ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βάσω
Γκαβαϊσέ, «ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ», 2014, χαρτί και φιλμ AL, 64 Χ 46 εκ. |
Για να οριοθετήσουμε ένα πλαίσιο,
υποχρεωτικό για πιο εξειδικευμένες θεωρήσεις, θα είναι χρήσιμο να δούμε τις
δυνατότητες και τα προβλήματα που τίθενται στη λογοτεχνική κριτική, σε ψηφιακό
περιβάλλον.
Ο κριτικός που επέλεξε να μελετήσει τα
γλωσσικά, υφολογικά, δομικά στοιχεία και να αναλύσει τις γλωσσικές και
συντακτικές μορφές, τα ρητορικά σχήματα και τους στίχους, θα πρέπει να έχει στο
γραφείο του, δηλαδή στην οθόνη του, τα τελικά κείμενα, και όχι μόνο των «μεγάλων
συγγραφέων». Από τη στιγμή που θα έχει τα κείμενα, θα πρέπει να βασίζεται και
σε προγράμματα που θα του επιτρέπουν μια γρήγορη πρόσβαση σε δεδομένα και την
αποθήκευσή τους σε κάποιο ψηφιακό αρχείο εύκολης πρόσβασης, για περαιτέρω
μελέτες. Ο κριτικός που ερευνά τις θεματικές επαναλήψεις στο εσωτερικό του συνολικού
έργου ενός συγγραφέα, κάνοντας αναφορά σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους ή
γεωγραφικές περιοχές, πρέπει να έχει στο πληροφορικό του γραφείο την πληρέστερη
βιβλιοθήκη κειμένων που θα συγκρίνει. Την ίδια επιθυμία εκφράζει και όποιος
ασχολείται με τη μετρική, ή εκείνος που εξετάζει το χώρο της συμβολικής ή
κοινωνιολογικής κριτικής. Κι ακόμη περισσότερο όποιος ενδιαφέρεται για τη
διακειμενικότητα που συνδέει τη μια γραφή με την άλλη.
Το ερώτημα που έρχεται στο νου είναι:
μπορούν οι νέες τεχνολογίες και η εφαρμοσμένη στις λογοτεχνικές μελέτες πληροφορική
να ικανοποιήσουν, και με ποιο τρόπο, αυτές τις προσδοκίες; Η πρώτη σημαντική
προσφορά των νέων τεχνολογιών στη λογοτεχνική
κριτική, όποια κι αν είναι η μεθοδολογία που ακολουθούμε, είναι η
δυνατότητα αποθήκευσης και χρήσης μιας τεράστιας ποσότητας πληροφοριών, αυτών
που αυστηρά αναφέρονται στην ανάλυση του κειμένου (γλωσσικών, υφολογικών, θεματικών
κ.ά.), αλλά και εκείνων που είναι σχετικές με τη λογοτεχνία, την ιστορία, την
τέχνη, τη φιλοσοφία, τη μουσική, την επιστήμη, και κάθε τι που μπορεί να
συμβάλει στην κριτική σκέψη, με την πλατιά έννοια του όρου.
Η χρήση μεγάλων αρχείων, αφιερωμένων στην
ανάλυση των κειμένων από γλωσσολογική και υφολογική πλευρά, μπορεί να λύσει
πολλά από τα προβλήματα (κυρίως χρόνου και χώρου) που εμφανίζονται στα
παραδοσιακά δελτία: πράγματι, αυτή η δυνατότητα έγινε αμέσως αντιληπτή από
εκείνους που μπορούν να επωφεληθούν από εργαλεία ικανά να περιορίσουν τη
χειρονακτική εργασία. Θα πρέπει βέβαια ν’ αναρωτηθούμε σ’ αυτό το σημείο αν με
τη χρήση ψηφιακών αρχείων στο λογοτεχνικό επίπεδο η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα
και, διατυπώνοντας την ερώτηση από μια άλλη οπτική γωνία, αν οι νέοι ορίζοντες
έρευνας δεν οδηγούν σε μια αλλαγή των θεωρητικών αρχών και μεθοδολογιών που συνήθως
εφαρμόζονταν.
Είναι όμως μόνο η επιτάχυνση της
συλλογής και της εξέτασης των δεδομένων που ευνοεί τα πιο αποτελεσματικά, τα
πιο διαρθρωμένα συμπεράσματα, και ανοίγει τους πρωτόγνωρους ορίζοντες της
έρευνας, ή συμβαίνει κάτι το αληθινά καινούριο; Από πολλούς η αληθινή
επανάσταση στις μελέτες της λογοτεχνικής κριτικής εντοπίζεται όχι τόσο στη
δυνατότητα αναλύσεων ακριβείας, όσο στην εισαγωγή της υπερκειμενικής διάστασης,
που σηματοδοτεί μια νέα εποχή στη μελέτη των λογοτεχνικών έργων. Στο
υπερκείμενο θα πρέπει να επιβεβαιώσουμε τις μεταμορφώσεις της λογοτεχνικής
κριτικής σε σχέση με την πληροφορική. Στο υπερκείμενο θα πρέπει να βασίσουμε τη
θεωρητική έρευνα που μπορεί να αγγίξει ανεξερεύνητα πεδία.
Η κριτική ανάγνωση, όπως υποστηρίζουν οι
θεωρητικοί του υπερκειμένου εφαρμοσμένου στη λογοτεχνία όταν μιλούν για το
πέρασμα χωρίς όρια από το ένα κείμενο στο άλλο, αντιστοιχεί με τη θαλασσοπορία
που ακολουθούν οι τουρίστες, που δεν ενδιαφέρονται να χαράξουν ρότα,
διαλέγοντάς την σύμφωνα με την ομορφιά του τοπίου ή την κατεύθυνση των ανέμων.
Αυτός ο τρόπος ναυσιπλοΐας – αυτό το μοντέλο ανάγνωσης- που ήδη συναντάμε σε
πολλά κριτικά αναγνώσματα ακόμη και στο έντυπο βιβλίο, τώρα θεωρητικοποιείται
από πολλούς ως φυσιολογικό προς τη μορφή του υπερκειμένου.
Από τη στιγμή που υπάρχει ένα συνεχές
και (συχνά) τυχαίο πέρασμα από το ένα ντοκουμέντο στο άλλο, ο
κριτικός-αναγνώστης που χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του υπερκειμένου καταλήγει
σε ένα τελικό συμπέρασμα που δεν είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο της ακρόασης
ενός μουσικού κειμένου σε CD όταν πατάμε τα πλήκτρα αναπαραγωγής μεμονωμένων
κομματιών ανεξάρτητα από την ακριβή σειρά τους. Ανατρέποντας την καθορισμένη
από τον συνθέτη ακολουθία, το κομμάτι που ακούγεται είναι κάτι το διαφορετικό:
αυτό το αποτέλεσμα, θετικό για μία σύνθεση αυτού του είδους, αλλάζει τη δομή
του μουσικού κειμένου που έχει γραφτεί για να εκτελούνται τα μέρη του
διαδοχικά.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα
λογοτεχνικά ή κριτικά κείμενα σε
ψηφιακή κατάσταση ή ενταγμένα σε μια
υπερκειμενική διάσταση: ο καθένας μπορεί να περνά από το ένα κείμενο στο άλλο,
από το ένα απόσπασμα στο άλλο, σε μια «απρόβλεπτη» ακολουθία, υπό την
προϋπόθεση να διαλύει την ύπαρξη των μεμονωμένων κειμένων. Είναι αυτό που
επιθυμούν οι κριτικοί του
μεταμοντερνισμού, για τους οποίους η
τυχαία ακολουθία των κομματιών –θα μπορούσαμε να πούμε η ανακατασκευή μιας
προκαθορισμένης δομής- είναι πηγή νέων εμπειριών, πόσο μάλλον όταν εξαφανίζεται
από τον ορίζοντα η μορφή του συγγραφέα και διαγράφεται κάθε συγγραφικό
πρόγραμμα, και η γραφή προσλαμβάνει τη λειτουργία πρόφασης για ατομικές
διαδρομές και εμπειρίες, που ισοδυναμούν μόνο με μια νέα λογοτεχνική
δημιουργία: είναι η κριτική ως αναδημιουργία του κειμένου.
Τώρα, νομίζω, είναι η στιγμή να
υπογραμμίσουμε ότι στη μη γραμμικότητα της γραφής αντιστοιχεί η μη γραμμικότητα
της ανάγνωσης, με την οποία πιστοποιείται η εξαφάνιση της παραδοσιακής
εμπειρίας της ανάγνωσης, που βασίζεται στην αλληλουχία. Στην πραγματικότητα,
μια μη γραμμική ανάγνωση ήταν πάντα παρούσα στη δραστηριότητα των έμπειρων
αναγνωστών και μελετητών των κειμένων: η φιλολογική πρακτική, όπως και η
υπερκειμενικότητα, η κριτική σύγκριση ανάμεσα στα κείμενα, ανάμεσα στους συγγραφείς,
προϋπέθεταν ένα συνεχές πέρασμα από τη μια ανάγνωση στην άλλη, πράγμα εμφανές
από τα σχόλια και οπωσδήποτε προϋπόθεση για την ίδια την κριτική ανάγνωση.
Η χρήση μιας μηχανής και μια
υπερκειμενική οργάνωση επιφέρουν, πάντως, κάτι το καινούριο. Με την είσοδο του
ψηφιακού υπερκειμένου, πράγματι, η επικοινωνία ανάμεσα στα κείμενα υποδηλώνεται
με έμφαση και το ίδιο το κείμενο μας παροτρύνει σε διάφορες συνδέσεις. Η
προσοχή στρέφεται κυρίως στη δυνατότητα για μια μη γραμμική ανάγνωση, που
εισάγεται από τις συνδέσεις που –απόσπασμα με απόσπασμα, φράση με φράση, λέξη
με λέξη- ενεργοποιούνται με άλλα κείμενα που έρχονται σε επικοινωνία με το
αρχικό ευνοώντας μια εμπειρία ανάγνωσης σε κουτάκια. Σ’ αυτή, η εμβάθυνση είναι
απεριόριστη και, κυρίως, σε άμεση σχέση με τις προσωπικές επιλογές του
αναγνώστη, που καθορίζει ο ίδιος τις διαδρομές που θα ακολουθήσει. Αυτή η
δυνατότητα συχνά παραπέμπει σε μια αντίληψη της λογοτεχνίας κοντά σ’ εκείνη
πολλών θεωρητικών της κριτικής των τελευταίων δεκαετιών, σύμφωνα με την οποία η
κριτική ερμηνεία ταυτίζεται με τους σκοπούς και τις επιλογές κάθε προσωπικής ανάγνωσης,
που μπορεί να επιλέξει, σε κάθε κείμενο, ένα κέντρο όχι υποχρεωτικά ταυτόσημο
με εκείνο που είχε προβλέψει ο συγγραφέας ή που είχε γίνει αποδεκτό από άλλους
αναγνώστες. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ιδέα του κέντρου εξάλλου χάνει τη σημασία
της: κάθε ιεραρχία διαγράφεται και όλα τα στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν το
κέντρο για άλλες διαδρομές. Αυτή η αναδιοργάνωση, φυσική και όχι νοητική, του
λογοτεχνικού κειμένου, σύμφωνα με αυθεντικές και προσωπικές διαδρομές, είναι
δυνατή μόνο με τη συμβολή των νέων τεχνολογιών, που επιτρέπουν να έχουμε στην
οθόνη μας τμήματα ή ολόκληρα κείμενα μιας πιθανής «λογοτεχνικής διαδρομής». Σ’
αυτή τη διαδικασία αναγνωρίζεται η ριζική μεταμόρφωση στην πρακτική της
ανάγνωσης, ξεκινώντας από την προϋπόθεση ότι ο αναγνώστης είναι απόλυτα ελεύθερος στην επιλογή της διαδρομής.
Χωρίς αμφιβολία, αρχίζοντας από ένα σημείο, ο αναγνώστης μπορεί να βρεθεί, όταν
αποφασίσει να διακόψει την ανάγνωση, σε ένα άλλο σημείο πολύ πιο μακριά από
εκείνο που θα είχε φτάσει αν ακολουθούσε την παραδοσιακή διαδρομή: το αρχικό
κείμενο εγκαταλείπεται, και δεν είναι σημαντικό (όσο και δυνατό) να κάνουμε την
αντίθετη διαδρομή για να επιστρέψουμε, αν θέλουμε, στο πρώτο κείμενο. Από τη
στιγμή που το υπερκείμενο είναι ένας συνδυασμός περισσότερων κειμένων,
αναπτύσσεται ένα δίκτυο υποθετικών διαδρομών που δεν προϋποθέτουν μια
προκαθορισμένη γραμμικότητα. Ένα υπερκείμενο είναι μια μήτρα κειμένων, από τα
οποία μόνο μερικά θα υλοποιηθούν λόγω της ενεργοποίησης από κάποιον χρήστη: η
γραμμικότητα κάθε διαδρομής, μπορούμε να πούμε, καθορίζεται στην πορεία, από τη
στιγμή που δεν εγγράφεται σε ένα μοναδικό κείμενο με μια αρχή και ένα τέλος.
Με το ηλεκτρονικό κείμενο δεν βρισκόμαστε
μπροστά στο τέλος της αλληλουχίας, αλλά στη δυνατότητα δημιουργίας πολλών αλληλουχιών,
στη βάση πολλαπλών συνειρμών: η ταυτότητα μιας πληροφορίας ποικίλει σύμφωνα με
τη λειτουργία που καλείται να εκπληρώσει σε συστήματα διαφορετικής σημασίας. Το
υπερκείμενο αλλάζει την αλληλουχία της δομής του βιβλίου, όχι όμως τη
γραμμικότητα των μεμονωμένων κειμένων που το αποτελούν και εξακολουθούν να
διαβάζονται γραμμικά. Ωστόσο, η συζήτηση πάνω στα υπερκείμενα και τη
λογοτεχνία, περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει στην πρακτική της πραγματικής
ανάγνωσης, επικεντρώνεται στη ρήξη των παραδοσιακών μορφών του κειμένου. Αν
οποιοδήποτε κείμενο, χειρόγραφο ή έντυπο, χρειάζεται έναν δραστήριο αναγνώστη
που θα το λειτουργήσει, πολύ περισσότερο ένα ψηφιακό υπερκείμενο οφείλει την
ύπαρξή του σε συνεχείς επιλογές απ’ τη μεριά εκείνου που το διαβάζει, όχι μόνο
για τη δημιουργία του νοήματος, μπροστά σε μια χαραγμένη διαδρομή, αλλά για τη
δημιουργία της ίδιας κειμενικής διαδρομής ανάμεσα σε άλλες δυνατές επιλογές. Η
λέξη που καλύτερα από κάθε άλλη μπορεί να περιγράψει τον νεωτερισμό είναι η «αλληλεπίδραση»,
αλλά μόνο αν μιλάμε για κάτι διαφορετικό από την αλληλεπίδραση που ανέκαθεν
ήταν αναγκαία για κάθε ανάγνωση: η αλληλεπίδραση του υπερκειμένου είναι κάτι
καινούριο επειδή ο αναγνώστης συμμετέχει στη σύνταξη ή τουλάχιστον στην έκδοση
του κειμένου που διαβάζει γιατί είναι αυτός που καθορίζει την τελική του
οργάνωση και για τον λόγο αυτό με το υπερκείμενο κάθε ανάγνωση είναι μια πράξη
γραφής. Τα μεμονωμένα υλικά που γίνονται μέρος ενός υπερκειμένου, σε πολλές
περιπτώσεις θεωρούνται κείμενα στη δική τους, ατομική, πραγματικότητα. Το τέλος
της γραμμικότητας του κειμένου μπορεί να εκδηλώνεται στα δημιουργικά
υπερκείμενα, σ’ εκείνα που θα μας παρέχουν γνώσεις, αντίθετα, τα μεμονωμένα
κείμενα παίρνουν νέο φως από την γειτνίαση με άλλα.
Τελικά, η ανάγνωση που περιγράφεται στις
σελίδες πολλών θεωρητικών της απόλυτης ελευθερίας του αναγνώστη, μας οδηγεί στο
να ορίσουμε την υπερκειμενική πρακτική ως μια εμπειρία απόλυτα δημοκρατική. Μερικοί
αναγνώστες θα κινηθούν πράγματι ανάμεσα στα υλικά του υπερκειμένου σαν να
διέσχιζαν τα κύματα με μια εξωλέμβιο ανοικτής θαλάσσης, άλλοι σαν να είχαν μια
βαρκούλα με κουπιά που τους επιτρέπει μόνο να παραπλέουν την ακτή. Θα
μπορούσαμε να πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πως όλοι οι αναγνώστες-καπετάνιοι
έχουν, μεταφορικά, μια μεγάλη βάρκα (δηλαδή υπολογιστές και κατάλληλα
προγράμματα), αλλά η πλειοψηφία τους δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την ακτή
γιατί δεν γνωρίζει ούτε τη «θάλασσα» ούτε τις απαιτούμενες ανάγκες της
«πλοήγησης». Το πρόβλημα λοιπόν είναι και πολιτικό: η δημοκρατία αφορά την
ποσότητα των γνώσεων ή μόνον την κυριότητα των νέων τεχνολογιών; Τι είδους
επίγνωση είναι αναγκαία στον αναγνώστη για να ταξιδέψει μέσα στα κείμενα και
ανάμεσα στα κείμενα; Και ποιος παρέχει αυτή την επίγνωση; Ερωτήματα που θα
απαντηθούν, αργά ή γρήγορα, ή θα καταλήξουν στο βυθό της φουρτουνιασμένης θάλασσας
των κειμένων;
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος
καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου