Labels

Showing posts with label Κριτική. Show all posts
Showing posts with label Κριτική. Show all posts

Monday, August 21, 2023

Από το Νεπάλ στην Ελλάδα – κριτική παρουσίαση της Λίνας Θωμά στο βιβλίο της Βασιλικής Νευροκοπλή «Καληνύχτα, Μαρία» στην εφημερίδα Θεσσαλία.

«Πότε ένας ξένος γίνεται δικός σου;». Στην περιπέτεια επάνω του ταξιδιού, κάθε φυγή μοιάζει επιστροφή στο οικείο. Και το ξένο εξημερώνεται κι αυτό. Είναι το άγνωστο που οικειωνόμαστε, όταν οι δικοί μας άνθρωποι γίνονται ξένοι.

Με τέτοια ζητήματα καταπιάνεται, ανάμεσα στα άλλα, το μυθιστόρημα εφηβείας (διάπλασης -bildungsroman) της Βασιλικής Νευροκοπλή, το οποίο από το μικρό χωριό του δυτικού Νεπάλ μας μεταφέρει στην Ελλάδα, περνώντας τα σύνορα των κόσμων όπως τα σύνορα της ψυχής: Ακροπατώντας με διακριτικότητα στη χρυσή αχλή του ονείρου. Να είναι αυτή μια αντίσταση στη θηριωδία της πραγματικότητας; Το παιδί που εγκατέλειψε ο πατέρας του σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό κοντά στα σύνορα της Ινδίας και που αντιμετωπίζει τη βία της καθημερινότητας, τη χειραγώγηση και την απειλή, κρατάει βαθιά μέσα του μια χαραμάδα φως: Το χέρι βοήθειας ενός φίλου, τη σπίθα της αγάπης που μεταμορφώνεται. Μα πάνω απ’ όλα: Το σιγανό μουρμούρισμα της σκέψης που δίνει περιεχόμενο στην εσωτερική ζωή. Διότι το μικρό κορίτσι που μιλάει είναι σε ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης μια ηλικιωμένη κυρία, η γιαγιά του κοριτσιού το οποίο καταγράφει την ιστορία της μέσα από μικρές πινελιές σοφίας.

Η τεχνική αυτή του εγκιβωτισμού φέρνει στο προσκήνιο δύο ταυτόχρονες αφηγήσεις που περιπλέκονται και συνυπάρχουν. Ο κόσμος προβάλλεται τόσο μέσα από τα μάτια του παιδιού, όσο και μέσα από το βλέμμα του ενήλικου και η ευθύβολη αφέλεια διασταυρώνεται με την κατασταλαγμένη γνώση εναρμονισμένα. Μια συνήχηση που αποδίδει στο κείμενο καρπούς, εμπλουτίζοντας τον λόγο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα σύνθετα μεταφέρονται στον αναγνώστη με τον πιο απλό τρόπο, ενώ η αγριότητα της ζωής γίνεται χρήσιμη διδαχή και μαθητεία.
Το μυθιστόρημα διατρέχει απ’ άκρη σε άκρη η περιπέτεια. Με τον χαρακτηριστικό του εξωτισμό, τη δράση και τα απρόβλεπτα της πλοκής, μας φέρνει έναν απόηχο μυθιστορημάτων περιπέτειας της κλασικής λογοτεχνίας, μια γεύση από Pierre Loti, Charles Dickens, Hector Malot. Το εγκαταλειμμένο παιδί που έρχεται αντιμέτωπο με τον άγριο κόσμο, προσπαθώντας να χτίσει τη ζωή του από την αρχή γίνεται και εδώ θέμα μιας ιστορίας που συναρπάζει: Απρόοπτες συναντήσεις, αναπάντεχες εκπλήξεις, αναγνωρίσεις και ανατροπές πυροδοτούν την αφήγηση, ανανεώνοντας σε κάθε σελίδα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στο πλαίσιο αυτό, τα οικεία δείχνουν σιγά σιγά αλλότρια, καθώς το άγνωστο μεταφέρει στη μικρή ηρωίδα την πικρή του γνώση. Για να ξεφύγει από την ανανεούμενη απειλή γύρω της, θα χρειαστεί να περάσει από λογιών λογιών δοκιμασίες και να βρει μπροστά της αμετανόητους εχθρούς, αλλά και φίλους βοηθούς που θα τη στηρίξουν• τα λειτουργικά μοτίβα του παραμυθιού βρίσκουν, εδώ, την άμεση έκφρασή τους.

Ευρήματα όπως λ.χ. ο λόγος που διαδέχεται τη σιωπή όταν η ηρωίδα χάνει τη φωνή της, διατρέχουν ένα ψυχογραφικό βάθος. Οι χαρακτήρες ξεδιπλώνονται με συνέπεια και χάρη. Μέσα από το ασκημένο βλέμμα της συγγραφέως, η μελέτη τους γίνεται λειτουργία αφηγηματική. Η εύστοχη αυτή ψυχογραφική προσέγγιση πλάθει μοντέλα συμπεριφοράς διάφορων ανθρώπινων τύπων, αποφεύγοντας έξυπνα την παγίδα του διδακτισμού, που αποτελεί ένα ευαίσθητο σημείο του είδους της νεανικής λογοτεχνίας. Αντιθέτως, εδώ, ο διδακτισμός είναι έμμεσος, διακριτικός: Περισσότερο υποβάλλεται μέσα από τον γόνιμο προβληματισμό, παρά επιβάλλεται ως στοιχείο απαράβατης αρχής, λόγου χάρη.

Με το ίδιο σκεπτικό, αξιοσημείωτη είναι και η προσέγγιση των ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας του Νεπάλ, η ανάμειξη του βουδιστικού και ινδουιστικού στοιχείου, τα μικρά πορτρέτα του βραχμάνου ιερέα που λαμβάνει μέρος στη δράση έχοντας τον ρόλο του βοηθού, αλλά και τα αδέκαστα ήθη και έθιμα μιας αρχαϊκής κοινωνικής δομής που έρχεται να περιφρονήσει τα δικαιώματα του παιδιού ή της γυναίκας. Το αρχαίο έθιμο του τσαουπαντί για παράδειγμα, που απομονώνει τα κορίτσια στη διάρκεια της εμμηνόρροιας θέτοντας τη ζωή τους σε κινδύνους, αλλά και το θρησκευτικό έθιμο της ζωντανής θεότητας Κουμάρι, πέρα από το ανθρωπολογικό τους ενδιαφέρον έχουν και μια διάσταση βαρβαρότητας που δεν ευθυγραμμίζεται με τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Η κριτική ματιά της αφηγήτριας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό• κάθε άλλο παρά εξιδανικευτική, υποθάλπει την τρυφερότητα μιας ευχής όπως την επιθυμία ενός ακριβού ονείρου. Η πραγμάτωση άλλωστε της επιθυμίας γίνεται στοίχημα του καθημερινού αγώνα.
Το μυθιστόρημα αυτό της Βασιλικής Νευροκοπλή νοηματοδοτεί το ταξίδι και το εμπλουτίζει μέσα από μια παράλληλη εσωτερική διαδρομή.


