Προσγειώνομαι και προχωρώ στους διαδρόμους του αεροδρομίου ακολουθώντας δύο γηραιές κυρίες που φαίνεται να γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Ευτυχώς δεν έχω καθόλου αποσκευές οπότε φτάνω κατευθείαν στη έξοδο. Απεργούν τα μέσα μεταφοράς και έτσι παίρνω ένα ταξί. Με το που βγαίνουμε στο δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα. Δεν κουνιέται τίποτα. Ο ταξιτζής μου προτείνει να πάμε από άλλον δρόμο. Αυτό βέβαια, το καταλαβαίνω από την παγκόσμια γλώσσα της παντομίμας και όχι από τα γαλλικά του. Συμφωνώ, αφού δεν έχω τι άλλο να προτείνω.
Η συναυλία του Εν Χορδαίς στο Αραβικό Ινστιτούτο ξεκινάει σε μισή ώρα. Είναι το περίφημο Institute de monde Arabe που σχεδίασε το τρομερό παιδί της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ο Ζαν Νουβέλ, το 1987, κάνοντας επιτηδευμένη χρήση ‘χάι τεκ’ υλικών δημιουργώντας συχνά τεχνικούς άθλους. Αυτό είναι το πρώτο του έργο. Περνούμε μέσα από χωριά πανέμορφα, δάση νυχτερινά που φωτίζονται εξαίσια από το φεγγάρι και όλο πηγαίνουμε χωρίς να έχω ιδέα ούτε πού είμαστε ούτε αν όντως πηγαίνουμε στο Παρίσι.
Περνάει μισή ώρα, περνάει μία, περνάει μιάμιση, ώσπου φτάνουμε. Ο οδηγός για την τελευταία μισή ώρα μιλάει στο κινητό. Κατεβαίνω και προσπαθώ να βρω την είσοδο σ’ αυτό το τεράστιο κτίριο. Είναι καλυμμένη μ’ ένα μεγάλο πλακάτ και δεν φαίνεται. Κάνω κύκλους και λέω πως δεν θα την βρω, πάει, τέλειωσε. Ψυχή πουθενά, ώσπου σταματά ένα αυτοκίνητο πάνω στον πεζόδρομο και ρωτώ τον οδηγό στα αγγλικά που ευτυχώς γνωρίζει. Κατεβαίνει, μου δείχνει την είσοδο που ήταν εντελώς μπροστά μου και φεύγει, θαρρείς και ανέβηκε στον πεζόδρομο μόνο για να με βοηθήσει.
Μόνο ένας άραβας φύλακας είναι στην πόρτα που μιλάει αραβικά και γαλλικά. Με κρατά για είκοσι λεπτά εκεί και δεν μ’ αφήνει να μπω αφού δεν έχω… εισιτήριο! Μάταια προσπαθώ να του εξηγήσω πως είμαι προσκεκλημένη. Μάταια του λέω πως ταξιδεύω εδώ και εννιά ώρες από την Ελλάδα. Την ώρα που κοντεύω να καταρρεύσω λέω μέσα μου, όχι, ούτε τώρα θα καταρρεύσω, να καταρρεύσει αυτός άμα θέλει, εγώ θα μπω και θα είμαι καλά και ας γυρίσει ο κόσμος τούμπες εκατό! Εν τέλει τον απελπίζω! Αυτός με σπρώχνει προς τα έξω κι εγώ προχωρώ προς τα μέσα. Κατεβαίνουμε στο δεύτερο υπόγειο, μπαίνω μέσα στην αίθουσα παρακάμπτοντάς τον και πάω κατευθείαν στον ηχολήπτη που του λέω ποια είμαι για να το εξηγήσει στον φύλακα πριν τον πνίξω. Ο αγγλομαθής ηχολήπτης με σώζει, ο συνεπής και αμετακίνητος στις αρχές του καλός άραβας φύλακας εξαφανίζεται κι εγώ κάθομαι επιτέλους στον τόπο μου! Η θεραπευτική μουσική σιγά σιγά επαναφέρει την ηρεμία στην ψυχή που δεν πέρασε και λίγα κύματα μέχρι να φτάσει εκεί για όπου ξεκίνησε. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ελληνική και αραβική παραδοσιακή μουσική από την εποχή του Βυζαντίου ως τις μέρες μας, μαζί με συνθέσεις των μελών του συγκροτήματος όπως, του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, του Άλκη Ζοπόγλου και του Βασίλη Τζωρτζίνη. Ούτι, κανονάκι, βιολοντσέλο, κρουστά, βιολί και τραγούδι. Η καλή μουσική καταφέρνει να ελευθερώσει την ψυχή από τα πάθη της και τα πάθια που η ζωή κάποτε της φορτώνει.
Ήταν τόσο σαφές πως κάποιος ήθελε να μου χαλάσει τη χαρά, που ήμουν τρομερά αποφασισμένη να μην το επιτρέψω. Καθένας τη δουλειά του, έλεγα μέσα μου. Ευτυχώς, ολόκληρη την συναυλία θα είχα την χαρά να την παρακολουθήσω το επόμενο βράδυ. Συμμετείχε η σπουδαία Λιβανέζα τραγουδίστρια Ghada Shbeir και έπαιζε νέι ο νειζέν της Φαϊρούζ, Samir Sibllini. Στο διάλειμμα ο κόσμος βγαίνει κατενθουσιασμένος. Στο φινάλε δεν σταματά να χειροκροτά.
Το δείπνο θα σερβιριστεί σ’ ένα αλγερινό εστιατόριο εκεί κοντά. Ο ασπρορμάλλης αλγερινός θα σερβίρει σ’ ένα χάλκινο σκεύος με δύο γαβάθες, την μία πάνω στην άλλη, το αλγέρικο κουσκούς με την σούπα λαχανικών. Στο τέλος θα κεράσει τσάι με βότανα της πατρίδας του που το φτιάχνει με τα χεράκια του. Το πρωί θα ξυπνήσω ακριβώς στην ίδια θέση που έπεσα το βράδυ. Εγώ που κάνω χίλιες σβούρες στον ύπνο μου και καμιά φορά ξυπνώ η μισή πάνω στο κρεβάτι, η άλλη μισή έξω απ’ αυτό! Το ξενοδοχείο βρίσκεται στο 5ο διαμέρισμα στην περιοχή Καρτίεν Λατέν που κατακλύζεται από τον φοιτητόκοσμο. Είμαστε στην Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα.
Η φρέσκια αχτίδα του ήλιου φωνάζει να τα ξεχάσω όλα και να πάρω τους δρόμους. Παιδί των δρόμων είμαι και το ξέρει, γι’ αυτό φωνάζει.
Όλοι οι δρόμοι είναι ωραίοι. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί δρόμοι. Μόνο που υπάρχουν δρόμοι που σε κάνουν να ονειρεύεσαι ή άλλοι που σκοτώνουν τα όνειρα, γιατί έτσι το θέλουν αυτοί που τους κατοικούν.
Μα οι δρόμοι είναι ίδια η ζωή. Και η ζωή έχει και το ένα, έχει και το άλλο. Από αλλού θα φύγεις τρέχοντας γιατί δεν είσαι εσύ για να μείνεις σ’ αυτούς. Αλλού θα περπατήσεις, θα ξεκουραστείς, θα δώσεις το καινούριο φιλί, γιατί σε κάνουν να θέλεις να φιλήσεις όλους όσους βλέπεις μπροστά σου. Τέτοιος δρόμος είναι η λεωφόρος του Σανζ Ελιζέ. Δρόμος πλατύς, τόσο πλατύς που χωρά θαρρείς όλον τον ουρανό στην αγκαλιά του κι όλον τον κόσμο. Με τα υπέροχα κτίρια και τα ωραία μαγαζιά. Τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα ακριβά νάιτ κλαμπ. Με τα χαρακτηριστικά και ιστορικά όριά του. Την Αψίδα του Θριάμβου από τη μια και την πλατεία Ομονοίας από την άλλη. Χρωστάει πολλά στην Αικατερίνη των Μεδίκων, σύζυγο του Ερρίκου του Δ΄ που τον μετέτρεψε το 1616 σε αμαξωτή λεωφόρο της μόδας και στον αρχιτέκτονα Λε Νοτρ που σχεδίασε τις δεντροστοιχίες και τους κήπους που πλαισιώνουν την Κονκόρντ (Ομόνοια), από τους οποίους η λεωφόρος πήρε το 1707 το όνομά της Ηλύσια πεδία. Το 1824 απέκτησε πεζοδρόμια και σιντριβάνια. Γέμισε καφέ κι εστιατόρια με πολύ αριστοκρατική πελατεία. Σ’ αυτόν τον δρόμο γίνεται η παρέλαση την Ημέρα της Βαςτίλης, στις 14 του Ιούλη.
