Όσο αφελές και υπερβολικό κι αν ακούγεται, θεωρητικά, το απαύγασμα της λαϊκής σοφίας: «Κάλλιο να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα», έχει αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Ο λαός με τη θυμοσοφία του καταλήγει σε συμπεράσματα ύστερα από μακρά παρατήρηση και μέσα από πράξεις και γεγονότα της καθημερινότητας, όταν κάτι δεν γίνεται αποδεκτό σύμφωνα με την κοινή λογική ή δεν αρέσει για λόγους ανεξήγητους, κυρίως.
Στις μικρές κοινωνίες, όπου τίποτα δεν μένει απαρατήρητο και το καθετί βρίσκεται κάθε στιγμή υπό έλεγχο, κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο. Ελέγχεται και σχολιάζεται και κρίνεται κατά το δοκούν από τον καθένα.
Το παραμύθι της Βασιλικής Νευροκοπλή Ο τρελός του χωριού, σύμφωνα με την ίδια τη συγγραφέα «βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Ντασράτ Μαντζί από το Μπιχάρ της Ινδίας», ο οποίος αγωνίστηκε μόνος του είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, από το 1960 έως το 1982, σκάβοντας και πελεκώντας τα βράχια στο τεράστιο βουνό που χώριζε το χωριό του από την πολιτεία, χρησιμοποιώντας πρωτόγονα εργαλεία που αγόρασε πουλώντας τη μοναδική του περιουσία, τρεις κατσίκες (!), στερώντας από τα παιδιά του το γάλα τους και «αναπτύσσοντας μια δική του τεχνική», προκειμένου να ανοίξει τον κοντινότερο δρόμο και να ενώσει το ορεινό χωριό του με την πολιτεία. Για όλους ήταν «ο τρελός του χωριού». Έπειτα, όταν το έργο τελείωσε και το όνειρό του έγινε… δρόμος, μια θαυμαστή πραγματικότητα, τον αποκάλεσαν «Άνθρωπο του βουνού».
Η Βασιλική Νευροκοπλή, με βάση τη συγκινητική ιστορία του Ινδού «τρελού του χωριού», διατηρώντας τα βασικά στοιχεία της ιστορίας του Ινδού, π.χ. τα ίδια αίτια που ανάγκασαν και ώθησαν τον χωρικό εκείνο να ξεκινήσει τον υπεράνθρωπο αγώνα με τα ίδια, αλλά πιο εξελιγμένα μέσα και τεχνικές που εφάρμοσε, εστιάζοντας την επιτυχία στην προσπάθεια, στη δύναμη που δίνει η πίστη με τη βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο που βάζει στόχους και ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά του και για τον κόσμο, γιατί το όνειρο δίνει φτερά στον νου για να συντελεστεί το θαύμα.
Με τον δικό της τρόπο, η συγγραφέας του σύγχρονου Τρελού του χωριού, πάνω στον ποιητικό καμβά που κυλάει ο χρόνος του παραμυθιού στον απροσδιόριστο χώρο (κάπου, κάποτε), ίσαμε κει που ήταν αναγκαίο για να ξεπεραστεί το ανθρωπίνως αδύνατο, λογικά, κέντησε τον δικό της μύθο με πιο σύγχρονα μέσα, μετάπλασε την παλιότερη ιστορία και δημιούργησε μια δική της παράλληλη περιπετειώδη ιστορία, ένα σύγχρονο ρεαλιστικό και συγχρόνως όμορφο, λίγο τρελό, σαν τον ακάματο ήρωά της, παραμύθι που ικανοποιεί και τέρπει, και αισθητικά, απαιτητικούς αναγνώστες.
Στη δική της εκδοχή, ο «τρελός του χωριού», που το όνομά του ήταν Ευδόκιμος, ύστερα από ένα ατύχημα που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή της γυναίκας του και τη δική του, όπως στην ιστορία του Ινδού, πήρε την απόφαση να τα βάλει μόνος του με το Θεριό, ένα τεράστιο βουνό που χώριζε τον κόσμο ενός μικρού και φτωχού χωριού από τον κόσμο της πόλης με τις ανέσεις και τον εύφορο κάμπο στην άλλη μεριά, πίσω από το θεόρατο βουνό. Και για να φτάσουν εκεί οι φτωχοί χωρικοί για τα χρειαζούμενα, ήταν αναγκασμένοι να ανεβοκατεβαίνουν το Θεριό από ένα δύσβατο μονοπάτι δυο φορές την ημέρα!
Ο «τρελός του χωριού», ο Ευδόκιμος, αντίθετα από τους συγχωριανούς του που ακολουθούσαν τυφλά την κακή τους μοίρα, ονειρευόταν. Έτσι, άρχισε να πελεκάει το νύχι του Θεριού που πατούσε στο φτωχό χωριό και σκάβοντας και πελεκώντας την καρδιά του Θεριού να ανοίγει τρύπα. Είκοσι και παραπάνω χρόνια εργαζόταν μέρα-νύχτα, ως ο «τρελός του βουνού» πια, χωμένος στην τρύπα του βράχου, ίσαμε που έφτασε στο τέλος του έργου και σύντριψε το νύχι και του άλλου ποδιού του Θεριού, που άγγιζε την πολιτεία. Άνοιξε ένα τούνελ σε ευθεία γραμμή και σχεδόν εκμηδένισε την απόσταση ανάμεσα στο χωριό και την πόλη. Οι συγχωριανοί του έβλεπαν ξαφνιασμένοι τον «τρελό» να ανοίγει δρόμο μέσα από το βουνό, νικώντας το Θεριό.
