Κυριακή 31 Ιουλίου 2016
"Pokemon Go και τύμπανα πολέμου" έγραψε η Μαριάννα Τζιαντζή ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.07.2016)
.........................................................
Pokemon Go και τύμπανα πολέμου
έγραψε η Μαριάννα Τζιαντζή ("Εφημερίδα των Συντακτών", 19.07.2016)
Ισως θυμόμαστε την πρώτη φορά
που παρατηρήσαμε κάποιον να μιλά μόνος του βαδίζοντας στον δρόμο κι
εμείς τον περάσαμε για τρελό. «Και δεν του φαίνεται», είπαμε από μέσα
μας. Υστερα είδαμε έναν άλλον, κάπου αλλού, να κάνει το ίδιο και ίσως
σκεφτήκαμε «να ’τανε μόνο ένας...». Mε τον καιρό μάθαμε για τα ακουστικά
handsfree και η πλάνη μας διαλύθηκε.
Παρόμοια ξαφνιάζονται σήμερα πολλοί όταν σε κάποιο δημόσιο χώρο ανταμώνουν τους πρώτους Ελληνες κυνηγούς φανταστικών ζώων, δηλαδή τους παίκτες του Pokemon Go, να βαδίζουν με το βλέμμα καθηλωμένο στην οθόνη του κινητού τους που τους καθοδηγεί σαν πυξίδα. Με τον καιρό θα συνηθίσουμε την ύπαρξή τους, ίσως γίνουμε παίκτες κι εμείς.
Εκτός όμως από αυτούς που βαδίζουν και μοιάζει να μονολογούν ή να παραμιλούν, ενώ στην πραγματικότητα συνομιλούν, υπάρχουν κι εκείνοι που μοιάζει να συνομιλούν αλλά στην πραγματικότητα μονολογούν καθώς το κινητό που κρατούν δεν έχει μονάδες, μπορεί να μην έχει ούτε κάρτα SIM.
Eίναι οι τρελοί ή οι τρελαμένοι από τη φτώχεια και τη μοναξιά που δεν θέλουν να ξεχωρίζουν από τους γνωστικούς ή που θέλουν να δείχνουν στον περίγυρό τους ότι υπάρχουν νήματα που τους δένουν με τον πραγματικό (και όχι κατ’ ανάγκη φυσιολογικό) κόσμο.
Δεν είναι καν απαραίτητο να αναζητήσουμε τα 151 επώνυμα ζωάκια της εταιρείας. Είναι πολλές οι ανεκπλήρωτες στοιχειώδεις ανάγκες μας, που πολλές φορές δεν είναι διαφορετικές από εκείνες των ανθρώπων της προϊστορίας.
Ισως σύντομα να εμφανιστούν οι παίκτες που κυνηγούν τα ζωάκια του Pokemon Go χωρίς να έχουν εγκαταστήσει τη σχετική εφαρμογή στο κινητό τους, χωρίς να έχουν σύνδεση με το ίντερνετ, χωρίς διαθέσιμα ΜΒ, ακόμα και χωρίς έξυπνο κινητό.
Ισως αυτός να είναι και ο πιο προωθημένος τρόπος να παίζει κανείς αυτό το παιχνίδι:να κυνηγάς και να αιχμαλωτίζεις ανύπαρκτα πλάσματα, να συγκεντρώνεις αόρατα τρόπαια αλλά να το ξέρεις μονάχα εσύ και να κυκλοφορείς απαρατήρητος στον κόσμο των κανονικών παικτών.
Παιχνίδι της ειρήνης: ποιος παίζει Pokemon Go στο Χαλέπι ή τη Φαλούτζα; Παιχνίδι περιπατητικό, αφού, όπως λένε, σε βγάζει έξω στον αληθινό κόσμο, μια περίτεχνη και εθιστική πηγή (ή υποκατάστατο) ζωής, συγκίνησης, εμπειριών. Εκπληξη, αποτυχία, έξαρση, αγωνία, νέα προσπάθεια, επιβράβευση αλλά και συλλογικότητα, αλληλοβοήθεια. Ευρύ φάσμα συναισθημάτων σε μια τόσο δα μικρή οθόνη.
Κάποιος είχε πει ότι η διαφορά ανάμεσα στο νευρωτικό και το ψυχωτικό άτομο είναι ότι ο πρώτος χτίζει φανταστικούς κόσμους ενώ ο δεύτερος όχι μόνο τους χτίζει αλλά και τους κατοικεί. Σήμερα δείχνουμε ολοένα και μεγαλύτερη προθυμία να κατοικήσουμε σε κόσμους που άλλοι κατασκεύασαν πριν από εμάς για εμάς.
