Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στους δρόμους της ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στους δρόμους της ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7/5/23

Η μοναξιά της αισθητικής

Του Κώστα Βούλγαρη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ, Το δέρμα της ειρωνείας, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 128

Μια ποίηση κατάφορτη ιδεών δεν είναι κάτι καινοφανές, και έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπως αυτό του Βύρωνα Λεοντάρη ή εκείνο του Στέφανου Ροζάνη, που θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως αναδράσεις στον διάχυτο και εν τέλει κυρίαρχο συναισθηματισμό της μεταπολεμικής ποίησης. Χρειάστηκαν δε χρόνια και επεισόδια πολλά, μέχρι και οι δυο τους να τιθασεύσουν τον δοκιμιακό εαυτό τους, να τον υπαγάγουν στην εξουσία και τις ανάγκες του ποιητικού λόγου.
Στην περίπτωση του Γιώργου Χαντζή τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, γιατί έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση συστηματικά, θα έλεγα προγραμματικά φιλοσοφούσα, που η χειμαρρώδης αυτή τη διάθεσή της προκύπτει από τις φιλοσοφικές σπουδές του. Μια τέτοια ποίηση, όπως και η ως προς αυτό ηπιότερη άλλων, μη «συστηματικών», όπως του Γιώργου Μπλάνα και του Ευγένιου Αρανίτση, εκ των πραγμάτων αποτελεί ανάδραση στο ποιητικό ιδίωμα της «γενιάς του ’70», κυρίαρχο στις μέρες μας μέσα από την επιβίωσή του ως «ποιητική κοινή», σκηνοθετούμενο ως «ανέμελη» και οπωσδήποτε ρηχή εκδρομή στην εποχή.
Μάλιστα ο Χαντζής βαραίνει ακόμα περισσότερο το εγχείρημά του, αφού δεν πορεύεται «υλοποιώντας» ή «εφαρμόζοντας» εν τοις πράγμασι κάποιες φιλοσοφικές ιδέες, αλλά η εμπλοκή του με αυτές συνεχώς τον «τραβά» επί της μεθόδου, δηλαδή στον λόγο επί των εννοιολογικών και θεωρητικών προϋποθέσεων της ποίησης, στην αισθητική. Έτσι, ο φόρτος των μότο, των παραθεμάτων, των διακειμένων, καθίσταται αφόρητος − τουλάχιστον για τον ορίζοντα προσδοκιών και την αναγνωστική αντοχή των ημερών μας.

12/3/23

Η γλώσσα όχημα

Του Κώστα Βούλγαρη

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Πράξεις των αποστόλων, εκδόσεις Τόπος, σελ. 124

Ποιητές που δεν είναι πια νεαροί αλλά βγαίνουν μέσα από συμφραζόμενα της ποιητικής κοινής του ’70 υπάρχουν αρκετοί, χωρίς να καταφέρνουν να αποτυπώσουν μια διακριτή, και ως εκ τούτου άξια λόγου ιδιαίτερη φωνή.
Ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος αποτελεί μια εν δυνάμει διακριτή περίπτωση, γιατί, παρ’ ότι ομνύει θαυμαστικά σε εκείνους τους προηγηθέντες, έχει κάτι που τον διαχωρίζει απ’ αυτούς και του επιτρέπει να τους υπερβαίνει. Δεν πρόκειται βέβαια για μια συγκροτημένη ποιητική αλλά για σπαράγματα, που κολυμπούν μέσα στον ορίζοντα των ποιητών του ’70, όμως υπάρχουν στιγμές που αναδύονται στην επιφάνεια με αξιώσεις: Ασκεπείς και απείθαρχοι και σχεδόν αρειμάνιοι.
Όχημα, αυτών των σπαραγμάτων, μια λόγια γλώσσα, αρδευόμενη κυρίως από το χριστιανικό λεκτικό υλικό, που όταν ο Πανουτσόπουλος καταφέρνει και τιθασεύει το εννοιολογικό/ιδεολογικό φορτίο του μας δίνει ποιήματα ενδιαφέροντα, με ρυθμό και εικονοποιία ασυνήθιστη, ανοίκεια: Ωροσκόποι μιας νέας συναστρίας του μέλλοντος/ Ψαλμωδοί ενός ύμνου των ενδόξων πατέρων μας/ Χαρτογράφοι του πόντου μιας κρυφής αθωότητας/ Φοιτητές στη μεγάλη και λαμπρή/ Υψικάμινο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεματολογία του, όπου μέσα στην περιπλάνηση σε συμβατικά θέματα και ζητήματα της ποιητικής φιλολογίας αναδεικνύονται αίφνης κάποιες νησίδες ενδιαφέρουσες, όπως π.χ. αυτή που αποτυπώνει την επαγγελματική του ταυτότητα ως παλαιοπώλης στο κέντρο της Αθήνας: Η πρώτη έκδοση από καιρό εξαντλημένη/ Η σπανιότητά μου σκανδαλώδης/ Με συντηρούν οι αλλεπάλληλες επανεκδόσεις/ Καμία έκδοση δεν είναι οριστική/ Το οριστικό βρίσκεται σε διάσταση με την αιωνιότητα.
Μέσα σε αυτή την περιδίνηση, κάποιες φορές πηγαίνει μετωπικά και συγκεραστικά στα αισθητικά και θεματολογικά ζητούμενα, ρισκάροντας πολύ. Εδώ ίσως θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα εφαλτήριο: Ότι γνωρίζω για τον Θεό το πιστοποιούν οι αισθήσεις μου/ Το πνεύμα μου θεολογεί επί ματαίω/ Δύσφραστον το αέναο και ακατάληπτο.
Αυτό όμως προϋποθέτει μια θεμελιακή μετατόπιση, στο παράδειγμα της γλώσσας και της ποιητικής του Νίκου Καρούζου, αφήνοντας πίσω αγάπες, συνήθειες και αδράνειες.

25/2/23

Εξ αρχής

Ηώ Αγγελή, Κότσυφας, 2021

Του Κώστα Βούλγαρη

ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ, Η ομορφιά των όπλων μας, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 176

