγάλη ανακούφιση στους άνδρες του Εθνικού Στρατού Αθηνών και τα μέλη της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας όχι μόνο δεν επιχείρησε να καταλάβει την πόλη, αλλά αντίθετα ήταν ο κύριος παράγοντας διατήρησης της τάξης τη νύχτα εκείνη, αλλά και τις επόμενες ημέρες:

«Την απόλυτη τήρηση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ο ΕΛΑΣ της Αθήνας απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας πιστοποιεί και έγγραφο της βρετανικής Force 133, στο οποίο αναφέρεται ότι Βρετανός πληροφοριοδότης, έκανε το γύρο των προαστίων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων και των εαμικών προπυργίων, τη νύχτα της 12ης Οκτωβρίου: “Απόλυτη ησυχία παντού. Καμία ταραχή και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Ο ΕΛΑΣ και άλλα όργανα περιπολούν με τάξη”.»

Η στάση αυτή αντανακλούσε την απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να «παραμερίσει» την επαναστατική λύση, στρεφόμενη προς τη νομιμότητα. Άλλωστε η μαζικότητα των εαμικών οργανώσεων αποτελούσε εγγύηση για μια άνετη επικράτηση του ΕΑΜ όχι πλέον ως αντιστασιακής οργάνωσης, αλλά ως πολιτικού φορέα. Την κατάσταση, σε ότι είχε να κάνει με την στάση του ΕΛΑΣ κατά την ημέρα της απελευθέρωσης αλλά και σε όλη τη διάρκεια μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, ξεκαθάριζε η ημερήσια διαταγή του 1ου Συντάγματος της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών, την παραμονή της απελευθέρωσης:

«Συναγωνιστές. Μπήκαμε στην πιο αποφασιστική φάση του αγώνα μας μετά από την τρίχρονη σκληρή δοκημασία που σ’ αυτήν θα πρέπει να δείξωμεν την επαναστατηκότητά μας πάνω στην εξασφάληση της τάξης και ησυχίας. Σύνθημά μας μπένει μακριά από ανησυχίες (άσκοπους πυροβολισμούς, ατομικός έλεγχος ταυτοτήτων) […] Συναγωνιστές, προσοχή στη βαθειά κατανόηση της νίκης που ζητάμε να επιτύχωμε και η οποία διαφέρει κατά πολύ από τις νίκες της σκληρής δοκημασίας, είνε νίκη που θάχη σαν αποτέλεσμα να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας του να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία εμφάνηση και ταχήτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση των διαταγών.»

Υπό αυτή την οπτική, της μεταφοράς δηλαδή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις αντιεαμικές δυνάμεις από τις ένοπλες συγκρούσεις των προηγούμενων μηνών στον πολιτικό ανταγωνισμό των ημερών μετά την αποχώρηση των κατακτητών, πρέπει να εξεταστούν οι μεγάλες διαδηλώσεις της Απελευθέρωσης. Μετά το αυθόρμητο «ξέσπασμα» των κατοίκων κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών της 12ης Οκτωβρίου 1944, τις επόμενες δύο ημέρες το ΕΑΜ πραγματοποίησε τεράστιες και άρτια οργανωμένες διαδηλώσεις, παρουσιάζοντας την εντυπωσιακή δύναμη που είχε πλέον στην Αθήνα. Σε αυτές «πρώτο λόγο» είχαν οι κάτοικοι των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, η ζωή των οποίων εξαθλιώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στις 15 Οκτωβρίου ήρθε η σειρά των εθνικών οργανώσεων, του μη εαμικού χώρου δηλαδή, να κάνουν επίδειξη ισχύος στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας:

«Η διαδήλωση αυτή πρόβαλε ξεκάθαρα σε επίπεδο εικόνας, συμβολισμών και συνθημάτων, τον ταξικό χαρακτήρα της επερχόμενης σύγκρουσης. Η έκδηλη διαφοροποίηση των δύο στρατοπέδων, έγινε ορατή τις τρεις αυτές πρώτες ημέρες μετά την απελευθέρωση, διότι για πρώτη φορά δινόταν η ευκαιρία δημόσιας και μαζικής έκφρασής της, σε ξεχωριστές εκδηλώσεις. Η διαμάχη του ΕΑΜ με το μη εαμικό χώρο γινόταν πλέον περισσότερο απτή: ο καθένας μπορούσε να δει την απήχηση που είχε η κάθε πλευρά μέσα από τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων και να μάθει, κωδικοποιημένα, τις βασικές πολιτικές τους θέσεις μέσα από τη συνθηματολογία τους. Η εικόνα των διαδηλωτών που ζητωκραύγαζαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οπτικοποιούσε πτυχές της διαμάχης, αναδεικνύοντας το βαθύ διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και πως αυτός καταγραφόταν ακόμη και στις ενδυματολογικές διαφοροποιήσεις τους, όπως παρατήρησε ο Γιώργος Θεοτοκάς παρακολουθώντας τη διαδήλωση των “εθνικών” οργανώσεων:

“Πραγματικά η σημερινή διαδήλωση ήταν πολύ αισθητά πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χτεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες. Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου”.»

Η κατάληξη της πορείας αυτής ήταν τραγική και αποτέλεσε μια ακόμη τεράστια δοκιμασία για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Καθώς ομάδες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ Βύρωνα και Καισαριανής κατηφόριζαν την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από άνδρες αντικομμουνιστικών οργανώσεων που βρίσκονταν υπό περιορισμό, αλλά ένοπλοι, στο ξενοδοχείο «Ερμής». Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82. Για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: ακόμη και μετά την Απελευθέρωση, οι συνεργάτες των Γερμανών προξενούσαν θύματα. Επιπρόσθετα, η επιλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου να θέσει υπό περιορισμό τους άνδρες των δωσιλογικών οργανώσεων, όχι στα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης, αλλά σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και μάλιστα χωρίς να τους αφοπλίσει, γεννούσε εύλογα ερωτήματα για το ποιοι ήταν αυτοί που επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός ομαλού κλίματος και ποιοι το υπονόμευαν:

«Αμέσως μετά το επεισόδιο επενέβησαν επιτόπου ο επιτελάρχης του στρατιωτικού διοικητή Αττικής, Παυσανίας Κατσώτας και ο διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, με διαταγή των οποίων αφοπλίστηκαν τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ενώ για την αποφυγή παρόμοιων επεισοδίων τοποθετήθηκαν ισχυρές βρετανικές φρουρές στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας. Όμως για τους υποστηρικτές του ΕΑΜ το γεγονός ότι οι συνεργάτες του κατακτητή όχι μόνον παρέμεναν οπλισμένοι αλλά και προκαλούσαν νέα θύματα, αποδείκνυε την πρόθεση της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών να διατηρήσουν ετοιμοπόλεμα τα στοιχεία αυτά για μια ενδεχόμενη ένοπλη σύγκρουσή τους με τον ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, στην προσπάθειά του να αποδείξει έμπρακτα την τήρηση των δεσμεύσεών του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, δεν απάντησε ένοπλα στην επίθεση που δέχτηκαν τα μέλη του στις 15 Οκτωβρίου. Έχοντας ως δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, επεδίωκε τη συμβολή του στο κλίμα ομαλότητας για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο την απόλυτη επικράτησή του σε Αθήνα και Πειραιά:


“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν ήθελε το ΕΑΜ, μπορούσε στις 15 Οκτωβρίου, με τις βοηθητικές του μόνον δυνάμεις, να προκαλέσει λουτρό αίματος των αντιπάλων του και να ελέγξει την πρωτεύουσα. Απλώς δεν το ήθελε, για τους λόγους που υποδεικνύει το ημερολόγιο του Ζέβγου, η κατευναστική επιρροή του οποίου ομολογείται και από εκπροσώπους της συντηρητικής πλευράς […] Αλλά η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο επίπεδο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα”.

