Labels

Tuesday, June 29, 2010

Μικρή ιστορία 6.




Ήταν ίσως πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Κάνοντας βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης πέρασε από τον Θερμαϊκό, ένα από τα ιστορικά καφενεία της πόλης, και χαιρέτισε μια μεγάλη παρέα από φίλους των αδερφών της. Συνειδητοποίησε πως δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από ένα άγνωστό της πρόσωπο που καθόταν στην κορυφή του μεγάλου τραπεζιού. Ενώ παρέμενε αμίλητος όλοι οι υπόλοιποι τον είχαν αναφορά.

Το παράξενο πρόσωπό του τής θύμισε μούρη αλόγου. Θα μπορούσε να είναι ιδνιάνος, σκέφτηκε. Ίσια μεγάλη μύτη, σκιστά μάτια, χείλη σαρκώδη, ασυνήθιστα μεγάλα για αντρικό πρόσωπο. Τα μαλλιά του δημιουργούσαν το φόντο της προσωπογραφίας του με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Πυκνά μαύρα μαλλιά κατσαρά, φουντωτά μέχρι τη μέση. Ήταν απλά ντυμένος μάλλον, αν και η γυναίκα δε θυμάται ακριβώς τι φορούσε αυτό το ξωτικό. Έφυγε χωρίς να αλλάξουν μία κουβέντα και όσο προχωρούσε στην παραλία αλλά και πολλές φορές τα μετέπειτα χρόνια η εικόνα του ερχόταν πάλι και πάλι στο νου της, δίχως να ξέρει ακριβώς γιατί.

Ήταν ακόμα μαθήτρια λυκείου τότε και η ζωή της προχωρούσε επώδυνα μέσα από τυφλές επαναστάσεις, όνειρα αδιέξοδα όσο και φαντασμαγορικά, αγώνα για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο ως μοναδικής αλλαγής της σελίδας του καθημερινού της ταραγμένου ύπνου. Γιατί το νεαρό αυτό κορίτσι μέχρι εκείνη τη χρονιά κοιμόταν. Ίσως και για τις πρώτες απ' αυτές που ακολούθησαν.

Δέκα χρόνια μετά τον ξανασυνάντησε. Μάλλον πρόκειται για έναν απαράβατο νόμο της ζωής. Αν σταθείς με τέτοιον τρόπο σε ένα πρόσωπο, αργά ή γρήγορα αν δεν το γυρέψεις εσύ, θα σε γυρέψει εκείνο. Σε μια τρίτη περίπτωση θα μεριμνήσει η ζωή αυτοβούλως. Τέταρτη δεν υπάρχει. 

Δυσκολεύτηκε πολύ να τον αναγνωρίσει η γυναίκα, αλλά τέτοιο πρόσωπο όσα χρόνια κι αν περνούσαν δεν θα έσβηνε από τη μνήμη, 
- τουλάχιστον τη δική της. Δεν είχε πια ίχνος τρίχας στο κεφάλι του κι αυτό το γεγονός καταρχάς την απογοήτευσε πολύ. Έμαθε πως ο άνθρωπος αυτός είχε περάσει μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, αλλά τώρα ήταν καλά και πως σώθηκε από θαύμα.

Τώρα ήταν μαθήτριά του. Μια μαθήτρια που ήδη είχε γνωρίσει σπουδαίους δασκάλους που είχαν εν πολλοίς καθορίσει τη ζωή της, εν μέρει τις επιλογές της, αρκετά την συνολική της διαμόρφωση. Την είχαν ξυπνήσει με τον τρόπο που συμβαίνει συχνά στις διαδικασίες μάθησης εφόσον τηρούνται προϋποθέσεις αληθείας. Αυτός όμως ήταν αλλιώτικος. Σαν δάσκαλος ήταν αόρατος. Γι' αυτό και ο σημαντικότερος όλων γι' αυτήν. Σε κανέναν δεν έλεγε τι να κάνει, πώς να προχωρήσει, τι να σκεφτεί. Παρόλο που το μάθημά του ήταν στον τομέα των εικαστικών, 
-χώρος που σηκώνει και παρέμβαση και καθοδήγηση-, αυτός απλώς παρατηρούσε τι έκανε κάθε μαθητής και έβαζε ερωτήματα στα οποία ποτέ δεν απαντούσε ο ίδιος. Σε άφηνε να προβληματιστείς αν ήθελες ή να αδιαφορήσεις πλήρως, αν τα αφιτά σου ήταν κλειστά. Είχε την σπάνια ικανότητα να μπαίνει στον καθένα και να τον προχωρά μ' αυτόν τον άκρως προσωπικό και υπαινικτικό τρόπο.   Αρνούταν να βαθμολογήσει "αξιοκρατικά" βάζοντας σε όλους τον ίδιο βαθμό, άριστα. 

Από το πρώτο τους μάθημα ξεκίνησε η ιδιότυπη και βαθιά φιλία τους. Απαλά, σιγανά, με έναν ρυθμό ασυνήθιστα αργό, τουλάχιστον για τα δικά της δεδομένα που συνήθως ήταν καλπάζοντα. Τέλειωσε τη σχολή η γυναίκα και για τα επόμενα δέκα χρόνια συναντιόνταν μαζί του δύο με τρεις φορές τον χρόνο. Κάθε τους συνάντηση είχε την πύκνωση μηνών, διαποτισμένη με σκέψεις, συζητήσεις και εικόνες μοναδικές. Όταν χωρίζαν έφευγαν απλά χωρίς καμία συγκινησιακή φόρτιση σαν να είχαν εκτελέσει ένα εσωτερικό χρέος προς τον βαθύτερο εαυτό τους, πλήρεις, ανακουφισμένοι, ήσυχοι.