Έχω πολύ καιρό στα χέρια μου το πολυσέλιδο, τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη, χωρίς να ενεργοποιείται μέσα μου κάποια διαδικασία αναγνωστικής ανταπόκρισης. Έτσι, ανατρέχω στα προηγούμενα βιβλία του, καθώς και στα ιδιαίτερα θετικά κείμενα που έγραψα για τα δύο πρώτα εξ αυτών.
Για τον «Κύριο Κρακ», σημείωνα πως τα πεζόμορφα ποιήματα που συνιστούν το βιβλίο παραπέμπουν ευθέως στη μπρεχτική εγκεφαλική ειρωνεία, εντύπωση που επιβεβαιώνεται από τη δραματουργικά επεξεργασμένη αφηγηματικότητά τους, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με την αγωγή της σκηνικής παρουσίασης. Και κατέληγα, πως ο Τσαλαπάτης ήδη είχε κατακτημένο έναν τρόπο να «χειρίζεται» τις αισθητικές προϋποθέσεις του εγχειρήματός του, αλλά το αποτέλεσμα θα κριθεί όταν αναμετρηθεί μαζί τους, εκεί που η ίδια η εξέλιξη του έργου θα απαιτήσει την αρτίωσή του. Και πως με τη φορά που έχει, αυτό θα συμβεί πολύ σύντομα.
Αναμετρήθηκε με τις «αισθητικές προϋποθέσεις του εγχειρήματός του» ο Τσαλαπάτης; Για το δεύτερο βιβλίο του, την «Άλμπα», σημείωνα πως η γενναιότητα της επιλογής τού Τσαλαπάτη είναι πως τη δικιά του συνθήκη, που είναι και ευρύτερη συνθήκη, που είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τότε τριαντάρηδες εντάσσονταν στο κοινωνικό, καλλιτεχνικό, ιστορικό γίγνεσθαι, την καθιστά θέμα και τρόπο της ποίησής του. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του ζητούσε να κριθεί, «κατ’ αρχήν και κυρίως, ως αυτό που είναι, και όχι ως αυτό που κάνει στην ποίηση». Κι εδώ δηλαδή ο Τσαλαπάτης έκανε ένα βιβλίο με ένταση λόγου και ένταση της ματιάς του πάνω στα πράγματα, και πάλι όμως έπαιρνε μία ακόμη αναβολή ως προς το αισθητικό αιτούμενο, δηλαδή χωρίς να «κομίζει» κάτι καινούριο.
Ακολούθησε το τρίτο βιβλίο του, που σιωπηρά αντιμετωπίστηκε η αμηχανία του, και τώρα το ανά χείρας, όπου πλέον οι υπεκφυγές έχουν τελειώσει, ακριβώς γιατί η ένταση του λόγου, που ανέβαλε την αισθητική αρτίωση, έχει κοπάσει.

12/2/23

Σπαράγματα

Του Κώστα Βούλγαρη

ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Νυχτερινή βιβλιοθήκη, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 70

Για περισσότερο από είκοσι χρόνια, η παρουσία της Αριστέας Παπαλεξάνδρου είναι διαρκής και διακριτή στα λογοτεχνικά δρώμενα, χωρίς ποτέ να φανεί ότι διεκδικεί ρόλους αλλότριους και μικροεξουσίες. Χαμηλόφωνη, χαμολότονη, αξιοπρεπής, φορέας μιας παρελθούσης πια παιδείας της λογοτεχνικής συντεχνίας, όπως παρελθούσα είναι και η έννοια της συντεχνίας.
Δοκίμασε εκδοχές ύφους και τεχνοτροπικές λύσεις, μετείχε σε γόνιμες και άγονες συνάφειες του μετιέ, όπως όλα αυτά αποτυπώνονται στο έργο της, το οποίο νομίζω πως εκφράζει πειστικά, και κυρίως ειλικρινά τη μεταβατικότητα της ποιητικής στιγμής, όπως βιώνεται από τους νεότερους ποιητές και ποιήτριες, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς και ποιητικής ταυτοποίησης.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτυπώνονται στο ανά χείρας βιβλίο, και ξεκινώ από ένα ποίημα που εδράζεται στο μπαρ Au Revoir, διαχρονικό στέκι λογοτεχνών και καλλιτεχνών, και απευθύνεται στον Γιάννη Βαρβέρη, τακτικό θαμώνα. Με εφαλτήριο αυτό το ορισμένο λογοτεχνικά, στοιχειωμένο θα έλεγα, σημείο, μας δίνει μια εικόνα της πόλης, μια εικόνα της απουσίας της ποίησης από το αστικό τοπίο.
Και τώρα τι;
Αυλαία γκρίζα από μπετόν
με θέα την Πατησίων
Άλλα ποιήματα αναφέρονται στα ήθη της λογοτεχνικής συνάφειας, κάποτε με πίκρα, άλλοτε με δηκτικότητα, ποιήματα για οικεία της πρόσωπα, μα στις περισσότερες σελίδες αναδύεται ένας τόνος προσωπικός, που τελικά αυτός συνέχει και διαπερνά το βιβλίο. Έχουμε λοιπόν την αίσθηση μιας γυναίκας της εποχής μας, με όλες τις συμβάσεις που ορίζουν την καθημερινότητά της, με όλες τις εμπλοκές που την καταπιέζουν.
Σε ποιον ψυχαναλύθηκε ο Φρόυντ;

29/1/23

Η λέξη

Του Κώστα Βούλγαρη

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, Θάνατος ο δεύτερος, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 64

Ανοίγω πάλι αυτό το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του Φωστιέρη, και πάλι εντυπωσιάζομαι από το εναρκτήριο ποίημα, «Ο πυρήνας του νοήματος».
Εν αρχή μια επιγραμματική, αποφθεγματική εισαγωγή, η οποία συμπυκνώνει μια ολόκληρη αντίληψη για την ιστορία του λόγου, ενώ αντιπαρατίθεται σε όλες τις, κυρίαρχες ακόμα, νεορομαντικές νευρώσεις, που αυτοβεβαιώνονται για την «αυθεντικότητα» και τη μοναδικότητα του καλλιτεχνικού υποκειμένου, όπως φυσικά και του ποιητικού λόγου:
Μιλάω σημαίνει έχω ακούσει
Δεν υπάρχει λοιπόν παρθενογένεση αλλά μια αέναη διαδικασία του λόγου. Ποια η αρχή της; Μόνο στο ασυνείδητο μπορεί να αναζητηθεί η έδρα αυτής της διαδικασίας, στο ασυνείδητο που δεν έχει ιστορία με τον τρόπο που την εννοούμε συνήθως, δηλαδή ορισμένη στο πλαίσιο της δικιάς μας παρουσίας και αντίληψης:
Μέσα στον ύπνο μου άκουσα/ Θα ’μουν ακόμη αγέννητος/ Την έκρηξη του αλφαβήτου που έσπερνε/ Τα πύρινα κομμάτια/ Ενός πυρήνα νοήματος,/ Ν’ ανάβουν γύρω εκατοντάδες/ Γαλαξίες με λέξεις.
Ακολουθεί μια αμφιλογία:
Κι όσο μιλάω ακούγοντας/ Μια γλώσσα ξένη...
Ξένη η γλώσσα που μιλά ή εκείνη που ακούει;
Μια γλώσσα ξένη όλο γυαλιά/ Θρυμματισμένα, σκέφτομαι
Μια τρίτη ίσως γλώσσα, που αυτή είναι το αντικείμενο της σκέψης; Ή μήπως άλλο το ζητούμενο:
...σκέφτομαι/ Ποιο μπορεί να ’ταν το κρυμμένο νόημα/ Του ακέραιου πυρήνα −
Και ποιος ο πυρήνας; Αφού στην κοσμολογία του Φωστιέρη ο θεός δεν φαίνεται να έχει κάποια θέση, όπως και η ύλη, ως δεδομένη, άχρονη και ακίνητη πραγματικότητα, προκύπτει εύλογα το κλείσιμο του ποιήματος, που όχι μόνο συνοψίζει αλλά και αποτελεί μια κορυφωτική έξοδο:
Ή μήπως η έκρηξη/ Να ’ταν εκείνη/ Μόνη απ’ την αρχή/ Ο αληθινός πυρήνας/ Όλων των νοημάτων;
Η έκρηξη του αλφαβήτου λοιπόν, οι λέξεις που διασπείρονται στο σύμπαν, που συνεχίζουν να διασπείρονται απ’ όλα τα αλφάβητα, απ’ όλα τα ποιήματα, από κάθε στίχο μας, αν όντως αποτελεί μια μικρή, μέσα στην απεραντοσύνη αμελητέα, όμως όντως έκρηξη του λόγου, που εξακτινώνει σπίθες, καύτρες, θραύσματα, γι’ αυτό και νόημα όλων των νοημάτων.
Ο Λουτσιάνο Κάνφορα μας έχει υποδείξει ότι στην αρχαιοελληνική σκέψη η λέξη συνιστά γεγονός. Εκεί μπορεί κανείς να αναζητήσει την αφετηρία του ποιήματος αλλά και της ποιητικής του Φωστιέρη.

