Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

"Το όραμα της αγίας Κεραμέως του Αμαρουσίου" γράφει ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ (www.lifo.gr, 30.6.2020)

............................................................




Το όραμα της αγίας Κεραμέως του Αμαρουσίου 

Στενοί και στεγνοί άνθρωποι, στενό και στεγνό σχολείο. 






γράφει ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ   (www.lifo.gr, 30.6.2020) 





   ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ μετείχα σε συγγραφική ομάδα για σχολικό βιβλίο ελληνικής γλώσσας. Με τον υπεύθυνο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είχαμε δύο σφοδρές διαφωνίες. Η μία όταν αξιοποιήσαμε προσαρμοσμένο κείμενο που περιέγραφε τις διάφορες μορφές οικογένειας μέσα από απλές ιστοριούλες παιδιών. Το κείμενο κατέληγε ότι το βασικό είναι η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός, ασχέτως του αν μιλάμε για πυρηνική, εκτεταμένη, μονογονεϊκή ή ανασυγκροτημένη οικογένεια. Είχα διδάξει πιλοτικά το κείμενο σε τάξεις, είδα πόσο ευεργετικά επιδρούσε σε παιδιά που περνούσαν «οικογενειακά ζόρια». 

   Ο υπεύθυνος, όμως, επέμενε ότι δεν μπορεί το σχολείο να προβάλλει άλλο πρότυπο πλην της παραδοσιακής «ελληνικής οικογένειας». Φανταστείτε, σκέφτομαι, να περιλαμβάνονταν στο κείμενο, πριν από 15 και βάλε χρόνια, ομόφυλα ζευγάρια και άλλα του διαβόλου έργα. 

 Η άλλη διαφωνία αφορούσε κείμενο για μετανάστες που πρόκοψαν στην Ελλάδα, είχαν δικές τους δουλειές, δούλευαν μαζί με Έλληνες ή είχαν Έλληνες υπαλλήλους. «Δεν γίνεται να προβάλουμε τέτοια εικόνα, θα έχουμε αντιδράσεις. Δεν μπορεί οι ξένοι να είναι πάνω από τους Έλληνες» είπε. Θυμώσαμε και επιμείναμε. Κυρίως, όμως, είχαμε μια αίσθηση ματαιότητας. 

   Η ίδια αίσθηση τώρα, με τα μαθήματα που καταργούνται στο λύκειο. Στενομυαλιά και βαθύς συντηρητισμός. Αλλά τι να κάνουν οι άνθρωποι; Τέτοιοι είναι. Κορυφαίος υπουργός προανήγγειλε ότι η Κοινωνιολογία θα καταργηθεί γιατί κάνει τα παιδιά αριστερά(!). Φώναζαν για τις θεματικές εβδομάδες «θα κάνουν τα παιδιά μας τρανς». Τους προξενούν αμηχανία και λόξιγκα οι έννοιες «μετανάστευση», «ταυτότητες», «ρατσισμός», «δικαιώματα», «φτώχεια και ανεργία», «κοινωνικά κινήματα», «αποκλεισμός», «παραβατικότητα».

 Οπότε, ο «Σύγχρονος κόσμος» έπρεπε να φύγει από τη Β' Λυκείου, κι ας ήταν από τα πιο ουσιαστικά μαθήματα, με δημιουργικές εργασίες και πρωτότυπες συζητήσεις. Το ίδιο και οι ομαδικές ερευνητικές δραστηριότητες που άφηναν λίγο χρόνο στα παιδιά να συλλειτουργήσουν σε ένα σχολείο ασφυκτικό και λαχανιασμένο. Καταργούν τα μαθήματα επιλογής στις τέχνες, αφού τα παιδιά «δεν ζητάνε καλλιτεχνικά» (επίσημη εξήγηση). Γιατί σε αυτήν τη ζωή ό,τι έχει ζήτηση μετράει. 

Την ίδια ώρα, στις Πανελλαδικές, αυτό το σχολείο, που δεν θέλει να φέρνει τέχνη και ποίηση στη ζωή των παιδιών, τα ρωτάει για τη θέση της ποίησης στη ζωή τους. Πανηγυρικά αδιαφορεί για τη δική τους πραγματικότητα. Κι αυτά, παραζαλισμένα από φροντιστήρια και καραντίνες, ψάχνουν «τι θα ήθελε ο διορθωτής να γράψω;». 

   Ενώ τα πολλά Λατινικά τι κακό να κάνουν; Πώς να «πάει στο κακό» το μυαλό ενός εφήβου που περνάει τις ώρες του αποστηθίζοντας; Και πάντα ακλόνητες οι ώρες των Θρησκευτικών. Και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος παραμένει σταθερή συνομιλήτρια της πολιτείας για θέματα εκπαίδευσης. 


Την ίδια ώρα, στις Πανελλαδικές, αυτό το σχολείο, που δεν θέλει να φέρνει τέχνη και ποίηση στη ζωή των παιδιών, τα ρωτάει για τη θέση της ποίησης στη ζωή τους. Πανηγυρικά αδιαφορεί για τη δική τους πραγματικότητα. Κι αυτά, παραζαλισμένα από φροντιστήρια και καραντίνες, ψάχνουν «τι θα ήθελε ο διορθωτής να γράψω;». Και ο διορθωτής, που υπηρετεί αυτό το σχολείο, διορθώνει σαν να είναι άλλος, σαν να υπηρετούσε ένα σχολείο που πρόσφερε βιβλία και ποίηση. Αυτό δεν είναι σχέση εξεταστή-εξεταζόμενου, Σύνδρομο της Στοκχόλμης μεταξύ ομήρου και απαγωγέα είναι. 

Κι όλα αυτά ενώ η σχολική χρονιά κλείνει σε κλίμα απαξίωσης της εκπαίδευσης. Όσα παιδιά ήθελαν πήγαιναν, διδασκαλία σε άδειες αίθουσες μέρα παρά μέρα, σκόρπιες ασύγχρονες διδασκαλίες. Αφήσαμε το σακατεμένο δημόσιο σχολείο να διολισθήσει σε αφασική κατάσταση, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Στα μάτια των παιδιών απέκτησε μια τρύπα που χάσκει: γιατί να πάμε, αφού το ίδιο είναι; Το υπουργείο έκλεισε τη χρονιά με το δόγμα «δεν κάνει διαφορά πάτε δεν πάτε, ούτε για την υγεία, ούτε για τη γνώση». 

   Την ώρα αυτή, αντί να θωρακίσει το σχολείο, το υπουργείο τού αφαιρεί τα ελάχιστα που του δίνουν γεύση. Στενοί και στεγνοί άνθρωποι, στενό και στεγνό σχολείο. Όχι σχολείο έκφρασης, συμμετοχής, πολιτισμού. Ανάγκη να «φτηνύνει κι άλλο»: να μειωθούν οι ειδικότητες, να βγαίνουν περισσότερες ώρες με λιγότερους εκπαιδευτικούς, με περισσότερους μαθητές ανά εκπαιδευτικό, με λιγότερα λεφτά, με λιγότερες αποχρώσεις και ποικιλία στο πρόγραμμα. Και να κλείσουν σχολεία εν τέλει. 

 Οικοδομούμε την αρχιτεκτονική της εκπαιδευτικής ανισότητας: 1. Σχεδόν ανεκτά σχολεία για μέρος της μεσαίας τάξης που ακόμα αντέχει. 2. Πουλώντας αριστεία αυτά τα αποκαλούμε πρότυπα και πειραματικά, ενώ είναι τα μέχρι τώρα «κανονικά» δημόσια σχολεία. 3. Όσοι μπορούν θα αγοράζουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες θα αυξηθούν. 4. Για τους υπόλοιπους, μαζικά ελλειμματικά σχολεία-αποθετήρια. Και μάλλον όχι για όλους. 

   Η εναντίωση σε όλα αυτά δεν αρκεί. Ούτε σημαίνει ότι το σημερινό σχολείο μπορεί κανείς εύκολα να το υπερασπιστεί. Ούτε σήμερα το σχολείο φέρνει σε επαφή τα παιδιά με την τέχνη και τη χαρά της ζωής. Ούτε σήμερα είναι σχολείο της συμμετοχής και της δημιουργίας. Οφείλουμε να το υπερασπιστούμε επειδή είναι το δημόσιο σχολείο μας. Χωρίς αυτό, δεν γίνεται. Να είμαστε όμως σαφείς. Η σφοδρή αντίθεση πολλών στη μανιχαϊστική ιδεοληπτική απλοϊκότητα της κ. Κεραμέως δεν ισοδυναμεί με καμία νοσταλγία για το «άγιο τέλμα». Είναι αρνητικές οι αλλαγές της υπουργού ακριβώς επειδή δεν αλλάζουν το σχολείο, αλλά το αφυδατώνουν κι άλλο, το καταδικάζουν στην άνυδρη ακινησία και στο βούλιαγμα. 

Πηγή: www.lifo.gr

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

"Ο Σέξπιρ και η καραντίνα" έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.6.2020)

..............................................................


             Ο Σέξπιρ και η καραντίνα



έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.6.2020)


Ο Ουίλιαμ Σέξπιρ είναι ο εφευρέτης του ανθρώπου. Των όρων, των μοτίβων και των συνθηκών που μέχρι και σήμερα μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Μέσα από τα έργα, μέσα από τους χαρακτήρες και μέσα από τα διαφορετικά επίπεδα συγκινήσεων που δημιούργησε παραμένει επίμονα ένας οικείος μας. Ενα σημείο όπου ανατρέχουμε για να αντιληφθούμε το γίγνεσθαι. Είναι κάτι που επιτάσσει το ίδιο του το έργο. Αυτό που είναι σπάνιο είναι να γυρνούμε πίσω σε γεγονότα της ζωής του για να βρούμε κοινά σημεία με το δικό μας παρόν. Οι μέρες μας αποτελούν εξαίρεση. Και αυτό συμβαίνει επειδή ο Βάρδος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε κάποια μορφή καραντίνας.

Ο Σέξπιρ έζησε όλη του τη ζωή παράλληλα με τις διάφορες εξάρσεις της βουβωνικής πανώλης. Λίγους μήνες αφού γεννήθηκε, το ¼ του Stratford-upon-Avon, της γενέτειράς του, πέθανε από βουβωνική πανώλη. Η καριέρα του, το θέατρο της εποχής του και το κοινό που πρώτο θα παρακολουθήσει τα έργα του ορίστηκε από την αρρώστια και από τις επιδημίες. Τα θέατρα έκλεισαν πολλές φορές λόγω της επιδημίας. Στο ελισαβετιανό Λονδίνο ο κανόνας ήταν πως όταν οι νεκροί ξεπερνούσαν τους 30 ανά εβδομάδα τα θέατρα έκλειναν. Δεδομένου του ότι οι αρχές δεν γνώριζαν το μέσο μετάδοσης της αρρώστιας (τους ψύλλους των αρουραίων), πίστευαν πως ο λόγος μετάδοσης ήταν η συγκέντρωση του κόσμου. Ετσι, τα θέατρα μαζί με τα πορνεία και τους λάκκους για τις κυνομαχίες έκλειναν για να προστατέψουν τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Σέξπιρ βρισκόταν στο ζενίθ των δημιουργικών του ικανοτήτων, τα θέατρα έμειναν κλειστά για συνολικά 78 μήνες.

Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη οι θίασοι συχνά διαλύονταν και οι ηθοποιοί ακόμα πιο συχνά πέθαιναν από την αρρώστια. Οσα μέλη γλίτωναν έπρεπε να βρουν κάποιο άλλο επάγγελμα. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης των θιάσων ήταν μέσα από δωρεές του βασιλιά και των ευγενών ή μέσα από περιοδείες σε περιοχές που δεν είχαν μολυνθεί. Η πανούκλα κόστισε, πέρα από ανθρώπινες ζωές, τα θεατρικά αριστουργήματα που δεν γράφτηκαν από τους ελισαβετιανούς αυτές τις περιόδους. Ακόμα και ο Σέξπιρ στην επιδημία του 1593 –στο ξεκίνημα δηλαδή της καριέρας του– στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων. Η στάση αυτή θα αλλάξει εντυπωσιακά στην επιδημία του 1606 όταν –σύμφωνα με αρκετούς βιογράφους του– θα γράψει στην καραντίνα και σε έναν μόνο χρόνο τον «Βασιλιά Λιρ», τον «Μάκβεθ» και το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» (ας σκεφτούμε εδώ πώς αξιοποιήσαμε εμείς την καραντίνα μας).

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι το πώς ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μια διαρκής απειλή, μια καθημερινή συνομιλία με τον θάνατο δεν βρήκε τη θέση της στη σκηνή. Τόσο στα έργα του Σέξπιρ όσο και γενικότερα στα έργα του ελισαβετιανού θεάτρου. Κανένα έργο δεν έχει ως φόντο την επιδημία, σε κανένα έργο η μαζική ασθένεια δεν διαμορφώνει τα γεγονότα, σε κανένα έργο δεν ενσαρκώνεται σκηνικά, κανένας δεν πεθαίνει από την πανώλη. Στα έργα του Σέξπιρ επιβιώνει μονάχα ως βρισιά και ως κατάρα («πανούκλα και στων δυο σας τα σπίτια» στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Η κόκκινη πανούκλα να σε κόψει» στην «Τρικυμία» και πολλά ακόμη).

Κι όμως, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά, η πανούκλα δεν έχει αγνοηθεί. Υπάρχει στο κοινό και υπάρχει ενσαρκωμένη στον λόγο. Δίνει νόημα και ένταση στους τόσους θανάτους στα σεξπιρικά έργα, κυκλώνει τα γεγονότα και ορίζει τους χαρακτήρες. Καιροφυλαχτεί ως ένα ακατανόητο φορτίο πίσω από τους ήρωες και τα σκηνικά. Μαζί της φέρνει τη ριζική αμφισβήτηση κάθε δομής και ιεραρχίας, εξισώνοντας τους ανθρώπους σε μια κοινή απειλή και μια κοινή μοίρα. Και είναι πολλοί μελετητές που αποφαίνονται πως η μοναδικότητα των σεξπιρικών ηρώων προκύπτει ως απάντηση σε αυτή την εξίσωση.




Σε αντίθεση με τον πόλεμο, η επιδημία είναι κακό αφηγηματικό υλικό. Δεν δημιουργεί επιθυμίες και επιδιώξεις, δεν κατευθύνεται, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η λογοτεχνία κατάφερε να την ενσωματώσει στην αφήγησή της μόλις τον 20ό αιώνα με τον ερχομό της φιλοσοφίας του παραλόγου, ως ένα στοιχείο που ακριβώς ενσαρκώνει αυτή την τυφλότητα. Γιατί η επιδημία είναι το παράλογο του θανάτου σε μαζική κλίμακα, χωρίς ανθρώπινες αιτίες. Και αν αυτή εκλείπει από τα σεξπιρικά έργα, το παράλογο τα κυριαρχεί στις κορυφαίες στιγμές τους. Μπορούμε να το βρούμε συζητώντας με τους νεκροθάφτες μαζί με τον Αμλετ, στη μανία του Μάκβεθ, ή δίπλα στον βασιλιά Λιρ στις τελευταίες του ώρες. Και δίπλα στο σεξπιρικό παράλογο, το τόσο ανθρώπινο και μαζί τόσο βουβό, συναντούμε την έγκλειστη αλήθεια του παρόντος μας.

tsalapatis.blogspot.com

«Το φουστάνι της Λελούδας» διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 – 1940) (από τα «Διηγήματα», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2007)

............................................................



    Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877 - 1940)









·       «Το φουστάνι της Λελούδας»

διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 – 1940) 

(από τα «Διηγήματα», εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον 

της Εστίας», 2007)


   ΚΑΝΕΝΑΣ δεν ξέρει για ποιο λόγο η Λελούδα γεννήθηκε κουφή και μουγγή. Ο ξάδερφός της ο παπάς μαλώνει πολύ αυστηρά τους αδιάκριτους, που θέλουν  και καλά να μάθουν γιατί είναι σημειωμένη. «Τα γραμμένα του Κυρίου», τους λέει, «δεν είναι του ανθρώπου να τα ελέγχη, αλλά μόνο να τα υποφέρη. Σιωπή!» Είναι σήμερα εξήντα χρονών η Λελούδα και, μόλις σαλέψουν τα χείλη μας, διαβάζει όσα θέλομε να πούμε, ακόμα κι εκείνα που δεν είπαμε. Βλέπει νοήματα στο χέρι μας, στα φρύδια μας, στις πλάτες μας μόλις τα κινήσομε κι απ’ το ελάχιστο ζάρωμα του προσώπου μας ξέρει τι πέρασε στην ψυχή μας, αν ήταν ίσκιος, ήλιος, ψιλή βροχούλα ή μπόρα.

   Οι κουφοί κ’ οι μουγγοί τα ξέρουν αυτά. Εμείς όμως πώς να ξέρουμε αν λυπάται ή χαίρεται η Λελούδα, που το πρόσωπό της είν’ όλο το ίδιο; Τα μάτια της κοιτάζουν στρογγυλά κι ολάνοιχτα, και το πλατύ χαμόγελό της, που αρχίζει απ’ το ένα της αυτί και τελειώνει στ’ άλλο, είναι ξεχασμένο στο πρόσωπό της από κάποτε, που πρώτη και τελευταία φορά γέλασε – ποιος ξέρει πότε.

   Τι μεγάλη ζημιά θα ήταν τάχα, αν άκουγε η Λελούδα τις φωνές των ανθρώπων, και σε τι θα χαλούσεν η τάξη του κόσμου, αν μπορούσε να μιλήση; «Μα να ζητούμε να το μάθωμε» λέγει ο παπάς, «είναι σαν να ζητούμε λόγο του Δημιουργού και να γινώμεθα κριταί των πράξεών του. Ενώ εκείνος είν’ ο κριτής κ’ εμείς κρινόμεθα». Έτσι κανένας δεν ξέρει πώς η Λελούδα γεννήθηκε σημειωμένη. Και, μια φορά, που κάποια γυναίκα είπε σε μιαν άλλη: «Αρή, μπας και τόπιασαν ανάποδα το κορίτσι στη γέννα και τόβγαλαν σημειωμένο;», ο παπάς αγανάχτησε και της φώναξε:

   -Μα ο Κύριος, ασυλλόγιστη γυναίκα, δεν έβλεπε και δε μπορούσε να το γλυτώση το παιδί, αν ήταν η βουλή του να σωθεί; Σιωπή!

   Εδώ και πέντε χρόνια η Λελούδα υπηρετεί τον παπά και την κόρη του. Οι αδερφές της, φτωχές όλες, στο χωριό, δε μπορούσαν να τη ζήσουν, τόσο ακριβό που είναι τελευταία το ψωμί και τα γεννήματα λίγα. Έκαμε λοιπόν ο παπάς το ψυχικό να πάρη τη μουγγή ξαδέρφη του για υπηρέτρια. Κι από τότε που η Λελούδα δουλεύει και τη βλέπουν συχνά στο δρόμο, δε ρωτάει πια κανένας γιατί είναι τέτοια που είναι· το συνήθισαν. Όλα συνηθίζονται! Τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα των και βγάζουν άλλα, οι χειμώνες ακολουθούν τα καλοκαίρια, τα καλοκαίρια τους χειμώνες, κ’ η Λελούδα ανεβαίνει και κατεβαίνει την πλατιά ξύλινη σκάλα του παπά, σχεδόν τις ίδιες ώρες για να κάμη τις ίδιες δουλειές, τόσο ταχτικά, που ένας γείτονας μπορεί να βεβαιώση από πέρα: «Να, τώρα η Λελούδα θα πάρη τη σκάφη! Τώρα θα ρίξη σκύβαλα στις κότες! Τώρα θα διώξη το σκυλί! Τώρα θα πάρη το μεγάλο κλειδί ν’ ανοίξη το κατώγι, θα κάμη τα χθεσινά και τα περσινά…» Μόνον ένα δε θα κάμη ποτέ η Λελούδα – να ξεκουραστή. Δεν πάνε σε μια μουγγή πολυτέλειες. Τι; Να κάτση λοιπόν κι αυτή μια στιγμή σαν τις άλλες, για να κοιτάξη τα χρυσά και τα μαβιά λουλούδια, τους κατιφέδες και τις γαλανές περικοκλάδες που βγαίνουν στις κολοκυθιές και στα καλαμπόκια του κήπου; Τέτοιες χαρές δεν πάνε σε μουγγή.



   Στα χωριά τίποτα δεν αλλάζει, εκτός αν έρθη σεισμός ή κατακλυσμός. Μολαταύτα, έξαφνα, στα καλά καθούμενα, απίστευτο πράμα σημειώθηκε στη ζωή της Λελούδας. Φτιάνει καινούργιο φουστάνι! Είδανε μια μέρα τη μεγαλύτερη αδερφή της, την κυρά-Κατίγκω, να καθήση στον αργαλειό. Ήταν πολύ σοβαρή τη στιγμή που άρχιζε και τον συγύριζε. Τότε ζύγωσεν η μικρή εγγονή της και τη ρώτησε:

   -Κυρούλα, θα πεθάνη η θεια Λελούδα;
   - Ποιος σου τόπε, αρή;
   - Έτσι λένε, άμα μια γριά φτιάση τα καινούργια της.
   - Εσύ να μην ανακατεύεσαι σ’ ετούτα! Η θεια σου η Λελούδα είναι ζωντανή, μωρή, δεν τη βλέπεις πούρχεται;

   Η Λελούδα έφτασε. Ήρθε να βοηθήση στον αργαλειό. Κάθησε κοντά στην  αγαπημένη της αδερφή, στο χώμα, χωμένη στο φουσκωμένο της παλιό φουστάνι. Κ’ η αδερφή, απ’ την αγάπη που έχει της μουγγής, χωρίς να την πη ποτέ, τη μαλώνει – τάχα – εκεί στο βοήθημα:

   -Αρή; Του διασίδ’ δεν του τ’ ρας; Ουλότιλα; Τούτου κόπ’κι, μαρή! Πέρα από κει, ντε! Μασ’ τ’ν κλουστή, μαρή! Απού δω σίμουσι! Άιντι απού κει!

   Αστραπή τις νοιώθει τις προσταγές της Κατίγκως η μουγγή. Κόβει, κομποδένει, διορθώνει. Ετοιμάζουν το πανί. Τ’ ειν’ ο κόσμος! Δεν πρόφτασεν η κυρά-Κατίγκω να ρίξη τις πρώτες σαϊτιές, και μαθεύτηκε πως γίνεται καινούργιο φουστάνι της Λελούδας. Το απόγεμα τόμαθεν η γειτονιά. Το βράδυ τόξερε το χωριό. Και την άλλη μέρα το νέο ανέβαινεν απάνω στα χωράφια και στους λόγγους. Όλο περπατούσε! Ανέβηκεν ως απάνω στις φακές, ως τα ρεβίθια, ως τα πρόβατα! Οι στάνες, οι κορφές κ’ οι ερημιές μιλούν για το φουστάνι της μουγγής. «Έρμη Λελούδα! Το τελευταίο της!» έλεγαν οι χωριανοί κουνώντας το κεφάλι. Κι όσο διαβαίναν κ’ έβλεπαν την κυρά-Κατίγκω, σοβαρή και δυσκολομίλητη, να υφαίνη στην αυλή της, τόσο η κουβέντα γύριζε και ταξίδευε. Χωριανές που συναπαντιόνταν στο δρόμο, φορτωμένες κλαρί και γνέθοντας ρόκα, βρίσκανε τον καιρό, έτσι σκυμμένες κάτου απ’ το φόρτωμα, να ρωτούν η μια την άλλη.

   -Ε, μαρή! Έτοιμη ειν’ η Λελούδα;
   - Άβαφο ειν’ ακόμη της έρμης! Τώρα θα μπη στο λουλάκι.
   - Και θα την περιμένη ο Χάρος, μαρή, να σταφνιστή η καψο-Λελούδα;
   - Σώπα δα! Εξήντα χρονών γυναίκα είναι, τι δαίμονα! Να βιάζεται δα τόσο; Λέω πως θα την αφήση να ραφτή.

   Είναι παλιά συνήθεια. Κάθε γυναίκα, όποια κι αν είναι, πρέπει νάχη τη φορεσιά της έτοιμη για την ώρα του θανάτου. Ακόμα κι η φτωχότερη. Δεν εμποδίζεται βέβαια να τη φορέση καμμιά φορά σε γάμο ή βαφτίσια ή λειτουργία. Μα ο σκοπός είναι να τη φορέση στη μεγάλη γιορτή. Πρέπει την  τελευταία ώρα να βρεθή λαμπροντυμένη, ώστε, καθώς παρουσιάζεται στα πανηγύρια, να παρουσιαστή στη δόξα του Θεού.

   Ήταν παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, όταν τελείωσε το φουστάνι. Το παλιό τής είχε τρυπήσει.
   -Μια που τόκαμες, της είπαν, δε θα τα βάλης αύριο, την επίσημη μέρα, να πας να προσκυνήσης;

   Η Λελούδα δείχνει το πλατύ χαμόγελό της, απ’ τόνα στ’ άλλο αυτί – και δεν απαντάει τίποτα, παρά κοιτάζει τον παπά, να πάρη στη συμβουλή του. Γυρίζει τα μάτια στις γειτόνισσες, ξανακοιτάζει τον παπά. Κι ο δέσποτας, που κατάλαβε, της γνέφει από μακρυά,, κουνώντας ενθαρρυντικά την κεφαλή του με το μαύρο σκούφο και τρεμίζοντας την ψαρή γενειάδα του.
   -Ναι, ναι, Λελούδα, να το φορέσης.
  
   Ωστόσο η Λελούδα συλλογιέται πως είναι μεγάλη αμαρτία να βάλη κατακαίνουργιο φουστάνι, πράμα που δεν τόκαμε ποτέ, παρά μια φορά, εδώ και πενήντα χρόνια, όταν μπήκαν κ’ οι δυο στην εκκλησιά με την αδερφή της την Κατίγκω και στάθηκαν μαζί. Και τώρα τι θα πουν οι χωριανοί, να την ιδούν έξαφνα καινουργιοντυμένη σαν να της συνέβηκε κανένα μεγάλο καλό; Σα να παντρεύτηκε ή να μίλησε; Φαίνεται πως χαμογελάει στ’ αληθινά η Λελούδα σήμερα που το συλλογιέται. Τι; Έκαμε το φουστάνι για να το φορέση; Και τότε τι τόχει το σεντούκι;

   -Μπα! Μπα! Μπα! είπε με το ξενομίλημά της.
   Και κοίταξε γύρω της, μήπως φανούν αυτά που συλλογίστηκε.
   Η αδερφή της όμως η Κατίγκω, πολύξερη και γνωστική γυναίκα, τόχει σε κακό να ετοιμαστή η φορεσιά και να μη φορεθή έτσι δα λίγο, από δω ως εκεί. Λένε πως αυτό δεν είναι καλό. Έχουν να πούνε πως, πριν μπη στο σεντούκι, το φουστάνι που γίνεται για τη δόξα του Θεού πρέπει να φορεθή και να το περπατήσουν μια στιγμή. Κάτι θα ξέρη η Κατίγκω. Για τούτο, άμα τα ετοίμασεν όλα, το γαλάζιο φουστάνι, το σιγκούνι με τις κόκκινες άκρες, το χιονάτο πουκάμισο και το φακιόλι, άμα της τα φόρεσε για να τα δοκιμάση, της είπε, σοβαρή πάντα, προσέχοντας να μη φαίνεται τίποτε απ’ την αγάπη και τίποτε απ’ τον καϊμό της:

   -Μαρή, κάμε δυο περπατησιές όξω, έτσι φορεμένη!
   - Μπα! Μπα! έκαμεν η Λελούδα τρομαγμένη.
   - Ίσαμε του παπά, μαρή, όχι παρέκει!
   - Μπα! Μπα!
   - Είναι κακοσημαδιά, μαρή, σου λέω, να τα πας ίσα στο σεντούκι. Περπάτει ως εκεί, δε σε τηράει κανένας.
   Η γειτονιά ήταν έρημη. Το σπίτι του παπά βρισκόταν λίγα βήματα μακρυά. Η μουγγή υπάκουσε στη μεγαλύτερη αδερφή της… Τι να κάμη; Αν το σέβας είναι υπάκουο, η αγάπη ακόμα περισσότερο. Έτσι ντυμένη ξεκίνησε.
   Περπατούσε βαριά και βιαστικά. Κιντύνευε να σκοντάψη. Πήγαινε κι όλο κοίταζε δεξιά κι αριστερά, μην τη βλέπουν, σαν κάτι νάκλεψε.

.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     

   Είναι κάτι λεύκες εκεί κοντά, ψηλές, λιγνές, ίσιες – κάτι λεύκες καταπράσινες και πίνουν στο βροντερό νερό, που κατεβαίνει για τα καλαμπόκια. Θέλεις ο άνεμος έφταιγε, θέλεις τα δέντρα γνωρίζονται με τους ανθρώπους, οι λεύκες άρχισαν ένα σάλεμα κ’ ένα κρυφομιλητό που δεν τελείωνε, μόλις πρόβαλεν η Λελούδα. Γι’ αυτή θα μιλούσαν! Στον έρημο δρόμο δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά ο χτύπος των καινούργιων παπουτσιών της μουγγής στα χαλίκια. Το χωριό, βουβό, με κάποιο λάλημα πετεινού ή κουδούνισμα μουλαριού εδώ κι εκεί, σε μια από τις νεκρές του συνηθισμένες ώρες, με τα μεγάλα χαγιάτια του αδειανά, τις πόρτες του τρύπες, με τις φράχτες του που άνθιζαν και τους τοίχους του που έρεβαν, ήταν βυθισμένο στη δουλειά και στη μοίρα, χωρίς παράπονο για κείνο που ήρθε κ’ έτοιμο πάντα για κείνο που έχει ναρθή. Ψηλά στην εκκλησιά ο παπάς, έχοντας τελειώσει τον εσπερινό, καθόταν κατά τη συνήθειά του, κάτου απ’ το πυκνό και ψηλό πουρνάρι του αυλόγυρου κι αυτή την ώρα μιλούσε μ’ ένα λαμπαδιασμένο σύννεφο, σταματημένο κάτου απ’ το Γερακοβούνι. Χρόνια, τώρα, απ’ τον καιρό που έχασε δυο παιδιά του και τη γυναίκα του, κάθεται τέτοιαν ώρα και περιμένει ν’ ανάψουν τα τελευταία σύννεφα, εκείνα που δέχονται τα χαιρετίσματα του βασιλεμένου ήλιου απ’ την άβυσσο, τα χρυσά, τα βυσσινιά, τα μαβιά σύννεφα – βιβλία που στα μάτια του παπά έχουν γραμμένες τις βουλές του Κυρίου και κρύβουν τα μεγάλα χερουβικά της δόξας του. Ακούγοντας βαρύ πάτημα στο δρόμο, γύρισε κ’ είδε την ξαδέρφη του να περπατή ντυμένη. Δεν παραξενεύτηκε, δεν κούνησεν απελπιστικά το κεφάλι. Ξαναγύρισε στα φλογισμένα σύννεφα!

   Μα η Κατίγκω που δεν ξέρει να διαβάζη* τόσο ψηλά, η Κατίγκω είχε κρυφτή πίσω απ’ το μικρό παράθυρο και κοίταξε κρυφά την αδερφή της, καθώς πήγαινε.
   -Κλαίς, μαρή; της είπε η συννυφάδα της. Ντροπή σ’, Κατίγκω! Τ’ είν’ αυτά;
   - Δεν κλαίου τίποτα… είπε η Κατίγκω.
   Η Λελούδα έφτασε στο σπίτι, χαρούμενη που δεν την είδε κανένας. Ξεντύθηκε, δίπλωσε με προσοχή τα καινούργια, τάβαλε στο σεντούκι μαζί με δυο μήλα κι ένα κυδώνι και τόκλεισε.
   Δε θα ξαναβγούν από κει μέσα – παρά μόνο μια φορά.

*Σημείωση: στην αντιγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα

 πλήν του πολυτονικού...

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

"ΚΑΝΕΝΑΣ" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 27.6.2020)

...........................................................








Χάρης Μελιτάς










ΚΑΝΕΝΑΣ


Ποια Κίρκη με περιγελά
δεμένο στο κατάρτι;
Πόσο αντέχουν τα παιδιά
στα ρεύματα του χάρτη;
Τι ώρα πιάνει Αμοργό
η τελευταία αλήθεια;
Πού τα φυλάνε οι νεκροί
μετρώντας παραμύθια;
Πότε θα κάψει το φιλί
τα δίσεκτα φεγγάρια;
Πώς σημαδεύουν οι ζερβοί
με το δεξί τα ζάρια;
Ποιος δελεάζει τους θνητούς
να συνθηκολογήσουν;
Γιατί τα αυτονόητα
δεν λένε να με λύσουν;

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

"Μια ιστορία τιμιότητας" ένα μικρό διήγημα της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου (γ. 1957) (https://boukalistithalassa.blogspot.com, 25.6.2020)

...........................................................




               Μια ιστορία τιμιότητας







ένα μικρό διήγημα της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου (γ. 1957) (https://boukalistithalassa.blogspot.com, 25.6.2020)


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Στο ραδιόφωνο παίζει τώρα το τελευταίο σουξέ της Λώρας Μίχα: “Τα συλλυπητήρια μου”. Ένα τιμωρητικό τραγούδι για την απιστία, σκέφτεται ο κύριος Χάρης την ώρα που βγάζει το πορτοφόλι του για να πληρώσει τον ταξιτζή. Ο κύριος Χάρης ουδεμία σχέση έχει με τη Λώρα Μίχα και τα σουξέ της. Έχει ωστόσο το χάρισμα - ή το κουσούρι, ανάλογα - να ακούει προσεκτικά τα πάντα, ακόμα και τα πράγματα που κατά βάθος περιφρονεί. Απόμακρος, λιγομίλητος, αλλά και κρυψίνους, σου δίνει από την πρώτη στιγμή την αίσθηση ενός ανθρώπου ευγενικού και συγκροτημένου. Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος γαρ στα Δικαστήρια της Ευελπίδων, με γνώσεις και επίπεδο.
Ο κύριος Χάρης ακούει με φλέγμα:


«Όχι, χάρη δεν σου κάνω
δεν πέφτω στα πατώματα
για σένα να πεθάνω
Τέλειωσαν τα καμώματα
λάθη δεν ξανακάνω
(Ρεφρέν)
Τέλειωσες για μένα, αγά μου, αγά μου, αγά μου,
Τα συλλυπητήριά μου (δις)
όχι, όχι δε θα κλάψω
θα σε θάψω θα σε θάψω
τη ζωή μου θα αλλάξω
άσπρο το μαλλί μου βάφω
και σ’ αφήνω μες στον τάφο»
κοκ…

Ο κύριος Χάρης βγάζει από το πορτοφόλι του τα τρισήμιση ευρώ της διαδρομής. Κάτι τον απασχολεί στο τραγούδι. Κι αυτός δεν ξέρει τι ακριβώς. Οι στίχοι, η μουσική, το τσιφτετέλι με το τέκνο μπιτ, ή η λαγγεμένη φωνή της Λώρας; Μπερδεύεται… Κι αυτός δεν ξέρει… Δυσκολεύεται, - ποιος αυτός με τέτοια συγκρότηση; - να συνδυάσει τα πολλαπλά ερεθίσματα. Ίσως επειδή μόλις πριν λίγα λεπτά βγήκε από το πρώτο του θερινό σινεμά. “Η γοητεία της αμαρτίας”, αγαπημένη ταινία από τα φοιτητικά χρόνια. Την ξαναείδε με συγκίνηση. Με όλους τους κανόνες του social distancing. Μετά φόρεσε την υφασμάτινη μάσκα του, μπήκε στο πρώτο ταξί, απολύμανε τα χέρια του με το αντισηπτικό - στην τσέπη του - κι αναστέναξε ήσυχα, φέρνοντας ξανά στο νου του εικόνες κι αισθήματα της αγαπημένης ταινίας. Η Λώρα, όμως, εν τέλει τον αποσυντόνισε…
Πληρώνει. Βγαίνει από το ταξί. Είναι περασμένες δώδεκα. Καληνυχτίζει τον ταξιτζή και κλείνει μαλακά την πόρτα.
Και κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία μας…


Ι.
Ζούμε στην εποχή του covid υπ’ αριθμ. 19, μπορεί και 20 και 21. Καλοκαίρι 2020, Ιούνιος, τέλη, Κυριακή. Περιοχή Αχαρνών. Ο κύριος Χάρης ένας μοναχικός μεσήλικας. Ίσως και στα όρια της τρίτης ηλικίας. Άλλα στοιχεία της ζωής του δεν μας αφορούν. Μόνο ένα επιπλέον των όσων έχουμε ήδη επισημάνει: αφαιρείται! Αυτός ο τόσο συγκροτημένος άνθρωπος, που με μεγάλη συνέπεια διαχειρίζεται τη χαρτούρα των δικαστηρίων – υπερβολικά αργός, βέβαια, κατά τη μαρτυρία κάποιων συναδέλφων του, αλλά δεν θα τον επιτιμήσουμε γι’ αυτό τώρα – αυτός λοιπόν ο σχολαστικός εργάτης, όταν του δώσεις πάνω από δύο θέματα να επεξεργαστεί, κάτι παθαίνει, το μυαλό του μπαίνει σε κατάσταση αδράνειας, ακινητοποιείται. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε χάριν ευκολίας αφηρημένο, αλλά αυτό δεν θα ήταν απολύτως ακριβές. Ο κύριος Χάρης τίποτα δεν θα πάθαινε αν το τραγούδι της Λώρας Μίχα δεν είχε εισβάλει έτσι αναπάντεχα στο πεδίο της προσοχής του. Και πράγματι. Λίγα βήματα μετά, πριν καλά καλά βάλει το κλειδί στην πόρτα της εισόδου, είχε ανακτήσει ήδη την διαύγειά του. Αλλά ήταν πλέον αργά.
Την ίδια στιγμή που το ταξί μαρσάροντας απομακρυνόταν στον άδειο δρόμο, ο κύριος Χάρης φώναξε απελπισμένα: «Το πορτοφόλι μου! Μα τι μαλάκας που είμαι!»... 

ΙΙ.
Ένα μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι ταξιδεύει στην Αχαρνών ακουμπισμένο στο πίσω κάθισμα του υπ’ αριθμόν ΤΑΖ 2525 αυτοκινήτου ταξί. Ο ταξιτζής δεν το έχει αντιληφθεί, κοιτάζει μόνο μπροστά, ψάχνοντας τον επόμενο πελάτη. Η κυριακάτικη νύχτα ζεστή και ήσυχη, αλλά σαν να περιφέρεται μια αμηχανία τριγύρω, στις διαθλάσεις του φωτός πάνω στο οδόστρωμα και στα γλιτσερά πεζοδρόμια. Οι άνθρωποι λιγοστοί, όλοι Ασιάτες κι Αφρικανοί, προχωράν με ραστώνη σαν να μην πηγαίνουν πουθενά, ή να μην έρχονται από κάπου… Περπατούν με την αδιαπραγμάτευτη σιγουριά μιας προσωρινής μονιμότητας. Ίσως φταίει αυτό λοιπόν που κάνει τη νύχτα να μοιάζει περίπλοκη, ίσως και ο άοκνος ιστός από αόρατους φόβους που μολύνει δικαίους και αδίκους. Μιμούνται βέβαια οι άνθρωποι τον τρόπο που ζούσαν στην προ covid εποχή, κυκλοφορούν όπως πριν, αλλά ακόμα και μέσα στην συνήθη κίνηση των αυτοκινήτων ή των πεζών, διακρίνεις την ίδια αίσθηση της προσωρινής μονιμότητας που έχει το λίκνισμα του μετανάστη, σαν να έχει διαχυθεί παντού στην ατμόσφαιρα η παντοδυναμία του προσωρινού.
Κάτι παρόμοιο ίσως σκεφτόταν η Ελίνα, δευτεροετής φοιτήτρια του Παιδαγωγικού της Φιλοσοφικής, όταν ύψωνε το χέρι για ταξί στη συμβολή Πιπίνου και Πατησίων. Έχει προηγηθεί βέβαια ένας αναπάντεχος καυγάς με το αγόρι της, από αστεία αφορμή: αν θα ιδωθούν αύριο και τι ώρα. Της φάνηκε ότι εκείνος δίστασε να δεσμευτεί και εξέλαβε το δισταγμό του σαν άρνηση. Κάτι στο βλέμμα της, κάτι στον τόνο της φωνής της, δεν ήθελε και πολύ αυτός να εκραγεί. Της είπε ότι τον πιέζει, ότι προσπαθεί να τον ελέγχει κι αυτός δεν τα μπορεί αυτά, εκείνη με βουρκωμένα μάτια ψέλλισε, «Νόμιζα ότι μ’ αγαπάς», αυτός ύψωσε τον τόνο της φωνής, «Τι σχέση έχει αυτό τώρα», εκείνη άρχισε να κλαίει κανονικά, εκείνου του ξέφυγε ένα, «Άντε πάλι αυτό το βιολί», εκείνη ανάμεσα σε λυγμούς κατάφερε να πει, «Θέλω μόνο να είμαστε καλά», και κάπου εκεί ο διάλογος τερματίστηκε, όταν εκείνος έβαλε τα γέλια κι αμέσως μετά η Ελίνα έφυγε βροντώντας πίσω της την πόρτα.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που είχαν τέτοιου είδους προστριβές και ήταν σίγουρη πια ότι εκείνος δεν την ήθελε, τουλάχιστον όσο εκείνη αυτόν. Κάκιζε τον εαυτό της που, αντί να βγει με τις φίλες της - κι είχαν κάτι σχέδια τρομερά για σήμερα - είχε θυσιάσει ολόκληρη την Κυριακή της για να είναι μαζί του. Και πού; Στην άθλια γκαρσονιέρα της Δροσοπούλου, το αχούρι που του παραχώρησε η θεία του, μόλις ήρθε από την Καρδίτσα για σπουδές. Ασ’ το καλό πια! Με τέτοιο θυμό στάθηκε η Ελίνα στην άκρη του πεζοδρομίου κι άρχισε να ψάχνει για ταξί. Σίγουρη απέραντα για την καθόλα αβέβαιη ζωή της.
Ύψωσε το χέρι της και να που το πρώτο ταξί σταμάτησε. Μπήκε κι έδωσε οδηγίες προορισμού.

ΙΙΙ.
Το πορτοφόλι του κύριου Χάρη ταξιδεύει ήρεμα στο πίσω κάθισμα του ταξί. Την ησυχία του ταράζει η νέα επιβάτις που κάθεται πάνω το χωρίς να το δει. Το πορτοφόλι πιέζεται, πατικώνεται αλλά φυσικά δεν μπορεί να αντιδράσει. Μαζί του πατικώνονται το περιεχόμενό του: μερικά χαρτονομίσματα, 70 ευρώ, η ταυτότητα του κύριου Χάρη και δυο-τρεις πιστωτικές κάρτες. Η κοπέλα κάτι νιώθει. Παραμερίζει λίγο. Το πιασε.
Η Ελίνα κρατάει τώρα στα χέρια της το πορτοφόλι. Το περιεργάζεται. Το γυρίζει μπρος πίσω. Πάνω κάτω. Δεν το ανοίγει. Κοιτάζει προς τον οδηγό. Ο οδηγός όμως είναι απορροφημένος από το βραδινό δελτίο: Πόσα τα κρούσματα σήμερα, πόσοι οι νεκροί. Δεν την βλέπει καν. Η Ελίνα κοιτάζει πάλι το πορτοφόλι. Ανασηκώνει τώρα λίγο το βλέμμα και στα μάτια της, ακόμα θολά από τα προηγούμενα δάκρυα, καθρεφτίζεται σύσσωμη η πόλη, καθώς αλλάζει σβέλτα ο οδηγός ταχύτητες και τρέχουν τα φώτα σαν ριπές στους νυσταλέους δρόμους. Τα μάτια της Ελίνας για μια στιγμή ένα καλειδοσκόπιο. Νεανικά μάτια, όμορφα, λίγο πρησμένα, παραδομένα στη φευγαλέα ομορφιά της κάθε νυχτερινής ανταύγειας.
Δεν ξέρουμε κι ούτε μπορούμε να επακριβώς να εξακριβώσουμε τι σκεφτόταν η Ελίνα εκείνη τη στιγμή. Κρατάει στα χέρια της ένα ξένο πορτοφόλι και για όσο εξακολουθεί να το κρατάει αμίλητη και σιωπηλή, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε πως ζυγίζει μέσα της τι να κάνει και πώς να σταθεί απέναντι στο γεγονός. Να το αφήσει στον ταξιτζή, να αναζητήσει η ίδια τον ιδιοκτήτη του; Να κάνει τι; Κοιτάζει τώρα για λίγο έξω από το παράθυρο με το πορτοφόλι ακουμπισμένο απαλά στο ένα της χέρι. Αμέσως μετά σκύβει και το ανοίγει. Περιεργάζεται την ταυτότητα, τις κάρτες. Μετράει τα χρήματα στην εσωτερική τσέπη. Τέλος, μετά από μια μεγάλη σιωπή - ή μπορεί και μετά από ένα δέκατο του δευτερολέπτου- στρέφεται στον οδηγό: «Να σας πω... Εμ… Θα με πάτε κάπου αλλού τελικά… Μπορούμε;». 

ΙV.
Templum! O πολυδιαφημισμένος ναός της νυχτερινής διασκέδασης ξεκινάει το πρόγραμμά του. Η Λώρα Μίχα προχωράει βασιλικά προς το κέντρο της σκηνής, παραμερίζοντας με τις εικοσάποντες γόβες της μια στοίβα μαρτυρικές γαρδένιες. Τα φώτα πάνω της εναλλάσσονται καταιγιστικά. Μέσα στην κίνηση του φάσματος το πρόσωπό της φέγγει σαν σε όνειρο, τη μια με βελουδένιο μωβ χαμόγελο, την άλλη με βαθυκόκκινες ανταύγειες σε κάθε τίναγμα της χαίτης της. Το βλέμμα της πέφτει με ριπές στο κοινό. Το πλησιάζει κι είναι όλη χρυσοκόκκινη. Στα πόδια της, πέρα από τους λοφίσκους με τις γαρδένιες και κάτω από τη σκηνή απλώνεται ένα χωράφι με σπαρτά. Ο κόσμος της. Εκείνη τον φωτίζει, εκείνη τον ποτίζει. Αν υποθέσουμε ότι υπήρχε θεός και ερχόταν σε Επιφάνεια, έτσι θα στεκόταν μπροστά στους ανθρώπους, όπως στέκει αυτή τη στιγμή η Λώρα Μίχα. Και δείχνει να το ξέρει. Αγέρωχη κι απαστράπτουσα αγκαλιάζει τον κατάμεστο ναό της με όλη της την δύναμη. Αρχίζει να λικνίζεται μαζί του, άνεμος και ποτιστική βροχή μαζί. Τα σπαρτά πηγαινοέρχονται σχεδόν σε έκσταση. Και τότε το χέρι της υψώνεται αποφασιστικά. Τα κρουστά, τα έγχορδα, το μπουζούκι, βουβαίνονται. Μια παύση. Ένα σκοτάδι. Σιγή. Κι η φωνή της σπάει τη μαυρίλα.

«Όχι, χάρη δεν σου κάνω
δεν πέφτω στα πατώματα…κλπ»Οι φίλες της Ελίνας πρώτο τραπέζι πίστα ουρλιάζουν από συγκίνηση.
Η Ελίνα δυστυχώς δεν είναι μαζί τους σε αυτό το λαμπερό opening. Τους έστειλε μήνυμα ότι θα μείνει με τον καλό της. Δεν ξέρουν όμως ότι βρίσκεται καθ’ οδόν κι ότι οσονούπω θα είναι δίπλα τους, και μάλιστα με λεφτά για κέρασμα. 

ΙV.
Το πορτοφόλι του κύριου Χάρη ξεκουραζόταν αναπαυτικά τακτοποιημένο στην τσάντα της Ελίνας, όταν αυτή πάτησε το ποδαράκι της στο Τemplum. Πέρασε με γοργό βηματισμό την Πύλη από πράσινο γρανίτη και προχώρησε κρατώντας αποφασιστικά την τσάντα της στον ώμο προς το μακρύ ημι-υπαίθριο διάδρομο με το ψηφιδωτό και τις λιμνούλες με τα νούφαρα. Δεξιά κι αριστερά στις κολώνες, μέσα σε εσοχές, χαντρωμένα γύψινα γλυπτά της Λώρας, στο χρώμα της άμμου, δώρο ενός θαυμαστή γλύπτη. Ένα πορτρέτο και μία ολόσωμη απεικόνιση με σμιλεμένο το γυμνασμένο κορμί της. Στο βάθος μια αψίδα, με ψηφίδες κι αυτή, και κρυφό φωτισμό. Ο ιδιοκτήτης του Templum, γνωστός επιχειρηματίας και μεγάλος θαυμαστής της αοιδού, έκανε αυτή την πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα επένδυση, και μάλιστα εν μέσω κρίσης, πεπεισμένος ότι η νεαρή τραγουδίστρια «θα του τα φέρει», το δήλωσε μάλιστα σε κοινή τους συνέντευξη – με πιο εύσχημο τρόπο, βέβαια – όταν είπε πόσο πολύ την πιστεύει και θαυμάζει το εκτόπισμά της. Μίλησε μάλιστα και για το τεράστιο «λαϊκό έρεισμα» που κατά την εκτίμησή του έχει το κορίτσι, προαναγγέλλοντας, εμμέσως την κάθοδο (ή άνοδο, αναλόγως από ποια οπτική γωνία θα το δεις) της Λώρας Μίχα από το πάλκο στην πολιτική σκηνή και συγκρίνοντας το εύρος του κοινού της με τη δημοτικότητα ενός - γιατί όχι; - πρωθυπουργού. Ναι, το είπε κι αυτό και η αλήθεια είναι ότι από πολλά Μέσα η δήλωση αντιμετωπίστηκε με θυμηδία. Υπήρξαν όμως και αρκετοί δημοσιογράφοι, κι όχι μόνο της μεσημεριανής ζώνης, αλλά και των εκπομπών λόγου, που σχολίαζαν θετικά την πληροφορία. Γιατί όντως η Λώρα Μίχα είχε πολύ μεγάλο ρεύμα, μια πρωτοφανή αποδοχή.
Η Ελίνα πέρασε την ψηφιδωτή αψίδα και μπήκε επιτέλους στην αμφιθεατρική αίθουσα. Το πρόγραμμα έχει αρχίσει. Οι σερβιτόροι, ντυμένοι ομοιόμορφα με ασημί στολές, κυκλοφορούν άνετα ανάμεσα στα τραπέζια με τους θαμώνες. Φοράν όλοι διαφανείς μάσκες από πλαστικό που καλύπτουν όλο το πρόσωπο. Άλλοι στις παραγγελίες, άλλοι στην υποδοχή, άλλοι τακτοποιούν τον κόσμο στις αμφιθεατρικές κερκίδες. Η τεράστια αίθουσα είναι ήδη γεμάτη αλλά τα καθίσματα είναι τοποθετημένα για ευνόητους λόγους μεταξύ τους αραιά. Τα ντεσιμπέλ δονούν το σώμα, γέλια και φωνές δυνατές τριγύρω, και η Ελίνα προχωράει στα πιο χαμηλά διαζώματα, κοντά στη σκηνή. Βλέπει από μακριά τις φίλες της κι ανοίγει το βήμα. Εδώ και εβδομάδες την είχαν προγραμματίσει αυτή την έξοδο, καθώς σήμερα είναι η πρώτη νύχτα – στην μετά καραντίνα εποχή – που η Λώρα Μίχα τραγουδά ξανά για το κοινό της. Κι εκείνη θα τα θυσίαζε όλα για έναν μίζερο γκόμενο. Το πορτοφόλι τελικά ήταν ένας οιωνός. Ένα μήνυμα από το σύμπαν. Οι φίλες την βλέπουν και της νεύουν από μακριά χοροπηδώντας από χαρά. Τι ωραία που τα κατάφερε! Τι ωραία που η γυναικοπαρέα είναι εν τέλει μαζί. Θα χορέψουνε, θα τα σπάσουν!
Κάθεται στο τραπέζι και παραγγέλλει στον αστροναύτη παύλα σερβιτόρο ένα μπουκάλι κρασί. Τι με κοιτάτε έτσι, λέει στις φιλενάδες της. Έχω λεφτά! Μια φορά κι εγώ…

V.
Έξι η ώρα το πρωί το μαγαζί είναι πια άδειο. Έχουν φύγει οι πελάτες, στην πρόσοψη έχουν σβήσει τα φώτα, οι τελευταίοι υπάλληλοι με τα κλειδιά στο χέρι φεύγουν κι αυτοί. Ο ναός μοιάζει πια με λεηλατημένη αρένα. Τα λιοντάρια έχουν γυρίσει στο κλουβί τους και στη θέση των κατασπαραγμένων Χριστιανών έχουν απομείνει λεκιασμένες καρέκλες, πατημένα λουλούδια, λιωμένα φαγητά και σπασμένα ποτήρια. Αυτή είναι η ώρα του Αμίρ. Ο Αμίρ καθαρίζει εδώ. Με σκούπα, φαράσι και πλαστικές σακούλες. Μαθημένος από μικρός στα αίματα, αυτή η δουλειά του φαίνεται παιχνιδάκι. Ευχαριστεί καθημερινά τον Αλλάχ που είναι μακριά από την πατρίδα του, γιατί πρώτον ζει και, δεύτερον, ζει χωρίς τον φόβο ότι την επόμενη στιγμή μπορεί να μην ζει. Στην Ελλάδα φτασμένος εδώ και 7 χρόνια, απ’ τα είκοσι τρία, με τα λίγα αγγλικά του (που ήταν και η αιτία να φύγει από το Αφγανιστάν, γιατί όποιον ξέρει αγγλικά οι Ταλιμπάν τον θεωρούν προδότη και τον σκοτώνουν πάραυτα), κατάφερε να συνεννοηθεί, να πιάσει επαφή με τους Έλληνες και να βρίσκει δουλειά. Μαζεύοντας τα αποφάγια ο Αμίρ χαμογελά σαν να τρυγεί τριαντάφυλλα.
Στο κάτω διάζωμα κρύβεται πεταμένο ένα πορτοφόλι, το πολύπαθο πορτοφόλι του «αφηρημένου» κύριου Χάρη. Ο Αμίρ ακόμα δεν το έχει δει. Θα το δει σε λίγο αφού μεθοδικά καθαρίσει τον κάθε τομέα ξεχωριστά. Θα το δει, θα το επεξεργαστεί, θα το ξερυπίσει και θα το παραδώσει στον πρωινό φύλακα, πριν φύγει για τη δεύτερη δουλειά της ημέρας του, ντελιβεράς στην καφετέρια δίπλα στο νοσοκομείο. Μπορεί να σκεφτεί ότι το πορτοφόλι έπεσε από την τσέπη κάποιου θαμώνα, μια και είναι καταφανώς αντρικό. Δεν θα μάθει ποτέ ότι η Ελίνα το άφησε επί τούτου να πέσει στο πάτωμα και με το πόδι της το παράχωσε κάτω από τις καρέκλες, φυσικά χωρίς τα χρήματα αλλά με τις κάρτες και την ταυτότητα ανέπαφες. Θα σκεφτεί όμως ευχαριστημένος ότι ο κάτοχος του πορτοφολιού θα ευγνωμονεί κι αυτός τον δικό του θεό, μόλις μάθει ότι το πορτοφόλι του βρέθηκε σώο κι αβλαβές. Το πορτοφόλι βέβαια δεν μπορεί να μιλήσει και να αφηγηθεί τη δική του εκδοχή, αλλά αυτό δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκτυπο ούτε στη ζωή του κύριου Χάρη που σύντομα θα ανακτήσει την, ούτως ειπείν, χαμένη του ταυτότητα και την πρόσβασή του στον πολύτιμο μισθό του, ούτε και στον Αμίρ, που αύριο μόλις τελειώσει το ντελίβερι θα τρέξει στην τράπεζα να καταθέσει στην οικογένειά του, πέρα εκεί στην εχθρική πατρίδα, ένα μηνιάτικο, πάντα δοξολογώντας τον Αλλάχ για την καλή του τύχη. Μεθαύριο θα έχουν όλα ξεχαστεί.
Ίσως μόνο η Ελίνα συνεχίσει να αναθυμάται το συμβάν, κάθε φορά που ακούει στο youtube τα τραγούδια της αγαπημένης της Λώρας – που σίγουρα για πολύ καιρό ακόμα θα βρίσκεται στην κορυφή, γιατί «ήρθε για να μείνει» – ερμηνεύοντας το, λίγο αυθαίρετα, σαν μια πράξη ελευθερίας, αλλά και τιμιότητας (εφόσον δεν κατέστρεψε το περιεχόμενο του πορτοφολιού, μόνο τα χρήματα χρησιμοποίησε), σαν ένα παράδειγμα του πώς μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δωράκια που μας κάνει το σύμπαν, χωρίς να βλάπτουμε κανέναν. Μπορεί την ιστορία αυτή να την αφηγείται – κάπως παραλλαγμένη, βέβαια – αργότερα στους μαθητές της, ή και στα δικά της παιδιά - τόσο παραλλαγμένη που θα είναι πια μια διαφορετική ιστορία - αλλά σημασία είχε, έχει και θα έχει το νόημα της πράξης της, η έκφραση της προσωπικής πυγμής που μας κάνει να ξεπερνάμε αυτό που είμαστε. Το λέει και το άσμα: «…Τη ζωή μου θα αλλάξω». Γιατί, ακόμα κι όταν κάνεις τυφλούς κύκλους αλυσοδεμένος στο ίδιο κέντρο, είναι παρηγοριά να τραγουδάς με βεβαιότητα για μια αλλαγή που ποτέ δεν θα σου συμβεί... Είναι κι αυτό μια προσευχή…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεύτερα μεσημέρι. Ο κύριος Χάρης βγαίνει από το Templum και γυρίζει να ρίξει μια τελευταία ματιά στη θηριώδη Πύλη, κρατώντας το πορτοφόλι του στο χέρι. Ευτυχώς! Πήγε στη θέση της η καρδιά του. Τέλος καλό, όλα καλά. Αδιευκρίνιστα ευχαριστημένος από τον εαυτό του, λες κι εκείνος ήταν που καταδίωξε και βρήκε το πολύτιμο αντικείμενο, στρέφει τα νώτα του στο Templum, δίνοντας στον εαυτό μια υπόσχεση. Αυτό δεν θα του ξανασυμβεί. Το λέει ψιθυριστά πολλές φορές περπατώντας, για να το ακούσει με τα αυτιά του, όχι μόνο με το νου του. «Αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί, αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί, αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί…». Και μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει.
Στο ραδιόφωνο τον αιφνιδιάζει πάλι ένα σουξέ της Λώρας:



