...........................................................
Τάσος Καλούτσας (γ.1948)
·
«Αντίστροφη
μέτρηση» διήγημα του Τάσου Καλούτσα
από τη συλλογή διηγημάτων του «Το
Τραγούδι των
Σειρήνων» (εκδ. ΝΕΦΕΛΗ,
2000)
Όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι και το πήρε
απόφαση πως έπρεπε να χωρίσει ή τουλάχιστον να ζήσει για ένα διάστημα όπως ζουν
οι χωρισμένοι, γνώρισε την Ανθή. Νοίκιαζε τότε μόνη
της ένα διαμέρισμα, μικρό και άβολο, και τα πρωινά πήγαινε στις ανασκαφές. Τις
νύχτες σκυμμένη πίσω από ‘να βουνό βιβλία, ξεκομμένη από τις παρέες της και
καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, ετοίμαζε τη μεταπτυχιακή εργασία της, με θέμα τη
θέση των γυναικών στο προϊστορικό Αιγαίο.
Συνήθως αράζανε στον καναπέ, στο καθιστικό,
ακούγοντας απαλή μουσική απ’ το κασετόφωνο. Σ’ αυτό το σπίτι πάντως, όσο
γινόταν στενότερη η σχέση τους, φοβόταν όλο και περισσότερο ν’ ανεβαίνει μονάχη
της τα μεσάνυχτα, διασχίζοντας τον έρημο διάδρομο και την κατασκότεινη στριφτή
σκάλα. Έλεγε πως μπορούσε να της είχε στήσει καρτέρι κάποιος «δολοφόνος». Μια
βραδιά μάλιστα – αργότερα θα την ονόμαζε «βραδιά των αποκαλύψεων» - , μετά από
ένα «ψυχολογικό θρίλερ» που είχανε δει στον κινηματογράφο, την είδε να
κοντοστέκεται σχεδόν τρομοκρατημένη. Δεν ήξερε αν αυτός ήταν ένας πλάγιος
τρόπος να τον παρασέρνει, πάντως τότε ανεβήκανε πάνω μαζί. Και την επομένη, για
καλό και για κακό, της αγόρασε ένα σύρτη και τον πέρασε στην πόρτα της.
Άλλες φορές όμως φερόταν με τόση αποκοτιά,
που δεν την αναγνώριζε. Όπως εκείνο το απόγευμα που πήγε να τα βάλει μ’ ένα
τσούρμο μοτοσικλετιστές και με το ζόρι τη συγκράτησε. Είχανε ανακαλύψει μια
ήσυχη αμμουδιά σ’ ένα κοντινό κεφαλοχώρι, όπου πηγαίνανε αραιά και πού, επειδή
ήταν απόμερα, κι η Ανθή έσκυβε κάθε τόσο κεφάτη να μαζέψει ένα λαμπυριστό
χοχλάδι ή βότσαλο· ή του εξηγούσε πως «άλλα είναι τα όστρεα και άλλα τα
όστρακα» - τα όστρακα μοιάζαν με μικρά θραύσματα κεραμιδιού. Οι τύποι – θα
πρέπει να κάνανε προπόνηση για αγώνες – όρμησαν καταπάνω τους σαν
ξεφρενιασμένοι και τους λαχτάρισαν, περνώντας ξυστά απ’ τα μαρμαρωμένα σώματά
τους, καθώς ανηφορίζανε σε υπερυψωμένη τούμπα, κοντά στην ακρογιαλιά.
Κοκαλώσανε στο ορθόκοφτο μονοπάτι της πλαγιάς, ενώ εκείνοι συνέχιζαν τα
ριψοκίνδυνα σάλτα τους στην κορφή του λόφου. «Μου τη σπάσανε!» ξέσπασε μετά
φουρκισμένη η Ανθή, κι ήθελε να τους ριχτεί. Γυρίσανε στο σπίτι τους
συγχυσμένοι, με τα μούτρα κατεβασμένα. «Μη χολοσκάς!» έκανε σε λίγο,
ξαναβρίσκοντας το κέφι της και πατώντας το κουμπί από το κασετόφωνο. «Χόρεψέ
μου μια ζεμπεκιά!». Βάλθηκε να γυροφέρνει, αργοφτερουγίζοντας τους ώμους του,
σηκώθηκε κι αυτή, κόλλησε πάνω του και μετά ριχτήκανε χαλαρωμένοι στο κρεβάτι.
