Ήταν ίσως πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Κάνοντας βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης πέρασε από τον Θερμαϊκό, ένα από τα ιστορικά καφενεία της πόλης, και χαιρέτισε μια μεγάλη παρέα από φίλους των αδερφών της. Συνειδητοποίησε πως δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από ένα άγνωστό της πρόσωπο που καθόταν στην κορυφή του μεγάλου τραπεζιού. Ενώ παρέμενε αμίλητος όλοι οι υπόλοιποι τον είχαν αναφορά.
Το παράξενο πρόσωπό του τής θύμισε μούρη αλόγου. Θα μπορούσε να είναι ιδνιάνος, σκέφτηκε. Ίσια μεγάλη μύτη, σκιστά μάτια, χείλη σαρκώδη, ασυνήθιστα μεγάλα για αντρικό πρόσωπο. Τα μαλλιά του δημιουργούσαν το φόντο της προσωπογραφίας του με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Πυκνά μαύρα μαλλιά κατσαρά, φουντωτά μέχρι τη μέση. Ήταν απλά ντυμένος μάλλον, αν και η γυναίκα δε θυμάται ακριβώς τι φορούσε αυτό το ξωτικό. Έφυγε χωρίς να αλλάξουν μία κουβέντα και όσο προχωρούσε στην παραλία αλλά και πολλές φορές τα μετέπειτα χρόνια η εικόνα του ερχόταν πάλι και πάλι στο νου της, δίχως να ξέρει ακριβώς γιατί.
Ήταν ακόμα μαθήτρια λυκείου τότε και η ζωή της προχωρούσε επώδυνα μέσα από τυφλές επαναστάσεις, όνειρα αδιέξοδα όσο και φαντασμαγορικά, αγώνα για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο ως μοναδικής αλλαγής της σελίδας του καθημερινού της ταραγμένου ύπνου. Γιατί το νεαρό αυτό κορίτσι μέχρι εκείνη τη χρονιά κοιμόταν. Ίσως και για τις πρώτες απ' αυτές που ακολούθησαν.
Δέκα χρόνια μετά τον ξανασυνάντησε. Μάλλον πρόκειται για έναν απαράβατο νόμο της ζωής. Αν σταθείς με τέτοιον τρόπο σε ένα πρόσωπο, αργά ή γρήγορα αν δεν το γυρέψεις εσύ, θα σε γυρέψει εκείνο. Σε μια τρίτη περίπτωση θα μεριμνήσει η ζωή αυτοβούλως. Τέταρτη δεν υπάρχει.
Δυσκολεύτηκε πολύ να τον αναγνωρίσει η γυναίκα, αλλά τέτοιο πρόσωπο όσα χρόνια κι αν περνούσαν δεν θα έσβηνε από τη μνήμη,
- τουλάχιστον τη δική της. Δεν είχε πια ίχνος τρίχας στο κεφάλι του κι αυτό το γεγονός καταρχάς την απογοήτευσε πολύ. Έμαθε πως ο άνθρωπος αυτός είχε περάσει μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, αλλά τώρα ήταν καλά και πως σώθηκε από θαύμα.
Τώρα ήταν μαθήτριά του. Μια μαθήτρια που ήδη είχε γνωρίσει σπουδαίους δασκάλους που είχαν εν πολλοίς καθορίσει τη ζωή της, εν μέρει τις επιλογές της, αρκετά την συνολική της διαμόρφωση. Την είχαν ξυπνήσει με τον τρόπο που συμβαίνει συχνά στις διαδικασίες μάθησης εφόσον τηρούνται προϋποθέσεις αληθείας. Αυτός όμως ήταν αλλιώτικος. Σαν δάσκαλος ήταν αόρατος. Γι' αυτό και ο σημαντικότερος όλων γι' αυτήν. Σε κανέναν δεν έλεγε τι να κάνει, πώς να προχωρήσει, τι να σκεφτεί. Παρόλο που το μάθημά του ήταν στον τομέα των εικαστικών,
-χώρος που σηκώνει και παρέμβαση και καθοδήγηση-, αυτός απλώς παρατηρούσε τι έκανε κάθε μαθητής και έβαζε ερωτήματα στα οποία ποτέ δεν απαντούσε ο ίδιος. Σε άφηνε να προβληματιστείς αν ήθελες ή να αδιαφορήσεις πλήρως, αν τα αφιτά σου ήταν κλειστά. Είχε την σπάνια ικανότητα να μπαίνει στον καθένα και να τον προχωρά μ' αυτόν τον άκρως προσωπικό και υπαινικτικό τρόπο. Αρνούταν να βαθμολογήσει "αξιοκρατικά" βάζοντας σε όλους τον ίδιο βαθμό, άριστα.
