Της Μικρασίας ήτανε γέννημα και καμάρι
ο άγιος ο Ευτυχής που ο Παύλος θα τον πάρει
για μαθητή του ζηλευτό και θα τον σαγηνέψει
όπως στα έθνη έκανε. Μέσα του θα φυτέψει
σπόρο καλό και άγιο, κι εκείνος θα κηρύξει
Χριστόν, Θεόν αληθινόν, ωσότου να τον ρίξει
ο άρχοντας του τόπου του, αφού τον μαστιγώσει,
σε φυλακή, σκοπεύοντας να τον εθανατώσει
Νεράκι δεν του δίνουνε, μήτε φαϊ να φάει
Από την πείνα θέλουνε σαν δύστυχος να πάει
Μα Άγγελος κατέρχεται, στο στόμα τον ταϊζει
Τον βλέπουν ακμαιότατο, το μάτι τους γυαλίζει
Τον ρίχνουν μέσα στη φωτιά κι εκείνη δεν τον καίει
Βορρά μες στα θηρία τους κι ένα από κείνα λέει:
"Δε βλέπετε τον άνθρωπο πως είναι του Θεού μας;
Ό,τι και να προστάξετε, δεν είναι του χεριού μας
Τον θέλει Εκείνος ζωντανό για να σας οδηγήσει
στο φως και στην αλήθεια Του. Αυτός, λοιπόν, θα ζήσει!"
Οι άπιστοι παγώνουνε, οι βάρβαροι χλωμιάζουν
Πώς οι φωνές των ζωντανών με τις δικές τους μοιάζουν;
Αφήνουνε τον Ευτυχή να πάει στο καλό του
κι εκείνος στην πατρίδα του γυρνά και στο χωριό του
Άγγελος προπορεύεται για να τον ενθαρρύνει
Είν' ο δικός του Άγγελος που στη δική του κρήνη
πίνει νερό παρηγοριάς ο καταπονημένος
Και φτάνει στη Σεβάστεια, πλέον αντρειωμένος
Εκεί θα ζήσει ευτυχής και θα μεγαλουργήσει
πλήθος θα φέρει στο Χριστό και θα το οδηγήσει
Θα κάνει θαύματα πολλά κι ειρηνικά θα φύγει
αφού θα ζήσει άγια. Όμως αυτού δε λήγει
η ένδοξή του βιοτή μετά το θάνατό του
Τη χάρη του ως σήμερα δινει στο ποίμνιό του
μα και στους απογόνους του πάντα εδώ και τώρα
Τον έχουμε παρηγοριά, απάγγειο στη μπόρα
Κάποτε εμφανίστηκε στης Σέλινου τα μέρη
Τουρκοκρατία ήτανε. Στην Τσισκιανά θα φέρει
τη χάρη του, βαδίζοντας με ένα γαϊδουράκι
Χτυπά τις πόρτες, ζήτουλας, μα ούτε ένα πορτάκι
αυτόν δεν καταδέχεται να τον φιλοξενήσει
Φοβόντουσαν οι άνθρωποι ποιος, τι θα προξενήσει
Ήτανε, λοιπόν, φθινόπωρο, κι ο άγιος ξαπλώνει
στη ρίζα ενός πλάτανου. Αρχίζει και νυχτώνει
Ξεσπάει μπόρα και βροχή, αέρας, καταιγίδα
Θαρρείς θα πάρει ο Θεός τον κόσμο όπου είδα
Σαν ξημερώνει, μια γριά βγάζει τα πρόβατά της
να τα βοσκήσει εκεί δα. Βλέπει, λοιπόν, μπροστά της
κάτω απ' το γέρο πλάτανο ζητιάνο να κοιμάται
Στεγνός ο τόπος γύρω του, στεγνός κι αυτός. Φοβάται
πισωπατά και στέκεται, πάει να του μιλήσει
κι η γλώσσα γλωσσοδένεται. Πώς, τι να εκστομίσει;
Γύρω τριγύρω ποταμοί και όλα κολυμπούνε
Σε ποιο να πει τ' απίστευτο κι οι άλλοι τι θα πούνε;
Παίρνει το λόγο ο άγιος για να την ξεφοβίσει:
"είμαι καλά, δε βράχηκα" θα την καλημερίσει
"έλα πιάσε τα ρούχα μου, είναι στεγνά, τα είδες;"
"Μα ο κόσμος χάλασεν εχθές! Έπεσαν καταιγίδες
Δεν μπορεί να μη βράχηκες. Αχ, φταίμε οι καημένοι
Δε σε καταδεχθήκαμε. Απ' τη ζωή δαρμένοι
κι από τη μαύρη τη σκλαβιά, πέτρωσε η καρδιά μας
Δε σε καλοδεχθήκαμε μέσα στα φτωχικά μας
Σηκώνεται ο άγιος, μια λάμψη απαυγάζει
"Εγώ είμαι ο Ευτυχής, τίποτα δε με σκίάζει
Όλα αυτά τα σύννεφα τα μαύρα και τα γκρίζα
ήρθανε για να χτίσετε στου πλάτανου τη ρίζα
το σπίτι μου. Μιαν εκκλησιά ήθελε ο Θεός μας
να γίνει και με έστειλε εδώ για το καλό μας"
Το λόγο δεν απόσωσε και η γριά τον χάνει
μπροστά από τα μάτια της. Τρέχει μα δεν προφθάνει
Τα πόδια της τρεκλίζονε, όχι από το βάρος
των χρόνων όπου κουβαλούν, αλλά από το θάρρος
της θείας εμφανίσεως στην ταπεινότητά της
Πέφτει τότε στα γόνατα. Στεγνό ήταν μπροστά της
το χώμα όπου πάτησε κι ενώ σταυροκοπιέται
στα στήθη μέσα η καρδιά ωσάν τρελή χτυπιέται
Τι θαύμα αξιώθηκε; Την λούζει θεία χάρη
Δένει τα προβατάκια της κι αμέσως θα τον πάρει
το δρόμο της προς το χωριό. Τις πόρτες θα χτυπήσει
μία προς μία όλες τους κι όποιον θα απαντήσει
με τρόμο μα και με χαρά τα θαυμαστά του λέει
Τη μια γελά το χείλι της κι από την άλλη κλαίει
Του χτίζουν τότε εκκλησιά και του τη ζωγραφίζουν
και στη γιορτή του έκτοτε όλοι πανηγυρίζουν
Το πρώτο μισό του τραγουδιού είναι βασισμένο στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, "Θερινό Συναξάρι" τόμος Β΄, εκδ. ΑΚτή, Λευκωσία 2009.
Το δεύτερο μισό που προέρχεται από παράδοση την Κρήτης από το σύνδεσμο:
http://www.haniotika-nea.gr/128296-agios-eutuxis/