Κάπως έτσι περνούσαν από τη μια κατάσταση
στην άλλη. Συχνά σκεφτόταν πως η Ανθή αναζητούσε στον έρωτα ένα μπάλσαμο. Αλλά
για ποια πληγή; Εξάλλου, εκείνη η ώρα τη μεταμόρφωνε! Όταν πυρωνόταν, της άρεσε
η δύναμη· αλλιώς δεν μπορούσε να φτάσει στην κορύφωση. Οι γυναίκες είναι
βίαιες, του τόνιζε, αναθεωρώντας, θαρρείς, μεμιάς τις απόψεις της, και
ξεχνώντας τα «οδυνηρά παρεπόμενα της ανδροκρατίας», που του αράδιαζε όταν
σκάλιζε τα χαρτιά της. Θέλω να είσαι δυνατός μαζί μου, συνέχιζε με την ψιλή
φωνούλα της, ενώ αυτός αναρωτιόταν πώς μπορούσε να φωλιάζει στην ψυχή αυτού του
λεπτεπίλεπτου πλάσματος κι η παραμικρή απαίτηση για σκληρότητα.
Κάποια στιγμή πάντως, εκείνο το βράδυ που
ανεβήκανε στο διαμέρισμά της μετά την ταινία, γύρισε και του είπε: «Δεν ξέρεις
τίποτα για μένα», και φαινόταν πολύ μαγκωμένη. «Για μας…» πρόσθεσε, υπονοώντας
ίσως ολόκληρη την οικογένειά της. Την πίεσε να του πει τι ακριβώς εννοούσε,
αλλά σώπαινε. «Δεν είναι αλήθεια όσα μου είπες για τους γονείς σου; Για τον
αδελφό σου;» τη ρώτησε. Εξακολουθούσε να κρατάει κλειστό το στόμα της. «Τι
συμβαίνει με τον αδελφό σου;» ξανάπε φιτιλιασμένος. «Σκότωσε κανέναν; Είναι
φυλακή; Μήπως δεν είναι καλά στην υγεία του;» Κούνησε αργά το κεφάλι της. «Όχι,
τώρα είναι καλύτερα…» Με τα πολλά κατάφερε να της πάρει κάποια λόγια. Ο αδερφός
της, γεννημένος στον όγδοο μήνα του, είχε κάποιο κουσούρι – δεν ήταν λίγοι
εκείνοι που τον περνούσαν για «βλαμμένο»… Στο σχολείο αυτή έπρεπε να τον
διαβάζει. Τι ταπεινώσεις, τι εξευτελισμοί από φίλους και συγγενείς, που ήθελαν
ν’ αποδείξουν ότι τα δικά τους παιδιά ήταν σαΐνια… Κι οι γονείς της την είχαν
φορτώσει με ενοχές. Μεγάλωσε με ένα μίσος για τους δικούς της ανθρώπους. Ο
ίδιος ο πατέρας της την κυνήγησε κάποτε με το τσεκούρι, επειδή τάχα του
αντιμίλησε. Καθώς η Ανθή συνήθιζε να περιγράφει με κάποια ιδιαίτερη εμμονή αυτή
τη σκηνή, το πρόσωπό της φορτιζόταν από μια έντονη συγκίνηση. Και τώρα ακόμη,
όταν τους επισκεπτόταν, παρόλο που έλεγε πως ήταν το «καμάρι» του, έκλαιγε
καμιά φορά χωρίς σοβαρό λόγο, σαν μικρό παιδί και δεν μπορούσε να τον βλέπει.
Τους σιχάθηκε η ψυχή της όλους, μαζί και τον αδερφό της. Πριν από μερικά χρόνια
είχε δει έναν εφιάλτη, που ακόμα τον θυμόταν πολύ καθαρά: «Ήμουν στο χωριό και
σηκώθηκα νύχτα να πάω στον καμπινέ. Στον ουρανό είχε φεγγάρι και το καμπινέ
βρισκόταν έξω απ’ το σπίτι. Κι όταν μπήκα μέσα, δεν υπήρχε εκεί λεκάνη, αλλά
κάτι σα σκουριά ήταν στη θέση της, γεμάτο ακαθαρσίες, και τότε εμφανίστηκε
δίπλα μου ένα σκυλάκι που είχαμε παλιά. Κρατούσα ένα μεγάλο σπαθί και χρατς του
πήρα μεμιάς το κεφάλι. Βγήκα με την αίσθηση πως είχα πάρει το κεφάλι του
αδερφού μου, πήγα λίγο παραπέρα κι έκανα εμετό». Γινόταν κατανοητό το πείσμα
της να σπουδάσει, να πάρει υποτροφία, να φύγει μακριά.