Από το πρώτο τους μάθημα ξεκίνησε η ιδιότυπη και βαθιά φιλία τους. Απαλά, σιγανά, με έναν ρυθμό ασυνήθιστα αργό, τουλάχιστον για τα δικά της δεδομένα που συνήθως ήταν καλπάζοντα. Τέλειωσε τη σχολή η γυναίκα και για τα επόμενα δέκα χρόνια συναντιόνταν μαζί του δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Κάθε τους συνάντηση είχε την πύκνωση μηνών, διαποτισμένη με σκέψεις, συζητήσεις και εικόνες μοναδικές. Όταν χωρίζαν έφευγαν απλά χωρίς καμία συγκινησιακή φόρτιση σαν να είχαν εκτελέσει ένα εσωτερικό χρέος προς τον βαθύτερο εαυτό τους, πλήρεις, ανακουφισμένοι, ήσυχοι.
Ήταν η γυναίκα που κυρίως μιλούσε. Εκείνος ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της φιλίας έβαζε ερωτήματα όπως έκανε και στο μάθημα. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, ποτέ δεν την έπαιρνε τηλέφωνο. Αν δεν έπαιρνε εκείνη δεν θα συναντιόνταν ποτέ. Κι εκείνη μ' ένα παράδοξο τρόπο ένιωθε πότε έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Η σχέση αυτή, ελεύθερη τελείως από συναισθήματα ερωτικά, -ή τουλάχιστον αναγνωρίσιμα ερωτικά-, λειτουργούσε ως καταλύτης μέσα της.
Κάποτε συνάντησε τυχαία έναν δικό του δάσκαλο από την Καλών Τεχνών. Εκείνος της περιέγραψε πως ο φίλος της ήταν το μεγάλο αστέρι της σχολής. Στην τελική παρουσίαση των αποφοίτων όλοι στηρίζονταν στην παρουσίαση της δικής του δουλειάς. Αυτός όμως δεν πήγε. Γύρισε την πλάτη στους επαίνους και τον θαυμασμό που όλοι του έτρεφαν.
Ο ίδιος δάσκαλος της περιέγραψε τη φορά που μιλώντας στους φοιτητές του για το σκοτάδι, τούς τόνισε πως κανείς δεν μπορεί να βιώσει το απόλυτο σκοτάδι και πως η ζωγραφική είναι φως. Ο εν λόγω μαθητής του, τότε, πήγε και κλείστηκε σ' ένα φορτηγό ψυγείο και είπε σε κάποιον να τον ανοίξει μετά από τρεις μέρες. Βγήκε με πρησμένα μάτια κατακόκκινα, ημίτρελος. Αγωνίστηκε σκληρά να το ξεπεράσει.
Στην μικρή επαρχία που ζούσε από παιδί, τον γνώριζαν όλοι. Χειμώνα καλοκαίρι γυρνούσε μ' ένα κοντό παντελονάκι, ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και σαγιονάρες. Τίποτα δεν έκανε επίτηδες και τίποτα για να τραβήξει την προσοχή. Απλώς δεν είχε καμία αίσθηση του κρύου. Άλλοι τον περνουσαν για τρελό, άλλοι για παράξενο, λίγοι γνώριζαν τη μοναδική ευφία του και τον παθιασμένο έρωτά του για τη ζωή. Το άλλο του βλέμμα. Καλύτερα απ' όλους, η μάνα του που για χρόνια έψαχνε και μάζευε για να του χαρίσει ό,τι νόμιζε πως θα τον ενδιέφερε: ένα φτερό πουλιου, μια πέτρα, ένα κλαδί. Και δεν έπεφτε ποτέ έξω.
Αυτός, στις μεγάλες τους βόλτες, οδήγησε τη γυναίκα σε μέρη του λιμανιού που εκείνη δεν γνώριζε. Αυτός και στον ιππικό όμιλο, στα άλογα που πήγαινε συχνά μόνος να τα παρατηρήσει, να τα γνωρίσει, να τα χαϊδέψει. Σε λίμνες και βουνά, μέρη που εκείνη ποτέ δε βρέθηκε. Θαρρείς και όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στην ομορφιά που κρυμμένη περιμένει τους ανήσυχους εραστές της να την ανακαλύψουν. Και θαρρείς πως γιγάντωνε αυτή η ομορφιά καθώς την μοιραζόταν μαζί της.