22/1/23

Διαλογική τεχνική

Του Κώστα Βούλγαρη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ, Βάθος ουρανού, 137 χαϊκού και 35 σχέδια, εκδόσεις ΑΩ, σελ. 80

Ποιητής, εικαστικός, εκδότης του περιοδικού Νέο επίπεδο, ο Γιάννης Στεφανάκις επί χρόνια έχει μια διαρκή παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, οργανώνοντας αφιερώματα, δράσεις και παρεμβάσεις, συνδυάζοντας την τέχνη της γραφής με τις εικαστικές τέχνες. Μινιμαλιστής σε όλες τις εκφάνσεις του, συνήθως αρκείται στη μονοχρωμία και στο ασπρόμαυρο σχέδιο, στον λιτό στίχο, όπως είναι η φόρμα του χαϊκού, στη χαμηλόφωνη σύνθεση, που προκύπτει με τρόπο παρατακτικό, οριζοντίως και όχι «κατακορύφως». Λόγος και εικόνα σε ρόλους εναλλασσόμενους:
Αίμα η λέξη:
χρωματίζει το χαρτί,
φωτιά του βάζει
Στο ανά χείρας βιβλίο έχουμε μια συνεχόμενη ροή δισέλιδων ενοτήτων, με τρία χαϊκού στην αριστερή σελίδα και ένα τέταρτο στη δεξιά, όπου και το εικαστικό σχέδιο. Εκεί, με το τέταρτο ποίημα η θεματική των τριών προηγηθέντων διαυγάζεται, αποκαλύπτεται, συνομιλεί ανοιχτά με το ομόθεμο εικαστικό θέμα. Το οποίο, με τη σειρά του, φωτίζει όλο το δισέλιδο, επανανοηματοδοτεί και τα τέσσερα χαϊκού. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται για περισσότερες από τριάντα φορές, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της συνεχούς, ατέρμονης ροής.
Αυτός ο ήλιος
ολοκόκκινος δύει:
άλλος την αυγή
Δεν πρόκειται όμως για μια διαδικασία αυτοαναφορική, για ένα διάλογο εικόνας και λόγου εν κενώ. Αυτός ο διάλογος των δύο τεχνών αποτελεί το ένα μέρος ενός επίσης συνεχούς διαλόγου με τη φύση. Ο ουρανός, τα σύννεφα, ένα δέντρο, άλλο δέντρο, ο άνεμος, ένα πουλί, το φεγγάρι, ένα ζώο, η θάλασσα, αποτελούν τα στοιχεία-στιγμές του άλλου πόλου, με τον οποίο διαρκώς συνομιλεί ο διάλογος των τεχνών. Μέσα από αυτόν τον διάλογο, και η τέχνη αποκτά μια υλική διάσταση, διαφορετικού όμως χαρακτήρα από τη φύση:
Θα γίνω δέντρο
στη σκιά του να κάτσεις
το καλοκαίρι
Η διαρκής ροή της ανθρώπινης δραστηριότητας της τέχνης, φωτιζόμενη στην απεραντοσύνη του χρόνου και του κόσμου, επιβάλλει ταπεινότητα, εκείνη που φέρει ο μινιμαλισμός, δηλαδή μια συμβατή προς τούτο αισθητική, με την οποία φιλοτεχνούνται τα ποιήματα, τα σχέδια και ο διάλογός τους:
Πόσα τα χρόνια
που πέρασαν, χαρά μου,
πόσοι άνεμοι.

15/1/23

Ασκήσεις αντοχής

Άποψη της έκθεσης «Phantoms» της Νίνας Παπακωνσταντίνου στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων 

Του Κώστα Βούλγαρη

Κοιτάζω πάλι το τρίτο τεύχος του περιοδικού Σταφυλή, το οποίο διευθύνουν ο Κώστας Ριζάκης και η Διώνη Δημητριάδου και εκδίδουν οι εκδόσεις Κουκκίδα, διαβάζω το editorial της συνδιευθύντριας, όπου καταθέτει τα αυτονόητα, αν και πια σπανίως δηλούμενα. Έτσι, η Διώνη Δημητριάδου ξεκινά με την εξής θέση:
«Σκέφτομαι τον τρόπο που ο Μαγιακόφσκι έβλεπε την Τέχνη και τη λειτουργία της μέσα στη ρέουσα κοινωνική πραγματικότητα: Δεν ήταν γι’ αυτόν καθρέφτης για να δούμε μέσα του την αποτύπωση του κόσμου αλλά ένα σφυρί για να του δώσουμε σχήμα».
Πολύ ορθή αυτή η αποδιδόμενη ταυτότητα στον Μαγιακόφσκι, αλλά ετούτη η αντίληψη του ακμαίου, και μάλιστα του επαναστατικού μοντερνισμού (γιατί υπήρξε και ο συντηρητικός μοντερνισμός, κυρίαρχος μάλιστα στα καθ’ ημάς) πόσο αντέχει σήμερα; Κατά πόσο δηλαδή μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα; Ίσως αντέχει ως σημείο αναφοράς και εφαλτήριο, ακόμα και ως κινούσα νοσταλγία, γι’ αυτό και θεωρώ σημαντική την πρόταξη αυτής της δήλωσης στο editorial ενός σύγχρονου περιοδικού, έστω ως υπενθύμιση των αυτονόητων, όταν η τέχνη θέλει να είναι όντως το δηλούμενο με το όνομά της.
Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα; Όχι όσον αφορά την κοινωνική αποδοχή και επιδραστικότητά της, που θεωρητικώς βολεύεται ως υπεκφυγή κάτω από τις ρουμπρίκες «πρόσληψη» και «επιτέλεση», αλλά σε σχέση με το ίδιο το ζητούμενο και τη στόχευση της τέχνης, με το πρόταγμά της; Και αν δεν υπάρχει σχηματισμένο, είναι σημαντικό να κατατίθεται η αίσθηση της απουσίας του.
Σε επόμενες σελίδες του περιοδικού, βρίσκουμε ένα ποίημα της Διώνης Δημητριάδου, το οποίο ξεκινά με τους στίχους: «Το χάος δελεαστικό πολύ/ −μα σου αρέσει καθώς/ τανύζεσαι ανοίγοντας/ ανύπαρκτα φτερά−». Θα έλεγα πως εδώ έχουμε τη δήλωση της μετατόπισης από το «σφυρί» του Μαγιακόφσκι στην καθ’ ημάς πραγματικότητα. Μετατόπιση όμως ή έκπτωση; Κρίσιμη η διαφορά, περιγράφει μια διαφορά κοσμοαντίληψης. Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν εδώ, κοινωνιολογικά, πολιτισμικά και άλλα. Ας γραφούν, και ας γράφονται, δεν κάνουν κακό. Κατά τη γνώμη μου, το πιο κρίσιμο είναι να εμπιστευόμαστε το ίδιο το ποίημα, όπως το προκείμενο, λίγους στίχους παρακάτω: «Αναρωτιέμαι τι φαντάστηκες;/ Δεν είναι τάχα μοναχικό/ παράτολμο το κάθε βήμα/ −και βίαιο πολύ−/ που όσο σε ανασταίνει/ τόσο σε σπρώχνει στο βυθό;»
Προτιμότερο να εμπιστευόμαστε περισσότερο την τέχνη. Το κάθε πραγματωμένο ποίημα έχει να πει πολλά, για τον κόσμο του και για τον κόσμο μας.

17/4/22

Μια νέα αφετηρία

Άποψη της έκθεσης Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς


Του Κώστα Βούλγαρη

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 96

Η μεγάλη, η συντριπτική (και ως εκ τούτου για τη λογοτεχνική συνθήκη ακυρωτική) πλειοψηφία των νεότερων ποιητών αναπαράγει απρόσκοπτα (ήτοι ανυποψίαστα) την ποιητική κοινή που εμπέδωσαν ως ύστατη μοντερνιστική επιβίωση εκείνοι του ’70.
Η Δήμητρα Κωτούλα αφίσταται αυτής της πρακτικής, υπερβαίνει αυτόν τον ορίζοντα και, χωρίς φωνασκίες και δήθεν «προγραμματικές» υπερβολές, προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα αφετηρία. Και σε ποιο άλλο «περιβάλλον» θα μπορούσε να προστρέξει, όχι για να λάβει συνταγές αλλά για να αναπνεύσει μέσα του, παρά στην ιδρυτική στιγμή της νεοελληνικής ποίησης και εν γένει λογοτεχνίας, δηλαδή στον Διονύσιο Σολωμό.
Η πρώτη, και κύρια ενότητα του βιβλίου επιγράφεται «Ποιήματα της λευκής σελίδας», δηλώνοντας με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο πώς ακριβώς προσέρχεται. Βεβαίως, αυτή η «λευκή σελίδα» θα μπορούσε να παραπέμπει στην «ποίηση ποιητικής», δηλαδή στην τόσο φθαρμένη, κατά τις μεταπολεμικές κυρίως δεκαετίες, κυκλοθυμική, ενδοποιητική συζήτηση περί της ποιήσεως, στην ουσία άλλοθι οκνηρίας και αδράνειας, ατολμίας των εγλωβισμένων στη βαριά σκιά της σεφερικής ποιητικής.
Η Κωτούλα προσέρχεται στον Σολωμό ως επόμενη («απελπισμένος πως ύστερος ήλθε», έγραφε ο ίδιος ο Σολωμός, μεταφράζοντας έναν στίχο της Ιλιάδας). Η Κωτούλα δεν προσέρχεται λοιπόν στον Σολωμό ούτε σεβαστικά, ούτε νοσταλγικά, παρά μόνο ποιητικά, ως ήδη ποιήτρια. Φωτίζει την ιδρυτική του σημασία, νομιμοποιεί, σε εκείνου την αμηχανία, τη δικιά της, εκείνη μπροστά στο απροσδιόριστο της ποίησης που πρόκειται να γράψει και να γραφεί, νομιμοποιεί τη διαρκή αναρώτηση για το ορθό ή όχι των επιλογών της, για τη μορφή που αυτές θα έχουν, ήτοι για τις αισθητικές προϋποθέσεις τους και τα προτάγματά τους.

10/4/22

Σπουδή της λύπης

Του Κώστα Βούλγαρη

ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 54

Έντονα απολογιστικός, σχεδόν αναχωρητικός ο λόγος της ποιητικής συλλογής της Μαρίας Λαϊνά, σκηνοθετημένος ως λόγος εξομολογητικός και αποφασιστικά προσωπικός. Με τους ακροτελεύτιους στίχους να μην αφήνουν κανένα περιθώριο αναίρεσης:

Το κρίμα
ο καιρός μου πέρασε
πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο.

Λόγος σκηνοθετημένος, βέβαια, αλλά ως εκ τούτου όχι λιγότερο «ειλικρινής», «αληθινός». Άλλωστε, κάθε καλλιτέχνη η δουλειά είναι να μιλά πειστικά, με εκείνη την αληθοφάνεια που επιτρέπει τη λειτουργία του λόγου του έξω από τα προσωπικά, και γι’ αυτό ατομικά συμφραζόμενά του, να γίνεται λόγος, ενδεχομένως και ταυτότητα του αναγνώστη. Καθόλου τυχαία, αλλά μάλλον προγραμματικά, εντείνοντας την αληθοφάνεια και μαζί φτιάχνοντας την απόσταση από την προσωπική εξομολόγηση, το πρώτο ποίημα της συλλογής επιγράφεται «Σκηνικό», με τη θέση του υποκειμένου να είναι αυτή:

εγώ, στην αποδώ μεριά του σκηνικού
θνητή μέσα σε όλα τα αθάνατα
Ενώ, ήδη με το μότο έχει δώσει και το χειραφετητικό στίγμα του όλου εγχειρήματος:
Κανενός η αγάπη
κανενός χαλινάρι

27/2/22

Ποίηση πολιτική

Του Κώστα Βούλγαρη

ΛΕΝΙΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, Αίθουσα των χαμένων βημάτων. 26 ασκεπείς λυγμοί, εκδόσεις Πόλις, σελ. 50

