Labels

Monday, October 29, 2007

Τρεις μέρες στο Παρίσι.. Β΄ μέρος: Η άφιξη και το Σάββατο.


Προσγειώνομαι και προχωρώ στους διαδρόμους του αεροδρομίου ακολουθώντας δύο γηραιές κυρίες που φαίνεται να γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Ευτυχώς δεν έχω καθόλου αποσκευές οπότε φτάνω κατευθείαν στη έξοδο. Απεργούν τα μέσα μεταφοράς και έτσι παίρνω ένα ταξί. Με το που βγαίνουμε στο δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα. Δεν κουνιέται τίποτα. Ο ταξιτζής μου προτείνει να πάμε από άλλον δρόμο. Αυτό βέβαια, το καταλαβαίνω από την παγκόσμια γλώσσα της παντομίμας και όχι από τα γαλλικά του. Συμφωνώ, αφού δεν έχω τι άλλο να προτείνω.
Η συναυλία του Εν Χορδαίς στο Αραβικό Ινστιτούτο ξεκινάει σε μισή ώρα. Είναι το περίφημο Institute de monde Arabe που σχεδίασε το τρομερό παιδί της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ο Ζαν Νουβέλ, το 1987, κάνοντας επιτηδευμένη χρήση ‘χάι τεκ’ υλικών δημιουργώντας συχνά τεχνικούς άθλους. Αυτό είναι το πρώτο του έργο. Περνούμε μέσα από χωριά πανέμορφα, δάση νυχτερινά που φωτίζονται εξαίσια από το φεγγάρι και όλο πηγαίνουμε χωρίς να έχω ιδέα ούτε πού είμαστε ούτε αν όντως πηγαίνουμε στο Παρίσι.


Περνάει μισή ώρα, περνάει μία, περνάει μιάμιση, ώσπου φτάνουμε. Ο οδηγός για την τελευταία μισή ώρα μιλάει στο κινητό. Κατεβαίνω και προσπαθώ να βρω την είσοδο σ’ αυτό το τεράστιο κτίριο. Είναι καλυμμένη μ’ ένα μεγάλο πλακάτ και δεν φαίνεται. Κάνω κύκλους και λέω πως δεν θα την βρω, πάει, τέλειωσε. Ψυχή πουθενά, ώσπου σταματά ένα αυτοκίνητο πάνω στον πεζόδρομο και ρωτώ τον οδηγό στα αγγλικά που ευτυχώς γνωρίζει. Κατεβαίνει, μου δείχνει την είσοδο που ήταν εντελώς μπροστά μου και φεύγει, θαρρείς και ανέβηκε στον πεζόδρομο μόνο για να με βοηθήσει.
Μόνο ένας άραβας φύλακας είναι στην πόρτα που μιλάει αραβικά και γαλλικά. Με κρατά για είκοσι λεπτά εκεί και δεν μ’ αφήνει να μπω αφού δεν έχω… εισιτήριο! Μάταια προσπαθώ να του εξηγήσω πως είμαι προσκεκλημένη. Μάταια του λέω πως ταξιδεύω εδώ και εννιά ώρες από την Ελλάδα. Την ώρα που κοντεύω να καταρρεύσω λέω μέσα μου, όχι, ούτε τώρα θα καταρρεύσω, να καταρρεύσει αυτός άμα θέλει, εγώ θα μπω και θα είμαι καλά και ας γυρίσει ο κόσμος τούμπες εκατό! Εν τέλει τον απελπίζω! Αυτός με σπρώχνει προς τα έξω κι εγώ προχωρώ προς τα μέσα. Κατεβαίνουμε στο δεύτερο υπόγειο, μπαίνω μέσα στην αίθουσα παρακάμπτοντάς τον και πάω κατευθείαν στον ηχολήπτη που του λέω ποια είμαι για να το εξηγήσει στον φύλακα πριν τον πνίξω. Ο αγγλομαθής ηχολήπτης με σώζει, ο συνεπής και αμετακίνητος στις αρχές του καλός άραβας φύλακας εξαφανίζεται κι εγώ κάθομαι επιτέλους στον τόπο μου! Η θεραπευτική μουσική σιγά σιγά επαναφέρει την ηρεμία στην ψυχή που δεν πέρασε και λίγα κύματα μέχρι να φτάσει εκεί για όπου ξεκίνησε. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ελληνική και αραβική παραδοσιακή μουσική από την εποχή του Βυζαντίου ως τις μέρες μας, μαζί με συνθέσεις των μελών του συγκροτήματος όπως, του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, του Άλκη Ζοπόγλου και του Βασίλη Τζωρτζίνη. Ούτι, κανονάκι, βιολοντσέλο, κρουστά, βιολί και τραγούδι. Η καλή μουσική καταφέρνει να ελευθερώσει την ψυχή από τα πάθη της και τα πάθια που η ζωή κάποτε της φορτώνει.
Ήταν τόσο σαφές πως κάποιος ήθελε να μου χαλάσει τη χαρά, που ήμουν τρομερά αποφασισμένη να μην το επιτρέψω. Καθένας τη δουλειά του, έλεγα μέσα μου. Ευτυχώς, ολόκληρη την συναυλία θα είχα την χαρά να την παρακολουθήσω το επόμενο βράδυ. Συμμετείχε η σπουδαία Λιβανέζα τραγουδίστρια Ghada Shbeir και έπαιζε νέι ο νειζέν της Φαϊρούζ, Samir Sibllini. Στο διάλειμμα ο κόσμος βγαίνει κατενθουσιασμένος. Στο φινάλε δεν σταματά να χειροκροτά.
Το δείπνο θα σερβιριστεί σ’ ένα αλγερινό εστιατόριο εκεί κοντά. Ο ασπρορμάλλης αλγερινός θα σερβίρει σ’ ένα χάλκινο σκεύος με δύο γαβάθες, την μία πάνω στην άλλη, το αλγέρικο κουσκούς με την σούπα λαχανικών. Στο τέλος θα κεράσει τσάι με βότανα της πατρίδας του που το φτιάχνει με τα χεράκια του. Το πρωί θα ξυπνήσω ακριβώς στην ίδια θέση που έπεσα το βράδυ. Εγώ που κάνω χίλιες σβούρες στον ύπνο μου και καμιά φορά ξυπνώ η μισή πάνω στο κρεβάτι, η άλλη μισή έξω απ’ αυτό! Το ξενοδοχείο βρίσκεται στο 5ο διαμέρισμα στην περιοχή Καρτίεν Λατέν που κατακλύζεται από τον φοιτητόκοσμο. Είμαστε στην Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα.
Η φρέσκια αχτίδα του ήλιου φωνάζει να τα ξεχάσω όλα και να πάρω τους δρόμους. Παιδί των δρόμων είμαι και το ξέρει, γι’ αυτό φωνάζει.

Όλοι οι δρόμοι είναι ωραίοι. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί δρόμοι. Μόνο που υπάρχουν δρόμοι που σε κάνουν να ονειρεύεσαι ή άλλοι που σκοτώνουν τα όνειρα, γιατί έτσι το θέλουν αυτοί που τους κατοικούν.
Μα οι δρόμοι είναι ίδια η ζωή. Και η ζωή έχει και το ένα, έχει και το άλλο. Από αλλού θα φύγεις τρέχοντας γιατί δεν είσαι εσύ για να μείνεις σ’ αυτούς. Αλλού θα περπατήσεις, θα ξεκουραστείς, θα δώσεις το καινούριο φιλί, γιατί σε κάνουν να θέλεις να φιλήσεις όλους όσους βλέπεις μπροστά σου. Τέτοιος δρόμος είναι η λεωφόρος του Σανζ Ελιζέ. Δρόμος πλατύς, τόσο πλατύς που χωρά θαρρείς όλον τον ουρανό στην αγκαλιά του κι όλον τον κόσμο. Με τα υπέροχα κτίρια και τα ωραία μαγαζιά. Τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα ακριβά νάιτ κλαμπ. Με τα χαρακτηριστικά και ιστορικά όριά του. Την Αψίδα του Θριάμβου από τη μια και την πλατεία Ομονοίας από την άλλη. Χρωστάει πολλά στην Αικατερίνη των Μεδίκων, σύζυγο του Ερρίκου του Δ΄ που τον μετέτρεψε το 1616 σε αμαξωτή λεωφόρο της μόδας και στον αρχιτέκτονα Λε Νοτρ που σχεδίασε τις δεντροστοιχίες και τους κήπους που πλαισιώνουν την Κονκόρντ (Ομόνοια), από τους οποίους η λεωφόρος πήρε το 1707 το όνομά της Ηλύσια πεδία. Το 1824 απέκτησε πεζοδρόμια και σιντριβάνια. Γέμισε καφέ κι εστιατόρια με πολύ αριστοκρατική πελατεία. Σ’ αυτόν τον δρόμο γίνεται η παρέλαση την Ημέρα της Βαςτίλης, στις 14 του Ιούλη.


Ο άξονας της Αψίδας του Θριάμβου ανατολικά είναι που οδηγεί στον περίφημο δρόμο, την Σανζ Ελιζέ. Εδώ είναι ένα τεράστιο σταυροδρόμι. Μπαίνω κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου αγνοώντας τα αυτοκίνητα που περνούν για να τη φωτογραφίσω από τη γωνία που βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα. Τη γλιτώνω στο παρά τρίχα γιατί οι Γάλλοι δίνουν πάντοτε προτεραιότητα στους πεζούς, ακόμα και τους παλαβούς. Το σταυροδρόμι αυτό είναι γνωστό ως Ετουάλ, δηλ. αστέρι. Η σύλληψη του σχεδίου του οφείλεται στον Ναπολέοντα που το παρήγγειλε το 1806 για τον γαλλικό στρατό. Το έργο όμως ολοκληρώθηκε το 1836 επί Λουδοβίκου Φιλίππου. Η ανάγλυφη πρόσοψη είναι έργο τριών γλυπτών, οι 30 θηρεοί που την στεφανώνουν φέρουν ο καθένας το όνομα μιας νίκης της Επανάστασης ή της Αυτοκρατορίας και έχει ύψος 50 μέτρα.


Περνούμε μέσα από το πάρκο των Ηλυσίων και έξω την προεδρική κατοικία. Οι άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι στο γκαζόν, χαίρονται την ηλιοφάνεια, παίζουν, ερωτεύονται, γελούν. Ομάδες φιλάθλων του ράγκπι κυκλοφορούν με τις φανέλες της ομάδας που υποστηρίζουν και η χαρά τους που βρίσκονται στην πόλη του φωτός είναι ολοφάνερη. Μπάλες του αθλήματος μοιράζονται παντού, ακόμα και στα ξενοδοχείο σαν σουβενίρ. Είναι ο τελικός παγκοσμίου κυπέλλου κι έχουν έρθει φίλαθλοι από όλες τις μεριές του πλανήτη.


Ανηφορίζουμε προς την Μανταλέν και τα Γκραν Μπολυλβάρ. Μπροστά μας η Όπερα των Παρισίων. Σταματούμε μπροστά στις κουκλίστικες βιτρίνες που διακοσμούν το Μουσείο των Αρωμάτων.


Φτάνουμε στην περίφημη γκαλερί Λαφαγιέτ που είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέγεθός της. Σε κάθε όροφο έχει κι από ένα εστιατόριο. Στις πληροφορίες ρωτούμε για τα εστιατόρια μιας και είναι ήδη μεσημέρι και μας ρωτούν τι γλώσσα μιλούμε. Έχουν δεκάδες προσπέκτους της γκαλερί γραμμένα σε διάφορες γλώσσες και μας δίνουν το αντίστοιχο ελληνικό. Στον πρώτο όροφο, λοιπόν, έχει μεσογειακή κουζίνα. Η σαλάτα και το κριθαράκι με τα λαχανικά είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Η ολότελα όμως απροσδόκητη έκπληξη είναι το κρασί, Αϊδαρίνι από τη Γουμένισσα! Το κρασί που πίνουμε συχνά στη Θεσσαλονίκη. Για πρώτο γεύμα που ζητάς κάτι πιο οικείο πριν περάσεις στο ανοίκειο είναι ό,τι πρέπει. Αύριο το πρόγραμμα έχει γαλλική κουζίνα. Σήμερα ας πατήσουμε λίγο σε σταθερό και γνωστό γαστρονομικό έδαφος…


Περιδιαβαίνω κυρίως το τμήμα των νέων σχεδιαστών για να δω τι σχεδιάζουν σήμερα οι νέοι γάλλοι σχεδιαστές. Φαίνεται μια προτίμηση σε ελαφρά και χυτά υφάσματα, φαρδιά και άνετα, σχέδια ξεχωριστά, όχι μεγάλη γκάμα χρωμάτων και κάποια απολύτως προορισμένα για ανθρώπους της σκηνής ή των σαλονιών. Τιμές απλησίαστες, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο τμήμα. Στο μπαλκόνι ενός υποκαταστήματος χαζεύω το εσωτερικό του χώρου που είναι αρχιτεκτονική Μπέλ Εποκ και εντυπωσιάζει η αρμονία του και τα ποικιλόχρωμα υαλωτά. Αυτοί όμως οι χώροι εμένα με κουράζουν πολύ, όπως κα ιη πολυκοσμία. Αυτό που ήθελα να δω το είδα κι έτσι βγαίνω πάλι στον ήλιο.


Με το μετρό θα κατευθυνθούμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση. Όλο το Παρίσι είναι δομημένο σαν σαλιγκάρι και κάθε τμήμα του έχει ένα νούμερο. Στο βαγόνι μπαίνει ένας συμπαθής μεσήλικας μουσικός με μαύρα ρούχα, άσπρο πουκάμισο και μαύρο καπέλο, που παίζει μουσική περιστρέφοντας μια μανιβέλα σ' ένα ορθογώνιο κουτί, -κάτι σαν την δική μας λατέρνα-, παλιά γαλλικά τραγούδια, επιτυχίες μιας περασμένης εποχής. Παίζει σχεδόν για δέκα λεπτά και μετά ζητάει χρήματα. Όλη η ατμόσφαιρα στο βαγόνι έχει αλλάξει. Ευχαριστεί, σκύβει το κεφάλι και κατεβαίνουμε μαζί στην ίδια στάση.
Τα μαγαζιά κλείνουν στις 7 κι έτσι δεν προλαβαίνω να μπω σ’ ένα μαγαζί με χαρτικά που είναι για μένα πολύ ενδιαφέροντα είδη. Θα ξαναπεράσω όμως από κει την Δευτέρα και θα πάρω πριν φύγω πέντε μαλακά κόκκινα μεγάλα χαρτιά σαν υφασμένα με κλωστές σγουρές και τέσσερα μικρότερα εκρού, υφασμένα σαν από κλωστές του κανταϊφι με δεκαπέντε οριζόντιες γραμμές μαύρες, λεπτές, στο κέντρο τους, για να φτιάξω μια χάρτινη κουρτίνα στο γραφειάκι μου. Εδώ από όπου τώρα γράφω κι έχω μπροστά μου ένα μεγάλο παράθυρο από τοίχο σε τοίχο που κοιτά απέναντι τον δρόμο, τα δέντρα του.
Συνεχίζω την βόλτα μόνη μου, έχω ακόμη ώρα για την συναυλία. Σταμπάρω τους δρόμους, αφού δεν χρησιμοποιώ ποτέ μου χάρτη και βήμα βήμα φτάνω στον Σηκουάνα. Φωτίζεται ήσυχα και γλυκά. Το καλοκαίρι ο δήμαρχος γέμισε τις όχθες του με άμμο και ομπρέλες για να κάνουν ηλιοθεραπεία οι ξένοι και οι ντόπιοι. Ηλιοθεραπεία, όχι βέβαια και μπάνιο. Τα ποταμόπλοια περνούν γεμάτα φωτάκια. Περνώ την γέφυρα Pont de Sully και μπαίνω στα στενά δρομάκια. Προβάλλουν μικρά μαγαζάκια που εδώ είναι ανοιχτά. Η Δεξιά Όχθη ξενυχτάει. Κάνει αρκετό κρύο και μπαίνω για να ζεσταθώ σ’ ένα μαγαζάκι που έχει κοσμήματα από γυαλί και πλέξι-γκλας, και διάφορα υφάσματα. Από εδώ θα πάρω ένα κασκόλ μπροκάρ στα δικά μου χρώματα, κόκκινο-πορτοκαλί! Το φοράω κατευθείαν και συνεχίζω για λίγο ακόμα την βόλτα μου βλέποντας τα υπόλοιπα μαγαζιά με τα είδη μπάνιου, πλακάκια σε ωραία σχέδια, φωτιστικά μοντέρνα αλλά και αντίκες, παλαιοπωλεία, βιβλιοπωλεία αράβικα, κινέζικα μικρομάγαζα με είδη ρούχων καλής ποιότητας.


Καθώς επιστρέφω στέκομαι πάλι στη γέφυρα του Σηκουάνα και σκέφτομαι. Η πρώτη αποβάθρα κατασκευάστηκε το 1313. Μέχρι τότε ήταν ένα σύμπλεγμα λιμανιών και οδών για ριμουλκά. Η Δεξιά Όχθη αναπτύχθηκε ταχύτατα από τον Ερρίκο τον Δ΄. Ο Λουδοβίκος ο ΙΣΤ΄ υπήρξε ο σωτήρας της Αριστερής Όχθης. Ακολουθώντας το πρότυπο του Ποντ Νεφ που κατασκευάστηκε το 1607 (η παλαιότερη σήμερα Παρισινή γέφυρα) πραγματοποιήθηκε σταδιακά η εκκαθάριση και των άλλων γεφυρών από σπίτια και καταστήματα, ενώ επί Ναπολέοντα εξαφανίστηκαν οι τελευταίοι νερόμυλοι που εμπόδιζαν την απρόσκοπτη θέα στον ποταμό. Επί Οσμάν έγινε η δενδροφύτευση στις αποβάθρες όπου βρίσκει κανείς καταφύγιο από την καλοκαιρινή ζέστη. Στην Αριστερή Όχθη βρίσκεις τα παλαιοβιβλιοπωλεία με τα παλιά βιβλία και τις γκραβούρες καθώς και τους πλανόδιους βιβλιοπώλες. Τα ξύλινα περίπτερα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου. Η Δεξιά Όχθη είναι μεγαλύτερη σε κλίμακα με πιο ανομοιόμορφο στυλ και ξηρότερο κλίμα. Εδώ το τραπεζικό και επιχειρηματικό κέντρο με τους γρήγορους ρυθμούς. Εδώ το σύγχρονο Παρίσι. Δυο Όπερες, δύο μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, το Λούβρο κι ένα σωρό μικρότερα μουσεία.

Το Παρίσι χωρίζεται στα δύο. Θαρρείς και όλα θέλουν οι άνθρωποι να τα χωρίζουν. Σαν να υπάρχει μέσα τους μια βαθύτερη ανάγκη για χωρισμό. Εξωτερικό και εσωτερικό. Είναι η νύχτα, τα κίτρινα φώτα, τα μαγαζιά που κλείνουν, οι ελάχιστοι πεζοί και ποιος ξέρει τι άλλο άραγε, που γεννούν μια λύπη. Κατακάθεται πάχνη στο εύθραυστο χορτάρι της ψυχής μου.



Φτάνοντας στο Ινστιτούτο για την συναυλία με υποδέχεται ζεστά ο αγαπημένος Γιάννης, φίλος φωτογράφος από τον Μανταμάδο της Μυτιλήνης που έζησε χρόνια στο Παρίσι και έτυχε να βρίσκεται τώρα εκεί. Μαζί του θα περάσουμε την επόμενη μέρα. Με γνωρίζει στους γάλλους φίλους του, δύο ζευγάρια ηλικιωμένων. Ο Ζαν μου σφίγγει το χέρι πολύ θερμά και με τα λίγα ελληνικά που γνωρίζει μου λέει: ‘Χαίρομαι πολύ Βασιλική! Η ζωή είναι ωραία!’. Στέκομαι σχεδόν αποσβολωμένη και τον κοιτώ. Η φράση του ήρθε απάντηση στις λυπημένες σκέψεις που με τριγύριζαν. Απάντηση που δεν εξηγεί τίποτα, μόνο σε σπρώχνει λίγο πιο πέρα να προχωρήσεις. Χαμογελώ και του λέω, ‘ναι, είναι πολύ ωραία!’ Είναι ένα πανέμορφος άντρας, αν και ηλικιωμένος, με δυο έξυπνα, αστραφτερά, μαύρα μάτια. Ερευνητής φυσικής ήτανε, τώρα συνταξιούχος. Τον έβλεπες κι έλεγες που η ζωή τον αγαπάει όσο κι αυτός αυτήν.
Η Chada που δεν πρόλαβα να ακούσω το προηγούμενο βράδυ είναι εξαιρετική. Τραγουδάει το ‘Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς’, σαν να γράφτηκε τον 15ο αι. γι’ αυτήν. Ποιος θα το φαντάζονταν τότε; Και όμως μπορεί να χρειάζονται ολόκληροι αιώνες για να βρει κάτι τη θέση του, την απόλυτη έκφρασή του. Όταν την είχε ακούσει ο Αηδονίδης να το λέει, -από τον οποίο εμείς το ξαναθυμηθήκαμε στην χώρα μας-, υποκλίθηκε μπροστά της βουρκωμένος. Δεν το χωρούσε ο νους του πώς μπορεί μια Λιβανέζα να το λέει έτσι, τόσο καλύτερα από τον καθένα κι απ’ τον ίδιο, τόσο πιο ελληνικά από τους έλληνες.
Αυτή όμως είναι η τέχνη. Σαν τον έρωτα. Δεν έχει σύνορα. Δεν έχει όρια. Δεν γνωρίζει αριστερή και δεξιά όχθη. Μόνο το κοινό ποτάμι που μας ενώνει όλους. Άλλοι μπορεί να διαλέγουν όχθη κι άλλοι το ποτάμι αυτό καθεαυτό. Κάποιοι σύμφωνα με την ροή του και κάποιοι άλλοι κόντρα στο ρεύμα...
Μα αύριο είναι Κυριακή.
Κυριακή στο Παρίσι…

Wednesday, October 24, 2007

Τρεις μέρες στο Παρίσι. Α΄ μέρος: ο πηγαιμός.



Μετά από το Παρίσι της Ανατολής, την Βηρυτό και το μικρό Παρίσι, το Βουκουρέστι, ήρθε η ώρα για το αληθινό Παρίσι. Και όταν φτάνεις στο αληθινό Παρίσι, τότε λες: το Παρίσι είναι ένα και μοναδικό! Τίποτα δεν είναι σαν κι αυτό!
Παρασκευή μεσημέρι η πτήση της Alitalya από Θεσσαλονίκη πηγαίνει στο Παρίσι μέσω Ρώμης. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό εντελώς μόνη. Το άγχος μου μήπως χαθώ είναι τόσο μεγάλο που την προηγούμενη νύχτα την περνάω σχεδόν ξάγρυπνη. Είναι και η παντελής απουσία γαλλικών που με κάνει και νιώθω ιδιαίτερα άβολα.
Επιβιβάζομαι και περιμένω να δω αν θα κάτσει κάποιος δίπλα μου. Συνήθως η διπλανή μου θέση μένει άδεια κι έτσι μ’ αρέσει να σκέφτομαι πως κάθεται εκεί ο άγγελός μου που τον ξεπατώνω στο τρεχαλητό όλη μέρα κι όλη νύχτα και βρίσκει επιτέλους ευκαιρία να ξεκουραστεί κι αυτός λίγο. Παρ' όλα αυτά σήμερα είναι από τις ελάχιστες φορές που τελικά κάθεται άνθρωπος δίπλα μου. 'Καλά', λέω μέσα μου, 'έλα άγγελέ μου να σε πάρω στην αγκαλιά μου, να κοιμηθούμε λίγο μαζί που ξενυχτήσαμε και είμαστε κατάκοποι. Καλό μας ταξίδι!' Κι αν χαθούμε στη Ρώμη, ε, μαζί θα είμαστε και δεν θα είναι και τόσο άσχημα να χαθούμε εκεί, τι λες;
Θάλασσα τυρκουάζ. Σιγά σιγά μοβίζει. Πάνω από τα πάλλευκα σύννεφα. Μέσα τους, σαν να κολυμπάμε σε κρέμα σαντιγύ. Η Σαντιγύ είναι πόλη της Γαλλίας. Κάτω από τα σύννεφα, που τώρα είναι σαν το μαλλί της γριάς που δεν χόρταινα να τρώω παιδί και πάντα χαίρομαι όταν βλέπω να το τρώνε τα παιδιά στους δρόμους. Άσπρα, πυκνά, σύννεφα βαριά. Η θάλασσα γίνεται ριγέ. Κοντεύει πέντε. Προσγειωνόμαστε. Μα γιατί φοβάμαι αν θα χαθώ; Μήπως επειδή το επιθυμώ;
Κι όμως εγώ δεν χάθηκα. Χάθηκε το γκέιτ μου, χάθηκε το αεροπλάνο που θα με πήγαινε στο Παρίσι. Ναι, χάθηκαν και όλοι μου οι συνεπιβάτες. Και αφού δεν υπήρχε ψυχή στο γκέιτ άρχισα κι εγώ να κόβω βόλτες στα μαγαζιά του αεροδρομίου ξεχνώντας ολότελα πως έχω να πετάξω και πρέπει κάπως να διευθετήσω το ζήτημα. Πήρα ένα ντεκαφεϊνέ εσπρέσο, κάπνισα και πίσω από μία επαρκώς χοντρή κολώνα μισό τσιγάρο και μπήκα σ’ ένα παιχνιδάδικο. Εκεί τα λησμόνησα όλα. Πέρασα περίπου μια ώρα χαζεύοντας παιχνίδια για μωρά, βιβλία παιδικά, χρώματα και κατασκευές, παιδικό μακιγιάζ, αδιάβροχα σε σχέδια αράχνης, μαγικά γιογιό κατακόκκινα, τενεκεδάκια που όταν τα αναποδογύριζες μούγκριζαν σαν αγελάδες ή βέλαζαν σαν πρόβατα και στο τέλος αγόρασα ένα μικρό ξύλινο μπόουλιγκ ζωγραφισμένο και πολύ βαρύ! Για ποιον το πήρα; Αν ήξερα θα σας έλεγα.
Αφού πέρασα έτσι κυριολεκτικά μια ολόκληρη ώρα, ξαναπήγα στο γκέιτ μου. Και πάλι δεν υπήρχε πουθενά ψυχή. Δεν υπήρχε πουθενά και κανένας άνθρωπος υπεύθυνος να ρωτήσω. Αφού αποφάσισα μέσα μου πως αυτό δεν πάει άλλο, γιατί έχω να προλάβω και τη συναυλία για την οποία πήγαινα στο Παρίσι, εμφανίζεται πίσω μου ένας νεαρός στρουμπουλός καταφορτωμένος που στέκεται και κοιτά με απορία το ίδιο νούμερο, Β07! Κοιτούμε τα εισιτήριά μας και μου λέει πως εγώ την πτήση μου την έχασα, αλλά και η δική του δεν φαίνεται πουθενά. Επιτέλους ανοίγει το διπλανό γκέιτ και έρχεται μία υπάλληλος όπου ο στρουμπουλός νεαρός που μιλούσε ιταλικά, γαλλικά και ισπανικά καταφέρνει να συνεννοηθεί και να ανακαλύψει πως είχε ήδη ανακοινωθεί η αλλαγή του γκέιτ για την προηγούμενη δική μου πτήση αλλά και την δική του, φυσικά μόνο στα ιταλικά! Ίσα ίσα που προλαβαίναμε να πάμε στο Β01. Σε άλλον όροφο και κανα δυο τρία χιλιόμετρα από κει που ήμασταν. Φτάνοντας λαχανιασμένοι, εκείνος τσέκαρε κανονικά, εμένα όμως με σταματήσανε λέγοντάς μου πως πρέπει να περιμένω γιατί η πτήση μου είχε φύγει και θα προσπαθήσουν να με τακτοποιήσουν… Περίμενα δέκα με δεκαπέντε μαρτυρικά λεπτά όπου ο βραζιλιάνος στεκόταν εκεί, να δει τι θα απογίνω, ενώ εγώ του έλεγα να μην ανησυχεί και να προχωρήσει. Εκείνος εκεί. Περίμενε σχεδόν με την ίδια αγωνία κι αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δόξα τω Θεώ, βρέθηκε θέση, οπότε μπήκα κανονικά στην πτήση. Αυτός επέστρεφε μέσω Παρισιού στην Βραζιλία μετά από ένα μεγάλο ταξίδι, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα. Μιλήσαμε αρκετά για την Πόλη, για το μουσείο Βαν Γκόγκ και μου έδειξε και τον ναργιλέ που αγόρασε. Μου έλεγε πως στην Αθήνα όταν έλεγε πως πήγε στην Τουρκία όλοι τον ρωτούσαν πού είναι πιο ωραία, στην Πόλη ή στην Αθήνα. Ήταν πολύ διαβασμένος και πολύ έξυπνος, εκτός από πολύ φιλότιμος. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε το όνομά του δεν ρώτησα. Όταν τρέχαμε μ’ έπιαναν τα γέλια γιατί ήταν μπροστά μου και καθώς φορούσε σαγιονάρες που πλατάγιζαν στο πάτωμα ανασηκώνοντας προς το πλάι τα πόδια ήταν σαν βατραχάκι που πηδούσε. Ένα καλό βατραχάκι που με τη βοήθειά του πέταξα τελικά για τον προορισμό μου.
Καθώς κρατώ τις σημειώσεις μου μέσα στο αεροπλάνο, ανασηκώνω το κεφάλι. Έχουν κατέβει οι τηλεοράσεις και δείχνουν επίδειξη γαλλικής μόδας. Γαλλική μόδα κι εγώ γράφω; Είμαι με τα καλά μου; Σταματώ πάραυτα και χαζεύω μέχρι να τελειώσει το φιλμάκι.

Περνούμε πάνω από τις Άλπεις. Γκρίζες και γυμνές προβάλλουν. Κλείνω τα μάτια. Κουράστηκα. Όταν τα ανοίγω οι κορφές τους είναι κάτασπρες και αστράφτουν στο απογευματινό φως νησάκια μέσα σε θάλασσα γκρι που δεν κυριαρχεί πια. Αφήνει τους λευκούς όγκους να εξέχουν εκθαμβωτικά. Σε λίγο όλα θα μείνουν πίσω.
Κομμάτια κομμάτια στεριάς στρωμένα σφράτα σύννεφα παντεσπάνι πασπαλισμένο άχνη. Πάνω σε μια αόρατη πλατφόρμα ταξιδεύουν τώρα τα σύννεφα, τόσο βιαστικά. Ακανόνιστα στο σχήμα από πάνω, ίσια σαν να τράβηξε χάρακας τη γραμμή ο αέρας από κάτω. Ποιος τα οδηγεί; Πού τα πάει;
Μου λείπεις κι ας είσαι παντού. Εντάξει, μη νοιάζεσαι, δεν είναι τίποτα. Ένα μικρό μαύρο σκουπιδάκι σύννεφο παγωμένο διέσχισε ατίθασα τη χαραμάδα που αφήνει η έξοδος κινδύνου δίπλα στην οποία πάντα κάθομαι. Όρμηξε στα καυτά μου μάτια και έγινε δάκρυ πριν προλάβω να το σταματήσω. Δεν πρόλαβα να του πω πως εγώ δεν κλαίω. Αφού τα έχω όλα, άλλα πιο μακριά άλλα πιο κοντά, άλλα με σώμα κι άλλα ασώματα, γιατί να κλάψω;

Ποιο άτακτο παιδί έβαλε χέρι στο παντεσπάνι του ουρανού; Ποιο έγλειψε την άχνη ανοίγοντας δρόμους και σοκάκια μυστικά; Ποιο έτρεξε με χάρη αγγέλου κι άφησε παντού τα ίχνη του; Ποιο τα έγλειψε όλα αχόρταγα κι άφησε μόνο γη αστόλιστη, άγλυκο παντεσπάνι σε γκρίζο τραπεζομάντιλο;

Να πετάς πάνω από τα σύννεφα είναι σαν να κολυμπάς στον βυθό του ουρανού. Να διασχίζεις τον βυθό με κατεύθυνση τον ήλιο, πάνω από το γκρι, πάνω από τα λευκά συννεφένια στολίδια είναι σαν έφηβη λύπη που ωριμάζει για να αποδεχθεί την ενηλικίωσή της. Θα μεγαλώσει και θα χωνέψει. Θα συμφιλιωθεί. Μέχρι να βγει από τον εαυτό της. Να πετάξει σαν αυτό το λευκό πουλί που τώρα σχίζει τους ουρανούς. ολομόναχο, άφοβο κι ελεύθερο, για να βαφτιστεί κατόπιν στα νερά της έφηβης αέναης χαράς και χάρης.
Παρίσι. Επτά η ώρα πορτοκαλόχρωα. Η εικόνα του σαν το άρωμα που δοκίμασα στα αφορολόγητα, Kenzo amour. Πλούσιο σε λεπτά και ποικίλα συναισθήματα. Άλλο ένα κύμα σύννεφα σαν καλοχτενισμένα κεφάλια γιαγιάδων που κάνουν διαδήλωση. Πού βρέθηκαν τόσες γιαγιάδες σε διαδήλωση ουράνια; Τι αιτήματα έχουν;
Κι όμως αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο αγαπημένος μου Σικουάνας. Πριν από οχτώ χρόνια κάτω από μια του γέφυρα έμεινα να κοιτώ έναν γλύπτη που καθισμένος κατάχαμα σκάλιζε μικρά αγαλματίδια. Φορούσε ένα άσπρο δίχτυ αντί για παντελόνι και μια μακριά φαρδιά πουκαμίσα. Τα μαλλιά του κατέβαιναν κάτω από τη μέση και το πρόσωπό του είχε χαρακτηριστικά ινδιάνικα. Ο ήχος του σκαρπέλου του με οδήγησε κοντά του. Δέκα λεπτά ο γλύπτης σκάλιζε, αντί στο μάρμαρο, στον αέρα βλέμμα.
Καθώς προσγειωνόμαστε ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα της πόλης. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιδέραια πολύτιμα στολίζουν αχόρταγα την ωραιότερη καλλονή του κόσμου.

Thursday, October 18, 2007

Ο ζωγράφος, χαράκτης Γιώργος Ιωάννου για τον Γιαννούλη Χαλεπά


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ζωγράφος, χαράκτης

"Γιαννούλης Χαλεπάς:
Ο μεγάλος γλύπτης που ένοιωσε τραγικά μόνος"


Ἀπό τό Μελετήματα γιὰ τὸν Χαλεπᾶ καὶ τὴν ἐποχή του,
ἐπιμ. Στρατῆ Φιλιππότη, ἐκδ. ΕΡΙΝΝΗ, Αθήνα 1999.

Ὅταν συναντοῦμε τὸν Γιαννούλη Χαλεπᾶ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, αἰσθανόμαστε ἕνα κατανυκτικὸ δέος. Ἡ μεγάλη γλυπτικὴ παρουσία τοῦ τόπου μας εἶναι μιὰ μορφὴ ἀσκητική, χωμένη μέσα στὰ πυκνὰ πάλλευκα γένια, ποὺ προσπαθεῖ νὰ κρατηθῇ ἀθέατη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτὸ ἴσως νὰ ἀποτελῇ πρᾶξι ἠθελημένη, γιατί πολὺ πίκρα εἶχε δεχθῇ τὸ γεροντάκι αὐτὸ τῶν ὀγδόντα ἑπτὰ χρόνων. Ἐκεῖ ποὺ ἡ μορφὴ διακρίνεται, φαίνεται ραγισμένη ἀπὸ ἄγριες χαρακιές, ποὺ βαθαίνουν ἢ ἀνυψώνουν τὴν ἀνώμαλη ἐπιφάνεια. Μὰ θὰ μποροῦσε ἡ μορφὴ αὐτή, ποὺ ἀνασαίνει, νὰ ἦταν ἔτσι ὅμοια πλασμένη, ἀπὸ κομμάτια πηλό, τὸ ὑλικό, ποὺ ἀγάπησε καὶ δούλεψε στὰ δάχτυλά του, κατάρα καὶ ἀποθέωσις μιᾶς μαρτυρικῆς ζωῆς. Καὶ τὸ βλέμμα εἶναι ἀόριστο, σὰν νὰ βγαίνῃ πολὺ «ἐκ βαθέων». Ἡ μορφὴ καὶ τὸ βλέμμα ἔχουν ἀφετηρία καὶ κατάληξι ἐσωτερική.

Ὁ Χαλεπᾶς γεννήθηκε τὸ 1851 στὸν Πύργο τῆς Τήνου. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο καὶ τὴν πρώτη τάξη τοῦ Σχολαρχείου, μπῆκε τὸ 1869 στὸ Τμῆμα Γλυπτικῆς τοῦ Πολυτεχνείου. Εἶχε δάσκαλο τὸν Λεων. Δρόση. Ἀπεφοίτησε τὸ 1872 μὲ ἀρίστη ἐπίδοση καὶ τὸ 1873 ἔφυγε γιὰ τὸ Μόναχο μὲ ὑποτροφία τῆς Εὐαγγελίστριας Τήνου. Ἐκεῖ ἐφοίτησε στὴν Ἀκαδημία Εἰκαστικῶν Τεχνῶν μὲ δάσκαλο τὸν Βίντμαν, μέχρι τὸ 1876, ἀποσπάσας ἐπαίνους καὶ βραβεῖα. Τὸ 1878 ἔφτιαξε στὴν Ἀθήνα τὴν «Κοιμωμένη» καὶ τὸν ἴδιο χρόνο, ἐνῶ δούλευε τὴν «Μήδεια» σὲ φυσικὸ μέγεθος, ἔχασε τὴν πνευματικὴ ἰσορροπία. Στὶς 11.7.1888 μπῆκε στὸ Ψυχιατρεῖο Κερκύρας ὡς πάσχων «ἐξ' ἀνοίας» καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον βγῆκε στὶς 6.6.1902. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Τῆνο. Τὸ 1916 μόλις πέθανε ἡ μητέρα του ἄρχισε πάλι νὰ δουλεύει. Τὸ 1930 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τῆς ἀνεψιᾶς τοῦ Εἰρήνης Β. Χαλεπᾶ. Πέθανε στὶς 15.9.1938.

*

Ἡ ζωὴ τοῦ Χαλεπᾶ ὑπῆρξε πικρή, ὅσο ποὺ τὸ ἔργον του ὑπῆρξε μεγάλο. Ἀντιμέτωπη στὴν πνευματική του ἐσωτερικότητα στάθηκε πάντοτε ἐχθρικὴ καὶ βάναυση ἡ κοινωνικὴ παρουσία. Προσπάθησε νὰ σταθεῖ δυνατός, ἴσως ἀδιάφορος, ἀφοσιωμένος στὸ λυτρωτικὸ πάθος τῆς γλυπτικῆς δημιουργίας, μὰ κάποτε λύγισαν τὰ εὐπαθῆ ὄργανα τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας, τῶν ὁποίων ἡ ἁρμονικὴ λειτουργία δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγαθή μας πρόθεση, οὔτε ἀντέχουν σὲ ἀπεριόριστης ἐντάσεως ἐσωτερικὲς ἀνατάσεις.

Ὁ πατέρας τοῦ Γιαννούλη Χαλεπᾶ τὸν προόριζε γιὰ ὑπαλληλᾶκο, ἐκεῖνος ὅμως ἀντέδρασε, ἤθελε νὰ γίνει καλλιτέχνης. Ἦταν ἡ πρώτη ρήξη μὲ τὸν κοινωνικό του περίγυρο. Στὸ Μόναχο διακόπτουν τὴν ὑποτροφία του γιὰ χάρη ἄλλου. Ἀποκτᾶ ἔτσι μιὰ δεύτερη ἐμπειρία τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Δὲν ἔχει σημασία ἡ καταπληκτικὴ πρόοδος τῶν σπουδῶν του, οὔτε ἡ ἀξία τῆς προσωπικότητάς του, ἀλλὰ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα διέθετε καὶ τὰ ὁποῖα διέθετε ἄλλος, ἐκεῖνα ποὺ ἀνοίγουν εὔκολους δρόμους στὴν ζωὴ καὶ τὴν Τέχνη. Τότε παρουσιάστηκαν τὰ πρῶτα συμπτώματα μελαγχολίας καὶ ἐσωτερικῆς ἀπομόνωσης. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ Μόναχο πῆγε στὴν Τῆνο. Ἐκεῖ γνώρισε τὴν δεκαοχτάχρονη Μαριγὼ Χριστοδούλου. Μαζί της δημιούργησε ἕνα ἁγνὸ καὶ τρυφερὸ σύνδεσμο, ἀλλὰ ἀκολούθησε ἕνα ἄτυχο τέλος. Ἔτσι ἀπόκτησε μιὰ τρίτη ἐμπειρία, ποὺ προστέθηκε στὶς προηγούμενες γιὰ νὰ ὀξύνει περισσότερο τὸ προσωπικό του δρᾶμα. Ὅταν τοποθετήθηκε στὸ Α' Νεκροταφεῖο ἡ «Κοιμωμένη» καὶ ἔγινε φασαρία μεγάλη γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του, ὁ δάσκαλός τοῦ Λ. Δρόσης εἶπε: «δὲν εἶναι καὶ τόσο σπουδαῖο γλυπτό»! Αὐτὴ τὴν φορὰ γνώρισε ὅτι τὴν ἐπιτυχία τὴν ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος καὶ ἡ πολεμικὴ τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ἔστω καὶ ἂν ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς βρίσκονται καὶ οἱ δάσκαλοι. Ἔτσι, αἰσθάνθηκε ὁλότελα ξεκομμένος ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Δὲν ἦταν μόνον ἡ ἐχθρικὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἀντιμετώπιζε σὲ κάθε του βῆμα, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ πνευματική του σκέψη μὲ τὶς ἀνησυχίες καὶ τὰ ἐνδιαφέροντα, συναντοῦσε στὴν κοινωνικὴ συναναστροφὴ ἕνα ἄγονο καὶ ἀδιάφορο περιβάλλον. Ἦταν ἀδύνατος ὁ διάλογος ἀνάμεσα στὸν καλλιτέχνη καὶ τὸ περιβάλλον του, ἡ σκέψη του προηγεῖτο, τῶν ἄλλων ἀκολουθοῦσε. Καὶ τὰ σημάδια τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἐγένοντο πλέον ἐμφανῆ. Ὁ συγχωριανός του βουλευτὴς Μαυρομαρᾶς τοῦ λέει: «Εἶσαι ἁπλός, εὐθὺς καὶ εἰλικρινὴς καὶ ἐκεῖνο ποὺ παρατηρῶ σὲ σένα εἶναι ὅτι δὲν ἐννοεῖς ἢ δὲν θέλεις νὰ ὑπολογίσης τοὺς τύπους, τοὺς κατὰ συνθήκην ἔστω τύπους, ὅπως τοὺς ἔχει διαμορφώσει, τοὺς παραδέχεται καὶ ὑποτάσσεται θεληματικὰ ὅλη ἡ ὑπόλοιπη κοινωνία. Ἐννοεῖς νὰ εἶσαι πάντα ἐλεύθερο πουλί. Ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος θέλγεις καὶ εὐχαριστεῖς τοὺς συντρόφους σου, ὅποιον καὶ ἂν συναναστραφεῖς καὶ ποὺ θαυμάζει μαγεμένος τὸ ἔξοχο πνεῦμα σου καὶ χαίρεται μὲ τὴν λεπτότητα τῆς συμπεριφορᾶς σου, ὕστερα, μὲ μιὰ βίαιη, μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, μὰ ὡστόσο αὐθόρμητη στὴν εἰλικρίνειά της ψυχρότητα, ἀπομακρύνεσαι ἀπ' αὐτοὺς κάνοντάς τοὺς ν' ἀποροῦν».

Οἱ πρῶτες ἐκδηλώσεις τῆς ἀρρώστειας του φάνηκαν τὸ 1878. Ἦταν πλημμυρισμένος ἀπογοήτευση, αἰσθανόταν μόνος, ἡ μελαγχολία τὸν βασάνιζε ὀδυνηρά, ἄρχισε ἀπὸ ἀντίδραση, νὰ ἐκδηλώνεται βίαια. Ἔφτιαχνε σατύρους,τοὺς γρατζούνιζε,τοὺς ἔσπαζε, τοὺς πετοῦσε πηλὸ γιὰ νὰ χαλάσει τὸ γέλιο, νόμιζε πὼς τὸν ἐχλεύαζαν. Βρισκόταν σὲ τρομερὴ ἔνταση τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων, δούλευε εἴκοσι ὧρες τὸ ἡμερονύχτιο, ἡ ὑπερκόπωση τὸν ἐξασθένισε. Δούλευε τὴν «Μήδεια», ὅταν τὸ μυαλό του θόλωσε. Τὸ πνεῦμα ὑπέκυψε ἐμπρὸς στὴν ἀδυναμία περισσότερης ἀντοχῆς τῶν ζωτικῶν ὀργάνων τοῦ σώματος ποὺ καθορίζουν τὴν ἰσορροπία.

Ἡ κρίση ἐκδηλώθηκε στὰ Ἀλάτσατα τῆς Μ. Ἀσίας ποὺ βρισκόταν μὲ τὸν ἀδελφό του. Ἄρχισε μὲ ἀπόπειρες αὐτοκτονίας. Τὸν Σεπτέμβρη 1879 ὁ ἀδελφός του τὸν πῆγε στὴν Ἰταλία, μήπως καλλιτερεύσει. Στὸ Μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ, στάθηκε ἐμπρὸς σὲ ἕνα κορμὸ τῆς Ἑλληνιστικῆς περιόδου καὶ εἶπε στὸν ἀδελφό του: «Ὅταν Ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος, ὁ καλλιτέχνης, εἰς τὸ γῆρας του ἔχασε τὸ φῶς του, ἡ μόνη ἀπόλαυσίς του ἦτο νὰ ἔρχεται καθημερινῶς νὰ ψαύη τὸ ἄγαλμα αὐτὸ μὲ τὰς χεῖρας του». Ὅταν γύρισαν στὴν Τῆνο, τὸ θολωμένο μυαλὸ ἄρχισε πάλι νὰ σωπαίνει. Γύριζε στὴν ἐξοχὴ ὁλομόναχος, τὸν ἔχαναν καὶ ἔστελναν ἀνθρώπους στὶς ἐρημιὲς νὰ τὸν βροῦν. Ἴσως ἐκεῖ, μόνος, κατάμονος, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ κοινωνικὴ παρουσία, νὰ εὕρισκε τὴν γαλήνη, γι' αὐτὸ ἀντιστεκόταν στὴν ἐπιστροφή. Ἔφτιαχνε σχέδια, μὰ τὰ χαλοῦσε. Ὅταν ἡ κατάσταση χειροτέρεψε, παρὰ τὶς ἐπίμονες ἀντιρρήσεις τῆς μητέρας του, τὸν ἔκλεισαν στὸ Ψυχιατρεῖο τῆς Κερκύρας. Ὁ πατέρας του πέθανε τὸ 1901. Τὸν ἑπόμενο χρόνο πῆγε ἡ μητέρα του στὴν Κέρκυρα καὶ τὸν πῆρε κοντά της στὴν Τῆνο.

Ὅταν ὁ Χαλεπᾶς ἐγκαταστάθηκε στὴν Τῆνο, ἄρχισε γι' αὐτὸν ἕνα καινούργιο δρᾶμα. Ἡ μητέρα του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ δουλέψει, γιατί νόμιζε πὼς ἡ Τέχνη ἦταν ἡ αἰτία ποὺ θόλωσε τὸ μυαλό του. Φοβόταν μήπως τὸ παιδί της ξαναπάθει. Ἀληθινά, ὑπῆρξε μιὰ τραγικὴ μητέρα, ποὺ παραξηγήθηκε ἄδικα ἀπὸ πολλούς. Ἡ δημιουργικὴ ὅμως ἀνάγκη τοῦ Γιαννούλη ἦταν ἀκατανίκητη. Τὴν τάση γιὰ δημιουργία στὸν καλλιτέχνη τὴν καθορίζουν δυνάμεις ἐσωτερικές, ἔστω καὶ ἂν ἐξαρτᾶται πολλὲς φορὲς τὸ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὶς ἀντικειμενικὲς συνθῆκες. Καμμιὰ ὑποταγὴ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ ἐσωτερικὸ πάθος γιὰ ἔκφραση, ὅταν ἀνθίζει. Καὶ τὸ προσωπικὸ δρᾶμα τοῦ Χαλεπᾶ παίρνει τὶς διαστάσεις ἀρχαίας τραγωδίας. Μαζεύει πέτρες, τὶς βάζει σωρὸ καὶ δημιουργεῖ ἄμορφους πλαστικοὺς ὄγκους. Ζητάει πηλό, θέλει νὰ πλάσῃ στὰ χέρια του τὸ χῶμα καὶ νὰ τοῦ δώσει μορφή. Ἡ μητέρα του ἀρνεῖται. Ἐκεῖνος παίρνει τὰ βουνὰ συντριμμένος. Τὸν ἔχαναν μιὰ-δυὸ μέρες, ἔστελναν ἀνθρώπους νὰ τὸν βροῦν. Ὁ Γιαννούλης, ὁ τραγικὸς δημιουργός, ἔψαχνε νὰ βρεῖ πηλό! Γύριζε στὶς ἐρημιές, διάλεγε τὸ χῶμα, γρατσούνιζε τὴ γῆ, νὰ βρεῖ τὸ ὑλικὸ ποὺ θ' ἀνάσταινε σ' αὐτὸ τὴν ἐσωτερική του ἀγωνία. Κάποτε, ψάχνοντας, ἔφτασε πολὺ μακρυά, στὰ νταμάρια, ἐκεῖ βρῆκε πηλό. Τότε ἄρχισε νὰ κουβαλάη τὸ χῶμα στὸ σπίτι, γεμίζοντας κάθε φορὰ τὶς τσέπες του. Τὰ πόδια του γδάρθηκαν, μάτωσαν ἀπὸ τὶς σκληρὲς ὁδοιπορίες. Ὅταν ὅμως ἡ μητέρα του εἶδε τὸν πηλό, ἀγρίεψε, τὶς πέτρες δὲν τὶς φοβόταν. Τοὔπαιρνε τὸν πηλὸ καὶ τὸν πετοῦσε. Ἐκεῖνος ἀντέδρασε, ἀλλὰ μάταια. Τὰ σκοτεινὰ διαλείμματα τοῦ μυαλοῦ του τὰ καθώριζε τώρα χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει, ἡ τραγικὴ μητέρα. Τότε Ὁ Γιαννούλης ἀνακάλυψε τὶς φυλλάδες μὲ τὶς λογιστικὲς καταχωρήσεις τῆς ἐπιχειρήσεως τοῦ πατέρα του. Στὶς σελίδες ἐκεῖνες, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, σχεδίαζε τὰ ἐσωτερικὰ του ὁράματα. Τὰ σχέδια αὐτὰ εἶναι ἀνεκτίμητης ἀξίας. Μὲ τὴν ἀπασχόληση αὐτὴ εὕρισκε διέξοδο τὸ δημιουργικὸ πάθος, σημείωνε τὶς μορφὲς ποὺ εἶχαν γεννηθεῖ μέσα του, ἦταν ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ καταναγκασμό, τέλος ἦταν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ρομαὶν Ρολλάν: «Νὰ δημιουργεῖς, εἶναι νὰ σκοτώνεις τὸν θάνατο».

Ἔτσι ἡ ζωή του στὴν Τῆνο κυλοῦσε ἀνάμεσα στὰ κρυφὰ σχεδιάσματα καὶ τὴν συντροφιὰ λίγων προβάτων ποὺ εἶχαν στὸ σπίτι του. Τὰ ἀγαποῦσε πολὺ κ' ἐκεῖνα τὸν ἀκολούθαγαν πιστά. Στὰ ταπεινὰ ζῶα εὕρισκε μιὰ εἰλικρινῆ συμπεριφορὰ ποὺ δὲν συναντοῦσε στοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ἡ μητέρα του πουλοῦσε κανένα πρόβατο, τοῦ ἔλεγε πὼς χάθηκε, γιατί ἐκεῖνος δὲν θὰ δεχόταν ποτέ! Τότε ὁ πονεμένος ἄνθρωπος ἔτρεχε σ' ὅλες τὶς βοσκές, κλαίγοντας, φωνάζοντας καὶ ἀναζητῶντας τὸν καλό του σύντροφο.

Ἡ μητέρα τοῦ πέθανε τὸ 1916. Τὴν ἴδια μέρα τοῦ θανάτου, ἐνῶ στὸ ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ θρηνοῦσαν τὴν νεκρή, ὁ Γιαννούλης ἦταν χωμένος στὸ ὑπόγειο, σκούπιζε καὶ φρόντιζε τὸν χῶρο γιὰ νὰ τὸν φτιάξη ἐργαστῆρι. Στὰ ἐγγόνια τῆς νεκρῆς ποὺ ἔκλαιγαν, εἶπε: «Μὴ κλαῖτε πιά, ἐγὼ τώρα θὰ κάνω τέχνη». Ὅταν τακτοποίησε τὸ ὑπόγειο, μάζεψε τὸν πηλὸ ποὺ ἡ μητέρα του εἶχε πετάξει σὲ ἕνα χωράφι καὶ ἄρχισε τὴν δουλειά. Ὅλα τὰ ἔργα τῆς Τήνου εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ ἄμμο καὶ κοκκινόχωμα, ὑλικὸ ποὺ μάζευε πάντοτε μόνος του.

Μὲ τὸν θάνατο τῆς μητέρας τοῦ Γιαννούλη Χαλεπᾶ, ἀρχίζει μιὰ καινούργια περίοδος στὴ δουλειά του, ἡ ὁποία διαρκεῖ ὡς τὸ 1930. Παράλληλα, ἐκδηλώνεται σκληρὴ ἡ κοινωνικὴ παρουσία, ἀπέναντι στὸν καλλιτέχνη ποὺ θεωροῦσαν παλαβό, τραυματίζοντάς τον καθημερινὰ μὲ τὴν χλεύη, τὴν εἰρωνεία καὶ τὴν τελεία ἐγκατάλειψη. Ἐκεῖνος μόνος, αἰσθανόμενος τέλεια ἀπομόνωση, χωρὶς τὴν φροντίδα τῆς μάννας ἢ ἄλλου συγγενοῦς, κλεινόταν στὸ σκοτεινὸ ὑπόγειο, δουλεύοντας τὸν πηλὸ ποὺ μάζευε μόνος του. Στὸ ἐπάνω πάτωμα ποὺ κοιμόταν, εἶχε γεμίσει τοὺς τοίχους μὲ ὁλόσωμες φιγοῦρες καὶ ἐπάνω τους οἱ ἀράχνες τῆς ἀφροντισιᾶς εἶχαν πλέξει πυκνὰ δίχτυα. Γιὰ φαγητό, πήγαινε πεζὸς στὸ χωριὸ Βεναρδάδο, στὸ σπίτι ἐξαδέλφης του. Οἱ χωρικοὶ ὅταν τὸν συναντοῦσαν στὸν δρόμο τὸν ἔστελναν σὲ θελήματα: «Μπάρμπα Γιαννούλη, πήγαινε νὰ μοῦ πάρεις πετρέλαιο», «μπάρμπα Γιαννούλη, πήγαινε νὰ μοῦ φέρεις νερό». Καὶ ὁ μάρτυρας πήγαινε. Περίσσευε μέσα του ἡ καλωσύνη καὶ στοὺς ἄλλους ἡ σκληράδα. Εἶχαν κλεισμένα τὰ πρόβατα, ἐκεῖνος ἀπὸ τρυφερότητα τοὺς ἄνοιγε τόπο νὰ περπατήσουν. Τὸν ἔβριζαν, τοῦ φώναζαν. Ἐκεῖνος ἀποροῦσε μὲ ὅλη τὴν φρεσκάδα τῆς καρδιᾶς του: «Ἔβγαλα τὰ πρόβατα, μὰ δὲν ἔκανα κανένα κακό». Ἡ περίοδος ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του ὥς τὸν ἐρχομό του στὴν Ἀθήνα ὑπῆρξε ἡ πιὸ σκληρή τῆς ζωῆς του. Καὶ μέσα στὴν βρισιὰ τῶν «λογικῶν ἀνθρώπων», σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ σκοτεινοῦ ὑπογείου, μόνος, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ἔπλαθε τὸν πηλό, γιὰ νὰ τὸν κάνει στὸ τέλος κομμάτια καὶ ἐλάχιστες φορὲς νὰ τὸν ἀφίσει νὰ ζήση. Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἐκφραστικὸς προβληματισμὸς ποὺ προκαλοῦσε τὴν καταστροφή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔλλειψη ὑλικοῦ. Κατέστρεφε τὰ ἔργα καὶ μὲ τὸ ὑλικὸ ἔφτιαχνε καινούργια. Γιὰ νὰ ἀκολουθήσει πάλι ἡ καταστροφή. «Δὲν εἶμαι ἐδῶ» φώναζε, ὅταν χτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ ὑπογείου ποὺ δούλευε, πρόκληση στὴν «καλὴ συμπεριφορὰ» καὶ τὰ «χρηστὰ ἤθη» τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν δυνάστευαν. Μὰ καὶ πιστεύω ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀληθινὰ βρισκόταν πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν μικρότητα καὶ τὸν κοινωνικὸ ἐξευτελισμό. Καὶ «ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄνθρωποι συγχωροῦν λιγώτερο, εἶναι ὅταν μπορεῖς νὰ κάνεις δίχως αὐτούς», λέει ὁ Ρομαὶν Ρολλάν.