*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Εφημερίδα Θεσσαλία

20/08/23

https://e-thessalia.gr/apo-to-nepal-stin-ellada/?fbclid=IwAR1UoRnadlhZNJ2dpu5WcZZ_NlbLd5Jfo36lR-cth2pR7VhnmiVorclb4Hw

και στο περιοδικό "Περί Ου"

https://www.periou.gr/magdalini-thoma-vasiliki-nevrokopli-kalinychta-maria-ekd-livani-athina-2023-sel-246/ 

Saturday, September 10, 2022

Ομήρου Οδύσσεια - Το τραγούδι των αιώνων -: Μια σύγχρονη απόδοση της Βασιλικής Νευροκοπλή για νεαρούς αναγνώστες και όχι μόνο (του Γιάννη Σ. Παπαδάτου)

Από τα πιο παλιά κείμενα του κόσμου είναι η Οδύσσεια, το ηρωικό έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που αναφέρεται στις γοητευτικά μαγικές διαδρομές της μορφής που έχει γίνει γνωστή σε όλη την οικουμένη κι είναι συνώνυμη των λογής ταξιδιών της γνώσης και της ψυχής

«Αυτάρ Οδυσσεύς ήγεν Κεφαλλήνας μεγαθύμους», λέει ο Όμηρος για τον πολύτροπο ήρωά του από την Ιθάκη. Η Οδύσσεια, το έπος των 24 ραψωδιών και των 12.110 στίχων,  μαζί με την Ιλιάδα καταγράφηκαν τον 6ο π.Χ. αιώνα από τον Πεισίστρατο ή τον γιό του Ίππαρχο. Για να περιοριστώ στην Ελλάδα, από τα τέλη του 16ου αι. μ.Χ. έως τις μέρες μας, η Οδύσσειαέχει εκδοθεί ως αρχαίο κείμενο, μεταφραστεί ή διασκευαστεί εκατοντάδες φορές, για ενήλικες αλλά και για παιδιά με διάφορους τίτλους ήδη από τον 19ο αιώνα (π.χ. Αι περιπλανήσεις του Οδυσσέως – Διηγημέναι είς παίδας-1879). Σημειώνω τις μεταφράσεις των Πολυλά, Εφταλιώτη, Καζαντζάκη-Κακριδή, Σιδέρη, Μαρωνίτη. Οι μεταφράσεις και οι διασκευές, μάλιστα και σε πεζή μορφή, για παιδιά και νέους έχουν μακρά ιστορία. Να αναφέρω μόνο τη διασκευή σε πεζή μορφή του Χάρη Σακελλαρίου και σε έμμετρη μορφή του Κώστα Πούλου και του Μιχάλη Γκανά σε έμμετρη και πεζή απόδοση. Κι ίσως, η Οδύσσεια, στις κατά καιρούς «μεταμορφώσεις» της να είναι από εκείνα τα κείμενα που αν κάποιος/κάποια θέλει να παρακολουθήσει την πορεία της γλώσσας μας ανά τους αιώνες, δεν θα βρει ίσως καλύτερο «σύμμαχο» και «καθοδηγητή». Ο γλωσσικός πλούτος της είναι μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη και όχι μόνο για την Ελλάδα.

Ως μαθητές των μεταπολεμικών χρόνων γνωρίζαμε την Οδύσσεια ή μάλλον ένα μικρό τμήμα της είτε από το αρχαίο κείμενο είτε, αργότερα, από την κλασική μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη. Το εκπαιδευτικό σύστημα, άλλωστε, δεν εμβάθυνε  στον πολιτισμικό πλούτο του έπους, αλλά ενδιαφερόταν μόνο για το συντακτικό-όσον αφορά στο αρχαίο κείμενο και για «άγνωστες» λέξεις ή για ξερά γραμματικά και πραγματολογικά στοιχεία, περιλήψεις και άλλα παρόμοια …θαυμαστά. Έτσι η προσέγγιση ήταν κοπιώδης και βραδυκίνητη. Θυμάμαι, έναν σπουδαίο καθηγητή, τον Γεράσιμο Λαμπίρη, στο Γυμνάσιο Σάμης Κεφαλονιάς, που,  πολύ μπροστά από την εποχή του, καυτηρίαζε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα προσπαθώντας, μέσα στη μέγγενη του προγράμματος, να μας γνωρίσει τον πολιτισμικό πλούτο του έπους. Παρόλα αυτά, ποιος ή ποια δεν θυμάται έστω και τους δύο πρώτους στίχους του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου: «Τον άνδρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια / παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ’ άγιο κάστρο…».

Κι έρχομαι στην πρόσφατη απόδοση του έπους από την πολυβραβευμένη συγγραφέα βιβλίων για παιδιά και εφήβους Βασιλική Νευροκοπλή, σε ένα καλαίσθητο εικονογραφημένο βιβλίο. Στον εκτενή πρόλογο σημειώνεται ότι η απόδοση βασίστηκε στη μεταγραφή σε πεζό λόγο της Οδύσσειας «Ανωνύμου», στη μετάφραση του Γεωργίου Ψυχουντάκη κι επίσης, στη μετάφραση του Δ. Μαρωνίτη και στα σχόλια του Κ. Σ. Γανωτή. Η συγκεκριμένη έκδοση, που μετρά 6062 στίχους, αποδίδει τις εικόνες και το νόημα του πρωτότυπου και είναι αποτέλεσμα «εξάχρονης μαθητείας» όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται. Παρόλο που οι στίχοι της συγκεκριμένης απόδοσης είναι, σε σχέση με το πρωτότυπο, περίπου οι μισοί, δεν έχει χαθεί η ουσία του έπους και ο   πολύμορφος πλούτος του ιδιαίτερα σκηνές του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Αφαιρέθηκαν ή συμπτύχθηκαν από το πρωτότυπο κυρίως τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μακροσκελών αφηγήσεων κι επίσης κάποιες βίαιες σκηνές αποδόθηκαν υπαινικτικά. Για παράδειγμα η σκηνή του φόνου του μνηστήρα Αντίνοου, στο πρωτότυπο, είναι σκληρή. Ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρεται ότι το βέλος του Οδυσσέα τον τρύπησε από τον αυχένα ως τη μύτη κι απ΄ τα ρουθούνια του το αίμα ξεπήδησε ρυάκι. Η Νευροκοπλή «αποφεύγει» δίχως όμως να αποσιωπά τον συγκεκριμένο φόνο, ως εξής: «Τεντώνει τότε τη χορδή και εκτοξεύει βέλος /κι ο νεαρός Αντίνοος άδοξο βρίσκει τέλος….Ο Αντίνοος παραπατά, λιγοθυμά και πέφτει,/τον κόσμο αποχαιρετά τον άπονο και ψεύτη» (χ, στ. 7-8, 13-14). Το αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές φράσεις ή και έννοιες του πρωτότυπου αντικαταστάθηκαν με επιτυχία από άλλες διαχρονικές φράσεις και παροιμίες π.χ. «Κι είν’ η πνοή του στεναγμός κι ο στεναγμός του δάκρυ,/ δάκρυ που βγαίνει ποταμός απ’ της καρδιάς την άκρη» (χ, στ. 296-297). Ένα πρόσθετο σημαίνον στοιχείο που βοηθά τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, αλλά και τους/τις εκπαιδευτικούς, ώστε να προσεγγίσουν το έργο, ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες και προπάντων την αναγνωστική τους επιθυμία, αποτελούν οι έμμετροι τίτλοι  που αποδίδουν το νόημα της κάθε ραψωδίας. Σταχυολογώ: η ραψωδία α΄ φέρει τον τίτλο «Η συνεδρία των θεών, της Αθηνάς κελεύσεις», η ραψωδία η΄: «Στον βασιλιά Αλκίνοο με θάρρος προχωράει», η τ΄: «Συνομιλούν» οι βασιλείς, ονείρου αγωνία» και η ω΄: «Έρχεται συμφιλίωση κι αγάλλονται οι τόποι».