Πεζά ποιήματα, στιχουργημένα προσχηματικά στη μορφή του ελεύθερου στίχου, περιέχει το δεύτερο βιβλίο της διακεκριμένης μουσικού, κατά την κύρια δραστηριότητά της, Λένιας Ζαφειροπούλου. Δεν νομίζω όμως ότι πρόκειται για αδεξιότητα, ούτε φυσικά για άγνοια∙ κατά τη γνώμη μου, είναι μια δήλωση αδιαφορίας για τη στιχοποιητική φόρμα, οπότε, με την καταφυγή στην πλέον συμβατική από τις διαθέσιμες, ξεπερνά τον σκόπελο της επιλογής.
Έτσι όμως, μήπως θα πρέπει να περιοριστούμε, όσον αφορά την αναγνωστική προσδοκία αλλά και την κριτική αποτίμηση, μόνο στο «περιεχόμενο»; Και αυτό, ποιας μορφής θα υπηρετεί τα επίδικα και τα ζητούμενα; Όμως αυτή η προγραμματική αδιαφορία επεκτείνεται και στην υφή του περιεχομένου. Απουσιάζουν γλωσσικές εξάρσεις, λεκτικές πιρουέτες, απροσδόκητες αλλαγές ύφους και ανοικειωτικές εναλλαγές εικόνων, και όλες οι τυπικά ποιητικές κορυφώσεις.
Τι απομένει; Μήπως μια εγκεφαλική κατασκευή, που θα ασθμαίνει κάτω από το εννοιολογικό βάρος; Δεν είναι σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Μήπως η μουσικός μεταφέρει, σε μια κάποια ποιητική εκδοχή, σκέψεις της και σχόλια για την τέχνη; Ούτε αυτό συμβαίνει, παρ’ ότι πολλά από τα πεζά αυτά ποιήματα αφορούν πρόσωπα της τέχνης, όμως της ποιητικής τέχνης, διαλέγονται με έργα τους, είτε θεματολογικά είτε ακόμα και διακειμενικά, αλλά και με την εποχή τους, το ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκείνοι έγραψαν.

20/2/22

Μετά την Δημουλά

Του Κώστα Βούλγαρη

ΕΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ, Κήπος οριστικά, εκδόσεις περισπωμένη, σελ. 56

Στο πληθωρικό τοπίο των νέων ποιητικών εμφανίσεων, είναι ευδιάκριτη η επιβίωση της «ποιητικής κοινής» των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και οι αποχρώσεις της, αφού υπάρχει επίσης μια πληθώρα αφετηριών, απ’ τις οποίες ο κάθε νεοεισερχόμενος/η στον ποιητικό στίβο επιλέγει το δρόμο του.
Η Έλια Οικονομίδου ξεκινά το βιβλίο της διστακτικά, με ορισμένα αμήχανα ποιήματα, και αμέσως μετά βρίσκει ένα έρεισμα στη φωνής της Κικής Δημουλά. Κρατάει όμως από εκείνη μόνο τους λαμπερούς στίχους/εικόνες, χωρίς να μετέρχεται τα περισσότερα στοιχεία της τεχνικής της, όπως π.χ. την τόσο φθαρμένη πια αντιμετάθεση επιθέτων και ουσιαστικών, ή τον έντονα φορτισμένο συγκινησιακό λυρισμό.

Βρέχει αθώα μεσάνυχτα
Είναι στιγμές που ο δικός της λυρισμός ανακαλεί τη φυσικότητα του Ρίτσου,
Έβγαινε λίγο πριν τη βροχή
και ράντιζε το χώμα με λέξεις
περνά από τον μινιμαλιστικό τρόπο της Κούρση,
Θέλω να καταπιώ το χρώμα
να σε μαντεύω στο σκοτάδι σωστά
αντλεί από διαβάσματά της στιγμών της γενικότερης ποιητικής παράδοσης,
Είχε για συντροφιά του
ένα εκτροχιασμένο σύννεφο

για να καταλήξει, στο μέσον του βιβλίου, σε ένα απρόσμενο σκηνικό ποίημα («Χωρίς ενδιάμεση πράξη εμείς»).

5/12/21

Ραφαήλ, Φοφώ, Ιωσήφ

Του Κώστα Βούλγαρη

Γεννημένος το 1938 στα Χανιά, ο Ιωσήφ Βεντούρα είναι ένας από τους ελάχιστους Εβραίους της Κρήτης που διέφυγε την “επιχείρηση σκούπα”, κατά την οποία οι σχεδόν 300 ομόθρησκοί του που κατοικούσαν στο νησί τον Ιούνιο του 1944 συνελήφθησαν και επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο “Ταναΐς”, με προορισμό τον Πειραιά και τελική κατάληξη των “επιβατών” κάποιο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το οποίο όμως ατμόπλοιο βυθίστηκε αύτανδρο στα νερά του Αιγαίου, ανοιχτά της Σαντορίνης. Ογδόντα οκτώ από τα θύματα είναι παιδιά, αρκετά από τα οποία συνομήλικοι και φίλοι του Βεντούρα.
Με την ποιητική ελεγειακή σύνθεση Ταναΐς εμφανίζεται ο Βεντούρα στην ποίηση, όμως όχι στα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όπως θα ανέμενε η βιολογική γραμματολογική γενεαλόγηση, αλλά στην αρχή του επόμενου αιώνα, το 2001: Μα πού λοιπόν οδηγεί η σύσπαση της μνήμης; Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι γραμματολογικό, μα άλλης τάξης, βαθύτατα οντολογικό: Ήταν πρόβλημα γενεών. Ακριβώς αυτή τη διαστολή του χρόνου εκφράζει η ποιητική εμφάνιση του Βεντούρα στα εξήντα τρία του χρόνια, μια εμφάνιση όχι άπαξ αλλά με συνέχεια αρκετές ποιητικές συλλογές, καθώς και μεταφράσεις.
Κερδισμένη η ποίηση, αφού η γλώσσα του Βεντούρα δεν παραπέμπει στην νεότητά του, στα χρόνια του ’60, όταν όντως θα μπορούσε να μιλήσει για το γεγονός που τον σημάδεψε, αλλά αντιστοιχεί στις αρχές του επόμενου αιώνα, όταν νιώθει ώριμος να μιλήσει γι’ αυτό. Κερδισμένη και η μνήμη του θανάτου τόσων ανθρώπων στα νερά του Αιγαίου, από μια ποιητική σύνθεση που θρηνεί τον χαμό τους, χωρίς το μελόδραμα που σημάδεψε τις μεταπολεμικές δεκαετίες, χωρίς ακροβασίες της φαντασίας, που θα συμπλήρωναν τα κενά των στιγμιοτύπων του γεγονότος.

13/3/21

Requiem

Kalos&Klio, Refugees Welcome, 2017- 2019, χειροποίητο βαμβακερό υφαντό, 80 x 55 εκ.