Τότε ὁ Χαλεπᾶς ζητάει ἀπεγνωσμένα νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σκληρὸ κοινωνικὸ περιβάλλον ποὺ τὸν συνέθλιβε καὶ νὰ ἔλθει στὴν Ἀθήνα. «Ἀγαπημένε μου Βασιλάκη, θέλω νὰ ἔλθω εἰς τὴν Ἀθήνα νὰ ξεκουραστῶ λιγάκι, διότι ἐδῶ κουράζομαι πολύ», γράφει στὸν ἀνεψιό του, σύζυγο τῆς ἐπίσης ἀνεψιᾶς του Εἰρήνης. Ἡ Εἰρήνη πῆγε στὴν Τῆνο καὶ τὸν βρῆκε σὲ κακὰ χάλια. Ροῦχα δὲν εἶχε, τὰ πόδια του ἦταν πληγὲς ἀπὸ τὶς περιπλανήσεις στὰ βουνὰ γιὰ νὰ βρεῖ πηλό. Μετροῦσε τὶς μέρες, πότε θὰ φύγουν. «Ἔχει φουρτούνα», τοὔλεγε ἡ Εἰρήνη, νὰ καθυστερήσει λίγο τὴν ἀναχώρηση καὶ νὰ διαπιστώσει τὴν κατάστασή του, ἀφοῦ τὸν εἶχαν γιὰ τρελλό. «Εἶναι τῆς λαγκαδιᾶς ὁ ἀέρας, δὲν ἔχει φουρτούνα», τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. Τακτοποίησε τὰ ἔργα του σὲ ράφια γιὰ νὰ μὴ χαλάσουν, καμμιὰ τριανταριὰ ἔργα μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕνας ὁλόγλυφος «Εὐαγγελισμός», καὶ ἔχτισε τὰ παράθυρα. Μαζί του πῆρε μόνο ἐννιὰ κομμάτια ἀπὸ ἄψητο πηλό. Ὅταν ἔφυγε, τὰ ἔργα χάθηκαν, κανεὶς δὲν ξέρει ποιοὶ τὰ πῆραν. Τὸν Σεπτέμβρη 1930 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τῆς Εἰρήνης στὴν ὁδὸ Δαφνομήλη 21 καὶ μετὰ ἔφτιαξε ἐργαστῆρι στὸ καινούργιο της σπίτι, Δαφνομήλη 35, ὅπου καὶ πέθανε.

Σὲ 5-6 μέρες ἀπὸ τὸν ἐρχομό του στὴν Ἀθήνα, ζήτησε πηλό. Ἡ ἀνεψιὰ του τοῦ ἔφερε λίγο πηλό, γιατί φοβόταν, ὅ,τι εἶχε φοβηθεῖ ἡ μητέρα του. Ἔφτιαξε μ' αὐτὸν ἕνα μικρὸ Οἰδίποδα. Τότε τοῦ ἀνέθεσαν νὰ φτιάξει τὸ μνημεῖο Πολίτη καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν τοῦ κουβάλησαν ἕνα αὐτοκίνητο πηλό. Ἀμέσως μεγάλωσε τὸν Οἰδίποδα καὶ ταυτόχρονα ἄρχισε τὸν «Ἄγγελο» τῆς Πολίτου, ἕνα ἀνάγλυφο τῆς Τούμπα καὶ τὴν «Ἀναπαυομένη». Ἕνα σημείωμα τοῦ Χαλεπᾶ λέει: «Ἐρωτηθεὶς σήμερον τῇ 20 Ὀκτωβρίου ἀπὸ τὴν ἀγαπημένην ἀνεψιὰν Εἰρήνην Β. Χαλεπᾶ, διατὶ ἐπροτίμησα νὰ κάμω πρῶτον τὸν Οἰδίποδα, τῆς ἀπήντησα ὅτι ὁ Οἰδίπους εἶμαι ἐγὼ καὶ ἐκείνη ἡ Ἀντιγόνη ποὺ μὲ ἔφερε εἰς τὰς Ἀθήνας. Γιαν. Χαλεπᾶς 1930». Στὴν Εἰρήνη Β. Χαλεπᾶ ὁ τραγικὸς γλύπτης χάρισε τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀντιγόνης, ἐμεῖς ὅμως τῆς χρωστᾶμε τὸν ἴδιο τὸν Χαλεπᾶ. Μάζεψε μὲ φροντίδα ὅσες λογιστικὲς φυλλάδες δὲν εἶχαν γίνει προσανάμματα καὶ ἔτσι γνωρίζουμε σήμερα τὶς ἑκατοντάδες σχέδια ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ταραγμένη καὶ ἤρεμη ἔκφραση τῆς σκέψης του. Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις ὅλων (ποῦ θὰ φέρεις τὸν τρελλό;), τὸν πῆρε στοργικά, τοῦ γιάτρεψε τὰ πονεμένα πόδια, τὸν ἔντυσε, τὸν φρόντισε καὶ ἔτσι γνώρισε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὅτι ὑπάρχει καὶ ἀγάπη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὑπῆρξαν τὰ χρόνια αὐτὰ τὰ πιὸ γόνιμα σὲ καλλιτεχνικὴ δημιουργία.

Τὰ ἀγαπημένα θέματα, ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὡς τὰ βαθιὰ γηρατειά, ἦταν ἡ «Μήδεια», «ὁ Σάτυρος καὶ ὁ Ἔρως», «Τὸ παραμύθι τῆς Πεντάμορφης». Στὴ δουλειά του δὲν χρησιμοποιοῦσε ἐργαλεῖο, δούλευε μὲ τὸ δάχτυλο. Ἦταν ἕνας τρυφερὸς ἄνθρωπος, ἡ δραματικὴ ζωή του δὲν τὸν εἶχε σκληρύνει. Εἶχε μιὰ τράπουλα καὶ μ' αὐτὴν στόλιζε τὸ κεφάλι τοῦ «Σατύρου» καὶ ἦταν αὐτὸ ἄραγε παιγνίδι γεμάτο ἀθωότητα ἢ ἕνα ὅραμα πνευματικό; Τὴν νύχτα, ὅταν φυσοῦσε ἀέρας δυνατός, σηκωνόταν ἀπ' τὸ κρεββάτι καὶ ἔμπαζε μέσα τὸ κλουβὶ μὲ τὴν καρδερίνα... «Κρυώνουν τὰ πουλιά», ἔλεγε, αὐτός, ποὺ εἶχε γνωρίσει πόσο κρυώνουν, φριχτά, οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἔφτιαξε τὴν «Βιοπάλη», τὸν ρώτησε ἡ ἀνεψιὰ του γιατί ἔβαλε τὸν ἄντρα καθιστὸ καὶ τὴν γυναῖκα ὄρθια ν' ἀκουμπᾶ στὸν ὦμο του. «Ποῦ ξέρεις ἐσὺ ἀπὸ πόνο; τῆς ἀπάντησε. Ὁ πόνος εἶναι ἄντρας». Στὸ σπίτι τῆς ἀνεψιᾶς του ὁ πονεμένος ἄνθρωπος βρῆκε τὴν σιγουριὰ καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ δουλέψει τὰ πιὸ ὥριμα ἔργα του. Ἴσως «ἡ δύναμη τῶν γερόντων» ποὺ λέει ὁ Γκαῖτε. Καὶ ἴσως, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας μιᾶς δραματικῆς ζωῆς νὰ ὑπῆρξε ἡ αἰτία μιᾶς ἀντίστοιχης μεγαλειώδους ἐκφράσεως. Στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας τ' ἀηδόνια κελαηδοῦν θαυμάσια, μόνον ὅταν τὰ τυφλώσουν.

Ἦταν πραγματικὰ τρέλλα ἡ πνευματικὴ ταραχὴ τοῦ Χαλεπᾶ, πού, ἂν ἦταν τέτοια ἀναμφισβήτητα, προκλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπίμονη βαρβαρότητα τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος, ἢ μήπως ἦταν μιὰ κρίση ἐσωτερικὴ ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ μιὰ ἀγωνιώδη ἐκφραστικὴ ἀνησυχία; Τὸ ταραγμένο μυαλὸ εἶναι πάντοτε ἐκδήλωση τρέλλας μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τῆς ἀποδίδει ἡ λεπτολόγα ψυχιατρικὴ διάγνωση ἢ εἶναι τὸ λογικὸ μιᾶς ἀνήσυχης καὶ δονούμενης ἀπὸ δημιουργικὴ ἀνάγκη ἐσωτερικότητας; Μὰ καὶ τί εἶναι τρέλλα σὲ ἕνα πνευματικὸ ἄνθρωπο; Μήπως εἶναι μιὰ καινούργια πνευματικὴ πραγματικότητα ποὺ μὲ τὴν ταραχὴ ἐκδηλώνει τὴν ἀγωνία τῆς προσαρμογῆς; Ὅταν ὁ καλλιτέχνης προβληματίζεται, ἐρευνᾶ καὶ δημιουργεῖ, τότε, σὲ ποιὲς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς του σκέψης ἀνεβαίνει καὶ τί ἐκφράζει; Ἡ παραμονὴ στοὺς χώρους αὐτοὺς δὲν θὰ προκαλέσει μιὰ δυσαρμονία στὶς σχέσεις του μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία βρίσκεται στὰ μέτρα μιᾶς ὡρισμένης «λογικῆς»; Ἂν παραδεχτοῦμε πὼς ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ μπορεῖ νὰ κυβερνηθεῖ ἀπὸ τὸ λογικό, τότε καταστρέφεται ἡ δυνατότητα τῆς ζωῆς»,γράφει ὁ Λ. Τολστόι. Καὶ κάθε τί, ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν «λογικὴ» τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας, θὰ πρέπει κατὰ συνέπεια νὰ στερεῖται καὶ τοῦ «λογικοῦ» χαρακτῆρα. Μὰ τότε ὁ δημιουργὸς καλλιτέχνης πόση ἀπόσταση πρέπει νὰ ἔχει ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, τὰ καθιερωμένα μέτρα μιᾶς κοινῆς «λογικῆς»;

Στὴν περίπτωση ὅμως τοῦ Χαλεπά, συναντοῦμε καὶ ὡρισμένες «σχιζοφρενικές» ἐκδηλώσεις, θὰ ποῦν: ἀπόπειρες αὐτοκτονίας, βίαιες ἀντιδράσεις, καταστροφὲς ἔργων. Ἡ ἀπόπειρα ὅμως αὐτοκτονίας μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἐκδηλωθῆ σὰν ἐπιθυμία σὲ ὁποιονδήποτε, ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον κυριαρχήσει ἐπάνω του ἡ πρόθεση τῆς φυγῆς. Ἡ βίαιη ἀντίδραση προκαλεῖται ἀπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ περιβάλλοντος, τὴν πρόκληση ἢ τὸν ἐξαναγκασμό. Καὶ ἡ καταστροφὴ τῶν ἔργων, εἶναι ἔνδειξη σχιζοφρενικῆς κρίσης ἢ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγωνιώδους ἐκφραστικῆς προσπάθειας καὶ ἀνάγκη ἐξοικονομήσεως ὑλικοῦ γιὰ καινούργια δουλειά; Ἀπόδειξη ὅτι ἡ δουλειὰ τοῦ Χαλεπᾶ ἀκολουθεῖ ἐξελικτικὴ πορεία, σὰν ἡ περίοδος τῆς κρίσης νὰ ὑπῆρξε περίοδος ἀνησυχίας μιᾶς προβληματιζομένης καλλιτεχνικῆς ἐσωτερικότητας. Ἀκόμη, τὰ «φωτεινὰ διαλείμματα» τοῦ Χαλεπὰ τὰ καθορίζει ἡ κοινωνικὴ παρουσία καὶ ὄχι ἡ λασκαρισμένη βίδα τοῦ μυαλοῦ. Στὴν Ἰταλία, εὐθὺς μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς «ἀρρώστειας», βρισκόμενος σὲ πνευματικὸ περιβάλλον, θαυμάζει καὶ μιλάει γιὰ τὴν Τέχνη, σὰν τέλεια ἰσορροπημένος ἄνθρωπος. Καὶ ὅταν γυρίσει στὴν Τῆνο, ξαναρχίζει ἡ ρήξη. Ἐνῶ ὅλοι τὸν θεωροῦσαν τρελλό, ἐκεῖνος γέμιζε μὲ σχέδια τὶς φυλλάδες τοῦ πατέρα του, ὄργωνε τὴν Τῆνο γιὰ νὰ βρεῖ πηλὸ καὶ μόλις πέθανε ἡ μητέρα του ἄρχισε νὰ δουλεύει, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων.