«Και αναρωτιούνταν: “Λες να τα καταφέρει;” Δεν τον φωνάζουν πια τρελό, αλλά δεν ξέρουν και πώς να τον αποκαλέσουν. Το όνομά του το έχουν ξεχάσει όλοι. Σιγομουρμουρίζουν μόνο πως αυτός δεν τους μοιάζει. “Μήπως είναι πιο θεριό κι απ’ το θεριό;”»
«Ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει», λέει ο τραγικός Σοφοκλής, αντίθετα από τον Όμηρο που θεωρεί τον άνθρωπο ως το πιο αδύναμο πλάσμα:
«Ουδέν ακιδνότερον γαία τρέφει ανθρώποιο
πάντων όσσα τε γαίαν έπι πνείει τε και έρπει»
που σημαίνει:
«Τίποτα πιο αδύναμο δεν τρέφει η γη από τον άνθρωπο
από όσα πάνω στη γη ανασαίνουν και σέρνονται»
(Οδύσσεια σ, στ. 130-131)
Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, αξιόλογο βιβλίο χαμηλών τόνων, που με τη διακριτική του παρουσία παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα καλά βιβλία για παιδιά –και όχι μόνο για παιδιά– δίνοντας παραδείγματα αγωνιστικότητας χωρίς να καταφεύγει σε κουραστικούς και ανιαρούς, αφόρητους κι ανούσιους διδακτισμούς.
Κι άξαφνα, άστραψε φως από την άλλη άκρη του τούνελ κι είδαν στο φως την πολιτεία μέσα από το τούνελ που άνοιξε μόνος του ο «τρελός» Ευδόκιμος, χωρίς καμιά βοήθεια από κανέναν τους κι από την πολιτεία. Ο Ευδόκιμος χαίρεται, τι κι αν γέρασε κι αν άσπρισαν τα μαλλιά του;
«Τα αστέρια λάμπουν πάνω από το κεφάλι του.
Τα φώτα της μεγάλης πολιτείας στο βάθος.
Τα μάτια του περισσότερο από ποτέ.
Πάνω στις σπασμένες πέτρες,
ο Ευδόκιμος κάθεται και κλαίει.
Κλαίει από χαρά που τα κατάφερε.
Κλαίει που τα παιδιά
θα αποκτήσουν επιτέλους όνειρα.
Κλαίει από ευγνωμοσύνη στο Θεό
που δεν του χάλασε του χατίρι.»
Γέρος πια και κουρασμένος, αλλά ικανοποιημένος που τέλειωσε το έργο ζωής του, μπήκε μπροστά κι οδήγησε τους συγχωριανούς του στην πολιτεία, ανοίγοντας μια καινούργια σελίδα στη ζωή τους. Τους έβγαλε στο φως, εκεί που θα φτάνουν γρήγορα όταν το καλεί η ανάγκη και, κυρίως, εκεί που τα παιδιά τους θα πηγαίνουν στο σχολείο να μαθαίνουν γράμματα από δασκάλους και να ονειρεύονται. Και να πιστεύουν πως τα θεριά κάθε λογής νικώνται με τη θέληση, με την ακατάβλητη προσπάθεια και προπαντός με την πίστη στον εαυτό τους και με τη βοήθεια του Θεού. Ο σοφός λαός μας λέει ακόμα: «Κι ένας κούκος φέρνει την άνοιξη!».
Ο Διονύσιος Θάνος, που πλαισίωσε και απέδωσε ζωγραφικά το πρωτότυπο εν πολλοίς, τηρουμένων των αναλογιών, κείμενο, ακολουθώντας κατά πόδας την πορεία της αφήγησης και συνδυάζοντας τις ανθρώπινες φιγούρες με γήινα, απαλά χρώματα και γραμμές διακριτικά τονισμένες μεταξύ του παλιού και του καινούργιου, κινεί εικονογραφικά τους ήρωες με επιδεξιότητα στα διάφορα στάδια και επίπεδα της εξέλιξης της ιστορίας με τον παλμό της παλιάς και της νέας εποχής, καταφέρνοντας να μεταφέρει τον αναγνώστη ως θεατή των δρώμενων, αφενός από τη μακρινή Ινδία, τη διαφορετική εκείνη χώρα της Ανατολής, που χρησιμοποιούσε πρωτόγονα τεχνικά, χειροκίνητα μέσα, σε μια χώρα σύγχρονη, πολιτισμένη, που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος μηχανοκίνητα μέσα ώστε και μόνος του να χαράσσει καινούργιους δρόμους, να ανοίγει και τούνελ!
Ο τρελός του χωριού, αφήγημα και εικόνα, μέσα από την παλιά νοοτροπία και τεχνική φέρνει κάτι νέο, κοντολογίς, πρωτότυπο ή διαφορετικά δοσμένο, μέσα από έναν επιδέξιο συνδυασμό αντιθέσεων και αντίθετων πραγμάτων. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο, αξιόλογο βιβλίο χαμηλών τόνων, που με τη διακριτική του παρουσία παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα καλά βιβλία για παιδιά –και όχι μόνο για παιδιά– δίνοντας παραδείγματα αγωνιστικότητας χωρίς να καταφεύγει σε κουραστικούς και ανιαρούς, αφόρητους κι ανούσιους διδακτισμούς.
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/10222-trelos-xoriou