Του Κώστα Βούλγαρη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, Μην ακούς τον παράδεισο, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 46

Το ποιητικό ιδίωμα που καθιέρωσε η «ομάδα ποιητών του ’70», επεκτείνοντας την πρακτική των μεταπολεμικών ποιητών, χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα από την πεζόμορφη εκφορά του λόγου, χωρίς έντονες λυρικές εξάρσεις, χωρίς γλωσσικά «λαμπερές» εικόνες, εσωτερικεύοντας έτσι την ποιητική της καθημερινότητας, εφάπτοντας την γλώσσα της ποίησης με την γύρω πραγματικότητα, ή και χωνεύοντάς την μέσα σε αυτήν, συμφιλιώνοντας τον ποιητή με την κοινωνική του ύπαρξη, την ίδια την ποίηση με τους κοινωνικούς όρους ύπαρξής της.
Έτσι φτιάχτηκε η σημερινή «ποιητική κοινή», με ευρύτατη διάδοση μεταξύ των νεωτέρων, σε βαθμό που, όσο περνούν οι δεκαετίες, να μη διακρίνει κανείς κάποια ιδιαιτερότητα στην φωνή του καθενός ποιηματογράφου, αλλά και να αναρωτιέται ο αναγνώστης γιατί αυτό που διαβάζει είναι ποίηση, αφού κανένας ανοίκειος τροπισμός της γλώσσας, του ρυθμού, της εικονοποιίας, δεν προκύπτει πουθενά.
Αν προσθέσουμε και τη συστηματική αποφυγή της συνθετικής φόρμας, για την ακρίβεια κάθε συνθετικής αξίωσης, έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση του «καθημερινού στιγμιοτύπου», που χωνεύεται μέσα στη ροή των ημερών, ως ένα ακόμη μικρό συμβάν, που δεν ορίζει και δεν χαρακτηρίζει την ακολουθία του χρόνου και της ιστορίας αλλά συγκατανεύει στην αέναη ροή, σε ένα αδιαβάθμητο συνεχές.
Το εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Κακουλίδη έχει όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά αυτής της «ποιητικής κοινής», όπως άλλωστε και το σύνολο σχεδόν του έργου του. Δεν ανοίχθηκε σε ατραπούς που δοκίμασαν ομήλικοί του ποιητές, όπως π.χ. ο Λάγιος, ο Μπλάνας, ο Κοροπούλης, αν και δεν του έλειπαν η γνώση και οι ποιητικοί όροι. Ο Κακουλίδης επέμεινε σε αυτό το ιδίωμα, αποδεχόμενός το σαν μοίρα και ταυτότητα, πορεύθηκε με αυτή την παραδοχή, σε μια διαρκή μέθεξη της ανεμελιάς των χρόνων του ’70 και της ομότροπης, τελικά ακίνδυνης αμφισβήτησης.

2/8/20

Τυραννία εννοιών και ιδεών

Άγγελος Αντωνόπουλος, Η λευκή αίθουσα- Το μεγάλο πλατό (εγκατάσταση με κίνηση), 2018- 2020



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ, Λοξά τοπία, εκδόσεις Ποιείν, σελ. 82

Ο Βύρων Λεοντάρης, στον οποίο η Κωστούλα Μάκη αφιερώνει ένα ποίημα που συνδιαλέγεται με το εμβληματικό εκείνου «Ο νεκρός της οθόνης», πάλευε επί δεκαετίες να καθυποτάξει τον διανοούμενο μέσα του, δηλαδή μέσα στον λόγο του, ώστε να ανασάνει και να μιλήσει ο ποιητής, πράγμα που το κατάφερε οριστικά με την εμβληματική συλλογή του Εν γη αλμυρά (1996).
Δεν υποστηρίζω ότι τα ποιήματα γράφονται «με έμπνευση», «με την καρδιά», «με αίσθημα», και άλλες τέτοιες νερόβραστες νεορομαντικές απολήξεις, που κυριαρχούν στο σύγχρονο ποιητικό μας γίγνεσθαι, δίνοντάς μας ιμπρεσσιονιστικές αποτυπώσεις εκείνου που ο καθένας νομίζει πως είναι ποίηση.
Βεβαίως και τα ποιήματα γράφονται με λέξεις, αλλά το ποιητικό βάρος τους προκύπτει από το βάρος που φέρουν οι λέξεις. Αλλά εδώ είναι το κρίσιμο: δεν αρκεί οι λέξεις να έχουν βάρος εννοιολογικό, δεν αρκεί οι σκέψεις που αποτυπώνουν να έχουν βαρύτητα ιδεών∙ χρειάζεται οι λέξεις, όπως λειτουργούν μέσα στο ποίημα, να έχουν βάρος και βαρύτητα, κι ας είναι λέξεις απλές, ακόμα και τετριμμένες∙ αν ενεργοποιούν έννοιες και ιδέες, προσδίνουν στον ποιητικό λόγο βάρος και βαρύτητα, φτιάχνουν εκείνη τη δίνη που ελκύει και μετασχηματίζει τα πράγματα, που αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, ό,τι δηλαδή κάνει η τέχνη.
Η Κωστούλα Μάκη, με συγκρότηση και σοβαρό δοκιμιακό-κριτικό λόγο, όπως τεκμαίρεται και από ανάλογα κείμενά της, με σπουδές Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας, και διδακτορική διατριβή την Ανάλυση λόγου, καθώς και ακτιβιστική δράση (Γιατροί χωρίς σύνορα), συμμετέχουσα ενεργά στο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, υπόκειται σε όλες αυτές τις δεσμεύσεις.

26/7/20

Της λύπης γνώση

Κωστής Βελώνης, The White Stripes (Reclining Clown), 2019, ξύλο, πηλός και ακρυλικό, 28 x 52 x 14 εκ.



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑ, Μετρό(ει) αυτή η λύπη, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 34

Η σεφερική ποιητική, χαμηλόφωνη και αφηγηματική, αποτελεί την πλέον διαδομένη αφετηρία για την σημερινή ποιητική κοινή. Έχουν μεσολαβήσει βέβαια  γενεές επιγόνων, με αποτέλεσμα αυτή η αφετηρία σχεδόν να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια αλλά να χάνεται μέσα στο ποιητικό παρελθόν. Κι όμως, οι αισθητικοί προσανατολισμοί, και τα συνακόλουθα αισθητικά όρια των επιγονικών εκφάνσεων από αυτήν ορίζονται, έστω κι αν απομακρύνεται στο βάθος της σκηνής. Έτσι, μάλλον μοιραία, αυτή η από δεύτερο ή τρίτο χέρι συνέχειά της έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα μια διαδρομή απίσχνασης του ποιητικού λόγου, που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τα εξωτερικά μόνο στοιχεία της σεφερικής ποιητικής (ελεύθερος στίχος, χαμηλοφωνία, αφηγηματικότητα), χωρίς την ποιητικότητά της.
Η Ελένη Καρά γνωρίζει και παρατηρεί ποιητικά όλη αυτή τη διαδρομή, και πιάνει το νήμα από την πηγή του. Όχι για να επαναλάβει το εγχείρημα του ένδοξου προγόνου αλλά γιατί αυτή η ποιητική γλώσσα ανταποκρίνεται στην ποιητική της διάθεση, που εμφανώς είναι να αφηγηθεί, σε γλώσσα στρωτή και άμεση, συναισθήματα και σκέψεις, την προσωπική της εμπειρία.
Αλλά οι ομοιότητες και οι οφειλές σταματούν εδώ. Στον λόγο της Ελένης Καρά, η σεφερική ποιητική αποκτά έναν ρυθμό διπλάσιας έντασης, με αποτέλεσμα η ροή της αφήγησης να γίνεται ασθματική, η νοηματική ακολουθία να σπάζει κι αυτή, με κενά, με χάσματα, με συνειρμικές εικόνες.