Λίγο αργότερα ήρθαν κι οι αποκαλύψεις για
τον πρώην φίλο της και το δεσμό τους που υπήρξε «θεάρεστος, αλλά και
καταστροφικός». «Αγάπησα έναν ψυχικά άρρωστο», του εξομολογήθηκε, χώρια που ο
τύπος είχε και σωματικά προβλήματα – έπασχε από το στομάχι του. Αλλά το πιο
σοβαρό ήταν που πάθαινε «αποπροσωποποίηση». Για να του δώσει να καταλάβει τι
εννοούσε, του διηγήθηκε πως κάποτε, που κάθονταν σ’ ένα μπαράκι, της είπε
ξαφνικά πως έβλεπε να βγαίνει ένας δράκος από το απέναντι κάδρο… Τινάχτηκε σαν
σούστα, λέγοντας πως έπρεπε να φύγει. Συνάμα έβλεπε μια τρύπα στο πόδι της.
Έπρεπε να πάει αμέσως, λέει, στα μνήματα, στον τάφο της μάνας του. Η μάνα του
βέβαια ζούσε – άλλες φορές τη λάτρευε και άλλες τη μισούσε -, απλώς με το μυαλό
του εκείνη την ώρα την είχε σκοτώσει… Μόλις βγήκαν έξω – εκείνη του κρατούσε το
χέρι – «κοίτα μια τάφρος!» της λέει, εννοώντας το πεζοδρόμιο, κι αγαλμάτωσε.
«Δηλαδή, ήταν τρελός;» τη ρώτησε. «Όχι, απλώς άρρωστος», του απάντησε. Κι έκανε
ψυχοθεραπεία. Όμως εκείνη τον είχε ερωτευτεί και τον βοηθούσε, όσο μπορούσε, να
το ξεπεράσει. Μόνο η Ανθή μπορούσε ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα σ’ ένα τέτοιο άτομο.
Παρ’ όλα αυτά στο τέλος την πλήγωσε και τα τσουγκρίσανε. «Να φανταστείς, δε
θέλησε να μοιραστεί μαζί μου ούτε τη χαρά από την πρώτη επιτυχία που είχε στη
δουλειά του!» στρίγκλισε, μη θέλοντας να συνεχίσει άλλο αυτή την κουβέντα και
ξεφυσώντας τουλούπες καπνού απ’ το στόμα της. Τη μάλωσε, δεν έπρεπε να καπνίζει
τόσο. «Άσε με να καρκινιαστώ!» είπε. «Θέλω να πεθάνω νέα. Εξάλλου είμαι μια
ατάλαντη!» Σε λίγο ομολόγησε πόσο ένιωθε «αποτυχημένη», ενώ στ’ αφτιά της
βούιζαν πάντα τα λόγια των γονιών της: «Ούτε τέλειωσες ακόμη ούτε λεφτά βγάζεις
ούτε παντρεύτηκες…» Γι’ αυτό, πρόσθεσε, τον καιρό που τη γνώρισε, τη βασάνιζαν
μαύρες σκέψεις κι είχε τάσεις αυτοκτονίας.
Διψούσε ν’ αγαπηθεί, αλλά όσα είχαν
μεσολαβήσει την είχαν πείσει πως δεν θα βρισκόταν ποτέ κανένας να την αγαπήσει
με τις ατέλειές της – όπως ήταν πρόθυμη αυτή να κάνει με τους άλλους. «Κανείς
δε μου είπε πως θα ήταν τόσο δύσκολο!» χτύπησε μια φορά με θυμό τις γροθιές της
στο μαξιλάρι. «Αλλά, φυσικά, καθέναν τον αγαπούν όσο τους αξίζει…» συμπλήρωσε
σιγανά, βάζοντάς τα πάλι με τον εαυτό της. Ένιωσε ενοχή γιατί ξαφνικά
συνειδητοποίησε πως δεν της είχε ποτέ «σ’ αγαπώ» - ακόμα και στις πιο
παθιασμένες στιγμές του έρωτά τους. Ενώ η Ανθή επαναλάμβανε πολλές φορές, «μ’
αγαπάς, μ’ αγαπάς;», περιμένοντας θαρρείς με αγωνία ν’ ακούσει την επιβεβαίωση
από το στόμα του. Δενόταν όμως η γλώσσα του, δεν ήξερε γιατί· ίσως επειδή
πίστευε πως η αγάπη είναι περισσότερο έργα παρά λόγια! Ώσπου μια μέρα ξέσπασε:
«Πες το μου, κι ας είναι ψέμα!» έκανε με ένα σπάσιμο στη φωνή της, κι ένιωσε
την καρδιά του να σκίζεται.