Οι σαλταδόροι της Κατοχής έκλεβαν πραγματικές ρεζέρβες από πραγματικά καμιόνια παίρνοντας πραγματικό ρίσκο. Τώρα, παραμένοντας στον πραγματικό κόσμο, σαλτάρουμε (για την ακρίβεια, σημαδεύουμε) με στόχο να αποκτήσουμε όχι μία αλλά 151 διαφορετικές πολύχρωμες ρεζέρβες.
Και όχι για να τις ανταλλάξουμε και να χορτάσουμε την πείνα μας, παρότι η πείνα, ακόμα και αν δεν έχει χτυπήσει τη δική μας πόρτα, είναι πολύ κοντά μας, όπως πολύ κοντά μας είναι και ο πόλεμος ή, έστω, ο ήχος από τα τύμπανά του.
Παρόμοια ξαφνιάζονται σήμερα πολλοί όταν σε κάποιο δημόσιο χώρο ανταμώνουν τους πρώτους Ελληνες κυνηγούς φανταστικών ζώων, δηλαδή τους παίκτες του Pokemon Go, να βαδίζουν με το βλέμμα καθηλωμένο στην οθόνη του κινητού τους που τους καθοδηγεί σαν πυξίδα. Με τον καιρό θα συνηθίσουμε την ύπαρξή τους, ίσως γίνουμε παίκτες κι εμείς.
Εκτός όμως από αυτούς που βαδίζουν και μοιάζει να μονολογούν ή να παραμιλούν, ενώ στην πραγματικότητα συνομιλούν, υπάρχουν κι εκείνοι που μοιάζει να συνομιλούν αλλά στην πραγματικότητα μονολογούν καθώς το κινητό που κρατούν δεν έχει μονάδες, μπορεί να μην έχει ούτε κάρτα SIM.
Eίναι οι τρελοί ή οι τρελαμένοι από τη φτώχεια και τη μοναξιά που δεν θέλουν να ξεχωρίζουν από τους γνωστικούς ή που θέλουν να δείχνουν στον περίγυρό τους ότι υπάρχουν νήματα που τους δένουν με τον πραγματικό (και όχι κατ’ ανάγκη φυσιολογικό) κόσμο.
Δεν είναι καν απαραίτητο να αναζητήσουμε τα 151 επώνυμα ζωάκια της εταιρείας. Είναι πολλές οι ανεκπλήρωτες στοιχειώδεις ανάγκες μας, που πολλές φορές δεν είναι διαφορετικές από εκείνες των ανθρώπων της προϊστορίας.
Ισως σύντομα να εμφανιστούν οι παίκτες που κυνηγούν τα ζωάκια του Pokemon Go χωρίς να έχουν εγκαταστήσει τη σχετική εφαρμογή στο κινητό τους, χωρίς να έχουν σύνδεση με το ίντερνετ, χωρίς διαθέσιμα ΜΒ, ακόμα και χωρίς έξυπνο κινητό.
Ισως αυτός να είναι και ο πιο προωθημένος τρόπος να παίζει κανείς αυτό το παιχνίδι:να κυνηγάς και να αιχμαλωτίζεις ανύπαρκτα πλάσματα, να συγκεντρώνεις αόρατα τρόπαια αλλά να το ξέρεις μονάχα εσύ και να κυκλοφορείς απαρατήρητος στον κόσμο των κανονικών παικτών.
Παιχνίδι της ειρήνης: ποιος παίζει Pokemon Go στο Χαλέπι ή τη Φαλούτζα; Παιχνίδι περιπατητικό, αφού, όπως λένε, σε βγάζει έξω στον αληθινό κόσμο, μια περίτεχνη και εθιστική πηγή (ή υποκατάστατο) ζωής, συγκίνησης, εμπειριών. Εκπληξη, αποτυχία, έξαρση, αγωνία, νέα προσπάθεια, επιβράβευση αλλά και συλλογικότητα, αλληλοβοήθεια. Ευρύ φάσμα συναισθημάτων σε μια τόσο δα μικρή οθόνη.
Κάποιος είχε πει ότι η διαφορά ανάμεσα στο νευρωτικό και το ψυχωτικό άτομο είναι ότι ο πρώτος χτίζει φανταστικούς κόσμους ενώ ο δεύτερος όχι μόνο τους χτίζει αλλά και τους κατοικεί. Σήμερα δείχνουμε ολοένα και μεγαλύτερη προθυμία να κατοικήσουμε σε κόσμους που άλλοι κατασκεύασαν πριν από εμάς για εμάς.
Οι σαλταδόροι της Κατοχής έκλεβαν πραγματικές ρεζέρβες από πραγματικά καμιόνια παίρνοντας πραγματικό ρίσκο. Τώρα, παραμένοντας στον πραγματικό κόσμο, σαλτάρουμε (για την ακρίβεια, σημαδεύουμε) με στόχο να αποκτήσουμε όχι μία αλλά 151 διαφορετικές πολύχρωμες ρεζέρβες.
Και όχι για να τις ανταλλάξουμε και να χορτάσουμε την πείνα μας, παρότι η πείνα, ακόμα και αν δεν έχει χτυπήσει τη δική μας πόρτα, είναι πολύ κοντά μας, όπως πολύ κοντά μας είναι και ο πόλεμος ή, έστω, ο ήχος από τα τύμπανά του.
"Τραυματικά βιώματα και Τέχνη: Οι περιπτώσεις τριών γυναικών καλλιτεχνών" γράφει η Άννα Φιλίνη* ("ΑΥΓΗ", 10/7/2016)
............................................................
Οι περιπτώσεις τριών γυναικών καλλιτεχνών
γράφει η Άννα Φιλίνη* ("ΑΥΓΗ", 10/7/2016)
* Η Άννα Φιλίνη είναι αρχιτέκτονας και ζωγράφος
Τραυματικά βιώματα και Τέχνη:
Οι περιπτώσεις τριών γυναικών καλλιτεχνών
Aρτεμισία Τζεντιλέσκι, Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη, 1612, Μουσείο της Νάπολης |
γράφει η Άννα Φιλίνη* ("ΑΥΓΗ", 10/7/2016)
Τα τραύματα γεννούνε τις αντιφάσεις και τον πόνο,
όμως τα τραύματα γεννούν και την τέχνη. Η γνώση των βιωμάτων ενός
καλλιτέχνη βοηθά στην κατανόηση και την ερμηνεία της τέχνης του/της.
Αλλά το πιο συναρπαστικό είναι το καταστάλαγμα της καλλιτεχνικής πράξης,
το ίδιο το έργο
Η ετερότητα και οι αντιφάσεις υπάρχουν μέσα στο
συνειδητό και πολύ περισσότερο μέσα στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Τα
τραύματα γεννούνε τις αντιφάσεις και τον πόνο, όμως τα τραύματα γεννούν
και την τέχνη. Η γνώση των βιωμάτων ενός καλλιτέχνη βοηθά στην κατανόηση
και την ερμηνεία της τέχνης του/της. Αλλά το πιο συναρπαστικό είναι το
καταστάλαγμα της καλλιτεχνικής πράξης, το ίδιο το έργο. Οι Ήλιοι, οι
έναστροι ή οι συννεφιασμένοι ουρανοί του Βαν Γκογκ, τα κίτρινα χωράφια
του συγκλονίζουν, είτε ξέρεις, είτε δεν ξέρεις για την ταραγμένη ζωή
του.
Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι στην εποχή του Μπαρόκ στον
17ο αιώνα, μιλά έμμεσα για τα τραύματά της παρουσιάζοντας μύθους από τη
Βίβλο και την αρχαιότητα. Κόρη γνωστού ζωγράφου της Αναγέννησης, η
Αρτεμισία έμεινε από παιδί ορφανή από μητέρα και έγινε γρήγορα φτασμένη
ζωγράφος. Η ζωγραφική της σφραγίστηκε από το γεγονός ότι υπέστη βιασμό
όταν ήταν έφηβη από τον δάσκαλό της, μαθητή του πατέρα της, τον οποίο
οδήγησε σε δίκη, που τελικά κέρδισε. Φαίνεται όμως ότι οι αντιθέσεις της
πηγάζανε από την παιδική ηλικία, όταν ο πατέρας την χρησιμοποιούσε ως
μοντέλο του, ενώ ήταν παρόντες και άλλοι φίλοι του ζωγράφοι. Είναι
γνωστός ο πίνακάς της «Η Σουζάνα και οι γέροι» που δείχνει τον τρόμο της
Σουζάνας καθώς την παρακολουθούν κρυφά την ώρα του λουτρού.