19/7/20

Ποιητική ωριμότητα

Άποψη της έκθεσης All Together Now (έργα της Εύας Μήταλα, του Δημήτρη Αντωνίτση και του Δημήτρη Ανδρεάδη)



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ, Μεταποιήσεις, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 176

Συνοψίζοντας τη μέχρι τότε ποιητική διαδρομή του Δημήτρη Χαλαζωνίτη, όπως έφθανε στο βιβλίο του Σφαίρες (Θεμέλιο, 2011), έκανα τις εξής σκέψεις:
Μια σύγχρονη έκφραση της καρυωτακικής διάθεσης απέναντι στον κόσμο και στα πράγματα, χωρίς να μιμείται ούτε κατ’ ελάχιστον τον ένδοξο (πια) πρόγονο, χωρίς πόζα. Είναι βέβαια προφανές, ότι η ποιητική του γλώσσα δεν είναι ισχυρή· είναι όμως ειλικρινής, και κυρίως διαθέτει μια αψάδα ανοίκεια για τη σημερινή ποιητική συντεχνία, κι έτσι δείχνει εκείνα που μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήρια, για σύγχρονους ποιητικούς δρόμους, μέσα από μια ανάγνωση της καρυωτακικής ποίησης, ως διαδρομής που νοηματοδοτείται καταλήγοντας αναπόδραστα στη σάτιρα και την ανελέητη κοινωνική κριτική. Αυτή η ποιητική παρέμβαση φέρνει στο ποιητικό πεδίο το έξωθεν, και «από τα κάτω» αίτημα για μια ποίηση δραστική – αντίθετα, οι «ριζοσπάστες» νεώτεροι ποιητές, που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, επιχειρούν να «εκφράσουν», πάλι «από τα πάνω», την κοινωνική κρίση.
Και συνέχισε ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, γράφοντας για την αμέσως προηγούμενη συλλογή του Era povera (Θεμέλιο, 2013):
«[Ο Χαλαζωνίτης], αποδεχόμενος την επίταξη των δικαιωμάτων της ποίησης, με απαρασάλευτη την πίστη του στην επουλωτική δύναμη που αποκτούν στους κόλπους της οι λέξεις (και η σιωπή),  ανάγοντάς την -την ποίηση- στο επίπεδο μιας φευγαλέας θεότητας, εν ονόματι της οποίας συνομολογείται η ενοχή του αδιάφορου για τα όσα συμβαίνουν γύρω του ανθρώπου,  απορρίπτει κάθε άλλοθι που αποσκοπεί στον απατηλό εφησυχασμό της συνείδησης. Με συνέπεια ο λόγος του να αποκτά συχνά μια, διά της πλαγίας οδού, παραινετική χροιά ή, βασισμένος στην ατομική ή στη συλλογική ιστορική μνήμη και πείρα,  αλλά και στις ζοφερές εκδοχές του παρόντος, να προβλέπει τα επικείμενα δεινά, υποκινούμενος από μιαν ανομολόγητη, πλην, όμως, θερμαντική για την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου πίστη στην αναπόφευκτη, κάποια στιγμή, εκδήλωση της σκοτεινής δύναμης του πλήθους, και από την επίσης ανομολόγητη επιθυμία μιας -έστω εν ονόματι ενός τίποτα- εξέγερσης».

21/7/19

Πώς είναι η πατρίδα;

Γιάννης Παπαδόπουλος, Χωρίς τίτλο (τρι πνεμ-δι πνευμ), λάδι σε πανί, 180 x 120 εκ. 


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Αντιστροφή, εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 48

Σπάνιες τα τελευταία χρόνια οι εναρκτήριες (και οι επόμενες, φυσικά) ποιητικές εμφανίσεις που δεν με εξοργίζουν με την αμάθειά τους και τη συνακόλουθη έπαρση της αγραμματοσύνης, της ευκολίας, της κοινωνικής, και μόνο, αξίωσης επί του ενδόξου πεδίου της ποιήσεως.
Με ποιο κριτήριο αντιμετωπίζω έτσι βιβλία καλοτυπωμένα (και αδρά πληρωμένα); Με ένα αυτονόητο για τους πάντες (πλην των επίδοξων ποιητών και ποιητριών) κριτήριο: πόσο γνωρίζουν, τουλάχιστον την καθ’ ημάς ποιητική παράδοση; Έχουν στοιχειώδη αίσθηση τι ποιήματα έχουν γραφεί στην ελληνική γλώσσα; Αντιλαμβάνονται τους ποιητικούς τρόπους που αυτά έχουν μετέλθει; Γνωρίζουν, έστω και στοιχειωδώς, πού έχει φθάσει σήμερα η ποιητική γλώσσα, δηλαδή από ποιους και ποιες φιλοδοξούν να πάρουν τη σκυτάλη; Αυτός είναι ο λόγος που όταν σπανίως πέφτει στα χέρια μου ένα βιβλίο σαν το προκείμενο αναγαλλιάζει η καρδούλα μου.
Όχι, καμιά επιείκεια δεν οφείλω, εν ονόματι του μόχθου και της προσπάθειας, ούτε αξίζει σε ένα τέτοιο βιβλίο η «συμπάθεια». Αντιθέτως, η καλλιτεχνική αξίωση, όταν όντως απογράφεται ποιητικά στις σελίδες του, υποβάλλει μια αντίστοιχη, απαιτητική αντιμετώπιση.
Το πλέον προγραμματικό θα έλεγα ποίημα της συλλογής επιγράφεται «για μιαν Ελένη». Ήδη το πεζό «γ» επισημαίνει τη διαδρομή που έλεγα πριν, ήτοι κατ’ αρχήν τον Σεφέρη, με όλη την παράδοση που εκείνος ανακαλεί, παράδοση που συνοψίζεται μέσω του συμβόλου «Ελένη», αλλά ταυτόχρονα και την τομή που συμβολίζεται, κάθε φορά, από τους νεώτερους ποιητές με τη δικιά τους Ελένη, σε μια αέναη διαδικασία «παύσης/επιστροφής», όπως το θέτει το ποίημα: τη θλίψη εκσφενδόνισε από το πρόσωπο/ η Ελένη των ποιητών/ συνδράμει ολοσχερώς/ τις νέες ανοίξεις/ τα στήθη της ορύγματα στον κόσμο/ παύση / επιστροφή/ τα στήθη της ορύγματα στο χρόνο

30/6/19

Λόγος ποιητικά πολιτικός

Vittorio Santoro, Beginning/ Conclusion, 2016, φωτ. Rebecca Fanuele



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ, Δικαιοσύνη, Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 48