Ο άξονας της Αψίδας του Θριάμβου ανατολικά είναι που οδηγεί στον περίφημο δρόμο, την Σανζ Ελιζέ. Εδώ είναι ένα τεράστιο σταυροδρόμι. Μπαίνω κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου αγνοώντας τα αυτοκίνητα που περνούν για να τη φωτογραφίσω από τη γωνία που βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα. Τη γλιτώνω στο παρά τρίχα γιατί οι Γάλλοι δίνουν πάντοτε προτεραιότητα στους πεζούς, ακόμα και τους παλαβούς. Το σταυροδρόμι αυτό είναι γνωστό ως Ετουάλ, δηλ. αστέρι. Η σύλληψη του σχεδίου του οφείλεται στον Ναπολέοντα που το παρήγγειλε το 1806 για τον γαλλικό στρατό. Το έργο όμως ολοκληρώθηκε το 1836 επί Λουδοβίκου Φιλίππου. Η ανάγλυφη πρόσοψη είναι έργο τριών γλυπτών, οι 30 θηρεοί που την στεφανώνουν φέρουν ο καθένας το όνομα μιας νίκης της Επανάστασης ή της Αυτοκρατορίας και έχει ύψος 50 μέτρα.
Περνούμε μέσα από το πάρκο των Ηλυσίων και έξω την προεδρική κατοικία. Οι άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι στο γκαζόν, χαίρονται την ηλιοφάνεια, παίζουν, ερωτεύονται, γελούν. Ομάδες φιλάθλων του ράγκπι κυκλοφορούν με τις φανέλες της ομάδας που υποστηρίζουν και η χαρά τους που βρίσκονται στην πόλη του φωτός είναι ολοφάνερη. Μπάλες του αθλήματος μοιράζονται παντού, ακόμα και στα ξενοδοχείο σαν σουβενίρ. Είναι ο τελικός παγκοσμίου κυπέλλου κι έχουν έρθει φίλαθλοι από όλες τις μεριές του πλανήτη.
Ανηφορίζουμε προς την Μανταλέν και τα Γκραν Μπολυλβάρ. Μπροστά μας η Όπερα των Παρισίων. Σταματούμε μπροστά στις κουκλίστικες βιτρίνες που διακοσμούν το Μουσείο των Αρωμάτων.
Φτάνουμε στην περίφημη γκαλερί Λαφαγιέτ που είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέγεθός της. Σε κάθε όροφο έχει κι από ένα εστιατόριο. Στις πληροφορίες ρωτούμε για τα εστιατόρια μιας και είναι ήδη μεσημέρι και μας ρωτούν τι γλώσσα μιλούμε. Έχουν δεκάδες προσπέκτους της γκαλερί γραμμένα σε διάφορες γλώσσες και μας δίνουν το αντίστοιχο ελληνικό. Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, έχει μεσογειακή κουζίνα. Η σαλάτα και το κριθαράκι με τα λαχανικά είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Η ολότελα όμως απροσδόκητη έκπληξη είναι το κρασί, Αϊδαρίνι από τη Γουμένισσα! Το κρασί που πίνουμε συχνά στη Θεσσαλονίκη. Για πρώτο γεύμα που ζητάς κάτι πιο οικείο πριν περάσεις στο ανοίκειο είναι ό,τι πρέπει. Αύριο το πρόγραμμα έχει γαλλική κουζίνα. Σήμερα ας πατήσουμε λίγο σε σταθερό και γνωστό γαστρονομικό έδαφος…
Περιδιαβαίνω κυρίως το τμήμα των νέων σχεδιαστών για να δω τι σχεδιάζουν σήμερα οι νέοι γάλλοι σχεδιαστές. Φαίνεται μια προτίμηση σε ελαφρά και χυτά υφάσματα, φαρδιά και άνετα, σχέδια ξεχωριστά, όχι μεγάλη γκάμα χρωμάτων και κάποια απολύτως προορισμένα για ανθρώπους της σκηνής ή των σαλονιών. Τιμές απλησίαστες, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο τμήμα. Στο μπαλκόνι ενός υποκαταστήματος χαζεύω το εσωτερικό του χώρου που είναι αρχιτεκτονική Μπέλ Εποκ και εντυπωσιάζει η αρμονία του και τα ποικιλόχρωμα υαλωτά. Αυτοί όμως οι χώροι εμένα με κουράζουν πολύ, όπως κα ιη πολυκοσμία. Αυτό που ήθελα να δω το είδα κι έτσι βγαίνω πάλι στον ήλιο.