Ήταν η γυναίκα που κυρίως μιλούσε. Εκείνος ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της φιλίας έβαζε ερωτήματα όπως έκανε και στο μάθημα. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του, ποτέ δεν την έπαιρνε τηλέφωνο. Αν δεν έπαιρνε εκείνη δεν θα συναντιόνταν ποτέ. Κι εκείνη μ' ένα παράδοξο τρόπο ένιωθε πότε έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Η σχέση αυτή, ελεύθερη τελείως από συναισθήματα ερωτικά, -ή τουλάχιστον αναγνωρίσιμα ερωτικά-, λειτουργούσε ως καταλύτης μέσα της.

Κάποτε συνάντησε τυχαία έναν δικό του δάσκαλο από την Καλών Τεχνών. Εκείνος της περιέγραψε πως ο φίλος της ήταν το μεγάλο αστέρι της σχολής. Στην τελική παρουσίαση των αποφοίτων όλοι στηρίζονταν στην παρουσίαση της δικής του δουλειάς. Αυτός όμως δεν πήγε. Γύρισε την πλάτη στους επαίνους και τον θαυμασμό που όλοι του έτρεφαν.
Ο ίδιος δάσκαλος της περιέγραψε τη φορά που μιλώντας στους φοιτητές του για το σκοτάδι, τούς τόνισε πως κανείς δεν μπορεί να βιώσει το απόλυτο σκοτάδι και πως η ζωγραφική είναι φως. Ο εν λόγω μαθητής του, τότε, πήγε και κλείστηκε σ' ένα φορτηγό ψυγείο και είπε σε κάποιον να τον ανοίξει μετά από τρεις μέρες. Βγήκε με πρησμένα μάτια κατακόκκινα, ημίτρελος. Αγωνίστηκε σκληρά να το ξεπεράσει.

Στην μικρή επαρχία που ζούσε από παιδί, τον γνώριζαν όλοι. Χειμώνα καλοκαίρι γυρνούσε μ' ένα κοντό παντελονάκι, ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και σαγιονάρες. Τίποτα δεν έκανε επίτηδες και τίποτα για να τραβήξει την προσοχή. Απλώς δεν είχε καμία αίσθηση του κρύου. Άλλοι τον περνουσαν για τρελό, άλλοι για παράξενο, λίγοι γνώριζαν τη μοναδική ευφία του και τον παθιασμένο έρωτά του για τη ζωή. Το άλλο του βλέμμα. Καλύτερα απ' όλους, η μάνα του που για χρόνια έψαχνε και μάζευε για να του χαρίσει ό,τι νόμιζε πως θα τον ενδιέφερε: ένα φτερό πουλιου, μια πέτρα, ένα κλαδί. Και δεν έπεφτε ποτέ έξω.

Αυτός, στις μεγάλες τους βόλτες, οδήγησε τη γυναίκα σε μέρη του λιμανιού που εκείνη δεν γνώριζε. Αυτός και στον ιππικό όμιλο, στα άλογα που πήγαινε συχνά μόνος να τα παρατηρήσει, να τα γνωρίσει, να τα χαϊδέψει. Σε λίμνες και βουνά, μέρη που εκείνη ποτέ δε βρέθηκε. Θαρρείς και όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στην ομορφιά που κρυμμένη περιμένει τους ανήσυχους εραστές της να την ανακαλύψουν. Και θαρρείς πως γιγάντωνε αυτή η ομορφιά καθώς την μοιραζόταν μαζί της.

Όσες φορές τον συμβουλεύτηκε, είτε στη ζωή της είτε στις δουλειές της, την οδήγησε με ασφάλεια, -πάντοτε θέτοντας αφοπλιστικά ερωτήματα και ποτέ απαντώντας καταφατικά-, σε κάτι καλύτερο, σοφότερο, ευκρινέστερο, γνησιότερο. 

Ο φίλος της διακατέχεται από μια αδιάπτωτη ελπίδα, μια κρίση κοφτερή και διαυγή σα διαμάντι, μια αγάπη που σπάει τα παγιωμένα στερεότυπα προχωρώντας πέρα από το οικείο και συμβατικό. Από μια διάχυτη εσωτερική ειρήνη που παφλάζει ενδοκρυφίως.

Από τα συνεχόμενα ταξίδια του διατηρεί μια απίστευτη συλλογή από πετρούλες, ξύλα, κοχύλια, κλωστές, φύλλα, κόκκαλα ζώων. Μια από τις ωραιότερες δουλειές του ήταν η ανασύνθεση του σκελετού ενός δελφινιού που βρήκε κάποτε σ' ένα δάσος κοντά σε μια παραλία. Το έπλυνε, το καθάρισε, το επανένωσε και το έχει να αιωρείται στο εργαστήρι του. Αμέτρητες φωτογραφίες. Αναρίθμητα βιβλία, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και λευκώματα.

Στα μεγάλα διαστήματα που μεσολαβούσαν για να βρεθούν, η γυναίκα μάθαινε πως εξαφανίζεται γιατί έχει προβλήματα υγείας. Πως μένει μήνες στο κρεβάτι από τη μέση του. Τίποτα πιο συγκεκριμένο. Δεν πάνε λίγες μέρες που με μια αστεία αφορμή μιλώντας στο τηλέφωνο η κουβέντα πήγε στην υγεία του. Έμεινε κόκκαλο η κυρία ακούγοντας τι έχει τόσα χρόνια μέχρι σήμερα ο ακριβός της φίλος, κάθε πότε μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, τι πόνους έχει καθημερινά. Όλα αυτά ειπώθηκαν με τέτοια ελαφρότητα όπως θα μιλούσε κάποιος άλλος για τον καιρό. Χωρίς καμία θλιψη, καμία μιζέρια ή αυτολύπηση, διάθεση να προκαλέσει συμπόνοια. 

