Labels

Sunday, August 30, 2020

Κυριακὴ ΙΒ´Ματθαὶου

 (Ματθ. 19,16-26)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, νεανίσκος τίς προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων·
16. διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;
17. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς.
18. λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις,
19. τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
20. λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;
21. ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
22. ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.
23. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
24. πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
25. ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;
26. ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.


https://aerapatera.wordpress.com/2020/08/30/κυριακὴ-ιβ´ματθαὶου/


Wednesday, August 26, 2020

Ἡ ποιήτρια μ. Αἰκατερίνα...


Ποιό μέλημα νά ‘ταν

πού σ’ ἔφερε

μ’ ἀνατριχίλα

στίς ὄχθες τῆς σιωπῆς

τόσο μόνο

καί συνάμα τραγικό;

Ποιός ἦταν -μεσόστρατα-

ὁ ἄγγελος,

ἀμίλητος κι ἐρατεινός,

πού σκόρπισε τό χαμόγελο

τῆς Ἄνοιξης

«κι ἐλευθερώθηκαν»

τά πουλιά στους ἀνέμους

καί «μίλησαν» τ’ ἀγριολούλουδα

στούς κάμπους;



http://froudarakis1.blogspot.com/




 

Tuesday, August 25, 2020

Όταν ο κλόουν παύει να είναι ο κλόουν

 


Ας υποθέσουμε πως ο δημοφιλέστερος καλλιτέχνης ενός τσίρκου είναι ένας συγκεκριμένος κλόουν. Το κοινό είναι ξετρελαμένο μαζί του, τον επευφημεί, τον ακολουθεί και τον καταχειροκροά. Κανείς δεν είναι σαν κι αυτόν. Κανείς δεν κάνει το κοινό να ξεκορδίζεται τόσο στα γέλια. Δικαιούται ποτέ αυτός ο κλόουν να περιμένει πως αν εμφανιστεί οπουδήποτε χωρίς τη στολή του, τα υπερμεγέθη στρογγυλεμένα του παπούτσια, τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και την αστεία στρογγυλή του μύτη ότι οι οπαδοί του θα τον αναγνωρίσουν και θα γελάσουν ακόμα και με τα ίδια αστεία που έκανε πριν; Μπορεί να ελπίσει ότι θα συνεχίσουν να τον ακολουθούν και να τον πιστεύουν, όταν ο ίδιος έχει αρνηθεί τον ρόλο του, έχει πετάξει τη στολή του και έπαψε να εμφανίζεται πλέον στο τσίρκο, αλλά τριγυρνά στις πλατείες και τα πάρκα με το κουστουμάκι του; Δεν είναι βέβαια ο κλόουν που ξέραμε, κι αφού δεν είναι, πώς θέλει να έχει ακόμα το κοινό του και την αναγνώριση που αυτό κάποτε του χάριζε; Θα τον περάσουν για τρελό και στην καλύτερη περίπτωση θα τον προσπεράσουν.

Κάθε άνθρωπος, όπως και ο κλόουν μας, έχει κάθε δικαίωμα να αλλάξει ζωή, ιδιότητα και επάγγελμα, αν έτσι νομίζει. Αν όμως στη ζωή που αφήνει πίσω του τον εμπιστεύτηκε ένα πλήθος ανθρώπων, όχι μόνο δεν μπορεί να περιμένει πως το πλήθος θα συνεχίσει να τον ακολουθεί, αλλά αν δεν αποχχωρήσει σιωπηλά, μάλλον του οφείλει καταρχάς ένα συγνώμη που δεν κατάφερε να είναι μαζί του συνεπής στις υποσχέσεις του μέχρι το τέλος. Η παροιμία το λέει καθαρά: δεν μπορείς να έχεις και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.

Συνταγές επιτυχίας δεν υπάρχουν. Κάθε άνθρωπος που επιτυχαίνει, πράγμα που φαίνεται μόνο αφότου πεθάνει, έχει μια διαδρομή με ξεχωριστά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δύσκολα ομαδοποιούνται. 

Συνταγές αποτυχίας όμως υπάρχουν και τα χαρακτηριστικά της ομοαδοποιούνται σχετικά εύκολα γιατί διακρίνονται σε όλους τους αποτυχημένους. Η ασυνέπεια, είναι ένα. Η ελαφρότητα, άλλο. Η υπεροψία, ένα τρίτο. Η ευκολία, η βιασύνη, ο διδακτισμός, τα συναισθηματικά τσιτάτα, η αυτοπροβολή και πάει λέγοντας... 

Και όταν μιλώ για επιτυχία εννοώ το να παραμείνεις ως το τέλος της ζωής σου τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου και τον δρόμο που διάλεξες που καμιά αναγνώριση από τους άλλους, κανένα εμπόδιο, καμιά στροφή του δρόμου και κανένα αδιέξοδο, να μην καταφέρει να σε οδηγήσει στο να προδώσεις τον εαυτό σου, τον δρόμο του και όσους σε ακολούθησαν. Αυτοί που έφτασαν στο τέλος του δρόμου και στην κορυφή του βουνού ήταν οι ήρωες και οι άγιοι και γι’ αυτό και τους τιμούμε, τους μνημονεύουμε και τους επικαλούμαστε. 

Σαν πολύ δεν επαινέσαμε, δεν θαυμάσαμε και δεν κανακέψαμε τα πάθη μας; 

Καμιά φορά, όταν κουρασμένοι αποκάμουμε στη μέση του δρόμου, μπορούμε πολύ απλά να ομολογήσουμε, αδέρφια τα σκατώσαμε...



Sunday, August 23, 2020

Ευαγγέλιο Κυριακής εορτής αποδόσεως Κοιμήσεως Θεοτοκου

 1

Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς. 

Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 

Η δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· 

Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν;

εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.

ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· 

Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· 

Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς.
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· 

Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 

Αὐτὸς δὲ εἶπε· 

Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.


https://aerapatera.wordpress.com/2020/08/22/ευαγγέλιο-κυριακής-εορτής-αποδόσεως/



Sunday, August 16, 2020

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ: Ὁμιλία στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

 Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ: Ὁμιλία στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Ἄν ὁ θανατος τῶν ὁσίων εἶναι τίμιος καί ἡ μνήμη δικαίου συνοδεύεται ἀπό ἐγκώμια (Παρμ. 10,7), πόσο μᾶλλον τή μνήμη τῆς ἁγίας τῶν ἁγίων, διά τῆς ὁποίας ἐπέρχεται ὅλος ὁ ἁγιασμός στούς ἁγίους, δηλ. τή μνήμη τῆς ἀειπάρθενης καί Θεομήτορος, πρέπει νά τήν ἐπιτελοῦμε μέ τίς μεγαλύτερες εὐφημίες;

Αὐτό πράττουμε ἑορτάζοντας τήν ἐπέτειο τῆς ἁγίας κοιμήσεως ἤ μεταστάσεώς της (μεταβιώσεως), πού ἄν καί μέ αὐτή εἶναι λίγο κατώτερη ἀπό τούς ἀγγέλους, ὅμως ξεπέρασε σέ ἀσύγκριτο βαθμό καί τούς ἀγγέλους καί τούς ἀρχαγγέλους καί ὅλες τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις μέ τήν ἐγγύτητά της πρός τόν Θεό καί μέ τά ἀπό παλαιά γραμμένα καί πραγματοποιηθέντα σ’ αὐτή θαυμάσια.

Ὁ θάνατός της εἶναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σέ οὐράνια καί ἀθάνατη ζωή, καί ἡ μνήμη τούτου εἶναι χαρμόσυνη ἑορτή καί παγκόσμια πανήγυρις, πού ὄχι μόνο ἀνανεώνει τή μνήμη τῶν θαυμασίων τῆς Θεομήτορος, ἀλλά καί προσθέτει τήν κοινή καί παράδοξη συνάθροιση τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων ἀπό κάθε μέρος τῆς γῆς γιά τήν πανίερη κηδεία της, μέ θεολήπτους καί θεοφάντορας ὕμνους, μέ τίς ἀγγελικές ἐπιστασίες καί χοροστασίες καί λειτουργίες γι’ αὐτήν.

Οἱ Ἀπόστολοι προπέμπουν, ἀκολουθοῦν, συμπράττουν καί συνεργοῦν μέ ὅλη τή δύναμη μαζί μέ ἐκεί­νους πού ἐγκωμιάζουν τό ζω­αρχικό καί θεοδόχο ἐκεῖνο σῶμα, τό σωστικό φάρμακο τοῦ γένους μας, τό σεμνολόγημα ὅλης τῆς κτίσεως.

Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Σαβαώθ καί Υἱός αὐτῆς τῆς ἀειπάρθενης, εἶναι ἀοράτως παρών καί ἀποδίδει στή μητέρα τήν ἐξόδιο τιμή. Σέ αὐτοῦ τά χέρια ἐναπέθεσε καί τό θεοφόρο πνεῦμα της, διά τοῦ ὁποίου ἔπειτα ἀπό λίγο μεταθέτει καί τό συνδεδεμένο πρός ἐκεῖνο σῶμα σέ χῶρο ἀείζωο καί οὐράνιο.

Διότι μόνο αὐτή, βρισκόμενη ἀνάμεσα στόν Θεό καί σ’ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, τόν μέν Θεό κατέστησε υἱόν ἀνθρώπου, τούς δέ ἀνθρώπους ἔκανε υἱούς Θεοῦ, οὐρανώσασα τή γῆ καί θεώσασα τό γένος. Καί μόνο αὐτή ἀπ’ ὅλες τίς γυναῖκες ἀναδείχθηκε μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐκ φύσεως πάνω ἀπό κάθε φύση· ὑπῆρξε βασίλισσα κάθε ἐγκοσμίου καί ὑπερκοσμίου κτίσματος μέ τόν ἄφραστο τόκο της.

Τώρα ἔχοντας καί τόν οὐρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ὡς ταιριαστό της βασίλειο, στόν ὁποῖο μετατέθηκε σήμερα ἀπό τή γῆ, στάθηκε καί στά δεξιά τοῦ παμβασιλέως «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη πεποικιλμένη», μέ διάχρυσο ἱματισμό ντυμένη καί στολισμένη, ὅπως λέγει ὁ προφήτης (Ψαλμ. 44,10). Διάχρυσος ἱματισμός σημαίνει ὅτι τό θεαυγές σῶμα της ἦταν στολισμένο μέ τίς παντοειδεῖς ἀρετές. Διότι μόνο αὐτή κατέχει τώρα μαζί μέ τό θεοδόξαστο σῶμα καί μέ τόν Υἱό, τόν οὐράνιο χῶρο. Δέν μποροῦσε πραγματικά γῆ καί τάφος καί θάνατος νά κρατεῖ ἕως τό τέλος τό ζωαρχικό καί θεοδόχο σῶμα της καί ἀγαπητό ἐνδιαίτημα τοῦ οὐρανοῦ καί τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν.

Ἀποδεικτικό γιά τούς μαθητές στοιχεῖο περί τῆς ἀναστάσεώς της ἀπό τούς νεκρούς γίνονται τά σινδόνια καί τά ἐντάφια, πού μόνα ἀπέμειναν στόν τάφο καί βρέθηκαν ἀπό ἐκείνους πού ἦλθαν νά τή ζητήσουν, ὅπως συνέβη προηγούμενα μέ τόν Υἱό καί δεσπότη. Δέν χρειάσθηκε νά μείνει καί αὐτή ἐπίσης γιά λίγο πάνω στή γῆ, ὅπως ὁ Υἱός της καί Θεός, γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε ἀμέσως πρός τόν ὑπερουράνιο χῶρο ἀπό τόν τάφο.

Μέ τήν ἀνάληψή της ἡ Θεομήτωρ συνῆψε τά κάτω μέ τά ἄνω καί περιέλαβε τό πᾶν μέ τά γύρω της θαυμάσια, ὥστε καί τό ὅτι εἶναι ἐλαττωμένη πολύ λίγο ἀπό τούς ἀγγέλους, γευόμενη τόν θάνατο, αὐξάνει τήν ὑπεροχή της σέ ὅλα. Καί ἔτσι εἶναι ἡ μόνη ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες καί ἀπό ὅλους τούς ἀρίστους πού διαιτᾶται μέ τό σῶμα στόν οὐρανό μαζί μέ τόν Υἱό καί Θεό.