Όσες φορές τον συμβουλεύτηκε, είτε στη ζωή της είτε στις δουλειές της, την οδήγησε με ασφάλεια, -πάντοτε θέτοντας αφοπλιστικά ερωτήματα και ποτέ απαντώντας καταφατικά-, σε κάτι καλύτερο, σοφότερο, ευκρινέστερο, γνησιότερο.
Ο φίλος της διακατέχεται από μια αδιάπτωτη ελπίδα, μια κρίση κοφτερή και διαυγή σα διαμάντι, μια αγάπη που σπάει τα παγιωμένα στερεότυπα προχωρώντας πέρα από το οικείο και συμβατικό. Από μια διάχυτη εσωτερική ειρήνη που παφλάζει ενδοκρυφίως.
Από τα συνεχόμενα ταξίδια του διατηρεί μια απίστευτη συλλογή από πετρούλες, ξύλα, κοχύλια, κλωστές, φύλλα, κόκκαλα ζώων. Μια από τις ωραιότερες δουλειές του ήταν η ανασύνθεση του σκελετού ενός δελφινιού που βρήκε κάποτε σ' ένα δάσος κοντά σε μια παραλία. Το έπλυνε, το καθάρισε, το επανένωσε και το έχει να αιωρείται στο εργαστήρι του. Αμέτρητες φωτογραφίες. Αναρίθμητα βιβλία, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και λευκώματα.
Στα μεγάλα διαστήματα που μεσολαβούσαν για να βρεθούν, η γυναίκα μάθαινε πως εξαφανίζεται γιατί έχει προβλήματα υγείας. Πως μένει μήνες στο κρεβάτι από τη μέση του. Τίποτα πιο συγκεκριμένο. Δεν πάνε λίγες μέρες που με μια αστεία αφορμή μιλώντας στο τηλέφωνο η κουβέντα πήγε στην υγεία του. Έμεινε κόκκαλο η κυρία ακούγοντας τι έχει τόσα χρόνια μέχρι σήμερα ο ακριβός της φίλος, κάθε πότε μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, τι πόνους έχει καθημερινά. Όλα αυτά ειπώθηκαν με τέτοια ελαφρότητα όπως θα μιλούσε κάποιος άλλος για τον καιρό. Χωρίς καμία θλιψη, καμία μιζέρια ή αυτολύπηση, διάθεση να προκαλέσει συμπόνοια.
Έμεινε πολλή ώρα, ίσως και ώρες, να σκέφτεται τι κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να σιωπά σε ότι αφορά τον εαυτό του, δίνοντας στους άλλους μόνον χαρά, διαθεσιμότητα, χιούμορ, ελπίδα. Τι κάνει έναν τέτοιον άνθρωπο να σηκώνει μόνος του τον προσωπικό του σταυρό χωρίς κανείς να γνωρίζει γι' αυτόν, με τέτοια εγκαρτέρηση, και χωρίς καμία διάθεση να βαρύνει κανέναν άλλον, αλλά αντιθέτως ανακουφίζοντας όλους τους γύρω του που τα προβλήματά τους είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα δικά του. Έτσι είναι όμως, κατέληξε. Ο ωκεανός χωρά τις σταγόνες του, οι σταγόνες δε χωρούν αντιστοίχως τον ωκεανό. Θυμήθηκε τον γέροντα Παϊσιο που δόξαζε τον Θεό όταν τον βρήκε η αρρώστεια, γιατί έλεγε πως έτσι τώρα καταλαβαίνει καλύτερα τους ασθενείς. Δεν μπορείς να συμπάσχεις πραγματικά όταν εσύ είσαι υγιής, έλεγε.
Η βαθιά ευγνωμοσύνη του άντρα για το δώρο της ζωής που διαποτίζει την ψυχή του από τη στιγμή που σώθηκε από βέβαο θάνατο τον κατακλύζει σε κάθε του στιγμή. Η αξία της κάθε στιγμής καταλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις μέσα του και αυτό βγαίνει και προς τα έξω. Δεν κρύβεται. Κι έτσι αλλάζει ο κόσμος γύρω του εξαιτίας του...