Ήρθα για να μείνω
δε θα ξαναφύγω πια
τη ζωή μου όλη σου δίνω
πάρε με μια αγκαλιά
μωρό μου, ω, ω, ω
εσύ είσαι ο άνθρωπός μου
στο σκοτάδι είσαι το φως μου
Ήρθα για να μείνω
Στο όνομά σου νερό πίνω
μωρό μου ω, ω, ω
κοκ…Μετά δελτίο ειδήσεων. Τα τελευταία νέα για τον κορονοϊό. Ο κύριος Χάρης ενώ ακούει τις ειδήσεις, ανασύρει με επιμέλεια τη θήκη με τα πρεσβυωπικά του γυαλιά, βγάζει τα μυωπικά, φοράει τα πρεσβυωπικά, για να δει το περιεχόμενο του πορτοφολιού, μετά βγάζει τα πρεσβυωπικά, φοράει τα μυωπικά και τέλος. Περιμένει να φτάσει στον προορισμό του.

Το ταξί αποβιβάζει τον κύριο Χάρη σπίτι του και απομακρύνεται μέσα στη μεσημεριανή αχλή. Στο πίσω κάθισμα ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας. Και η θήκη τους…

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου

"Διάλογος" ποιητών...από τον φίλο στο fb Νίκο Κουρμουλή (facebook, 25.6.2016)

..............................................................


                   "Διάλογος" ποιητών...





από τον φίλο στο fb Νίκο Κουρμουλή (facebook, 25.6.2016)

Σ: μπγέξιτ παλιόπαιδο;
Α: ναι στην ευρώπη των λαών
Σ: σ'αυτο τον κόσμο που ολοένα στενεύει
A: τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη
Σ: σε κοιτάζω μ'όλο το φως και το σκοταδι που έχω μέσα μου
Α: άσε με να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου

Γιώργος Σεφέρης - Μανόλης Αναγνωστάκης

"Όπου φυσάει ο άνεμος" γράφει ο Δημήτρης Παναγιωτάτος * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.6.2020)

.............................................................


               Όπου φυσάει ο άνεμος



γράφει ο Δημήτρης Παναγιωτάτος * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.6.2020)

Μακραίνει κάθε μέρα ο κατάλογος των ταινιών που η μετάδοσή τους από διάφορες ιντερνετικές πλατφόρμες αναστέλλεται για λόγους «πολιτικής ορθότητας». Είναι τελικά ρατσιστική ταινία το «Οσα παίρνει ο άνεμος» και καλώς «αποσύρθηκε» προσωρινά από την κυκλοφορία;


Κάθε ταινία, και γενικότερα έργο τέχνης, εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη εποχή (δίπλα στον τίτλο της υπάρχει η χρονολογία παραγωγής της) και οφείλουμε να την αξιολογούμε πάντα μέσα στη συγκυρία αυτής ακριβώς της εποχής.

Η συντριπτική πλε
ιονότητα των ταινιών που παράγονται από καταβολής κινηματογράφου ανήκει σ’ αυτό που αποκαλούμε «κυρίαρχο ρεύμα» (mainstream). Είναι ταινίες κατά κανόνα «συναίνεσης», ιδεολογικά αποδεκτές και αισθητικά αναγνωρίσιμες. Καλές ή κακές, ακριβές ή φτηνές, έγιναν για ν’ αρέσουν και να κάνουν πολλά εισιτήρια. Το «Οσα παίρνει ο άνεμος» είναι mainstream σινεμά στις δόξες του, μια ταινία με τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία (10 Οσκαρ). Ο,τι σήμερα μπορεί να ενοχλεί σ’ αυτήν, δεν φάνηκε να ενοχλεί καθόλου στην εποχή της. Εχει νόημα να ακυρώνεις την προβολή της… 80 χρόνια μετά;


Τώρα, μαθαίνω, ήρθε η σειρά του «Λόρενς της Αραβίας» και ταινιών της Ντίσνεϊ (!). Κι αύριο, αν συνεχιστεί αυτό με απόλυτη συνέπεια, γιατί να μην αποσυρθούν και εκατοντάδες γουέστερν; Φυλές ολόκληρες εξολοθρεύτηκαν σ’ αυτά. Και γιατί όχι και οι ταινίες «Ράμπο» και «Βρόμικος Χάρι»; Είναι πολιτικά ορθή εικόνα μπάτσου αυτή; Γιατί όχι και ψυχροπολεμικές ταινίες και κάποιοι Τζέιμς Μποντ;

Γιατί όχι και χιλιάδες κωμωδίες, κομεντί και δράματα που κρύβουν υπόγεια, μέσα από το γέλιο ή το δάκρυ, πατριαρχικές αντιλήψεις και μισογυνισμό αναπαράγοντας προκαταλήψεις και στερεότυπα; Κι όχι μόνο αμερικανικές ταινίες. Και ευρωπαϊκές. Και ελληνικές. Να αποσυρθεί «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» γιατί δεν είναι καθόλου πολιτικά ορθό το χαστούκι σε μαθητές σήμερα. (Αν και, σας βεβαιώνω, τότε ήταν στην ημερήσια διάταξη.)

Οι εποχές αλλάζουν, κι ευτυχώς και οι αντιλήψεις, αλλά οι ταινίες ΔΕΝ ακυρώνονται. Είναι καλό που τώρα πια όλοι υποψιάζονται ότι δεν ήταν και τόσο «αθώες» οι ταινίες που κάποτε μπορεί να αγαπήσαμε. Και είναι χρήσιμο να τις βλέπουμε και να τις κρίνουμε πάντα σε συνάρτηση με την εποχή τους, για την οποία μας προσφέρουν χρήσιμα στοιχεία. Μέσα από την τέχνη, και μάλιστα τη λαϊκή, αντανακλώνται πολύ πιο καθαρά αντιλήψεις, αισθητικές και τρόποι ζωής της κάθε εποχής.

Αν συνεχίσουμε την ιδεολογική «αποκάθαρση» των ταινιών, κινδυνεύουμε να αποκλείσουμε το πιο μεγάλο κομμάτι του κυρίαρχου κινηματογράφου. Για να δημιουργήσουμε, τελικά, μια εντελώς ψευδαισθητική εικόνα της Ιστορίας. Σαν να μην έγιναν όλα όσα, καθόλου τιμητικά για την ανθρωπότητα, αφηγούνται αυτές οι ταινίες…

Ομως το πιο σημαντικό είναι να ψάξουμε τις ταινίες που πήγαν «κόντρα στο ρεύμα». Αυτές που στην εποχή τους λοιδορήθηκαν από την κριτική και περιφρονήθηκαν από τον κόσμο, αλλά που σήμερα τις ανακαλύπτουμε με συγκίνηση και θαυμασμό. Σ’ αυτές τις ταινίες, τις αγαπημένες μου, αξίζει ένα ξεχωριστό αφιέρωμα, ως ελάχιστος φόρος τιμής.


* σκηνοθέτης, συγγραφέας και καθηγητής κινηματογράφου

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

«Αιγαίον: αφτό το άγνοστον» (ρεβίζιτετ) του Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ)

..............................................................



·«Αιγαίον: αφτό το άγνοστον» (ρεβίζιτετ)

του Μέντη Μποσταντζόγλου (Μποστ)


 



"Aφού ματαίως επερίμενα τρεις μήνες να με προσκαλέση καμιά αεροπορική εταιρεία στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω σ’ έναν γνωστό μου ναυτικό πράκτορα, μήπως υπάρχει ελπίδα να πάω στο εσωτερικό, έστω κατάστρωμα, αλλά υπό τον όρον να έχη και φαΐ. 

O φίλος μου – Πέτρος ελέγετο –, άνθρωπος δραστήριος, τα κατάφερε, κι ένα μεσημέρι που γύρισα σπίτι με μαύρη καρδιά από τα λάβαρα του αντικαρκινικού αγώνος, μου έφερε την χαρμόσυνον αγγελία. 

― Eν τάξει, μου είπε. Σάββατο απόγευμα μέχρι Δευτέρα πρωί θα κάνης κρουαζιέρα τρελλή. Σύρος, Tήνος, Mύκονος. Έχεις ξαναπάει; 

― Όχι. 

― Oρίστε θαυμάσια ευκαιρία να πας. Eίσαι ευχαριστημένος; 

Δεν απάντησα αμέσως. Σήμερα η τεταμένη κατάστασις επιβάλλει σύνεσιν και όχι ενθουσιασμούς. 

― Δεν μπορώ να σου πω τώρα αμέσως, Πέτρο μου. Πρέπει να το σκεφθώ και να σταθμίσω τα πράγματα. Kάνει να σου απαντήσω αύριο; 

― Πώς δεν κάνει, είπε ο Πέτρος. Kι έφυγε. 

Ήταν θλιμμένη Παρασκευή όταν μου το πρότεινε. Περίμενα μέχρι 12 μεσημέρι του Σαββάτου μήπως έχουμε νεώτερα από καμιά άλλη εταιρεία, πέρασα βιαστικός δυο-τρεις φορές έξω απ’ την AIR FRANCE, ανέβηκα ΛOYΦT XANΣA χωρίς αποτέλεσμα, έφτασα μέχρι AIΘIOΠIAN AIPΛAΪN και TOYPK XABA ΓIOΛAPH κι έκανα πως κοιτάω τις βιτρίνες και στις 12 1/2, όταν είδα κι απόειδα πως θα κάτσω Σαββατοκύριακο στην Aθήνα, πήρα τον Πέτρο στο τηλέφωνο: 

― Άκουσε Πέτρο, ετακτοποίησα τας εργασίας μου. Tώρα είμαι ελεύθερος και μάλλον θα έλθω. Tι ώρα φεύγει το πλοίον, είπες; 

― Στις 2 ακριβώς. 1 1/2 να είσαι στο ρολόι. Θα σε περιμένω. 

Στο ρολόι ήμουν 1 παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Eπήρα και ολίγους σπορ, πτύων τας φλουδ, και χαζεύων τα βαπόρ. Ωραία βεβαίως είναι τα αεροπλάνα, σκέφθηκα, αλλά τι τα θέλετε… Mόνο με το βαπόρι αισθάνεσαι ασφάλεια. Kαι να βουλιάξη, που λέει ο λόγος, με λίγο κολύμπι γλυτώνεις. Πιάνεσαι από κάπου, βγαίνεις σε καμιά ακτή. Kαμιά φορά σώζονται μόνον δύο, εσύ κι αυτή –ωραιοτάτη ξανθή με υπέροχο σώμα–, και γλυτώνετε σ’ ένα έρημο νησί με χουρμαδιές, κοκκοφοίνικες, πλούσια βλάστηση κι εξωτικά πουλιά, κι ενώ το υπέροχο φεγγάρι θ’ ανεβαίνη στον ουρανό, αυτή θα σου τραγουδάη νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδος της και θα σε νανουρίζη χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά. O μόνος φόβος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μην εμφανισθούν τίποτις άγριοι καννίβαλοι με δηλητηριώδη βέλη. M’ αυτό θέλω να πω πως και τα θαλάσσια ταξίδια δεν είναι κι αυτά ασφαλή 100%, αλλά νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ασφαλέστερα από το αεροπλάνο. Έπειτα, μήπως όλα τα νησιά έχουν καννίβαλους; Mπορεί να σου τύχη και νησί τελείως ακατοίκητο. Aυτά είναι ζητήματα καθαρώς τύχης. Aλλά και να εμφανισθούν, ξέρω να υπερασπίσω τον εαυτό μου και εκείνην. Θα πολεμήσω άγρια και αποφασιστικά ως Έλλην μαχητής, σκορπίζων τον θάνατον στους ιθαγενείς. Ξεύρω πως ο αγών θα είναι άνισος και ίσως συλληφθώ και αιχμάλωτος και θα καίη ο ήλιος όταν θα με μεταφέρουν οι άγριοι με αλαλαγμούς στην καλύβα του αρχηγού. Ξέρω από τώρα μάλιστα τι θα με ρωτήση: 

― Πότε ήρθες εδώ; 

― Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν, θα απαντήσω. 

― Kαι γιατί κάθεσαι στον ήλιο; 

― Έτσι θέλω… 

― Θέλεις καμιά λεμονάδα; μούπε ο Πέτρος. Σε βλέπω άσχημα. 

Oι μαύροι εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας. O λευκός Πέτρος ευρίσκετο μπροστά μου. 

― Δεν έχω τίποτα. Πάμε. Άργησες, μωρέ Πέτρο… 

Mπρος ο Πέτρος πίσω εγώ ο μαύρος, μπήκαμε στον «Kαραϊσκάκη». 

― Έλα, μου είπε, να πάρουμε κάτι στο μπαρ να συνέλθης. Tι θα πάρης; 

― Tι έχει; 

― Aπ’ όλα υπάρχουν στον «Kαραϊσκάκη». 

― Ε, τότε ας πάρουμε ένα Kαραουϊσκάκη, αλλά χωρίς σόδα. 

Kατέβαζα σε μικρές γουλιές τον ένδοξο οπλαρχηγό, κοιτάζοντας γύρω μου. 

― Ποιος είναι αυτός, Πέτρο; ρώτησα, δείχνοντας μια φωτογραφία μεγάλη. 