Ἡ Θεομήτωρ εἶναι ὁ τόπος ὅλων τῶν χαρίτων καί πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας καί εἰκόνα κάθε ἀγαθοῦ καί κάθε χρηστότητος, ἀφοῦ εἶναι ἡ μόνη πού ἀξιώθηκε ὅλα μαζί ἀνεξαίρετα τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καί μάλιστα ἡ μόνη πού ἔλαβε παράδοξα στά σπλάχνα της Ἐκεῖνον στόν ὁποῖο βρίσκονται οἱ θησαυροί ὅλων τῶν χαρισμάτων. Τώρα δέ μέ τόν θάνατό της προχώρησε ἀπό ἐδῶ πρός τήν ἀθανασία καί δίκαια μετέστη καί εἶναι συγκάτοικος μέ τόν Υἱό στά ὑπερουράνια σκηνώματα καί ἀπό ἐκεῖ ἐπιστατεῖ μέ τίς ἀκοίμητες πρός αὐτόν πρεσβεῖες ἐξιλεώνοντας αὐτόν πρός ὅλους μας.

Εἶναι τόσο πολύ πλησιέστερη ἀπό τούς πλησιάζοντας τόν Θεό, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπό αὐτές τίς ἀγγελικές ἱεραρχίες. Γι’ αὐτές τίς ἀγγελικές ἀνώτατες ταξιαρχίες ὁ Ἠσαΐας γράφει «τά Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ἠσ. 6,2) καί ὁ Δαβίδ λέγει «παρέστη ἡ βασίλισσα στά δεξιά σου» (Ψαλμ. 44,10).

Βλέπετε τή διαφορά τῆς στάσεως; Ἀπό αὐτή μπορεῖτε νά καταλάβετε καί τή διαφορά της, κατά τήν ἀξία τῆς τάξεως. Διότι τά Σεραφίμ ἦταν γύρω ἀπό τόν Θεό, πλησίον δέ στόν Ἴδιο μόνο ἡ παμβασίλισσα καί μάλιστα στά δεξιά του. Αὐτή εἶναι φωτός φαιδροτέρα, παραδείσων θείων εὐανθεστέρα, κόσμου παντός ὁρατοῦ καί ἀοράτου κοσμιωτέρα. Γι’ αὐτό, ὅπου κάθισε ὁ Χριστός στόν οὐρανό, δηλ. στά δεξιά τῆς μεγαλοσύνης, ἐκεῖ στέκεται καί αὐτή τώρα πού ἀνέβηκε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.

Ποιός δέν γνωρίζει ὅτι ἡ Παρθενομήτωρ εἶναι ἐκείνη ἡ βάτος πού ἦταν ἀναμμένη ἀλλά δέν καταφλεγόταν (Ἐξ. 3,2); Καί αὐτή ἡ λαβίδα, πού πῆρε τό Σεραφίμ, τόν ἄνθρακα ἀπό τό θυσιαστήριο (Ψαλμ. 6,6), πού συνέλαβε δηλαδή ἀπυρπολήτως τό θεῖο πῦρ καί κανείς ἄλλος δέν θά μποροῦσε νά ἔλθει πρός τόν Θεό. Ἑπομένως, μόνη αὐτή εἶναι μεθόριο τῆς κτιστῆς καί τῆς ἄκτιστης φύσεως. Καί κανείς ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τόν Θεό, εἰμή δι’ αὐτῆς πού εἶναι ἀληθινά ἡ θεαυγής λυχνία πού καταυγάζει· «ὁ Θεός γάρ ἐν μέσῳ αὐτῆς, καί οὐ σαλευθήσεται», δηλ. στό μέσον εἶναι ὁ Θεός καί δέν κλονίζεται, λέγει ὁ προφήτης (Ψαλμ. 45,6).

Ποιός θά ἀγαποῦσε τόν Υἱό καί Θεό περισσότερο ἀπό τή Μητέρα, ἡ ὁποία ὄχι μόνο μονογενῆ τόν γέννησε μέ ἄρρητο τρόπο, ἀλλά καί μόνη της αὐτή χωρίς ἀνδρική ἕνωση, ὥστε νά εἶναι τό φίλτρο διπλάσιο (μή μοιραζόμενο μέ ἄλλο πρόσωπο).

Ὅπως λοιπόν μόνο δι’ αὐτῆς ὁ Υἱός ἐπεδήμησε πρός ἐμᾶς, φανε­ρώθηκε καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ πρίν ἦταν ἀθέατος, ἔτσι καί στόν μελλοντικό ἀτελεύτητο αἰώνα κάθε πρόοδος καί ἀποκάλυψη θείων μυστηρίων χωρίς Αὐτή θά εἶναι ἀδύνατος.

Διά μέσου τῆς Θεομήτορος θά ὑμνοῦν τόν Θεό γιατί αὐτή εἶναι ἡ αἰτία, ἡ προστάτιδα καί πρόξενος τῶν αἰωνίων. Αὐτή εἶναι θέμα τῶν προφητῶν, ἀρχή τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων, ἡ ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν, ἡ κορυφή καί τελείωση κάθε ἁγίου.

Ὤ Παρθένε θεία καί τώρα οὐρανία, πῶς νά περιγράψω ὅλες σου τίς ἀρετές; Πῶς νά σέ δοξάσω, τόν θησαυρό τῆς δόξας; Ἐσένα καί ἡ μνήμη μόνο ἁγιάζει αὐτόν πού τή χρησιμοποιεῖ.

Μετάδωσε λοιπόν πλούσια τά χαρίσματά σου σέ ὅλο τόν λαό σου, Δέσποινα, δῶσε τή λύση τῶν δεινῶν μας· μετάτρεψε ὅλα πρός τό καλύτερο μέ τή δύναμή σου, δίδοντας στό σῶμα καί στήν ψυχή μας ἄφθονη τή χάρη σου γιά νά δοξάζουμε τόν προαιώνιο Λόγο πού σαρκώθηκε ἀπό σένα γιά μᾶς, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτε­λεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.

——————–

Πηγή: Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγος ΛΖ΄, εἰς τήν πάνσεπτον κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, PG 151, 460-472. Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 10 (Θεσ/νίκη: «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»). Ἀποσπάσματα].



https://aerapatera.wordpress.com/2020/08/15/ἁγίου-γρηγορίου-παλαμᾶ-ὁμιλία-στήν-2/


Saturday, August 15, 2020

Η Κοίμηση της Θεοτόκου - Τραγούδι


Το πρώτο Πάσχα άνοιξη, το άλλο Καλοκαίρι

Το 'να η Ανάσταση του Γιου, κι εκείνης που το χέρι

Του κράταγε στα πρώτα του τα βήματα παιδάκι

έρχεται η Ανάσταση μες στο καλοκαιράκι

Οι ουρανοί αγάλλονται, ευφραίνεται η γη μας

Οι δίκαιοι χορεύουνε γιατί είναι δική μας

Μητέρα και Αρχόντισσα, του κόσμου η Κυρία

που διώχνει κακοδαίμονες, μερώνει τα θηρία

Τρεις μέρες πριν την Κοίμηση, πάει στο φτωχικό της

ο Γαβριήλ Αρχάγγελος ο πιο παλιός γνωστός της

Αυτός μάννα την τάιζε σαν ήτανε παιδάκι

εις των Αγίων τα Άγια στ’ όμορφο εκκλησάκι

Αυτός κρίνο της έφερε να της ευαγγελίσει

εκ Πνεύματος τη σύλληψη Υιού που θα γεννήσει

Αυτός με φοινικόκλαδο και πάλι κατεβαίνει

σαν Άγγελος ειδήσεων καλών, και μεταβαίνει

μ' αθανασιάς σύμβολο και νίκης, να μηνύσει 

στη Μάνα πως το σπλάχνο της πάει να συναντήσει

Η Παναγιά με το κλαδί του φοίνικα στο χέρι

στο Όρος τρέχει βιαστική, στων Ελαιών τα μέρη

που απ' όταν αναλήφθηκε εκεί ψηλά ο Γιός της

πήγαινε να προσευχηθεί στο Σπλάχνο και Θεό της

Έχει λύπη, της έλειψε, κι έχει χαρά μεγάλη

Το οριστικό τους σμίξιμο στου ουρανού τα κάλλη

είναι κοντά, κι η θέρμη της ποτάμι ανεβαίνει

Φλογίζονται οι ουρανοί κι όταν πια κατεβαίνει

το ποδι αλαφροπατά ωσάν να μην πατάει

Σαν Ελαφίνα πρόσχαρη και σαν πουλί πετάει

Και χαμηλώνουν τα βουνά, σκύβουν τα κυπαρίσσια 

τ' άνθη ριγούν και προσκυνούν την χάρη την περίσσια

της άγιας Μητέρας τους κι όλου του κόσμου Μάνας

κι εκείνη η τρυφερότατη συγκίνηση γεμίζει

και φτάνει στο σπιτάκι της κι όλο το συγυρίζει

Το σπίτι της το χαμηλό που 'ναι του Ιωάννη

του μαθητή, που ως αυτή την ώρα που προφθάνει,

τη φρόντισε, τη στήριξε, σαν μάνα του δική του

Σεισμός μεγάλος γίνεται μπαίνοντας στην αυλή του

σημάδι πως ο Κύριος έρχεται, πλησιάζει

Πιάνει η Κυρά τη σκούπα της κι όλα καλά τα σιάζει

Να είναι όλα καθαρά, όλα σε μία τάξη

πριν η μεγάλη η στιγμή, να φύγει, της προστάξει

Αγαπημένους της καλεί και φίλους για να 'ρθούνε

τα νέα της Κοιμήσεως να γνωστοποιηθούνε

σε όσους τη φροντίσανε χρόνια και χρόνια τώρα

Ξεσπούν αυτοί σε κλάματα και θρήνους για την μπόρα

Μα πώς να αποχωριστούν τ' άνθος του Παραδείσου

που τη ζωή τους γλύκαινε και πώς μες στης αβύσσου 

να ζήσουν τώρα τη ζωή χωρίς παραμυθία;

Εκείνη όμως χαίρεται κι είναι η χάρα της Θεία

μείζονα των δακρύων τους, του πόνου πιο μεγάλη

Σαν ήλιος λάμπει. Θα βρεθεί σε λίγο στην αγκάλη

Εκείνου που εκράτησε πρώτη στην αγκαλιά της

που γάλα τον ταϊσανε τα στήθη τα δικά της

"Μη μου χαλάτε τη χαρά, σ’ αυτό το πανηγύρι

Εγώ είμαι η μέλισσα κι Εκείνος είν’ η γύρη

Πάσχα είναι το δεύτερο και πρέπει να χαρείτε

Μαζί σας θα ´μαι πάντοτε όταν δε θα μπορείτε

Στον πόνο και στη συμφορά, στις θλίψεις, στους καημούς σας

Αρκεί να με φωνάζετε καθώς τους βοηθούς σας

Και ορατά κι αόρατα, εγώ θα παραστέκω

σε όλους όσους μ´ αγαπούν και σαν κερί θα στέκω 

στις νύχτες τις αδιάβατες", τους λέει και δακρύζει 

Τη νεκρική την κλίνη της πηγαίνει κι ευπρεπίζει

Τότε νεφέλες έρχονται ουράνιες στο σπίτι

Κάθε νεφέλη μαθητής, μιας κι η νεφέλη, ήτοι

το Άγιο Πνεύμα, έφερε από της οικουμένης

τα πέρατα, τους προσφιλείς τής Κεχαριτωμένης

Απόστόλους και κήρυκες και μαθητές Εκείνου

να ´ναι εκεί στο ξόδι της και πλάι της να μείνουν

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

άγιος Ιερόθεος, Τιμόθεος, μαζί της

Όλοι μαζί την προσκυνούν κι όλοι μαζί ρωτούνε

"Γιατί μας φέρνει ο Χριστός; Πώς τα βουνά σκιρτούνε;

Σαν τι μεγάλο γίνεται και σείεται η πλάση

Δεν ξέρει το χειλάκι μας, να κλάψει, να γελάσει;"

"Για τη χαρά σας έφερε" λέει η Παναγία

"Είναι η χαρά του γάμου μου κι ειναι στιγμή αγία

Είναι η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου

Ημέρα της κοιμησεώς και της μετάστασής μου"

Ανοίγουν τότε οι κρουνοί των τρυφερών ματιών τους

Ποτάμια αναβλύζουνε στα όρη των καρδιών τους

Κλαίνε απαρηγόρητα, μα βλέπουν τη χαρά της

και λίγο λίγο χαίρονται που ήρθε η σειρά της

Κι έτσι τη συμμερίζονται, και τη δική τους λύπη

στην άκρη την αφήνουνε κι ας ξέρουν πως θα λείπει

σε λίγο η Πανάχραντη από τη συντροφιά τους

που ήτανε το κάλλος τους κι ήταν η ομορφιά τους

Τον εαυτό τους λησμονούν, παινέματα αρχίζουν

επεφημίες ψέλνουνε και δόξες της χαρίζουν

"Ήσουν εσύ το καύχημα και η παρηγοριά μας

Εσύ την πίκρα γλύκανες, μέρευες τα άγριά μας

Δώσε τα χαιρετίσματα στον Γιο σου και Θεό μας

Πήγαινε την άγαπη μας ατόφια στον Χριστό μας

Όλοι μας σε ζηλεύουμε και στη δική σου θέση

θα θέλαμε να ήμασταν προτού η νύχτα πέσει

Πώς να χωρέσει η καρδιά όλον τον έρωτά  μας

Να αντέξει αυτό τον χωρισμό δεν  ημπορεί η χαρά μας."

"Εγώ Χριστό δε γνώρισα" λέει ο μέγας Παύλος

"με σώμα όταν ήτανε, εγώ ήμουνα Σαύλος

Μου λείπει περισσότερο απ' όσους Τον γνωρίσαν

Εσύ ήσουν η Μανούλα μου, τα στήθη Τον μυρίσαν

μέσα από σένα Άχραντη, Εκείνον που δεν είδα

Μα πήγαινε Κυρία μου. Μέσα απ' την καταιγίδα

αυτής της πρόσκαιρης ζωής κι εγώ ποθώ να φύγω

στ' απάνεμο λιμάνι Του θέλω να καταφύγω

Μα η ώρα μου δεν έφτασε, γι' αυτό πανηγυρίζω

στην ώρα σου, Κυρία μου, γιορτάζω κι ας δακρίζω"

Ανέβηκε η Παναγιά στη νεκρική της κλίνη

Σταυρώνει τα χεράκια της, την κεφαλή της κλίνει

κι αφού τους πάντες χαιρετά κι ορίζοντες βλογάει

το Σπλάχνο της παρακαλεί όλους να τους φυλάει

Να δίνει ειρήνη και χαρά, αγάπη μες στην πλάση

και να φρουρεί τον κόσμο Του ωσότου να γεράσει. 