Έμεινε πολλή ώρα, ίσως και ώρες, να σκέφτεται τι κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να σιωπά σε ότι αφορά τον εαυτό του, δίνοντας στους άλλους μόνον χαρά, διαθεσιμότητα, χιούμορ, ελπίδα. Τι κάνει έναν τέτοιον άνθρωπο να σηκώνει μόνος του τον προσωπικό του σταυρό χωρίς κανείς να γνωρίζει γι' αυτόν, με τέτοια εγκαρτέρηση, και χωρίς καμία διάθεση να βαρύνει κανέναν άλλον, αλλά αντιθέτως ανακουφίζοντας όλους τους γύρω του που τα προβλήματά τους είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στα δικά του. Έτσι είναι όμως, κατέληξε. Ο ωκεανός χωρά τις σταγόνες του, οι σταγόνες δε χωρούν αντιστοίχως τον ωκεανό. Θυμήθηκε τον γέροντα Παϊσιο που δόξαζε τον Θεό όταν τον βρήκε η αρρώστεια, γιατί έλεγε πως έτσι τώρα καταλαβαίνει καλύτερα τους ασθενείς. Δεν μπορείς να συμπάσχεις πραγματικά όταν εσύ είσαι υγιής, έλεγε. 

Η βαθιά ευγνωμοσύνη του άντρα για το δώρο της ζωής που διαποτίζει την ψυχή του από τη στιγμή που σώθηκε από βέβαο θάνατο τον κατακλύζει σε κάθε του στιγμή. Η αξία της κάθε στιγμής καταλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις μέσα του και αυτό βγαίνει και προς τα έξω. Δεν κρύβεται. Κι έτσι αλλάζει ο κόσμος γύρω του εξαιτίας του...



Monday, June 28, 2010

Μικρή ιστορία 5.


Έργο του M.C. Escher: PUDDLE



Η ΠΟΡΤΑ 


«Άντε ν’ ανοίξεις την πόρτα 
Μπορεί να είναι έξω 
Ένα δέντρο, ή ένα δάσος, 
Ένας κήπος, 
Ή μια μαγική πόλη. 

Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα 
Μπορεί να ψάχνει ένα σκυλί 
Μπορεί να δεις ένα πρόσωπο, 
Ή ένα μάτι, 
Ή την εικόνα 
μιας εικόνας. 

Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα. 
Αν έχει ομίχλη 
Θα φύγει. 

Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα. 
Ακόμα κι αν είναι μόνο 
Το σκοτάδι που χτυπά, 
Ακόμα κι αν είναι μόνο 
Ο απατηλός άνεμος, 
Ακόμη κι αν 
Τίποτε 
Δεν είναι 
Πήγαινε ν’ ανοίξεις την πόρτα. 

Τουλάχιστον 
Θα σχηματιστεί 
Ρεύμα». 



Miroslav Holub –γ. 1923, Τσεχοσλοβακία
Σύγχρονη ποίηση απ’ όλο τον κόσμο (ανθολογία -μετάφραση Ηλίας Κυζηράκος), 1971 

Wednesday, June 23, 2010

Μικρή ιστορία 4.



Ένας έμπειρος και παρατηρητικός άνθρωπος θα μπορούσε με την πρώτη ματιά να ισχυριστεί πως πρόκειται για έναν κοινό άνθρωπο. Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου υπερβολικό να αποφανθεί πως πρόκειται για το πρότυπο του κοινού ανθρώπου. 

Αδιάφορο έως κακοφτιαγμένο σουλούπι, λίγα λόγια κι αυτά χαμηλών τόνων, ντύσιμο απλό χωρίς καμία επιτήδευση, κάποιες φορές και κιτς. Δε θα χρειαζόταν καθόλου φαντασία για να συμπεράνει ο παρατηρητής, πως καμία γυναίκα, -της προκοπής τουλάχιστον-, δε θα γυρνούσε ποτέ να τον κοιτάξει. Κι ακόμα, πως ολοφάνερα πρόκειται για έναν φιλήσυχο, ολίγον βολεμένο και οπωσδήποτε αυτάρκη άντρα, που η ζωή του κύλησε αδιάφορη γεμάτη μικρά επαναλαμβανόμενα μοτίβα με απουσία εξάρσεων.

Ωστόσο, όλα αυτά τα προφανή συμπεράσματα  ισχύουν, όσο και η πεποίθηση πως η γη είναι επίπεδη εφόσον ο ορίζοντας εκτείνεται στην ευθεία των μαιτών μας.

Αυτός ο κοντός, ελαφρώς χοντρός και αρτσούμπαλος άντρας με τα βατραχίσια μάτια και τα πλατιά χείλη κάποτε παντρεύτηκε μία καλλονή που τον λάτρεψε όσο κι αυτός εκείνην. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά. Πάνω στη δεύτερη γέννα τον κάλεσαν επειγόντως στην κλινική γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια αλλοκοτη αρρώστεια μεταμόρφωνε ώρα την ώρα την καλλονή σε τέρας. Όταν την είδε δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει. Λίγο μετά τη γέννα η βασίλισσά του πέθανε στην αγκαλιά του.