Κάποιο βράδυ που το κρύο είχε σφίξει, πήγανε
σε ένα ταβερνάκι κι άρχισε να του διηγείται, λίγο ταραγμένη, όσα συνέβησαν στην
πρωινή ανασκαφή. Σ’ ένα οικόπεδο, κοντά στην Έδεσσα, είχαν ανακαλύψει αρκετούς
τάφους – ένα χριστιανικό κοιμητήριο του τέταρτου ή του πέμπτου αιώνα. Σ’ έναν
απ’ αυτούς, ο σκελετός δεν ήταν εύκολο να εξακριβωθεί, του ‘πε, αν ανήκε σε
άντρα ή σε γυναίκα, γιατί δεν σωζόταν καλά η λεκάνη. Υπήρχε όμως κάτι άλλο, σ’
αυτόν, πολύ «επεισοδιακό»: Στο κρανίο βρέθηκαν μπηγμένα καρφιά, ένα στην οροφή,
ένα πλάγια στα μάτια· καρφιά είχαν μπηχτεί ακόμα στην ωμοπλάτη, στον καρπό και
χαμηλά στα πόδια του νεκρού. Αλλά και στα γεννητικά του όργανα! Οι αρχαιολόγοι
του γκρουπ άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση και σε λίγο χάθηκαν σ’ ένα λαβύρινθο
εκδοχών… Αν ήταν άντρας, κατέληξαν, τότε ίσως επρόκειτο για θάνατο από
βασανιστήρια, πιθανόν να ‘ταν νεκρός πολέμου. Αν ήταν γυναίκα, θα έπρεπε να
ήταν μοιχαλίδα… «Έτσι τιμωρούσαν οι χριστιανοί τους μοιχούς;» ρώτησε με
σβησμένη φωνή, κι η Ανθή κούνησε το κεφάλι της. Εκείνο που τους έκανε όλους ν’
ανατριχιάσουν, είπε και τον κάρφωσε με το βλέμμα της, ήταν το σούβλισμα στα
γεννητικά όργανα, ιδίως αν έγινε σε έναν άντρα… Ζάρωσε τα φρύδια του, με
αποτροπιασμό.
Την άλλη μέρα έφυγε για λίγες μέρες στο
χωριό της. Στο αχνισμένο τζάμι του τρένου, καθώς τον αποχαιρετούσε, χάραξε την
τελευταία λέξη: «σ’ αγαπώ».
Στο λίγο διάστημα που έλειψε – για τους
ερωτευμένους, λένε, ένα ταξίδι χωρισμού είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί
– έκανε διάφορες σκέψεις για τον δεσμό τους και τον ζώσανε τα φίδια. Μήπως ήταν
λάθος; Μήπως έπρεπε να σκεφτεί πιο λογικά; Τι γύρευε αυτός μ’ ένα νέο κορίτσι
που μπήκε εντελώς ξαφνικά στη ζωή του κι έβλεπε να δένεται τόσο μαζί του; Είχε
μετακομίσει στο σπιτάκι μιας θείας του, έξω από την πόλη, κι ένιωθε
αξιολύπητος, καθώς τουρτούριζε τις νύχτες, προσπαθώντας να ζεσταθεί μ’ ένα
αερόθερμο μια σταλιά. Στο διαμέρισμα της Ανθής δεν ήθελε να μείνει, αν και του
είχε δώσει το κλειδί. Όταν εκείνη γύρισε από το χωριό της, του έφερε γίδα κι
ένα μπλε βελούδινο κουτί, παράξενο δώρο για τα γενέθλιά του, για να φυλάει εκεί
μέσα ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ένα παρόμοιο κουτί, του είπε, είχε κι η γιαγιά της
– η μόνη απ’ όλους που την αγαπούσε πραγματικά – κι έβαζε μέσα τα «μαλαματικά»
της.