Ὁ Χαλεπᾶς δὲν ὑπῆρξε τρελλός, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ προσδίδουν στὸν ὅρο οἱ ψυχίατροι. Συνήθως χρησιμοποιοῦμε ἕνα μέσον ὅρο «λογικῆς», τὸν ὁποῖο μεταχειριζόμαστε σὰ μέτρο τῆς διανοητικῆς ἰσορροπίας τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος βρίσκεται πάνω ἀπ' αὐτόν, εἶναι ὁπωσδήποτε τρελλὸς καὶ ἀποτελεῖ τὸν πιὸ συνηθισμένο χαρακτηρισμὸ γιὰ κάθε ἀνήσυχο πνευματικὸ ἄνθρωπο. Μὰ τὶς περισσότερες φορὲς ἡ γνώση βρίσκεται στὴν λογική, ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν τρελλῶν. Ὁ Χαλεπᾶς βασανίστηκε ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ ἔνταση, ποὺ ἦταν συνέπεια τῆς ἐκφραστικῆς του ἀγωνίας καὶ τῆς ρήξεώς του πρὸς τὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα. Αὐτὸ ἦταν ὅλο.

Ὅταν ἡ τότε πεντάχρονη ἀνεψιὰ του Κατερίνα καὶ σημερινὴ γνωστὴ γλύπτρια Χαλεπᾶ-Κατσάτου, καθόταν στὰ γόνατά του καὶ χάιδευε τὰ πάλλευκα γένεια, τὸν παρακαλοῦσε: Παποῦ πές μου ἕνα παραμύθι». Καὶ ὁ μαρτυρικὸς γέροντας ἀπαντοῦσε: «Παραμύθι! Τί παραμύθι νὰ σοῦ πῶ; Νά, ἐγὼ ὁ ἴδιος, εἶμαι παραμύθι».

Ὁ Γιαννούλης Χαλεπᾶς εἶναι ἕνας μεγάλος Ἕλληνας γλύπτης καὶ ἡ ζωή του ὑπῆρξε ἕνα βαθὺ παράδειγμα πίστης στὴν ἰδέα τῆς ἐκφραστικῆς δημιουργίας. Σήμερα σκύβουμε εὐλαβικὰ ἐπάνω στὸ ἔργο του καὶ τὸν ἀπέραντο πόνο τῆς ζωῆς του, ποὺ ἀληθινὰ μοιάζει μὲ ἕνα τραγικὸ παραμύθι.

Το κείμενο αντιγράφηκε ως έχει από το site Εικαστικά που έχω και στα λινκς.
Η μουσική είναι από το εξαιρετικό και εξαντλημένο πια cd Προσμονή, του Κυριάκου Καλαϊτζίδη. Είναι το πρώτο κομμάτι και ονομάζεται: Είσοδος. Μια μουσική που γράφτηκε για την ανάγνωση της Αποκάλυψης του Ιωάννη που παρουσιάστηκε σε μορφή αναλογίου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.


Sunday, October 14, 2007

Γιατί 'Αν τ' αγαπάς ξανάρχονται';



Ίσως να μην υπάρχει πιο δύσκολο λογοτεχνικό είδος από το παραμύθι. Προϋποθέτει απλότητα, αφαιρετικότητα, συμπύκνωση.
Απευθύνεται στα παιδιά που είναι οι πιο αυστηροί κριτές καθώς είναι οι πιο καρδιακοί.
Στον καιρό όπου ο μύθος αποδομείται και όλα ζητούν χειροπιαστές αποδείξεις ή έστω εικονικές, όλα θέλουν επιστημονικές εξηγήσεις, όλα κυριαρχούνται από τον ρεαλισμό της βιοπάλης και την φαντασίωση μιας τεχνητής ευτυχίας, το γνήσιο παραμύθι, αυτό που παρηγορεί την ψυχή, την παραμυθεί, μοιάζει να χάνει έδαφος.
Και σίγουρα μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το πιο δύσκολο θέμα που μπορεί να διαχειριστεί κάποιος είναι το άπιαστο θέμα του θανάτου. Του τελεσίδικου αποχωρισμού από το προσφιλές πρόσωπο, ή το αγαπημένο πράγμα.
Δεν υπάρχει πιο απαράδεκτο γεγονός στη ζωή μας, πιο αχώνευτο, πιο απάνθρωπο. Πιο αντιφατικό στην θαυμαστή φύση μας. Και αυτή η οδυνηρή πραγματικότητα είναι ακόμα πιο οδυνηρή στα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει άμυνες και δεν έχουν χτίσει εγκεφαλικά οχυρά που θα προστατέψουν το τραυματισμένο τους συναίσθημα.
Το «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται» προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο γεγονός του θανάτου και το άγνωστο επέκεινα, χάριν των παιδιών.
Γιατί σίγουρα υπάρχει Κάτι μετά το θάνατο. Δεν μπορώ να δεχθώ πως υπάρχει ένα Τίποτα. Δεν μπορώ να αποδεχθώ το Τίποτα. Μου είναι παντελώς αδύνατον να πιστέψω πως γεννιέται ένα θαύμα σαν την ανθρώπινη ύπαρξη και μια μέρα το θαύμα αυτό διαλύεται οριστικά. Μου είναι ακόμα πιο αδύνατο να πιστέψω πως παύει να υφίσταται, ακόμα και ως μη ορατό, το πρόσωπο που αγάπησα.
Αν υπάρχει κάτι που δεν πεθαίνει ποτέ είναι η αγάπη. Αυτό, έχω απόλυτη ανάγκη να το πιστεύω. Η αγάπη είναι αυτή που νικά το θάνατο, γι’ αυτό και τον νίκησε ο Χριστός που ήταν και είναι η τέλεια Αγάπη.
Ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται στη ζωή μας. Αυτό που μένει σε μας είναι να καλέσουμε την ελπίδα που θα τον νικήσει. Και η ελπίδα έρχεται μόνο μέσα από το φως της αγάπης. Αν αγαπάμε ξανασυναντιόμαστε με αυτόν που αγαπάμε,
ίσως στην ουσία δεν τον αποχωριζόμαστε ποτέ,
ίσως δε, αφού πεθάνει να ενωνόμαστε ακόμα περισσότερο μαζί του.
Μα κι αν ακόμα κάποιος ενήλικας δεν μπορεί να το πιστέψει αυτό, νομίζω πως οφείλουμε να κάνουμε τα παιδιά να το πιστέψουν. Η ελπίδα παρηγορεί σαν παραμύθι και τα παιδιά έχουν μεγάλη ανάγκη από παρηγοριά. Αυτά, εξάλλου, μπορούν να πιστεύουν και να ελπίζουν καλύτερα από μας, μιας κι έχουν μια καρδιά ολοκάθαρη που ακόμα δεν γέμισε από τα αγκάθια των αμφιβολιών που φυτεύει η λογική της ενηλικίωσης.
Ένα κοριτσάκι τρίτης δημοτικού μετά την ανάγνωση του παραμυθιού, μου έγραψε σ' ένα χαρτάκι γιατί δεν ήθελε να μου το πει προφορικά: «Εγώ μέχρι σήμερα νόμιζα πως η λύπη μένει για πάντα. Ακούγοντας το παραμύθι αυτό κατάλαβα πως η λύπη μπορεί να γίνει και χαρά. Ακούγοντας το παραμύθι αυτό, κατάλαβα».
Το 'Αν τ' αγαπάς ξανάρχονται' θέλει να είναι ένα παραμύθι σαν αλήθεια και μια αλήθεια σαν παραμύθι. Ζητά να μεταποιήσει τη λύπη σε χαρά.
Γιατί τότε η χαρά γίνεται πολύ μεγάλη και το φως εκθαμβωτικό!


Αυτό είναι το κείμενο που διάβασα στο τέλος της παρουσίασης του παραμυθιού στον Ιανό των Αθηνών, το Σάββατο 13.10.07, προς τους μεγάλους. Το ανεβάζω και εδώ για όσους δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν. Και ευχαριστώ θερμά όσους ήρθαν αισθητώς και νοερώς!

Wednesday, October 10, 2007

Παρουσίαση του "Αν τ' αγαπάς ξανάρχονται" στον Ιανό των Αθηνών.


Θα είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να έρθετε στην παρουσίαση του παραμυθιού μου στον Ιανό των Αθηνών,
το Σάββατο 13 του Οκτώβρη στις 12.30μ.

Μεγάλη χαρά να ξανανταμώσουμε όλοι οι παλιοί φίλοι όπως δεν το μπορούμε συχνά μιας κι εγώ μένω στη Θεσσαλονίκη.

Μεγάλη χαρά να ανταμώσουμε και όλοι οι άγνωστοι φίλοι που γνωριζόμαστε μόνο μέσα από τις επισκέψεις που κάνουμε ο ένας στο μπλογκ του άλλου.

Είναι τόσο ωραίο να βλέπεις επιτέλους το πρόσωπο του ανθρώπου που αγαπάς τα κείμενά του ή τις εικόνες του και όλο αυτό να παίρνει σάρκα και οστά, να γίνεται ακόμα πιο πραγματικό.

Το πρόγραμμα έχει ως εξής:
Ενώ θα γίνεται προβολή των εικόνων σε πανί, εγώ θα διαβάζω το παραμύθι. Μια σταλίτσα είναι.
Μετά ο εικονογράφος Νικόλας Ανδρικόπουλος θα μιλήσει για τις ζωγραφιές του
και τέλος, θα πω δυο λόγια -θα τα διαβάσω από μέσα γιατί αλλοιώς από το τρακ μου λέξη δεν θα μπορώ να αρθρώσω- πώς έγραψα αυτό το βιβλίο και γιατί. Τι θέλω τέλος πάντων να πω...

Όποιος έχει παιδιά δημοτικού να τα φέρει οπωσδήποτε μαζί του, ε, και μικρότερα να είναι εμένα καθόλου δεν με πειράζει κι ας μην καταλαβαίνουν. Για τα μεγαλύερα συνήθως δεν μας ακολουθούν, γι' αυτό δεν λέω τίποτα...

Τα παιδιά θα κάθονται, ενώ οι μεγάλοι πρέπει να φροντίσετε να είστε ξεκούραστοι, γιατί στο παιδικό τμήμα του Ιανού στο ισόγειο δεν υπάρχει χώρος για να μπουν καρέκλες να καθίσετε. Θα προσπαθήσουμε να μην σας κουράσουμε.

Είναι ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους. Αφού και από τη ζωή των μικρών και απ' αυτή των μεγάλων κάποτε πράγαματα και άνθρωποι φεύγουν...

Με το καλό να ανταμώσουμε το λοιπόν!

Tuesday, October 9, 2007

Οσίου Ανδρονίκου και Αθανασίας της συμβίας αυτού



Στάθηκα…
Πάει καιρός που δεν στεκόμουν κυνηγημένη από τα μέσα μου. Βήμα το βήμα χθες άρχισα να στέκομαι, ώσπου έπεσε η νύχτα. Γέρνοντας στο κρεβάτι άπλωσα το χέρι στο ξύλο πάνω από το κεφάλι μου που βαστά τα αγαπημένα βιβλία στοίβες σκονισμένες. Πήρα το Συναξαριστή υπακούοντας σε μια φωνή εσωτερική που μου έλεγε: αυτό σήμερα πρέπει να το διαβάσεις. Φτάνει τόση ραθυμία που είδες πού σε έριξε…
Αγαπώ τους αγίους. Όταν στέκομαι μπροστά στις εικόνες τους είναι σαν να βλέπω τις φωτογραφίες αυτών που πολύ επιθυμώ και δεν είναι κοντά μου με το σώμα τους και τότε, έρχονται στ’ αλήθεια πολύ κοντά μου. Όταν διαβάζω τη ζωή τους στο Συναξαριστή μπαίνουν στην καρδιά μου και την πλημμυρίζουν χαρά και φως. Μα είναι και κάτι συναξάρια σαν αυτό που σήμερα δεν μπορώ παρά να το αντιγράψω με τα δικά μου, ίσως απλοϊκά λόγια, εδώ για σας, που μου μιλάνε τόσο βαθιά, σαν τα πιο ακριβά ποιήματα των πιο αγαπημένων ποιητών. Γιατί μια τέτοια ζωή σαν των σημερινών αγίων είναι για μένα εφαρμοσμένη ποίηση.