Ανοίγουν τότε ουρανοί κι αγγέλοι προχωρούνε

Ξοπίσω τους οι δίκαιοι όλοι ακολουθούνε

Η γη της Ιερουσαλήμ απ' άκρη σ' άκρη τώρα

με παρουσίες τ’ ουρανού γεμίζει. Είναι ώρα

Έφτασε ο Μονογενής Υιός της και Θεός της

όπως της υποσχέθηκε μ' αυτόν τον άγγελό της

Φτάνει μ' αγίους, μάρτυρες και τους καλούς γονείς της

Στα Θεϊκά χεράκια Του κρατάει την ψυχή της

Την αγκαλιάζει στοργικά, μ' αγάπη που δε φτάνει

ο νους ανθρώπου να σκεφτεί γιατί δεν τον προφτάνει 

Άφωνοι οι απόστολοι κι οι παρευρισκομένοι

δοξολογούνε και θρηνούν στο σκήνωμα που μένει

δίχως πνοή στην κλίνη του. Αρχίζουν ξεσυνέρια

Στον άλλον ποιος τη θέση του, μ' άφατη αγάπη πλέρια

θα δώσει για να πορευθεί πρώτος από τους άλλους

Ο Πέτρος και ο Παύλος τους, πρώτοι απ' τους μεγάλους,

διαφωνούνε σαν παιδιά, μα ο Παύλος τότε πείθει

τον Πέτρο να προπορευθεί κι έτσι, Χριστού τα ήθη

που κουβαλούν αμφότεροι, τον Πέτρο οδηγούνε

να υπακούσει ταπεινά κι αρχίζουν περπατούνε

Στο κήπο της Γεθσημανή και μέσα στην κοιλάδα

του Ιωσαφάτ που λέγεται, έφθασε η ομάδα

το σκήνωμα που έφερε το ιερό στους ώμους

Οι ύμνοι τους συμπλέκονται διασχίζοντας τους δρόμους

με των αγγέλων τις φωνές. Μα ξάφνου Ιουδαίους

πάνω στο δρόμο απαντούν που 'ταν απ' τους χυδαίους

εκείνους που δε σέβονται τα ιερά και όσια

Μόλις, αυτοί μαθαίνουνε πως κάτω από τα κρόσια

της κλίνης, κείτεται νεκρή η του Χριστού Μητέρα,

εκείνου που τον σταύρωσαν οι ίδιοι μία μέρα

ορμούνε προς το λείψανο και παν ν' απλώσουν χέρι

Μα τους τυφλώνει ο Θεός, το πόδι τους, τα μέρη

όπου πατά, δεν τα θωρεί κι ο ένας που αγγίζει

το σκήνωμα, ο Κύριος, τα χέρια τ’ αφοπλίζει

κι από τη ρίζα κόβονται. Τρομάζουν οι καημένοι

μετανοοούνε και θρηνούν ευθύς οι πλανεμένοι

Δεν τους αφήνει ο Χριστός κι η Μάνα να αποκάνουν

Τα μάτια θεραπεύονται, μα και τα χέρια γειάνουν

Τρέχουν στην Ιερουσαλήμ κι απανταχού φωνάζουν

Ομολογούνε τον Χριστό και κλαίνε και σπαράζουν

Πόσοι δε συγκινήθηκαν και πόσοι δεν πιστέψαν

Πλήθη μεγάλα τρέχξανε, το ξόδι συνοδέψαν

Έτσι η Παναγία μας τα θαύματα αρχίζει

από την ώρα της θανής και σ' όλους τα χαρίζει

ωσότου να 'ρθει η στιγμή Δευτέρας Παρουσίας 

εκεί πάνω απ' το μνήμα της. Ο λόγος της ουσίας 

είναι πως από κει θ' αναστηθεί και από κει θ' ανέβει

τρεις μόνο μέρες ύστερα, ωσότου να κατέβει

στο πλάι του Μοναχογιού ωσάν μεσίτριά μας

Τότε για ύστατη φορά, στα αμαρτήματά μας

θα υψώσει ικετευτικά τα χέρια της στον Γιο της

να σπλαχνιστεί τα πάθη μας θα πει εις τον Θεό της

 Ο τάφος ήταν λαξευτός, την βάλαν  και τον κλείσαν

Τρεις μέρες οι απόστολοι στιγμή δεν τον αφήσαν

Μετά πήγαν στο σπίτι της να φαν λίγο ψωμάκι

Εκεί λοιπόν που έτρωγαν, αφήνουν σε πιατάκι

και τη μερίδα του Χριστού όπως το συνηθίζαν

Στο τέλος την μερίδα Του υψώνοντας ψελλίζαν

"Αγία μας Τριάδα μας, μέγα το όνομά Σου

και Ιησού βοήθα μας με όλη την καρδιά Σου"

Μοιράζονταν τον άρτο Του όλοι για ευλογία 

Κι όπως το κάνουν σήμερα την ώρα την αγία

μετά την πρώτη φράση τους και πριν να πουν την άλλη

η Θεοτόκος σώματι έρχεται η μεγάλη

"Χαίρετε" λέει "μαθητές κι απόστολοι του Γιου μου

Με σώμα με ανέστησε η Χάρις του Θεού μου

Θα 'μαι μαζί σας πάντοτε μέχρι της συντελείας

Τους χριστιανούς θα ευλογώ Άκτιστης Εκκλησιάς"

Απ' τη χαρά τους τα 'χασαν οι δώδεκα Αποστόλοι

κι αντί "Χριστέ βοήθα μας", φώναξαν μαζί όλοι

"Βόηθα Υπεραγία μας, βόηθα μας Θεοτόκε"

Κι η ύψωσίς της έμεινε έτσι και από τότε

να τη μοιράζουν σ' εκκλησιές και μες στα μοναστήρια

Πάλι ο απόστολος Θωμάς, -αυτά Θεια μυστήρια-

έλειπε απ’ τους δώδεκα. Τον φέρνει μια νεφέλη

Μετά τρεις μέρες και αυτόν τον οδηγούν αγγέλοι

Δεν πρόλαβε την Παναγιά, τα νέα της μαθαίνει

Θέλει τον τάφο της να δει κι όταν πια μέσα μπαίνει

το Θεοδόχον σκήνωμα είδε καλά πως λείπει

Όλοι το καταχαίρονται, η απιστία εκλείπει

αφότου βεβαιώνονται για την Ανάστασή της

για την Ανάληψη αυτής και την Μετάστασή της

Περνούνε χρόνοι και καιροί ωσότου η αγία

Ελένη στη Γεθσημανή κτίζει μιαν εκκλησία 

Κι ύστερα ο Μαυρίκιος, τον έκτο τον αιώνα

θα βρει όλα τα σπάργανα, τη ζώνη, τον χιτώνα

και θα τα πάει στον ναό της Παναγιάς Βλαχέρνας

εκεί που το αγίασμα απ' την καριδά μιας στέρνας 

βγαίνει το ιαματικό. Νέα Γεθσημανή της

βρίσκει η Παναγία μας, στην Πόλη της στοργής της.




Βασισμένο στο βιβλίο του  Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, "Θερινό Συναξάρι" τόμος Β΄, εκδ. ΑΚτή, Λευκωσία 2009. 

 

Friday, August 14, 2020

Η ιστορία του Μικρού Παρακλητικού κανόνα και ο ποιητής του


Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιo λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στην Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τα αισθήματα των οποίων εκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν και παρακαλούν την Παναγία με τις μεσιτείες και πρεσβείες της προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Υιό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») να ικανοποιήσει και να εκπληρώσει τα φλέγοντα αιτήματα των προσευχών των προς αυτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…»).

Όπως αναφέρει ο καθηγητής  Ιωάννης Φουντούλης, οι δύο κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ο α´ και «Μέγας» ο β´, ή Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο  αριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικά ο καθένας , τέσσερα σε κάθε ωδή. Όμως τα τροπάρια και οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι εμφανώς εκτενέστερα.  Ἀλλ᾿ αυτό, καθώς αναφέρει ο ίδιος καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ για να αιτιολογήσει το επίθετο «Μέγας» σ᾿ αυτόν. Ο σπουδαιότερος λόγος είναι άτι ο Μέγας αυτός Κανόνας  ψέλνεται  πανηγυρικώτερα, ιδιαιτέρως κατὰ την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου, όπως δείχνουν και τα εξαποστειλάρια: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση των δύο κανόνων όσο και  στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων.

Το  σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανόνας  της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα  της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως. Ο τίτλος του δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την ανάρρησή του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.

Η ιστορία του μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του.

Ο Μικρός παρακλητικός κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,του Γραπτού, που έζησε τον ίδιο αιώνα.

Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.

Στο εκκλησιαστικό  βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται ότι ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους».Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο, με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος.

Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές, (Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο  Αθηνών – και Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητής της Λειτουργικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –) διατυπώνουν τη γνώμη, ότι πρόκειται για ένα και το αυτὸ πρόσωπο, που φέρει δύο ονόματα, το κοσμικόν του όνομα Θεοφάνης και το μοναχικό του όνομα Θεοστήρικτος.

Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο  Ομολογητής. Αυτός  χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα,  Ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ο Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί  σαν  πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με  την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα του Ιωάννου Δαμασκηνού στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα

Ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής και οι αγώνες του υπέρ των ιερών εικόνων.

Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας, ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε  μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε ηγούμενος. Όταν κατά την διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρώνυμου (741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους ομολογητές των ιερών και σεπτών εικόνων ,εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης  Πέμπτης  του 763 μ.Χ.την ώρα της Θείας Λειτουργίας .

Ο  Ηγούμενος της Μονής Πελεκητής,  ο Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι.

Η κατανυκτική ατμόσφαιρα, διακόπηκε ξαφνικά από άγρια χτυπήματα που σείουν την Πύλη του Μοναστηριού και άγριες φωνές δυο χιλιάδων στρατιωτών ,που προξενούν ρίγος και τρόμο.

Η Πύλη θραύεται από τα τσεκούρια και όλος αυτός ο συρφετός μπαίνει στην αυλή.Ο Αρχηγός Ηγεμόνας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας εισορμά μέσα στον Ναό μαζί με τον στρατό του, πλησιάζει τον Ηγούμενο κι’ αφού πετά κάτω  το Άγιο Δισκοπότηρο, του δίνει δυό δυνατές γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή στρατιωτών με τους Μοναχούς.

Μετά από αυτά ο Ηγούμενος,  αφού πρόσταξε τα τέκνα του να υποχωρήσουν, ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει ένα χαρτί στον Ηγούμενο και του λέγει άγρια.

-Πάρε και υπόγραψε αμέσως εναντίον των ειδώλων που τα λέτε εικόνες, γιατί θα σας σφάξουμε όλους. Είναι πρόσταγμα του Ευσεβούς Βασιλέως μας Κωνσταντίνου του Πέμπτου.

-Κοπρωνύμου να λες καλύτερα, λέγει ο Ηγούμενος Θεοστήρικτος .Δεν υπογράφομε ποτέ εναντίον των Ιερών Εικόνων, τις οποίες τιμητικά προσκυνούμε.

Αυτά αφού είπε  ο Άγιος Ηγούμενος, ο Λαχανοδράκοντας αγριεμένος προστάζει ν’ αρχίσουν οι στρατιώτες την σφαγή.

Σε λίγα λεπτά της ώρας, τετρακόσιοι (400) Μοναχοί πέφτουν  νεκροί.

Ο  Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει τώρα άλλη προσταγή. Να δέσουν με αλυσίδες τους υπόλοιπους και να τους βγάλουν στην αυλή. Έπειτα βάζουν φωτιά από όλες τις πλευρές του Μοναστηριού για να γίνουν  όλα στάχτη. Το ωραίο Μοναστήρι τυλίγεται στις φλόγες του πυρός.

Οι αιχμάλωτοι μοναχοί οδηγούνται  μπροστά στον Κοπρώνυμο τον ανάξιο Αυτοκράτορα του Βυζαντινού Κράτους.

-Πόσοι είναι; ρωτά ο Κοπρώνυμος τον Λαχανοδράκοντα κι’ εκείνος απαντά.

-Ιερομόναχοι 40 Μοναχοί 342 και ο Ηγούμενος.

Ο Κοπρώνυμος λυσσά από οργή. Απευθυνόμενος πρώτα-πρώτα στο πλήθος των Μοναχών τους προστάζει άγρια.

-Παλιοκαλόγηροι! Απειθείς και αντιδραστικοί στα Βασίλεια, ελάτε εδώ μπροστά μου. Είμαι ο Κωνσταντίνος ο Πέμπτος και εγώ δεν χορατεύω.

Στο πρόσταγμα του Κοπρωνύμου, κανένας δεν σαλεύει. Ένας μόνο με χαμογελαστό πρόσωπο Σινέσιος στο όνομα, Παλικάρι στο σώμα και στην ψυχή, πλησιάζει τον Κοπρώνυμο και του λέγει.

-Κοπρώνυμε! Εμείς είμαστε τέκνα ενός Θεοστηρίκτου και μάθαμε από τον Γέροντά μας να καταπατούμε την κεφαλή του Διαβόλου και των Εικονομάχων.

Ο Κοπρώνυμος κιτρινίζει και γνέφοντας στον υπασπιστή του, του λέγει. -Υπασπιστή μου, κόψε την αυθάδη κεφαλή του. Η κεφαλή του Οσίου υποτακτικού πέφτει.

Μετά ταύτα εξετάζει έναν – έναν όλους τους Μοναχούς. Βλέποντας όμως το ανδρείο φρόνημα της πίστεώς τους, προστάζει να τους αποκεφαλίσουν εκείνη την στιγμή.

Το αίμα τόσων Οσίων Μοναχών τρέχει σαν ποτάμι, η δε καρδιά του Κοπρωνύμου ευφραίνεται διπλά.

Μετά από την ομαδική αυτή σφαγή, ο Κοπρώνυμος προστάζει να φέρουν μπροστά του τον Ηγούμενο.

Ο Άγιος Ηγούμενος πλησιάζει με καρδιά, που από το ήμισυ χαίρει και απ’ το άλλο ήμισυ κλαίει.

Ο Κοπρώνυμος με πολύ σκληρή φωνή του λέγει.

-Φονιά. Δήμιε. που θανάτωσες τα 780 τέκνα σου για ένα καπρίτσο σου, να μη πετάξεις στον βόθρο τα είδωλα που λέτε Εικόνες. Φονιά που θα σε γράψει η Ιστορία ως παιδοκτόνο.

Ο Όσιος Ηγούμενος δεν απαντά. Κάνει λίγα βήματα, ξεκρεμά από τον τοίχο μια ζωγραφιά του Κοπρωνύμου, την ρίχνει στο πάτωμα, την πατά και λέγει.

-Αυτή η ατιμία σου αξίζει Κοπρώνυμε. Εγώ είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων και διψώ τον υπέρ αυτών θάνατο. Βιάζομαι μάλιστα για να προλάβω τα χρυσά και ευλογημένα τέκνα μου, τον στέφανο και το καύχημά μου.

Ο Κοπρώνυμος αφρίζει. Όμως αλλόκοτος θόρυβος που ακούγεται μέσα στο Παλάτι, τον κάνει να τρέμει. Νομίζει πως τον έχουν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του και ότι όλοι έγιναν εχθροί του.

