Σώθηκε το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού – Η ιστορία του μοναδικού κειμηλίου
Έχουν βεβαίως προταθεί και άλλα φυτά, αλλά η βοτανολογική εξέταση του ακάνθινου στέφανου της Παναγίας των Παρισίων, καθώς και των ακανθών που βρίσκονται σε διάφορα μέρη επιβεβαίωσε αυτά τα φυτά.
Ο ακάνθινος στέφανος του Χριστού που αποθησαυρίζεται στην Παναγία των Παρισίων είναι ένα κυκλοτερές στεφάνι από πλεγμένα, συνεστραμμένα στελέχη βούρλων, και δεν υπάρχουν καθόλου κλαδιά Ziziphus spina-christi ή αγκάθια από αυτό το θαμνόδεντρο.
Από τον Ακάνθινο Στέφανο του Χριστού υπάρχουν διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο (κυρίως όμως στην Ευρώπη):
– ‘λείψανα’ από στελέχη βούρλων (ελαχιστότατα· τα περισσότερα βρίσκονται στην Παναγία των Παρισίων)
– ‘λείψανα’ από κλαδιά με αγκάθια
– ‘λείψανα’ από αγκάθια μόνα τους.
Δύο παρατηρήσεις για τα αγκάθια του Ακάνθινου Στέφανου:
Ο Ferdinand de Mély στο έργο του Exuviae sacrae Constantinopolitanae, Paris, 1904, παραπέμπει σε μία μαρτυρία του Pierre d’Avoir (14ος αιώνας) που λέει ότι ένα αγκάθι που άγγιξε ένα αυθεντικό αγκάθι από τον Ακάνθινο Στέφανο θεωρούνταν και αυτό με τη σειρά του αυθεντικό «Unam de spinis quae fuit apposita coronae spinae nostri Redemptoris».
Σύμφωνα επίσης με τον ίδιο συγγραφέα (Ferdinand de Mély), οι χριστιανοί προσκυνητές των Αγίων Τόπων μαδούσαν τους θάμνους Ziziphus spina-christi από τα αγκάθια τους που βρίσκονταν κοντά στον Γολγοθά και τα έπαιρναν ως αναμνηστικά. Αυτό προκαλούσε κάποια εκούσια ή ακούσια σύγχυση, αφού μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θεωρούνταν και αυτά αυθεντικά. Ίσως και κάποιοι ηθελημένα εξαπάτησαν μερικούς παρουσιάζοντάς τους τέτοιου είδους αγκάθια ως αυθεντικά.
Η ιστορία του ακάνθινου στεφανιού
Το Άγιο Παρεκκλήσι ή Σαν Σαπέλ, χτίστηκε αποκλειστικά για να στεγάσει ένα τμήμα από τον ακάνθινο στέφανο που τοποθετήθηκε στο κεφάλι του Ιησού κατά το μαρτύριό του. Η ύπαρξη του κειμηλίου είναι γνωστή ιστορικά τουλάχιστον από το 409, όταν ο Άγιος Παολίνος της Νόλα έγραφε για «τα αγκάθια με τα οποία στεφανώθηκε ο Σωτήρας και τα οποία φυλάσσονταν ως κειμήλια μαζί με το Σταυρό όπου καρφώθηκε και τον κίονα στον οποίο δέθηκε και μαστιγώθηκε».
Οι αναφορές έκτοτε είναι συχνές όπως εκείνη του Γρηγορίου της Τουρς, ο οποίος στο De Gloria martyri σχολιάζει ότι το ακάνθινο στεφάνι έμοιαζε ακόμα πράσινο και ότι το χρώμα του ανανεωνόταν θαυματουργά κάθε μέρα. Ο Αντονίνος της Πιατσέντζα μνημονεύει την ύπαρξή του τον 6ο αιώνα, ενώ ήδη από τον 5ο αιώνα αναφέρονται προσκυνητές οι οποίοι το είχαν δει στην Ιερουσαλήμ. Το κειμήλιο αυτό φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη περίπου στα 1063, ή για να ακριβολογούμε ένα τμήμα του, καθώς προγενέστερες αναφορές μνημονεύουν ότι τεμάχιά του είχαν δοθεί σε άλλες εκκλησίες κυρίως από αυτοκράτορες πιθανότατα σαν δώρο.
Αναφέρεται ότι ο Ιουστινιανός έδωσε «ένα αγκάθι» στον Αρχιεπίσκοπο του Παρισιού Σαν Ζερμέν, ο οποίος το τοποθέτησε στο Σαν Ζερμέν ντε Πρε, ενώ η αυτοκράτειρα Ειρήνη στα 798 ή 802 έστειλε στον Καρλομάγνο κομμάτια του ακάνθινου στεφανιού, ο οποίος με τη σειρά του τα φύλαξε στο ναό που έχτισε στο Άαχεν της σημερινής Γερμανίας. Οι αναφορές μοιάζουν ατέλειωτες.
Η ιστορία του κειμηλίου ακολούθησε εκείνη των περισσότερων που σχετίζονται με τη Σταύρωση του Ιησού και συνδέθηκε με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.
Στα 1238 ο Λατίνος αυτοκράτορας της Πόλης ο Μπαλντοβίνος ΙΙ, αναζητώντας απεγνωσμένα υποστήριξη από τις στρατιές της Δύσης για να κρατήσει την Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποίησε το ακάνθινο στέφανο ως ενέχυρο για να αποσπάσει ένα δάνειο από τους Βενετούς. Καθώς όμως δεν μπόρεσε να το αποπληρώσει, οι Βενετοί πούλησαν με τη σειρά τους στον ευσεβή Λουδοβίκο 9ο, κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας το 1239, το ακάνθινο στεφάνι μαζί με άλλα κειμήλια, όπως τμήματα του Τιμίου Σταυρού, καρφιά από τη Σταύρωση και σταγόνες από το αίμα του Χριστού, ζητώντας του 13.134 χρυσά νομίσματα της εποχής, δηλαδή σχεδόν τρεις φορές περισσότερο από όσο πλήρωσε ο βασιλιάς για την κατασκευή της Σαν Σαπέλ.
Ήδη όμως από εκείνη την εποχή το ακάνθινο στέφανο φαίνεται ότι είχε χάσει τα 60 ή 70 αγκάθια του, τα οποία κυκλοφορούσαν σε διάφορους ναούς της Δύσης και το μόνο που είχε απομείνει ήταν πια το ξύλο του στεφανιού. Κανένα από τα αγκάθια αυτά δε φαίνεται να βρίσκεται πλέον στο Παρίσι, ενώ πολλές εκκλησίες της Δύσης υποστηρίζουν ότι έχουν στην κατοχή τους κάποια από εκείνα.
Το ακάνθινο στεφάνι που απέκτησε ο εξαιρετικά ευσεβής Λουδοβίκος από την Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε στο Παρίσι δύο χρόνια αργότερα, αφού κρατήθηκε ως ενέχυρο από τους Βενετσιάνους ως τη συγκέντρωση του υπέρογκου για την εποχή ποσού, και τοποθετήθηκε προσωρινά στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου μέχρι την ολοκλήρωση της Sainte Chapelle και τα εγκαίνιά της στις 26 Απριλίου 1248.
Τα ιερά κειμήλια τοποθετήθηκαν τότε σε ένα μεγάλο θησαυροφυλάκιο με διακόσμηση από χρυσό και πολύτιμους λίθους σε υψηλό σημείο στο βάθος της αψίδας του Ιερού και κάθε Μεγάλη Παρασκευή παρουσιάζονταν σε κοινή θέα στους πιστούς. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται ακόμα σήμερα από τη νέα τους έδρα όμως, την Παναγία των Παρισίων όπου μεταφέρθηκαν, όσα τουλάχιστον διασώθηκαν, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης μετά από μια σύντομη παραμονή τους στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού.
Τμήματα του ακάνθινου στεφανιού υπάρχουν και στο Θησαυροφυλάκιο των Αψβούργων, στη Βιένη
Το Ziziphus spina Christi
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι τα αγκάθια που υπήρχαν στο στεφάνι της Σαν Σαπέλ και τα πιο «διάσημα» που βρίσκονται σε ναούς της Δύσης προέρχονται από ένα φυτό, κοινό στη Μέση Ανατολή και κυρίως στην Παλαιστίνη, γνωστό ως Ziziphus spina Christi.
Η ύπαρξη του ακάνθινου στεφανιού συνδέεται και με την Ιερά Σινδόνη, το ύφασμα πάνω στο όποιο βρίσκεται αποτυπωμένη η μορφή ενός μαστιγωμένου, σταυρωμένου, νεκρού άνδρα, το οποίο φυλάσσεται στο Τορίνο της Ιταλία.
Η Ιερά Σινδόνη, πιστεύεται ότι ήταν το σάβανο που τύλιξαν τον Ιησού μετά τη Σταύρωση.
Σχόλια