"Είσαι λοιπόν στ' αλήθεια πουτάνα ρε ζωή;", αναρωτήθηκε μέσα του, "θα σε γαμήσω" κατέληξε. Κι από τότε κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να μην αγαπήσει ξανά. Παρόλ' αυτά η επιτυχία του στις γυναίκες ήταν αναμφισβήτητα σκανδαλιστική. Δεν άφησε ντόπιες στη μικρή επαρχία που έμενε, δεν άφησε ξένες που έρχονταν τα καλοκαίρια διψασμένες για θάλασσα και έρωτα. Οι φίλοι του τραβούσαν τα μαλλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε τι τού βρίσκουν και πώς είναι δυνατόν να τον προτιμούν από μια ντουζίνα ωραιότερους και πλέον ελκυστικότερουος εμφανισιακά. Μέγα μυστήριο αυτό που είχε πάνω του ο κύριος αυτός κι έπεφταν όλες με το πρώτο.
Γνωρίζοντάς τον δεν μου ήταν και τόσο δύσκολο να λύσω το αίνιγμα. Είχε πράγματι ένα σπάνιο χάρισμα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε άμυνες. Του τις είχε αφαιρέσει όλες ο θάνατος. Και κατά δεύτερον, δεν έπαψε πραγματικά ποτέ να αγαπά τις γυναίκες και μάλιστα με τον τρόπο που αυτές ήθελαν. Γνώριζε τη φύση της γυναίκας καλύτερα απ' όσο γνώριζε τον εαυτό του. Έκανε τα πάντα για να τους προσφέρει χαρά και απόλαυση με ευγένεια μοναδική. Σκέφτομαι τώρα πως ίσως να έπαιξε ρόλο και η μεγάλη του θλίψη, η απόγνωση που τον διακατείχε. Είναι ιδιαίτερα ελκυστικά στον άνθρωπο αυτά τα χαρακτηριστικά και δημιουργούν μια ιδιάζουσα ερωτική φύση αρκούντως θελκτική και πάντως ξεχωριστή. Γι' αυτό και άκρως ενδιαφέρουσα.

Έκανε έναν δεύτερο γάμο με μία ξένη, έναν τρίτο με άλλη μία. Ενδιάμεσα διάφοροι αρραβώνες που δεν οδήγησαν σε γάμους, -δεν είχε εξάλλου και άλλα περιθώρια-, κι ένα πάθος που τον κυνήγησε και το κυνήγησε για χρόνια. Που του κατασπάραξε τα σωθικά ως οφείλει κάθε πάθος που σέβεται τον εαυτό του. Κάποτε τα άφησε όλα πίσω του κι έμεινε μόνος αφού έχασε περιουσίες, αφού μεγάλωσε σα μάνα και πατέρας τα παιδιά του, διάβασε πολύ, λάτρεψε τη μουσική, έγινε συλλέκτης δίσκων που σπάνια άκουγε.

Έφτασε μια μέρα σε οριακό σημείο φτώχιας. Έκανε το σταυρό του κι αγόρασε ένα λαχείο. Κέρδισε τον πρώτο λαχνό και σώθηκε. Μια άλλη φορά για να κάνει δώρο σε μια γυναίκα του τη μέρα της γιορτής της και μη έχοντας λεφτά, πήγε κρυφά στον χρυσοχόο και του πούλησε τις κρυμμένες σ' ένα κουτί βέρες των πολλαπλών αρραβώνων του. Ο χρυσοχόος τον έκλεψε κι αυτός το ήξερε, αλλά το χρυσό δαχτυλίδι της το πήρε. Μια τρίτη φορά που ο πόνος του ξέσκιζε τα σπλάχνα, -γιατί αυτός ο άντρας τα ζούσε όλα στον ακραίο τους βαθμό-, είδε στο δρόμο έναν γέρο. Σταμάτησε με το αμάξι και τον πήρε να τον πάει όπου πήγαινε. Τον παρηγόρησε ο παππούς, του γλύκανε την ψυχή, έφτασε στον προορισμό του και κατέβηκε. Μόλις κατέβηκε απ' το αμάξι εξαφανίστηκε. Τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, πουθενά ο γέρος. Έσπαζε το κεφάλι του ο άντρας να θυμηθεί πού ήξερε αυτόν τον παππού, ώσπου θυμήθηκε. Δεν είχε πολλή ώρα που μπροστά στο εικόνισμά του είχε ανάψει κερί στο ξωκλήσι του βουνού και τού είχε ζητήσει με όλη του την καρδιά βοήθεια.

Μια φορά λίγο έλειψε να εγκληματίσει. Μια άλλη παρά τρίχα γλίτωσε τη φυλακή. Έσπασε άνθρωπο στο ξύλο γιατί πρόδωσε τη φιλία του. Πολλές φορές χάρισε χρέη σε οφειλέτες. Σε γυναίκες ούτε λόγος να γίνεται.

Τον συνάντησα πάλι πρόσφατα. Πάντα μιλούσαμε με ειλικρίνεια απ' την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε κι ας βρεθήκαμε μέχρι σήμερα ελάχιστες φορές. Κυρίως μου μιλούσε αυτός. Και μιλούσε σπάνια σε κάποιον. Δεν άνοιγε εύκολα την πολυτάραχη παθιασμένη ψυχή του.

"Μόνος;" τον ρώτησα. "Ανδρέας και μόνος δεν γίνεται" μου απάντησε. "Προχθές μου είπε πως μ' αγαπάει μετά από ένα μήνα σχέσης, κι εγώ της απάντησα, εμένα δε γίνεται να μη μ' αγαπήσεις, σε είχα προειδοποιήσει."

