Labels

Sunday, December 30, 2007

Καλή χρονιάάάάάάάάάάά!!!!!!!!!!!!!





Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά,

ψιλή μου δέντρολιβανιά

κι αρχή καλός μας χρόνος,

εκκλησιά με τ' άγιος θρόνος.

Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, 'Αγιος και πνευματικός

στη γη να περπατήσει

και να μας καλοκαρδίσει.

Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται,

από την Καισαρεία

σ' είσ' αρχόντισσα κυρία.

Βαστά εικόνα και χαρτί

ζαχαροκάντιοζυμωτή

χαρτί και καλαμάρι,

δες και με το παλικάρι.

το καλαμάρι έγραφε

τη μοίρα του του έλεγε

και το χαρτί εμίλει,

άγιε μου καλέ Βασίλη.

Και πάει η πέρδικα να πιει

στου νοικοκύρη την αυλή

και βλέπει το φτερό της

μες στο γάργαρο νερό της.



Καλή χρονιά σε όλους


Χρόνια πολλά


στους εορτάζοντες


και από καρδιάς στις: Βάσω σχολιάστρια, Βίκυ μπλόγκερ, Λιβάνα σχολιάστρια,

και τους εκτός μπλογκ φίλους μου αγαπημένους: Βασίλη Βέτσο, Βασίλη Χαροκόπο, Βασίλη Παπαβασιλείου και Βασίλη Χατζηνικολάου.


Βοήθειά μας πάντοτε ο Μέγας Βασίλειος σε κάθε μας βήμα!


Wednesday, December 26, 2007

Σκηνές αλήθειας από την ταινία 'Τερζού Ουζαλά' - Ακίρα Κουροσάβα


Ντερσού Ουζαλά: Ένα οπτικό ποίημα του Ακίρα Κουροσάβα, βασισμένο σε δύο βιβλία του Ρώσου συγγραφέα Βλαδιμίρ Αρσένιεφ, που γυρίστηκε το 1975 και το 1976 πήρα το πρώτο βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας. Αφορά την ζωή ενός σοφού ανθρώπου στα βουνά.



Ένας λοχαγός με τους στρατιώτες του πηγαίνουν να εξερευνήσουν τους δρόμους για τοπογραφική φωτογράφηση το 1902 στην Ουσουρριανή περιφέρεια, στην περιοχή Σικότοφ. "Κάποτε", λέει ο λοχαγός, "τα βουνά έχουν ελκυστική μορφή και κάποτε άγρια. Το αίσθημα αυτό δεν μπορεί να είναι προσωπικό. Είναι γενικό για όλα τα μέλη της ομάδας". Διανυκτερεύουν στο μέρος αυτό που τους προκαλεί φόβο και εκεί τους βρίσκει ο Ντερζού Ουζαλά. Ένας άνθρωπος που ζει στο βουνό ως κυνηγός. Έχει χάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του από ευλογιά. Η μοναχική του παραμονή στο βουνό, η διορατικότητα, η παρατηρητικότητα και η καλή του ψυχή τον οδήγησαν να έχει μια απόλυτα αρμονική σχέση με την φύση.






Ο λοχαγός του προτείνει να πάει οδηγός της ομάδας του κι εκείνος δέχεται. Μέρα με την ημέρα αναπτύσσεται μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης, εκτίμησης και αγάπης. Οι στρατιώτες δεν καταλαβαίνουν τη σοφία του Ντερσού και συχνά τον κοροϊδεύουν και τον περιγελούν. Αυτός δεν παρεξηγείται. Έχει μια βαθιά κατανόηση του κόσμου. Του κόσμου του έμψυχου, αλλά και το άψυχου. Δικαίως χαρακτηρίζεται από τυς κριτικούς αυτή η ταινία ως οικολογικό δράμα.










Αυτά που περνούν απαρατήρητα για τους άλλους ο Ντερσού τα παρατηρεί. Η παραμονή του στο Δάσος του έχει διδάξει πως τίποτα δεν πρέπει να περνά αδιάφορο. Όλα έχουν ένα νόημα κι έναν λόγο ύπαρξης. ΄Ολα αξίζουν τον σεβασμό του ανθρώπου και αν τα σεβαστεί θα τον σεβαστούν κι αυτά. Έτσι μαθαίνει να ερμηνεύει τα χνάρια και να προετοιμάζεται γι' αυτό που θα συναντήσει. Έτσι διαβάζει τον καιρό. Έτσι φροντίζει γι' αυτό που θα ακολουθήσει πριν δει το πρόσωπό του, όπως και γι' αυτό που θα έρθει ξωπίσω του. Η ενότητα του κόσμου συνιστά την ίδια του την ζωή. Η αποστολή τελειώνει το έργο της, αλλά την άνοιξη του 1907 πηγαίνει πάλι στο ίδιο μέρος για νέες φωτογραφήσεις. Ο λοχαγός με τον Ντερσού ξανασμίγουν και μετά από τον χωρισμό τους, η φιλία τους τώρα είναι ακόμα πιο βαθιά. Ο Ντερσού σώζει δυο τρεις φορές την ζωή του λοχαγού, αλλά αυτό γι' αυτόν είναι φυσικό και αυτονόητο. Κανένα αίσθημα ηρωισμού δεν τον διακατέχει. Κατά ανάλογο τρόπο χαλάει και τις παγίδες που έχουν στήσει Κινέζοι μόνο για να παγιδέψουν ζώα, χωρίς να έχουν σκοπό να τα φάνε, παρά μόνο να τα εξαφανίσουν. Κάποια στιγμή διαπιστώνει με τρόμο πως έχει μειωθεί η όρασή του. Δεν μπορεί πια να ζει στο δάσος. Δεν μπορεί να είναι κυνηγός. Ο λοχαγός τον καλεί να μείνει μαζί του στη Μόσχα και δέχεται.





Η ασφυκτική ζωή στο διαμέρισμα της πόλης δεν είναι όμως για τον Ντερσού. Γρήγορα καταλαβαίνει πως αυτός ο τρόπος ζωής δεν του ταιριάζει κι ας τον περιβάλλει με πολλή αγάπη η οικογένεια του λοχαγού, η γυναίκα του κι ο μικρός του γιος που τον θαυμάζει απερίγρατπα. Αποφασίζει να γυρίσει στο βουνό. Ο φίλος του πηγαίνει στο δωμάτιο και του φέρνει ένα ολοκαίνουριο ντουφέκι, το τελευαίο μοντέλο που μόλις έχει κυκλοφορήσει και δεν απαιτεί τέλεια όραση για να σημαδέψεις. Ο Ντερσού φεύγει και σε λίγο ειδοποιούν τον λοχαγό πως τον βρήκαν σκοτωμένο σ' ένα χωριό στις παρυφές του βουνού. Μάλλον τον έχει σκοτώσει κάποιος άνθρωπος για να του πάρει το ντουφέκι. Ο λοχαγός τον θάβει εκεί. Όταν αργότερα πάει στο μνήμα, μνήμα δεν υπάρχει. Το χωριό χτιζόνταν εκείνο το διάστημα και τα δύο δέντρα ανάμεσα στα οποία ήταν θαμμένος ο Ντερζού έχουν κοπεί. Τα απομεινάρια όμως των δύο κομμένων δέντρων είναι εκεί π. Σαν εστία μιας φιλίας που δεν τερμάτισε.














Χρόνια σας πολλά!

Saturday, December 22, 2007

Ρωμανός ο Μελωδός - Ύμνοι


ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Προοίμιον
Η Παναγία σήμερα στον κόμσο φέρνει ως άνθρωπο τον Άκτιστο Θεό,
και η γη το Σπήλαιον στον Απροσπέλαστο παρέχει
άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε
και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ' αστέρι
αφού προς χάρι μας γεννήθηκε
Νέο Παιδί ο Άχρονος Θεός.
Οίκοι
α΄
Η Βηθλεέμ άνοιξε τον Παράδεισο, ελάτε να δούμε
την απόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ελάτε να πάρουμε
του παραδείσου τα δώρα, μέσα στο Σπήλαιο
εκεί φανερώθηκε δέντρο Υπερφυσικό, που προσφέρει άφεσι,
εκεί μέσα ευρέθηκε πηγάδι αχειροποίητο,
απ' όπου ο Δαυίδ παλιά επιθυμούσε να πιη
εκεί μέσα βρίσκεται Κόρη που εγέννησε Βρέφος
και σταμάτησεν αμέσως τη δίψα του Αδάμ και του Δαυίδ
για τούτο προς το Σπήλαιο ας τρέξουμε, εκεί που εγεννήθη
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.
β΄
Ο δημιουργός της μητέρας Γιος της θέλησε κι έγινε
ο προστάτης των βρεφών Βρέφος στη φάτνη πλάγιαζε
και προσπαθώντας να Τον καταλάβη Του λεγεν η Μητέρα Του:
"Πες μου, πάιδί μου, πώς σπάρθηκες ή πώς φύτρωσες;
Σε κοιτάζω Σπλάχνο μου και μένω κατάπληκτη,
γιατί Σε θηλάζω και γάμο δεν έκανα
κι ενώ Σε βλέπω σπαργανωμένο
την παρθενίαν μου ακόμα απείραχτη θωρώ
γιατί Εσύ την εφύλαξες που διάλεξες κι έγινες
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.
γ΄
Υπέροχε Βασιλιά, ποια σχέση έχεις Εσύ μ' εμάς που επτωχεύσαμε;
Δημιουργέ του ουρανού, γιατί στους χωματένιους ήρθες;
Αγάπησες το Σπήλαιο ή ζήλεψες τη Φάτνη;
Να που δεν βρίσκεται ούτε δωμάτιο για τη δούλη Σου
στο χώρο που ξεπεζέψαμε
δεν λέω μόνο δωμάτιο μα ούτε και σπήλαιο,
γιατί κι αυτό εδώ 'ναι ξένο
και στη Σάρρα σαν έγινε μητέρα
εδόθηκε κληρονομιά μεγάλη, σε μένα όμως ούτε φωλιά.
Χρησιμοποίησα το Σπήλαιο που θεληματικά κατοίκησες Εσύ
Νέο Παιδι, ο Άχρονος Θεός"......
κγ΄
Είναι αλήθεια, Σωτήρα μου Εύσπλαχνε, πως δεν είμαι μονάχα δική Σου Μητέρα
ούτε χωρίς σκοπό σε θηλάζω, Εσένα που το γάλα χορηγείς
αλλά για όλους Εγώ θερμά Σε ικετεύω
με έκανες στόμα και καύχημα όλου του γένους μου
γιατί εμένα έχει η οικουμένη Σου
προστασία πανίσχυρη, καταφύγιο και στήριγμα
εμένα κοιτάζουν όσοι εκδιώχθηκαν
από τον παράδεισο της απόλαυσης, γιατί τους επαναφέρω και τους κάνω
όλα τα καλά μέσω εμού που σ' εγέννησα
Νέο Παιδί, τον Άχρονο Θεό.
κδ΄
Σωτήρα μου, σώσε τον κόσμο αφού γι' αυτό ήρθες στη γη
κάμε να επικρατήσουν όλα τα δικά Σου αφού για τούτο έλαμψες
σε μένα και στους Μάγους και σ' όλη την κτίσι
κοίταξε, να οι Μάγοι, που τους φανέρωσες το φως του Προσώπου Σου,
Σε προσκυνούν και δώρα Σου προσφέρουν
χρήσιμα κι όμορφα και πολύ απαραίτητα
αφού ετούτα χρειάζομαι, επειδή ετοιμάζομαι
στην Αίγυπτο να ταξιδέψω και να φύγω με Σένα, για Σένα,
Οδηγέ μου, Υιέ μου, Πλάστη μου, Λυτρωτή μου,
Νέο Παιδί, Άχρονε Θεέ."
Δ΄αναθεώρησις, επερατώθη την3ην Αυγούστου 1986, Κυριακή, ώρα 1 μ.μ. Έκαμα Θεία Λειτουργία και κήρυγμα εν Οινοφύτοις. Ρωμανέ μου, μνήσθητι και ελέησον ως οίδας...
Ο χειρότερος φίλος Σου
.........................................................................................................................................................................
Από τον τόμο Ύμνοι του Ρωμανού του Μελωδού, εκδ. Αρμός, παρέθεσα εδώ αντιγράφοντας την αρχή και το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, σε απόσοση στα Νέα Ελληνικά του π. Ανανία Κουστένη, του οποίου το σημείωμα είναι στο τέλος των ύμνων.
Προστίμησα να βάλω την μετάφραση για ευνόητους λόγους κατανόησης, αδικώντας την μορφή της καθώς δεν έχω πολυτονικό σύστημα στον υπολογιστή μου, που στολίζει την γλώσσα απαράμιλλα, καθώς και άνω τελεία που κάποτε πρέπει να προσθέσω στο πληκτρολόγιο.
Να πρεσβεύει η Μητέρα μας Παναγία στον Υιό Της και Θεό μας μαζί με τον άγιο Ρωμανό, να χωρέσουμε κι εμείς στην φάτνη, αν όχι ως άνθρωποι τουλάχιστον ως ζώα. Και ο π. Ανανίας που έκανε αυτήν την πολλή σπουδαία δουλειά της απόσοσης των ύμνων του αγίου Ρωμανού του Μελωδού στα Νέα Ελληνικά που θαρρώ πως του πήρε μια δεκαετία, -καθώς και την μετάφραση της Χρονογραφίας του Θεοφάνη που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες- να μας δίνει την ευχούλα του κι ο Χριστός μας πάντοτε να τον φροντίζει.
Οι εικόνες είναι παρμένες από το site Εικαστικά.
Καλά Χριστούγεννα!

Thursday, December 20, 2007

Ακίρα Κουροσάβα: "Δεν θυμώνω. Δεν έχω χρόνο να θυμώσω με οποονδήποτε"



Βατανάμπε είναι το όνομα του πρωταγωνιστή της ταινίας του Ακίρα Κουροσάβα 'Ο Καταδικασμένος'. Είναι ένας άνθρωπος που εργάζεται τριάντα χρόνια ως προϊστάμενος του τμήματος της γραμματείας στο Δημαρχείο. Τριάντα χρόνια σφραγίζει έγγραφα που προωθούν τα αιτήματα των πολιτών από το τμήμα του σε άλλα τμήματα. Αιτήματα που μέσα στο χάος της γραφειοκρατίας και της ανευθυνότητας, σχεδόν ποτέ δεν τυγχάνουν λύσης. Τριάντα χρόνια σφραγίζει κοιτώναντας κάθε τόσο το ρολόι του για να δει αν πλησιάζει η ώρα να σχολάσει απο τη δουλειά του. Ο γιος του ήταν μικρός όταν η γυναίκα του πέθανε. Τον μεγάλωσε μόνος του και τώρα πια είναι παντρεμένος και ζούνε και οι τρεις στο ίδιο φτωχικό σπίτι.
Τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με το στομάχι του. Πηγαίνει και βγάζει μια ακτινογραφία. Ένας άνθρωπος στην αίθουσα αναμονής, ως προάγγελος του θανάτου του, του λέει πως αν του πουν πως έχει έλκος σημαίνει πως έχει καρκίνο και του απομένουν λίγοι μήνες ζωής. Οι γιατροί όντως του λένε πως έχει έλκος και καταλαβαίνει πως του λένε ψέμματα. Ξαφνικά αποκαλύπτεται το μεγάλο κενό της ζωής του, ένα κενό τριάντα χρόνων όπου δεν ζούσε, απλά άφηνε τον χρόνο να περνάει.
Αρχίζει να πίνει. Παρατάει την δουλειά και γυρνά τις νύχτες ψάχνοντας τρόπο να ζήσει τον λίγο χρόνο που του απομένει. Συναντά έναν συγγραφέα και του εξομολογείται το αδιέξοδό του. Το αδιέξοδο του συνίσταται κυρίως στο γεγονός πως ανακαλύπτει ξαφνικά ότι δεν ξέρει πώς είναι να ζεις αληθινά την ζωή. Ο συγγραφέας τον παίρνει από το χέρι κι αρχίζει και τον γυρνά στα νυχτερινά μαγαζιά δείχνοντας του μια σχεδόν πατρική στοργή. Παίζουν ηλεκτρονικά, πηγαίνουν σε στριπτιζάδικα, τρώνε, πίνουν και όλα αυτά είναι περάσματα φευγαλέα που φαίνεται να μην αγγίζουν την ψυχή του. Ξαφνικά συναντά στο δρόμο μια κοπέλα από το γραφείο και προσκολλάται σ' αυτήν δείχνοντας της μεγάλη γενναιοδωρία καθώς έχει σηκώσει από την τράπεζα όσα χρήματα μάζευε μια ζωή. Κρέμεται από την δροσιά της και το χαμόγελό της και το μόνο που ζητά είναι να είναι δίπλα της, να την βλέπει και να την ακούει. Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που της δίνει χαρά και χαμόγελο και βλέπει πως δεν είναι τίποτα πιο συγκεκριμένο από τα νιάτα και την υγεία της. Πάνω που απελπίζεται ένα εσωτερικό φως τον φωτίζει. Την εγκαταλείπει αποφασισμένος να κάνει κάτι. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια κάτι να κάνει.
Επιστρέφει στην δουλειά χωρίς να εξηγήσει σε κανέναν τίποτα για την αρρώστια του. Ανασύρει από τις στίβες των αιτήσεων που είχε σφραγίσει, την τελευταία αίτηση που υπέγραψε πριν αποχωρίσει και που αφορούσε το άιτημα κάποιων γυναικών να μετατραπεί μια ελώδης περιοχή που έφερνε αρρώστιες, σε πάρκο για τα παιδιά τους. Πηγαίνει καi βλέπει το άθλιο αυτό μέρος. Επιστρέφει στο γραφείο και αρχίζει να παίρνει ένα ένα τα τμήματα της υπηρεσίας του από προϊστάμενο σε προϊστάμενο μέχρι να υπογραφεί το χαρτί από τον δήμαρχο. Χτυπάει όλες τις πόρτες σαν ζητιάνος. Το σώμα του λίγο λίγο ολοένα καμπουριάζει. Το βλέμμα του προεκτείνεται σε χώρο πέρα από τον ρεαλιστικό. Το πρόσωπο του γίνεται σαν ένα γλυπτό που μεταμορφώνεται όλο σε δυο μάτια τεράστια που καρτερικά και πεισματικά περιμένουν να γίνει το ανέφικτο: το έλος να γίνει παιδική χαρά. Δεν φεύγει από το κάθε τμήμα παρά μόνο όταν δεήσει ο κάθε προϊστάμενος να υπογράψει. Και υπογράφουν γιατί βαριούνται να τον βλέπουν. Κανεις δεν καταλαβαίνει την εμμονή του, καθένας φτιάχνει και το δικό του σενάριο στο μυαλό του. Το πάρκο αρχίζει να πραγματοποιείται κι αυτός πηγαίνει και το παρακολουθεί κοιτώντας το σαν παιδί του που κάνει τα πρώτα του βήματα στη ζωή.
Κάποια στιγμή κατεβαίνοντας τα σκαλιά του Δημαρχείου του λέει ο συνεργάτης του Όνο:
Αρκετά πια. Δυο βδομάδες τώρα τρέχεις. Τουλάχιστον θα μπορούσαν να σου πουν αν έχουν τα απαραίτητα χρήματα ή όχι. Σου φέρονται άσχημα. Θα είχες δίκιο να θυμώσεις έτσι που σε προσβάλλουν.
Ο Βατανάμπε απαντά:Δεν θυμώνω. Δεν έχω χρόνο να θυμώσω με οποιονδήποτε.
Όλοι τον παρεξηγούν. Ακόμα και ο μονάκριβος γιος του νομίζει πως ο πατέρας του τρώει τα λεφτά του με μια γυναίκα και μάλιστα πολύ νεότερη. Προσπαθεί να του εξηγήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο γιος του ήδη νομίζει πως γνωρίζει την αιτία της αιφνίδιας αλλαγής και δεν υποψιάζεται καν την τραγικότητα των στιγμών που ζει ο πατέρας του. Στην μεγάλη σκηνή της κηδείας από όπου γίνονται και όλα αυτά τα φλας μπακ στην ζωή του Βατανάμπε, όλοι οι υπάλληλοι ερμηνεύουν καθένας με αυτό που ο ίδιος είναι την συμπεριφορά του μακαρίτη. Ο δήμαρχος καμαρώνει για το έργο σαν να το έκανε ο ίδιος. Όλες οι αδυναμίες των παρισταμένων φορτώνουνται στον νεκρό ως υποθέσεις προς κατανόηση της ψυχοσύνθεσής του. Μπαίνουν οι γυναίκες της περιοχής που έγινε το πάρκο και είναι οι μόνες που τον θρηνούν με ειλικρίνεια και μεγάλη ευγνωμοσύνη. Στο τέλος μπαίνει ένας αστυνομικός. Ομολογεί σε όλους πως ήταν εκεί το βράδυ που πέθανε.
Εκεί, στην παιδική χαρά έκανε κούνια. Δεν τον συνέλαβε παραβαίνοντας το καθήκον του, γιατί τον είδε τόσο ευτυχισμένο που του φάνηκε παράξενος. Ο Βατανάμπε πεθαίνει κάνοντας κούνια. Χιονίζει. Κι αυτός πεθαίνει τραγουδώντας.


Επιμονή ακόμα και ανάεσα στα δόντια του εχθρού, είχε πει ο Noel Burch, για τους ήρωες του Κουροσάβα. Αντί να μεταμορφώσουμε την κοινωνία ας αλλάξουμε πρώτα τον άνθρωπο, ήταν η στάση που είχε για τη ζωή ο αυτοκράτορας του ιαπωνικού κινηματογράφου. Ο 'Καταδικασμένος' είναι η 14η ταινία του, γυρισμένη το 1952, αμέσως μετά τον 'Ηλίθιο' του Ντοστογιέφσκι.

Για λόγους παντελώς ανεξιχνίαστους αυτό το ποστ το αφιερώνω στον φίλο μου Μάρκελλο Πιράρ.

Sunday, December 16, 2007

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος - Τώρα και πάντοτε

X


"Όταν μιλώ για τον Ισαάκ τον Σύρο είναι σαν να μιλώ για ένα πρόσωπο οικείο. Στον αββά Ισαάκ βρήκα απαντήσεις στο βαθύτερο αίσθημα που έχω για τη ζωή. Όλη η εκφραστική μου προσπάθεια είναι να εκφράσω το όραμα που με συνέχει εσωτερικά. Το όραμα δεν είναι μια σύλληψη του μυαλού που υπαγορεύεται από εξωτερικά δεδομένα, αλλά μια κατάσταση εσωτερική, που μπορεί να σαρκωθεί διά του λόγου. Σκοπός μας, κατά τον άγιο Ισαάκ, είναι από την ίδια την άσκησή μας να γεννηθεί η γνώση, αφήνοντας πίσω ό,τι είναι περιττό για το ταξίδι μας και έχοντας το νου μας μόνο στο ταξίδι. Ένα ταξίδι που προϋπόθεσή του είναι η καθήλωση, και που η οδυνηρή καθήλωση μετατρέπεται σε θαυμαστή πορεία. Είναι η εν ακινησία κίνηση της ψυχής μέσα στο παρόν που σε εισάγει στο θαυμαστό. Όλοι είμαστε εν οδώ, και στο χέρι του καθενός είναι να συμμετάσχει σ' αυτό το ταξίδι αφήνοντας πίσω κάθε άλλη επιθυμία, χωρίς να θέλει να είναι κάτι άλλο απ' ότι το ταξίδι υπαγορεύει. Η ίδια η καθήλωση γίνεται κίνηση, γίνεται ταξίδι σε νοήματα ξένα.
Ο Ισαάκ δεν είναι μόνο μεγάλος ασκητής αλλά και μέγας ποιητής. Φέρνει την ποίηση στην ζωή της Εκκλησίας, μάλλον μας λέει πως η ζωή της Εκκλησίας είναι ποίηση και ο τρόπος να ζει κανείς μέσα σην Εκκλησία είναι κατεξοχήν ποιητικός. Όχι όπως συμβαίνει σήμερα, που η ποίηση έχει εξοβελιστεί και όλα έχουν πάρει μια χροιά πρακτική και ωφελιμιστική ή άκρως θεωρητική και αφηρημένη....
... Η καρδιά συντρίβεται από τον πόνο του κόσμου, όταν συναισθανθούμε πως δεν είμαστε αμέτοχοι στη βία και τη διαστροφή, πως δεν είμαστε ενάρετα ξένοι προς το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Συντριβή της καρδιάς σημαίνει την εγκατάλειψη όλων των προσωπείων και όλων των ιδιοτήτων εν ονόματι της αγάπης. Εκεί μας οδηγεί η Εκκλησία του Χριστού. Ο άγιος Ισαάκ λέγει πως η γέννηση του Χριστού είναι το ευτυχέστερο γεγονός που συνέβη στην ιστορία του κόσμου. Και μας λέγει ακόμα πως ο Θεός ενσαρκώθηκε όχι για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη Του. Ο Θεός είναι ο πανάγαθος Πατέρας όπου σ' αυτόν όλα τα λογικά όντα βρίσκουν τη θέση τους, χωρίς καμιά αντιθεση και αντιπαλότητα. Καμιά κατηγορία μπροστά Του δεν ευσταθεί και η ενοχή είναι άγνωστη.
Ο αββάς Ισαάκ πλησιάζει και αποκαθιστά τον άνθρωπο. Μας εισάγει σε μια φωτεινότητα αδιανόητη, ένα λαμπρό άστρο, ένας ήλιος που αναδύεται στον σκοτεινό ουρανό και τον φωτίζει με φως υπερκόσμιο. Εξετάζοντας τα γραπτά του αναλογιζόμαστε το ευαγγελικό: Δει δε προσκυνείν τον Θεόν εν πνεύματι και αληθεία. Η εν πνεύματι προσκυνησις δεν είναι άμοιρη του φωτός του μέλλοντος αιώνος, που μπορεί να καταυγάσει τη ζωή του ανθρώπου, παρέχοντάς του δυνάμεις αστείρευτες υπομονής των δοκιμασιών και των θλίψεων...
.....................................................................................................................................................................
Ανοιχτές σημειώσεις ΝΒ.

  • Ανακαλώ στη μνήμη τις πλέον ολοκληρωμένες ερωτικά στιγμές της ζωής μου. Καθισμένοι ή όρθιοι πλάι πλάι με τον αγαπημένο. Ακίνητοι. Σιωπηλοί. Έξω από οποιαδήποτε έκφραση λόγου και χειρονομίας. Ανέγγιχτες και ανείπωτες στιγμές όπου η ολοκλήρωση πραγματοποιείται κατ' εξαίρεση του κανόνα των παραλλήλων ευθειών που δεν τέμνονται ποτέ, ως ένωση - τομή των ψυχών προεκτεινόμενων στο άπειρο.
  • Σήμερα ίσως δεν αλλάζει μόνο η έννοια της ερήμου, όπως τόσο εύστοχα γράφει ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος στο βιβλίο του, αλλά και αυτή καθεαυτή η έννοια της άσκησης, -είτε ορίζεται ως επιλογή του προσώπου είτε ως δοσμένη δοκιμασία ανεξάρτητα της επιλογής μας-. Σκέφτομαι ένα ακραίο παράδειγμα συσχετισμών: Κάποτε είχαμε τους στυλίτες οσίους, που περνούσαν χρόνια ολόκληρα πάνω σ' ένα στύλο ή δεντρο. Σήμερα έχουμε πολλαπλάσιους ανθρώπους που διανύουν την ζωή τους καρφωμένοι σ' ένα κρεβάτι ως παραπληγικοί, κατόπιν αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων.
  • Οι πόνοι του σώματος που δεν το επέτρεψαν για κάποιες νύχτες να κοιμηθεί και να κινηθεί στο ελάχιστο του αφαίρεσαν εν τέλει μεγάλες δόσεις από τοξίνες του παρελθόντος βίου.
  • Τι είναι η σιωπή; Χιονίζει. Η σιωπή είναι σαν το φιλί μιας νιφάδας χιονιού που πέφτει απ' τον ουρανό πάνω σ' ένα μικρό χορτάρι. Το ξαφνιάζει, το παγώνει, λίγο λίγο το ξεπλένει. Χάνεται στη ρίζα του και το θρέφει. Του δίνει ζωή αθόρυβη. Παρατεταμένη.
  • Στο χθεσινό ποστ του Άρη που αναδημοσιεύτηκε κι εδώ, γράφει μέσα στα σχόλια των Προωπων, ο Δημήτριος ο Βόρειος, κάτι, που πολύ με παρηγόρησε και επίσης αναδημοσιεύω:
  • "Στην ενοτητα του κοσμου, του ανθρωπινου γενους, ολοι ειμαστε συμμετοχοι και συνενοχοιγια καθε κακο που συμβαινει, οπως και για καθε καλο (συμετοχοι) οταν βλεπω και ακουω αυτα, μετα την οργη και τον θυμο, θελω να κανω κατι καλο, κατι που να μη χανεται, ισως το κακο, και καθε δαιμονικο να ηταται οταν γινομαστε οντολογικα καλυτεροι, οταν μετανοουμε, οταν αμαρτανουμε λιγοτερο…" Έχω όμως και μία ερώτηση προς τον Δημήτριο: Γιατί γράφει... κάτι που να μη χάνεται; Δηλαδή, ένα καλό, πώς να το πω, κάπως πιο θεμελιωμένο;

Saturday, December 15, 2007

Aris Davarakis - www.prosopa.com

Δεν είναι τώρα αυτή συζήτηση για τέτοιες μέρες γιορτινές, αλλά απ΄την άλλη άμα σκέφτομαι πως τα θύματα είναι παιδιά, με πιάνει κάτι σαν λύσσα, ένας θυμός που θα μπορούσε άνετα να εκτονωθεί με αίμα. Θα τούς σκότωνα φοβάμαι μάλλον εύκολα τούς “πελάτες” της μητέρας που πήγαινε το επτάχρονο, εννιάχρονο, δεκάχρονο παιδί της μαζί με παιδιά αλλωνών γονιών και τα γαμούσανε 87άρηδες και παπάδες, τ΄αλυσοδένανε, τα βασανίζανε, τ΄αφήνανε μερόνυχτα νηστικά η τα ταϊζανε με το ζόρι τροφές ξυνισμένες και σάπιες. Ναί. Τα είδα (ή μάλλον τ΄ακούσα ευτυχώς, δεν είχε εικόνα κανένα κανάλι) στις ειδήσεις. Μάλιστα επειδή έλπιζα να υπήρχε κάποια υπερβολή στα πιό εμπορικά δελτία τών οχτώ, κάθησα κι΄είδα την Μαρία Χούκλη στίς εννιά. Είναι πιό ψύχραιμη, ελέγχει πιό πολύ την είδηση, προσπαθεί όσο μπορεί να υποβαθμίσει τίς υπερβολές και να κρατήσει την “είδηση” όσο πιό γυμνή γίνεται. Την εκτιμώ και ξέρω πώς προσέχει τη δουλειά της.
Δεν είναι μόνο που τρόμαξα και αναστατώθηκα πολύ με το ίδιο το γεγονός, τόσο που ξέρω πως θα κοιμηθώ πάλι απόψε το βράδυ -σε στάση εμβρύου. Μια μάνα; Τα παιδιά της; Και όλοι αυτοί οι πελάτες που πληρώνανε λέει απο 50 έως 300 ευρώ για να βασανίσουνε και να γαμήσουνε απο μπρός, απο πίσω, απ΄το στόμα ένα μικρό παιδί; Να το αλυσοδένουνε, να τού φοράνε περιλαίμια όπως βάζουμε στούς σκύλους, να το δένουνε με σύρματα και δερμάτινα λουριά, να το χτυπάνε. Και όλ΄αυτά σε μια κοινωνία πάλι “κλειστή”, λέει το ρεπορτάζ, που σίγουρα πολλά είχε καταλάβει και, πάλι, δεν μιλούσε, πάλι είχε καταχωνιάσει το αποτρόπαιο στο υπόγειο της ψυχής και της κοινής ζωής στη γειτονιά, πολύ βαθειά, κουκουλωμένο όσο γίνεται περισσότερο. Παιδάκια. Μικρά παιδάκια. Απο πέντε ή έξη χρονών τόβγαλε στη “δουλειά” η μάννα με τον 45χρονο σήμερα “πατρυιό” το παιδάκι της. Και πήγε και βρήκε κι΄άλλα παιδάκια για να επεκτείνει την κερδοφόρα της επιχείρηση. Κι΄ο ένας πελάτης ήτανε 87 χρονών το σίχαμα, 87 χρονών με τόνα πόδι στον τάφο, τυλιγμένος εν ζωή με την πιό μαύρη μπέρτα του θανάτου, να του τρέχουνε τα σάλια πάνω στα μαγουλάκια ενός παιδιού που έκλαιγε και φώναζε και πονούσε και βασανιζότανε. Κι΄ένας παπάς που απ΄ότι κατάλαβα, αν κατάλαβα καλά, πρέπει να είναι και νεός στην ηλικία, γιατί ο ρασοφόρος που έβγαλε η Ζαχαρέα νομίζω (ή η Μαρία ήτανε, δεν είμαι σίγουρος) είπε οτι “γι΄αυτό η εκκλησία μας λέει να μη χειροτονούνε ιερέα όποιον νεαρό βρούνε μπροστά τους οι Ιεράρχες, νάναι τουλάχιστον 25 ή 30 χρονών πρίν γίνει παπάς”. Λές και είναι εκεί το ζήτημα, πόσο χρονώ ήτανε αυτό το σκουλήκι. Τι “ήτανε;”. Είναι. Ζεί. Είναι ζωντανός και μάλλον είναι σπίτι του και κάποια στιγμή θα δικαστεί και θα πάρει μια ποινή γι΄αυτό που έκανε, δέκα χρόνα, δεκαπέντε, είκοσι, ισόβια - που ποτέ δεν είναι ισόβια. Στη φυλακή δεν θα του μιλάει κανείς και όλοι θα τον φτύνουνε αλλά σάμπως έχει πιά σημασία; Δεν ήταν μόνο αυτοί, ο παπάς και ο γέρος, αυτούς ξεχώρισε, απολύτως φυσικά, το “μάτι” της άμεσης επικαιρότητας. Αλλα σου λέει είχε τζίρο η επιχείρηση, είχε πελατεία. Είναι δηλαδή πολλοί, αρκετοί, κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες άνθρωποι, ξέρω γώ, είκοσι, τριάντα, σαράντα,εκατόν σαράντα άνθρωποι που δώσανε το πενηντάρικο ή το τρακοσάρι και απολαύσανε στα σκοτεινά αυτή την γεύση απο την Κόλαση, δαίμονες κανονικοί, κατοικημένοι απο τον διάβολο τον ίδιο που εγω ούτε να τον ονοματίζω δεν θέλω πιστεύοντας οτι έτσι τον ακυρώνω - αλλά, νάτος Χριστουγεννιάτικα, εμφανίστηκε πάλι μπροστά μας, εδω δίπλα, στο Ιλιον, μια περιοχή τής Αθήνας, ένα κομμάτι δικό μας που συνορεύει με την Πετρούπολη, το Καματερό, τούς Αγίους Αναργύρους, το Περιστέρι. Σάρκα απο τη σάρκα μας δηλαδή, εδώ, στα Δυτικά μας προάστεια, όχι σ΄ένα χωριό στίς Φιλιππίνες ή κάπου πολύ μακρυά, τέρμα στη Νότια Αφρική, στην Ναμίμπια, την Μποτσουάνα, την Ζιμπάμπουε, την Μοζαμβίκη ή το Ουαϊόμιγκ, δεν ξέρω, το Λός Αντζελες. Εδώ, δυό βήματα απο μάς. Ανθρωποι πούχουμε μπεί στο ίδιο λεωφορείο ή διπλή μίσθωση στο ταξί κάποια στιγμή, έχουμε βρεθεί στο ίδιο γήπεδο, στον ίδιο αγώνα ή την ίδια συναυλία, ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, τούς έχουμε πουλήσει κάτι ή έχουμε κάτι αγοράσει απ΄αυτούς. Και το χειρότερο - ο Θεός, ξέρω, για κάποιο λόγο μας το υποδυκνείει κι΄αυτό - έχουμε πάρει αντίδωρο απ΄του ενός το χέρι αν έτυχε να εκκλησιαστούμε κάπου εκεί γύρω ή όπου λειτουργούσε ο δαίμονας μέσα στο Ιερό.
Με πιάνει φρίκη, συγχωρέστε με. Ενας πωλητής σε κάποιο πολυκατάστημα ή ένας υδραυλικός που μας έφτιαξε το θερμοσίφωνα. Ενας απ΄αυτούς, ενας απο εμάς δηλαδή, ήτανε ο “πελάτης”. Μπορεί να ήπια εσπρέσσο στο καφέ όπου δούλευε γκαρσόνι και να του άφησα και 30 λεπτά πουρμπουάρ. Μπορεί να είναι αυτός που μου πούλησε το κουνουπίδι στη λαϊκή, ή ένας μεσήλικας ηχολήπτης σε κάποιον απο τούς ραδιοφωνικούς σταθμούς οπου έχω δουλέψει, ο κλειδαράς ή ο σουβλατζής ή ο υπάλληλος της Τράπεζας όπου μου βάζουν το μισθό μου. Ο διπλανός μου, ο συνάνθρωπός μου, αυτός που η επιστήμη λέει οτι δεν διαφέρει απο μένα κι΄απο σένα σε τίποτα, οτι είμαστε ίδιοι. Ενενήντα εννέα τοίς εκατό ίδιοι.
Και ένα τοίς εκατό, λιγότερο απο ένα τοίς εκατό, ένας τοίς χιλίοις, διαφορετικοί.
Και αυτό το ένα τοίς χιλίοις της διαφοράς, το ένα στο εκατομμύριο λέω εγω χοντρικά, μάς κάνει τόσο διαφορετικούς; Να βασανίζεις παιδιά, να τα χτυπάς, να τα γαμάς, να βλέπεις το αίμα και τα δάκρυα, ν΄ακούς τίς κραυγές και να τη βρίσκεις; Να πληρώνεις γι¨αυτή την “ηδονή”; Να υπάρχει μάννα που εννιά μήνες κουβαλούσε στην κοιλιά της μέσα ένα θαύμα, μια καινούργια ζωή, ένα τόσο δα πραγματάκι που βγήκε ανάμεσα απ΄τα πόδια της κλαίγοντας και το πήρε αγκαλιά και το θήλασε, να υπάρχει μάννα τέτοια εδω δίπλα μας, δυό βήματα, στην διπλανή πολυκατοικία, μπορεί και στον ίδιο όροφο, που πέντε-έξη χρόνια αργότερα τόδωσε αυτό το πλάσμα σ΄έναν “πελάτη” να το τρυπήσει με το πέος του και να το πληγώσει ανεπανόρθωτα, να τρέξει αίμα πολύ, φαντάζεστε πόσο, φαντάζεστε τα ουρλιαχτά, την οδύνη, τον αβάσταχτο σωματικό πόνο. Ενα παιδάκι, το παιδάκι της και μετά κι΄άλλα παιδάκια, άλλων μανάδων. Το ξέρανε κι΄αυτές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ενα παιδί το ντύνεις, το πλένεις, πλένεις τα ρούχα του, το βλέπεις γυμνό, βλέπεις τα αίματα, τίς πληγές, τα λερωμένα ρούχα, τα σημάδια απ΄τίς αλυσίδες και τα σκοινιά, απο το ξύλο, τα χαστούκια, τίς κλωτσιές. Τα βλέπεις όλ΄αυτά και δεν είσαι μόνη σπίτι, έχεις και άντρα και πεθερά ίσως και μάννα και αδερφή ή αδερφό ή φίλη κολλητή που τάχει δεί. Και όλοι αυτοί τάχουνε κουβεντιάσει αυτά που έχουνε δεί, ψυθιριστά, στο μπακάλικο, στο κινητό, στο θυρωρείο, στο κομμωτήριο, στο καφενείο (ή το “Cafe” πιά, της αναβαθμισμένης γειτονιάς). Το ήξερε κόσμος και κοσμάκης αυτό που γινότανε και δεν πήγε κανείς να το καταγγείλει κάπου. Στο “Χαμόγελο του Παιδιού” κάτι ξέρανε απ΄οτι κατάλαβα απ΄τον εκπρόσωπο τους στην τηλεόραση. Κάτι τούς είχαν ψυθιρίσει, αλλά για “κακοποίηση ανηλίκου”, όχι για τέτοιο κακό βέβαια.
Ισως νάναι ο θυμός αλλά εγω τούς θεωρώ συνένοχους, ένοχους εννοώ, στον ίδιο βαθμό με τούς εγκληματίες, όλους όσους κάτι ήξεραν για βασανισμό έστω κάποιου, έστω ΕΝΟΣ παιδιού ΜΙΑ φορά, και δεν πήγαν κατ΄ευθείαν να το καταγγείλουν. Κάπου. Στην αστυνομία. Στην τηλεόραση. Στίς μη κυβερνητικές που δραστηριοποιούνται βοηθώντας παιδιά. Στο “Χαμόγελο του παιδιού”. Στίς άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με ανήλικους που έχουν προβλήματα. Στην εκκλησία. Στον Δήμαρχο. Στον βοηθό του Δημάρχου. Σ΄έναν Δημοτικό σύμβουλο. Τόσος κόσμος ήταν εκεί γύρω, έγινε πολλές φορές αυτό το πράγμα, πολλές φορές, πολλά παιδιά, πολλοί “πελάτες”, πολλοί “γειτόνοι” και “συγκάτοικοι” και συγγενείς που έτυχε κάτι να πάρει τ΄αυτί τους, τόση αιμοραγία είχε το παιδί, δεν το πήγαν στο νοσοκομείο, δεν φωνάξανε γιατρό, κάτι δεν υποψιάστηκε ο φαρμακοποιός, ο δάσκαλος στο σχολείο δεν είδε τίς πληγές, δεν είδε τα σημάδια απο το αίμα;
Αυτός είναι ο Χριστός στον Σταυρό, αυτά τα παιδάκια και όλοι οι βασανισμένοι του κολασμένου τούτου κόσμου. Κάνω τον σταυρο μου, τι άλλο να κάνω. Και βαθειά μέσ’ στην ψυχή μου ψυθιρίζω με απόλυτη επίγνωση πως αυτά τα παιδιά είναι ο Χριστός που θα γεννηθεί σε δέκα μέρες.
Χριστέ μου - τα Πάθη Σου. Αυτό μόνο μπορώ να πώ.

YG. Den ehw akoma ellinika ston kenourio mou ypologisti kai eimai akoma arketa arrosti, alla
ekrina pws auto to keimeno tou Ari eprepe na to anadimosieusw amesws twra pou to diavasa.
H tripli pligi pou ehw tis meres autes sto stomahi thelei arketi frondida kai prosohi, alla me auta pou diavasa kai anadiosieuw twra mallon poly dyskolo mou moiazei...
As dwsei o Theos dynami se emas toys astheneis...
As dwsei kai fwtia se autous toys egklimaties mpas kai swthoyne...
Syghwreste me poy den mporesa na allaxw tin haroumenh mousiki, kleiste tin parakalw ki akoma syghwreste me pou afisa anapantita ta sholia sas kai ta grammata sas, alla zoristika poly auton ton kairo ki akoma ehw dromo... Ehete tin agap mou!

Saturday, December 1, 2007

Ο χορός της ζωής



Όταν αφήνεσαι στα χέρια της ζωής σε πάει όπου εκείνη θέλει. Κι αν την εμπιστευθείς θα σε βγάλει σε ξέφωτα που δεν φαντάστηκες ποτέ την ύπαρξή τους. Θα σε πάει σε θάλασσες και σε ψυχές μυστικές, αφανέρωτες στους φοβισμένους. Αρκεί να την εμπιστευθείς.

Σ' αυτόν τον μέγα και μικρό πλανήτη τρέχεις, έχοντας πάντα πλάι σου έναν άγγελο να σε οδηγεί. Κι εσύ το ξέρεις. Κάποτε το ξεχνάς γιατί εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου και όχι τη ζωή. Τότε, έρχεται η Λύπη και διεκδικεί τη θέση του αγγέλου που ξέρει μόνο από Χαρά. Αγωνίζεται σκληρά για να σε προπεράσει.
Η Λύπη πάντοτε θέλει να σε προσπερνά.
Να μπαίνει μπροστά σου να σου κλείνει το δρόμο. Να σου κόβει τα πόδια θέλει. Να θαμπώνει τα μάτια σου ομίχλη και να μη βλέπεις πού πας. Να πέφτεις εξουθενωμένος και να παραιτείσαι, βέβαιος πως οι δυνάμεις σου τελείωσαν. Το τέλος ήρθε. Σε νίκησε οριστικά.

Μα αν τόσες φορές την πίστεψες και παραιτήθηκες, άλλες τόσες το είδες πως σου λέει ψέμματα φριχτά. Τώρα, που πια δεν την πιστεύεις, δεν σταματάς το τρέξιμο ό,τι κι αν σου λέει. Δεν διαλέγεσαι μαζί της όπως παλιά. Την αγνοείς και πότε πότε της ρίχνεις κι ένα βλέμμα αγαπησάρικο που τόσο υποφέρει από τον θλιβερό εαυτό της. Συνεχίζεις ακόμα κι αν σε προσπερνά, κι αν τρέχει πλάι σου και μουρμουρίζει ύπουλα πως είσαι ανάξιος του δρόμου.
Κάπως έτσι γεννιούνται τα θαύματα.

Η ζωή για την οποία πλάστηκες σου χαμογελά γενναιόδωρα. Έρχεται και σε πιάνει από τη μέση. Σε καλεί σε χορό στην πίστα της γιατί σε αναγνωρίζει πλάσμα δικό της, δρομέα, πολεμιστή και χορευτή.
Κολλάει το σώμα της στο σώμα σου να το γιατρέψει απ' τα χτυπήματα, σκύβει κάτω απ' τ' αφτί και σε φιλά μοναδικά. Σε πλημμυρίζει έρωτα για όλους και για όλα. Χορεύεις στην πίστα μαζί της και δεν χορταίνεις τη μέθη της. Χορεύεις στους δρόμους της και στις πλατείες και ο ήλιος της, δίνει στα πόδια σου φτερά. Γιατί η πίστα της ζωής είναι οι δρόμοι της, οι γειτονιές της, κάθε γωνιά που αναπνέει μια ψυχή, ένα δέντρο, ένα αηδόνι ακόμα κελαηδεί.
Και τότε όλα και όλους τ' αγαπάς.

Χαμογελάς με τα ρούχα στις βιτρίνες που δεν σε εκφράζουν και χαίρεσαι γιατί όλη αυτή η ποικιλλία είναι ποικιλλία ψυχών που θα τα φορέσουν και θα τους πάνε. Ακούς τους διαλόγους των ανθρώπων του δρόμου, τους καβγάδες τους, το γέλλιο τους, τα αναπάντητα ερωτήματά τους και θαυμάζεις τα ατέλειωτα χρώματα της παλέτας του κόσμου.
Μπαίνεις στα εμπορικά και δοκιμάζεις ρούχα δίχως να σ' ενδιφέρει που δεν έχεις λεφτά να τα αγοράσεις. Τα χαίρεσαι που μπορείς και τα φοράς για λίγο και καμαρώνεις στον καθρέφτη το ταίριασμα. Όπως χαίρεσαι και όλους τους άντρες που σου αρέσουν στο δρόμο, χωρις να σκεφτείς ποτέ πως είναι ανάγκη να σου δοθούν και να τους δοθείς ολοκληρωτικά, γιατί ξέρεις πως η χαρά δεν είναι στο να αποκτήσεις και να σε αποκτήσουν. Το δόσιμο του σώματος είναι μόνο ένα τόσο δα μικρό κομμάτι που από μόνο του τίποτα δεν σημαίνει. Η χαρά της χαράς της ομορφιάς σημαίνει τόσα περισσότερα. Εξάλλου, εσύ δεν ανήκεις πουθενά. Δεν σου ανήκει τίποτα. Ούτε καν αυτό που όλοι οι άλλοι νομίζουν, γιατί μετριέται με μια πράξη ορατή.
Μόνη σου ήρθες σ' αυτόν τον κόσμο και μόνη θα φύγεις.
Οι αστραπές του αληθινού σμιξίματος είναι αστραπές εν ριπή οφθαλμού. Είναι δυο λέξεις, μια αγκαλιά, ένα φευγαλέο φιλί, μια σιωπή, αθόρυβη ανάσα, ανεκπλείρωτο όνειρο. Δεν είναι πάντα ορατές οι αστραπές ούτε στα ίδια σου τα μάτια. Δεν είναι μετρήσιμες ούτε χειροπιαστές και γι' αυτό προεκτείνονται στο χρόνο κερδίζοντας την αιωνιότητα.

Δεν τσιγκουνεύτηκες ποτέ τα αισθήματά σου. Τα σκόρπισες σαν τον αέρα και ταξίδεψαν. Γι' αυτό η δική σου μοναξιά δεν μπορεί να έχει λύπη. Η μοναξιά σου είναι κήπος καταπράσινος με όλα τα σπάνια κι ακριβά λουλουδια που αγάπησες και που η γύρη τους έπεσε στο χώμα του κι ας έφυγαν μακριά τα περισσότερα. Όλο γεννοβολούν κι ανθίζουν. Μοσχοβολούν στον κήπο της αιώνιας κόκκινης ψυχής σου χορεύοντας κι ας ματώνουν τα πόδια σου απ' τον πολύ χορό.

Πάλι αν ξεκινούσες από την αρχή, πάλι με τη ζωή και όλους τους έρωτες της θα χόρευες ξανά. Αφού το ξέρεις πως πρέπει πολύ ακόμα να βελτιωθείς στα βήματα και στον ρυθμό για να μην κουραστείς όταν η μουσική στην πίστα του ουρανού δεν θα τελειώνει...


Η μουσική είναι από την 'Εξορία' του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, εκδ. Εν Χορδαίς. Το μουσικό σχήμα Εν Χορδαίς θα εμφανιστεί την ερχόμενη Τρίτη 4 του Δεκέμβρη στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στις 8.00 το βράδυ. Η είσοδος είναι ελεύθερη και αξίζει να πάτε για να απολαύσετε μαι αληθινά καλή μουσική, παλιά και σύγχρονη!

Monday, November 26, 2007

Το περιβόλι τ' ουρανού!




Χαρισμένο στον Άρη Δαβαράκη που σήμερα γιορτάζει!
Κι όταν γιορτάζει ο πολυαγαπημένος μου αδερφός, γιορτάζω κι εγώ!
Αυτή η ζωγραφιά είναι: "Το περιβόλι τ' ουρανού" που ζωγράφισαν τα παιδιά της Γ΄Δημοτικού στο 8ο Δημ. Σχολείο Συκεών Θεσ/νικης. Το περιβόλι που ονειρεύτηκα το βράδυ, πριν το δω το επόμενο πρωί, ζωγραφισμένο στον πίνακα της τάξης τους. Το τι γιορτάζει ο Άρης θα το γράψουμε μόλις το γράψει και ο ίδιος στο μπλογκ του. Το δωράκι αυτό, είναι, ας πούμε, ο προάγγελος της χαράς του...
Το τραγούδι είναι το "Στη μνήμη μιας παλιάς φωτογραφίας" από το cd "Μπαλάντες της οδού Αθηνάς" του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Άρη.

Wednesday, November 21, 2007

Γράμμα στον Γαλάζιο μου Μπαμπά.

Τι μεγάλος που είναι ο κόσμος Μπαμπά!
Ψηλός, μακρύς, τόσο πολύ φαρδύς…
Πώς να τον χωρέσουν τα μάτια μου; Όλο μου περισσεύει.
Κι οι άνθρωποι, Μπαμπά, είναι τόσο μεγάλοι! Απλώνουν το χέρι κι όλα τα φτάνουν. Ίσως γι’ αυτό να νομίζουν πως μπορούν εύκολα να φτάσουν και τον ουρανό.
Κι εγώ τόσο μικρός, Μπαμπά! Το μπόι μου όλο, φτάνει με το ζόρι ίσα με το γόνατό τους. Τα χέρια μου υψωμένα, ως τη μέση τους. Μόνο αν γονατίσουν μπροστά μου έρχεται κοντά μου το πρόσωπο και η καρδιά τους.
Κοντά μου το χώμα από το οποίο μ’ έφτιαξες και το νερό της βροχής που γονατίζει μέσα του. Η θάλασσα που όλα τα σηκώνει κι η άμμος που τα σβήνει όλα. Τα εφήμερα χόρτα, τα λουλούδια τα μικρά.
Τα δέντρα είναι κι αυτά μεγάλα σαν τους ανθρώπους και τους δράκους των παραμυθιών. Το ίδιο και τ’ αναρριχώμενα φυτά που νομίζουν σαν τους ανθρώπους πως γρήγορα θα φτάσουν ως τον ουρανό, αλλά σταματούν εκεί που σταματά ο τοίχος που τα στηρίζει.
Τι πολλά που είναι τα λόγια του κόσμου, Μπαμπά!
Μεγάλα λόγια κι ακατανόητα. Οι περισσότερες λέξεις, μου είναι άγνωστες κι ίσως γι’ αυτό και κρύες. Λίγες απ’ αυτές καταλαβαίνω κι είναι αυτές που με ζεσταίνουν σαν τα γλυκόλογα που ψιθυρίζονται στ’ αφτί. Καμιά φορά είναι τόσο δυνατές οι λέξεις, ηχούν τόσο βαριά, σαν το σώμα των μεγάλων. Τρομάζω από τη δύναμη και φεύγω από τα μέρη που πολλοί άνθρωποι μιλούν όλοι μαζί, σπρώχνονται, φωνάζουν και σηκώνουν τα χέρια ψηλά σαν τους δράκους που βγάζουν από το στόμα τους φωτιά. Ναι, φεύγω τρέχοντας και κρύβομαι στο δωμάτιό μου. Εκεί δεν έχω εγώ παιχνίδια σαν όλα τα άλλα παιδιά. Έχω μόνο χαρτιά, χρώματα, μολύβια κι ένα γαλάζιο φωτάκι πάντοτε αναμμένο. Αυτό που μου χάρισες μόλις γεννήθηκα. Είχες γράψει τότε ανεξίτηλα στην καρδιά μου:
‘Δεν θα είσαι μόνος ποτέ, αρκεί να φυλάξεις αυτό το γαλάζιο φως που είναι κομμάτι της ουσίας μου, αναμμένο. Τις νύχτες που θα φοβάσαι, να το κοιτάς στα μάτια μέχρι να γίνονται γαλάζια τα μάτια σου.’
Μου λένε να τρώω όλο μου το φαγητό, Μπαμπά, για να μεγαλώσω και έτσι εγώ τρώω όσο πιο λίγο γίνεται γιατί δεν θέλω να μεγαλώσω. Δεν θέλω να γίνω άνθρωπος μεγάλος σαν δράκος κι ύστερα να μην χωράω στην αγκαλιά σου. Αφού μου το είπες, πως στην αγκαλιά σου χωρούν μόνο τα παιδιά, χαζό είμαι να μεγαλώσω;
Εσύ, Γαλάζιε μου Μπαμπά, είσαι ο μόνος μεγάλος που ξέρω, και μάλιστα ο πιο μεγάλος από όλους, που είσαι ταυτόχρονα και τόσο μικρός. Ίσως γιατί εσύ είσαι πάντοτε γονατιστός. Καθόλου δε σου φαίνεται που είσαι τόσο μεγάλος. Γι’ αυτό κι εγώ μόνο εσένα θέλω, μόνο την αγκαλιά σου αποζητώ.
Την έκανα πάλι σήμερα την αταξία μου, Μπαμπά. Σε είδα να χαμηλώνεις τα μάτια, να λιγοστεύει το πλατύ σου χαμόγελο. Όταν γίνεται αυτό, νιώθω πως ένας τοίχος υψώνεται ανάμεσά μας. Δεν σε βλέπω πια. Δεν σ’ ακούω. Ούτε το γαλάζιο μου φωτάκι αντέχω να βλέπω στο δωμάτιο.
Στην αρχή τα βάζω μαζί σου. Λέω πως εσύ έχτισες τον τοίχο. Εσύ έκλεισες και την πόρτα του δωματίου. Σου φωνάζω πως είμαι μικρός, δεν φτάνω το χερούλι της πόρτας να την ανοίξω. Κλαίγοντας σου φωνάζω πως εσύ είσαι δυνατός και μπορείς χωρίς εμένα, ενώ εγώ δεν μπορώ. Δεν απαντάς και νομίζω πως έφυγες από το σπίτι. Πως μ’ εγκατέλειψες για πάντα.
Αφού κουραστώ από το κλάμα, γονατίζω στο πάτωμα σαν τη βροχή στο χώμα, και παίρνω το μπλοκ μου. Αρχίζω να ζωγραφίζω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι και βάζω ωραία χρώματα χαρούμενα. Κάνω ήλιους και φεγγάρια πιασμένα χέρι χέρι, χαρταετούς πολύχρωμους και πουλιά, πολλά πουλιά. Τίποτα απ’ αυτά δεν κάνω για μένα. Όλα για σένα τα κάνω. Για μένα κάνω μόνο τις αταξίες που μας χωρίζουν.
Μα λίγο λίγο, χρώμα το χρώμα γνωρίζω πως θα ξανάρθεις. Γραμμή την γραμμή μαθαίνω πως δεν έφυγες ποτέ απ’ το σαλόνι του κόσμου.
Ύστερα, πίσω από τις ζωγραφιές αρχίζω και γράφω παραμύθια γράμματα σαν κι αυτό. Τίποτα απ’ αυτά που γράφω δεν είναι για μένα ούτε για κανέναν από τους φίλους μου. Μόνο για σένα γράφω, Γαλάζιε μου Μπαμπά. Λέξη τη λέξη, κόμμα το κόμμα, ο τοίχος που η αταξία μου ύψωσε, διαλύεται σαν ομίχλη. Παράγραφο την παράγραφο, η πόρτα ανοίγει. Γίνεται μια ορθάνοιχτη πύλη και σε νιώθω τότε με την πλάτη μου, καθισμένον εκεί στην γαλάζια σου πολυθρόνα, να ξεφυλλίζεις τις εφημερίδες του κόσμου, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές.
Κάνω πως δε σε βλέπω και γράφω μέχρι να εξαντληθώ. Μέχρι να φτάσω στο τέλος της διάλυσης της ομίχλης. Κι όταν τελειώσω πια, γυρνώ και σε κοιτώ. Εσύ που όλα τα γνωρίζεις, έχεις ήδη αφήσει τις εφημερίδες σου στην άκρη και με περιμένεις γονατιστός μ’ ορθάνοιχτα τα χέρια και μια χαρά που αστράφτει στο γλυκό σου πρόσωπο. Ορμώ στην αγκαλιά σου και με γεμίζεις χάδια και φιλιά. Σου δείχνω τις ζωγραφιές μου, τα παραμύθια μου, όλον μου τον δρόμο σου δείχνω που εσύ ήδη γνωρίζεις. Τον δρόμο της επιστροφής στην αγκαλιά σου. Γελάς γενναιόδωρα και με γεμίζεις βραβεία, μπράβο και εύγε ατελείωτα.
Στο τέλος σκύβεις και μου ψιθυρίζεις μυστικά στ’ αφτί:
‘Παιδί μου μικρό, κάνε όσες αταξίες θέλεις, μα, μη γίνεις ποτέ δράκος που βγάζει από το στόμα του φωτιά. Όσες αταξίες θέλεις κάνε παιδί μου αγαπημένο, μα επέστρεφε σε μένα με τις ζωγραφιές σου, τις λέξεις και τα χρώματα. Μη νομίζεις πως μόνο εσύ δεν αντέχεις μακριά μου. Ούτε εγώ μπορώ χωρίς εσένα. Όποτε θέλεις φεύγε, μα πάντα επέστρεφε.’
Με φιλάς στο μέτωπο απαλά, που ξέρεις καλά πόσο μ’ αρέσει, κι έτσι με παίρνει ο ύπνος μέσα στην γαλάζια σου αγκαλιά. Η νύχτα δεν είναι νύχτα πια. Κι εγώ όλο ονειρεύομαι πως ποτέ δεν ξαναφεύγω από την αγκαλιά σου.
Σ’ ευχαριστώ, Γαλάζιε μου Μπαμπά, που ακόμα δεν κουράστηκες να με περιμένεις, κι ακόμα, τόσο απέραντα να μ’ αγαπάς.

Οι ζωγραφιές είναι παιδιών της Γ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου όπου εργάζομαι, από το μάθημα που κάνουμε μαζί, της ζωγραφικής.

Monday, November 12, 2007

Εν δυο τρία! Εν δυο τρία!



Έλα μικρό μου,
πέρνα το φτεράκι σου απ' τη μέση μου,
-λεπτή γραμμή του ορίζοντά μου
που ενώνει ουρανό και γη-.

Έλα μου, τώρα,που προσμένω μήνες τούτο το βαλσάκι να χορέψουμε,δυο βήματα να κάνουμε μπροστά κι ένα λίγο πιο πίσω,
βήμα το βήμα να διαβούμε όλη τη σάλα της ζωής χορεύοντας.
Έλα, χαρά μ ου,
ανάψανε τα φώτα, άρχισε η γιορτή!
Άσε τον κόσμο να κοιμάται περιμένοντας τα όνειρα.
Εμεις γεννάμε τα όνειρα
αγρυπνώντας μαγεμένοι απ' το αιώνιο φως.
Τη μέρα πίνουμε τον ήλιο
να ξεχειλίσει το φιλί μας τη φωτιά,
τη νύχτα πλέκουμε φωλιές τα δάχτυλα για πεφταστέρια,
να τα στρώσουμε φανάρια στα μονοπάτια της καρδιάς
όταν θά έρθουν μαύρα τα σκοτάδια.
Έλα, ακριβό μου, να χορέψουμε,
εγώ από δω κι εσύ από κει, τα δυο μας
πάνω απο την αποσταση, τις πίκρες και το θάνατο
που νόμιζε μπορεί να μας χωρίσει.
Αγαπούλα μου, έλα,
σβήνουν τα φώτα της γιορτής,
οι οργανοπαίχτες μάζεψαν τις νότες,
κι οι πόρτες κλείνουν με βαριά κλειδιά.
Μας βγάζουν έξω μάτια μου, τέλειωσε, λέει, ο χορός.
Νομίζυον πως μας μέλλει... Τι ξέρουν, άραγε, αυτοί;
Για μας η μουσική ειναι η αδιάκοπη πνοή μας.
Δεν έχει πόρτες ανοιχτές - κλειστές για μας,
αφού στους δρόμους γεννηθήκαμε
κι αυτούς ταχτήκαμε να περπατούμε.
Τους δρόμους που χρυσή κλωστή
υφαίνουν πόντο πόντο οι Κυριακές μας

Κράτα με, μικράκι μου,
χόρευε και γέλα με τ' αθώο γέλιο σου,
αυτό που τόσο γρήγορα χώνεψε μέσα του
τα δάκρυα του κόσμου,
χάιδεψε τη λύπη του, έπαιξε τους καημούς του βόλους...

Κράτα με, χόρευε και γέλα!
Γιορτάζεις σήμερα, αγγελάκο μου!
Τα χέρια μας και τα φτερά μας εκτινάχτηκαν,
αγκάλιασαν τον χρόνο, άυλο και ύλη, σώμα ψυχή.

Κράτα με, χόρευε και γέλα, να σ' ακούω πάντα!
Κάνε γιορτή την κάθε μέρα μου,
κάθε μου μέρα κάνε Κυριακή,
για να σου μοιάζει, μη σε λησμονώ...


Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του Θεολόγη-Μηνά που γιόρταζε χθες.
Οι φωτογραφίες είναι του Πορφύρη και τον ευχαριστώ θερμά.
Η μουσική το Οριένταλ βαλς του Κυριάκου Καλαϊτζίδη από το cd Εξορία, εκδ. Εν Χορδαίς, τον οποίο επίσης ευχαριστώ πολύ.