Με το μετρό θα κατευθυνθούμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση. Όλο το Παρίσι είναι δομημένο σαν σαλιγκάρι και κάθε τμήμα του έχει ένα νούμερο. Στο βαγόνι μπαίνει ένας συμπαθής μεσήλικας μουσικός με μαύρα ρούχα, άσπρο πουκάμισο και μαύρο καπέλο, που παίζει μουσική περιστρέφοντας μια μανιβέλα σ' ένα ορθογώνιο κουτί, -κάτι σαν την δική μας λατέρνα-, παλιά γαλλικά τραγούδια, επιτυχίες μιας περασμένης εποχής. Παίζει σχεδόν για δέκα λεπτά και μετά ζητάει χρήματα. Όλη η ατμόσφαιρα στο βαγόνι έχει αλλάξει. Ευχαριστεί, σκύβει το κεφάλι και κατεβαίνουμε μαζί στην ίδια στάση.
Τα μαγαζιά κλείνουν στις 7 κι έτσι δεν προλαβαίνω να μπω σ’ ένα μαγαζί με χαρτικά που είναι για μένα πολύ ενδιαφέροντα είδη. Θα ξαναπεράσω όμως από κει την Δευτέρα και θα πάρω πριν φύγω πέντε μαλακά κόκκινα μεγάλα χαρτιά σαν υφασμένα με κλωστές σγουρές και τέσσερα μικρότερα εκρού, υφασμένα σαν από κλωστές του κανταϊφι με δεκαπέντε οριζόντιες γραμμές μαύρες, λεπτές, στο κέντρο τους, για να φτιάξω μια χάρτινη κουρτίνα στο γραφειάκι μου. Εδώ από όπου τώρα γράφω κι έχω μπροστά μου ένα μεγάλο παράθυρο από τοίχο σε τοίχο που κοιτά απέναντι τον δρόμο, τα δέντρα του.
Συνεχίζω την βόλτα μόνη μου, έχω ακόμη ώρα για την συναυλία. Σταμπάρω τους δρόμους, αφού δεν χρησιμοποιώ ποτέ μου χάρτη και βήμα βήμα φτάνω στον Σηκουάνα. Φωτίζεται ήσυχα και γλυκά. Το καλοκαίρι ο δήμαρχος γέμισε τις όχθες του με άμμο και ομπρέλες για να κάνουν ηλιοθεραπεία οι ξένοι και οι ντόπιοι. Ηλιοθεραπεία, όχι βέβαια και μπάνιο. Τα ποταμόπλοια περνούν γεμάτα φωτάκια. Περνώ την γέφυρα Pont de Sully και μπαίνω στα στενά δρομάκια. Προβάλλουν μικρά μαγαζάκια που εδώ είναι ανοιχτά. Η Δεξιά Όχθη ξενυχτάει. Κάνει αρκετό κρύο και μπαίνω για να ζεσταθώ σ’ ένα μαγαζάκι που έχει κοσμήματα από γυαλί και πλέξι-γκλας, και διάφορα υφάσματα. Από εδώ θα πάρω ένα κασκόλ μπροκάρ στα δικά μου χρώματα, κόκκινο-πορτοκαλί! Το φοράω κατευθείαν και συνεχίζω για λίγο ακόμα την βόλτα μου βλέποντας τα υπόλοιπα μαγαζιά με τα είδη μπάνιου, πλακάκια σε ωραία σχέδια, φωτιστικά μοντέρνα αλλά και αντίκες, παλαιοπωλεία, βιβλιοπωλεία αράβικα, κινέζικα μικρομάγαζα με είδη ρούχων καλής ποιότητας.
Καθώς επιστρέφω στέκομαι πάλι στη γέφυρα του Σηκουάνα και σκέφτομαι. Η πρώτη αποβάθρα κατασκευάστηκε το 1313. Μέχρι τότε ήταν ένα σύμπλεγμα λιμανιών και οδών για ριμουλκά. Η Δεξιά Όχθη αναπτύχθηκε ταχύτατα από τον Ερρίκο τον Δ΄. Ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ΄ υπήρξε ο σωτήρας της Αριστερής Όχθης. Ακολουθώντας το πρότυπο του Ποντ Νεφ που κατασκευάστηκε το 1607 (η παλαιότερη σήμερα Παρισινή γέφυρα) πραγματοποιήθηκε σταδιακά η εκκαθάριση και των άλλων γεφυρών από σπίτια και καταστήματα, ενώ επί Ναπολέοντα εξαφανίστηκαν οι τελευταίοι νερόμυλοι που εμπόδιζαν την απρόσκοπτη θέα στον ποταμό. Επί Οσμάν έγινε η δενδροφύτευση στις αποβάθρες όπου βρίσκει κανείς καταφύγιο από την καλοκαιρινή ζέστη. Στην Αριστερή Όχθη βρίσκεις τα παλαιοβιβλιοπωλεία με τα παλιά βιβλία και τις γκραβούρες καθώς και τους πλανόδιους βιβλιοπώλες. Τα ξύλινα περίπτερα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου. Η Δεξιά Όχθη είναι μεγαλύτερη σε κλίμακα με πιο ανομοιόμορφο στυλ και ξηρότερο κλίμα. Εδώ το τραπεζικό και επιχειρηματικό κέντρο με τους γρήγορους ρυθμούς. Εδώ το σύγχρονο Παρίσι. Δυο Όπερες, δύο μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, το Λούβρο κι ένα σωρό μικρότερα μουσεία.
Το Παρίσι χωρίζεται στα δύο. Θαρρείς και όλα θέλουν οι άνθρωποι να τα χωρίζουν. Σαν να υπάρχει μέσα τους μια βαθύτερη ανάγκη για χωρισμό. Εξωτερικό και εσωτερικό. Είναι η νύχτα, τα κίτρινα φώτα, τα μαγαζιά που κλείνουν, οι ελάχιστοι πεζοί και ποιος ξέρει τι άλλο άραγε, που γεννούν μια λύπη. Κατακάθεται πάχνη στο εύθραυστο χορτάρι της ψυχής μου.
Φτάνοντας στο Ινστιτούτο για την συναυλία με υποδέχεται ζεστά ο αγαπημένος Γιάννης, φίλος φωτογράφος από τον Μανταμάδο της Μυτιλήνης που έζησε χρόνια στο Παρίσι και έτυχε να βρίσκεται τώρα εκεί. Μαζί του θα περάσουμε την επόμενη μέρα. Με γνωρίζει στους γάλλους φίλους του, δύο ζευγάρια ηλικιωμένων. Ο Ζαν μου σφίγγει το χέρι πολύ θερμά και με τα λίγα ελληνικά που γνωρίζει μου λέει: ‘Χαίρομαι πολύ Βασιλική! Η ζωή είναι ωραία!’. Στέκομαι σχεδόν αποσβολωμένη και τον κοιτώ. Η φράση του ήρθε απάντηση στις λυπημένες σκέψεις που με τριγύριζαν. Απάντηση που δεν εξηγεί τίποτα, μόνο σε σπρώχνει λίγο πιο πέρα να προχωρήσεις. Χαμογελώ και του λέω, ‘ναι, είναι πολύ ωραία!’ Είναι ένα πανέμορφος άντρας, αν και ηλικιωμένος, με δυο έξυπνα, αστραφτερά, μαύρα μάτια. Ερευνητής φυσικής ήτανε, τώρα συνταξιούχος. Τον έβλεπες κι έλεγες που η ζωή τον αγαπάει όσο κι αυτός αυτήν.
Η Chada που δεν πρόλαβα να ακούσω το προηγούμενο βράδυ είναι εξαιρετική. Τραγουδάει το ‘Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς’, σαν να γράφτηκε τον 15ο αι. γι’ αυτήν. Ποιος θα το φαντάζονταν τότε; Και όμως μπορεί να χρειάζονται ολόκληροι αιώνες για να βρει κάτι τη θέση του, την απόλυτη έκφρασή του. Όταν την είχε ακούσει ο Αηδονίδης να το λέει, -από τον οποίο εμείς το ξαναθυμηθήκαμε στην χώρα μας-, υποκλίθηκε μπροστά της βουρκωμένος. Δεν το χωρούσε ο νους του πώς μπορεί μια Λιβανέζα να το λέει έτσι, τόσο καλύτερα από τον καθένα κι απ’ τον ίδιο, τόσο πιο ελληνικά από τους έλληνες.
Αυτή όμως είναι η τέχνη. Σαν τον έρωτα. Δεν έχει σύνορα. Δεν έχει όρια. Δεν γνωρίζει αριστερή και δεξιά όχθη. Μόνο το κοινό ποτάμι που μας ενώνει όλους. Άλλοι μπορεί να διαλέγουν όχθη κι άλλοι το ποτάμι αυτό καθεαυτό. Κάποιοι σύμφωνα με την ροή του και κάποιοι άλλοι κόντρα στο ρεύμα...
Μα αύριο είναι Κυριακή.
Κυριακή στο Παρίσι…