Βούρκωσα από χαρά και τον αγκάλιασα. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτόν τον κόσμο που δεν είναι για να μένουν μόνοι. Δεν γίνεται και να μην αγαπηθούν.

Σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου ερωτικά στο πλάι του. Θα μπορούσα όμως άνετα να με φανταστώ να αφήνομαι στην αγκαλιά του και να βγάζω κάποια στιγμή τον πόνο μου. Κι απ' την άλλη καταλαβαίνω και όλες τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν και τον αγάπησαν και τις δικαιολογώ απολύτως. Μεγάλης αγκαλιάς άντρας παρόλο το μικρό του μπόι. Βράχος άφοβος. Στήριγμα και απάνεμο λιμάνι που δε σκιάζεται πια φουρτούνες. Τόσο χώνεψε τον πόνο, τόσο κατάπιε τα πάθη της ζωής και τόσο αποδέχθηκε το διπλό της πρόσωπο που παρκάρει κάθε φορά το αυτοκίνητο στο σπίτι του με τη μούρη προς τα έξω ώστε να είναι έτοιμος ανά πάση στιγμή να φύγει αν τύχει κάτι κακό και πρέπει να τρέξει για τον εαυτό του ή τους δικούς του.

Αυτός ο φαινομενικά κοινός άντρας είναι φιλόστοργος, καθαρός σαν παιδί, φιλότιμος όσο δεν πάει και περισσότερο από όλα, ταπεινός. Δεν έχει καμία απολύτως ιδέα για τον εαυτό του. Διαρκώς τονίζει πως είναι ένα "τίποτα" και το πιστεύει.

Κι επειδή το πιστεύει στ' αλήθεια, κάθε πρωί εδώ και είκοσι χρόνια, -από τότε που έχασε τον άγγελό του-, μόλις ξυπνήσει κι ανοίξει τα βατραχίσια μάτια του στο φως, κάνει τον σταυρό του και λέει: Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες να ξημερώσω... αξίωσέ με να βραδιάσω κιόλας..." Και το εννοεί με όλη του τη θέρμη που δεν είναι καθόλου κοινή όπως βέβαια και ο ίδιος...
Άραγε στ' αλήθεια, υπάρχουν άνθρωποι κοινοί;

Tuesday, June 22, 2010

Μικρή ιστορία 3.






-     θέλεις να σου φέρω απ’ το Παρίσι;

-     Θέλω να με πάρεις μαζί σου στο Παρίσι.

-     Όπου κι αν πάω σε κουβαλώ. Τι θέλεις να σου φέρω απ’ το Παρίσι;

-     Να μου φέρεις όλο το Παρίσι! Μπορείς;

-     Μπορώ σ’ ένα φιλί! Απ’ το Παρίσι τι θέλεις να σου φέρω;

-     Τίποτα… μόνο να γυρίσεις πίσω…


Η γυναίκα γύρισε απ’ το Παρίσι.
Ο άντρας δεν την περίμενε.

Sunday, June 20, 2010

Μικρή ιστορία 2.




Υπάρχουν πράγματα για τα οποία η φίλη μου δεν μιλά ποτέ και σε κανέναν. Θα πρέπει να είσαι πολύ δικός της άνθρωπος και να έχεις μείνει ικανό χρόνο μαζί της στη σιωπή για να σου πει, ας πούμε, για τα δυο αστέρια που κατοικούν στα μάτια της. Ένα μυστικό που κρατά καλά φυλαγμένο μέσα της κι ας είναι αυτό που καθορίζει όλη της τη ζωή. Το βλέμμα της πάνω στους ανθρώπους και τον κόσμο. Ελάχιστοι το γνωρίζουν. Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Όχι γιατί δεν θέλουν, μα γιατί είναι τόσο παράξενο και ακατανόητο που αν δεν το έχεις ο ίδιος δεν μπορείς να το προσεγγίσεις. Και όσοι δεν το ξέρουν, ούτε καν το υποψιάζονται. 