Οι πιο γνωστοί πίνακες της Αρτεμισίας είναι αυτοί όπου, σε διάφορες
εκδοχές, η Ιουδήθ σκοτώνει μέσα στη σκηνή του τον Ολοφέρνη σε συνεργασία
με την πιστή της υπηρέτρια. Το θέμα έχει ζωγραφιστεί και από άλλους
ζωγράφους, με πιο γνωστή την εκδοχή του Καραβάτζιο. Όμως η Αρτεμισία
καινοτομεί ζωγραφίζοντας με ρεαλισμό την ίδια τη σκηνή της δολοφονίας
και βάζοντας ως άμεσο συνεργάτη τη δεύτερη γυναίκα. Ταυτόχρονα η
Αρτεμισία είναι εξαιρετική στην απόδοση της γλυκύτητας των γυναικείων
χαρακτηριστικών στις προσωπογραφίες της, που είναι επίσης πολύ γνωστές,
όπως η Λουκρητία, η Κλεοπάτρα, η Δανάη. Η Αρτεμισία κατάφερε, παρά τον
διασυρμό της στη γνωστή δίκη, να επιβάλει την τέχνη της σε Ρώμη,
Φλωρεντία, Βενετία, Νάπολη, αλλά και στο Λονδίνο, όπου δούλεψε μαζί με
τον πατέρα της στο τέλος της ζωής του. Οι μεταπτώσεις στην ψυχολογία της
διαφαίνονται μέσα δύο αυτοπροσωπογραφίες της, αυτή στο απόγειο της
επιτυχίας της και εκείνη αργότερα, όταν μεγάλη πια έχει συμφιλιωθεί με
τον πατέρα.
Η Άννα Κινδύνη μέσα στη δεκαετία του '50 ζωγράφισε
τα τραύματα της πατρίδας μας, τα δικά μας τραύματα. Η Κινδύνη που
γεννήθηκε στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, δεν δείχνει ιστορίες του εαυτού
της, αφηγείται συλλογικές ιστορίες. Ασχολείται με τη μορφή της μητέρας,
ενώ η ίδια δεν υπήρξε μητέρα, με τα παιδιά, ενώ δεν έκανε δικά της
παιδιά. Έζησε όμως άμεσα τρεις τραγωδίες της πατρίδας της, τη
Μικρασιατική καταστροφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και αυτές
περιγράφει. Το κάνει με έναν τρόπο έξω από τόπο και χρόνο. Γιατί μέσα
στις αφηγήσεις της είναι όλοι οι πόλεμοι, όλες οι μανάδες, όλα τα παιδιά
που κυνηγημένα, φοβούνται, πεινούν κάτω από βόμβες, προσφυγιά,
εμφύλιους. Αυτά είναι τα δικά της παιδιά, τα δικά της τραύματα.
Κατάφερε μέσα στην ίδια εικόνα να δείξει την αγάπη για το παιδί και
το μίσος για τον πόλεμο. Το προσωπικό εκφράζεται ως δημόσιο. Τα χρώματά
της είναι μαύρο και άσπρο, όπως τα εξπρεσιονιστικά σχέδια και χαρακτικά
της Καίτε Κόβιτς. Οι φιγούρες της Κινδύνη είναι λιγότερο σκούρες,
κινούνται πιο ονειρικά μέσα στο γκρι. Η πρώτη έκθεσή της έγινε στο
Παρίσι, όπου κατέφυγε μαζί με τον άντρα της με το περίφημο «Ματαρόα».
Η Λουίζ Μπουρζουά, σπουδαία καλλιτέχνις μέσα στη
σύγχρονη τέχνη, που γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά μετακόμισε με τον άντρα
της στη Νέα Υόρκη πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγνωρίστηκε διεθνώς
μετά τη δεκαετία του '70. Συναρτά όλο της το έργο με τα βιώματά της από
την παιδική ηλικία, που επιστρέφουν ξανά με νέες μορφές. Η οικογένειά
της διατηρούσε επιχείρηση συντήρησης ταπισδερί, που στηρίζονταν στην
εργασία της μητέρας. Όταν ο πατέρας έκανε σχέσεις μέσα στο σπίτι με την
Εγγλέζα γκουβερνάντα, η μικρή Λουίζ ένιωσε έντονη προδοσία. Η τεράστια
αράχνη από μέταλλο, το πιο εμβληματικό έργο της Μπουρζουά, συμβολίζει τη
λατρεία της στη μητρική μορφή, γιατί η αράχνη προστατεύει με τον ιστό
της και τον ξαναϋφαίνει όπου αυτός κοπεί.