Monday, November 5, 2007

Και μου είπε το Δέντρο


Και μου είπε το Δέντρο:
Στάσου Διαβάτη. Εγώ να προχωρήσω δεν μπορώ. Στάσου να μ’ ακούσεις.
Και στάθηκα.
Σε διάλεξα ανάμεσα στους πολλούς, γιατί εσύ ξέρεις ν’ ακούς τα λόγια των ανθρώπων, των δέντρων, των πουλιών. Την γλώσσα του ανέμου ανασαίνεις και στης φωτιάς τη γλώσσα ξέρεις ν’ αγαπάς.
Σ’ ακούω Δέντρο, είπα.
Μεγάλωσα, Διαβάτη, σε τούτη την αυλή. Εδώ γεννήθηκα δίχως ποτέ να μάθω πούθε ήρθα, ποιο φύσημα μ’ έσπειρε εδώ.
Κανείς δε μου εξήγησε τις εποχές. Δε μου ‘μαθε να μεγαλώνω. Ούτε να προστατεύομαι.
Μόνο ο Καιρός παντοτινός μου δάσκαλος και σύντροφος παντοτινός…
Συνέχισε, Δέντρο, μη διστάζεις, σ’ ακούω.
Την πρώτη μου την Άνοιξη, Διαβάτη, τότε που πρώτη μου φορά έβγαλα φύλλα καταπράσινα και χυμούς πλημμύρισα, νόμιζα πως θα πρασινίζω πάντα. Πως η λάμψη των καινούριων φύλλων μου που άστραφταν τρυφερότατα στο φως του ήλιου και στης σελήνης το απαλότατο άγγιγμα, δεν θα ‘χε τελειωμό. Πως τα πολλά παιδιά μου που αχόρταγα ρουφούσαν απ’ τη γη γλυκούς χυμούς, το τέλος δε θα το γνώριζαν ποτέ. Στάθηκε στα κλαδιά μου τότε ένα πουλί. κι έπειτα κι άλλο κι άλλο. Μέρα και νύχτα τραγουδούσανε τον έρωτα και τη χαρά να ζεις ελεύθερα. Πάνω μου χτίσανε φωλιά κι η συντροφιά τους ήτανε για μένα αιώνια. Το καλοκαίρι μου το πρώτο το νόμιζα απέραντο σαν ουρανό. Όμως δεν ήταν. Με νιώθεις Διαβάτη;
Ήρθε αέρας κρύος. Ήρθε και δυνατός. Δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ και νόμιζα, -ακόμη νόμιζα-, πως φταίει η ηλικία μου που ήμουν μικρό κι αδύναμο. Απροστάτευτο. Διαβάτη, νιώθεις;
Είδα στο χώμα τα παιδιά μου, τα δικά μου τα παιδιά κατάχλωμα ν’ αργοπεθαίνουν και δεν μπορούσα ούτε να τ’ αγγίξω. Ένα ένα τα παιδιά μου στο χώμα μετρούσα κι ήμουν παιδί. Ένα παιδί στην καρδιά του χειμώνα τρομαγμένο. Απορημένο μπροστά στη βία των καιρών. Και λευκό, στα τέλη εκείνου του Δεκέμβρη. Ένα παιδί δίχως παιδιά, δίχως πουλιά που πέταξαν μακριά να βρούνε άλλες αγκαλιές, θερμότερες απ’ τη δική μου, την κρύα κι άδεια.
Έκλαψα τότε πρώτη μου φορά κι ήταν το κλάμα μου βουβό. Κάτω από το λιγνό μου τον κορμό το κατάπινε μ’ απόλυτη εχεμύθεια το χώμα. Δεν ήξερα ακόμα πως το κλάμα εκείνο επέστρεφε στη γη το χρέος μου για τους χυμούς που τόσο γενναιόδωρα με είχε κεράσει. Τότε δεν ήξερα. Διαβάτη, νιώθεις;
Μα ήρθε γρήγορα η δεύτερη η Άνοιξη. Κι έγιναν πάλι τα δάκρυα χυμός. Λησμόνησα τον πόνο των σκληρών στιγμών. Άρχισα πάλι να χαμογελώ, ν’ ανθίζω δεύτερη φορά και δεν το πίστευα πως μπορώ ακόμα να γεννώ. Όχι, καθόλου δεν το πίστευα. Ένιωθα το κορμί μου να τεντώνεται, να ψηλώνει, πιο θαρραλέα να απλώνει τα κλαδιά, πιο σίγουρα να κρατά τα νιογέννητα παιδιά. Κι ήρθαν πουλιά κι άλλα πουλιά, πολλά πανέμορφα γλυκόλαλα πουλιά.
Κι έτσι τα χρόνια κύλισαν ρυάκι κι άλλοτε χείμαρρος, λίμνη, ποταμός.
Κάθε Φθινόπωρο μία ρωγμή στο σώμα μου. Κάθε Χειμώνας κι ένα αλλιώτικο μαστίγιο. Φύλλο και χωρισμός. Κάθε πουλί μια μνήμη. Και κάθε Άνοιξη νέα μου αρχή, ξανά. Το κάθε Καλοκαίρι βασιλική χαρά σ’ αυτόν τον κήπο σπίτι μου δίχως ντουβάρια και σκεπή. Με νιώθεις…
Συνέχισε γλυκό μου, εδώ είμαι, για σένα είμαι σήμερα.
Διαβάτη μου, μεγάλωσα. Πιστός μου σύντροφος παντοτινός στάθηκε μόνον ο καιρός. Κι είναι ξανά Φθινόπωρο, Διαβάτη… πάλι χρυσό χωρίζομαι τα φύλλα τα χρυσά μου… πάλι θρηνώ κι ας το γνωρίζω πως η Άνοιξη κοντεύει. Μα ως εδώ που έφτασα, στην ηλικία αυτή τη δύσκολη, τόση ζωή και τόσο θάνατο που χώρεσα, τόσο που τα χόρτασα τα δυο τους… πρώτη φορά Διαβάτη μου, απευθύνομαι σε άνθρωπο, -αν είσαι ολότελα άνθρωπος εσύ που νιώθεις τη δική μου γλώσσα. Σπάει η φωνή μου, ντρέπομαι να σου το πω, μα δεν μπορώ, θα σου το πω Διαβάτη…
Με κούρασαν οι εποχές Διαβάτη μου. Γέρασα πια. Δεν το παραπονούμαι κι ο Θεός το ξέρει. Μόνο που τώρα, τώρα μια χάρη θα ‘θελα παράξενη κι ίσως πρωτάκουστη στον κόσμο ετούτο.
Φύλαξε λίγα από τα χλωμά παιδιά μου μες στις χούφτες σου κι ελπίζω η γης να μου το συγχωρέσει που δεν θα της τα αφήσω όλα τούτη τη φορά. Κι όταν όλα θα κείτονται στο χώμα κι εγώ θα στέκομαι γυμνό, -γυμνό στην ηλικία μου δεν είμαι διόλου όμορφο, όλες μου οι φθορές σε δημόσια θέα ξεδιάντροπες, όλες οι μνήμες να χτυπιούνται πάλι από το κρύο, κι εγώ να ντρέπομαι αφόρητα-… Διαβάτη μου, μην αποστρέψεις τα μάτια σου από πάνω μου κι εσύ, τα ωραία καστανά σου μάτια… κοίταξε με όταν κανείς δεν θα κοιτά… χάιδεψε με όταν όλοι θα προσπερνούν ή θα γελούν με την κατάντια μου ειρωνικά καθώς αστόλιστο μες στις γιορτές εγώ θα στέκω… ίσως κι ένα απαλό φιλί, τι δώρο θα ‘τανε για μένα το αφίλητο… μήπως μια λέξη… τάχα πως λίγο μ’ αγαπάς… ακόμα κι άσχημο…
Έτσι… λιγάκι κόντρα στον καιρό η αγάπη σου να μαλακώσει τον αγώνα μου… τον πόνο μου, όχι που πονώ… που δεν αντέχω να πονώ…
Και πάλι αν θέλεις κι αν ίσως το μπορείς… αν δεν το θέλεις κι αν ίσως πάλι δεν μπορείς, φύγε Διαβάτη μου ακριβέ και ξέχασέ με… πες, δε με συνάντησες ποτέ… τόσο που με ξεκούρασες ακούγοντάς με… τόσο πολύ… Με νιώθεις;
Γονάτισα στο χώμα σιωπηλός, εγώ, ο αισθαντικός και μόνος. Τα ρούχα μου έβγαλα ανεπαίσθητα και ξάπλωσα. φόρεσα δέρμα μου τα χρυσωμένα φύλλα, μαλλιά μου, στήθος και καρδιά κι έτσι το φίλησα με το φιλί μου ολόκληρο. Αυτό, που ποτέ δεν έδωσα σε άνθρωπο κανένα. Και ψιθύρισα…
Δεν ξέρω ποια μοίρα Δέντρο και Διαβάτη μας ένωσε. Ξέρω όμως πως μας ένωσε για πάντα. Σ’ όλες τις εποχές, σε λύπες, σε χαρές για πάντα.
Μέσα στα λόγια, μέσα στη σιωπή και στο φιλί. Και στην απόσταση που ίσως κάποιες νύχτες μας τρομάξει. Μαζί θα τα παλέψουμε όλα κι ας γεράσουμε μαζί. Όλα θα τα αντέξουμε κι όλα μαζί θα τα χαρούμε.
Μαζί μια μέρα θα μας βρει η Αιώνια Άνοιξη που δεν αργεί αγαπημένο μου! Καθόλου δεν αργεί. Κοίτα ψηλά! Την βλέπεις; Ροβολά η πανέμορφη τον ουρανό ντυμένη βιολετί φουστάνι!
Κι από τότε, Δέντρο και Διαβάτης γίναμε ένα, στραμμένα έχοντας πάντα τα μάτια προς τον ουρανό.
Τόσο Ένα γίναμε που δεν γνωρίζουμε ως τα σήμερα ποιος Δέντρο είναι, ποιος Διαβάτης. Κι ούτε που μας νοιάζει. Είμαστε μαζί. Ένα Μαζί για Πάντα…

Friday, November 2, 2007

Τρεις μέρες στο Παρίσι. Γ΄ μέρος: Η Κυριακή..



Χτυπώντας την πιστωτική σου κάρτα στο μηχάνημα που έχει κάθε πιάτσα ποδηλάτων μπορείς να έχεις κι εσύ ένα από τα δημοτικά ποδήλατα με ένα ευρώ την ώρα και το πρώτο μισάωρο δωρεάν. Για τους μόνιμους κατοίκους υπάρχουν μηνιαίες και ετήσιες συνδρομές πολύ συμφέρουσες. Με τα χιλιάδες ποδήλατα που διέθεσε ο Δήμος ύστερα από πολλή προσεκτική και πολύμηνη μελέτη του οδικού δικτύου, κατάφερε να μειώσει στο μισό τα αυτοκίνητα στο κέντρο του Παρισιού. Το μέτρο το αγκάλιασαν τόσο θερμά οι Γάλλοι που τώρα θα φτιάξουν κι άλλες πιάτσες, θα προσθέσουν κι άλλα ποδήλατα, γιατί... δεν τους φτάνουν! Αυτό το μέτρο, δεν ανακούφισε απλώς την πόλη από το έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και τα καυσαέρια. Έδωσε μια ολότελα διαφορετική ποιότητα ζωής στους ανθρώπους, ποιότητα κίνησης και αναπνοής. Άλλη βίωση του χρόνου που σου επιτρέπει να αισθάνεσαι το σώμα σου, να κοιτάς γύρω σου, να σταματάς και να ξεκινάς αναλόγως τη στιγμή που έχεις να αδράξεις. Να αναπνέεις τον καιρό και να σε χαίρεται. Γιατί όπως λέει κι ο φίλος μου, ο ζωγράφος, δεν διαλέγουμε τον συντομότερο δρόμο, διαλέγουμε τον ωραιότερο!
Η Κυριακή θα ξεκινήσει πάνω στο ποδήλατο από το 5ο διαμέρισμα και το Καρτιέ Λατέν προς το 16ο ένα από τα πλουσιότερα και αριστοκρατικότερα του Παρισιούό, όπου βρίσκεται ο Ορθόδοξος ναός του αγίου Στεφάνου.


Σταυροειδής με τρούλο και μεγάλος, ευρύχωρος ναός, κατάμεστος από ευλαβείς πιστούς. Ο διάκονος είναι στον άμβωνα και διαβάζει το Ευαγγέλιο στα Γαλλικά. Το άκουσμα είναι ολότελα παράδοξο στ’ αφτιά. Πιθανότατα προηγήθηκε η ελληνική του ανάγνωση, γιατί οι περισσότερες ευχές που ακολουθούν είναι στην γλώσσα μας. Μα συμβαίνουν κι άλλα παράδοξα. Μπροστά στην Ωραία Πύλη έχουν βγάλει ένα ορθογώνιο τραπέζι και οι τρεις ιερείς εκεί λειτουργούν και όχι μέσα στο Ιερό. Η ακολουθία είναι παράξενη κι αυτή, ευχές αναλυτικές, λόγια που δεν τα γνωρίζω και τα ακούω για πρώτη φορά. Πρέπει να τελειώσει η ακολουθία για να συνειδητοποιήσω πως αυτή δεν είναι η λειτουργία του Ιωάννη του Χρισοστόμου που συνήθως ακούμε, αλλά του Ιακώβου του Αδελφοθέου που ψάλλεται μια φορά τον χρόνο στην γιορτή του. Αν και η γιορτή του αγίου είναι τις προσεχείς ημέρες, διάλεξαν να την τελέσουν την Κυριακή αυτή. Είναι μεγάλη ακολουθία και καταλαβαίνεις πως είναι πολύ καρδιακή, αν και λίγο πιο αρχάρια ίσως ως προς την ποιητική της αφαίρεση, αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Αυτά βέβαια είναι αυθαίρετες απόψεις δικές μου και ουδόλως εμπεριστατωμένες. Ας μην ληφθούν σοβαρά υπόψη.
Ο κόσμος είναι ποικίλος, από πολύ σικ μέχρι φτωχόκοσμος, αλλά ο αέρας αποπνέει μια ενοριακή ενότητα κι αυτό δεν εξηγείται, μόνο το αισθάνεσαι. Ένα μικρό αγόρι γύρω στα πέντε δίπλα μου φοράει στο πρόσωπο μάσκα, απ’ αυτές που φορούν οι χειρουργοί. Την ξέρω καλά αυτήν την μάσκα. Την φορούσε κι ο Κωστής μετά τις χημειοθεραπείες και ντρεπόταν πάρα πολύ όταν έβγαινε μ’ αυτήν έξω. Δεν ήθελε να τον κοιτά κανείς. Ο μικρός πλησιάζει στο Δισκοπότηρο. Είναι η μόνη στιγμή που θα βγάλει για λίγο την μάσκα. Να μεταλάβει το Σώμα και Αίμα του Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων. Θα την ξαναβάλει αμέσως μετά. Κανένα ξένο μικρόβιο δεν θα τη διαπεράσει. Η μανούλα του ακολουθεί πίσω του σιωπηλά. Η πιάτσα των ποδηλάτων είναι κοντά στο ναό και τώρα πάλι στο δρόμο!