Ένα αστέρι σε κάθε μάτι, έτσι μου περιγράφει την αρρώστεια που τη βρήκε χρόνια πριν. Πώς να καταλάβω τι εννοεί; Ένα αστέρι που κατοικεί μέρα νύχτα την κόρη του δεξιού οφθαλμού κι άλλο ένα που κατοικεί αυτήν του αριστερού. Δυο άστρα που τα κατοικεί και η ίδια συνωμοτώντας μυστικά μαζί τους στη γειτονιά των ματιών της. Ας τα ονομάζουν οι γιατροί κατερστραμμένα κύτταρα. Ας λένε πως συνιστούν αναπηρία και ανικανότητα. Στην αρχή τους πίστεψε και τρομοκρατήθηκε. Μετά θύμωσε, ύστερα έπεσε σε κατάθλιψη. Έβλεπε χρόνο με το χρόνο τις εικόνες να οπισθοχωρούν, τα γράμματα να θαμπώνουν τόσο όσο να γίνονται σχεδόν αόρατα. Μετά άρχισε να το διασκεδάζει λέγοντας πως πρόκειται για μια αστεία αρρώστια, μιας και εκεί που εστιάζει χάνεται μέσα σε ομιχλη το εστιαζόμενο. Μα δεν ήταν άνθρωπος για κατάθλιψη αυτή. Κι έτσι άρχισε να παίζει. Περιμένοντας τη σειρά της στην τράπεζα εστίαζε στα πόδια των ανθρώπων. Τα έβλεπε να χάνονται και καθώς η περιφερειακή της όραση διατηρούσε την εικόνα του υπόλοιπου σώματος έφτιαχνε ιστορίες με ανθρώπους που αιωρούνταν. Περίμενε στις στάσεις των λεωφορείων και μη αναγνωρίζοντας το νούμερό τους άρχισε να μιλά στους ξένους ή να ανεβαίνει παράτολμα στο πρώτο που ερχόταν παραδόμενη στην τύχη του άγνωστου. Χαιρετούσε στο δρόμο άγνωστους που τους περνούσε για γνωστούς κι όταν διαπίστωνε το λάθος της πλησιάζοντας κοντά, ένιωθε τη χαρά των ανθρώπων στον αιφνίδιο χαιρετισμό από μια χαμογελαστή τους άγνωστη και επιπλέον, ωραία γυναίκα. Έτσι έμαθε πως μια καλημέρα στον ξένο είναι ένα δωρεάν αλισβερίσι χαράς. Κι έπαψε να φοβάται τους άγνωστους όπως όταν έβλεπε κανονικά, εμπιστευόμενη άνευ όρων στην ομίχλη που εδώ και τόσα χρόνια αναρίθμητες φορές την οδήγησε σε ξέφωτα και περάσματα αποκαλυπτικά. Κι ακόμα, έμαθε ν' ακούει. Να βλέπει αλλιώτικα. Να χαμογελά χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να σιγουρέψει αν έρχεται. Να τους χαιρετά όλους αδιακρίτως σαν φίλους και γνωστούς. Έπρεπε να διαλέξει. Ή δεν θα χαιρετούσε κανέναν για να μην κάνει λάθη ή θα τους χαιρετούσε όλους σαν δικούς της δίνοντας στο λάθος μια ευκαιρία να αποκτήσει νόημα. Διάλεξε το δεύτερο. Αυτό της ταίριαζε.

΄Ωσπου τον τελευταίο καιρό συνειδητοποίησε πως όλη αυτή η περιπέτεια της υγείας της είναι το δώρο που της έστειλε ο ουρανός. Δυο αστέρια. Στον ύπνο τον δικό της δεν υπάρχει σκοτάδι. Αυτό που τη μέρα θαμπώνει τις εικόνες της φτιάχνοντας άλλες από τις οικείες των υπόλοιπων ανθρώπων, τη νύχτα φωτίζει το σκοτάδι της και τα όνειρά της. Είναι πάντα  εκεί άσβηστα. Στην αρχή δυσκολεύτηκε και στον ύπνο. Μετά συνήθισε, ώσπου τώρα της αρέσει. Κάθε βράδυ τα καληνυχτά.

Κάποτε τα μάτια της κουράζονται πολύ, κάποτε πονούν αφόρητα. Ο αυχένας απ' το σκύψιμο πάνω στα βιβλία υποφέρει, τα χέρια κουράζονται να βαστούν τους μεγενθυτικούς φακούς τόσο που συνήθως τα εγκαταλείπει και κάνει κάτι άλλο να ξεκουραστεί. Σκέφτεται τους φίλους της που συχνά γκρινιάζουν για την ασχήμια γύρω τους, τα σκουπίδια στους δρόμους, τα άκομψα ρούχα των περαστικών, τις κιτσάτες επιγραφές στα εμπορικά, και νιώθει μια κρυφή και λίγο αλαζονική χαρά για τα δυο  αστέρια της που δεν της επιτρέπουν να βλέπει όσα οι άλλοι. Αυτή μπορεί και βλέπει μόνον πολύ κοντά, τα πρόσωπα των αγαπημένων της, και πολύ μακριά, τη θάλασσα και τον ουρανό. Όλο το ενδιάμεσο απουσιάζει. Αυτό την κάνει παράδοξα ευτυχισμένη.


Μου μιλά και την ακούω μέσα στη νύχτα. Η φωνή της ειναι ήσυχη. Με παρηγορεί κι ας νιώθω πως η φίλη μου είναι εδώ και ταυτόχρονα αλλού. Πως ολοένα φεύγει και δεν την πιάνω, δεν την προλαβαίνω. Θαρρείς και τα δυο αστέρια της την οδηγούν αλλού... πολύ πιο κάτω απ' το κάτω, πολύ πιο ψηλά απ' το ψηλά... Και της το εξομολογούμαι με τη σειρά μου: την αγαπάω περισσότερο από ποτέ... κι αυτήν και τα δυο αστέρια της... Κι έχω πάντα στο νου μου να κάθομαι πολύ κοντά της, σχεδόν κολλητά, για να μπορεί να με βλέπει σαν δικό της άνθρωπο...


Saturday, June 19, 2010

Μικρή ιστορία 1.