Η ανάγνωση είναι απολαυστική για διάφορους λόγους. Η Οδύσσεια στην απόδοση της Νευροκοπλή σέβεται απόλυτα το πρωτότυπο. Προσφέρεται σε μια γλώσσα σύγχρονη, απλή και ζωντανή, που κάνει το έπος προσιτό στις μικρές ηλικίες αλλά και στις μεγαλύτερες. Με πρόσθετο μορφολογικό στοιχείο τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, αναδύονται ανάγλυφα, ανάλογα με τα στιγμιότυπα της πλοκής με λυρισμό ή ρεαλισμό, εικόνες του έπους που μαγνητίζουν τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Η συγγραφέας ξέρει να εισχωρεί δημιουργικά σε πολλές «ποιητικές εποχές» και χαρακτηριστικά ύφη της γλώσσας. Για παράδειγμα στο ύφος της κρητικής παράδοσης είναι οι στίχοι: «Κι αφού τα συμφωνήσανε κι όλα συντελεστούνε / οι φίλοι οι αχώριστοι θε ν’ αποχωριστούνε» (ν, στ. 225-226) ή στο ύφος των δημοτικών τραγουδιών οι στίχοι: «Τον έλουσαν, τον έντυσαν και το τραπέζι στρώσαν,/σε θρόνο τη βασίλισσα να υφαίνει καμαρώσαν» (ρ, στ. 41-42).  Η εικονογράφηση είναι εξόχως ενδιαφέρουσα στο ύφος αρχαϊκών μοτίβων και διακείμενων από εικονιστικές παραστάσεις της αρχαιότητας.

Καταλήγοντας, παραθέτω τους πρώτους δέκα στίχους   με την εξής ευχή: μακάρι το συγκεκριμένο βιβλίο να υπάρχει στις βιβλιοθήκες των σχολείων της πρωτοβάθμιας και  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «προς ανάγνωσιν και χρήσιν των ανήβων», όπως θα έλεγε ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα, αλλά κυρίως των εφήβων και, γιατί όχι, των ενηλίκων.

(ραψωδία α΄, στ. 1-10

Τον άντρα τον πολύτροπο, Μούσα, ν΄ανιστορήσεις,

τι είδε και τι έζησε στα πέρατα της κτίσης.

Πολλών ανθρώπων γνώρισε και τόπων ιστορία,

αφού το ιερό καστρί εκούρσεψε στην Τροία.

Και μύρια πάθη πέρασε για να τα καταφέρει

τους ακριβούς συντρόφους του στον τόπο να τους φέρει.

Μα δεν τους γύρισε ποτέ, μιας κι οι μωροί τα ζώα

τα ιερά κατέφαγαν του Ήλιου τα αθώα.

Του Δία κόρη, Μούσα μου, απ’ όπου θες ξεκίνα

κι ό,τι μου λες θα τραγουδώ, και τούτα μα κι εκείνα.

 

———————————————

 (*) Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι αν. καθηγητής του παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίων για παιδιά και εφήβους.

https://www.oanagnostis.gr/omiroy-odysseia-mia-sygchroni-apodosi-gia-nearoys-anagnostes-kai-ochi-mono-toy-gianni-s-papadatoy/?fbclid=IwAR1SVscU2H8FjvVEhe3I6mAp8MKEOKXvk1neGn5wwEOIhyqhFHinu4Yj2Hs


Thursday, May 30, 2019

Ο Μικρός Μονομάχος της Βασιλικής Νευροκοπλή - της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου στο diastixo.gr


Καταρχήν, ας δούμε αν υπάρχουν Κύκλωπες. Και αν υπάρχουν, πώς ζουν και πού κατοικούνε; Σε σπηλιές προφανώς. Και πώς διατρέφονται; Με σάρκες συνήθως. Τι γίνεται όμως όταν για κάποιο λόγο οι Κύκλωπες αυτοί αλλάζουν γευστικές προτιμήσεις και τότε αντί για σάρκες τρώνε ρεύμα; Τι ρεύμα; Ρεύμα ηλεκτρικό από αυτό που μας φέγγει και μας φωτίζει, που μας ζεσταίνει στις παγωνιές και μας δροσίζει το καλοκαίρι, που μας εξασφαλίζει φαγητό μαγειρευτό και μας μετακινεί από το ασανσέρ μέχρι το διαμέρισμά μας κι από την πόλη ως το χωριό μας. Και τότε, εκεί που είχες όλες τις ανέσεις, παύεις να έχεις ηλεκτρισμό. Υπάρχει δηλαδή περίπτωση μια ωραία πρωία το ρεύμα να εξαφανιστεί σαν κάποιους ηλικιωμένους που φεύγουν απ’ το σπίτι τους και κανένας δεν ξέρει πώς να τους ξαναφέρει πίσω;
αι τι γίνεται όταν εξαιτίας αυτής της εξαφάνισης αδυνατείς να φορτίσεις το κινητό σου και τότε, όσο κι αν το παρακαλάς, όλες οι κλήσεις προς τον Θεό του ρεύματος μένουν πεισματικά αναπάντητες; Μιλήσαμε στην αρχή για Κύκλωπες που διαμένουν σε σπήλαια. Άραγε μόνον οι Κύκλωπες κατοικούν σε σπηλιές ή μήπως καμιά φορά κι εμείς, μόνο που εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε; Και πόσων ειδών σπηλιές υπάρχουν;
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχουν οι καλές, αλλά υπάρχουν και οι κακές σπηλιές. Αναφορικά με τις πρώτες, μιλούμε για εκείνο το ξεχωριστό προσωπικό καταφύγιο που όλοι έχουμε ανάγκη, ένα σπήλαιο ιδιωτικό, σπήλαιο πριβέ όπου κάποιοι ξεκουράζονται, ονειρεύονται, απομονώνονται, κρύβονται από τα αδιάκριτα βλέμματα ή κάποτε ακόμη κι απ’ τις κακοτοπιές της οικογένειάς τους, τότε που ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει. Αυτό συμβαίνει, όταν για παράδειγμα ένα διαζύγιο των γονιών μετατρέπει τα παιδιά σε φορητούς υπολογιστές που μεταφέρονται από το ένα σπίτι στο άλλο θυμίζοντας έπιπλα που τα αλλάζεις θέση όταν δεν σε βολεύουν. Μια ιδιότυπη τελετή παράδοσης-παραλαβής, που σε αναγκάζει να περιορίζεσαι στο καταφύγιό σου για ανασύνταξη δυνάμεων, σκέψεων και περισυλλογή. Υπάρχουν όμως και τα κακά σπήλαια. Εκείνα που σε καταπίνουν και σε απορροφούν σε έναν εικονικό κόσμο ψεύτικων φίλων, άγνωστων θαυμαστών και πολλαπλών likes. Αναφέρομαι στο σπήλαιο του κινητού ή γενικότερα του διαδικτύου, που μας εμποδίζει να συνομιλήσουμε πραγματικά οδηγώντας μας σε μια πρωτοφανή σίγαση της γλώσσας και σε μια απομάκρυνση από το πρόσωπο και την ψυχή του άλλου. Όταν για λόγους αδιευκρίνιστους, λοιπόν, διακόπτεται σε μια περιοχή το ρεύμα τελείως αιφνιδιαστικά, το αναποδογύρισμα που επέρχεται στις καθημερινές συνήθειες μας συστήνει μια σειρά πρωτόγνωρων πραγμάτων.
Η αλληλεγγύη δηλαδή, από λέξη που ίσως κάποιοι να τη συναντούσαν μόνο σε εκθέσεις ιδεών ή στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, αρχίζει να γίνεται πλέον μια νέα πραγματικότητα. Στον Μικρό μονομάχο βλέπουμε τον νεαρό ήρωα της ιστορίας να κινητοποιείται και, βγαίνοντας από τη σπηλιά του αυτιστικού εγώ, με φυσικότητα να σπεύδει αρωγός στις ανάγκες των άλλων ανθρώπων.
Ως εκ τούτου, όταν η νέα πραγματικότητα του γενικευμένου σκοταδιού ακινητοποιεί σταδιακά όλες τις υπηρεσίες και τα πάντα δυσλειτουργούν, υπολειτουργούν και τέλος νεκρώνονται, παρατηρούμε να συμβαίνει το εξής αντιφατικό και απροσδόκητο.
Αντί το σκοτάδι να φέρει σκοτάδι, ένα νέο φως ανατέλλει, με αποτέλεσμα τα μάτια να σηκώνουν το βλέμμα τους, να κοιτάζουν τον κόσμο αλλιώς και επιτέλους να βλέπουν. Και τότε, τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπουν; Αν μιλάμε για τον Αργύρη, τον ήρωα του βιβλίου, τότε αυτό που βλέπει είναι τον πλησίον, τους γονείς, τους φίλους του και φυσικά και τον ίδιο τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, σβήνοντας το φως του ηλεκτρισμού αναβοσβήνουν και φέγγουν οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Παρατηρεί ο Αργύρης για πρώτη φορά το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο της γειτόνισσας κυρίας Ροζαλίας που, αν και έχει να φροντίσει τον άρρωστο άντρα της και λείπουν τα φάρμακα και οι ενέσεις, ανοίγει ανελλιπώς τα παράθυρα να μπει η ευλογία του Θεού στα δωμάτια κι όταν τη ρωτά πώς χωράνε σε ένα τόσο μικρό σπίτι δυο άνθρωποι εκείνη το συγκρίνει με τη φάτνη που χώρεσε τον Χριστό και του εξηγεί πως, αν δεν τα συγκρίνει όλα με τον Θεό, τότε ή θα περηφανευτεί ή θα ζηλέψει.
Στη συνέχεια, παρατηρεί μια ισχνή ηλιαχτίδα να διαπερνά τα σύννεφα και να φωτίζει το μισό πρόσωπο της μητέρας του, μια ηλιαχτίδα που τον κάνει να αναλογιστεί πως τόσον καιρό δεν νοιάστηκε για τις ανάγκες τις δικές της αλλά ούτε και του πατέρα του. Και μια και δεν έχει κινητό να βυθιστεί στο φωτεινό σκοτάδι του, κατευθύνεται ανόρεχτα στο δωμάτιό του και διαβάζει μια σελίδα βιβλίου που στην αρχή απέρριψε. Σιγά μη διαβάσει ανθολογία ελληνικής ποίησης, σκέφτηκε, όταν το πήρε στα χέρια του. Όμως την ώρα που το πετούσε απογοητευμένος στο πάτωμα, το βιβλίο άνοιξε στη σελίδα με το ποίημα της Ζωής Καρέλλη:
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής/ που θα μπορούσα να πεθάνω./ Τόσο ζω που καταλαβαίνω/ πόσο πεθαίνω./ Τόση είναι η ζωή μου/ που με πεθαίνει./ Τόσο μπορώ να ζήσω/ που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω./ Τόσο ζητώ να ζήσω/ που δεν αντέχω να ζω.
Και τότε, ως διά μαγείας αποφασίζει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να ζήσει πραγματικά, να βγει από την εξορία του κινητού και του δωματίου του και να σταματήσει να παριστάνει πως ζει. Συναντά τους συμμαθητές του με τους οποίους, αφού δεν μπορούν να προσκολληθούν στις αναρτήσεις των φίλων και να παίξουν παιχνίδια στο κινητό, ξανασκέφτονται την μπάλα. Έχει προηγηθεί βέβαια η ακόλουθη στιχομυθία, που περιγράφει τον πανικό και το αδιέξοδο όπου τους είχε οδηγήσει η απουσία ρεύματος:
«Εγώ θα βγω στους δρόμους και θα ζητιανέψω, δώστε μου λίγο ίντερνετ, θα λέω, ελάτε καλέ κύριε, αν έχετε μπαταρία στο κινητό σας, ελεήστε με κι εμένα τον φτωχό», είπε ο Κωστής που δεν έχανε το χιούμορ του. 
«Εγώ θα πάω πρόσφυγας σε χώρα με ίντερνετ», είπε ο Μανόλης. 
«Εγώ δε θα κάνω τίποτα, γιατί θα με προλάβει το εγκεφαλικό που θα πάθω και δε θα υπάρχει τρόπος να σας ειδοποιήσουν», είπε ο Δημήτρης […]»
Ο Αργύρης μας, όμως, που ένιωσε ξαφνικά «ότι ο κόσμος του ίντερνετ είναι ένα λιλιπούτειο κάστρο που κάποιος κατάφερε να μας φυλακίσει μέσα του», αλλάζει πορεία και στρέφεται στο όνειρο, στην παρατήρηση και στον συνάνθρωπο. Αντιλαμβάνεται πως η χαρά να βοηθάς τον άλλον μικραίνει τις αποστάσεις, πως η αγάπη στους ανθρώπους, αφού δεν είναι ρεύμα να σβήνει, αφού δεν είναι ρεύμα που διακόπτεται, κανονικά πρέπει να μένει άσβηστη.
Αντί το σκοτάδι να φέρει σκοτάδι, ένα νέο φως ανατέλλει, με αποτέλεσμα τα μάτια να σηκώνουν το βλέμμα τους, να κοιτάζουν τον κόσμο αλλιώς και επιτέλους να βλέπουν.
Όταν όμως συμβεί ανθρώπους που παλιά αγαπιόντουσαν να τους τυλίγει το σκοτάδι και να αποφασίζουν να χωρίσουν, τότε η μόνη πολεμική εναντίον του για όσους το υφίστανται είναι να παλέψουν όπως τολμούσαν παλιά οι μονομάχοι, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν απ’ τη σκλαβιά των Ρωμαίων κατακτητών.
Όσο διάβαζα τον Μικρό μονομάχο, δεν έφευγε από το μυαλό μου η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα. Ο μύθος διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναμμένη μια φωτιά. Έτσι, οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντί τους τοίχο. Κι επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, πλέον, δει τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου, θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοί του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την καταβύθιση στο σπήλαιο του διαδικτύου, το οποίο ο Αργύρης αντιλήφθηκε και αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του. Σήκωσε τα μάτια του από την οθόνη και είδε ότι για πέντε χρόνια τού έλειπε ο πατέρας του. Όταν στα εννιά του λόγω του διαζυγίου των γονιών του καλείται να γίνει ο άνδρας της οικογένειας, η μητέρα του του αγοράζει ένα πανάκριβο κινητό. Από εκεί άρχισαν όλα. Μας εξομολογείται:
«Η τεχνολογία λειτούργησε μια χαρά σαν ναρκωτικό. Βούτηξα στις οθόνες όπως ένα ψάρι που, βγάζοντάς το κάποιος απ’ τη θάλασσα, για να μην του ξεψυχήσει, γεμίζει μια γυάλα με νερό και το βουτάει μέσα. […] Διάβαζα όσο για να περνώ τις τάξεις. Όλες τις άλλες ώρες ήμουν στο ίντερνετ.»
Στη γραφή της Νευροκοπλή που αγαπώ και θαυμάζω βρίσκει κανείς χίλια νήματα που, από όποιο κι αν πιαστεί, βγαίνει με ασφάλεια στην περιοχή του ηθικού και του ελεύθερου, του ανθρώπινου και του πραγματικού, στην αλήθεια που μας διαφεύγει και η οποία ωστόσο βρίσκεται πάντα στο δίπολο Θεός και άνθρωπος. Μας συνδέει με τους ανθρώπους που έφυγαν και με τους άλλους που, αν και είναι ακόμα εδώ και ως εκ τούτου ορατοί, κάποτε γίνονται πιο αόρατοι κι από τους πεθαμένους.
Σε ένα ταξίδι που επιχειρεί με τα πόδια λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων προς το χωριό του πατέρα του, για να τον συναντήσει, ουσιαστικά απολαμβάνουμε την αντίστροφη μέτρηση, κάτι σαν βηματισμούς προς τα πίσω για να ξανάβρει τις ρίζες του αλλά και την αλήθεια, την αγάπη και τη θαλπωρή. Μόνο που η ζωή τον ανταμείβει και συναντά εκτός απ’ όλα αυτά και τον αληθινό έρωτα. Έναν έρωτα με σάρκα και οστά, με βλέμμα και χαμόγελο, νιφάδες χιονιού που κολλούν στο στόμα του κοριτσιού με πρόσωπο αληθινό και όχι εικονικό από εκείνο των πειραγμένων φωτογραφιών του instagram.
Και τότε όλα μαγικά αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν τα λάθη του παρελθόντος και να δοθεί η πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία που όλοι αναζητούμε. Υπάρχει ελπίδα, λοιπόν. 
Ένας σκούφος του πατέρα του στο κεφάλι του Αργύρη, το σφίξιμο του χεριού σε άγνωστο ασθενή μέσα σε ασθενοφόρο, ένα κορίτσι στο καφενείο που κερνάει κονιάκ και το λένε Μαρία αλλά μπορεί και Αριάδνη, αφού είναι το μόνο που βαστά στα χέρια του τον μίτο για να τον βγάλει από τον λαβύρινθο, μια ευτυχής, απρόσμενη συνάντηση στο κοιμητήριο, γιατί τα βλέμματα των νεκρών είναι τα πλέον εχέμυθα, ένας κοσμοκαλόγερος που ξεστομίζει μια άλλη εκδοχή για τα παιδιά των διαζευγμένων γονιών, καθώς τα ονομάζει τυχερά, αφού τα αναλαμβάνει προσωπικά ο Θεός, και μια σημαντική πληροφορία από αυτόν πως η μελαγχολία και η κατάθλιψη δεν είναι παρά αξόδευτη αγάπη.
nevr
Το ρεύμα αργά ή γρήγορα επιστρέφει και η αυλαία των περιπετειών μοιάζει να κλείνει, μόνο που τώρα πια τίποτα δεν είναι ίδιο. Όλα φωτίστηκαν πλέον από τη σωστή γωνία και αναδείχτηκε το αληθινό φως των πάντων, αυτό που παραμένει άσβεστο όσα blackout κι αν συμβούν, όσες βλάβες κι αν προκύψουν.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από το φως της αγάπης.