Να τώρα ! Στρατηγοί, τουρμάχες, παρακοιμώμενοι, Συγκλητικοί και όλοι, πράγματι σηκώνονται εναντίον του.

-Αυλάρχη μου ! Αυλάρχη μου ! αρχίζει να φωνάζει ο Κοπρώνυμος, σώσε με. σώσε με.

Ο Αυλάρχης υψώνει το ξίφος και αρχίζει να κόβει κεφάλια. Ένα χέρι του αρπάζει το ξίφος και τον αφοπλίζει. Αυτός είναι ο Στρατηγός Αιμίλιος Τεραβίνος.Ο Στρατηγός Αιμίλιος αφού κάνει το σημείον του Σταυρού, βγάζει μια Εικόνα  του Χριστού μας από το στήθος του και φωνάζει δυνατά.

-Καταραμένε Αιρετικέ Κοπρώνυμε, είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων, σφάξε με.

Η Τίμια κεφαλή του Στρατηγού πέφτει στο δάπεδο, ενώ ο Κοπρώνυμος τρέμοντας και τρικλίζοντας αποτραβιέται στο Τρίκλινο.

Την άλλη μέρα ο θηριόψυχος Κοπρώνυμος, καλεί μπροστά του τον Ηγούμενο κι αφού παίρνει απ’ αυτόν τις ίδιες απαντήσεις προστάζει να κόψουν την μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα των χεριών του. Έπειτα με τανάλιες τραβούν λουρίδες του δέρματος από όλο το σώμα του, και ενώ τα αίματα βάφουν ξανά το πάτωμα, προστάζει να τον κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, ώσπου να ξεψυχήσει.

Η προσταγή του αιμοσταγούς Αιρετικού Κοπρωνύμου εκτελείται.

Μέσα σ’ αυτή την απαίσια φυλακή μένει ο Άγιος Ηγούμενος Θεοστήρικτος επί ένα ολόκληρον χρόνο. Η ευσπλαχνία του Θεού αποστέλλει καλούς φρουρούς, οι οποίοι κρυφά-κρυφά του δίνουν λίγο ψωμί και λίγο νερό.

Στον χρόνο επάνω πεθαίνει ο Κοπρώνυμος από Άνθρακα και ανεβαίνει στον θρόνο του Βυζαντίου Λέων Δ’ γυιός του Κοπρωνύμου, φυματικός και ασθενικός στο σώμα, εύσπλαγχνος  όμως στην ψυχή.

Ο Λέων Δ΄ δίνει πάλι ελευθερία στους προσκυνητές των Σεβασμίων Εικόνων, και ελευθερώνει  από τις φυλακές όλους τους ευσεβείς.

Ο Ηγούμενος, Άγιος Θεοστήρικτος, ελευθερώνεται κι’ αυτός και μεταφέρεται στα ερείπια του Μοναστηριού του.

Τον μεταφέρουν στα χέρια προσκυνητές  των σεβασμίων εικόνων.

Φθάνει κάποτε στον τόπο, όπου άλλοτε κατοικούσαν τα 780 λατρευτά του πνευματικά τέκνα.

Στο Μοναστήρι, που βασίλευε χαρά πνευματική, σωστή αγκαλιά Αγγέλων.

Παρ’ ότι τα γύρω Μοναστήρια με στοργή και δάκρυα ζητούν να τον πάρουν κοντά τους, εκείνος αρνείται. Θέλει να μείνει εκεί, που γεύτηκε μαζί με τα άγια τέκνα του, τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Καλογερικής του αγίας ζωής. Εκεί, σε μια άκρη των ερειπίων, φτιάχνει μια ξύλινη καλύβα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, μόνος και έρημος με τις εικόνες των αναμνήσεων, επαναλαμβάνοντας τον θρηνητικό λόγο.«Εμνήσθην ημερών αρχαίων»

Εκεί, μέσα στα ερείπια ο Στρατηγέτης του Κοινοβιακού Μοναχισμού, συνθέτει έναν εκ των ωραιοτέρων ύμνων της Εκκλησίας. Την Μικρή Παράκλησι της Θεοτόκου.

«Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς Σε καταφεύγω σωτηρίαν επιζητών, ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».

Εκεί όμως και ένα θαύμα φοβερό και πρωτάκουστο γίνεται:

Μετά από τρία χρόνια, σμήνος νέων συμπυκνώνεται γύρω από τον Άγιο Θεοστήρικτο, ράκος σωστό χωρίς δάχτυλα, χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά.

Το πλήθος των νέων ζητά από τον Ηγούμενο να τους κρατήσει κοντά του για να γίνουν Μοναχοί.

Ο Ηγούμενος δεν τολμά να αντισταθεί στη Βουλή του Θεού, γι’ αυτό και τους δέχεται. Σε λίγο άλλοι και άλλοι προσθέτονται στην Συνοδία, μέχρις ότου μέσα σε λίγους μήνες, φθάνουν στον αριθμό των 800 οκτακοσίων Μοναχών, με Προεστώτα τον Ηγούμενον Θεοστήρικτο.

Έτσι αναστήνεται και πάλι το Μοναστήρι της Πελεκητής. Σε όλων των Μοναχών τα στήθη καίει η φλόγα της υπακοής και η φλόγα υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων. Ο Ηγούμενος προάγει αυτούς εις την τελειότητα, ζώντας μαζί τους πάνω από 25 χρόνια.

Είναι πολύ ειρηνική η ψυχή του, γιατί με την Βοήθεια της Θεοτόκου και την ανάμνησι, ότι τα 780 πρώτα τέκνα του, θυσιάστηκαν στον βωμό της πίστεως και της αρετής, κερδίζοντας έναν αιώνιο Παράδεισο, αναχωρεί με μεγάλη χαρά προς συνάντησί τους. Η μέρα της Οσίας Κοιμήσεως του υπήρξε η 17η Μαρτίου του έτους807 μ.Χ. τα τελευταία λόγια του Οσίου πατρός ημών Θεοστηρίκτου

«Την Άχραντον εικόναν Σου προσκυνούμεν Αγαθέ αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών Χριστέ ο Θεός…


https://fdathanasiou.wordpress.com/2011/07/31/η-ιστορία-του-μικρού-παρακλητικού-καν/