Η Μαροκινή Φετιμά έφυγε απ' την πατρίδα της πριν δεκατέσσερα χρόνια. Έφτασε στην Αθήνα και άρχισε να δουλεύει σ' ένα σπίτι ενός ζευγαριού, ψυχίατρος και οδοντίατρος οι άνθρωποι με μια γριά μάνα που ήθελε φροντίδα. Τους φαίνονταν δύσκολο το όνομά της κι έτσι το έκανε Φωτεινή για χάρη τους. Άφησε πίσω της δυο κόρες που σήμερα είναι εικοσιενός και εικοσιτριών. Τις άφησε στη μάνα και στην αδερφή της. Στην αρχή ήταν μια χαρά με τον άντρα της, μετά όμως έκλεισε το εργοστάσιο που αυτός δούλευε κι έμεινε χωρίς δουλειά. Το έριξε στο χασίς. Μια μέρα θ' ανοίξει πάλι, έλεγε συνέχεια, αλλά το εργοστάσιο δεν άνοιγε. Κι αυτός όλη μέρα έπινε χασίς και έτρωγε τα λεφτά που έβγαζε η Φατιμέ στο πεντάστερο ξενοδοχείο που δούλευε. Δεν χώρισε γιατί δεν ήθελε να πονέσουν τα κορίτσια της. Ας μεγάλωναν λίγο. Πήρε τα μάτια της και ήρθε στην Ελλάδα. Το ζευγάρι των γιατρών απέκτησε δύο κόρες. Η γριά πέθανε και η Φετιμά μεγαλώνει μέχρι σήμερα τις δύο ξένες κόρες. Τις δικές της τις βλέπει ένα μήνα κάθε καλοκαίρι που γυρνά στην πατρίδα. Τον πρώτο χρόνο έκλαιγε κάθε μέρα, μετά συνήθισε, αλλά μιλάνε κάθε μέρα ένα λεπτό στο κινητό. Το εργοστάσιο ακόμα ν' ανοίξει. Αυτός ακόμα πίνει χασίς όλη μέρα. Η αδερφή της, μου λέει, δεν αγαπά τα παιδιά της. Παντρεύτηκε κιόλας κι έκανε δικά της. Μόνον η μάνα της τα αγαπά. Πώς θα γίνει; Δε θα φορέσουν τα μίνι τους, δε θα έχουν κινητό; Αφού όλες οι φίλες τους είναι έτσι. Η αδερφή της όμως τα μαλώνει. Δεν καταλαβαίνει. Τώρα η Φατιμέ ταξιδεύει πρώτη φορά για το Παρίσι που έχει τον αδερφό της εκεί. Οι γιατροί στο ΙΚΑ δεν ξέρουν να θεραπεύσουν τον φλεβίτη που την παιδεύει. Φάρμακα στα φάρμακα, πού θα πάει αυτή η δουλειά; Πάει με το βιβλιάριό της στον αδερφό της και θα μείνει εκεί τον μήνα που θα έβλεπε τις κόρες της. Τα αφεντικά της δεν της έχουν μόνο ασφάλιση, δεν της δίνουν μόνον ένσημα, αλλά της έδωσαν και δυο χιλιάδες ευρώ για ό,τι έξτρα χρειαστεί, να 'ναι καλά οι άνθρωποι. Και η Φατιμέ εδώ και ένα χρόνο χωρισμένη πια, μου τα διηγείται όλα αυτά στο αεροπλάνο, αφού μου έχει ζητήσει βοήθεια να την οδηγήσω όταν φτάσουμε με το καλό στο Σαρλ ντε Γκωλ να πάρει το λεωφορείο για να φτάσει στον αδερφό της που μένει τριακόσια χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Δεν γνωρίζει καθόλου γαλλικά. Είναι χοντρή, με καρέ κόκκινα σγουρά μαλλιά, κόκκινο κραγιόν και χρυσή αλυσίδα στο λαιμό, χαμογελαστή και φοβισμένη, αγχωμένη πολύ. Αφού φτάνουμε και βρίσκουμε την άκρη, με φιλά, με ξαναφιλά, φεύγει, κι εγώ αναρωτιέμαι. Πόσο τυχαίο είναι το σε ποιον άνθρωπο απευθυνόμαστε όταν βρισκόμαστε ξένοι εν μέσω ξένων και θέλουμε βοήθεια;
Αναρωτιέμαι και πολλά άλλα εξίσου αναπάντητα, πρωτότυπα και κοινότυπα και χαμογελώ γι' αυτήν την τόσο παράξενη ζωή που μας γεμίζει απορίες, αγάπες, πόνο και θαύματα... 

Wednesday, June 16, 2010

Χάι κου του γκρι





Μαύρες νταντάδες
ανατρέφουν τα παιδιά
λευκών ανθρώπων

Νέοι άνθρωποι
είναι πιθανόν το γκρι
ν' ανακαλύψουν.


Χάι κου της προστασίας




Η τρικλοποδιά
απ' τ' αγγέλου το φτερό
θα τον γλυτώσει

Δυο μέτρα πιο κει
πεινασμένος σαν λύκος
στενάζει γκρεμός



χάι κου της συγκυρίας



Δύο άγγελοι
επιθυμήσαν πολύ
ένας τον άλλον.

Οδηγούν φίλους
προστατευόμενούς τους
να συναντηθούν.


To μονοπάτι



Θα γείρουν πάνω σου
γερασμένα πέταλα,
γέρικα φύλλα θα κουρνιάσουν,
ψίχουλα παιδιών
θα βρουν σ' εσένα καταφύγιο.

Κι όλα θα φύγουν
αποδιωγμένα απ' τον άνεμο
απ' τη βροχή εξαγνισμένα.

Μονάχα εσύ, αθώο, αγαθό και γενναιόδωρο
θ' αδειάζεις, θα γεμίζεις,
υπομένοντας το φευγαλαίο.

Στων αισθημάτων την ακτημοσύνη επιμένοντας
που αειθαλώς θ' ανθίζουν 
στον κήπο της σιωπηλής σου
ακινησίας.



Η Φωτογραφία είναι της Φωτεινής Κ.