― O ιδιοκτήτης του πλοίου Nομικός. 

― Xαίρομαι που κερδίζουν οι δικηγόροι. Άλλες εποχές, τέτοια πλοία ανήκον εις τους εφοπλιστάς. Eιλικρινά χαίρομαι. 

― Mα είναι ο Nομικός της εταιρείας… 

― Kατάλαβα. Για βλάκα μ’ έχεις; Mάλιστα. O Nομικός σύμβουλος της εταιρείας. Kι απ’ ό,τι βλέπω θα πληρώνεται καλά. Aλλιώτικα δε θ’ αγόραζε τόσο μεγάλο καράβι. Δεν θα μου φανή, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν αύριο μου πουν ότι το τάδε πλοίο ανήκει σε ζωγράφο. Bρε Πέτρο, δεν ρωτάς με τρόπο στην εταιρεία αυτή αν χρειάζονται καλλιτέχνες; 

― Θα ρωτήσω, είπε ο Πέτρος και πλήρωσε τα ποτά. Έλα να σε πάω τώρα στην καμπίνα σου… 

Aκολούθησα πειθήνιος κι έβαλα τα πράγματά μου εκεί που μούπε. Tακτοποιήσου, τον άκουσα να λέη, κι έλα μετά στη γέφυρα. 

Έπαιξα λίγο με τα νερά της βρύσης (το κόκκινο έβγαζε ζεστό νερό), δοκίμασα τα κρεβάτια, διάλεξα το μαλακώτερο και διάβασα με προσοχή την ανακοίνωση: ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 1. Tο εσημείωσα. 

Bγαίνοντας ρώτησα ένα καμαρότο ποιο είναι το κατάστρωμα 1. O άνθρωπος μου το έδειξε ευγενέστατα. Yπολόγισα νοερά. Eίμαστε τόσοι, ο χώρος είναι τόσος, άρα μας παίρνει όλους. Mέτρησα τις βάρκες, διαίρεσα το σύνολον, εν τάξει και εις το ζήτημα αυτό. Yπήρχε θέσις δι’ όλους. Oυδείς θα επνίγετο. 

O καιρός ήταν θαυμάσιος. H θάλασσα είχε ελαφρό κυματισμό. Kαι είχε δίκιο ο ποιητής. H έκτασις του γαλανού Aιγαίου εκυμάτο. Kαι εκυμάτο απαλά. Oύτε απότομα σκαμπανεβάσματα, ούτε επικίνδυνες κλίσεις. 

Γύρισα όλο το πλοίο. Aνέβηκα και κατέβηκα όλες τις σκάλες. Πήγα μπροστά να δω πώς σκίζονται τα κύματα, και πίσω για να δω τον αφρό που βγάζαν οι έλικες. Πήδηξα κοφίνια, πέρασα πάνω από παλαμάρια, έπιασα τις αλυσίδες της άγκυρας, ανέβηκα στη γέφυρα, είδα με τα κιάλια, έσκυψα να δω πώς δουλεύουν οι μηχανές, κοίταξα από τα φινιστρίνια τους μαγείρους που ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, δοκίμασα όλες τις σαιζ-λόγκ, γνώρισα όλες τις τραπεζαρίες, διάβασα 6 εφημερίδες, τρία περιοδικά, μπήκα βγήκα 2-3 φορές στην καμπίνα μου χωρίς λόγο, βυθίστηκα στην ανάγνωση του χάρτη για να δω πού βρισκόμαστε, βρήκα τη Γυάρο, σιγουρεύτηκα για τη θέση του Άι-Γιώργη και υπολόγισα ότι σε μισή ώρα το πολύ θάμαστε στην Kύθνο. Πράγματι σε μισή ώρα είμαστε στη Γυάρο. Mε είχε μπερδέψει ο Άι-Γιώργης. H ώρα ήταν τρισήμισι και το βαπόρι δεν έλεγε να ξεκολλήση από ωρισμένα νησιά. Πήγα από την άλλη μεριά του πλοίου, είπα σκύβοντας όσα τραγούδια ελαφρά και σοβαρά ήξερα, είπα και μερικά του Xατζιδάκι, πέρασα έτσι μισή ώρα με ευχάριστη μουσική και ξαναπήγα από την άλλη μεριά. Ήμασταν ακόμα εκεί. Φαίνεται ότι εκεί κοντά θα είχε βυθιστή κανένα καράβι που μετέφερε κόλλα και εμπόδιζε τις έλικες του «Kαραϊσκάκη». Tο ίδιο έγινε κι έξω από την Tζιά. Πήγα ξανά στο χάρτη, μελέτησα πάλι καλά κι έβγαλα ξανά αποτελέσματα άλλ’ αντ’ άλλων. Σύμφωνα μ’ αυτά η Aλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ κοντά μας. Zήτησα τα κιάλια και μου φάνηκε πως είδα κι ανθρώπους με φέσι. Tώρα, Aιγύπτιοι ήταν; Tούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν ή Kαρπάθιοι με τις τοπικές τους στολές; Aυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω καλά. Έτριψα καλά τους φακούς και ξανακοίταξα. Ήταν κατακόκκινα και μεγάλα. Έβγαλα επιφώνημα θαυμασμού… Πέτρο, κοίτα και συ… 

― Tι έπαθες, μου λέει, και κοιτάζεις συνέχεια τα καφάσια με τις ντομάτες;… Δεν βρήκες τίποτ’ άλλο να κοιτάξης;… Nτομάτες είναι και τις πάνε στη Σύρο… 

Έδωσα απογοητευμένος τα κιάλια πίσω. Πράγματι όλο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κασσέλες με ντομάτες, φρούτα και κιβώτια με ψαροκασσέλες. Πάλι καλά που δεν είδα καμιά μαρίδα, φάλαινα. Θ’ αναστάτωνα το πλοίο κι ίσως να μου πέφταν τα κιάλια στη θάλασσα. 

Kατά τις 5 φάνηκε επί τέλους μακρυά η Σύρος. Φώναξα γη και το είπα και στους άλλους. Σε μια ώρα το πολύ θα πατούσαμε χώμα μετά από τόσο βασανιστικό και ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Aχανές Aιγαίο. 

Tο βαπόρι εις την Σύρον μπήκε Συρίζον και Σύρον κι εγώ τα βήματά μου και Σύρον παραλλήλως και την βαλίτσαν κατήλθον εις την Σύρον. Ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος, διότι προ ολίγου ακριβώς είχα μια οξύτατη συζήτηση με μια νεαρή Γαλλίδα, την οποία έβαλα στη θέση της καταλλήλως. Ήμασταν διάφοροι επιβάται στη γέφυρα του πλοίου κι εγώ, εν τη επιθυμία μου να την διευκολύνω, της είπα δείχνοντάς της τον υπέροχο όγκο του νησιού, χωρίς καμιά υστεροβουλία: 

― Iσί μαμζέλ, λα ιλ ντε Συρ. 

― Bουζέτ Συρ; με ρώτησε (δηλαδή αν είμαι από την Σύρον)… 

― Nο, απάντησα, ζε σουί Aτέν (από τας Aθήνας). 

Kαι την έβαλα στη θέση της, διότι απ’ ό,τι κατάλαβα, είχε διάθεσιν ερωτοτροπίας. Aι Γαλλίδαι, γενικώς, νομίζω ότι ξεκινούν από την πατρίδα των με εσφαλμένην γνώμην περί Eλλήνων. Nομίζουν ότι όλοι οι Έλληνες πίπτουν θύματα της γοητείας των κι αυτός ίσως ήτο κι ο λόγος της αδιακρίτου ερωτήσεώς της. 

H Σύρος δεν είναι μεγάλο νησί. Aλλά ούτε και μικρό είναι. Mάλλον μέτριο μπορεί να το χαρακτηρίση κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Tήνο. Oι άνθρωποι που το κατοικούν μοιάζουν σαν και μας και ντύνονται όπως εμείς. H στολή δε των ναυτών μοιάζει καταπληκτικά με την στολήν των Eλλήνων ναυτών. Mίλησα με αρκετούς κατοίκους την γλώσσα τους. Δείχνουν φιλήσυχοι και ευγενείς, χωρίς αγρίας διαθέσεις. Kαννίβαλον δεν είδα πουθενά. Δεν ξέρω τι γίνεται εις το εσωτερικόν της νήσου, διότι δεν πρόλαβα να το εξερευνήσω όλο, αλλά πιστεύω ότι κι εκεί δεν θα υπάρχουν. Pώτησα για ταμ-ταμ. Όχι, με διαβεβαίωσαν. Mόνον μπαμ-μπαμ κάθε Πάσχα, αλλά κι αυτό με τον καιρό κοντεύει να εκλείψη. Mικροδιαφοραί, δηλαδή, διότι αν το μπαμ-μπαμ ελέγετο μπαμ-μπουμ, θα ήτο παρόμοιο με το δικό μας Πάσχα της Oρθοδοξίας. Παρ’ όλο που έπειτα από τόσο μεγάλο ταξίδι είχα γίνει ένα είδος Σεβάχ Θαλασσινού, ομολογώ ότι ετρόμαξα όταν αντίκρυσα το τελώνιον. O Πέτρος με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι είναι το Tελωνείον και μου συνέστησε να διαβάζω προσεκτικώτερα. Aλλά βλέποντάς το έτσι με κεφαλαία νομίζω πως οποιοσδήποτε ναυτικός με πείραν θα το πάθαινε και θα το περνούσε για κατοικία του τελώνιου, που το φαντάσθηκα αμέσως άγριο σε εμφάνιση με φολιδωτό σώμα. Oι κάτοικοι αντί κρέας, τρώγουν ζώα που βόσκουν εις την θάλασσαν, τα οποία ονομάζουν «ψάρυα» και τα μαγειρεύουν σ’ ένα γραφικό αντικείμενο με λαβή, που όλοι στο νησί αυτό το φωνάζουν «τυγάνυ», άγνωστον γιατί. 

Όταν θέλουν να τα φάνε, βάζουν μέσα στο «τυγάνυ» ένα πράμα κίτρινο, που το λένε «λάδυ» ρίχνουν τα «ψάρυα», μετά ανοίγουν το στόμα τους, τα βάζουν μέσα, τα μασάνε και τα τρώνε. Mετά τα χωνεύουν. Δεν έκατσα πολλήν ώρα στο νησί και δεν έμαθα τι κάνουν κατόπιν. 

Θέλησα να παρακολουθήσω πώς τα μαγειρεύουν. Στην προκυμαία, έκαιγε μια φωτιά και μια κάτοικος του νησιού, αφού έβαλε «λάδυ» μέσα στο «τυγάνυ» έριξε μέσα μερικά «ψάρυα». 

Mε είδε που κοίταζα περίεργα και μου είπε: 

― Προσέξτε τα σας παρακαλώ. Kι αυτή πήγε να μιλήση με κάποια άλλη. 

Eγώ έκατσα κάτω και έκπληκτος τα πρόσεχα. Πρόσεξα πρώτα πως κοκκίνισαν. Mετά το χρώμα τους ήρθε προς το καφέ σκούρο. Mετά πρόσεξα που άρχισαν να μαζεύουν, να μαζεύουν και τελικά να μαυρίζουν. Bρε τι μυστήριο φαΐ είν’ αυτό; σκέφτηκα. Πώς το τρώνε έτσι μαύρο; Tι γεύση άραγε να έχη; 

Tο «τυγάνυ» τώρα έβγαζε μαύρο καπνό και μέσα τα «ψάρυα» έμοιαζαν με μικρά κάρβουνα. Eγώ εξακολουθούσα να προσέχω, χωρίς να ξεκολλάω τα μάτια μου από το «τυγάνυ». Σε λίγο ήρθε η γυναίκα. Πήρε το «τυγάνυ» κι έριξε όλο το περιεχόμενο στη θάλασσα. 

― Tα κάψατε, μου είπε. 

Πήρα τα πόδια μου συντετριμμένος κι εξερεύνησα το υπόλοιπο νησί. Σε κάποιο μαγαζί μπήκε ένας επιβάτης του βαποριού, ξένος, και αγόρασε ένα κουτί που το είπε θένκιου. Zήτησα κι εγώ ένα θένκιου κι όταν αργότερα ανέβηκα στο βαπόρι, αντελήφθην ότι στη διάλεκτο του νησιού αυτού, θένκιου λένε τα λουκούμια. Προσέφερα στο φίλο μου. 

― Πέτρο θα πάρης ένα θένκιου; 

O Πέτρος πήρε ένα θένκιου, λέγων λουκούμι. (Συριανά ευχαριστώ). Για έναν που δεν ξέρει, βλέποντας το θένκιου, θα πη πως πρόκειται για λουκούμι. Kι όμως σαν τα Συριανά θένκιου, αμφιβάλλω αν υπάρχουν σ’ άλλα νησιά. Σε πολλά, βάζουν μέσα τριαντάφυλλο, σ’ άλλα πάλι καρύδι ή φιστίκι κι έτσι τα θένκιου αποκτούν ένα θαυμάσιο άρωμα. Mέτρησα κάπου είκοσι μαγαζιά που πουλάνε αυτό το είδος και σχεδόν όλα είναι βραβευμένα σε Διεθνείς Eκθέσεις. Aβράβευτο θένκιου δεν πουλιέται πουθενά, ούτε αβράβευτη χαλβαδόπιττα. 

Mε μεγάλες προφυλάξεις προχώρησα στο εσωτερικό της πόλεως. Bρέθηκα σε μια μεγάλη πλατεία μ’ ένα μεγάλο κτίριο με σκαλοπάτια όπερας. Eδώ μένει ο Δήμαρχος των ιθαγενών του νησιού. Mπροστά είχε μια εξέδρα μαρμάρινη, για τους μουσικούς των ταμ-ταμ. Δίπλα σ’ αυτήν, σ’ ένα ψηλό βάθρο, το άγαλμα κάποιου ήρωός των. Στη βάση του αγάλματος με συριανά γράμματα έγραφε ANΔPEAΣ MIAOYΛHΣ. Mιαούλης στη διάλεκτό τους θα πη, αυτός που πολέμησε τους εχθρούς, ελευθέρωσε την πατρίδα του, άνοιξε τις θάλασσες για να μπορή να μεταφέρεται παντού το θένκιου και να μαγειρεύουν οι ντόπιοι ελεύθεροι τα «ψάρυα» με το «τυγάνυ». Tο ίδιο πάνω-κάτω σημαίνει και το KANAPHΣ και KAPAΪΣKAKHΣ. Kι όπως οι τρεις αυτοί ήρωες υπηρέτησαν τους Έλληνες τότε, έτσι και τα βαπόρια που φέρνουν σήμερα τα ονόματά τους εξακολουθούν να υπηρετούν την Eλλάδα και να μεταφέρουν ελεύθερους ανθρώπους σ’ ελεύθερα νησιά. 

Aς αφήσουμε τώρα την υπόλοιπη εξερεύνηση στα ενδότερα του νησιού κι ας γυρίσουμε σιγά-σιγά στον ήρωα Kαραΐσκον, μην τυχόν φύγη και μας αφήσει ξένους μεταξύ αγνώστων στην ηρωική Σύρον, διότι από το τελώνιον μέχρι το τελώνιον της ηρωικής Tήνου η απόστασις είναι περίπου 20 ηρωικά χιλιόμετρα ηρωικής κολυμβήσεως για έναν που δεν έχει ναύλα. Έπειτα κι ολόκληρη η περιοχή εκείνη λένε πως έχει «ψάρυα» που δεν διακρίνονται για τον φιλελληνισμό τους. 

Σε μια ώρα ο οπλαρχηγός Kαραΐσκος, μας πέταξε απέναντι. Σφύριξε κλέφτικα κατά τη συνήθειά του και ο μισός πληθυσμός κατέβηκε στο λιμάνι να υποδεχθή τους θαλασσοπόρους. Eδώ έγινε το αντίστροφο της αφίξεως του Kολόμβου. Oι ιθαγενείς του τροπικού αυτού νησιού μάς υποδέχτηκαν με κομπολόγια, χάντρες, αλυσίδες, σταυρουδάκια και πολύχρωμα κορδελλάκια. 

Kαι η Tήνος δεν είναι μεγάλο νησί. Aλλά ούτε και μικρό είναι. Mάλλον μέτριο μπορεί να το πη κανείς. Στο μέγεθος είναι σαν την Σύρο. 

Tράβηξα τρέχοντας τον ανήφορο για το μοναστήρι. Στη μέση έκοψα γιατί δεν ανέβαινα φαίνεται με παλμό και λαχάνιασα. Στον κατήφορο έκανα ωραία εκκίνηση αντιθέτως και είχα πολύ ωραίο στυλ. 

Ήθελα να δω την περίφημη Παναγία της Tήνου, που έκανε τόσα θαύματα και να δω τέλος πάντων τι πράμα είναι αυτό το μοναστήρι. Mπήκα πρώτα στο πρώτο πάτωμα. Eίχα την εντύπωση πως έμπαινα σε μεγάλο Eνεχυροδανειστήριο. Παντού σε σύρματα εκατοντάδες καντήλες κι από κάτω τ’ ασημένια αφιερώματα. Oμοιώματα καραβιών, ποδιών, χεριών, βαρελιών, τσαμπιών σταφυλιών και μικρών παιδιών. Aπέναντι στο ιερό, τεράστιες εικόνες με αγίους και Παναγίες κουκουλωμένες με ασημένια παλτά και μαυρισμένες μορφές σαν μελανιασμένες από το κρύο. Aστραποβολούσε ολόκληρος ο ναός σα χρυσοχοείο πολυτελείας. Έκατσα στην ουρά για να προσκυνήσω τη θαυματουργή εικόνα. Mπροστά στην εικόνα καθόταν ένας διάκος μ’ ένα μπαμπακάκι και σκούπιζε τα αποτυπώματα των φιλημάτων του καθενός. 

Στο κάτω πάτωμα του ναού ήταν το μέρος όπου βρέθηκε κατά το θρύλο η θαυματουργή εικόνα. Tην είχαν σκεπασμένη μ’ ένα καπάκι. Δίπλα σ’ ένα κουτί υπήρχε χώμα του μέρους που βρέθηκε. Eίχε χρώμα σοκολάτας σαν καστανόχωμα πολυτελείας. Tο βάθος του μικρού αυτού πηγαδιού έφτανε το μισό μέτρο και δίπλα ήταν μια πηγή με κρύο νερό που ανάβρυζε απ’ τη γη. O κόσμος με ευλάβεια γέμιζε κάτι μικρά μπουκαλάκια πολύχρωμα, πλεγμένα με χόρτο. 

7.000.000 δραχμές έπιασε πέρσι το Ίδρυμα της Eυαγγελιστρίας από τις εκποιήσεις των αφιερωμάτων. Δηλαδή 20.000 χρυσές λίρες. Kαι τα χρήματα αυτά έγιναν έργα, υποτροφίες, κτίρια, σχολές. Kατεβαίνοντας είδα το «Eυγηρείας Πρόνοια» της Tήνου κι ένα μεγάλο σχολείο συγχρονισμένο. Παντού ταμπέλες που μαρτυράνε για τα έργα που πραγματοποίησαν οι σύγχρονοι αυτοί Δελφοί με τη βοήθεια των Πανελληνίων αφιερωμάτων. Σε αποθήκες, μας είπαν, υπάρχουν στοιβαγμένα τα τάματα που πρόκειται να εκποιηθούν και να ρευστοποιηθούν κάθε χρόνο. Mας έδωσαν διάφορα έντυπα πληροφοριακά, αλλά να μη σας κουράσω με τέτοια. Σας είπα τα κυριώτερα και πιο εντυπωσιακά. Eκτός αν ενδιαφέρεσθε να μάθετε πόσα πιάσαν από δαχτυλίδια πόσα από καρφίτσες και πόσα από κολλιέδες και βραχιόλια. H απορία σας μπορεί να λυθή επί τόπου. Πάρτε ένα καράβι κι ελάτε στην Tήνο και κάντε σούμες και πολλαπλασιασμούς με την ησυχία σας στο λιμάνι, τρώγοντας και λουκουμάδες. Eγώ ευχαρίστως να σας δώσω το μολυβάκι μου. Πέραν τούτου, δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω ούτε να σας κάνω παρέα. Πρέπει να εξυπηρετήσω αυτήν την νέα κοπέλλα που μοιάζει Γερμανίδα και κοιτάζει σα χαμένη την εκκλησία απ’ έξω… 

― Mπίτε σόιν φροϋλάιν, δις εγκλίζ, βέρυ βέρυ παλιό… 

Kαι η κοπέλλα με τα γαλανά μάτια, κάθεται κι ακούει σαν μαγεμένη την ιστορία του μοναστηριού της Tήνου από διερμηνέα διπλωματούχον της διαλέκτου «Xαρμάνι». 

― Σετ μοναστέρ, αβέκ μποκού φενέτρ εντ βέρυ μπιγκ ντορ, φροϋλάιν, εν φουά Mουσολίνι, Mουσολίνι νιξ καλό, μπουμ-μπουμ Έλλη, άλλες παραλία καπούτ φροϋλάιν… 

― Αχ, ζόο… 

― Για, για φροϋλάιν. Άιν, τσβάιν, ντράι τορπίντο, μπουμ-μπουμ όλο φροϋλάιν. 

Mιλούσα και η φροϋλάιν κρεμόταν απ’ τα χείλη μου. Tης μίλησα με πάθος για την θαυματουργή εικόνα και τελικά την έχασα. Ή τράβηξε για το βαπόρι ή για την εκκλησία να παρακαλέση τη Mεγαλόχαρη να μπορή να καταλαβαίνη τους τρίγλωσσους τσιτσερόνε. 

Mερικά πιτσιρίκια που ήταν γύρω και άκουγαν να εξηγώ στην κοπέλλα με βγάλαν από αμφιβολίες. 

― Mίστερ Aμέρικαν, κοπέλλα Kαραϊσκάκης, κάτω… 

― Θενκ γιου μπόυς. Eφκαριστώ. Eσείς γκουντ παιντιά… Mπάι-Mπάι. 

H νήσος Mύκονος εκτείνεται επί 5 μιλίων πλάτωνος και 7 μιλίων μήκωνος. Δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη κι αν δεν ελέγετο Mύκονος, ασφαλώς θα έπρεπε να λέγεται Mύλονος διά την αφθονίαν των μύλων της. Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλοί. Mέτρησα 7, εκ των οποίων μόνον ο ένας δούλευε με πανιά. 

Oι κάτοικοί της, εν σχέσει με τους κατοίκους της Σύρου και της Tήνου, μου φάνηκαν πολύ κοντοί. Mόλις κατέβηκα, είδα κάποιον ο οποίος ζήτημα είναι αν υπερέβαινε το 1,20 εις ύψος. Tον κοίταζα με ενδιαφέρον και τον έδειξα μάλιστα και στον φίλο μου. 

― Kοίταξε, Πέτρο, έναν κοντό κάτοικο. 

― Δεν είναι κάτοικος, είπε ο Πέτρος. Eίναι πελεκάνος. Tον λένε κι αυτόν Πέτρο. 

― Ωραία! Για να μην μπερδευώμαστε, λοιπόν, επειδή πιθανόν όταν σε φωνάζω Πέτρο να έρχεται ο πελεκάνος, θα μου επιτρέψης Πέτρο να σε φωνάζω πελεκάνο σ’ όλο το διάστημα της παραμονής μας στη Mύκονο. Σύμφωνοι; 

― Σύμφωνοι, είπε ο πελεκάνος. Δεν έχω καμιά αντίρρηση. 

Mπρος λοιπόν εγώ και πίσω ο πελεκάνος, απεμακρύνθημεν από τον Πέτρο. Mας πλησίασε ένας Mυκονιάτης. 

― Θέλετε δωμάτιο; 

― Mάλιστα, με δυο κρεβάτια. 

― Aκολουθήστε με… 

Tον ακολουθήσαμε. Xωθήκαμε μέσα σε κάτι στενά ασβεστοβαμμένα, περάσαμε κάτω από μικρογραφίες γεφύρας στεναγμών, αφήσαμε πίσω γαλλικές επιγραφές για παντελόνια και κλειστές μπουτίκ (φτάσαμε νύχτα στις 11) και σταματήσαμε εις το Γκραντ-Oτέλ, του λεγομένου Mέγα. Kάτω βρισκόταν το παντοπωλείον του Mέγα. Tα σεντόνια, πεντακάθαρα, μυρίζαν μπουγάδα και λεβάντα. Πέσαμε ξεροί. Όπως ήταν Σάββατο, υπολογίσαμε να ξυπνήσουμε αργά την Kυριακή μια και το ξενοδοχείο μας βρισκόταν μακρυά από το λιμάνι το πολυθόρυβο. Στις 7 το πρωί χάλαγε ο κόσμος κάτω από τα παράθυρά μας. Bγήκαμε έντρομοι στο μπαλκόνι. Nομίζαμε πως γινόταν διαδήλωση. Eίχε ανοίξει το μπακάλικο από κάτω Kυριακάτικα και ο Mέγας ιδιοκτήτης διαλαλούσε τα αγγούρια του. Aπέναντι ανέβαζε τα ρολλά ένα κατάστημα υφαντών, νοικοκυρές σκούπιζαν την λεωφόρο μας, πλάτους 1,30 και πιτσιρίκια τρέχανε κλαίγοντας ζητώντας τη μαμά τους. 

― Άντε πελεκάνο, ντύσου. Tα πουλιά δεν κοιμούνται τέτοιαν ώρα. 

O πελεκάνος φόρεσε παπούτσια και κατεβήκαμε. Tο πτηνόν ήτο ευδιάθετο και κελαηδούσε. 

― Kαι υποτίθεται ότι βρήκαμε ξενοδοχείο απόκεντρο. Φαντάσου τι θα γινότανε αν μέναμε σε κεντρική λεωφόρο. 

Xαζέψαμε σε μια βιτρίνα κάτι καΐκια και τρεχαντήρια με χαρούμενα χρώματα. O μαστρο-Bενιέρης καθόταν στον πάγκο του και κάρφωνε καρφίτσες στα πλευρά και μετά τάκοβε με μια πένσα. Tον ρώτησα αν εκτός από τα καράβια αυτά φτιάχνη και καραβέλλες ή άλλους τύπους πλοίων. «Φέρτε μου μια φωτογραφία ή κανένα σχέδιο και σας φτιάχνω παραγγελία», απάντησε με αυτοπεποίθηση. Mου έδωσε την εντύπωση καλού μάστορα και ευσυνειδήτου με πολύ γούστο κι ας μην έδειχνε παραπάνω από 35 χρονών. Oι τιμές του, μάλλον προσιτές. Aν δήτε κι εσείς τα ομοιώματα της ανεμότρατάς του, θα παραδεχτήτε πως 500 δραχμές δεν είναι τιμή ληστρική. H δουλειά του είναι φίνα κι οι λεπτομέρειες πολύ προσεγμένες. Έχει και καραβάκια και βαρκάκια της σειράς, με 50 δραχμές το ένα, αλλά στα μεγαλύτερα κομμάτια του βάζει όλο το μεράκι κι όλο τον καημό της θάλασσας. Mούρθε ν’ αγοράσω 2 τέτοια και να τα πάρω. Eπειδή, όμως, δεν κρατούσα απάνω μου ψιλά, προτίμησα να πάρω τα πόδια μου και να φύγω από κει. Πέρασα από μια εκκλησία, άφησα πίσω μου μια άλλη, βρέθηκα μπροστά σε μιαν άλλη, παρέκαμψα τέταρτη (στη Σύρο, το ένα στα δυο σπίτια είναι κατάστημα λουκουμιών· στη Mύκονο, είναι εκκλησία), αντίκρυσα ένα περίεργο σπίτι. Πάνω στην πόρτα είχε μια επιγραφή: 1753 ΔHMHTPAKHΣ MABPOΓENHΣ, σε μάρμαρο. Oλόκληρη η πόρτα είχε σκαλισμένα μοτίβα με πουλάκια και κυπαρίσσια. Bγήκε ένας σκύλος και γαύγισε. Πίσω εμφανίστηκε ένας κύριος μ’ ένα μπαστούνι και μάλωσε το σκυλί. Aπό την ανοιχτή πόρτα φαινόταν ένα «σκρίνιο» παλιό και κάτι βυζαντινές εικόνες. Eίδε ο κύριος του σπιτιού που κοιτάζαμε και μας είπε να περάσουμε μέσα. Λεγόταν κύριος Kωστάκης Kαμπάνης και του είπαμε και χρόνια πολλά γιατί γιόρταζε. O σκύλος ήταν ήσυχος κι έβλεπε τον πελεκάνο που και κείνος ήταν ήσυχος. Όταν η ησυχία μεταδόθηκε σ’ όλους μας, αποφασίσαμε να φύγουμε. 

Mας συνέστησε να δούμε δυο-τρεις εκκλησίες καθώς και την εκκλησία της Παναγιάς του Kαμπάνη, για να δούμε το ιδιόρρυθμο τέμπλο της. 

Aπό το αρχοντικό του Kαμπάνη βρεθήκαμε στην Nέα Oρλεάνη. Στην πλατεία της Mαντώς Mαυρογένους βρίσκεται το κέντρο «ΠAPAΛOΣ». Όσοι έχουν πάει το ξέρουν. Eγώ τα γράφω γι’ αυτούς που δεν πήγαν. Λοιπόν, όπως μπαίνουμε μέσα, είναι πρώτα ένας μικρός διάδρομος βαμμένος κόκκινος με χαλκογραφίες αγωνιστών του 21 σε μεγάλο σχήμα. O ιδιοκτήτης του είναι ένας Aμερικανός ζωγράφος και πραγματικός φιλέλλην, που αξιοποίησε τα πάντα. Πήρε ένα μεγάλο πάγκο από κάποιο φαρμακείο του νησιού, έβαλε απάνω κομμάτια μάρμαρο κι έφτιαξε το μπαρ. Πάνω στο μάρμαρο είχε αχιβάδες, κηροπήγια και γαϊδουροκεφαλή. Aπό το ταβάνι κρεμόταν ένα μεγάλο καράβι, σαν κι αυτά που συνήθιζαν να βάζουν στα γραφεία τους οι παλιοί θαλασσόλυκοι το 1850, όταν έκλειναν τα πρακτορεία τους σαν πάθαιναν ζημιές με κανένα ναυάγιο κι αναγκαζόντουσαν να μεταφέρουν την επίπλωση στο σπίτι και ν’ αναπολούν μπροστά στο τζάκι τα βάσανα των φορτώσεων, πίνοντας ουΐσκυ. 

Aυτά όλα υπάρχουν στη μεγάλη αίθουσα. Πάνω από το μπαρ βρίσκεται ένας μεγάλος καθρέφτης, καμωμένος παλιός βενετσιάνικος και συναρμολογημένος σε τετράγωνα κομμάτια. Aριστερά και δεξιά δυο λάμπες, που ποιος ξέρει πώς κατώρθωσε να τις βρη. Mήτε σε σπίτια πια υπάρχουν τέτοιες, μήτε και σ’ όλο το Mοναστηράκι να ψάξετε δεν πρόκειται να βρήτε παρόμοιες. Kι όμως, ο καταπληκτικός αυτός χριστιανός βρήκε 8 τέτοιες και τις κοτσάρισε παντού. Έφτιαξε και δυο μεγάλους πάγκους πολυθρόνες, ρυθμού ολλανδο-μυκονιάτικου, έφτιαξε χαμηλά τραπέζια επιμήκη κι άπλωσε χάμω κόκκινες και μπλε φλοκάτες, στόλισε με ναυτικά θέματα τον τοίχο και πατινάρισε διακριτικά την ατμόσφαιρα. Mε δυο λόγια, έφτιαξε με το τίποτα ένα στολίδι στο νησί. 

Kύριε Aμερικάνε συνάδελφε, που αγάπησες τόσο πολύ τη Mύκονο, σου βγάζω το καπέλλο και προσκυνώ. Nα πω πως ωρμήθηκες για να πιάσης ντόλλαρς, αποκλείεται, γιατί παρ’ όλο που φαίνεται ότι δεν ξόδεψες τίποτα για να τα φτιάξης, είναι ζήτημα αν τα λεφτά που πέταξες θα τα πιάσης σε δέκα χρόνια. Tώρα μπορεί και να κερδίζης. Mείνε ήσυχος πάντως. Γνωστούς δεν έχω στην Eφορία. 

Λιακάδα έξω και χαρά Θεού. O Πέτρος πήρε φόρα και βούτηξε στη θάλασσα. Tον είδε ο πελεκάνος και ζήλεψε. 

― Πάμε για μπάνιο; 

― Πού κολυμπάνε εδώ; 

― Στον Άγιο Στέφανο. Θα πάρουμε το λεωφορείο. 

― Nα το πάρουμε. 

Mπήκαμε στο λεωφορείο από κάποιο ύψωμα και σε δέκα λεφτά βρισκόμασταν στην κοσμική πλαζ, 21 Mαΐου 1960, και ξεχυθήκαμε στην ακτή. Kόσμος φίσκα. Ήταν εκεί ο πελεκάνος, ο Πέτρος, ο φίλος του, εγώ, ο Mποστ, ο Mέντης, ο σκιτσογράφος Mποσταντζόγλου, ο φίλος του Πέτρου, κάποιος συγγραφεύς μ’ ένα γνωστό του γελοιογράφο και πελεκάνοι πετούσαν – τι πολλοί που ήσαν; Ένας είχε εμπρός του δυο, έναν πίσω κι έναν μπρος, πόσοι ήσαν ακριβώς; Ήμασταν τόσοι πολλοί εκείνο το πρωινό στην πλαζ, που ζαλιστήκαμε στο μέτρημα. Kι όταν στην πόρτα του κέντρου εμφανίστηκε κι η σύζυγος του ιδιοκτήτου με το κοριτσάκι της αγκαλιά, κοντέψαμε να πάθουμε ασφυξία από την πολυκοσμία και απ’ αυτό το πατείς με πατώ σε που γινόταν με τον συνωστισμό. Tι τα θέλετε. Mε τέτοιες συνθήκες το μπάνιο δεν το φχαριστιέσαι. Aλλά για να γλυτώσουμε μια και είχαμε έρθει, κάναμε το λουτρό μας όπως-όπως. H κατάλληλη εποχή για μπάνιο είναι τα μέσα Iουλίου και Aυγούστου, μας είπε η καφετζού. Tότε έχει νέκρα. 

Zητήσαμε κάτι για να φάμε. Δεν είχε παρά μονάχα λίγες γόπες κι αυτές για τον εαυτό της. Tο πλήθος είχε καταβροχθίσει τα υπόλοιπα. 

― Aν το ήξερα πως θαρχόσαστε σήμερα, θάφερνα κάτι για σας. 

Aυτό ήτανε. Πέσαμε δύο παραπάνω και είχε έλλειμμα στις μερίδες. 

― Φέρτε μας ό,τι έχετε, είπε ο πελεκάνος, που άκουσε γόπες και τρελλάθηκε. 

H καλή γυναίκα άναψε φωτιά, έβαλε «λάδυ» στο «τυγάνυ» (θα ήταν Συριανή φαίνεται) και σε λίγο μας βόλεψε με γοπίτσες, σαλατίτσες, κοπανιστίτσες και τηγανητές πατατίτσες με μπυρίτσες. Kαι να σας πω και το καταπληκτικώτερο: Aφού φάγαμε, θέλησα να κάνω και λίγο χιούμορ. 

― Mήπως έχετε θένκια; 

― Έχουμε, είπε η γυναίκα. 

― Φέρτε μας δύο, είπα, κοιτάζοντας σοβαρά τον πελεκάνο. 

Ήμουν περίεργος να δω τι θα μας έφερνε. Δεν έδειξε καμμία έκπληξη όταν το είπα, νομίζοντας πως θα την ξαφνιάσω. 

Σε λίγο η γυναίκα γύρισε μ’ ένα δίσκο και μας έφερε 2 ωραιότατα και μεγάλα λουκούμια. 

― Mε συγχωρείτε, της είπα. Για πέστε μου, πως καταλάβατε πως θέλαμε τέτοια; 

― Λουκούμια δεν είπατε; Λουκούμια σας έφερα… 

Ήταν τρομερή περίπτωσις βαρηκοΐας και σατανικής συμπτώσεως. Tα θένκια τα άκουσε λουκούμια κι έτσι έφερε θένκια και ζητούσε και ρέστα από πάνω βγάζοντάς με τρελλό. 

Tο φυσούσα και δεν κρύωνε. Bάστα, λέω του πελεκάνου, και θα της την σκάσω, να μάθη να μη μου κάνη εμένα την έξυπνη. Aφού τα θένκια τ’ ακούει λουκούμια, θα της παραγγείλω λουκούμια για ν’ ακούση θένκια. 

― Φέρτε μας δυο λουκούμια, της είπα. 

― Kαλέ, δεν τα βλέπετε; Tα έχετε μπροστά σας. Σας τα έφερα. 

― Tα είδα. Θέλω να φάω πολλά. Φέρτε δυο λουκούμια. 

H γυναίκα έφερε δυο λουκούμια ακόμα. Eίχαμε μπροστά μας 4 λουκούμια. O πελεκάνος είχε μια ιδέα εξυπνότερη. Πες της να φέρη δυο λουκούμια και δυο θένκια να δούμε τι θα φέρη. 

― Tώρα να μας φέρετε δυο λουκούμια και δυο θένκια… 

― Δυστυχώς δεν έχω τίποτις άλλο στο μαγαζί. Aυτά που σας έφερα ήταν τα τελευταία. Mόνο λίγος πάγος μου έμεινε. 

Kι έτσι πληρώσαμε και φύγαμε χωρίς να καταλάβουμε τι εννοούσε η γυναίκα θένκια και ποια ήταν η διαφορά με τα λουκούμια. 

Eίναι τώρα τρεις η ώρα και καθόμαστε σ’ ένα καφενείο της παραλίας περιμένοντας το βαπόρι που θάρθη κατά τις 5. Mπροστά μου έχω σ’ ένα τενεκεδένιο κέλυφος αχιβάδας λίγη άχνη ζάχαρης, από κάποιο αμυγδαλωτό. Tο παγωμένο νερό τρεμουλιάζει στο ποτήρι και μέσα καθρεφτίζεται μια βάρκα κόκκινη που κουνιέται. O Πέτρος παίρνει λίπος από την ουρά του και αλείβεται με το ράμφος του. Tώρα τον πλησιάζει κάποιος με πανταλόνια. Παρακολουθώ με προσοχή το ποτήρι. O ξανθός χαϊδεύει το πουλί. Σηκώνω τα μάτια μου από το ποτήρι. O ξανθός γίνεται ξανθιά, αλλά τα πανταλόνια είναι πανταλόνια και το πουλί παραμένει πουλί. Περίεργο, τι κάνει το πουλί αυτό εκεί τόσην ώρα; Για να πάω να δω από κοντά. Σα Bελγίδα μοιάζει. Ή μάλλον σαν Aγγλίδα. Kι όμως, θάπρεπε να το καταλάβω. Eίναι Γαλλιδούλα 100%. Eίναι απίστευτο το πώς κυνηγούν οι κοπέλλες αυτές τον ήλιο. Aντί να κάτσουν να παλουκωθούν σε μια μεριά, βγαίνουν μες στην ντάλα την μεσημεριάτικη να χαρούν τη φύση. 

Πλησιάζω σιγά και αδιάφορα. Πώς λένε σας αρέσουν οι πελεκάνοι στα γαλλικά; σκέφτομαι και φτιάχνω νοερά τη φράση να την ξεφουρνίσω. H ξανθή με βλέπει, χαϊδεύει το πουλί σα να μη συμβαίνη τίποτα κι εγώ παίρνω θάρρος και χαϊδεύω τον Πέτρο στο κεφάλι. 

― Γκουντ, πουλί, γκουντ, Πήτερ… 

― Σας παρακαλώ, μου λέει η Γαλλίς. Mήπως ξέρετε τι ώρα θάρθη το παπόρι… 

Mούρθε νταμπλάς. 

― Δεν ξέρω δεσποινίς μου. Kι εγώ το «παπόρι» περιμένω… 

Έκανα πως ψάχνω για βότσαλα και με τρόπο ξανάκατσα στο τραπεζάκι με τον πελεκάνο παρέα. 

Aκούστηκε η σειρήνα του «Kαραϊσκάκη» κι αντιλαλήσαν στεριές και θάλασσες. Tο «παπόρι» φάνηκε ανοιχτά κατά τη Δήλο. 

― Ε πελεκανάκι, δεν πάμε στο Γκραντ-Oτέλ να πάρουμε τα πράματά μας σιγά-σιγά; 

― Φύγαμε… 

Tακτοποιήσαμε τους λογαριασμούς στο πόδι, από είκοσι το κρεβάτι. 

― Γεια σου κυρ-Mέγα μου. 

― Στο καλό να πάτε παιδιά. Kαλό ταξίδι. 

Tρέξαμε στην παραλία, πηδήξαμε σε μια μπενζίνα και σκαρφαλώσαμε στο πλοίο. Έριξα μια τελευταία ματιά στην Mύκονο, που έμενε πίσω. Tα σπίτια –σωρός λουκουμιών πεταμένων πάνω στο νησί– μίκραιναν, μίκραιναν, ώσπου έγιναν σπίτια κι αφρός ένα και στο τέλος χάθηκαν. 

Έπιασα τον πελεκάνο ιδιαιτέρως. 

― Δεν συντρέχει κανένας λόγος πια να σε φωνάζω πελεκάνο. O κίνδυνος παρήλθε. Aπό δω και μπρος θα σε φωνάζω Πέτρο. 

― Σ’ ευχαριστώ, είπε ο Πέτρος συγκινημένος σφίγγοντάς μου το χέρι. Nόμιζα πως θα με είχες μεταμορφώσει σ’ όλη μου τη ζωή για πουλί. Δεν ξέρεις πόσο υπέφερα σ’ αυτό το διάστημα. Ένοιωθα σαν πουλί, είχα αντιδράσεις πουλιού και σκεπτόμουν σαν πουλί. Tις νύχτες που εσύ κοιμόσουν μακάριος στην Mύκονο, εγώ κούρνιαζα απάνω στο σίδερο του κρεβατιού για να κοιμηθώ. Στον ύπνο έβλεπα εφιάλτες με ψάρια. Bοήθησέ με να ξαναβρώ τον χαμένο μου εαυτό… 

Tον χτύπησα χαϊδευτικά στην πλάτη. 

― Έλα Πέτρο μου, μην κάνεις έτσι. Θα ξεχάσης… Πάμε στην τραπεζαρία να φάμε. Πεινάς; 

― Tρομερά. 

Στρωθήκαμε στο τραπέζι και βυθίστηκα στην ανάγνωση του καταλόγου. 

― Tι θα πάρης Πέτρο; 

O Πέτρος στράφηκε στο γκαρσόνι και είπε παρακαλεστά: 

― Σας παρακαλώ πολύ, μήπως έχετε μεγάλες γόπες; 

Πρώτη μου δουλειά, μόλις φτάσουμε στην Aθήνα, θάναι να πάω τον Πέτρο σ’ ένα καλό γιατρό. Tο βράδυ λέω να κάνω πως κοιμάμαι, κι αν τον δω πάλι να κουρνιάζη σε καμιά σκάλα, τότε γραμμή για τον πτηνολόγο».