Η Παναγία των Παρισίων, η
Notre Dam, υψώνεται μεγαλεπήβολα κι εγώ δεν έχω μυαλό να τη βγάλω μια φωτογραφία. Ο δρόμος που περνά από μπροστά της οδηγεί σε μια ακριβή περιοχή με πλωτά σπίτια κι ένα σύγχρονο πάρκο με γλυπτά που συγκεντρώνονται ερασιτέχνες ζωγράφοι. Institute France, Μουσείο Ντορσέιγ, Ποντ Νεφ, Ποντ Νταλμά, Λούβρο, Πλατεία Δημοκρατίας.
Από την
Rue de Rivoli θα κατευθυνθούμε στο Πομπιντού. Το πολιτιστικό αυτό κέντρο που μοιάζει με εργοστάσιο του στυλ χάι-τεκ και αποτελεί σύμβολο της δημοκρατίας της κουλτούρας. Καταμεσής του κέντρου της πόλης στην Δεξιά Όχθη.
Εγώ όμως δεν ξεκίνησα γι αυτό, αν και θα ήθελα να δω τουλάχιστον την εξαιρετική συλλογή από Ματίς που διαθέτει. Προέχει ο ρουμάνος γλύπτης, ο Κωνσταντίν Μπρανκούζι που άφησε την χώρα του κι έφτασε με τα πόδια στο Παρίσι για να δουλέψει εκεί. Καθέτως προς το Πομπιντού, εκεί στην πλατεία όπου οι άνθρωποι λιάζονται ξαπλωμένοι στο πλακόστρωτο, έχουν στήσει με προκάτ, -τιμώντας τον ξεχωριστά-, το εργαστήριό του όπως ήταν ακριβώς και η είσοδος στο κοινό είναι ελεύθερη. Μπαίνω και είμαι μόνη, -το καλύτερό μου!

Όλα του τα εφγαλεία, οι κατασκευές, τα γλυπτά του, το κρεβάτι του, η σκάλα του, οι τροχαλίες του, ο φούρνος που έψηνε… όλα όλα εκεί ολοζώντανα…

Πάλι πάνω στο ποδήλατο με κατεύθυνση την περιοχή Μαρέ για το μουσείο Πικάσο. Είναι ο δεύτερος που θέλω οπωσδήποτε να δω ξανά από κοντά. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν κάποια χρόνια πριν στο Irene Sofia της Μαδρίτης, μπροστά στην Γκουέρνικα. Δώσαμε τότε υπόσχεση πως αργά ή γρήγορα θα ξανανταμώσουμε.
Τα τελευταία 15 χρόνια η περιοχή έχει ολότελα μεταμορφωθεί. Ήταν εντελώς παρηκμασμένη και τώρα έχουν αναστηλώσει πολλά από τα ιστορικά της κτίρια σαν κι αυτό που έγινε μουσείο Πικάσο. Τώρα φιλοξενεί αποκλειστικά μια περιοδική έκθεση με μελέτες του για τον κυβισμό και κάποια από τα πρώτα κυβιστικά του έργα. Αυτό θα πει μουσείο ζωντανό. Δεν διστάζει να κατεβάσει όλους του πίνακες για να ανεβάσει μια περιοδική έκθεση που θα φωτίσει αλλιώς την δουλειά του καλλιτέχνη.


Αυτού του μοναδικού, του τρομερού ανθρώπου που άλλαξε το ρου της ιστορίας της τέχνης. Γιατί κατάλαβε, συνέλαβε και φανέρωσε πως το έργο δεν έχει μία όψη και μάλιστα αυτήν που αντιγράφει την πραγματική. Είναι τρισδιάστατο και φέρει και εσωτερικές όψεις μέσα του που οφείλουμε να φανερώσουμε. Βήμα βήμα προς τον κυβισμό και όταν πια τον σχηματίζει φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει πια. Προχωράει παρακάτω. Τα γλυπτά του είναι για μένα μια άλλη αποκάλυψη. Πρώτη μου φορά τα βλέπω και δυσκολεύομαι να τα αποχωριστώ.
Στο αίθριο του μουσείου το καφεδάκι θα βοηθήσει να καταλαγιάσουν τα αισθήματα, τα συναισθήματα, οι εντυπώσεις και όλες οι συγκινήσεις. Είναι εκεί και η κατσίκα του Πικάσο που εκτίθεται άφοβα σε όλους τους καιρούς. Δεν μασάει τίποτα!


Λίγο πιο πέρα ένα άλλο ιστορικό κτίριο με τα Εθνικά Αρχεία του Κράτους που γεμίζουν ράφια 350 χιλιομέτρων, εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο την γαλλική γραφειοκρατία.
Οι μικροί δρόμοι γεμάτοι κουκλίστικες μικρές μπουτίκ που εντυπωσιάζουν, όχι μόνο για την εκλεκτή ποιότητα των ρούχων τους, αλλά και για την σπάνιας φινέτσας αισθητική των βιτρινών τους και του εσωτερικού τους διάκοσμου. Πρώτη φορά μπαίνω σε μαγαζιά, όχι για να δω ρούχα, αλλά για να θαυμάσω το πώς τα έχουν βαλμένα μαζί με τα αξεσουάρ τους.
Στο τέρμα του δρόμου η Plas de Vosges. Τρώω το ωραιότερο εκλαίρ της ζωής μου! Τόσο ωραίο που θα ξαναπάω την επόμενη μέρα εκει αποκλειστικά γι’ αυτό! Στην πλατεία αυτή επέλεξαν να κατοικήσουν σε μέγαρα και έξοχα διαμερίσματα, Πριγκίπισσες, δούκισσες, επίσημες ερωμένες, ο Ρισελιέ, ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Γκωτιέ και πρόσφατα ο Φράνσις Μπέικον και ο γνωστός αρχιτέκτονας του Πομπιντού Ρίτσαρντ Ρότζερς. Τριάντα έξι σπίτια με προσόψεις από κόκκινο τούβλο και πέτρα, αψιδωτά ισόγεια και κεκλυμένες στέγες που έχουν στο κέντρο τους ένα πάρκο με συντριβάνι και πλατάνια σε απόλυτη γεωμετρική παράταξη, χαρακτηριστικό της γαλλικής αρχιτεκτονικής των κήπων. Και αυτό το πάρκο οφείλεται στην σπουδαία γυναίκα, την Αικατερίνη των Μεδίκων. Στην θέση του πάρκου υπήρχε ένα παλάτι που αυτή το γκρέμισε γιατί σ’ αυτό δολοφόνησαν τον άντρα της τον Ερρίκο τον Β΄.


Προχωρούμε προς την Όπερα του Λαού, στη Βαστίλη. Την Όπερα που άφησε πίσω του ο Μιτεράν, σε σχεδιασμό του Καρλος Οτ, το 1990.
Πίσω από την Όπερα υπάρχει ένα παραμυθένιο μονοπάτι, άγνωστο σε πολλούς τουρίστες. Είναι ο ‘πράσινος χείμαρρος’. Παλιά ήταν οι γραμμές του τρένου που γρήγορα έμειναν αχρησιμοποίητες αφήνοντας στην θέση τους έναν σκουπιδότοπο. Αυτός ο σκουπιδότοπος έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα έξοχο μονοπάτι δάσους για ενάμισι χιλιόμετρο και ύψος 8μ. από τον δρόμο, όπου μπορείς να κάνεις την βόλτα σου μέσα σε μεγάλη ποικιλία φυτών, από τριανταφυλλιές μέχρι μπαμπού και φτέρες. Κάτω από αυτό το μονοπάτι οι παλιές και παρατημένες αποθήκες του παλιού σταθμού έχουν μετατραπεί σε εξέχουσες πειραματικές γκαλερί με μεγάλες βιτρίνες και αψίδες. Αυτή, η πριν 15 χρόνια, καθαρά εργατική περιοχή γεμάτη εργαστήρια τεχνητών, έχει γεμίσει ζωγράφους που αναζητούσαν μεγάλους χώρους και μετέτρεψαν τους βιομηχανικούς χώρους σε στούντιο και ευρύχωρα σπίτια. Αυτούς ακολούθησαν οι γκαλερί.

Η Κυριακή θα κλείσει γευστικά με Γαλλική κουζίνα σ’ ένα εστιατόριο κοντά στο Χρηματιστήριο. Τα γαλλικά εστιατόρια διαφέρουν από τις γνωστές μπρανσερί ως προς το ότι εκεί τρως διθέτοντας περισσότερο χρόνο. Το περιβάλλον είναι ανεπιτήδευτα αρχοντικό με μια απλότητα αριστοκρατική. Τραπέζια ροτόντες και τα ανάλογα σκεύη για κάθε έδεσμα. Διαλέγω πάντα κάτι που δεν έχω ξαναφάει, ακούγοντας προσεκτικά τις λέξεις. Αν οι λέξεις διεγείρουν την φαντασία μου, τότε σίγουρα θα μου αρέσει και το φαγητό. Έτσι, διαλέγω σαλιγκάρια με πέστο και σκόρδο για πρώτο πιάτο που σερβίρονται σε μεταλλικό πιάτο με αντίστοιχες θήκες και ειδικό εξάρτημα με τα οποία τα πιάνεις με το αριστρό σου χέρι για να σταθεροποιηθούν. Το δεύτερο πιάτο είναι φιλετάκια κοτόπουλου με μανιτάρια, πιο γνωστή γεύση στον ουρανίσκο, αλλά κι αυτή εκλεκτά ιδιόμορφη και λεπτή. Το γλυκό, κάτι σαν μιλφέιγ με αγριοκέρασα. Το ωραίο Γαλλικό κρασί που διαλέγει ο Γιάννης είναι το σωστό και το γεύμα αποτελεί μια άξια καληνύχτα στην ωραιότητα.
Το φιλί θα το πάρει μετά την καληνύχτα, σε μια Μπρανσερί πίνοντας Αρμανιάκ και καπνίζοντας ανάλογα πουράκια.
Κάποτε η Ιθάκη ενδέχεται να σου δώσει και την ίδια την Ιθάκη! Και να είναι επιτέλους Ένα: Ταξίδι και Ιθάκη, μαζί!


Η μουσική είναι του Smith Hopkinson, του εξαιρετικού σολίστα στο αναγεννησιακό λαούτο που θα έχουμε την τιμή να απολαύσουμε στις 15 και 16 του Νοέμβρη στο Ϊδρυμα Θεοχαράκη.