https://diastixo.gr/kritikes/efivika/12235-mikros-monomaxos?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=animus10%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_29_4_2019_15_51






Monday, December 17, 2018

Ο Αχτιδοϋφαντής - της Ελένης Μπετεινάκη

 Αχτιδοϋφαντής

 100
Μια ιστορία μαγική. Χρόνια είχα να μαγευτώ τόσο πολύ από ένα σύγχρονο παραμύθι. Ένα παραμύθι που τα έχει όλα. Τη μαγεία, την αγάπη, τον φόβο, την αγωνία, τον πόλεμο, την επιβεβαίωση, την τόλμη… το φως. Υπέροχος τίτλος “ο Αχτιδοϋφανής”, που σου φέρνει στο μυαλό τον μοναδικό Φεγγαροσκεπαστή.
Μόνο που τούτη η ιστορία είναι πιο τρανή. Είναι η ιστορία των ταχυδρόμων του Ήλιου που μεταφέρουν χιλιάδες χρόνια τώρα τις ηλιαχτίδες του στη γη. Κι όχι μόνο σαν φως αλλά και σαν έμπνευση, σαν δύναμη, σαν την ίδια τη ζωή σε κάθε άνθρωπο χωριστά. Κι όταν φτάνει η ώρα που ο Μεγάλος Αχτιδοϋφαντής έχει κουραστεί και ψάχνει για διάδοχο, συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα.
Ο μικρός Χαρίτωνας που θέλει πολύ να νικήσει σε τούτη την αναμέτρηση  τους υπόλοιπους θα καταφέρει χωρίς να το καταλάβει το πιο υπέροχο πράγμα σε γη και ουρανό. Θα φωτίσει η ηλιαχτίδα του έναν πιλότο την πιο κρίσιμη ώρα κι εκείνος θα σκεφτεί, θα θυμηθεί, θα αλλάξει την πορεία του και ο στόχος του θα δώσει περισσότερο φως και ζωή.
Μαγική η στιγμή, συγκινητική και μοναδική. Ιστορία βγαλμένη από την πιο τρυφερή γωνιά της φαντασίας. Η Βασιλική Νευροκοπλή σε ένα παραμύθι που αγγίζει όλες τις καρδιές μικρών και μεγάλων. Μια ιστορία που εικονογράφησε επίσης μοναδικά η Αιμιλία Κονταίου. Από τα πιο καλογραμμένα και εικονογραφημένα παιδικά βιβλία των τελευταίων χρόνων. Ταξίδι στο όνειρο, στη φαντασία, στην αλήθεια και στη δύναμη του ανθρώπου. Του ανθρώπου που η καρδιά κάποιες φορές δεν υπακούει στις αυστηρές εντολές της σκληρής ζωής του πολέμου αλλά κτυπάει μόνο …ανθρώπινα.
Η Βασιλική εμπνεύστηκε και έγραψε ένα ποίημα, έναν μικρό θησαυρό. Η Αιμιλία το ζωντάνεψε τόσο έντονα και τόσο μαγικά που τολμώ για μια ακόμα φορά να μην κρύψω τον θαυμασμό που μου προκάλεσαν. Σαν έκρηξη συγκίνησης  και μαγείας.
Ένα βιβλίο για όλα τα παιδιά και για όσους αισθάνονται τη δύναμη της αγάπης και του φωτός στην ψυχή!
Για παιδιά από 5 ετών


Thursday, July 5, 2018

Βασιλική Νευροκοπλή: “Ο Τρελός του χωριού” - της Ελένης Χωρεάνθη -diastixo.gr


Όσο αφελές και υπερβολικό κι αν ακούγεται, θεωρητικά, το απαύγασμα της λαϊκής σοφίας: «Κάλλιο να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα», έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Ο λαός με τη θυμοσοφία του καταλήγει σε συμπεράσματα ύστερα από μακρά παρατήρηση και μέσα από πράξεις και γεγονότα της καθημερινότητας, όταν κάτι δεν γίνεται αποδεκτό σύμφωνα με την κοινή λογική ή δεν αρέσει για λόγους ανεξήγητους, κυρίως.
Στις μικρές κοινωνίες, όπου τίποτα δεν μένει απαρατήρητο και το καθετί βρίσκεται κάθε στιγμή υπό έλεγχο, κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο. Ελέγχεται και σχολιάζεται και κρίνεται κατά το δοκούν από τον καθένα.
Το παραμύθι της Βασιλικής Νευροκοπλή Ο τρελός του χωριού, σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα «βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Ντασράτ Μαντζί από το Μπιχάρ της Ινδίας», ο οποίος αγωνίστηκε μόνος του είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, από το 1960 έως το 1982, σκάβοντας και πελεκώντας τα βράχια στο τεράστιο βουνό που χώριζε το χωριό του από την πολιτεία, χρησιμοποιώντας πρωτόγονα εργαλεία που αγόρασε πουλώντας τη μοναδική του περιουσία, τρεις κατσίκες (!), στερώντας από τα παιδιά του το γάλα τους και «αναπτύσσοντας μια δική του τεχνική», προκειμένου να ανοίξει τον κοντινότερο δρόμο και να ενώσει το ορεινό χωριό του με την πολιτεία. Για όλους ήταν «ο τρελός του χωριού». Έπειτα, όταν το έργο τελείωσε και το όνειρό του έγινε… δρόμος, μια θαυμαστή πραγματικότητα, τον αποκάλεσαν «Άνθρωπο του βουνού».
Η Βασιλική Νευροκοπλή, με βάση τη συγκινητική ιστορία του Ινδού «τρελού του χωριού», διατηρώντας τα βασικά στοιχεία της ιστορίας του Ινδού, π.χ. τα ίδια αίτια που ανάγκασαν και ώθησαν τον χωρικό εκείνο να ξεκινήσει τον υπεράνθρωπο αγώνα με τα ίδια, αλλά πιο εξελιγμένα μέσα και τεχνικές που εφάρμοσε, εστιάζοντας την επιτυχία στην προσπάθεια, στη δύναμη που δίνει η πίστη με τη βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο που βάζει στόχους και ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά του και για τον κόσμο, γιατί το όνειρο δίνει φτερά στον νου για να συντελεστεί το θαύμα.
Με τον δικό της τρόπο, η συγγραφέας του σύγχρονου Τρελού του χωριού, πάνω στον ποιητικό καμβά που κυλάει ο χρόνος του παραμυθιού στον απροσδιόριστο χώρο (κάπου, κάποτε), ίσαμε κει που ήταν αναγκαίο για να ξεπεραστεί το ανθρωπίνως αδύνατο, λογικά, κέντησε τον δικό της μύθο με πιο σύγχρονα μέσα, μετάπλασε την παλιότερη ιστορία και δημιούργησε μια δική της παράλληλη περιπετειώδη ιστορία, ένα σύγχρονο ρεαλιστικό και συγχρόνως όμορφο, λίγο τρελό, σαν τον ακάματο ήρωά της, παραμύθι που ικανοποιεί και τέρπει, και αισθητικά, απαιτητικούς αναγνώστες.
Στη δική της εκδοχή, ο «τρελός του χωριού», που το όνομά του ήταν Ευδόκιμος, ύστερα από ένα ατύχημα που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή της γυναίκας του και τη δική του, όπως στην ιστορία του Ινδού, πήρε την απόφαση να τα βάλει μόνος του με το Θεριό, ένα τεράστιο βουνό που χώριζε τον κόσμο ενός μικρού και φτωχού χωριού από τον κόσμο της πόλης με τις ανέσεις και τον εύφορο κάμπο στην άλλη μεριά, πίσω από το θεόρατο βουνό. Και για να φτάσουν εκεί οι φτωχοί χωρικοί για τα χρειαζούμενα, ήταν αναγκασμένοι να ανεβοκατεβαίνουν το Θεριό από ένα δύσβατο μονοπάτι δυο φορές την ημέρα!
Ο «τρελός του χωριού», ο Ευδόκιμος, αντίθετα από τους συγχωριανούς του που ακολουθούσαν τυφλά την κακή τους μοίρα, ονειρευόταν. Έτσι, άρχισε να πελεκάει το νύχι του Θεριού που πατούσε στο φτωχό χωριό και σκάβοντας και πελεκώντας την καρδιά του Θεριού να ανοίγει τρύπα. Είκοσι και παραπάνω χρόνια εργαζόταν μέρα-νύχτα, ως ο «τρελός του βουνού» πια, χωμένος στην τρύπα του βράχου, ίσαμε που έφτασε στο τέλος του έργου και σύντριψε το νύχι και του άλλου ποδιού του Θεριού, που άγγιζε την πολιτεία. Άνοιξε ένα τούνελ σε ευθεία γραμμή και σχεδόν εκμηδένισε την απόσταση ανάμεσα στο χωριό και την πόλη. Οι συγχωριανοί του έβλεπαν ξαφνιασμένοι τον «τρελό» να ανοίγει δρόμο μέσα από το βουνό, νικώντας το Θεριό. 
«Και αναρωτιούνταν: “Λες να τα καταφέρει;” Δεν τον φωνάζουν πια τρελό, αλλά δεν ξέρουν και πώς να τον αποκαλέσουν. Το όνομά του το έχουν ξεχάσει όλοι. Σιγομουρμουρίζουν μόνο πως αυτός δεν τους μοιάζει. “Μήπως είναι πιο θεριό κι απ’ το θεριό;”»
«Ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει», λέει ο τραγικός Σοφοκλής, αντίθετα από τον Όμηρο που θεωρεί τον άνθρωπο ως το πιο αδύναμο πλάσμα:
«Ουδέν ακιδνότερον γαία τρέφει ανθρώποιο 
πάντων όσσα τε γαίαν έπι πνείει τε και έρπει»
που σημαίνει:
«Τίποτα πιο αδύναμο δεν τρέφει η γη από τον άνθρωπο
από όσα πάνω στη γη ανασαίνουν και σέρνονται»
(Οδύσσεια σ, στ. 130-131)

Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, αξιόλογο βιβλίο χαμηλών τόνων, που με τη διακριτική του παρουσία παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα καλά βιβλία για παιδιά –και όχι μόνο για παιδιά– δίνοντας παραδείγματα αγωνιστικότητας χωρίς να καταφεύγει σε κουραστικούς και ανιαρούς, αφόρητους κι ανούσιους διδακτισμούς.

Κι άξαφνα, άστραψε φως από την άλλη άκρη του τούνελ κι είδαν στο φως την πολιτεία μέσα από το τούνελ που άνοιξε μόνος του ο «τρελός» Ευδόκιμος, χωρίς καμιά βοήθεια από κανέναν τους κι από την πολιτεία. Ο Ευδόκιμος χαίρεται, τι κι αν γέρασε κι αν άσπρισαν τα μαλλιά του;
«Τα αστέρια λάμπουν πάνω από το κεφάλι του.
Τα φώτα της μεγάλης πολιτείας στο βάθος.
Τα μάτια του περισσότερο από ποτέ.
Πάνω στις σπασμένες πέτρες, 
ο Ευδόκιμος κάθεται και κλαίει.
Κλαίει από χαρά που τα κατάφερε.
Κλαίει που τα παιδιά 
θα αποκτήσουν επιτέλους όνειρα.
Κλαίει από ευγνωμοσύνη στο Θεό
που δεν του χάλασε του χατίρι.»
Γέρος πια και κουρασμένος, αλλά ικανοποιημένος που τέλειωσε το έργο ζωής του, μπήκε μπροστά κι οδήγησε τους συγχωριανούς του στην πολιτεία, ανοίγοντας μια καινούργια σελίδα στη ζωή τους. Τους έβγαλε στο φως, εκεί που θα φτάνουν γρήγορα όταν το καλεί η ανάγκη και, κυρίως, εκεί που τα παιδιά τους θα πηγαίνουν στο σχολείο να μαθαίνουν γράμματα από δασκάλους και να ονειρεύονται. Και να πιστεύουν πως τα θεριά κάθε λογής νικώνται με τη θέληση, με την ακατάβλητη προσπάθεια και προπαντός με την πίστη στον εαυτό τους και με τη βοήθεια του Θεού. Ο σοφός λαός μας λέει ακόμα: «Κι ένας κούκος φέρνει την άνοιξη!».

Ο Διονύσιος Θάνος, που πλαισίωσε και απέδωσε ζωγραφικά το πρωτότυπο εν πολλοίς, τηρουμένων των αναλογιών, κείμενο, ακολουθώντας κατά πόδας την πορεία της αφήγησης και συνδυάζοντας τις ανθρώπινες φιγούρες με γήινα, απαλά χρώματα και γραμμές διακριτικά τονισμένες μεταξύ του παλιού και του καινούργιου, κινεί εικονογραφικά τους ήρωες με επιδεξιότητα στα διάφορα στάδια και επίπεδα της εξέλιξης της ιστορίας με τον παλμό της παλιάς και της νέας εποχής, καταφέρνοντας να μεταφέρει τον αναγνώστη ως θεατή των δρώμενων, αφενός από τη μακρινή Ινδία, τη διαφορετική εκείνη χώρα της Ανατολής, που χρησιμοποιούσε πρωτόγονα τεχνικά, χειροκίνητα μέσα, σε μια χώρα σύγχρονη, πολιτισμένη, που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος μηχανοκίνητα μέσα ώστε και μόνος του να χαράσσει καινούργιους δρόμους, να ανοίγει και τούνελ!
Ο τρελός του χωριού, αφήγημα και εικόνα, μέσα από την παλιά νοοτροπία και τεχνική φέρνει κάτι νέο, κοντολογίς, πρωτότυπο ή διαφορετικά δοσμένο, μέσα από έναν επιδέξιο συνδυασμό αντιθέσεων και αντίθετων πραγμάτων. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, αξιόλογο βιβλίο χαμηλών τόνων, που με τη διακριτική του παρουσία παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα καλά βιβλία για παιδιά –και όχι μόνο για παιδιά– δίνοντας παραδείγματα αγωνιστικότητας χωρίς να καταφεύγει σε κουραστικούς και ανιαρούς, αφόρητους κι ανούσιους διδακτισμούς.

 https://diastixo.gr/kritikes/paidika/10222-trelos-xoriou





Friday, January 26, 2018

Ο τρελός του χωριού - απο το blog Αγαπημένα παιδικά βιβλία













Ένα βιβλίο αφιερωμένο στα παιδιά, στους αγίους και στους ποιητές. Ένα βιβλίο αφιερωμένο στους “τρελούς”, εκείνους που σε πείσμα της λογικής, της ευκολίας, και των προσδοκιών των άλλων, ακολουθούν το δρόμο της καρδιάς τους και μας οδηγούν στο ξέφωτο της ελπίδας.
Για έναν τέτοιο τρελό, μια τέτοια όμορφη ιστορία θα μας διηγηθεί στο νέο της βιβλίο η Βασιλική Νευροκολπή. Μια ιστορία που παίρνει αφορμή από πραγματικά γεγονότα. 

Στην ιστορία μας ο ήρωας ονομάζεται Ευδόκιμος. Και είναι αποφασισμένος να τα βάλει με το Θεριό. Το τρομερό βουνό που χωρίζει το χωριό του από την πολιτεία, που χωρίζει τη χέρσα γη από την εύφορη, τους φτωχούς από τους πλούσιους, την αρρώστια από την υγεία, την σιωπή από τα όνειρα. Οπλισμένος με ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, πίστη στο Θεό και αγάπη για τον άνθρωπο, θα καταφέρει με σκληρή δουλειά να δαμάσει το Θεριό. Όχι να το κυριεύσει με τη βία, μα σιγά και όμορφα, σχεδόν με την άδεια του να το εξημερώσει. Να ανοίξει δρόμο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μόνο εμπόδια.