Πήγε τη γίδα στη γυναίκα του και της είπε να
τη μαγειρέψει. Ένιωθε περίεργα και προσπάθησε να την πλησιάσει. Στο κρεβάτι,
ήταν σαν ν’ άγγιζε ένα ξένο σώμα. Σε λίγο καταλάβανε πως ήταν μάταιος κόπος.
Κάτι είχε χαθεί οριστικά. Την άκουγε που έβγαζε έναν πνιχτό ήχο· έκλαιγε
μουλωχτά. Γύρισε απ’ την άλλη μεριά, για να κρύψει κι αυτός τα δικά του δάκρυα.
Μετά σηκώθηκε ρουφώντας τη μύτη της και, ρίχνοντας κάτω τα μάτια της, χώθηκε
αμίλητη στην κουζίνα, απ’ όπου ακουγόταν να βράζει η γίδα μέσα στη χύτρα.
Ξαναγύρισε στο σπίτι της Ανθής, που τον
ρώτησε, αναπάντεχα, αν είχε κάνει τελευταία έρωτα με τη γυναίκα του. Πριν
προλάβει να της απαντήσει, «θα το καταλάβω αν συμβεί κάτι τέτοιο», του είπε.
Ήταν φανερό ότι τη ζήλευε, κι ας μην το φανέρωνε στις αρχές. Θυμόταν μια φορά
που έτυχε να δει μια φωτογραφία της και του είπε: «Τώρα στα όνειρά μου θα έχει
συγκεκριμένη μορφή, γαμώτο!» Θα έπρεπε όμως να μοιραζόταν μαζί του και κάποιες
ενοχές, επειδή δεν ήταν ακόμη τελεσίδικα χωρισμένος. Απ’ την άλλη, κάποτε που
τον ρώτησε αν θα μπορούσε ποτέ να την παντρευόταν, εκείνος βιάστηκε να την
προειδοποιήσει πως δεν αποτελούσε την ιδανική επιλογή της. «Ας μην τα κάνουμε
όλα τραγωδία», είπε κοφτά η Ανθή. «Δεν περνάμε καλά; Τι άλλο θέλουμε;»
Αλλά αυτός ήταν ένας λόγος. Το θέμα πρέπει
να την απασχολούσε σοβαρά. Λίγο μετά, εκείνο το απόγευμα, την πήρε το μάτι του
να γονατίζει μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρης και να μονολογεί σχεδόν
έξαλλη: «Είμαι τρελή!» Τη ρώτησε ξαφνιασμένος τι στο καλό έκανε εκεί. «Τίποτα»,
απάντησε. Έμοιαζε αποκομμένη από τα γύρω. «Μα μόλις είπες «είμαι τρελή»!» της
κάνει. «Ναι, είμαι τρελή», παραδέχτηκε. «Γιατί το λες αυτό;» «Δε με ξέρεις…
Απλούστατα ένιωσα αυτή τη στιγμή ότι έχω τρελαθεί – κακό είναι;» Μιλούσε
μυστήρια και την κοίταζε παγωμένος. «Καλύτερα να φύγω», είπε, αλλά όρμησε να
τον συγκρατήσει. «Να πας πού; Θες να το βάλεις στα πόδια; Χα, χα!...» Η φωνή
της ήταν βραχνή και η στάση της γενικά αλλαγμένη. Ήταν σίγουρος πως η σκηνή δεν
ήταν άσχετη απ’ το γεγονός ότι η σχέση τους δεν οδηγούσε πουθενά. Γι’ αυτό φερνόταν
έτσι σκληρά στον εαυτό της.
Κάπως έτσι, θυμόταν, άρχισε η αντίστροφη
μέτρηση. Κάτσανε στον καναπέ, στο καθιστικό, ακούγοντας Παγκανίνι. «Θα ήμασταν
ένα υπέροχο ζευγάρι εμείς οι δυο», είπε ξαφνικά η Ανθή, χώνοντας το μουτράκι
της στην αγκαλιά του. «Γιατί οι άντρες που αγαπώ θέλουν να λακίσουν!...» φώναξε
μετά, ξεσπώντας σε λυγμούς.
Της χάιδευε τα μαλλιά, αλλά η γλώσσα του
είχε δεθεί. Στη συνέχεια τον ρώτησε αν θα δεχόταν, τουλάχιστον, κάποτε, να γίνει
ο πατέρας του παιδιού της – έτσι, χωρίς καμιάν άλλη υποχρέωση, του τόνισε! Όταν
πάλι δεν έβγαλε άχνα, άρχισε να μιλάει γι’ αυτοκτονίες και τα ρέστα. «Τι ‘ναι
αυτά που λες!» της έμπηξε μια φωνή και της θύμισε τη συμφωνίας που είχανε κάνει
να μη δημιουργήσουνε εξαρτήσει (κάθε λογής εξαρτήσεις) στη ζωή τους. «Άλλωστε»,
πρόσθεσε αποφασιστικά, «δε θα ‘θελα να σταθώ εμπόδιο στην προσωπική σου ζωή».
«Μα εδώ κι ένα χρόνο, εσύ είσαι η προσωπική μου ζωή!» τον αποστόμωσε.
Αυτό τον τρόμαξε. Εξαφανίστηκε για αρκετές
μέρες. Κάποτε που τον πέτυχε η Ανθή στο τηλέφωνο του ζήτησε συγγνώμη, «μερικές
φορές δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου», του είπε. Έκανε μια παύση. «Είμαστε στο
τέλος», συνέχισε με θλιμμένη φωνή. «Σ’ το ‘χα πει πως θα το καταλάβω, αν
θελήσεις ν’ απομακρυνθείς» - αλλά πρόσθεσε πως δεν ήθελε να χωρίσουνε έτσι. Τον
ρώτησε ακόμα, επειδή κάποιες φίλες είχαν οργανώσει ένα πάρτι το σαββατοκύριακο,
αν έκρινε σκόπιμο ότι έπρεπε να πάει. «Και βέβαια να πας», της απάντησε· «μη με
σκέφτεσαι εμένα».
Εκεί γνώρισε κάποιον τύπο που τη διπλάρωνε
ως αργά τη νύχτα με κατεβατά από στίχους, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Όταν του
το ‘πε, ξίνισε κάπως τα μούτρα του. Κρέμασε κι αυτή τα δικά της. «Για να τα
φτιάξω με άλλον, πρέπει πρώτα να χωρίσω, από σένα, εντάξει;» του είπε. «Είσαι
ώριμος για κάτι τέτοιο;» Είπε ναι, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν το εννοούσε.
Από τότε άρχισε μια νέα φάση στη σχέση τους.
Βλέπονταν πιο αραιά, αν και οι συναντήσεις τους απόχτησαν μια ξεχωριστή ένταση
που την υποδαύλιζε, θαρρείς, η επικείμενη στέρηση του οριστικού χωρισμού. Η
Ανθή έσμιξε με παλιές παρέες της και τα διαβάσματά της έμειναν αναγκαστικά
πίσω. Όλο και κάποιον του ‘λεγε πως γνώρισε, αλλά στο τέλος μάλλον τους
απέρριπτε όλους. Κι αυτός ακόμα και το μπουφάν του της δάνεισε κάποτε για να το
φορέσει σ’ ένα πάρτι. Έφτασε μέχρι το σημείο να τη συνοδέψει ως τον
κινηματογράφο που την περίμενε η παρέα της, ενώ εκείνη σάρκαζε στο δρόμο:
«Είναι πρωτάκουστο! Ο εραστής μου να με ξαποστέλνει, μ’ αυτόν τον τρόπο στους
φίλους μου…» Ύστερα την είδε από μακριά να μπαίνει στο σινεμά, μ’ έναν ψηλό.
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να καταλάβαινε πως
αν έβρισκε άλλον, θα ξεκόβανε εντελώς – κι αυτό θα την πλήγωνε. Ενώ η δική της
γενιά ήταν διαφορετική, του τόνιζε. Ο δικός της φίλος ή σύντροφος θα ήξερε τα
πάντα για τη σχέση τους και ποτέ δεν θα την εμπόδιζε να τον συναντάει, αν
εκείνη το ήθελε… Το πήρε απόφαση να μην την ξαναδεί όταν του ομολόγησε πόσο
«οδυνηρό» της ήταν να τον βλέπει – κι αυτό ακόμα το λίγο που τον έβλεπε. «Γιατί
ποτέ δεν ήσουν δικός μου», πρόσθεσε. Εκείνο το βράδυ τής χόρεψε τον τελευταίο
χορό, στους ήχους μιας μουσικής που της άρεσε – θα πρέπει να ‘ταν το κομμάτι «Down Town» των Hearts. Καθόταν στον καναπέ διπλοπόδι,
σειώντας και λυγώντας το πανωκόρμι της, και ρουφούσε λαίμαργα με τα μάτια της
κάθε το κίνηση. Ύστερα μάζεψε τα πράγματά του, άφησε το κλειδί της στο τραπέζι
και της έστειλε ένα φιλί απ’ την πόρτα.
Πήγε στο χωριό της, ξαναγύρισε, τον ξαναπήρε
τηλέφωνο. «Δεν μπορούμε τουλάχιστον να βλεπόμαστε σα φίλοι;» τον ρώτησε. Έτσι
συναντιόνταν πάλι, πιο αραιά. Έμαθε πως τα έφτιαξε μ’ ένα νεαρό συνομήλικό της.
Του πρότεινε στο τηλέφωνο να του τον γνωρίσει, αλλά αρνήθηκε. Τον παρακάλεσε να
μεσολαβήσει για ν’ αγοράσει εκείνος ένα μεταχειρισμένο αμάξι και το έκανε.
Έτσι κύλησε ο καιρός. Στο μεταξύ γνώρισε κι
αυτός τη Φοίβη. Μια ψηλή και γλυκιά γυναίκα, περίπου στην ηλικία του, με λεπτή
κορμοστασιά και ωραία ανοιχτόχρωμα μάτια. Μια φορά συναντήσανε τυχαία στο δρόμο
την Ανθή, που της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Μετά από δυο μέρες του τηλεφώνησε
και του πρότεινε να του κάνει το τραπέζι. Ο δεσμός με το φίλο της ήταν
«σοβαρός», αλλά εκείνη δεν λογάριαζε να ξεχάσει τις παλιές της συνήθειες. Τότε
της εξομολογήθηκε κι αυτός για τη σχέση του με τη Φοίβη. Την είδε που
δαγκάθηκε. Θα πρέπει να ήταν κάτι που δεν το περίμενε ποτέ να συμβεί. Η όψη της
σκοτείνιασε περισσότερο όταν της είπε πως ήταν καλλιτέχνις και ασχολούνταν με
επιτυχία με τη ζωγραφική.
Από τότε δεν τον ξαναπήρε ποτέ τηλέφωνο.
Εξαφανίστηκε κι έχασε κυριολεκτικά τα ίχνη της. Μήπως είχε διοριστεί στο Δημόσιο
κι έφυγε για την επαρχία; Ή μήπως είχε δώσει εξετάσεις στην Αρχαιολογική
Υπηρεσία, όπως το σχεδίαζε άλλοτε; Ούτε φυσικά, το δικό της τηλέφωνο απαντούσε.
Τον έτρωγε η περιέργεια. Περνώντας ένα βράδυ τέλος έξω απ’ το σπίτι της, είδε
άλλο όνομα γραμμένο στο θυροτηλέφωνο.
Μια Καθαρή Δευτέρα, απόγευμα, βρεθήκανε με
τη Φοίβη, σ’ εκείνη την ακρογιαλιά, όπου είχε συμβεί παλιά το επεισόδιο με τις
μοτοσυκλέτες. Έβγαλε απ’ το πορτ-μπαγκάζ το χαρταετό που είχε ψωνίσει για την
κόρη του, καθώς φυσούσε ένα δυνατό αεράκι, τον καντήλιασε στο πι και φι.
Υψώθηκε κατακόρυφα, ο σπάγκος τεζάρισε επικίνδυνα κι ένιωθε τέτοιο τράβηγμα στο
χέρι, που φοβήθηκε πως θα έσπαζε. Και πραγματικά σε λίγο κόπηκε. Ο χαρταετός
όμως, ύστερα από ένα ξαφνικό (και σχεδόν απελπισμένο) μακροβούτι στην αρχή,
ξαναβρήκε γρήγορα την ισορροπία του, ξεδίπλωσε την ουρά του και συνέχισε να
πετάει μόνος του, παίρνοντας κι άλλο ύψος πάνω από τ’ αφρισμένα κύματα. Τον
παρακολουθούσανε έκπληκτοι, χωρίς να μιλάνε, να ξεμακραίνει μέχρι που έγινε
κουκκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Πού θα τον έβγαζε ο άνεμος; Το περιστατικό τού
έφερε μοιραία στο νου την Ανθή και ασυναίσθητα, λίγο μετά που βλέπανε κάποιες
φωτογραφίες με τη Φοίβη, έβγαλε να της δείξει και δυο δικές της, που φύλαγε
πίσω στο πορτμπαγκάζ, ανάμεσα σε παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες. Με τη Φοίβη –
που ήταν ο τύπος της γυναίκας που σε παρασέρνει απ’ τον πρώτο κιόλας καιρό να
της πεις «σ’ αγαπώ», ενώ εκείνη είναι εξαιρετικά φειδωλή σε τέτοιες κουβέντες,
λες και δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη αν αυτό που νιώθει είναι έρωτας ή απλή
επιθυμία – οι αντιδράσεις ήταν καμιά φορά απρόβλεπτες. Το γεγονός, λοιπόν, τη
σάστισε στην αρχή και μετά τη γέμισε οργή. Μπορεί να ήταν και γκάφα του. Στο
δρόμο της επιστροφής εξακολουθούσαν να λογομαχούν και δεν θα σταματούσαν, αν
δεν πετούσε τις φωτογραφίες απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου στα χωράφια (με
βαριά καρδιά, είναι αλήθεια) – αλλά ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε κάπως να
την ξεχολώσει.
Αυτό που συνέβη τις επόμενες μέρες δεν
περνούσε καν από το μυαλό του, όμως είναι γνωστό ότι η ζωή σκαρώνει καθημερινά
τέτοια άσχημα παιχνίδια, που μπροστά της ωχριά η φαντασία. Ένα μεσημέρι είδε
στο περίπτερο τη φωτογραφία της Ανθής να φιγουράρει στην πρώτη σελίδα μιας
εφημερίδας κι έμεινε άναυδος. Δεν τον ξεγελούσαν τα μάτια του. Ήταν εκείνη με
το στεγνό της πρόσωπο και το λακαρισμένο τσουλούφι των μαλλιών της κρεμασμένο,
όπως το συνήθιζε, πάνω στο μέτωπό της. Δίπλα της η φωτογραφία ενός γέρου με
αξύριστα μάγουλα και θολό βλέμμα. «Ο δράστης», έγραφε η λεζάντα από κάτω. Τον
έλουσε κρύος ιδρώτας. «Φονικό στην Ακαρνανία», «Τη δολοφόνησε», χοροπηδούσαν οι
τίτλοι γύρω τους, ενώ παρακάτω δίνονταν διευκρινήσεις, με λιγότερα τονισμένα
γράμματα. «Έκοψε με κουζινομάχαιρο τη ζωή της 28χρονης κόρης του…» Ο δράστης –
αυτά τα μάθαινε για πρώτη φορά – με «διαπιστωμένα ψυχολογικά προβλήματα και
νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές κατά το παρελθόν… Η εφημερίδα έκανε αόριστες
νύξεις για «οικογενειακές διαφορές» και δημοσίευε μιαν ασυνάρτητη δήλωση του
δολοφόνου πατέρα πως το κακό «έπρεπε να γίνει», γιατί η κόρη του είχε μείνει
έγκυος… Σφίχτηκε τόσο που ένιωσε την ψυχή του να διαλύεται.
Ξαναγύρισε στον τόπο που είχε πετάξει τις
φωτογραφίες της εκείνο το απόγευμα. Παράτησε το αμάξι στη μουντή ερημιά κι
άρχισε να ψάχνει στο χαντάκι, πλάι στο δημόσιο. Ύστερα από κάμποση ώρα
απογοητεύτηκε. Άραγε σε ποιανού χέρια να είχανε πέσει στο μεταξύ; Ώσπου,
ξαφνικά, ανακάλυψε τη μια, μουσκεμένη από το λιανοβρόχι και μισοσκεπασμένη από
μια τούφα χορτάρια. Πόζαρε η Ανθή στην άκρη, ντροπαλή, αλλά με ανασηκωμένη
κάπως τη μυτούλα της, και δίπλα της καμιά δεκαριά άντρες – η ομάδα των εργατών
τους οποίους επέβλεπε στις ανασκαφές. Του την είχε χαρίσει πρόσφατα – για να τη
θυμάται, όπως του ‘χε πει, κι από πίσω γραμμένη η σχετική φράση, μ’ εντελώς
ξεθωριασμένα γράμματα πια. Τη σκούπισε προσεχτικά με το μαντίλι, την έβαλε στο
πορτοφόλι του, κι όταν γύρισε στο σπίτι, την έκρυψε – μαζί με άλλες δυο
ευχετήριες κάρτες που του είχε στείλει κάποτε, στα γενέθλιά του – στο μπλε βελούδινο
κουτί.