Το παλιό τραύμα επανέρχεται στη δεκαετία του '90 με τη μορφή των
«κελιών» που συμβολίζουν το παιδικό σπίτι. Πάνω από τη στέγη κρέμεται
απειλητικά μια λαιμητόμος. Η ίδια εξηγεί ότι τα διαφορετικά κελιά της
παριστάνουν τα διαφορετικά είδη πόνου: τον σωματικό, τον ψυχολογικό, τον
πνευματικό.
Η Μπουρζουά είναι μεγάλη καλλιτέχνις της σύγχρονης εποχής, επί πλέον
για τον λόγο ότι, γνωρίζοντας άμεσα τον σουρεαλισμό, τον Φρόιντ, τον
αμερικάνικο εξπρεσιονισμό, μπορεί και στηρίζει θεωρητικά την τέχνη της. Η
ίδια λέει «η τέχνη είναι βίωμα, αναβίωση ενός τραύματος». Αντιμετωπίζει
συχνά τα τραύματα, τους φόβους, τις επιθυμίες με τρόπους σωματικούς. Οι
μορφές της είναι πολλές φορές διφορούμενες. Για το έργο της «Η Γυναίκα
μαχαίρι» εξηγεί πως «η γυναίκα γίνεται λάμα, βρίσκεται σε άμυνα,
ταυτίζεται με το πέος για να προφυλαχθεί». Η Μπουρζουά κατέχοντας επίσης
τη γεωμετρία, είναι σε θέση να εκφράσει τις λειτουργίες του νου και της
ψυχής χρησιμοποιώντας γεωμετρικά σύμβολα.
* Η Άννα Φιλίνη είναι αρχιτέκτονας και ζωγράφος
"Ο πληθυντικός αριθμός του ονόματος Ελλάδα" γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή" 29.05.2016)
..............................................................
Καταρχάς, λοιπόν, υπάρχουν οι κομματικές Ελλάδες, εκείνες που ονειρεύονται και σχεδιάζουν οι κομματικοί οργανισμοί. Αυτό βέβαια αν κάνουμε την ευγενική παραχώρηση να δεχτούμε ότι τα κόμματά μας έχουν αγαθές σχέσεις με τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό. Οτι δηλαδή οι πράξεις και οι δηλώσεις τους υπαγορεύονται από επίπονες σκέψεις και συσκέψεις. Και δεν προκύπτουν οι μεν πράξεις τους βάσει της αντανακλαστικής μεθόδου (με την έννοια που έχει το αντανακλαστικό στην περιοχή της βιολογίας, όπου σημαίνει την αυτόματη και ακούσια αντίδραση του οργανισμού σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, δίχως τη μεσολάβηση διανοητικής επεξεργασίας), οι δε δηλώσεις τους βάσει της φωτοτυπικής μεθόδου: Παίρνεις μια παλιά ανακοίνωση υψηλότατου τόνου και με πολλά γράδα στόμφου και αλλάζεις την ημερομηνία κι ένα-δυο από τη σωρεία των καταγγελτικών επιθέτων και επιρρημάτων, τα οποία έχουν χάσει κάθε χυμό από την κατάχρηση που υφίστανται.
Και ύστερα είναι οι Ελλάδες που σχηματίζονται από μυριάδες μυριάδων «εγώ», το καθένα με τις ευαισθησίες του, τις κλίσεις, τις προκαταλήψεις, τον κώδικα αξιών ή συμφερόντων, την οξύνοιά του. Ελάχιστα κοινά έχουν μεταξύ τους όλες αυτές οι κατά φαντασίαν επικράτειες, ουτοπίες που ποτέ δεν θα βρουν τη θέση τους πάνω στον χάρτη της ιστορίας, της πραγματικότητας. Κι αυτό επειδή διαβάζουμε διαφορετικά το κείμενο-Ελλάδα, και προκρίνουμε διαφορετικές διορθωτικές παρεμβάσεις. Αλλοι πιστεύουν ότι απαιτείται ριζικός ανασχηματισμός και άλλοι αρκούνται σε μερεμέτια και φτιασιδώματα. Oρισμένοι εμφανίζονται βέβαιοι ότι το όνομα Ελλάδα μάς πέφτει λίγο, και ονειρεύονται αυτοκρατορίες που θα αθροίζουν τη μεγαλεξανδρινή και τη Βυζαντινή. Και άλλοι ότι ο «τίτλος» Ελλάδα δεν της αξίζει της χώρας ως έχει, γι’ αυτό και τον υποκορίζουν ειρωνικά (Ελλαδίτσα, Ελλαδούλα κ.ο.κ.) ή τον εξασιατίζουν ημιρατσιστικά (Ελλαδιστάν).
Οι διαφωνίες μας για το παρόν ανάγνωσμα-Ελλάδα και το πιθανό ανασυνταγμένο μέλλον του έχουν τη ρίζα τους στη βαθιά ασυμφωνία μας για το παρελθόν, κοντινό, απώτερο και απώτατο. Αν βλέπουμε μόνο αίγλη στις πίσω μας σελίδες, και πουθενά σκοτεινά σημεία, λογικό είναι να μην μπορούμε να μείνουμε ικανοποιημένοι με τίποτε λιγότερο από μια Ελλάδα που προώρισται να ζήσει μασώντας τις δάφνες που θα ακουμπούν στον θρόνο της, εις τους αιώνας των αιώνων, οι υπόλοιποι λαοί, ταπεινής καταγωγής αυτοί και ετερόφωτοι... Κι αν πάλι νιώθουμε ότι το πελώριο εγώ μας δεν μπορεί να αναδειχθεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια εδώ, σ’ αυτήν τη μίζερη γωνίτσα των Βαλκανίων, τότε κηρύττουμε ανυπόληπτη την παρούσα Ελλάδα, τη μόνη ωστόσο που έχουμε (τη μόνη που μπορούμε ν’ αλλάξουμε δηλαδή), και καταγγέλλουμε την κακούργα μοίρα που δεν έδωσε να γεννηθούμε σε άλλους τόπους, αυθεντικά ευρωπαϊκούς και όχι ανατολίτικα...
Η θεότητα της Υπερβολής δεν έμεινε ποτέ χωρίς πιστούς σ’ αυτά τα μέρη, πολλούς πιστούς – ίσως γι’ αυτό είναι τόσο πολλά, και παμπάλαια, τα «ρητά» που μας προειδοποιούν για τις παρενέργειες μιας τέτοιας λατρείας. Μόνο έτσι, σαν σπονδή προς την Υπερβολή, μπορώ να δω έναν αφορισμό του Μίκη Θεοδωράκη, απόσπασμα από συνέντευξή του στο «Βήμα FM». Κατά λέξη: «Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ.
Οσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα είναι νεκροί». Για το πρώτο σκέλος («Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ») δεν έχω πολλά να πω, μόνο να επαναλάβω εκείνο το του Παύλου, στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί το εαυτής». Στην (οπωσδήποτε αναγκαία) μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας:
«Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί· εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται· είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής». Υπερβολές... Υπερβολές;
Ούτε και για το δεύτερο, υπέρμετρα άδικο σκέλος του δόγματος του Μίκη Θεοδωράκη έχω πολλά να πω. Αν όμως πράγματι «είναι νεκροί όσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα», μαζί τους κι όσοι περιέθαλψαν τον ίδιο με την ανιδιοτελή αγάπη τους σε χρόνια βαριά· αν έχουν απομείνει μόνο φιλοτομαριστές και συμφεροντολάγνοι για να πατούν τούτα τα χώματα, τότε νεκρή είναι και η Ελλάδα. Και, διάβολε, δεν είναι.