Από την μεγάλη Αντιόχεια ήταν ο Ανδρόνικος κα γεννήθηκε το 540μ.Χ. Αργυροπράτης ήτανε στην τέχνη, ευλαβής και πανέμορφος. Πλούσιος πολύ. Παντρεύτηκε την Αθανασία που του ταίριαζε στην σεμνότητα και την αγάπη για τον Χριστό. Μαζί συμφώνησαν να μοιράσουν την μεγάλη περιουσία τους σε τρία μέρη.. Το ένα μέρος έδωσαν στους φτωχούς. Το άλλο έδωσαν δάνειο χωρίς τόκο σε όσους είχαν ανάγκη. Το τρίτο το οικονόμησαν για το αργυροπρατείο και το εργαστήριο, όσο να καλύπτουν τα αναγκαία.
Δυο παιδιά έκαναν. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ελεούσαν τους φτωχούς και τους ασθενείς περιποιούνταν. Κι έτσι πέρασαν δώδεκα χρόνια.
Στην ηλικία που τα παιδιά χαροποιούν τους γονείς τους πέθαναν και τα δυο μέσα σε μία μέρα. Ο μακάριος Ανδρόνικος φωνή Ιώβ εβόησε:
«Γυμνός ήρθα στον κόσμο γυμνός και θα φύγω».
Η Αθανασία, όμως, απαρηγόρητη μητέρα, μόλις ενταφιάστηκαν τα παιδιά της στον ναό του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού δεν ήθελε να βγει από κει μέσα. Το μόνο που ζητούσε ήταν να πεθάνει και να ενταφιαστεί εκεί μαζί τους.
Ο Πατριάρχης πήρε τον Ανδρόνικο να τον παρηγορήσει, αλλά η Αθανασία από τον ναό δεν έβγαινε με τίποτα. Έμεινε εκεί να θρηνεί γοερά.
Μέσανυχτα ήταν όταν εμφανίστηκε μπροστά της ο άγιος μάρτυρας Ιουλιανός ντυμένος το μοναχικό σχήμα. Της λέει: « Γυναίκα, τι έχεις και κλαις; Γιατί δεν αφήνεις αυτούς που βρίσκονται ενταφιασμένοι εδώ να ησυχάσουν;»
Αυτή απάντησε: « Μη στεναχωριέσαι για μένα αφέντη μου και μη βαραίνει εξαιτίας μου η καρδιά σου. Μεγάλο πόνο και θλίψη έχω. Δυο παιδιά είχα, δυο παιδιά σήμερα έθαψα».
Ο μάρτυρας απάντησε: «Μην κλαις γυναίκα γι’ αυτά, γιατί σου το λέω πως, όπως είναι στη φύση του ανθρώπου να ζητάει το φαγητό και στέκεται αδύνατον να μην το επιτρέψει στον εαυτό του, το ίδιο και τα παιδιά ζητούν χρεωστικώς από τον Θεό να τους δώσει την μέρα που θα χαρούν τα μελλούμενα αγαθά λέγοντάς του: «Δικαιοκρίτα Κύριε, αντί των επίγειων αγαθών που μας στέρησες μη μας στερήσεις τα επουράνια».
Ησύχασε η Αθανασία ακούγοντας αυτά τα λόγια. Η λύπη της μεταμορφώθηκε σε χαρά και είπε: «Ζουν, λοιπόν, τα παιδιά μου στους ουρανούς; Κι εγώ τότε γιατί κλαίω;»
Γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει τον μοναχό και δεν τον είδε. Γύρισε και όλον τον ναό απ’ άκρη σ’ άκρη και μοναχό δεν είδε πουθενά. Ρωτάει τότε τον θυρωρό πού πήγε ο καλόγερος. Εκείνος δείχνοντάς της όλες τις πόρτες του ναού σφαλισμένες της είπε πως κανένας δεν μπήκε και κανένας δεν βγήκε, και κατάλαβε πως η γυναίκα είχε δει οπτασία. Τρόμαξε τότε η Αναστασία και γύρισε στο σπίτι.
Αφού τα εξιστόρησε όλα στον άντρα της τον παρακάλεσε να την οδηγήσει σ’ ένα μοναστήρι. Εκείνος χάρηκε πολύ γιατί το ίδιο επιθυμούσε για τον εαυτό του. Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, ελευθέρωσαν τους εξαγορασμένους τους δούλους και ό,τι περίσσεψε το έδωσαν στον πατέρα της Αθανασίας να χτίσει ξενοδοχεία και νοσοκομεία για τους μοναχούς.
Νύχτα έφυγαν από την Αντιόχεια οι δύο σύντροφοι μόνοι. Αφού είχαν απομακρυνθεί αρκετά έστρεψε η Αθανασία πίσω το κεφάλι και τα μάτια της στάθηκαν πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στον στράφηκαν στον ουρανό. «Κύριε και Θεέ μου», είπε, « εσύ που είπες στον Αβραάμ και τη Σάρρα, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και δεύρο εις γην αν σου δείξω, οδήγησέ μας. Για το όνομά Σου κι εμείς ξεκλείδωτο αφήσαμε το σπίτι μας και φύγαμε. Εσύ Κύριε, μην κλειδώσεις την πόρτα της βασιλείας Σου».
Εκεί έκλαψαν οι δυο τους και από εκεί έφυγαν συνεχίζοντας τον δρόμο τους μέχρι που έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν τους αγίους τόπους. Πολλούς οσίους συνάντησαν στο διάβα τους και κάποτε έφτασαν στην Αίγυπτο και στον ξακουστό αββά Δανιήλ. Σ’ αυτόν τα φανέρωσαν όλα κι εκείνος οδήγησε την Αθανασία σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, ενώ τον Ανδρόνικο τον κράτησε κοντά του και τον έντυσε το αγγελικό σχήμα των μοναχών. Έτσι πέρασαν άλλα δώεκα χρόνια.
Παρακάλεσε τότε ο Ανδρόνικος τον αββά να του επιτρέψει να πάει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει κι εκείνος του έδωσε την ευχή του και ευθύς ξεκίνησε.
Κάποτε στάθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να δροσιστεί λιγάκι από την μεγάλη ζέστη. Πώς οικονόμησε ο Θεός τα πράγματα κανείς δεν μπορεί να το ξέρει, και έρχεται σε λίγο η γυναίκα του έχοντας την ίδια επιθυμία μ’ αυτόν, να πάει για προσκύνημα στους αγίους τόπους, ντυμένη άντρας μοναχός με το όνομα Αθανάσιος.
Μόλις αντάλλαξαν τον χαιρετισμό τους η Αθανασία αναγνώρισε τον Ανδρόνικο. Εκείνος δεν την αναγνώρισε. Τόσο ήταν αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά της από την μεγάλη άσκηση και έμοιαζε με αράπη.
- Πού πας αββά, τον ρωτά.
- Πάω στα Ιεροσόλυμα, είπε εκείνος.
- Κι εγώ εκεί πηγαίνω.
- Θέλεις να περπατήσουμε παρέα;
- Να περπατήσουμε, λέει η Αθανασία, αλλά με σιωπή, σαν να μην είμαι εγώ μαζί σου.
- Θα γίνει όπως θέλεις, απάντησε ο Ανδρόνικος και ξεκίνησαν.
- Εσύ δεν είσαι μαθητής του αββά Δανιήλ;
- Ναι, εγώ είμαι.
- Και το όνομά σου δεν είναι Ανδρόνικος;
- Ναι, έτσι με λένε.
- Οι ευχές του γέροντα να μας συνοδεύουν στον δρόμο μας.
Μετά από αυτές τις κουβέντες ξεκίνησαν. Σιωπηλοί πήγαν στα Ιεροσόλυμα. Σιωπηλοί προσκύνησαν. Σιωπηλοί επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια.
Τότε η Αθανασία τον ρώτησε: « Θέλεις να μείνουμε μαζί στο ίδιο κελλί»; «Να μείνουμε», της απαντά αυτός, « αλλά να πάω πρώτα πάρω την ευχή και την άδεια του γέροντά μου». « Πήγαινε», του είπε, «και να έρθεις στον τόπο που λέγεται Οκτωκαιδέκατον. Να έρθεις όμως μόνο αν αντέχεις να μείνεις μαζί μου σιωπηλός. Αλλοιώς να μην έρθεις».
Πήγε στον αββά Δανιήλ ο Ανδρόνικος και του τα φανέρωσε όλα. Ο αββάς κατάλαβε πως ο Αθανάσιος έχει μεγάλη αρετή και είπε στον Ανδρόνικο: «πήγαινε, αγάπα την σιωπή και μείνε με τον αδελφό σου που είναι ένας αληθινός μοναχός».
Έτσι επέστρεψε ο Ανδρόνικος στον Αθανάσιο και έτσι πέρασαν άλλα δώδεκα χρόνια δίχως ποτέ να αντιληφθεί πως ζούσε κοντά στην γυναίκα του.
Συχνά τους επισκέπτονταν ο αββάς, τους μιλούσε και τους συμβούλευε.
Μια από αυτές τις φορές και ενώ έφευγε πια για να πάει στο κελλί του, τον προφταίνει ασθμαίνων ο Ανδρόνικος και τν παρακαλεί να γυρίσει πίσω λέγοντας πως ο Αθανάσιος πάσχει από θέρμη και ψυχορραγεί.
Με το που συναντήθηκαν, ο Αθανάσιος άρχισε να κλαίει. « Μα γιατί κλαις», τον ρώτησε ο αββάς. «Δεν χαίρεσαι που ήρθε η ώρα να πας κοντά στον Χριστό»; « Δεν κλαίω για μένα», απάντησε ο Αθανάσιος, «αλλά για τον αββά Ανδρόνικο. Διάβασέ μου αββά την ευχή κι όταν θα είναι να με θάψεις, ψάξε στο κεφάλι μου και θα βρεις μια πινακίδα γραμμένη. Διάβασέ την και μετά δώσε να την διαβάσει κι ο αββάς Ανδρόνικος».
Κι η ευχή διαβάστηκε και ο Αθανάσιος μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και αφού κοιμήθηκε, ο αββάς Δανιήλ βρήκε την πινακίδα που έγραφε το όνομα της Αθανασίας. Την έδωσε και στον σύζυγό της να τη διαβάσει και το νέο γρήγορα μαθεύτηκε σε όλη τη Λαύρα. Όσοι πατέρες κατοικούσαν στην έρημο, στα μοναστήρια της Λαύρας και της Αλεξάνδρειας, από την πόλη και από την Σκήτη, όλοι μαζεύτηκαν ντυμένοι στα λευκά όπως όριζε η συνήθεια σ’ αυτές τις περιπτώσεις για να ενταφιάσουν την αοίδιμη Αθανασία.
Ο αββάς Δανιήλ έμεινε για να κάνει τα έβδομα μνημόσυνα και μετά ξεκίνησε να φύγει ζητώντας από τον Ανδρόνικο να τον ακολουθήσει. Εκείνος όμως δεν ήθελε κι έλεγε: «θέλω να πεθάνω εδώ μαζί με την κυρία μου Αθανασία».
Αποχαιρετίστηκαν κι ο γέροντας πήρε γι’ άλλη μια φορά τον δρόμο του γυρισμού. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, όταν τον πρόλαβε μοναχός που του φώναξε: «ο αββάς Ανδρόνικος πάσχει από θέρμη. Γύρνα πίσω αββά Δανιήλ».
Έστειλε τότε αμέσως μήνυμα σε όλους τους αδελφούς της Σκήτης ο αββάς Δανιήλ που έλεγε: «Ο αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον αββά Αθανάσιο, μαζευτείτε!»
Όλοι πέρασαν και έδωσαν την ευχή τους στον ετοιμοθάνατο Ανδρόνικο και κατόπιν κοιμήθηκε κι αυτός εν Κυρίω. Και ενταφιάστηκε όπως όρισε ο ίδιος ο αββάς Δανιήλ, στο πλάι της κυρίας του.
Τις ευχές τους να έχουμε.