Ο Παναγιώτης Βούζης είναι κληρονόμος εκείνης της τάσης της νεοελληνικής ποίησης, που πορεύτηκε με αφετηρία τον σουρεαλισμό, αλλά με αδιάλειπτες ωσμώσεις, σε μια γραμμική συνέχεια που εγκολπωνόταν λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικές εκφάνσεις (χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της τάσης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Μιχάλης Μήτρας, ο Ντίνος Σιώτης). Μια τάση επίμονα ανοιχτή, και συχνά ασαφής ως προς το αισθητικό της στίγμα, η οποία δεν μπόρεσε, ή δεν θέλησε, να το αρθρώσει σε πρόταγμα, ενώ πορευόταν συνομιλώντας με σύγχρονά της ρεύματα (γλωσσοκεντρισμός, οπτική ποίηση, κ.ά) ή και παρακολουθούσε την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, δοκιμάζοντας την «αυτόματη» ποιητική συνομιλία μαζί της.
Από αυτή την ποιητική παιδεία και παράδοση βγαίνει ο Παναγιώτης Βούζης, όμως εδώ, νομίζω πολύ ανοιχτά, την υπερβαίνει, φωτίζοντας μάλιστα τα όριά της, δηλαδή το τετελεσμένο του ορίζοντά της. Με έναν ρυθμό «μετρημένο» αλλά καταιγιστικό, και μια θεματική ανοικτά πολιτική, στην οποία εναλλάσσονται η Ελλάδα του χρέους, της ανεργίας, της κρίσης (η Ελλάδα θα ήταν υπέροχος τόπος/ αλλά τώρα θυμίζει εκούσιο λάθος),  η παγκόσμια δυστοπία (Οι μισθοί στο εξής θα αυξάνονται γεωμετρικά/ επειδή θα μου κάνεις δεκτό το αίτημα φιλίας/ απολύοντας όσους είχαν και τρίτη διάσταση), καθώς και κοσμολογικές εικόνες, εξίσου δυστοπικές, αφήνει πίσω του την πολιτική ορθότητα και την κοινωνική κριτική, φθάνοντας στη σάτιρα (του Ομήρου τα έπη σαφώς αναφέρουν/ το πρωτάθλημα φέτος θα πάρει η ΑΕΚ).

9/6/19

Εξαντλώντας τον μοντερνισμό

Takis, Quiproquo, 1975, μεταλλικοί Δίσκοι (μαγνήτης) με καρφιά, διάμετρος 23 εκ.



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΑΣΣΗΣ (ανθολόγηση), Για τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Κριτικά κείμενα, εισαγωγή-επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία, σελ. 564

Πολυσχιδής σαν προσωπικότητα ο Κ.Γ. Παπαγεωργίου, πολυσχιδές το έργο του, πολυσχιδείς και οι προσεγγίσεις του, πολυσχιδής και ο ανά χείρας τόμος. Όταν μάλιστα το χρονικό άνυσμα της διαδρομής του υπερβαίνει τα πενήντα έτη, μέσα στα οποία ο Παπαγεωργίου έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ό,τι και να πω θα είναι φτωχό, και οπωσδήποτε αποσπασματικό.
Θα ξεκινήσω από την πλευρά εκείνη που δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο, δηλαδή την πλευρά του κριτικού. Κι εδώ ταιριάζει γάντι ο χαρακτηρισμός του «χαμηλόφωνου», χαρακτηρισμός που κατά κόρον χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η ποιητική και πεζογραφική διαδρομή του. Εκκινώντας από τους κοινούς τόπους της νέας κριτικής, ο Παπαγεωργίου ενσωματώνει τα εργαλεία που αντιστοιχούν στην περιπέτεια των κινημάτων του μοντερνισμού, όπως αυτή φθάνει μέχρι σήμερα, στις ύστατες απολήξεις τους.
Έχοντας την τιμή να συνεργαζόμαστε, επί 17 χρόνια, στις «Αναγνώσεις», έχω και το προνόμιο να παρατηρώ, πολύ συστηματικά, τόσο τις επιλογές του, επιλογές βιβλίων και συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, όσο και τον τρόπο της δικιάς του προσέγγισης. Έχοντας επιπλέον το προνόμιο να επιμελούμαι τα προς δημοσίευση κριτικά κείμενά του, μπορώ να καταθέσω μια παρατήρηση, σχεδόν αθέατη διά γυμνού οφθαλμού: ο Παπαγεωργίου κάνει συστηματική χρήση της άνω τελείας, ένα σύμβολο που συνήθως δημιουργεί προβλήματα στις τυπογραφικές διορθώσεις. Τα κείμενά του βρίθουν άνω τελειών.

1/7/18

Οι εκπλήξεις της ωριμότητας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ, Θαμπή πατίνα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 64

Ο Γιάννης Τζανετάκης είναι ένας καλός ποιητής. Από την αρχή της διαδρομής του ήταν ένας καλός ποιητής. Την έννοια καλός τη χρησιμοποιούσε, στις σοβαρές συζητήσεις (μας) ο Γιάννης Βαρβέρης, και την έχει εξηγήσει με διάφορους τρόπους στο έργο του, θέλοντας να δηλώσει το ποιητικό σώμα που φτιάχνεται από τους άξιους δημιουργούς· σώμα που ορίζει το πραγματωμένο έργο μιας εποχής. Σε αυτό το σχήμα του, ο Βαρβέρης ως άλλη κατηγορία περιελάμβανε, και ξεχώριζε, μόνο τους μεγάλους ποιητές.
Εκτός όμως από την καλή ποίηση, κι εκείνη των μεγάλων, υπάρχει και η εξαιρετική ποίηση, ο οποία βγαίνει έξω από το κατορθωμένο, και άρα προβλέψιμο, πλαίσιο της εποχής. Η τελευταία συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη (Καλαμάτα, 1956) είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Ένα βιβλίο όχι ωριμότητας, γιατί δεν προκύπτει ως γραμμική εξέλιξη της διαδρομής του, αλλά ως βήμα υπέρβασής της, η οποία υπέρβαση δηλώνεται, σεμνά, ως μετατόπιση, με τους στίχους του: στο πρώτο φως/ σε φέρνουν γιασεμιά// στο ύστερο μπαξέδες.
Το βιβλίο είναι πολυστρωματικό και πολυφωνικό, εμπεριέχει αυτούσια, επεξεργασμένα ή υπόρητα στοιχεία και στιγμές της ποιητικής μας παράδοσης, ανοιγόμενο, εκτιθέμενο, και συντιθέμενο στις εκτάσεις των πολυποίκιλων «μπαξέδων»,  υπερβαίνοντας φυσικά την περιορισμένη και περιοριστική ποίηση του προσωπικού στιγμιοτύπου, τα «γιασεμιά». Και αποτυπώνοντας, με αφοπλιστική φυσικότητα, όλες αυτές τις εκτάσεις, ήτοι τρόπους, ρυθμούς, ποιητικές, ήχους· αποτυπώνοντας την πανσπερμία τους.