Οι λίγες εβδομάδες που ακολούθησαν μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών, κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης πολιτικών ισορροπιών με την απειλή προσφυγής στην ένοπλη βία και από τις δύο πλευρές που συγκρούστηκαν το Δεκέμβρη. Σε ένα πολωμένο κλίμα το οποίο τροφοδοτούνταν διαρκώς από το διχασμό της βάσης της ελληνικής κοινωνίας, μια οποιαδήποτε αιτία μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης. Η διαφωνία σχετικά με τη διάλυση των αντιστασιακών οργανώσεων και τη σύνθεση του υπό δημιουργία εθνικού στρατού, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αιτία. Οι συσχετισμοί ανάμεσα στις εαμικές και μη δυνάμεις στον υπό δημιουργία εθνικό στρατό, αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη βιωσιμότητα της βραχύβιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944, ξέσπασε με σαφώς μεγαλύτερη σφοδρότητα μια σύγκρουση που είχε την αφετηρία της στα διχαστικά γεγονότα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών του ΕΑΜ, είχε χάσει την ευκαιρία για μια ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική περίοδο».

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Επετειακό αφιέρωμα στον ποιητή Ρώμο Φιλύρα (1889-9.9.1942) από την φίλη στο fb Gianna Vlachou (facebook, 9.9.2024)

 ..............................................................




Ρώμος Φιλύρας (1888 - 9 Σεπτεμβρίου 1942)

Ο ποιητής που έζησε "μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή"...




Υπεράνω


Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε,
ούτ’ οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί
Επάνω απ’ της Αβύσσου τ’άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί…
Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,
Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!...

....................



Δεν Έφθασα Ψηλά


Με τα λειψά μου τα φτερά,
αχ δεν ανέβηκα ψηλά,
δεν έζησα πλατιά, γοερά,
δεν έκραξα στ᾽ αστέρια,
δεν πέταξα σ᾽ άλληνε γη,
δεν άκουσα να μου μιλά
κάποιο πουλί που φώναζε
σ᾽ ουρανικά λημέρια.
Δεν έκρουσα την άρπα μου
σ᾽ ουράνιους σκοπούς,
δε ρύθμισα το στίχο μου
σε νότα μαγεμένη
και δεν απόσταξα χυμούς
από καρπούς κι οπούς
που σύνθεση πρωτόφαντη
να φτιάξω ονειρεμένη.

................


Δεν Ήτανε Να Γίνω...


Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω,
ό,τι έχω 'νειρευτεί...

..................


Διαθήκη


Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια.
Χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λιώνουν πόνοι και τριζόνια...
Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.
Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.

................


Ο Ρώμος Φιλύρας το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Δεν σταμάτησε να γράφει ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. Τον είχε επισκεφτεί κι ο Καρυωτάκης ο οποίος ταράχτηκε ιδιαίτερα με την εξέλιξη της υγείας του Φιλύρα για ευνόητους λόγους. Υπέφεραν από το ίδιο αφροδίσιο νόσημα.




Στο ποίημα του Φιλύρα "Μοίρα Άγει" απαντά ο Καρυωτάκης με το ποίημα:"Υποθήκαι"


Ρώμος Φιλύρας: "Μοίρα Άγει"


Α, στο λαό πώς μ'έριξεν η μοίρα,
πώς μ' έκρουσε στη θείαν ανατροφή
και μ' άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή.
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!


...............






Κώστας Καρυωτάκης: "Υποθήκαι"


Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χείλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Οταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν' αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Οταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονέρια σου φύλλο.
Ασε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.




Η προοπτική παρόμοιας τραγικης κατάληξης οδήγησε σε απελπισία τον Καρυωτάκη. Τα υπόλοιπα είναι... ιστορία. Το 1927 εισήχθη ο Φιλύρας στο Δρομοκαΐτειο, το 1928 αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης...