Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

"ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΝΥΧΤΑ..." ποίημα του Ντύλαν Τόμας (μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης / facebook, 31.5.2021)

 ...............................................................





Ντύλαν Τόμας 

(1914-1953)







"ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΝΥΧΤΑ..." 

ποίημα του Ντύλαν Τόμας 

(μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης / facebook, 31.5.2021)


Πλάι στο σονέτο και τη σεστίνα, η βιλανέλα είναι μια από τις απαιτητικότερες μορφές της ευρωπαϊκής ποίησης. Στην τυπική της εκδοχή έχει 19 στίχους, σε έξι τρίστιχες στροφές και μια μονόστιχη, που σ' όλους τους ακούγονται δύο, οι ίδιες πάντα, ρίμες. Επιπλέον, ωσάν αυτή η δυσκολία να μην αρκούσε, υπάρχουν δύο επωδικοί στίχοι (ρεφραίν) που εναλλάσσονται στο πέρας κάθε στροφής.

Η βιλανέλα του Ντύλαν Τόμας που ακολουθεί, είναι ίσως το περιφημότερο, και σίγουρα το πιο ισχυρό, ποίημα του είδους στην αγγλόφωνη ποίηση:

 
ΣΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΝΥΧΤΑ μην της πεις «νύχτα, καλώς να ρθεις»,
πρέπει να καιν τα γηρατειά όταν πεθαίνει η μέρα·
με οργή, με λύσσα ξέσπασε στον δήμιο της αυγής.

Τον ζόφο δίκαιη πληρωμή κι αν βλέπουν οι ευφυείς
γιατί αστραπή τα λόγια τους δεν λάμψαν πέρα ώς πέρα,
σαν έρθει η νύχτα δεν θα πουν «νύχτα, καλώς να ρθεις».

Και οι αγαθοί που εξάγγελοι στάθηκαν μιας γιορτής,
το κύμα τα έργα τους τα ισχνά σαν τα ξερνάει στην ξέρα
με οργή, με λύσσα αυτοί ξεσπούν στον δήμιο της αυγής.

Κι οι άγριοι βάρδοι, οι κυνηγοί του ήλιου μεσουρανίς,
που αργά μάθαν πως θήρευαν μια αργόσυρτη εσπέρα,
σαν έρθει η νύχτα δεν θα πουν «νύχτα, καλώς να ρθεις».

Κι οι μελλοθάνατοι, οφθαλμοί μιας σπίθας τώρα αχνής,
που τ’ άστρα βλέπουν να γελούν κι ας σβήνουν στον αιθέρα,
με οργή, με λύσσα αυτοί ξεσπούν στον δήμιο της αυγής.

Κι εσύ ‒σου δέομαι‒ που τραβάς σ’ ύψη πικρά να βγεις,
κατάρα δώσ’ μου, δώσ’ μου ευχή το δάκρυ σου, πατέρα.
Σαν έρθει η νύχτα μην της πεις «νύχτα, καλώς να ρθεις».

Με οργή, με λύσσα ξέσπασε στον δήμιο της αυγής.

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

"The Lonely Night" Moby [ft. Kris Kristofferson & Mark Lanegan] (Official Audio)

 ...............................................................


"The Lonely Night"  Moby [ft. Kris Kristofferson & Mark Lanegan] (Official Audio)




The Lonely Night Moby

Here come the lonely night 
I can't escape my mind 
From a broken bough 
Fall into finite space 
With the roof torn down 
This house is an empty place 
So tired of wandering around and starting over 
No garden grows here now just the one leaf clover 
And when the windows shuttered 
It's always dark inside 
Sometimes the pain is absurd 
Still it's what fate decides 
Thought I saw Jesus come down 
Dressed like a soldier I used to cry like a clown 
And now I'm older 
Here come the lonely night 
Can't escape my mind 
Here come the lonely night 
I can't escape my mind 
And the grinding wheel turns 
And the heavens burn (heavens burn) 
As the pilot ignites is a lesson learned (is a lesson learned) 
A sullen look of concern 
It might make you sad 
Like the fluttering bird in a dream you had 
See the vanishing act Into thinnest air 
See the stitch in my heart 
Has been frayed together (has been frayed together) 
So tired of wandering around 
And starting over With a graveyard stare (graveyard stare) 
And a one leaf clover (just the one leaf clover) 
Here come the lonely night 
I can't escape my mind (I can't escape my mind) 
Here come the lonely night can't escape my mind (I can't escape my mind) 
I saw Jesus come down Dressed like a soldier 
Once I cried like a clown 
Now I'm older 
Here come the lonely night (here come the lonely night) 
I can't escape my mind (I can't escape my mind) 
Here come the lonely night I can't escape my mind



Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Δύο + τέσσερα μικρά "αθηναϊκά" ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη / Αφιέρωμα στα δέκα χρόνια από την αποδημία του (25.5.2011)

 ............................................................














Γιάννης Βαρβέρης (1955 - 2011)















Με το ταξί καλπάζοντας



Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά
ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύχτα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη .
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι’ εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.




ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Βαθέος γήρατος, εκδ, Κέδρος, Αθήνα 2011




Ομόνοια νύχτα



Το βράδυ αργά κατά τις τρεις

φρέσκο το αύριο απ’ την Ομόνοια προμηθεύομαι

σ’ εφημερίδες και τσιγάρα. Η νύχτα η ποίηση

κλεμμένες βιαστικά μέσα στις κόγχες.

«Πιάστε τον πιάστε τον» από παντού

ψίθυροι που θεριεύουνε καθώς

βάζω μπροστά μια κίτρινη παλιά Κορτίνα

ενώ στο χέρι

κλαίει τα σουσάμια του ο σπασμένος αρραβώνας –

ένα μου μισοφέγγαρο κουλούρι.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Ποιήματα 1975-1996, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000



Ο ηλεκτρικός



VI.

Κι οι ποιητές

παίρνουνε κάποτε

τις κυλιόμενες της Ομονοίας.

Άλλοι το κάνουν για να κόψουν δρόμο

γλιτώνοντας κάνα φανάρι

κι άλλοι κατεβαίνουν φριχτοί

μ’ ένα τούνελ στα μάτια τους.





VII.

Όλοι εμείς προς Ομόνοια

κι ο Μένανδρος

από βαγόνι σε βαγόνι ανάποδα

προς Κηφισιά.



VIII.

Μοναστηράκι. Γάτες

κόβουν βολτούλες

πάνω στους τσίγκους του σταθμού.

Αφηρημένες. Κάποτε

σηκώνουν το δεξί τους πόδι

ψηλά

και μας διευθύνουν.

Σε λίγο το ξεχνούν.

Κι η μουσική σταματά.



ΙΧ.

Τρεις το πρωί

στο σταθμό της Βικτώριας.

Τρεις το πρωί

μετά τόση σκληρότητα

οι ράγιες μαλακές

φέρνουν εδώ

τον καρπό των ερώτων μας.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ



Από το βιβλίο Ποιήματα 1975-1996

Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Johannes Brahms: Clarinet Trio / Andreas Ottensamer, Sol Gabetta, Dejan Lazić (live) (30/09/2015)

 ..............................................................


Johannes Brahms: Clarinet Trio / Andreas Ottensamer, Sol Gabetta, Dejan Lazić (live)

I. Allegro (0:10
II. Adagio (7:42
III. Andantino grazioso - Trio (15:28
IV. Allegro (20:13)


Johannes Brahms (1833-1897): Clarinet Trio in a-minor, Op. 114 Andreas Ottensamer, Clarinet / Sol Gabetta, Violiοncello / Dejan Lazić, Piano


Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

"Δύο μαϊμούδες του Μπρίγκελ" & "Μονόλογος για την Κασσάνδρα" δυο ποιήματα της Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012) / Από τη συλλογή "Η ζωή εδώ και τώρα" (Καστανιώτης)

 ..............................................................




Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012)*


 


"Δύο μαϊμούδες του Μπρίγκελ"


Έτσι μοιάζει το μεγάλο μου όνειρο για τις απολυτήριές μου εξετάσεις:
δυο μαϊμούδες κάθονται αλυσοδεμένες στο παράθυρο,
πίσω απ’ το παράθυρο ίπταται ο ουρανός
και κάνει μπάνιο η θάλασσα.
Δίνω το μάθημα της Ιστορίας των Ανθρώπων.
Μπερδεύω τα λόγια μου και κομπιάζω.
Η μία μαϊμού, με βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, ακούει ειρωνικά,
η άλλη τάχα μου μισοκοιμάται –
αλλά όταν μετά την ερώτηση πέφτει σιωπή,
μου κάνει τον υποβολέα
κουδουνίζοντας ελαφρά την αλυσίδα της.


"Μονόλογος για την Κασσάνδρα"


Είμαι εγώ, η Κασσάνδρα.
Κι αυτή είναι η πόλη μου κάτω από τις στάχτες.
Κι αυτά είναι η ράβδος και οι προφητικές κορδέλες μου.
Κι αυτό είναι το κεφάλι μου γεμάτο αμφιβολίες.
Είναι αλήθεια, θριαμβεύω.
Το δίκιο μου έως τον ουρανό σελάγισε.
Μόνο οι προφήτες που δεν τους εμπιστεύονται
αντικρίζουν τέτοιους ορίζοντες.
Μόνο αυτοί που ξεκίνησαν με λάθος τρόπο
κι οι προφητείες τους μπορούσαν να επαληθευτούν τόσο γρήγορα
σαν εκείνοι καθόλου να μην υπήρξαν.
Τώρα θυμάμαι ξεκάθαρα
πως οι άνθρωποι όταν με έβλεπαν σώπαιναν ξαφνικά.
Το γέλιο κοβόταν.
Τα χέρια απομακρύνονταν.
Τα παιδιά έτρεχαν στις μητέρες τους.
Δεν ήξερα καν τα εφήμερα ονόματά τους.
Κι εκείνο το τραγούδι για ένα μικρό πράσινο φύλλο –
κανείς δεν το τελείωνε μπροστά μου.
Τους αγαπούσα.
Αλλά τους αγαπούσα αφ’ υψηλού.
Από ύψη πέραν της ζωής.
Από το μέλλον. Όπου υπάρχει πάντοτε κενό
και απ’ όπου τίποτα πιο εύκολο απ’ το να δεις το θάνατο.
Λυπάμαι που η φωνή μου ήταν σκληρή.
Δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα –φώναζα–
δείτε τον εαυτό σας από τα άστρα.
Άκουγαν και χαμήλωναν το βλέμμα τους.
Ζούσαν μέσα στη ζωή.
Τόσο ανεμοδαρμένοι.
Προδεδικασμένοι.
Από τη γέννηση σε απερχόμενα σώματα.
Αλλά υπήρχε μέσα τους κάποια νωπή ελπίδα,
μικρή φλόγα που αναζωογονείται τρεμοπαίζοντας.
Γνώριζαν τι σημαίνει η στιγμή,
αχ, έστω μία, όποια να ’ναι,
προτού –
Και να που δικαιώθηκα.
Μόνο που απ’ αυτό δεν βγαίνει τίποτα.
Κι αυτό είναι το καψαλισμένο πέπλο μου.
Κι αυτές είναι οι προφητικές μου παλιατζούρες.
Κι αυτό είναι το δικό μου παραμορφωμένο πρόσωπο.
Ένα πρόσωπο που δεν ήξερε ότι μπορούσε να είναι όμορφο.


Από τη συλλογή "Η ζωή εδώ και τώρα" (Καστανιώτης) (μτφ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς)

*Σημείωση: Βραβείο Νόμπελ Ποίησης στα 1996

"Ο ιός μας πολιορκεί όλους, αλλά εκ των πραγμάτων οι παραστατικές τέχνες θα υποστούν τον πιο μακροχρόνιο αποκλεισμό..." Αριάν Μνουσκίν / Συνέντευξη τής Αριάν Μνουσκίν στο περιοδικό Telerama (μτφρ. Δημήτρης Ντάσκας) Από τον φίλο στο fb Κυριάκο Σάμιο (facebook, 16.5.2021)

 

"Ο ιός μας πολιορκεί όλους, αλλά εκ των πραγμάτων οι παραστατικές τέχνες θα υποστούν τον πιο μακροχρόνιο αποκλεισμό..." Αριάν Μνουσκίν





"Ο ιός μας πολιορκεί όλους, αλλά εκ των πραγμάτων οι παραστατικές τέχνες θα υποστούν τον πιο μακροχρόνιο αποκλεισμό. Άρα, όπως και με τον αποκλεισμό του Βερολίνου το 1948, χρειαζόμαστε μια αερογέφυρα που θα διαρκέσει όσο κρατάει η πολιορκία, όσο το κοινό δεν μπορεί να επιστρέψει, σίγουρο και δραστήριο, με ενθουσιασμό."

Συνέντευξη τής Αριάν Μνουσκίν στο περιοδικό Telerama
(μτφρ. Δημήτρης Ντάσκας Dimitris Daskas)

- Πώς ζείτε την καραντίνα στο Θέατρο του Ήλιου;

- Όπως μπορούμε. Όπως όλος ο κόσμος. Οργανώνουμε τηλεδιασκέψεις με τα εβδομήντα μέλη του θεάτρου και καμιά φορά και με τα παιδιά τους. Σε όλους κάνει καλό να ξαναβρίσκονται με τον θίασο. Κυρίως σ’ εμένα. Σκεφτόμαστε: μετά την καραντίνα, τι θα κάνουμε; Πώς θ’ αρχίσουμε πάλι το θέατρο, που δεν τρέφεται μόνο με λόγια, αλλά κυρίως με σώματα; Πώς θα εφαρμόσουμε συνθήκες υγιεινής χωρίς αυτές να γίνουν αφόρητη λογοκρισία; Μάσκες, προφανώς, σωματικές αποστάσεις στις καθημερινές δραστηριότητες, όπως τα γεύματα, οι συσκέψεις, αλλά στην πρόβα; Το ν’ αναρωτιόμαστε πώς θα δράσουμε, σημαίνει ότι είμαστε ήδη, κάπως, σε δράση. Κατά σύμπτωση, στις 16 Μαρτίου θ’ αρχίζαμε πρόβες για μια παράσταση παράξενα προφητική. To θέμα της, που δεν μπορώ ούτε θέλω ν’ αναφέρω εδώ, γιατί αλλιώς θα χαθεί για πάντα, δεν θα μεταβληθεί. Αλλά η φόρμα θα μετατοπιστεί, κάτω από το ξέσπασμα του κατακλυσμού που κλονίζει τα πάντα, άτομα, κράτη, κοινωνίες, πεποιθήσεις. Οπότε, μαζεύουμε υλικό, διεξάγουμε τις έρευνές μας σε όλους τους αναγκαίους τομείς. Πρέπει να ξαναπάρουμε την πρωτοβουλία, αυτήν την πρωτοβουλία που, για δύο μήνες, μας απαγορεύτηκε, ακόμη και σε τομείς όπου οι πρωτοβουλίες των πολιτών θα είχαν φέρει, αν όχι τις λύσεις, τουλάχιστον αξιοσημείωτες βελτιώσεις σε ανθρώπινο επίπεδο.

- Σε τι κατάσταση βρίσκεστε ψυχικά;

- Νιώθω θλίψη. Γιατί πίσω από τα νούμερα που ένας κύριος απαριθμεί κάθε βράδυ στην τηλεόραση, συγχαίροντας τον εαυτό του για την εξαιρετική δράση της κυβέρνησης, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι την οδύνη και τη μοναξιά, μέσα στις οποίες πέθαναν αυτοί οι άνθρωποι. Την οδύνη και τη σύγχυση εκείνων που τους αγαπούσαν, στους οποίους απαγορεύτηκαν οι εκδηλώσεις τρυφερότητας και αγάπης, και οι τελετές, όποιες κι αν είναι, οι απαραίτητες για το πένθος. Απαραίτητες σε κάθε πολιτισμό. Ενώ αν είχαν λίγη κατανόηση, λίγο σεβασμό, λίγη συμπόνια οι κυβερνώντες και οι μολιερικοί επιστημονικοί σύμβουλοί τους, θα μπορούσαν να κάνουν πιο ελαστικούς αυτούς τους κανονισμούς που με βιασύνη αποφάσισαν, μερικοί από τους οποίους είναι κατανοητοί, αλλά εφαρμόζονται με τρομερή ακαμψία και τυφλότητα.

- Να μιλήσουμε για το θέατρο;

- Μα για το θέατρο σας μιλώ! Όταν σας μιλώ για την κοινωνία, σας μιλώ για το θέατρο! Αυτό είναι το θέατρο! Να βλέπεις, να ακούς, να μαντεύεις αυτό που δεν λέγεται ποτέ. Ν’ αποκαλύπτεις τους θεούς και τους δαίμονες που κρύβονται στο βάθος της ψυχής μας. Και στη συνέχεια, να μεταμορφώνεις, έτσι ώστε με τη βοήθεια της Ομορφιάς, που έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει, να γνωρίζουμε και να δείχνουμε ανεκτικότητα στην ανθρώπινη κατάσταση. Δείχνω ανεκτικότητα δεν σημαίνει ούτε καταπιέζομαι ούτε παραιτούμαι! Κι αυτό, λοιπόν, θέατρο είναι!

- Είστε θυμωμένη ;

- Μα και βέβαια! Αισθάνομαι θυμό, έναν τρομερό θυμό και, θα προσέθετα, ταπείνωση ως Γαλλίδα πολίτης απέναντι στη μετριότητα, τον μόνιμο αυτοθαυμασμό, τα ψέματα της παραπληροφόρησης και την επίμονη αλαζονεία των κυβερνώντων. Στην αρχή της καραντίνας, ήμουνα σαν μισοαναίσθητη, εξαιτίας της αρρώστιας [ΣτΜ: η Μνουσκίν είχε κολλήσει κορωνοϊό και θεραπεύτηκε]. Όταν ξύπνησα, έκανα τη βλακεία να παρακολουθώ κυβερνητικούς εκπροσώπους-παπαγαλάκια σε μέσα ενημέρωσης εξίσου παπαγαλάκια. Είχα εκτιμήσει τη γρήγορη αντίδραση του Εμμανουέλ Μακρόν στο οικονομικό μέτωπο και το περίφημο "όσο κι αν κοστίσει" για ν’ αποφευχθούν οι απολύσεις. [ΣτΜ: φράση που είπε ο Μακρόν στο πρώτο του διάγγελμα, και επαναλαμβάνει τακτικά η γαλλική κυβέρνηση όταν πρόκειται για μέτρα οικονομικής ενίσχυσης εργαζομένων και επιχειρήσεων]. Αλλά όταν, μέσα στον μικρόκοσμό μου που ανάρρωνε, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο αυτοί που αποκαλώ «οι τέσσερις κλόουν», ο Διευθυντής Υγείας, o Υπουργός Υγείας, η κυβερνητική εκπρόσωπος, και επιπλέον ως αρχηγός, ο Μπαμπούλας, ο Υπουργός Εσωτερικών, με κυρίευσε οργή. Θα ήθελα να μην τους ξαναδώ ποτέ.

- Τι τους καταλογίζετε;

- Ένα έγκλημα. Τις μάσκες. Δεν μιλάω για την έλλειψη, ένα σκάνδαλο που ξεκίνησε τα προηγούμενα χρόνια, στις θητείες του Νικολά Σαρκοζί και του Φρανσουά Ολάντ. Αλλά την ευθύνη μοιράζεται και η τωρινή κυβέρνηση, που, εδώ και τρία χρόνια, το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει την κατάσταση του συστήματος υγείας της χώρας. Επαναλαμβάνοντάς μας, κάθε βράδυ, κόντρα σε κάθε λογική, ότι οι μάσκες είναι άχρηστες, ακόμα και επικίνδυνες, μας παραπληροφορούσαν και, κάθε βράδυ, μας αφόπλιζαν. Ενώ έπρεπε, ήδη από τη στιγμή που κηρύχθηκε η επιδημία στην Κίνα, ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα των περισσότερων ασιατικών χωρών και να μας καλούν να φοράμε συστηματικά μάσκες, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τις φτιάξουμε μόνοι μας, αφού δεν υπήρχαν. Ωστόσο, αναγκαστήκαμε να υποστούμε τα επαναλαμβανόμενα ψέματα των τεσσάρων κλόουν, συμπεριλαμβανομένης της αξέχαστης φράσης της κυβερνητικής εκπροσώπου, που μας εξήγησε ότι αφού ακόμα κι η ίδια –τι αλαζονεία: «ακόμα κι η ίδια»– δεν ήξερε πώς να τις χρησιμοποιήσει, τότε κανείς δεν θα τα κατάφερνε! Σύμφωνα με πολλούς γιατρούς, που το γνώριζαν εδώ και πολύ καιρό, αλλά των οποίων τα λόγια δεν περνούσαν από τα παπαγαλάκια μαζικής ενημέρωσης στην αρχή της καταστροφής, όλοι οφείλουμε να εκπαιδευτούμε με τις μάσκες, γιατί θα χρειαστεί να τις φορέσουμε αρκετές φορές στη ζωή μας. Το λέω αυτό επειδή, στο βίντεο που προτείνει τα μέτρα ατομικής προστασίας, η μάσκα εξακολουθεί να μην υπάρχει. Είμαι ένας απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η συστηματική χρήση της, από τις πρώτες ενδείξεις, θα είχε τουλάχιστον συντομεύσει τη θανατηφόρα καραντίνα που έχουμε υποστεί.

- To να υφίστασαι κάτι είναι το χειρότερο;

- Δεν πρέπει να υποστούμε άλλο την παραπληροφόρηση αυτής της κυβέρνησης. Δεν αμφισβητώ το περίφημο «Μένουμε σπίτι». Αλλά, αν είμαστε (τρόπος του λέγειν) σε πόλεμο, αυτό το σλόγκαν δεν φτάνει. Δεν γίνεται να κηρύττουμε πόλεμο χωρίς να καλούμε ταυτόχρονα σε γενική κινητοποίηση. Ωστόσο αυτή η κινητοποίηση, που την επαναλάμβαναν αφειδώς, δεν ήταν ποτέ πραγματικά επιθυμητή. Από την πρώτη στιγμή μας φίμωσαν, μας κλειδαμπάρωσαν. Και κάποιους, μάλιστα, πολύ περισσότερο: μιλάω για τα ηλικιωμένα άτομα και για τον τρόπο που τους φέρθηκαν. Ακούω να μιλούν στα media κάτι παθιασμένοι εναντίον των γέρων, που ισχυρίζονται ότι πρέπει να μας κλειδαμπαρώσουν όλους εμάς, εμάς, τους γέρους, τους παχύσαρκους, τους διαβητικούς, για μήνες, γιατί αλλιώς, λένε, θα πήξουν τα νοσοκομεία αυτοί. «Αυτοί»; Έτσι μιλάμε για τους ηλικιωμένους και τους ασθενείς; Δηλαδή τα νοσοκομεία είναι φτιαγμένα μόνο για ανθρώπους παραγωγικούς και υγιείς; Δηλαδή στη Γαλλία του 2020, θα πρέπει να δουλεύουμε ως τα 65, και όταν τα κλείσουμε, δεν θα έχουμε πια το δικαίωμα να πάμε στο νοσοκομείο, για να μην πήξουν οι διάδρομοι; Αν αυτό δεν είναι σχέδιο που προμηνύει φασισμό ή ναζισμό, μοιάζει πολύ πάντως. Με εξοργίζει.

-Τι κάνετε μ’ αυτήν την οργή;

- Αυτή η οργή είναι εχθρός μου, γιατί στόχος της είναι κάτι πολύ μέτριες προσωπικότητες. Όμως το θέατρο δεν πρέπει να αφήνεται να τυφλωθεί από μέτριες προσωπικότητες. Στη δουλειά μας, οφείλουμε να κατανοούμε το μεγαλείο των ανθρώπινων τραγωδιών, τη στιγμή που συμβαίνουν. Αν εμείς οι καλλιτέχνες μείνουμε σ’ αυτήν την οργή, δεν θα καταφέρουμε να μεταφράσουμε αυτό που βιώνουμε σήμερα σε έργα που θα διαφωτίζουν τα παιδιά μας. Έργα που θα ρίξουν φως στο παρελθόν, ώστε να καταλάβουμε πώς μπόρεσε να συμβεί μια τέτοια ηλιθιότητα, μια τέτοια τύφλωση, πώς αυτός ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός κατάφερε να γεννήσει τέτοιους τεχνοκράτες, αυτούς τους μικρόνοες που περιφρονούν τους πολίτες. Για ένα χρόνο, κώφευαν στις κραυγές συναγερμού των νοσηλευτών που διαδήλωναν στο δρόμο. Σήμερα τους λένε: είστε ήρωες. Ταυτόχρονα, μας μαλώνουν ότι δεν σεβόμαστε την καραντίνα, ενώ το 90% τη σέβεται, κι εκείνοι που δεν το κάνουν, ζουν συχνά σε απάνθρωπες συνθήκες. Kαι ενώ το πρόγραμμα για τα υποβαθμισμένα προάστια του Ζαν-Λουί Μπορλό, απορρίφθηκε με τη μία, μόλις πριν δυο χρόνια, χωρίς καν να εξεταστεί ή να συζητηθεί σοβαρά. Ό,τι συμβαίνει σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς λίστας κακών επιλογών.

- Αυτή η καταστροφή δεν είναι και μια ευκαιρία;

- Α! Ευκαιρία;! Με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στον κόσμο; Με ανθρώπους που πεθαίνουν από πείνα στην Ινδία ή στη Βραζιλία, ή που κοντεύουν σε κάποια δικά μας προάστια; Με μια επιταχυνόμενη επιδείνωση των ανισοτήτων, ακόμα και στις πλούσιες δημοκρατίες σαν τη δική μας; Κάποιοι νομίζουν ότι και οι παλιοί μας Παγκόσμιοι Πόλεμοι ήταν κι εκείνοι ευκαιρίες… Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση, από σεβασμό και μόνο σε όλους αυτούς που, στην Ινδία, στο Εκουαδόρ και αλλού, μαζεύουν και τον τελευταίο σπόρο ρυζιού ή καλαμποκιού που έχει πέσει στο χώμα.

- Oι Γάλλοι έχουν αντιμετωπιστεί ως μωρά παιδιά;

- Και χειρότερα. Τα παιδιά έχουν, τον περισσότερο καιρό, καλούς δασκάλους, αφοσιωμένους και ικανούς, που ξέρουν να τους προετοιμάσουν για τον κόσμο. Εμάς μας παρόπλισαν ψυχολογικά. Με έχει συνταράξει η εξής ιστορία: σ’ ένα γηροκομείο στο Μπωβαί, οι νοσοκόμες αποφάσισαν να περάσουν την καραντίνα μαζί με τις ενοίκους. Οργανώθηκαν, έβαλαν στρώματα στο πάτωμα, κι έμειναν να κοιμηθούν κοντά στις ηλικιωμένες προστατευόμενές τους για ένα μήνα. Καμιά δεν κόλλησε τίποτα. Τίποτα. Όλες χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο καταπληκτική. Όμως, φτάνει ένας επιθεωρητής εργασίας, κατά τη γνώμη του οποίου αυτές οι συνθήκες δεν είναι αρμόζουσες για εργαζόμενες. Κρεβάτια στο πάτωμα, ανεπίτρεπτα πράγματα! Διατάζει την παύση του πειράματος. Οι νοσοκόμες πηγαινοέρχονται τώρα ανάμεσα στα σπίτια τους, με κίνδυνο να κολλήσουν τις οικογένειές τους, και στο γηροκομείο, με κίνδυνο να κολλήσουν τις ενοίκους. Στην Αγγλία, το 20% του προσωπικού περνάει την καραντίνα με τους ενοίκους. Αλλά όχι εδώ: η συνέχιση αυτού του πειράματος, που βασιζόταν στην αληθινή γενναιοδωρία και στον εθελοντισμό, απαγορεύτηκε από κανονιστική ακαμψία ή από ιδεολογική θέση. Ή και από τα δύο.

- Αυτή η περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων αποκαλύπτει ένα πρόβλημα του πολιτισμού μας;

- Απολύτως. Όταν η πρόεδρος την Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτείνει να μείνουν οι ηλικιωμένοι σε περιορισμό οχτώ μήνες, συνειδητοποιεί την σκληρότητα των λόγων της; Συνειδητοποιεί την άγνοιά της ως προς τη θέση των γέρων στην κοινωνία; Συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν και πολύ χειρότερα από τον θάνατο; Συνειδητοποιεί ότι ανάμεσα στους γέρους, όπως εγώ, πολλοί, όπως εγώ, δουλεύουν, είναι δραστήριοι ή χρήσιμοι στις οικογένειές τους; Ξέρει ότι εμείς, οι γέροι, δεχόμαστε τον θάνατο σαν κάτι το αναπόφευκτο και είμαστε αμέτρητοι αυτοί που διεκδικούμε το δικαίωμα να επιλέξουμε τη στιγμή που θα φτάσουμε σ’ αυτόν, ένα δικαίωμα που μας αρνούνται ακόμα στη Γαλλία, αντίθετα από πολλές άλλες χώρες; Τι υποκρισία! Να θέλουν να μας καταστήσουν αόρατους, αντί να επιτρέψουν σε όσους από εμάς το θέλουν, να διαλέξουν πότε θα πεθάνουν αξιοπρεπώς και εν ειρήνη. Όταν ο Εμμανουέλ Μακρόν ψιθυρίζει: «Θα προστατεύσουμε τους ηλικιωμένους μας», θέλω να του φωνάξω: Δεν σας ζητώ να με προστατεύσετε, απλώς σας ζητώ να μη μου στερείτε τα μέσα για να το κάνω εγώ. Μάσκα, αντισηπτικό, ορολογικά τεστ! Αλλιώς, σε κάνουν να πιστεύεις ότι ονειρεύονται ένα απέραντο γηροκομείο, όπου θα κρύβουν και θα ξεχνούν όλους τους ηλικιωμένους. Νέοι, τρέμετε, είμαστε το μέλλον σας!

- Τι φανερώνει αυτό για την κοινωνία μας;

- Για την κοινωνία δεν ξέρω, αλλά λέει πολλά για τη διακυβέρνηση. Σε κάθε σώμα, μια κακή διακυβέρνηση αποκαλύπτει τη χειρότερή του όψη. Στην ανθρωπότητα υπάρχουν 10% ιδιοφυίες και 10% καθάρματα. Στην αστυνομία, ένα 10% των αστυνομικών δεν πάνε για να γίνουν φύλακες της ειρήνης αλλά όργανα επιβολής της τάξης. Σέβομαι την αστυνομία, αλλά όταν δίνονται αόριστες κατευθυντήριες γραμμές, ανοιχτές στην ερμηνεία ενός και μόνο οργάνου, αυτό το όργανο, άντρας ή γυναίκα, θα δείξει ότι είναι άνθρωπος καλός, ικανός και με κατανόηση, ή θα δράσει σαν ένας μικρός Άιχμαν με απεριόριστη εξουσία, και, τώρα που ήρθε επιτέλους η ώρα του, θα εφαρμόσει τη μοχθηρία του. Ας πούμε, κάποιον που πηγαίνει στην επαρχία να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, θα τον αναγκάσει να κάνει αναστροφή. Ή θα ψαχουλέψει την τσάντα μιας κυρίας για να τσεκάρει αν έχει πραγματικά αγοράσει μόνο αγαθά πρώτης ανάγκης. Κι αν βρει καραμέλες, θα της φερθεί ταπεινωτικά. Όταν σκέφτομαι ότι υπήρξαν καταγγελίες, ναι, καλά ακούσατε, καταγγελίες και πρόστιμα σε οικογένειες που έρχονταν κάτω από τα παράθυρα των γηροκομείων για να μιλήσουν στους δικούς τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί… Συνειδητοποιούμε τι κρύβεται κάτω από όλο αυτό;

- Φοβάστε ένα κράτος που θα σκοτώνει τις ελευθερίες;

- Υπάρχει, αναμφίβολα, κίνδυνος. Η δημοκρατία ασθενεί. Θα πρέπει να την φροντίσουμε. Ξέρω ότι δεν βρισκόμαστε στην Κίνα, όπου, κατά τη διάρκεια της καραντίνας του Γουχάν, συγκολλούσαν τις πόρτες των ανθρώπων για να μην μπορούν να βγουν. Αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, ναι, στη Γαλλία η δημοκρατία απειλείται. Γνωρίζετε, βέβαια, την ιστορία με τον βάτραχο. Αν τον βουτήξουμε σε βραστό νερό, πηδάει αμέσως έξω. Αν τον βουτήξουμε σε κρύο νερό και το ζεσταίνουμε λίγο-λίγο, δεν πηδάει, πεθαίνει μαγειρεμένος. Το δροσερό νερό της δημοκρατίας, λίγο-λίγο το έχουν κάνει χλιαρό. Δεν λέω ότι θέλουν να το κάνουν αυτό οι κυβερνώντες. Αλλά νομίζω ότι είναι τόσο βλάκες, ώστε δεν το βλέπουν που έρχεται. Ναι, ανακαλύπτω έντρομη ότι αυτοί οι τόσο έξυπνοι άνθρωποι είναι βλάκες. Τους λείπει η ενσυναίσθηση. Δεν νοιάζονται καθόλου για τον γαλλικό λαό. Γιατί δεν του λένε απλώς την αλήθεια;

- Ελπίζετε ακόμα στους πολιτικούς μας ηγέτες;

- Όταν στις 12 Μαρτίου ο Εμμανουέλ Μακρόν είπε: «Θα χρειαστεί αύριο να πάρουμε ένα μάθημα από την περίοδο που περνάμε, ν’ αμφισβητήσουμε το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο ο κόσμος μας έχει εμπλακεί εδώ και δεκαετίες, και το οποίο βγάζει στο φως τα ελαττώματά του... Η υγεία... το κράτος πρόνοιας που έχουμε, δεν είναι έξοδα… αλλά πολύτιμα αγαθά», κοιταζόμασταν κατάπληκτοι. Και μου θύμισε την ιστορία του αυτοκράτορα Ασόκα, που το 280 π.Χ., για να κατακτήσει το βασίλειο του Καλίνγκα, ξεκίνησε μια μάχη η οποία κατέληξε σε τέτοια σφαγή, που ο ποταμός Ντάγια δεν κατέβαζε πια νερό αλλά αίμα. Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, ο Ασόκα είχε μια φώτιση και στράφηκε στον βουδισμό και τη μη βία. Ελπίζουμε καμιά φορά για τους κυβερνώντες μας να συνειδητοποιήσουν το κακό που διαπράττουν. Ομολογώ ότι εκείνο το βράδυ πίστεψα στη μεταστροφή του Εμμανουέλ Μακρόν. Ευχήθηκα ότι, αφού διαπίστωσε την αδυναμία του απέναντι σ’ ένα μικροσκοπικό τέρας που προσβάλλει το σώμα και το πνεύμα των λαών, θα ψάξει μαζί μας τις αιτίες στο παρελθόν, θα κατανοήσει πώς η Ιστορία, οι επιλογές και οι πράξεις των ηγετών, των πολιτικών του συμμάχων, οδήγησαν στον παροπλισμό μας απέναντι στην καταστροφή. Θα ήθελα πολύ να καταλάβει πόσο κι ο ίδιος διέπεται από αξίες που δεν είναι αξίες. Θα ήταν εξαιρετικό. Θα ήθελα να εκτιμούσα αυτή την κυβέρνηση. Θα με ανακούφιζε. Δεν θα ζητούσα τίποτα άλλο. Όμως δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη. Δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν μας έχουν εμπιστοσύνη.
Όταν οι διαδηλώσεις, με άδεια ή χωρίς, ξαναρχίσουν στο δρόμο, θα ’ναι γεμάτες μίσος και οργή, που οδηγούν μόνο σε βία και καταστολή, με την Μαρίν Λε Πεν να έχει στήσει ενέδρα και να περιμένει απτόητη, ή θα είναι εποικοδομητικές, με πραγματικά κινήματα που θα κάνουν προτάσεις; Κάποια πρωινά σκέφτομαι ότι θα είναι εποικοδομητικές. Και κάποια βράδια σκέφτομαι το αντίθετο. Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι το μίσος. Επειδή το μίσος δεν επιλέγει, το μίσος ποτίζει όλο τον κόσμο.

- Φοβάστε ότι θα βγει από την καραντίνα το μίσος;

- Ακριβώς! Ότι θα βγει ένα οργισμένο μίσος από την καραντίνα. Θα κατορθώσει ο γαλλικός λαός να θεραπεύσει, ή τουλάχιστον να προσανατολίσει την οργή του, επομένως και το μίσος του, σε καινοτόμες και ενοποιητικές προτάσεις και δράσεις; Είναι η ώρα. Γιατί δεν αποκλείεται ακόμα να έρθουν τα χειρότερα. Τα χειρότερα, δηλαδή η Βραζιλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, κτλ. Δεν είμαστε ακόμα εκεί αλλά θα φτάσουμε, αν συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις, αν συνεχίσει να απαιτείται από τους διευθυντές των νοσοκομείων να φέρονται σαν διευθύνοντες σύμβουλοι επικερδών επιχειρήσεων. Ευτυχώς ο Μακρόν είχε τη σύνεση να θέσει σε εφαρμογή αμέσως το δίχτυ ασφαλείας –τη μερική ανεργία– για να μην εγκαταλείψει η Γαλλία στην ψάθα δεκατρία εκατομμύρια πολίτες της. [ΣτΜ: σύστημα με το οποίο όσοι δεν μπορούν να εργαστούν λόγω της κατάστασης, πληρώνονται από το κράτος ένα μεγάλο μέρος του μισθού τους, ώστε ν’ αποφευχθούν οι απολύσεις]. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Το έκανε. Πρέπει να επικροτήσουμε αυτή την απόφαση. Αλλά αυτή η σύνεση, δεν έχει καμία σχέση με μια ψευδο-«γενναιοδωρία» της κυβέρνησης, όπως μοιάζει να πιστεύει ένας συγκεκριμένος υπουργός. Είναι ακριβώς η εφαρμογή της έννοιας της αδελφότητας που είναι χαραγμένη σε όλα δημόσια κτίρια μας: Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα. Αυτή είναι η πραγματική Γαλλία, αυτή που ακόμα κάποιες φορές εξακολουθούν να τη θαυμάζουν και να τη ζηλεύουν οι γύρω χώρες. Για μια φορά, αφήσαμε πίσω την οικονομία για να προστατεύσουμε τους ανθρώπους. Πάλι καλά!

- Τι περιμένετε για τους καλλιτέχνες και τους εποχιακούς εργαζόμενους στο χώρο του θεάματος;

- Μόλις άκουσα ότι ο Εμμανουέλ Μακρόν αποδέχτηκε, ευτυχώς, το αίτημα των εργαζομένων που ζητούν ένα «λευκό έτος», ώστε όσοι δεν θα μπορέσουν να εργαστούν τους επόμενους μήνες, να τα βγάλουν πέρα. [ΣτΜ: έτος κατά το οποίο το επίδομα ανεργίας θα χορηγείται ακόμα κι αν ο δικαιούχος δεν πληροί τις προϋποθέσεις]. Αυτό είναι ήδη κάτι. Εδώ, στο Θέατρο του Ήλιου, μπορούμε να δουλέψουμε, έχουμε επιχορήγηση, χώρο, πρότζεκτ και εργαλεία της δουλειάς. Εναπόκειται σ’ εμάς ν’ ανακτήσουμε την απαραίτητη δύναμη και ορμή. Διαφορετική είναι η περίπτωση των εποχιακών και των καλλιτεχνών που, για να βρουν δουλειά, εξαρτώνται από επιχειρήσεις που βρίσκονται και οι ίδιες σε δυσκολία. Ακόμα κι αν, στο μεταξύ, κάποιοι καταφέρουν να κάνουν πρόβες, θα χρειαστεί να περιμένουν μέχρι ν’ ανοίξουν κανονικά οι αίθουσες για να παίξουν. Αυτό μπορεί να διαρκέσει μήνες, μέχρι να εμφανιστεί ένα φάρμακο. Αυτοί δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν. Το μέλλον της πλούσιας γαλλικής θεατρικής δημιουργίας, μοναδικής ίσως στον κόσμο, εξαρτάται από αυτούς. Κανείς, ούτε καλλιτέχνες ούτε κοινό, δεν θα συγχωρούσε την ερήμωση. Σε μια πλημμύρα, στέλνουμε πυροσβέστες και ελικόπτερα για να διασώσουν τους ανθρώπους που έχουν καταφύγει στις στέγες. Όσο κι αν κοστίσει. Ο ιός μας πολιορκεί όλους, αλλά εκ των πραγμάτων οι παραστατικές τέχνες θα υποστούν τον πιο μακροχρόνιο αποκλεισμό. Άρα, όπως και με τον αποκλεισμό του Βερολίνου το 1948, χρειαζόμαστε μια αερογέφυρα που θα διαρκέσει όσο κρατάει η πολιορκία, όσο το κοινό δεν μπορεί να επιστρέψει, σίγουρο και δραστήριο, με ενθουσιασμό. Και με μάσκα, αν είναι ακόμα απαραίτητο. Όμως η σωματική απόσταση δεν είναι εφικτή στο θέατρο. Ούτε στη σκηνή, ούτε καν στην αίθουσα. Είναι αδύνατο. Όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά επειδή είναι το αντίθετο της χαράς.

- Δεν είναι καιρός να ζητηθεί ένα νέο σύμφωνο για την τέχνη και τον πολιτισμό;

- Όχι μόνο για την τέχνη και τον πολιτισμό. Αποτελούμε μέρος ενός συνόλου.

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

"Σαράντα χρόνια μετά" γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών". 11.5.2021)

 ..............................................................


                  Σαράντα χρόνια μετά


      
           γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών". 11.5.2021)


Πριν από σαράντα χρόνια, την Κυριακή 10 Μαΐου του 1981, στον δεύτερο γύρο της προεδρικής εκλογής ο Μιτεράν εκλεγόταν πρόεδρος της Γαλλίας.

Κόντρα στο ρεύμα, καθώς είχε προηγηθεί η εκλογή της Θάτσερ το 1979 και του Ρέιγκαν το 1980, οι Γάλλοι ψηφοφόροι έφεραν στην εξουσία μια κυβέρνηση της Αριστεράς που από το 1972 με την υπογραφή του Κοινού Προγράμματος Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών είχε δεσμευθεί για ένα πακέτο μέτρων που θα σηματοδοτούσε τη ρήξη με τον καπιταλισμό.



Η γαλλική εξαίρεση κράτησε δύο χρόνια, καθώς την άνοιξη του 1983 ο πρωθυπουργός Μορουά πήρε τα πρώτα περιοριστικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και του εθνικού νομίσματος.

Εναν χρόνο αργότερα, το 1984, ο νέος πρωθυπουργός Φαμπιούς εγκατέλειψε και τυπικά τη ρήξη με τον καπιταλισμό στο όνομα του εκσυγχρονισμού και της ανταγωνιστικότητας της χώρας στην Ευρώπη και στον Κόσμο.

Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, σοσιαλιστές και κομμουνιστές έχουν εξαερωθεί με κυρίαρχο ερώτημα όχι πλέον το εφικτό της ρήξης με τον καπιταλισμό αλλά την παραμονή στη δημοκρατική ομαλότητα και κανονικότητα.

Η 41η επέτειος της νίκης του Μιτεράν είναι πολύ πιθανό να συμπέσει την άνοιξη του 2022 με την εκλογική νίκη της Λεπέν και της ακροδεξιάς παράταξης Εθνικός Συναγερμός.

Από το 1983 μέχρι και σήμερα η εναλλαγή στην εξουσία στη Γαλλία της Δεξιάς με την Αριστερά απαξίωσε κάθε προσδοκία και απονεύρωσε κάθε αξιοπιστία περιφρούρησης του λεγόμενου Γαλλικού Μοντέλου όπου βαρύνοντα ρόλο είχε ο κρατικός παρεμβατισμός ως εγγυητής της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης.

Το Γαλλικό Μοντέλο μπήκε στο στόχαστρο των γκουρού του νεοφιλελευθερισμού με την απαξιωτική ετικέτα της γαλλικής εξαίρεσης για να λοιδορηθεί στη συνέχεια ως περιχαράκωση σε μια εκ των προτέρων χαμένη μάχη οπισθοφυλακής στο γαλατικό χωριό του Αστερίξ…

Η Ιστορία όμως εκδικείται σκληρά όλους όσοι υποτιμούν -αν δεν αγνοούν και δεν παρακάμπτουν πλήρως- τη λαϊκή εντολή στο όνομα του ρεαλισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης...

Αν ο Μιτεράν το 1983 έκλεισε τη μετεκλογική διετία υιοθετώντας στην πράξη τη γραμμή πλεύσης του προκατόχου του Ζισκάρ ντ’ Εστέν, αν ο Ολάντ πήρε τη σκυτάλη της συνέχειας από τον Σαρκοζί, τότε η επανέκδοση του διλήμματος του 2017 ή Μακρόν ή Λεπέν δύσκολα θα είναι αποτελεσματική.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

«Αντίστροφη μέτρηση» διήγημα του Τάσου Καλούτσα από τη συλλογή διηγημάτων του «Το Τραγούδι των Σειρήνων» (εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, 2000)

 ...........................................................




Τάσος Καλούτσας (γ.1948)




·        «Αντίστροφη μέτρηση» διήγημα του Τάσου Καλούτσα 

από τη συλλογή διηγημάτων του «Το Τραγούδι των 

Σειρήνων» (εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, 2000)

 

   Όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι και το πήρε απόφαση πως έπρεπε να χωρίσει ή τουλάχιστον να ζήσει για ένα διάστημα όπως ζουν οι χωρισμένοι, γνώρισε την Ανθή. Νοίκιαζε τότε μόνη της ένα διαμέρισμα, μικρό και άβολο, και τα πρωινά πήγαινε στις ανασκαφές. Τις νύχτες σκυμμένη πίσω από ‘να βουνό βιβλία, ξεκομμένη από τις παρέες της και καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, ετοίμαζε τη μεταπτυχιακή εργασία της, με θέμα τη θέση των γυναικών στο προϊστορικό Αιγαίο.

   Συνήθως αράζανε στον καναπέ, στο καθιστικό, ακούγοντας απαλή μουσική απ’ το κασετόφωνο. Σ’ αυτό το σπίτι πάντως, όσο γινόταν στενότερη η σχέση τους, φοβόταν όλο και περισσότερο ν’ ανεβαίνει μονάχη της τα μεσάνυχτα, διασχίζοντας τον έρημο διάδρομο και την κατασκότεινη στριφτή σκάλα. Έλεγε πως μπορούσε να της είχε στήσει καρτέρι κάποιος «δολοφόνος». Μια βραδιά μάλιστα – αργότερα θα την ονόμαζε «βραδιά των αποκαλύψεων» - , μετά από ένα «ψυχολογικό θρίλερ» που είχανε δει στον κινηματογράφο, την είδε να κοντοστέκεται σχεδόν τρομοκρατημένη. Δεν ήξερε αν αυτός ήταν ένας πλάγιος τρόπος να τον παρασέρνει, πάντως τότε ανεβήκανε πάνω μαζί. Και την επομένη, για καλό και για κακό, της αγόρασε ένα σύρτη και τον πέρασε στην πόρτα της.

   Άλλες φορές όμως φερόταν με τόση αποκοτιά, που δεν την αναγνώριζε. Όπως εκείνο το απόγευμα που πήγε να τα βάλει μ’ ένα τσούρμο μοτοσικλετιστές και με το ζόρι τη συγκράτησε. Είχανε ανακαλύψει μια ήσυχη αμμουδιά σ’ ένα κοντινό κεφαλοχώρι, όπου πηγαίνανε αραιά και πού, επειδή ήταν απόμερα, κι η Ανθή έσκυβε κάθε τόσο κεφάτη να μαζέψει ένα λαμπυριστό χοχλάδι ή βότσαλο· ή του εξηγούσε πως «άλλα είναι τα όστρεα και άλλα τα όστρακα» - τα όστρακα μοιάζαν με μικρά θραύσματα κεραμιδιού. Οι τύποι – θα πρέπει να κάνανε προπόνηση για αγώνες – όρμησαν καταπάνω τους σαν ξεφρενιασμένοι και τους λαχτάρισαν, περνώντας ξυστά απ’ τα μαρμαρωμένα σώματά τους, καθώς ανηφορίζανε σε υπερυψωμένη τούμπα, κοντά στην ακρογιαλιά. Κοκαλώσανε στο ορθόκοφτο μονοπάτι της πλαγιάς, ενώ εκείνοι συνέχιζαν τα ριψοκίνδυνα σάλτα τους στην κορφή του λόφου. «Μου τη σπάσανε!» ξέσπασε μετά φουρκισμένη η Ανθή, κι ήθελε να τους ριχτεί. Γυρίσανε στο σπίτι τους συγχυσμένοι, με τα μούτρα κατεβασμένα. «Μη χολοσκάς!» έκανε σε λίγο, ξαναβρίσκοντας το κέφι της και πατώντας το κουμπί από το κασετόφωνο. «Χόρεψέ μου μια ζεμπεκιά!». Βάλθηκε να γυροφέρνει, αργοφτερουγίζοντας τους ώμους του, σηκώθηκε κι αυτή, κόλλησε πάνω του και μετά ριχτήκανε χαλαρωμένοι στο κρεβάτι.   

    Κάπως έτσι περνούσαν από τη μια κατάσταση στην άλλη. Συχνά σκεφτόταν πως η Ανθή αναζητούσε στον έρωτα ένα μπάλσαμο. Αλλά για ποια πληγή; Εξάλλου, εκείνη η ώρα τη μεταμόρφωνε! Όταν πυρωνόταν, της άρεσε η δύναμη· αλλιώς δεν μπορούσε να φτάσει στην κορύφωση. Οι γυναίκες είναι βίαιες, του τόνιζε, αναθεωρώντας, θαρρείς, μεμιάς τις απόψεις της, και ξεχνώντας τα «οδυνηρά παρεπόμενα της ανδροκρατίας», που του αράδιαζε όταν σκάλιζε τα χαρτιά της. Θέλω να είσαι δυνατός μαζί μου, συνέχιζε με την ψιλή φωνούλα της, ενώ αυτός αναρωτιόταν πώς μπορούσε να φωλιάζει στην ψυχή αυτού του λεπτεπίλεπτου πλάσματος κι η παραμικρή απαίτηση για σκληρότητα.

   Κάποια στιγμή πάντως, εκείνο το βράδυ που ανεβήκανε στο διαμέρισμά της μετά την ταινία, γύρισε και του είπε: «Δεν ξέρεις τίποτα για μένα», και φαινόταν πολύ μαγκωμένη. «Για μας…» πρόσθεσε, υπονοώντας ίσως ολόκληρη την οικογένειά της. Την πίεσε να του πει τι ακριβώς εννοούσε, αλλά σώπαινε. «Δεν είναι αλήθεια όσα μου είπες για τους γονείς σου; Για τον αδελφό σου;» τη ρώτησε. Εξακολουθούσε να κρατάει κλειστό το στόμα της. «Τι συμβαίνει με τον αδελφό σου;» ξανάπε φιτιλιασμένος. «Σκότωσε κανέναν; Είναι φυλακή; Μήπως δεν είναι καλά στην υγεία του;» Κούνησε αργά το κεφάλι της. «Όχι, τώρα είναι καλύτερα…» Με τα πολλά κατάφερε να της πάρει κάποια λόγια. Ο αδερφός της, γεννημένος στον όγδοο μήνα του, είχε κάποιο κουσούρι – δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον περνούσαν για «βλαμμένο»… Στο σχολείο αυτή έπρεπε να τον διαβάζει. Τι ταπεινώσεις, τι εξευτελισμοί από φίλους και συγγενείς, που ήθελαν ν’ αποδείξουν ότι τα δικά τους παιδιά ήταν σαΐνια… Κι οι γονείς της την είχαν φορτώσει με ενοχές. Μεγάλωσε με ένα μίσος για τους δικούς της ανθρώπους. Ο ίδιος ο πατέρας της την κυνήγησε κάποτε με το τσεκούρι, επειδή τάχα του αντιμίλησε. Καθώς η Ανθή συνήθιζε να περιγράφει με κάποια ιδιαίτερη εμμονή αυτή τη σκηνή, το πρόσωπό της φορτιζόταν από μια έντονη συγκίνηση. Και τώρα ακόμη, όταν τους επισκεπτόταν, παρόλο που έλεγε πως ήταν το «καμάρι» του, έκλαιγε καμιά φορά χωρίς σοβαρό λόγο, σαν μικρό παιδί και δεν μπορούσε να τον βλέπει. Τους σιχάθηκε η ψυχή της όλους, μαζί και τον αδερφό της. Πριν από μερικά χρόνια είχε δει έναν εφιάλτη, που ακόμα τον θυμόταν πολύ καθαρά: «Ήμουν στο χωριό και σηκώθηκα νύχτα να πάω στον καμπινέ. Στον ουρανό είχε φεγγάρι και το καμπινέ βρισκόταν έξω απ’ το σπίτι. Κι όταν μπήκα μέσα, δεν υπήρχε εκεί λεκάνη, αλλά κάτι σα σκουριά ήταν στη θέση της, γεμάτο ακαθαρσίες, και τότε εμφανίστηκε δίπλα μου ένα σκυλάκι που είχαμε παλιά. Κρατούσα ένα μεγάλο σπαθί και χρατς του πήρα μεμιάς το κεφάλι. Βγήκα με την αίσθηση πως είχα πάρει το κεφάλι του αδερφού μου, πήγα λίγο παραπέρα κι έκανα εμετό». Γινόταν κατανοητό το πείσμα της να σπουδάσει, να πάρει υποτροφία, να φύγει μακριά.

   Λίγο αργότερα ήρθαν κι οι αποκαλύψεις για τον πρώην φίλο της και το δεσμό τους που υπήρξε «θεάρεστος, αλλά και καταστροφικός». «Αγάπησα έναν ψυχικά άρρωστο», του εξομολογήθηκε, χώρια που ο τύπος είχε και σωματικά προβλήματα – έπασχε από το στομάχι του. Αλλά το πιο σοβαρό ήταν που πάθαινε «αποπροσωποποίηση». Για να του δώσει να καταλάβει τι εννοούσε, του διηγήθηκε πως κάποτε, που κάθονταν σ’ ένα μπαράκι, της είπε ξαφνικά πως έβλεπε να βγαίνει ένας δράκος από το απέναντι κάδρο… Τινάχτηκε σαν σούστα, λέγοντας πως έπρεπε να φύγει. Συνάμα έβλεπε μια τρύπα στο πόδι της. Έπρεπε να πάει αμέσως, λέει, στα μνήματα, στον τάφο της μάνας του. Η μάνα του βέβαια ζούσε – άλλες φορές τη λάτρευε και άλλες τη μισούσε -, απλώς με το μυαλό του εκείνη την ώρα την είχε σκοτώσει… Μόλις βγήκαν έξω – εκείνη του κρατούσε το χέρι – «κοίτα μια τάφρος!» της λέει, εννοώντας το πεζοδρόμιο, κι αγαλμάτωσε. «Δηλαδή, ήταν τρελός;» τη ρώτησε. «Όχι, απλώς άρρωστος», του απάντησε. Κι έκανε ψυχοθεραπεία. Όμως εκείνη τον είχε ερωτευτεί και τον βοηθούσε, όσο μπορούσε, να το ξεπεράσει. Μόνο η Ανθή μπορούσε ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα σ’ ένα τέτοιο άτομο. Παρ’ όλα αυτά στο τέλος την πλήγωσε και τα τσουγκρίσανε. «Να φανταστείς, δε θέλησε να μοιραστεί μαζί μου ούτε τη χαρά από την πρώτη επιτυχία που είχε στη δουλειά του!» στρίγκλισε, μη θέλοντας να συνεχίσει άλλο αυτή την κουβέντα και ξεφυσώντας τουλούπες καπνού απ’ το στόμα της. Τη μάλωσε, δεν έπρεπε να καπνίζει τόσο. «Άσε με να καρκινιαστώ!» είπε. «Θέλω να πεθάνω νέα. Εξάλλου είμαι μια ατάλαντη!» Σε λίγο ομολόγησε πόσο ένιωθε «αποτυχημένη», ενώ στ’ αφτιά της βούιζαν πάντα τα λόγια των γονιών της: «Ούτε τέλειωσες ακόμη ούτε λεφτά βγάζεις ούτε παντρεύτηκες…» Γι’ αυτό, πρόσθεσε, τον καιρό που τη γνώρισε, τη βασάνιζαν μαύρες σκέψεις κι είχε τάσεις αυτοκτονίας.

   Διψούσε ν’ αγαπηθεί, αλλά όσα είχαν μεσολαβήσει την είχαν πείσει πως δεν θα βρισκόταν ποτέ κανένας να την αγαπήσει με τις ατέλειές της – όπως ήταν πρόθυμη αυτή να κάνει με τους άλλους. «Κανείς δε μου είπε πως θα ήταν τόσο δύσκολο!» χτύπησε μια φορά με θυμό τις γροθιές της στο μαξιλάρι. «Αλλά, φυσικά, καθέναν τον αγαπούν όσο τους αξίζει…» συμπλήρωσε σιγανά, βάζοντάς τα πάλι με τον εαυτό της. Ένιωσε ενοχή γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν της είχε ποτέ «σ’ αγαπώ» - ακόμα και στις πιο παθιασμένες στιγμές του έρωτά τους. Ενώ η Ανθή επαναλάμβανε πολλές φορές, «μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς;», περιμένοντας θαρρείς με αγωνία ν’ ακούσει την επιβεβαίωση από το στόμα του. Δενόταν όμως η γλώσσα του, δεν ήξερε γιατί· ίσως επειδή πίστευε πως η αγάπη είναι περισσότερο έργα παρά λόγια! Ώσπου μια μέρα ξέσπασε: «Πες το μου, κι ας είναι ψέμα!» έκανε με ένα σπάσιμο στη φωνή της, κι ένιωσε την καρδιά του να σκίζεται.

   Κάποιο βράδυ που το κρύο είχε σφίξει, πήγανε σε ένα ταβερνάκι κι άρχισε να του διηγείται, λίγο ταραγμένη, όσα συνέβησαν στην πρωινή ανασκαφή. Σ’ ένα οικόπεδο, κοντά στην Έδεσσα, είχαν ανακαλύψει αρκετούς τάφους – ένα χριστιανικό κοιμητήριο του τέταρτου ή του πέμπτου αιώνα. Σ’ έναν απ’ αυτούς, ο σκελετός δεν ήταν εύκολο να εξακριβωθεί, του ‘πε, αν ανήκε σε άντρα ή σε γυναίκα, γιατί δεν σωζόταν καλά η λεκάνη. Υπήρχε όμως κάτι άλλο, σ’ αυτόν, πολύ «επεισοδιακό»: Στο κρανίο βρέθηκαν μπηγμένα καρφιά, ένα στην οροφή, ένα πλάγια στα μάτια· καρφιά είχαν μπηχτεί ακόμα στην ωμοπλάτη, στον καρπό και χαμηλά στα πόδια του νεκρού. Αλλά και στα γεννητικά του όργανα! Οι αρχαιολόγοι του γκρουπ άνοιξαν μια μεγάλη συζήτηση και σε λίγο χάθηκαν σ’ ένα λαβύρινθο εκδοχών… Αν ήταν άντρας, κατέληξαν, τότε ίσως επρόκειτο για θάνατο από βασανιστήρια, πιθανόν να ‘ταν νεκρός πολέμου. Αν ήταν γυναίκα, θα έπρεπε να ήταν μοιχαλίδα… «Έτσι τιμωρούσαν οι χριστιανοί τους μοιχούς;» ρώτησε με σβησμένη φωνή, κι η Ανθή κούνησε το κεφάλι της. Εκείνο που τους έκανε όλους ν’ ανατριχιάσουν, είπε και τον κάρφωσε με το βλέμμα της, ήταν το σούβλισμα στα γεννητικά όργανα, ιδίως αν έγινε σε έναν άντρα… Ζάρωσε τα φρύδια του, με αποτροπιασμό.

   Την άλλη μέρα έφυγε για λίγες μέρες στο χωριό της. Στο αχνισμένο τζάμι του τρένου, καθώς τον αποχαιρετούσε, χάραξε την τελευταία λέξη: «σ’ αγαπώ».

 

   Στο λίγο διάστημα που έλειψε – για τους ερωτευμένους, λένε, ένα ταξίδι χωρισμού είναι το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί – έκανε διάφορες σκέψεις για τον δεσμό τους και τον ζώσανε τα φίδια. Μήπως ήταν λάθος; Μήπως έπρεπε να σκεφτεί πιο λογικά; Τι γύρευε αυτός μ’ ένα νέο κορίτσι που μπήκε εντελώς ξαφνικά στη ζωή του κι έβλεπε να δένεται τόσο μαζί του; Είχε μετακομίσει στο σπιτάκι μιας θείας του, έξω από την πόλη, κι ένιωθε αξιολύπητος, καθώς τουρτούριζε τις νύχτες, προσπαθώντας να ζεσταθεί μ’ ένα αερόθερμο μια σταλιά. Στο διαμέρισμα της Ανθής δεν ήθελε να μείνει, αν και του είχε δώσει το κλειδί. Όταν εκείνη γύρισε από το χωριό της, του έφερε γίδα κι ένα μπλε βελούδινο κουτί, παράξενο δώρο για τα γενέθλιά του, για να φυλάει εκεί μέσα ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ένα παρόμοιο κουτί, του είπε, είχε κι η γιαγιά της – η μόνη απ’ όλους που την αγαπούσε πραγματικά – κι έβαζε μέσα τα «μαλαματικά» της.

   Πήγε τη γίδα στη γυναίκα του και της είπε να τη μαγειρέψει. Ένιωθε περίεργα και προσπάθησε να την πλησιάσει. Στο κρεβάτι, ήταν σαν ν’ άγγιζε ένα ξένο σώμα. Σε λίγο καταλάβανε πως ήταν μάταιος κόπος. Κάτι είχε χαθεί οριστικά. Την άκουγε που έβγαζε έναν πνιχτό ήχο· έκλαιγε μουλωχτά. Γύρισε απ’ την άλλη μεριά, για να κρύψει κι αυτός τα δικά του δάκρυα. Μετά σηκώθηκε ρουφώντας τη μύτη της και, ρίχνοντας κάτω τα μάτια της, χώθηκε αμίλητη στην κουζίνα, απ’ όπου ακουγόταν να βράζει η γίδα μέσα στη χύτρα.

   Ξαναγύρισε στο σπίτι της Ανθής, που τον ρώτησε, αναπάντεχα, αν είχε κάνει τελευταία έρωτα με τη γυναίκα του. Πριν προλάβει να της απαντήσει, «θα το καταλάβω αν συμβεί κάτι τέτοιο», του είπε. Ήταν φανερό ότι τη ζήλευε, κι ας μην το φανέρωνε στις αρχές. Θυμόταν μια φορά που έτυχε να δει μια φωτογραφία της και του είπε: «Τώρα στα όνειρά μου θα έχει συγκεκριμένη μορφή, γαμώτο!» Θα έπρεπε όμως να μοιραζόταν μαζί του και κάποιες ενοχές, επειδή δεν ήταν ακόμη τελεσίδικα χωρισμένος. Απ’ την άλλη, κάποτε που τον ρώτησε αν θα μπορούσε ποτέ να την παντρευόταν, εκείνος βιάστηκε να την προειδοποιήσει πως δεν αποτελούσε την ιδανική επιλογή της. «Ας μην τα κάνουμε όλα τραγωδία», είπε κοφτά η Ανθή. «Δεν περνάμε καλά; Τι άλλο θέλουμε;»

   Αλλά αυτός ήταν ένας λόγος. Το θέμα πρέπει να την απασχολούσε σοβαρά. Λίγο μετά, εκείνο το απόγευμα, την πήρε το μάτι του να γονατίζει μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρης και να μονολογεί σχεδόν έξαλλη: «Είμαι τρελή!» Τη ρώτησε ξαφνιασμένος τι στο καλό έκανε εκεί. «Τίποτα», απάντησε. Έμοιαζε αποκομμένη από τα γύρω. «Μα μόλις είπες «είμαι τρελή»!» της κάνει. «Ναι, είμαι τρελή», παραδέχτηκε. «Γιατί το λες αυτό;» «Δε με ξέρεις… Απλούστατα ένιωσα αυτή τη στιγμή ότι έχω τρελαθεί – κακό είναι;» Μιλούσε μυστήρια και την κοίταζε παγωμένος. «Καλύτερα να φύγω», είπε, αλλά όρμησε να τον συγκρατήσει. «Να πας πού; Θες να το βάλεις στα πόδια; Χα, χα!...» Η φωνή της ήταν βραχνή και η στάση της γενικά αλλαγμένη. Ήταν σίγουρος πως η σκηνή δεν ήταν άσχετη απ’ το γεγονός ότι η σχέση τους δεν οδηγούσε πουθενά. Γι’ αυτό φερνόταν έτσι σκληρά στον εαυτό της.

 

   Κάπως έτσι, θυμόταν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Κάτσανε στον καναπέ, στο καθιστικό, ακούγοντας Παγκανίνι. «Θα ήμασταν ένα υπέροχο ζευγάρι εμείς οι δυο», είπε ξαφνικά η Ανθή, χώνοντας το μουτράκι της στην αγκαλιά του. «Γιατί οι άντρες που αγαπώ θέλουν να λακίσουν!...» φώναξε μετά, ξεσπώντας σε λυγμούς.

   Της χάιδευε τα μαλλιά, αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί. Στη συνέχεια τον ρώτησε αν θα δεχόταν, τουλάχιστον, κάποτε, να γίνει ο πατέρας του παιδιού της – έτσι, χωρίς καμιάν άλλη υποχρέωση, του τόνισε! Όταν πάλι δεν έβγαλε άχνα, άρχισε να μιλάει γι’ αυτοκτονίες και τα ρέστα. «Τι ‘ναι αυτά που λες!» της έμπηξε μια φωνή και της θύμισε τη συμφωνίας που είχανε κάνει να μη δημιουργήσουνε εξαρτήσει (κάθε λογής εξαρτήσεις) στη ζωή τους. «Άλλωστε», πρόσθεσε αποφασιστικά, «δε θα ‘θελα να σταθώ εμπόδιο στην προσωπική σου ζωή». «Μα εδώ κι ένα χρόνο, εσύ είσαι η προσωπική μου ζωή!» τον αποστόμωσε.

   Αυτό τον τρόμαξε. Εξαφανίστηκε για αρκετές μέρες. Κάποτε που τον πέτυχε η Ανθή στο τηλέφωνο του ζήτησε συγγνώμη, «μερικές φορές δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου», του είπε. Έκανε μια παύση. «Είμαστε στο τέλος», συνέχισε με θλιμμένη φωνή. «Σ’ το ‘χα πει πως θα το καταλάβω, αν θελήσεις ν’ απομακρυνθείς» - αλλά πρόσθεσε πως δεν ήθελε να χωρίσουνε έτσι. Τον ρώτησε ακόμα, επειδή κάποιες φίλες είχαν οργανώσει ένα πάρτι το σαββατοκύριακο, αν έκρινε σκόπιμο ότι έπρεπε να πάει. «Και βέβαια να πας», της απάντησε· «μη με σκέφτεσαι εμένα».

   Εκεί γνώρισε κάποιον τύπο που τη διπλάρωνε ως αργά τη νύχτα με κατεβατά από στίχους, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Όταν του το ‘πε, ξίνισε κάπως τα μούτρα του. Κρέμασε κι αυτή τα δικά της. «Για να τα φτιάξω με άλλον, πρέπει πρώτα να χωρίσω, από σένα, εντάξει;» του είπε. «Είσαι ώριμος για κάτι τέτοιο;» Είπε ναι, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν το εννοούσε.

   Από τότε άρχισε μια νέα φάση στη σχέση τους. Βλέπονταν πιο αραιά, αν και οι συναντήσεις τους απόχτησαν μια ξεχωριστή ένταση που την υποδαύλιζε, θαρρείς, η επικείμενη στέρηση του οριστικού χωρισμού. Η Ανθή έσμιξε με παλιές παρέες της και τα διαβάσματά της έμειναν αναγκαστικά πίσω. Όλο και κάποιον του ‘λεγε πως γνώρισε, αλλά στο τέλος μάλλον τους απέρριπτε όλους. Κι αυτός ακόμα και το μπουφάν του της δάνεισε κάποτε για να το φορέσει σ’ ένα πάρτι. Έφτασε μέχρι το σημείο να τη συνοδέψει ως τον κινηματογράφο που την περίμενε η παρέα της, ενώ εκείνη σάρκαζε στο δρόμο: «Είναι πρωτάκουστο! Ο εραστής μου να με ξαποστέλνει, μ’ αυτόν τον τρόπο στους φίλους μου…» Ύστερα την είδε από μακριά να μπαίνει στο σινεμά, μ’ έναν ψηλό.

   Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να καταλάβαινε πως αν έβρισκε άλλον, θα ξεκόβανε εντελώς – κι αυτό θα την πλήγωνε. Ενώ η δική της γενιά ήταν διαφορετική, του τόνιζε. Ο δικός της φίλος ή σύντροφος θα ήξερε τα πάντα για τη σχέση τους και ποτέ δεν θα την εμπόδιζε να τον συναντάει, αν εκείνη το ήθελε… Το πήρε απόφαση να μην την ξαναδεί όταν του ομολόγησε πόσο «οδυνηρό» της ήταν να τον βλέπει – κι αυτό ακόμα το λίγο που τον έβλεπε. «Γιατί ποτέ δεν ήσουν δικός μου», πρόσθεσε. Εκείνο το βράδυ τής χόρεψε τον τελευταίο χορό, στους ήχους μιας μουσικής που της άρεσε – θα πρέπει να ‘ταν το κομμάτι «Down Town» των Hearts. Καθόταν στον καναπέ διπλοπόδι, σειώντας και λυγώντας το πανωκόρμι της, και ρουφούσε λαίμαργα με τα μάτια της κάθε το κίνηση. Ύστερα μάζεψε τα πράγματά του, άφησε το κλειδί της στο τραπέζι και της έστειλε ένα φιλί απ’ την πόρτα.

   Πήγε στο χωριό της, ξαναγύρισε, τον ξαναπήρε τηλέφωνο. «Δεν μπορούμε τουλάχιστον να βλεπόμαστε σα φίλοι;» τον ρώτησε. Έτσι συναντιόνταν πάλι, πιο αραιά. Έμαθε πως τα έφτιαξε μ’ ένα νεαρό συνομήλικό της. Του πρότεινε στο τηλέφωνο να του τον γνωρίσει, αλλά αρνήθηκε. Τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει για ν’ αγοράσει εκείνος ένα μεταχειρισμένο αμάξι και το έκανε.

   Έτσι κύλησε ο καιρός. Στο μεταξύ γνώρισε κι αυτός τη Φοίβη. Μια ψηλή και γλυκιά γυναίκα, περίπου στην ηλικία του, με λεπτή κορμοστασιά και ωραία ανοιχτόχρωμα μάτια. Μια φορά συναντήσανε τυχαία στο δρόμο την Ανθή, που της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Μετά από δυο μέρες του τηλεφώνησε και του πρότεινε να του κάνει το τραπέζι. Ο δεσμός με το φίλο της ήταν «σοβαρός», αλλά εκείνη δεν λογάριαζε να ξεχάσει τις παλιές της συνήθειες. Τότε της εξομολογήθηκε κι αυτός για τη σχέση του με τη Φοίβη. Την είδε που δαγκάθηκε. Θα πρέπει να ήταν κάτι που δεν το περίμενε ποτέ να συμβεί. Η όψη της σκοτείνιασε περισσότερο όταν της είπε πως ήταν καλλιτέχνις και ασχολούνταν με επιτυχία με τη ζωγραφική.

   Από τότε δεν τον ξαναπήρε ποτέ τηλέφωνο. Εξαφανίστηκε κι έχασε κυριολεκτικά τα ίχνη της. Μήπως είχε διοριστεί στο Δημόσιο κι έφυγε για την επαρχία; Ή μήπως είχε δώσει εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, όπως το σχεδίαζε άλλοτε; Ούτε φυσικά, το δικό της τηλέφωνο απαντούσε. Τον έτρωγε η περιέργεια. Περνώντας ένα βράδυ τέλος έξω απ’ το σπίτι της, είδε άλλο όνομα γραμμένο στο θυροτηλέφωνο.

   Μια Καθαρή Δευτέρα, απόγευμα, βρεθήκανε με τη Φοίβη, σ’ εκείνη την ακρογιαλιά, όπου είχε συμβεί παλιά το επεισόδιο με τις μοτοσυκλέτες. Έβγαλε απ’ το πορτ-μπαγκάζ το χαρταετό που είχε ψωνίσει για την κόρη του, καθώς φυσούσε ένα δυνατό αεράκι, τον καντήλιασε στο πι και φι. Υψώθηκε κατακόρυφα, ο σπάγκος τεζάρισε επικίνδυνα κι ένιωθε τέτοιο τράβηγμα στο χέρι, που φοβήθηκε πως θα έσπαζε. Και πραγματικά σε λίγο κόπηκε. Ο χαρταετός όμως, ύστερα από ένα ξαφνικό (και σχεδόν απελπισμένο) μακροβούτι στην αρχή, ξαναβρήκε γρήγορα την ισορροπία του, ξεδίπλωσε την ουρά του και συνέχισε να πετάει μόνος του, παίρνοντας κι άλλο ύψος πάνω από τ’ αφρισμένα κύματα. Τον παρακολουθούσανε έκπληκτοι, χωρίς να μιλάνε, να ξεμακραίνει μέχρι που έγινε κουκκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Πού θα τον έβγαζε ο άνεμος; Το περιστατικό τού έφερε μοιραία στο νου την Ανθή και ασυναίσθητα, λίγο μετά που βλέπανε κάποιες φωτογραφίες με τη Φοίβη, έβγαλε να της δείξει και δυο δικές της, που φύλαγε πίσω στο πορτμπαγκάζ, ανάμεσα σε παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες. Με τη Φοίβη – που ήταν ο τύπος της γυναίκας που σε παρασέρνει απ’ τον πρώτο κιόλας καιρό να της πεις «σ’ αγαπώ», ενώ εκείνη είναι εξαιρετικά φειδωλή σε τέτοιες κουβέντες, λες και δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη αν αυτό που νιώθει είναι έρωτας ή απλή επιθυμία – οι αντιδράσεις ήταν καμιά φορά απρόβλεπτες. Το γεγονός, λοιπόν, τη σάστισε στην αρχή και μετά τη γέμισε οργή. Μπορεί να ήταν και γκάφα του. Στο δρόμο της επιστροφής εξακολουθούσαν να λογομαχούν και δεν θα σταματούσαν, αν δεν πετούσε τις φωτογραφίες απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου στα χωράφια (με βαριά καρδιά, είναι αλήθεια) – αλλά ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε κάπως να την ξεχολώσει.

   Αυτό που συνέβη τις επόμενες μέρες δεν περνούσε καν από το μυαλό του, όμως είναι γνωστό ότι η ζωή σκαρώνει καθημερινά τέτοια άσχημα παιχνίδια, που μπροστά της ωχριά η φαντασία. Ένα μεσημέρι είδε στο περίπτερο τη φωτογραφία της Ανθής να φιγουράρει στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας κι έμεινε άναυδος. Δεν τον ξεγελούσαν τα μάτια του. Ήταν εκείνη με το στεγνό της πρόσωπο και το λακαρισμένο τσουλούφι των μαλλιών της κρεμασμένο, όπως το συνήθιζε, πάνω στο μέτωπό της. Δίπλα της η φωτογραφία ενός γέρου με αξύριστα μάγουλα και θολό βλέμμα. «Ο δράστης», έγραφε η λεζάντα από κάτω. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. «Φονικό στην Ακαρνανία», «Τη δολοφόνησε», χοροπηδούσαν οι τίτλοι γύρω τους, ενώ παρακάτω δίνονταν διευκρινήσεις, με λιγότερα τονισμένα γράμματα. «Έκοψε με κουζινομάχαιρο τη ζωή της 28χρονης κόρης του…» Ο δράστης – αυτά τα μάθαινε για πρώτη φορά – με «διαπιστωμένα ψυχολογικά προβλήματα και νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές κατά το παρελθόν… Η εφημερίδα έκανε αόριστες νύξεις για «οικογενειακές διαφορές» και δημοσίευε μιαν ασυνάρτητη δήλωση του δολοφόνου πατέρα πως το κακό «έπρεπε να γίνει», γιατί η κόρη του είχε μείνει έγκυος… Σφίχτηκε τόσο που ένιωσε την ψυχή του να διαλύεται.

 

   Ξαναγύρισε στον τόπο που είχε πετάξει τις φωτογραφίες της εκείνο το απόγευμα. Παράτησε το αμάξι στη μουντή ερημιά κι άρχισε να ψάχνει στο χαντάκι, πλάι στο δημόσιο. Ύστερα από κάμποση ώρα απογοητεύτηκε. Άραγε σε ποιανού χέρια να είχανε πέσει στο μεταξύ; Ώσπου, ξαφνικά, ανακάλυψε τη μια, μουσκεμένη από το λιανοβρόχι και μισοσκεπασμένη από μια τούφα χορτάρια. Πόζαρε η Ανθή στην άκρη, ντροπαλή, αλλά με ανασηκωμένη κάπως τη μυτούλα της, και δίπλα της καμιά δεκαριά άντρες – η ομάδα των εργατών τους οποίους επέβλεπε στις ανασκαφές. Του την είχε χαρίσει πρόσφατα – για να τη θυμάται, όπως του ‘χε πει, κι από πίσω γραμμένη η σχετική φράση, μ’ εντελώς ξεθωριασμένα γράμματα πια. Τη σκούπισε προσεχτικά με το μαντίλι, την έβαλε στο πορτοφόλι του, κι όταν γύρισε στο σπίτι, την έκρυψε – μαζί με άλλες δυο ευχετήριες κάρτες που του είχε στείλει κάποτε, στα γενέθλιά του – στο μπλε βελούδινο κουτί.   


Σάββατο 8 Μαΐου 2021

"Ερμάνο Όλμι: ένας «ιστοριογράφος» του σινεμά" από τον φίλο στο fb Τέλη Σαμαντά (facebook, 7.5.2021)

 ..............................................................





Ερμάνο Όλμι (1931-2018): ένας «ιστοριογράφος» του σινεμά




από τον φίλο στο fb Τέλη Σαμαντά (facebook, 7.5.2021)


Δεν ήθελε να τον εντάσσουν στο κίνημα του νεορεαλισμού γιατί όπως έλεγε «εγώ χρησιμοποιώ ερασιτέχνες ηθοποιούς σε φυσικούς χώρους, οι νεορεαλιστές όχι». Είχε εν μέρει μόνο δίκιο: και οι νεορεαλιστές πολλές φορές χρησιμοποίησαν και ερασιτέχνες και φυσικούς χώρους. Ούτε στο ρεύμα του κινηματογράφου-ντοκουμέντο ήθελε να ανήκει. «Ιστορίες αφηγούμαι. Ιστορίες με ανθρώπους», έλεγε. Τελικά ο Ερμάνο Όλμι δικαίως αρνούνταν να ενταχθεί σε κάποιο ρεύμα: στην πραγματικότητα αποτελούσε ένα είδος από μόνος του. Και αν είχε κάποια συγγένεια, αν θέλουμε σώνει και καλά να βρούμε αντιστοιχίες, δεν ήταν τόσο με συναδέλφους του κινηματογραφιστές όσο με έναν άλλο κλάδο της ανθρώπινης διανόησης: τους ιστορικούς της Νέας Ιστοριογραφίας, όπως πχ, τον Φερνάν Μπρωντέλ. Μια συγγένεια που γίνεται αισθητή ιδίως στην αντίληψη και την καταγραφή του χρόνου από τον Όλμι, στη μακρά του διάρκεια, στη σημασία και την αντοχή των νοοτροπιών, στην απουσία των ιστορικών γεγονότων, στο ρόλο του ατόμου μέσα στη διαδικασία παραγωγής, στις αλλαγές που οι διαδικασίες παραγωγής επιφέρουν στα άτομα, στο ρόλο –θετικό ή αρνητικό- της παράδοσης. Τον αποχαιρετήσαμε, τέτοιες μέρες πριν τρία χρόνια, θυμίζοντας τις ταινίες – σταθμούς του: «Il Posto», «I Fidanzati», «Μια κάποια μέρα», «Ο θρύλος του ιερού πότη» και φυσικά την απόλυτη επιτομή της «ιστοριογραφικής» ματιάς του: «Το Δέντρο με τα Τσόκαρα». Ευκαιρία να τις ξαναδούμε.