Η ιστορία του Ευδόκιμου, του Ντασράτ Μαντζι,  και κάθε τρελού που πήγε τον κόσμο ένα βήμα παραπέρα, που αντί για "όχι", είπε "γιατί όχι", και έκανε τη ζωή των ανθρώπων λίγο πιο εύκολη, που της έδωσε μια νέα προοπτική, είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι η απόδειξη ότι "ούκ έπ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος". Δεν αρκεί πράγματι μια στείρα επιβίωση, μια ζωή χωρίς ελπίδα, χωρίς το όνειρο ενός πιο όμορφου αύριο για να καταστεί βιωτή η ζωή του ανθρώπου. Γιατί όπως λέει και ο Ευδόκιμος στην ιστορία, "το σώμα μεγαλώνει με γάλα, αλλά η ψυχή μεγαλώνει με όνειρα". 

Δεν είναι εύκολος ο δρόμος του Ευδόκιμου. Δεν είναι χωρίς ρίσκο, χωρίς κίνδυνο, χωρίς πόνο. Αλλά είναι ακριβώς αυτά που πολλαπλασιάζουν την χαρά, τρανώνουν την πίστη και φωτίζουν το μέλλον εκείνων που ακολουθούν.
Μια ιστορία έμπνευση για όλους μας!

Συγγραφέας:Βασιλική Νευροκοπλή
Εικονογράφος: Διονύσιος Θάνος

Εκδόσεις: Λιβάνη




Sunday, March 12, 2017

Ο Αχτοδοϋφαντής - Κριτική του blog "Όταν έχω εσένα... δεν φοβούνται κανένα


Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν , αγοράσαμε από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τον Αχτιδοϋφαντή από τις εκδόσεις Λιβανη. 
Τον ξεφύλλισα λίγο εκείνες τις ημέρες όμως δεν καθίσαμε να τον διαβάσουμε κανονικά στις γιορτές. Αφού πέρασαν οι γιορτές και άνοιξαν τα σχολεία. Ένα απόγευμα μου ζήτησε ο μικρός μου να το διαβάσουμε




Ψηλά στον ουρανό, αναρίθμητα πλάσματα που ανθρώπου μάτι δεν τα 'χει δει κατοικούν. Για την ευτυχία μας, όλα αυτά τα πλάσματα έγιναν οι Ταχυδρόμοι του Ήλιου.

Κάθε χίλια χρόνια, ο πιο άξιος από αυτούς ανακηρύσσεται Αχτιδοϋφαντης. Αυτός, λίγο πριν χαράξει, κάθεται πάνω στον Ήλιο, τραβά τις αχτίδες του και τις δίνει μία μία στους Ταχυδρόμους που περιμένουν στη γραμμή για να τις παραδώσουν. Και κάπως έτσι ξημερώνει στον κόσμο...

Στον καθένα στέλνει κι άλλη ηλιαχτίδα. Μια απαλή για τον ποιητή, μια κυματιστή για τη χορεύτρια, μια περήφανη για τον αετό. Για όλους ξέρει την ταιριαστή αχτίδα. Δύσκολη δουλειά, καθώς φαίνεται, έχουν οι Ταχυδρόμοι να τις παραδώσουν όλες σωστά και παρά τα εμπόδια που φέρνουν το σκοτάδι, η κακοκαιρία, οι ίδιοι οι άνθρωποι ακόμα.




Κι οι άνθρωποι οι περισσότεροι με ευγνωμοσύνη τις δέχονται και φτιάχνουν τα δικά τους υφαντά από φως, ένα ποίημα, ένα φαγητό, μια χορογραφία, πολλά, πολλά.

Μα τώρα χίλια χρόνια πέρασαν κι ο Αχτιδοϋφαντής τη θέση του πρέπει να δώσει σε κάποιον νεότερο. Έτσι λοιπόν, ο "διαγωνισμός" που θα αναδείξει το νέο Αχτιδουφαντή θα είναι αξιοκρατικός: ποιος από τους Ταχυδρόμους του Ήλιου θα παραδώσει την αχτίδα εκεί που πρέπει φέρνοντάς την πίσω πολλαπλασιασμένη χίλιες φορές!

Ξεχύθηκαν οι Ταχυδρόμοι. Και το βράδυ που γύρισαν, άρχισαν να αφηγούνται τα κατορθώματά τους.Όλοι είχαν να μου πουν μια ξεχωριστή ιστορία. Όλοι. Μα καμιά δεν μπορούσε να μοιάσει σαν εκείνη του Χαρίτωνα. Γιατί πολύ απλά, ούτε ο Χαρίτωνας είχε καταλάβει πόσο πολύ είχε πολλαπλασιάσει την αχτίδα του.




Μια πολύ ευαίσθητη, καλογραμμένη, "παραμυθένια" ιστορία από τη Βασιλική Νευροκοπλή που υφαίνει ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν στο πλάι του παντεπόπτη ήλιου, έναν αφανή μικρόκοσμο που δεν είδες και δε θα δεις παρά μονάχα ίσως αν κάποιο ξημέρωμα, γεμάτος από αγάπη, κοιτάξεις προσεκτικά πίσω από το ανατολικό βουνό της γειτονιάς σου και δεις κάποιες αδρές σκιές να γλιστρούν προς τις πολιτείες των ανθρώπων. Ίσως είναι οι Ταχυδρόμοι της χιλιετίας που στέλνουν την ισχυρή αγάπη του ζωοδότη ήλιου στον κόσμο.




Αισθάνθηκα ότι αυτή η ιστορία πρώτα ειπώθηκε σε κάποιον/κάποιους, πλάι σε ένα χαμηλό φως κι ύστερα πήρε το δρόμο και γίνηκε λέξεις σε σελίδες. Τη θεωρώ δε μια από τις πιο αντισυμβατικές στην εξέλιξή της αντιπολεμικές/φιλειρηνικές ιστορίες μιας και τίποτα δεν προδίκαζε την εξέλιξη που έφερε στην πλοκή ο Χαριτωνας.

Η Αιμιλία Κονταίου φτιάχνει ένα ακόμα ωραίο σύμπαν, με ιδιαίτερα σαλόνια, υπέροχες αντιθέσεις θερμών και ψυχρών χρωμάτων, μοτίβα και όμορφα απλωμένες στις δικές τους γεωμετρίες πολιτείες. Πολύ ιδιαίτερο εικονογραφικό βλέμμα. Το διακρίνεις.




Για τον ήλιο, τις εποχές και τους καιρούς, για τις ώρες που ο ήλιος λιγοστεύει, για εκείνες που μεγαλώνει, για τις άλλες που οι άνθρωποι λησμονούν τον μεγάλο βασιλιά της ύπαρξής τους. 

Το παραμύθι θα το βρείτε από τον εκδοτικό οίκο Α.Α. Λιβάνη.




Γιώτα