Ο πληθυντικός
αριθμός του ονόματος Ελλάδα
γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή" 29.05.2016)
Η Ελλάδα που
είμαστε, η Ελλάδα που θέλουμε να είμαστε, η Ελλάδα που οφείλουμε να είμαστε. Το
όλον, τρεις Ελλάδες. Πλην όχι. Δεν είναι τρεις. Είναι πολύ πoλύ περισσότερες,
περίπου όσοι και οι κάτοικοι της χώρας. Αλλωστε, με όρους κοινωνικούς και
πολιτικούς, όχι του συντακτικού, το πρωτοπρόσωπο πληθυντικό «εμείς» είναι
αταίριαστο εδώ, συγκαλυπτικό. Γιατί όπως δεν είμαστε όλοι μας Ελληνες με τον
ίδιο τρόπο, το ίδιο ήθος, έτσι ακριβώς δεν είμαστε κύτταρα της Ελλάδας με την
ίδια αξία, την ίδια ευθύνη και τα ίδια οφέλη. Δεν αποδίδουμε όλοι το ίδιο νόημα
στον όρο ελληνικότητα. Και δεν μας εξομοιώνει πλήρως ούτε μας εξισώνει το
γεγονός ότι ζούμε στην ίδια περιοχή του πλανήτη. Ιδού άλλωστε, αμέσως αμέσως,
ένας βαθύς χωρισμός: Από τη μια όσοι πιστεύουν πως Ελληνας γεννιέσαι και από
την άλλη όσοι εκτιμούν πως Ελληνας –«ή ό,τι άλλο», για να μνημονεύσουμε τον
Διονύσιο Σολωμό και το «o altra cosa» του– γίνεσαι. Από τη μια όσοι είναι
σίγουροι πως είμαστε μονάδες περιούσιου λαού και από την άλλη όσοι αδιαφορούν
για οποιαδήποτε θεόδοτη ή γονιδιακή υπεροχή και εκτιμούν ότι το αριστοτελικό
«κατά συμβεβηκός» παίζει τεράστιο ρόλο ως προς τη συνείδηση που θα διαμορφώσει
κανείς ωριμάζοντας.
Οι πολλές
Ελλάδες, ακριβώς όπως οι Ελληνές τους, δεν συμφωνούν, δεν συγκλίνουν, δεν
ομονοούν – γι’ αυτό και συνθήματα του τύπου «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» ή
αφορισμοί του είδους «Οταν οι Ελληνες είναι ενωμένοι δεν τους τρομάζει τίποτε»
ούτε την κοινωνιολογία συνυπολογίζουν κατά τη διατύπωσή τους (Ελληνες είναι και
οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι δραχμοσυντήρητοι, δεν είναι εντούτοις ομοίως
Ελληνες) ούτε την ιστορία. Ενωμένοι; Οι Ελληνες; Ούτε στις κορυφαίες στιγμές
της ιστορίας του τόπου δεν υπήρξε πλήρης, αράγιστη ενότητα. Ούτε επί Κατοχής
και Αντίστασης, ούτε το 1821, ούτε καν, για να πάμε πολύ πίσω, στους Περσικούς
πολέμους, με τους τόσους μηδίσαντες. Και στη μυθολογία μας ακόμα, λαμπρά
εικονισμένη από τον Ομηρο στην «Ιλιάδα», η ενδοελληνική έρις είναι η αφορμή και
το θέμα της ποίησης, παρότι η λέξη Ελληνες αναφέρεται μόνο μία φορά στο έπος,
στη δεύτερη ραψωδία, κι αυτό για να πληροφορηθούμε πως οι Μυρμιδόνες του
Αχιλλέα αποκαλούνταν και Έλληνες.
Καταρχάς, λοιπόν, υπάρχουν οι κομματικές Ελλάδες, εκείνες που ονειρεύονται και σχεδιάζουν οι κομματικοί οργανισμοί. Αυτό βέβαια αν κάνουμε την ευγενική παραχώρηση να δεχτούμε ότι τα κόμματά μας έχουν αγαθές σχέσεις με τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό. Οτι δηλαδή οι πράξεις και οι δηλώσεις τους υπαγορεύονται από επίπονες σκέψεις και συσκέψεις. Και δεν προκύπτουν οι μεν πράξεις τους βάσει της αντανακλαστικής μεθόδου (με την έννοια που έχει το αντανακλαστικό στην περιοχή της βιολογίας, όπου σημαίνει την αυτόματη και ακούσια αντίδραση του οργανισμού σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, δίχως τη μεσολάβηση διανοητικής επεξεργασίας), οι δε δηλώσεις τους βάσει της φωτοτυπικής μεθόδου: Παίρνεις μια παλιά ανακοίνωση υψηλότατου τόνου και με πολλά γράδα στόμφου και αλλάζεις την ημερομηνία κι ένα-δυο από τη σωρεία των καταγγελτικών επιθέτων και επιρρημάτων, τα οποία έχουν χάσει κάθε χυμό από την κατάχρηση που υφίστανται.
Και ύστερα είναι οι Ελλάδες που σχηματίζονται από μυριάδες μυριάδων «εγώ», το καθένα με τις ευαισθησίες του, τις κλίσεις, τις προκαταλήψεις, τον κώδικα αξιών ή συμφερόντων, την οξύνοιά του. Ελάχιστα κοινά έχουν μεταξύ τους όλες αυτές οι κατά φαντασίαν επικράτειες, ουτοπίες που ποτέ δεν θα βρουν τη θέση τους πάνω στον χάρτη της ιστορίας, της πραγματικότητας. Κι αυτό επειδή διαβάζουμε διαφορετικά το κείμενο-Ελλάδα, και προκρίνουμε διαφορετικές διορθωτικές παρεμβάσεις. Αλλοι πιστεύουν ότι απαιτείται ριζικός ανασχηματισμός και άλλοι αρκούνται σε μερεμέτια και φτιασιδώματα. Oρισμένοι εμφανίζονται βέβαιοι ότι το όνομα Ελλάδα μάς πέφτει λίγο, και ονειρεύονται αυτοκρατορίες που θα αθροίζουν τη μεγαλεξανδρινή και τη Βυζαντινή. Και άλλοι ότι ο «τίτλος» Ελλάδα δεν της αξίζει της χώρας ως έχει, γι’ αυτό και τον υποκορίζουν ειρωνικά (Ελλαδίτσα, Ελλαδούλα κ.ο.κ.) ή τον εξασιατίζουν ημιρατσιστικά (Ελλαδιστάν).
Οι διαφωνίες μας για το παρόν ανάγνωσμα-Ελλάδα και το πιθανό ανασυνταγμένο μέλλον του έχουν τη ρίζα τους στη βαθιά ασυμφωνία μας για το παρελθόν, κοντινό, απώτερο και απώτατο. Αν βλέπουμε μόνο αίγλη στις πίσω μας σελίδες, και πουθενά σκοτεινά σημεία, λογικό είναι να μην μπορούμε να μείνουμε ικανοποιημένοι με τίποτε λιγότερο από μια Ελλάδα που προώρισται να ζήσει μασώντας τις δάφνες που θα ακουμπούν στον θρόνο της, εις τους αιώνας των αιώνων, οι υπόλοιποι λαοί, ταπεινής καταγωγής αυτοί και ετερόφωτοι... Κι αν πάλι νιώθουμε ότι το πελώριο εγώ μας δεν μπορεί να αναδειχθεί σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια εδώ, σ’ αυτήν τη μίζερη γωνίτσα των Βαλκανίων, τότε κηρύττουμε ανυπόληπτη την παρούσα Ελλάδα, τη μόνη ωστόσο που έχουμε (τη μόνη που μπορούμε ν’ αλλάξουμε δηλαδή), και καταγγέλλουμε την κακούργα μοίρα που δεν έδωσε να γεννηθούμε σε άλλους τόπους, αυθεντικά ευρωπαϊκούς και όχι ανατολίτικα...
Η θεότητα της Υπερβολής δεν έμεινε ποτέ χωρίς πιστούς σ’ αυτά τα μέρη, πολλούς πιστούς – ίσως γι’ αυτό είναι τόσο πολλά, και παμπάλαια, τα «ρητά» που μας προειδοποιούν για τις παρενέργειες μιας τέτοιας λατρείας. Μόνο έτσι, σαν σπονδή προς την Υπερβολή, μπορώ να δω έναν αφορισμό του Μίκη Θεοδωράκη, απόσπασμα από συνέντευξή του στο «Βήμα FM». Κατά λέξη: «Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ.
Οσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα είναι νεκροί». Για το πρώτο σκέλος («Κανείς δεν αγάπησε την Ελλάδα όσο εγώ») δεν έχω πολλά να πω, μόνο να επαναλάβω εκείνο το του Παύλου, στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί το εαυτής». Στην (οπωσδήποτε αναγκαία) μετάφραση της Βιβλικής Εταιρίας:
«Εκείνος που αγαπάει έχει μακροθυμία, έχει και καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί· εκείνος που αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται· είναι ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής». Υπερβολές... Υπερβολές;
Ούτε και για το δεύτερο, υπέρμετρα άδικο σκέλος του δόγματος του Μίκη Θεοδωράκη έχω πολλά να πω. Αν όμως πράγματι «είναι νεκροί όσοι πόνεσαν και αγάπησαν την Ελλάδα», μαζί τους κι όσοι περιέθαλψαν τον ίδιο με την ανιδιοτελή αγάπη τους σε χρόνια βαριά· αν έχουν απομείνει μόνο φιλοτομαριστές και συμφεροντολάγνοι για να πατούν τούτα τα χώματα, τότε νεκρή είναι και η Ελλάδα. Και, διάβολε, δεν είναι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)