Tuesday, June 15, 2010

Μάνος Χατζιδάκις ο 16άρης, από τον Άρη Δαβαράκη




Τα παιδιά που γεννηθήκανε τη μέρα που φτερούγισε για τον απάνω κόσμο ο Μάνος Χατζιδάκις, κλείνουνε τα δεκάξι στίς 15 Ιουνίου 2010. Εντυπωσιακό, ε; Άρα, αν αντιστρέψουμε τα πράγματα, ο Μάνος εκεί πάνω έχει γενέθλια. Έτσι κι αλλιώς δεν του ταιριάζουν οι νεκρολογίες και κατα έναν πολύ περίεργο τρόπο δεν έχω νοιώσει στιγμή ότι πέθανε ο Χατζιδάκις. Τυπικά βέβαια και κοιμήθηκε και ενταφιάστηκε κανονικά, «Χριστιανικά και Ορθόδοξα» όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, σ΄ένα μικρό κοιμητήριο στην Παιανία που, τότε, είχε δεν είχε τριάντα απλούς, σχεδόν φτωχικούς, τάφους. Εκείνος το είχε διαλέξει, ήθελε να αποφύγει τις «δημόσιες δαπάνες» στο Α΄ Νεκροταφείο και τους υπουργούς και τους επικήδειους και όλα τα σχετικά. Ηταν Ιούνιος του 1994 και τον Μάρτιο είχε ήδη φύγει και η Μελίνα. Νομίζω οτι αυτό του στοίχισε πολύ και δεν είμαι ο μόνος που το νομίζει. Η σχέση τους που συνοδευτηκε με ένα όσκαρ τραγουδιού, δεκάδες συνεργασίες στο θέατρο και το σινεμά, μια παραστάση on Broadway, (το μέγα σουξέ, “Ilya Darling” σε σκηνοθεσία του Jules Dassin), αλλά πάνω απ΄ όλα πολλή αγάπη αληθινή και ανιστόρητους καυγάδες, ήταν μια σχέση βαθιά ερωτική – που ξέσπαγε όμως στην Τέχνη και όχι στο κρεββάτι.

Δεν ξέρω γιατί τα γενέθλια του Μάνου με στείλανε κατευθείαν στην τόσο μοναδική, σπάνια, δυνατή σχέση του με την Μελίνα. Ισως επειδή απο την Μελίνα τον γνώρισα και εγώ, άνοιξη του 1977, στου «Φλόκα», στην Πανεπιστημίου. Και από τον Σεπτέμβριο του 77 άρχισα την συνεργασία μου με το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ το οποίο διήυθηνε εκείνος – λόγω της προσωπικής του φιλίας με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ετσι βλεπόμασταν κάθε μέρα, έτσι αγαπηθήκαμε, έτσι έμαθε οτι γράφαμε τραγούδια με τον Τάσο (στίχους εγώ, μουσικές ο Τάσος) και έτσι έγινα στιχουργός, συνεργαζόμενος κατ' αρχήν με τους δύο συνθέτες που λάτρευα: Τον Τάσο Μελετόπουλο, τον κολλητό μου, με τον οποίον μαζί λάβαμε μέρος και στούς «Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας» και, καπάκι, με τον Μάνο Χατζιδάκι. Τυχερό παιδί ο Ζαχαρίας-Αρης, δεν μπορώ να πω. Πολύ τυχερό παιδί.

Δεκάξι χρονών στούς ουρανούς λοιπόν ο Μάνος αναρωτιέμαι τι να κάνει σήμερα. Για το μόνο για το οποίο είμαι απολύτως βέβαιος είναι πως θα είναι 
ερωτευμένος – όπως πάντα . Χατζιδάκις χωρίς έρωτα δεν υπήρξε ποτέ, οπότε και σήμερα θα χτυπάει δυνατά η καρδιά του για κάποιον ή για κάποιαν ή για κάτι – δεν ξέρω κιόλας τι καθεστώς ερωτικό επικρατεί εκεί στον Ουρανό για να κάνω μιαν εικόνα. Αν ξαναβρίσκουμε τους παλιούς μας παλμούς και τις βαθύτερες μελωδίες μας, σίγουρα κάτι θα σκαρώνουνε με την Φλέρυ Νταντωνάκη – την οποίαν θεωρούσε, αν δεν κάνω πολύ μεγάλο λάθος, την μεγαλύτερη τραγουδίστρια με την οποία συνεργάστηκε ποτέ.

Δεν θέλω να φλυαρήσω – και επειδή το 'χω αυτό το κουσούρι και παρασύρομαι, θα σταματήσω εδω. Βάζω το γραμματάκι μου σ' ένα μπουκάλι γυάλινο και το πετάω στη θάλασσα, σίγουρος οτι θα πάει κατευθείαν στην αγκαλιά του αποδέκτη του.
 
Χρόνια Πολλά Μάνο Χατζιδάκι . Και καλήν αντάμωση, μ΄ένα γλυκό φιλί.

ΥΓ: Ε, δεν θα ήταν άδικο για την Νάνα Μούσχουρη που τον τραγούδησε κυριολεκτικά σ΄όλον τον πλανήτη σε τριάντα περίπου γλώσσες, να την αφήσουμε έξω απ' τη σημερινή επέτειο; Αυτό έλειψε!
 ....................................................................................................................................

Σημείωση: Το κείμενο είναι ακριβής αντιγραφή  από το protagon.gr

Monday, June 14, 2010

Παρίσι-Κωνσταντινούπολη



Το Παρίσι
με ανάγκασε σε εξωστρέφεια
σαν τραγούδι
έγχρωμη φωτογραφία
και φλερτ.

Η Πόλη
με επέστρεψε στο Είναι μου
σαν ποίημα
φωτογραφία ασπρόμαυρη
και σχέση.