|
|
15 Δεκ 2007
Fernando Pessoa to Adolfo Casais Monteiro
[…] Θα απαντήσω τώρα στην ερώτησή σας σχετικά με τη γένεση των ετερωνύμων μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να σας δώσω μια ικανοποιητική απάντηση.
Θα ξεκινήσω από το ψυχιατρικό μέρος. Η γένεση των ετερωνύμων μου οφείλεται στο έντονο στοιχείο υστερίας που με χαρακτηρίζει. Δεν ξέρω αν είμαι απλώς υστερικός, ή αν είμαι, πιο συγκεκριμένα, υστερικονευρασθενής. Κλίνω προς τη δεύτερη αυτή υπόθεση, γιατί παρατηρώ στον εαυτό μου φαινόμενα αβουλίας τα οποία δεν εντάσσονται στην κλινική εικόνα των συμπρωμάτων της καθαρής υστερίας. Πάντως, η πνευματική γένεση των ετερωνύμων μου οφείλεται στη φυσική και διαρκή μου τάση προς την αποπροσωποποίηση και την προσποίηση.
Αυτά τα φαινόμενα - ευτυχώς για μένα και για τους άλλους - λαμβάνουν χώρα στη σφαίρα του πνεύματος, δηλαδή δεν εκδηλώνονται στην πρακτική πλευρά της ζωής μου, προς τα έξω, και στην επαφή μου με τους άλλους. Εκρήγνυνται μέσα μου και τα ζώ μόνος με τον εαυτό μου. Αν ήμουν γυναίκα - στις γυναίκες η υστερία εκδηλώνεται με κρίσεις και άλλα παρόμοια φαινόμενα - κάθε ποίημα του Άλβαρο ντέ Κάμπος (ο πιο υστερικά υστερικός του εαυτού μου) θα αναστάτωνε τη γειτονιά. Αλλά είμαι άντρας - και στους άντρες η υστερία εκδηλώνεται κυρίως στο πνεύμα τους και όλα καταλήγουν στη σιωπή και την ποίηση…
Έτσι εξηγείται tant bien gue mal η οργανική γένεση της ετερωνυμίας μου. Τώρα θα σας διηγηθώ το ιστορικό των ετερωνύμων μου. Θα αρχίσω από αυτούς που έχουν πεθάνει, μερικούς δεν τους θυμάμαι πια - αυτούς που έχουν χαθεί στο μακρινό παρελθόν της σχεδόν ξεχασμένης παιδικής μου ηλικίας.
Από παιδί είχα την τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν κόσμο πλασματικό, να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που ουδέποτε υπήρξαν. (Δεν ξέρω, βεβαίως, αν πραγματικά δεν υπήρξαν ή αν αυτός που δεν υπάρχει είμαι εγώ. Γι' αυτά τα πράγματα, όπως και για όλα τ' άλλα δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτόν που αποκαλώ εαυτό μου, θυμάμαι ότι είχα με ακρίβεια στο μυαλό μου τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία πολλών μη πραγματικών προσώπων που ήταν για μένα τόσο ορατά και δικά μου σαν τα αντικείμενα που αποτελούν αυτό που αποκαλούμε, καταχρηστικά ίσως, πραγματική ζωή. Αυτή η τάση που υπάρχει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με συνοδεύει πάντα, αλλάζοντας λίγο το είδος της μουσικής με την οποία με σαγηνεύει αλλά ουδόλως τον τρόπο της σαγήνης της.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, αυτόν που νομίζω ότι υπήρξε στα έξι μου χρόνια το πρώτο μου ετερώνυμο, ή μάλλον ο πρώτος μου ανύπαρκτος γνωστός - κάποιος ονόματι Chevalier de Pas, εξ ονόματος του οποίου έγραφα γράμματα προς τον εαυτό μου. Η μορφή του, όχι εντελώς θολή, απολαμβάνει ακόμη εκείνου του μέρους της αγάπης μου που συνορεύει με τη νοσταλγία. Θυμάμαι, αλλά λιγότερο καθαρά, μιάν άλλη μορφή με όνομα ξένο πάλι το οποίο όμως μου διαφεύγει, που ήταν, δεν ξέρω ως προς τί, ο αντίπαλος του Chevalier de Pas…Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σε όλα τα παιδιά; Ασφαλώς - ή ίσως. Αλλά τα έζησα τόσο έντονα ώστε να τα ζώ ακόμη και σήμερα, σε σημείο που χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να πεισθώ πως δεν ήταν πραγματικότητα.
Αυτή μου η τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν άλλο κόσμο, ίδιο με τον υπαρκτό αλλά με άλλους ανθρώπους, δεν έφυγε ποτέ από τη φαντασία μου. Πέρασε από διάφορα στάδια, μεταξύ των οποίων και αυτό που αντιστοιχεί στην ενήλικη ζωή μου. Μου ερχόταν στο νού μια έκφραση, εντελώς ξένη, για τον άλφα ή το βήτα λόγο, από αυτό που είμαι ή από αυτό που νομίζω ότι είμαι. Την έλεγα αμέσως, αυθόρμητα, σαν να ήταν κάποιου φίλου μου, του οποίου το όνομα εφεύρισκα, προσέθετα την ιστορία και πάραυτα έβλεπα μπροστά μου τη μορφή του - πρόσωπο, ανάστημα, ρούχα και κινήσεις. Κι έτσι κατασκεύασα και έκανα γνωστούς πολλούς φίλους και απλές γνωριμίες οι οποίοι δεν υπήρξαν ποτέ αλλά που ακόμη και σήμερα, σε απόσταση τριάντα χρόνων, ακούω, νιώθω , βλέπω. Επαναλαμβάνω: ακούω, νιώθω, βλέπω. Και τους νοσταλγώ.
(Όταν αρχίζω να μιλάω - μου είναι δύσκολο να σταματήσω. Αρκετά σας ζάλισα, Καζάις Μοντέιρο! Θα συνεχίσω με τη γένεση των λογοτεχνικών μου ετερωνύμων που είναι τελικά αυτό που θέλετε να μάθετε. Πάντως, ό,τι είπα παραπάνω συνοψίζει την ιστορία της μητέρας που τους έδωσε το φως).
Γύρω στο 1912, αν δεν κάνω λάθος (που δεν μπορεί να είναι μεγάλο), μου ήρθε ιδέα να γράψω ορισμένα ποιήματα παγανιστικού περιεχομένου. Ξεκίνησα κάποια ποιήματα σε ελεύθερο στίχο (όχι στο στυλ του Άλβαρο ντέ Κάμπος, αλλά σ' ένα στυλ ημι-ελεύθερο) και τα παράτησα. Ωστόσο, μέσα σ' ένα ακαθόριστο ημίφως, άρχισε να σχηματίζεται το αβέβαιο πορτραίτο εκείνου που τα έγραφε. (Χωρίς να το ξέρω, είχε γεννηθεί ο Ρικάρντο Ρέις).
Ενάμισυ ή δύο χρόνια αργότερα, μου ήρθε μια μέρα η ιδέα να κάνω μια πλάκα στον Σά Καρνέιρο - να εφεύρω έναν ποιητή βουκολικό, αρκετά πολύπλοκο, και να του τον παρουσιάσω, δεν θυμάμαι πια πως, σαν να ήταν πραγματικότητα. Για μέρες προσπαθούσα να κατασκευάσω τον ποιητή αλλά δεν τα κατάφερνα. Μια μέρα, ενώ τελικά είχα εγκαταλείψει την ιδέα - συγκεκριμένα στις 8 Μαρτίου 1914 - πλησίασα ένα ψηλό κορμό και, παίρνοντας ένα φύλλο χαρτί, άρχισα να γράφω όρθιος, όπως κάνω κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία. έγραψα στη σειρά πάνω από τριάντα ποιήματα μέσα σ' ένα είδος έκστασης, τη φύση της οποίας δεν θα κατάφερνα να εξηγήσω. Ήταν η θριαμβική μέρα της ζωής μου που άλλη σαν κι αυτή δεν θα υπάρξει. Ξεκίνησα μ' έναν τίτλο: Ο Φύλακας των κοπαδιών. Στη συνέχεια μέσα μου εμφανίστηκε κάποιος στον οποίο έδωσα πάραυτα το όνομα του Άλμπέρτο Καέιρο. Θα μου συγχωρέσετε το παράλογο της φράσης: εμφανίστηκε μέσα μου ο δάσκαλος μου. Αυτή ήταν η άμεση αίσθηση που ένιωσα. Σε τέτοιο βαθμό, που μόλις έγραψα αυτά τα τριάντα και πλέον ποιήματα, πήρα αμέσως άλλο χαρτί και έγραψα, πάλι χωρίς διακοπή, τα εξής ποιήματα που συνθέτουν την Πλάγια βροχή του Φερνάντο Πεσσόα Αλμπέρτο Καέιρο στον Φερνάντο Πεσσόα μόνο. Ή, μάλλον, ήταν η αντίδραση του Φερνάντο Πεσσόα για την ανυπαρξία του ως Αλμπέρτο Καέιρο.
Μετά την εμφάνιση του Αλμπέρτο Καέιρο, προσπάθησα να του βρώ - ενστικτωδώς και υποσυνείδητα - κάποιους μαθητές. Έβγαλα από τον ψεύτικο παγανισμό του τον λανθάνοντα Ρικάρντο Ρέις, του βρήκα όνομα, το οποίο το έφτιαξα στα μέτρα του, γιατί τον έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Και ξαφνικά, από την αντίθετη κατεύθυνση του Ρικάρντο Ρέις, προέκυψε ορμητικά ένα νέο άτομο. Δια μιάς, στη γραφομηχανή, χωρίς διακοπή ούτε διόρθωση, ξεπήδησε η Θριαμβική ωδή του Άλβαρο ντέ Κάμπος - η ωδή που φέρει αυτόν τον τίτλο και ο άνθρωπος με το όνομα αυτό.
Δημιούργησα λοιπόν μια ανύπαρκτη coterie. Έδωσα σε όλον αυτόν τον κόσμο υπόσταση πραγματική. Διαβάθμισα τις επιρροές, γνώρισα τις φιλίες, άκουσα μέσα μου τις συζητήσεις και τις διαφορετικές απόψεις, και μέσα σ' όλα αυτά νομίζω ότι ήμουν εγώ ο δημιουργός όλου αυτού του πράγματος, αν και ήμουν ο λιγότερο παρών. Φαίνεται πως όλα αυτά συνέβησαν ανεξάρτητα από μένα. Και πως έτσι εξακολουθούν να συμβαίνουν. Αν κάποτε μπορέσω να δημοσιεύσω μια συζήτηση περί αισθητικής μεταξύ του Ρικάρντο Ρέις και του Άλβαρο ντε Κάμπος, θα δείτε πόσο διαφορετικοί είναι και πως δεν ξέρω τίποτα επί του θέματος.
Όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει ο Orpheu, χρειάστηκε, την τελευταία στιγμή, να βρεθεί κάτι ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των σελίδων. Πρότεινα τότε στον Σα Καρνέιρο να γράψω ένα "παλιό ποίημα" του Άλβαρο ντε Κάμπος - ένα ποίημα σαν αυτά που θα έγραφε ο Άλβαρο ντε Κάμπος πριν γνωρίσει τον Καέιρο και επηρεαστεί από αυτόν. Και έτσι έγραψα το Opiarium, στο οποίο προσπάθησα να δώσω όλες τις λανθάνουσες τάσεις του Άλβαρο ντε Κάμπος, όπως θα αποκαλύπτονταν αργότερα, αλλά χωρίς ακόμη να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο επαφής με το δάσκαλό του Καέιρο. Από όλα τα ποιήματα που έχω γράψει, είναι αυτό για το οποίο κοπίασα το περισσότερο, λόγω της διπλής προσπάθειας αποπροσωποποίησης που κατέβαλα. Αλλά, τέλος, νομίζω πως δεν βγήκε κακό και πως βλέπουμε το ξεκίνημα του Άλβαρο…
Νομίζω πως σας εξήγησα τη γένεση των ετερωνύμων μου. Αν ωστόσο υπάρχει κάποιο σημείο που χρειάζεται μια ξεκάθαρη εξήγηση - γράφω γρήγορα, κι όταν γράφω γρήγορα δεν είμαι πολύ ξεκάθαρος -, να μου το πείτε και ευχαρίστως θα το κάνω. Και, είναι αλήθεια, ιδού μια συμπληρωματική πληροφορία, αληθινή και υστερική: καθώς έγραφα ορισμένα σημεία των Σημειώσεων για το δάσκαλό μου Καέιρο του Άλβαρο ντέ Κάμπος, έχυσα αληθινά δάκρυα. Είναι για να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε, αγαπητέ μου Καζάις Μοντέιρο.
Ορισμένες ακόμη σημειώσεις επί του θέματος… Βλέπω μπροστά μου, στον άχρωμο αλλά πραγματικό χώρο του ονείρου, τα πρόσωπα, τις κινήσεις του Καέιρο, του Ρικάρντο Ρέις και του Άλβαρο ντέ Κάμπος. Τους κατασκεύασα ηλικία και ζωές. Ο Ρικάρντο Ρέις γεννήθηκε το 1887 (δεν θυμάμαι ημέρα και μήνα, αλλά κάπου τα έχω), στο Πόρτο, είναι γιατρός και ζει αυτή τη στιγμή στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρτο Καέιρο γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα αλλά έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα και σχεδόν καμιά παιδεία. Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα, στις 15 Οκτωβρίου 1890 (στη 1:30 το μεσημέρι, μου λέει ο Φερνάντο Γκόμες. Είναι αλήθεια, γιατί το ωροσκόπιο που αντιστοιχεί στην ώρα αυτή το επιβεβαιώνει). Αυτός, όπως θα γνωρίζετε, είναι ναυπηγός μηχανικός (σπούδασε στη Γλασκώβη), αλλά τώρα βρίσκεται στη Λισαβώνα, χωρίς δουλειά. Ο Καέιρο ήταν μεσαίου αναστήματος, και αν και ήταν πραγματικά ασθενικός (πέθανε φυματικός), δεν το έδειχνε. Ο Ρικάρντο Ρέις είναι ελάχιστα, αλλά πολύ ελάχιστα, κοντότερος, δυνατότερος, στεγνότερος. Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος είναι ψηλός (1,75 ύψος, δηλαδή 2 εκατοστά ψηλότερός μου), λεπτός και σκύβει ελαφρώς. Όλοι είναι ξυρισμένοι - ο Καέιρο είναι ανοιχτόξανθος, με γαλάζια μάτια’ ο Ρέις μελαχρινός σταράτος’ ο Κάμπος ούτε καστανός ούτε μελαχρινός, μοιάζει αόριστα με πορτογάλο εβραίο, αλλά τα μαλλιά του είναι ίσια με χωρίστρα στο πλάι και μονόκλ. Ο Καέιρο, όπως είπα, δεν είχε καμιά μόρφωση - μόνο το δημοτικό. Έχασε από πολύ νωρίς τον πατέρα του και τη μητέρα του και ζούσε με κάποια μικρά εισοδήματα. Ζούσε με μια γριά θεία του, αδερφή της γιαγιάς του. Ο Ρικάρντο Ρέις, ο οποίος ανατράφηκε σ' ένα κολλέγιο Ιησουιτών, είναι, όπως είπα, γιατρός. Ζει στη Βραζιλία από το 1919, όπου εκπατρίστηκε γιατί ήταν φιλομοναρχικός. Είναι λατινιστής, λόγω της μόρφωσης που έλαβε, και αυτοδίδακτος ελληνιστής κατά το ήμισυ. Ο Άλβαρο ντέ Κάμπος φοίτησε σ' ένα κοινό λύκειο, κι ύστερα τον έστειλαν στη Σκωτία να σπουδάσει μηχανικός, πρώτα μηχανολόγος και μετά ναυπηγός. Σε κάποιες διακοπές ταξίδεψε στην Ανατολή από όπου εμπνεύστηκε το Opiarium. Του έμαθε λατινικά ένας θείος του από την Μπέιρα που ήταν ιερέας.
Πώς γράφω εξ ονόματος αυτών των τριών; Στην περίπτωση του Καέιρο πρόκειται για απλή και καθαρή έμπνευση, χωρίς να ξέρω ούτε καν να φαντάζομαι τι θα έγραφα. Όσο για τον Ρικάρντο Ρέις, προέκυψε ύστερα από έναν αφηρημένο στοχασμό που ξαφνικά πήρε τη μορφή ωδής. Με το όνομα του Κάμπος γράφω όταν νιώθω μια ξαφνική διάθεση να γράψω και δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται. (Ο κατά ήμισυ ετερώνυμός μου Μπερνάρντο Σοάρες, ο οποίος άλλωστε μοιάζει σε αρκετά σημεία με τον Άλβαρο ντε Κάμπος, εμφανίζεται πάντα όταν είμαι κουρασμένος ή νυστάζω, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί πλήρως η σκέψη μου και ο έλεγχος. Η πρόζα του είναι μια διαρκής περιπλάνηση. Πρόκειται για έναν κατά το ήμισυ ετερώνυμο γιατί η προσωπικότητά του δεν είναι η δικιά μου ούτε διαφορετική από τη δικιά μου, αλλά μέρος της δικιάς μου. Είμαι εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο σκέψης και το συναίσθημα. Η πρόζα του, εκτός από αυτό που ο τρόπος σκέψης δίνει ως tenue στη δικιά μου, είναι ίδια, και η χρήση της πορτογαλικής γλώσσας ακριβώς η ίδια. Αντιθέτως, ο Καέιρο γράφει σε κακά πορτογαλικά, ο Κάμπος μέτρια αλλά και με λάθη, όπως για παράδειγμα "eu proprio" αντί για "eu mesmo" κ.λ.π. και ο Ρέις καλύτερα από μένα αλλά με έναν καθαρευουσιανισμό που θεωρώ υπερβολικό. Το δύσκολο για μένα είναι να γράψω την πρόζα του Ρέις - ακόμα κι ανέκδοτη - ή του Κάμπος. Η προσποίηση είναι πιο εύκολη, καθότι είναι πιο αυθόρμητη, στο στίχο).
Αυτή τη στιγμή θα σκέφτεστε, αγαπητέ μου, ποια ατυχία σάς έριξε, διαβάζοντας, καταμεσής σ' ένα τρελοκομείο. Πάντως, το χειρότερο απ' όλα είναι η ασυναρτησία της γραφής μου. Σας επαναλαμβάνω και πάλι ότι γράφω σαν να μιλούσα μαζί σας, για να μπορώ να σας απαντήσω αμέσως. Διαφορετικά, θα περνούσαν μήνες χωρίς να καταφέρω να σας απαντήσω. [..]
Από την Ποίηση - τ.11, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1998
μτφ: Μαρία Παπαδήμα
(εικόνα: con-versiones.com)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
29 Νοε 2007
Βουκουρέστι, 10 Νοεμβρίου 1811
Έλαβα το γράμμα σου το πρώτον και το δεύτερον και του μεν δευτέρου τες προσταγές όσον ημπορώ, θέλω τες ακολουθεί, συντρέχοντας τους φίλους εις τες υποθέσες του, το δε πρώτον αφού το ανέγνωσα, και κατάλαβα τον φιλόσοφον και απαραλόγιστον νουν σου, το πρόσφερα τον ευγενέστατόν μου αυθέντην. Το ανέγνωσε, το επαίνεσε, το εδέχθηκε, και με είπε να σ' αποκριθώ, ότι η πολίτικη κοινώς ομιλουμένη γλώσσα δεν είν' αυτή, οπού γράφει το Πατριαρχείον, αλλ' αυτή οπού εσύ γράφεις' δηλαδή έτσι λαλούν κοινώς οι πολίται, καθώς είναι γραμμένο το γράμμα σου' εγώ παρατηρώ, ότ' η πολίτικη γλώσσα δεν διαφέρει τίποτε εις την κλίσιν και σύνταξιν από την δική μας την ηπειρωτική, αλλά και από την μωραΐτικην εκτός μόνον εις μερικές λέξεις, ώστε ημπορούμεν να διαιρέσωμεν μεν την τωρινήν ρωμαίηκην γλώσσαν κάλλιστα εις στερεώτικην και νησιωτικήν, η οποία έχει κάποιες διαφορές και εις κλίσιν και εις σύνταξιν' εκείνα δε οπού φλυαρούν κάποιοι τερατολόγοι εις τον Λόγιόν τους Ερμήν είναι γραιάς μαντεύματα και γέρου παραμύθια και δεν τα δέχονται ούτε οι ευγενείς και σπουδαίοι του γένους μας, ούτε το πλήθος' μάλιστα εδώ ένας άρχοντας τους έκαμε και μιαν κωμωδίαν αξιόλογον, την οποίαν θα την τυπώσουν και τυπόντάς την, θέλω σε την στείλη και πεθαίνης από τα γέλια' άργησα να σε γράψω, διατί πρόσμενα να μ' έρθουν αυτά τα Λυρικά μου, να σε τα στείλω' (αύτά είναι γραμμένα με την κοινήν γλώσσαν, την λεγομένην φαναριώτικην, και παρατήρησε πόσο διαφέρουν τα πολίτικα από τα δικά μας' σχεδόν τίποτε)' το όνειρο δε, όπου εις αυτά ευρίσκεται, και η προπαίδεια της στιχουργικής είναι του σχολιαστού μου τέτοια είχα πολλά με τάχασαν όμως οι άνθρωποί μου' ρίχνοντάς τας εδώ κ' εκείθεν' και αυτά είναι απομεινάρια' τα έκαμα δε αυτά όλα δια να δείξω μόνον την αρμονίαν της γλώσσας μας κτλ. 'Ολες οι γνώμες και όλος ο νους οπού μ' έγραψες, όντα με την αλήθειαν σύμφωνα, αναμφίβολα είναι και μ' εμένα και εις όλα συμφωνούμε αλάθευτα.
Την γραμματικήν μου, όσο καί όπου συμφωνεί με την συνήθειαν, την δέχομαι, όπου δε όχι, την αποστρέφομαι και κακή τύχη δεν συμφωνεί εις πολλά, διατί όταν την έγραψα, αναγκάσθηκα να συμβιβάζω και την πρόληψιν με την αλήθειαν' όθεν λάβε κανόνα την κοινήν συνήθειαν και διόρθωνε την κλίσιν και σύνταξιν.
Είμαι περίεργος να ιδώ το πόνημά σου, οπού με γράφεις.
Αν θέλης, γράψε ένα γράμμα προς τον αυθέντην, παίρνοντας αφορμήν το ό,τι μ' είπε να σ' αποκριθώ' είναι ο άνδρας μέγας, σοφός, βαθύς και μεγαλοφυέστατος, και φιλομουσότατος, και φίλος των σπουδαίων.
Τα Λυρικά μου ήταν όλα απλογραμμένα, ήγουν χωρίς την στραβογραφίαν την Ελληνικήν, πλην με τα τύπωσαν, να κουρεύονται, καθώς τα βλέπεις' ας είναι' αγάλια και τούτο κατορθώνεται.
Τι άλλο να σε γράψω; άμποτε να μας χαροποιήση η ειρήνη.
Το προσφώνημα, οπού ευρίσκεται εις την αρχήν των λυρικών μου δεν ημπόρεσα να μάθω ακόμα τίνος είναι' ούτε τα τραγούδια τα είχα επιγραμμένα, οι μάταιοι με τα επέγραψαν.
Από τον 43ο τόμο ("Νεοελληνική Επιστολογραφία") της Βασικής Βιβλιοθήκης - εκδόσεις Ιωάννου Ν. Ζαχαρόπουλου, 1955 (copyright Αετός)
- Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (Καστοριά 1772-Ρουμανία 1847) ήταν Έλληνας λόγιος και ποιητής. Για το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται «πρόδρομος» (μαζί με τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Ρήγα Βελεστινλή) επειδή θεωρείται ότι άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με την χρήση της δημοτικής γλώσσας. (el.wikipedia.org)
- Ο Διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος Ψαλίδας (1767- 1829), δίδασκε με νέους τρόπους και με γλώσσα την άκρα δημοτική. Έβγαλε συντακτικό και λεξικό της λαϊκής γλώσσας, και ήταν υπέρ της κατάργησης της ορθογραφίας. Εισηγήθηκε την μετάφραση των αρχαίων κειμένων και εισήγαγε τη λατινική. Ο μαθητής του Ιωάννης Βηλαράς, το 1814, έβγαλε γραμματική της δημοτικής με τίτλο «η Ρομέηκη γλόσα» ήτοι «Μηκρή ορμήνια για τα γράματα και την ορθογραφήα της ρομέηκης γλόσας» και την αφιέρωσε στο δάσκαλό του Αθανάσιο Ψαλίδα.(www.vrellis.org)
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
23 Νοε 2007
31 Ιουλίου 1811
Σε απάντηση του ερωτήματος της Εξοχότητάς σας σχετικά με τα μαρμάρινα Γλυπτά που η Εξοχότητά σας συγκέντρωσε στην Αθήνα και για την αποστολή των οποίων σ' αυτή τη χώρα μου ζητήθηκε από τον υπουργό των Εξωτερικών να αποταθώ για άδεια στην τουρκική κυβέρνηση πρέπει να σας πληροφορήσω ότι ο κ. Pisani περισσότερες από μία φορές με διαβεβαίωσε πως η Πύλη αρνείται απολύτως ότι έχετε οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας σ' αυτά τα γλυπτά. Με την έκφραση αυτή κατάλαβα πως η Πύλη θέλει να πει ότι τα πρόσωπα που σας πούλησαν τα γλυπτά δεν είχαν κανένα δικαίωμα να το πράξουν.
Εν τούτοις επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η πληροφορία αυτή δεν μου δόθηκε σε κάποια επίσημη συζήτηση με τους τούρκους υπουργούς.
Έχω την τιμή να είμαι, Λόρδε μου, της Εξοχότητάς σας πειθήνιος και ταπεινός δούλος,
R. Adair Από Το Βήμα, 28/9/2003*(O Ρόμπερτ Ανταίρ ήταν ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη κατά το διάστημα 1809-1810) Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
27 Οκτ 2007
Κυρία, Την Κυριακή 12-2-89 στην εκπομπή «Αυτοπροσωπογραφίες» είχα και εγώ την τύχη να σας απολαύσω στο ρόλο της Αγίας Υπουργού. Τα όσα άκουσα, παραβάλοντάς τα με αυτά που ΖΩ, με ωθούν να σας γράψω τα παρακάτω ολίγα. Κατ' αρχήν, σαν θεατρίνα κυρία είσαστε καταπληκτική! Με κάνατε και θυμήθηκα τα νεανικά μου χρόνια, τότε που σας απολαμβάναμε στο πανί, και ο καθένας για πάρτη του, σας θεωρούσε δική του. Καί τώρα όμως είσαστε μυγδαλάκι με ζάχαρη! Κουφέτο!! Τι να πρωτοϋμνήσω; Τα χρυσά σας μαλλάκια, τα εκφραστικά χεράκια σας (που τα ενώσατε μπροστά στο γλυκό στοματάκι και την τρισχαριτωμένη σας μυτούλα σε στυλ ικεσίας) ή τη γάμπα σας, που μας την έδειξε ο φακός καβαλημένη πάνω στην άλλη σας γάμπα και μας σοκάρισε! Μας αναστάτωσε!! Αφού η γυναίκα μου ζήλεψε και μου κόλαγε συνέχεια. - Δε βάζεις το άλλο κανάλι να δούμε τι έχει (μούλεγε) και κάθεσαι και βλέπεις αυτήν την... (τόσο κακία) αλλά που εγώ; Εγώ σας κοιτούσα μαγεμένος και δεν της έδωσα σημασία. Αυτήν θα κοίταγα; Έ, τώρα τι να λέμε; Σαν ηθοποιός παίρνετε άριστα με τόνο. Σαν γυναίκα (ντρέπομαι αλλά το γράφω) είσαστε... ώρε μανάρα μου! Τύφλα νάχουνε οι Πρωθυπουργικές γκόμενες του αέρως! Και ο σοβατζής όμως είχε κάνει ζόρικη δουλειά. Όποιος έχει μεσάνυχτα από ιστορία, δεν θα σας έκανε πάρα πάνω από 25, άντε 27. Η γυναίκα μου, η φαρμακόγλωσσα, όπως πάντα, πέταξε το καρφί της. - Ξέρεις πόσο πρέπει νάναι η «δικιά» σου (μου λέει) αυτή πρέπει νάναι ίσαμε 36! Τι νάκανα; Να την πλάκωνα στη σφαλιάρα και νάχανα την εκπομπή; Εγώ έλιωνα, και κει πάνω στη «φάση», μου μπερδέψατε τη θεατρινάρα μου με την Υπουργό, και μου τα σκατώσατε (με το συμπάθειο). Τι ήταν αλήθεια αυτά τα «κουφά» που λέγατε; Συνήθως το θέατρο έχει κάποια δόση πολιτικής, Όπως και η πολιτική έχει κάποια δόση θέατρο. Όταν όμως το θέατρο είναι σκέτη πολιτική, χέσε θέατρο (με το συμπάθειο) και όταν η πολιτική είναι σκέτο θέατρο, χέσε πολιτική (με το συμπάθειο). Η ατμόσφαιρα της εκπομπής σας πάντως, ήταν σφόδρα συγκινητική. Τι ψυχική ευγένεια! Τι αλτρουιστικά αισθήματα!!! Αφού βούρκωσα. Και τώρα που σας το γράφω... να! Μου σηκώνεται (με το συμπάθειο) η τρίχα!!! Με συγκλόνισε η λεπτότητα με την οποία καυτηριάσατε, κάποιους ακατανόμαστους κακοήθεις, προφανώς επικριτές σας, που δεν αναγνωρίζουν ούτε σέβονται το μεγαλείο του έργου σας (του Υπουργικού), και τα πλάνα όλα ήταν μπογιατισμένα φουτουριστικά από αθώους... υπαινιγμούς χαρμανιασμένους με τη Θεία μακροθυμία που σας διακρίνει, και που σας βοηθάει να ξεπερνάτε τέτοιες άθλιες καταστάσεις και να συγχωρείτε κάποιες μικρότητες! Μα την Αγία Λαΐδα, ΚΟΚΑΛΩΣΑ! Τελικά συνήλθα. Και επειδή τους τρεις τελευταίους μήνες έχω απευθυνθεί δια του Τύπου προς την εξοχότητά σας πέντε φορές, επειδή δεν είδα κανέναν άλλον να έχει κάνει κάτι τέτοιο, υπέθεσα, για μια στιγμή πως αυτά που λέγατε ίσως αφορούσαν και την ασημαντότητά μου! Αν είναι έτσι, έχω, παρεξηγηθεί και λυπάμαι αληθινά. Πέρασαν περισσότερο από τρία χρόνια από τότε που πρωτοπροσπάθησα, ανεπιτυχώς, να κλείσω ένα «ραντεβού» μαζί σας. Τη μία, τρέχατε για την γνωστή υπόθεση «μάρμαρα». Αμέσως σας προέκυψε η κηδεία του Πάλμε, ύστερα ξανά τα μάρμαρα, στη συνέχεια το μνημόσυνο του Πάλμε, έπειτα πάλι για τα μάρμαρα και... τράβα καλούμπα. Έτσι σφίξαν τα γάλατα και κατέφυγα στα μέσω του Τύπου ραβασάκια. Ελπίζοντας πως θα διακρίνετε πίσω από το σαρκασμό την σοβαρότητα της πραγματικότητας. Τρία απ' αυτά φιλοξενήθηκαν στην σελίδα του Μανόλη Ρασούλη, στο «Καλάμι» στις 10, 17 καί 24 Νοεμβρίου 1988. – Το πρώτο έγραφε: [...] Ουδέ μία απάντηση. Στο δεύτερο ο Ρασούλης γράφει: [...] Ουδέ μία απάντηση. Το τρίτο έχει ως εξής: [...] Ουδέ μία απάντηση. Επανέρχομαι για τέταρτη φορά στην «Απογευματινή της Κυριακής», στις 22-1-89: [...] Ουδέ μία απάντηση. Στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» στις 11-2-89 γράφω σχετικά: […] Ουδέ μία απάντηση Καταλαβαίνετε κυρία γιατί απευθύνθηκα ΚΑΙ σε σας, και αν χρειαστεί (αφού το διασκεδάζετε) θα συνεχίσω; Γιατί το έργο που προσφέρω υποτίθεται ότι είναι Πολιτιστικό, και εσείς «υποτίθεται» ότι είστε Υπουργός Πολιτισμού. Άσχετα με το αν με εγκρίνετε σαν καλλιτέχνη και αν σας εγκρίνω σαν Υπουργό, είμαι καλλιτέχνης, είστε Υπουργός, και αυτή τη στιγμή για μένα αντιπροσωπεύετε το Κράτος στο οποίο ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΑ απευθύνομαι. Το αν κάποιοι κακοηθέστατοι τα έχουν βάλει άδικα μαζί σας, Σας κολακεύει ή και σας βολεύει να το πιστεύετε, είναι θέμα δικό σας. Γιατί δεν τους ξεσκεπάζετε «στα ίσα» και δεν τους παραδίδετε στην κοινή περιφρόνηση αντί να αφήνετε να εννοηθεί πως ο καθένας αγανακτισμένος μη σύντροφος που θα τολμήσει να διαμαρτυρηθεί δίκαια και βάσιμα για την κακή και υποκριτική συμπεριφορά σας, είναι «από χέρι» συκοφάντης; Είστε ξεδιάντροποι αλλά και άφοβοι, και ο συνδυασμός είναι πολύ κακός. Εκείνοι που εκτοξεύουν κατηγορίες ασαφείς και αόριστες είναι κατάπτυστοι. Αυτό ισχύει και για μένα και για σας και για τους πάντες. Αν έχετε την αξίωση να σας διακρίνουν απ' το σορό και να σας σέβονται, μάθετε να διακρίνετε και να σέβεστε και σταματήστε να παίζετε τον «παπά» (κατά παράδοση). Εγώ κυρία, αντιπροσωπεύοντας τον εαυτό μου διαμαρτύρομαι από το 1969 στα αφεντικά των Κρατικών μέσων μαζικής τύφλωσης και τα σχετικά Υπουργεία. Δεν είστε η πρώτη, αλλά η τελευταία (σ' αυτή την χωρίς τέλος ιστορία. Έχω «πακέτο» αλληλογραφίας, αποδεικτικής της χυδαιότητας των διαφόρων Καισαρίσκων που ζεσταίνουν κατά καιρούς με τον ποπό τους τις «μεγάλες καρέκλες». Δική σας δεν έχω, ούτε θα έχω φαντάζομαι. Πως να το κάνουμε, μπορεί τώρα ολόκληρη Αυτοκρατορική Υπουργάρα να ασχολείται με Κάφρους και μάλιστα της δικής μου υποστάθμης; Εσείς είστε «πρόθυμη» και «ανοιχτή» σε όλους τους ανθρώπους σε όλους τους φίλους σας. Μ' αυτούς που δεν είναι φίλοι σας ή που δεν θεωρείτε ανθρώπους τι γίνεται; Ξέρετε κανέναν Αυτοκράτορα Βασιλιά, Δικτάτορα, που να μην ήταν «ανοιχτός» στους φίλους του; Σε τι διαφέρετε; Μόνο στο ότι τους φίλους αυτών τους λέτε «καμαρίλα», ενώ τη δική σας «καμαρίλα» την λέτε «φίλους». Το Υπουργείο σας, η τηλεόραση, ο ΕΟΤ και όλες οι συναφείς υπηρεσίες, έχουν γίνει εντευκτήρια και καφενεία των «φίλων» σας, και φίλους σας, μάλλον θεωρείτε όσους υπηρετούν κρετίνικα το γούστο σας και ασπάζονται ασυζητητί τις απόψεις σας. Το δικό σας γούστο περιορίζεται στα «μάρμαρα». Εγώ στην «ιστoρία» μου πότε σας γράφω Υπουργό Μαρμάρων και πότε Μαρμαρωμένη Υπουργό. Εσείς πιστεύετε ότι κάνετε το καθήκον σας αλλά δεν βρίσκετε αναγνώριση από τους αντιδραστικούς και τους κακούς! Πρόσφατα την αποψή σας αυτή μετέφερε μελωδικά από την τηλεόρασή σας και ο εκ των κολλητων σας «σύντροφός μας» κ. Γιάννης Μαρκόπουλος με το ενωτικό (λόγω εκλογών;) ασμάτιον «Σύντροφε τι μας χωρίζει» που μας... αφύπνησε. Την «απάντηση στο ερώτημά του» την έχω έτοιμη προς ηχογράφηση. Έτσι για να μπω και γω στο «ρίγκ» του πλουραλιστικού σας τζερτζελέ, και να μη με νομίζετε προβοκάτορα. Λυπάμαι μόνο που δεν γίνεται να σας βάλω στο φάκελλο και τη μελωδία. Το αφιερώνω στο Γιάννη και σε κάθε «σύντροφο» του δικού του εκτοπίσματος. Μόλις έφαγα νερόβραστο το ρύζι κι' αποφάγια από εκείνα, που πετάς, με ρωτάς: «τι είναι αυτό που μας χωρίζει» και να μπω μέσα στη μάχη μου ζητάς! Ένα στρώμα από λίπος μας χωρίζει που σαν ρούχο στο κορμί σου το φοράς μια κοιλάρα που να... σκύψεις σ' εμποδίζει και δεν βλέπεις πως: «ανθρώπους κατουράς»
Εμποδίζουν τα πολλά Πολυτεχνεία που σκοτώνονται του κόσμου τα παιδιά να θρονιάσουν μια «καινούργια» συντεχνία και μετά να της ξεπλύνουν τη λαδιά Για τη μάχη ΣΟΥ με θέλεις στρατιώτη να παλαίψουμε, να... γίνεις Στρατηγός κι όπως πάντοτε στην πιστολιά την πρώτη, θα ξεκόψεις και θα τρέχεις σα Λαγός.
Με θυμάσαι όταν είσαι σ' αγωνία και τα «κόζα» δεν τα βλέπεις βολικά τότε θες... νάμαστε μία κοινωνία, Αρχηγός εσύ, και μεις... τα δουλικά! Τότε μ' έχεις... αδελφό και σύντροφό σου κι ας μην έχουμε «τσιγάρο μοιραστεί...» μη γελιέσαι. Πίσω απ' το χαμόγελό σου διακρίνω το «φτηνό... αγωνιστή»
Τους ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΣΟΥ θα βρεις μέσα στους Χοίρους που βουλιάζουνε στη λάσπη ηδονικά, θα τους βρεις μέσα στους άβουλους και στείρους από «αίσθηση» κι από ιδανικά. Πώς σας φαίνεται; Θα το «χτενίσω» βέβαια, και θα πετάξω τα πιο πολλά. Θα θεωρούσα τον εαυτό μου ευτυχή, αν είχα τη γνώμη σας, ποια να πετάξω και ποια να αφήσω; Αυτά που έγραψα στις εφημερίδες Κυρία είναι ΞΕΚΑΘΑΡΑ. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΑΣ ΣΑΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΟΛΙΤΗ, ΜΕ ΕΧΕΙ ΚΗΡΥΞΕΙ ΑΝΕΥ ΔΙΚΗΣ ΣΕ ΑΓΝΟΙΑ, ΚΑΙ ΜΕ ΞΕΡΕΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΤΑ ΠΑΡΕΙ ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ ΣΚΟΙΝΙ ΝΑ ΜΕ ΚΡΕΜΑΣΕΙ. Το πρόβλημά μου είναι «σαφές», «καφτό», και χρειάζεται λύση κατεπείγουσα. Είμαι ακτήμων-πρόσφυγας-άστεγος-άρρωστος (γιατί μου τη «σπάει» το ανάπηρος) υπερχρεωμένος, και υποχρεωμένος να συντηρώ δύο γυναίκες, την «τέως» και την «νυν», τέσσερα παιδιά 11 έως 5 χρόνων, και φυσικά δύο σπίτια. Έφυγα από την Αθήνα πριν τρία χρόνια λέγοντας στον εαυτό μου: όταν τρώγονται τα σκυλιά τραβήξου στην άκρη ώσπου να φαγωθούνε. Αλλά τούτα τα σκυλιά, κυρία, δεν τρώγονται. ΔΕΝ ΤΡΩΓΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!! Κάποιος φίλος, που είναι «μες τα πράγματα», μου είχε πει: Αυτοί, ήταν να μην κάτσουν στη λεκάνη. Τώρα που «κάτσανε», αν δεν κάνουν ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΟΥΣ, δε φεύγουνε! Εσείς αργείτε να ξαλαφρώσετε, κι ο σοσιαλισμός σας είναι «αγαθό» πανάκριβο. Η επαρχία που θέλετε να «εποικίσετε» παρέχοντας κουβεντιαστά κίνητρα και διάφορες άλλες σαπουνόφουσκες, έχει γίνει πιο «φωτιά» κι απ' την Αθήνα. Ο «εσωτερικός μετανάστης» που θα ξεπέσει κατά δω για να μείνει, να σπείρει και να θερίσει (αυτό δεν επιδιώκετε;) πρέπει πρώτα να αγοράσει τη γη προς 500 χιλιάδες ή 1 έκατομμύριο το στρέμμα! Δηλαδή για ένα κομμάτι γη που θα μπορεί, να τον ζήσει, πρέπει να έχει καμιά... τριανταριά εκατομμύρια να δώσει, πριν βάλει ότι χρειάζεται για να την καλλιεργήσει. ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΗ! Αυτά είναι μέσα στο αποκεντρωτικό σας σχέδιο, ή σας... διαφεύγουνε; Αν έχει κάποιος 30-40 εκατομμύρια θα τα δώσει για να «προαχθεί» σε έποικο της επαρχίας; Δεν τα βάζει σε μια τράπεζα, να κάνει τσάρκες τρώγοντας τους τόκους; Για να βρει μια γκαρσονιέρα ο φοιτητής, και να την «βγάλει καλά» πρέπει να νάχει καμιά γκομενίτσα να τον φιλοξενεί και να τον τσοντάρει. Από τότε μάλιστα που ο κύριος Τσοβόλας μοίρασε... αντικειμενικές αξίες... χέστα κι άστα (με το συμπάθειο). Για πολιτιστικά,... ας αλλάξουμε ομιλία, καθότι χρειάζεται πολλή συζήτηση το θέμα. Πάντως πήρατε ενα πλάνο της εικόνας. Είχα μαζέψει λίγα-λίγα 5 «χαρτιά», πάνε αυτά. Πήρα άλλα τόσα ή κάτι πάρα πάνω, δεν θυμάμαι ακριβώς, (όταν πνίγεσαι που να μετρήσεις πόσες μπουρμπουλήθρες έχεις κάνει;) σαν προκαταβολή για δουλειές που... πρόκειται να κάνω (χρωστάω και το μέλλον μου), έπεσα στο δάνειο που το έβρισκα εύκολα στην αρχή, μετά πιο δύσκολα, φτάσαμε στον «ακούμπη», σκοτωθήκανε τα «τιμαλφή» και μετά... μετά ποιος σε... όταν δεν ξέρει πότε, και αν θα τα πάρει; Τώρα είμαι στην αντίστροφη μέτρηση. Ετεροχρονισμός στα νοίκια και αναμονή εξώσεων, περικοπές στα καθημερινώς «απαραίτητα», και έχουμε και διακοπές (όχι βακάνς). Με το μαγαζί του κυρίου Τόμπρα συνεχώς διακόπτουμε και επανασυνδέουμε τις σχέσεις μας όποτε βρεθούνε τίποτα ψιλά. Με τη Μόμπιλ «διακόψαμε» τελείως. Ως που χτύπησε την πόρτα ένας από τους αισιόδοξους δανειστές αιτώντας την επιστροφή του δανείου, και τώρα, πριν ανοίξουμε, κοιτάμε από τη γρίλια να δούμε εάν είναι όντως ο Γαλατάς (σχήμα λόγου καθότι το γάλα μας έπεφτε «βαρύ» και το κόψαμε). Κάτω απ' αυτές τις ευχάριστες συνθήκες, σκέφτηκα να σας κάνω μία σοβαρότατη πρόταση, (προτάσεις δε ζητάμε από το... λαό;). Εσείς δεν τραγουδούσατε το άσμα; Πώς θάθελα να είχα 1 καί 2 καί 3 καί 4 παιδιά; Να μια ευκαιρία να βολευτούμε και οι δύο. Θα σας κάνω «πάσα» τα δικά μου! Δεν θέλω «ντάτσουν», τσάμπα, θα σας τα δώσω. Θα έχετε μία κόρη και τρεις γυιούς! Την Ελευθερία 11 χρονών, τον Στέφανο 7, τον Ευάγγελο και τον Δημήτρη από 5 (μας έλαχε δύκροκο) πως σας φαίνετε η πρόταση; Δεν είναι βέβαια «καθαρόαιμα Πειραιωτάκια», είναι μισά-μισά. Η μητέρα μου ήτανε «μαουνιέρισα». ο πατέρας μου «γκάγκαρος». Πάντως είναι πρώτο πράμα και τα τέσσερα! που θα ξαναβρείτε τέτοια ευκαιρία; Για μένα μη σας νοιάζει, δεν θάχω πρόβλημα. Έχω πάρει διαζύγιο από την πρώτη μου γυναίκα, με τη δεύτερη, τη μάνα των παιδιων μου, δεν «ευκαιρίσαμε» για να παντρευτουμε... είμαι «ελεύθερο πουλί»! Θα την κοπανίσω κατά Αμέρικα μεριά, θα βρω καμιά ξεκουτιάρα τσουρόγρια με καμιά τράπεζα προίκα, θα της διαβάζω στιχάκια να λυγώνεται, θα της πέσω στο άγριο ερωτικό να την ξετινάξω όπως γίνεται στις ταινίες, και μπορεί να γυρίσω μετά δύο-τρία χρόνια να... Κυβερνήσω την Ελλάδα! Το μόνο εύκολο. Εσείς, εν τω μεταξύ, θα έχετε τα παιδιά που «θέλατε», να σας φέρνουν τον καφέ, να βόσκουνε και τα «γουρουνάκια» που μπερδεύονται στα πόδια λερώνοντας καί τα πασουμάκια, και την ιστορία σας. Κοντά μου τα παιδιά βλέπουν τη ζωή «περίεργη» και κακοδιδάσκονται. Θα χαλάσουν. Προχθές ο Στέφανος βλέποντας τηλεόραση, παραμίλαγε χαμηλόφωνα. Ξέρετε τι μουρμούριζε; - Σοσιαλισμός είναι το σύστημα που βγάζει το αίμα από τους ζωντανούς και το βάζει στους πεθαμένους! Άκου τον τσόγλανο κουβέντες!!! Η Ελευθερία με ρωτάει κάθε τόσο: Μπαμπά πότε θα γραφτώ στις 17 Νοέμβρη!!! Όπου νάναι «πολιτικοποιούνται και οι μπόμπιρες» και καταλαβαίνετε τι θα γίνει (το καταλαβαίνετε άραγε;) Σας δίνω την ευκαιρία να διαλύσετε μια «γιάφκα» πριν οργανωθεί η δράση, και να δείξετε πως συμπαραστέκεστε στους συνανθρώπους σας και τους συμπονάτε. S.Ο.S. κυρία! Κάντε κάτι και για μένα το φουκαρά. Βοηθήστε με να καθαρίσω να πάω όσο γίνεται πιο μακρυά να γλυτώσω από τη στοργή του Κουβέρνου σας και τα σοσιαλιστικά σας παχύδερμα. Υπήρξα ωφέλιμο, χρήσιμο και παραγωγικό στοιχείο. (Αν θέλετε, να σας στείλω λεπτομερές βιογραφικό σημείωμα) κι αυτή τη στιγμή νοιώθω επαναστατημένη «ανάρχα»! Όπως την πατήσατε εσείς όταν είπατε στον εαυτό σας: Είμαι απόγονος του Σπύρου του Μερκούρη, θα γίνω Πολιτικός, έτσι την πάτησα τώρα και γω, και λέω στον εαυτό μου: Είμαι απόγονος του Ζώη του Πάνου! Θα γίνω οπλαρχηγός! Δεν υποφερόμαστε Εξοχωτάτη! πώς να σας αντέξει κανείς όταν του αλλάζετε την Παναγία και από πάνω παριστάνετε την Παναγία; Το πολιτιστικό σας επίτευγμα (για μένα) θα είναι να βγούνε τα παιδιά μου να ζητιανεύουν μαζί με τα γυφτάκια του Πούρναλικ! Μόνο δική μου θάναι η ξεφτίλα; Ναι; Ο συγκεντρωτισμός της μαζικής πληροφόρησης και η μονοπωλιακή τους χρησιμοποίηση από τα Κουβέρνα, έκανε την πορεία ΚΑΙ του τραγουδιού «υπόθεση του Κράτους» και η ύπαρξής μας είναι θέμα τηλεόρασης, σταδίων, ΕΟΤ και κολοκύθια τούμπανα, που είναι όλα υπό τον έλεγχό σας, και τα κουμαντάρετε... περίεργα! Το 83 ο Β. Βασιλικός, μου είχε προτείνει 2-3 εκπομπές. Ώσπου να το καλοσυζητήσουμε οι «εκπομπές» περιορίστηκαν σε... 1 με φυσικό αποτέλεσμα να μου τη «δώσει» και να μη κάνω καμία. Αμέσως μετά ... 5 χρόνια ο Δ. Ίατρόπουλος ζήτησε (μετά από μεσολάβηση του Ρασούλη) να του κάνω πρόταση για δύο εκπομπές. Έγινε η πρόταση «αμέσως» (το πράμα ήτανε επείγον) και περιμέναμε την έγκριση σε... 4-5 μέρες που θα συνεδρίαζε το συμβούλιο. Πέρασαν οι 4-5 μέρες, τίποτα. Πέρασαν 4-5 εβδομάδες, τίποτα! Πέρασαν 4-5 μήνες, τίποτα!! Λέω: Ρε Άκη, μήπως εννοούσε 4-5 χρόνια ή 4-5 τέρμινα; Τηλεφώνησα να ρωτήσω τον Ιατρόπουλο, αλλά τον είχανε παραιτήσει. - Τι γίνεται εκεί κυρία; Αν έχετε το χρόνο και το μαζοχισμό να παρακολουθείτε τηλεόραση, θα ξέρετε τι λέω. Βγαίνει ο Νιόνιος, ο «μπουρμπούλιας», μαζί με ένα COMPUTER και ξεφωνίζουνε: Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι ΜΟΥ (του μπουρμπούλια) . Βγαίνει ο κύριος Στέφανος Φωτίου με ένα COMPUTER και κάνουμε ψυχανάλυση σε ψυχοπαθείς και μη. Βγαίνει ο γυιος του μεγάλου μας κωμικου Λ. Κωνσταντάρα κύριος Δημήτριος «ραπανάκιας» με άλλο COMPUTER. Μένουμε όλοι (πλην του μπουρμπούλια) και πίσω από ένα πούρο εμφανίζεται ο Πουρός Μικρούτσικος με ένα ακόμη COMPUTER. Λόγω αναγκών υπηρεσίας ο κύριος «ραπανάκιας» αποχωρεί, και για να μη μελαγχολήσει ο COMPUTER του, τον κάνει πάσα στον κύριο Φωτίου, που τώρα είναι υποχρεωμένος να νταντεύει 2 COMPUTERS!! ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΗ! Ένας σοσιαλιστικός «σύντροφος» συν 1 COMPUTER ίσον 1 εκπομπή! Ξέρετε πόσες τέτοιες εκ-πομπές έχει η τηλεόραση; Άμμο. Αλλά καλέ κυρία, αφού ο μόνιμος και βασικός πρωταγωνιστής στις εκπομπές σας είναι ο COMPUTER (;), τι τους θέλετε τους «συντρόφους»; Γιατί δεν αφήνετε τους COMPUTERS να κάνουν τη δουλειά τους μόνοι τους, και να μη πετάμε λεφτά στα χαμένα; Ένα μικροκύκλωμα το χρόνο (το πολύ-πολύ) θα καταναλώσει ένας COMPUTER. Άντε να μας βρεί COMPUTER-GURUNAKI και να «φάει» δύο μικροκυκλώματα! Οι «σύντροφοι» τρώνε τα δικά τους, τρώνε του COMPUTER (που δεν τρώει αηδίες), «τρώνε» και όλα τα «κυκλώματα» μικρά και μεγάλα. Εν πάση περιπτώσει, εάν δεν σκοπεύετε να αλλάξετε «συνταγή» κοιτάτε μήπως περισσεύει κανένα COMPUTER και για μένα το τάλα, να το φροντίζω, να το «λαδώνω», να λαδώνομαι και γω να λαδώνουν και τα πιτσιρίκια το άντερό τους. Κάπου όμως πρέπει να σταματήσω «προς το παρόν». Πιστεύω πως έγινε κατανοητό το κατά πόσο σας σχολιάζουν και σας επικρίνουν «αδίκως». (Τουλάχιστον ΕΓΩ). Το κομμάτι αυτό σας το στέλνω να το διαβάσετε πριν το δώσω για δημοσίευση, θέλοντας να έχω μια ακόμη επιβεβαίωση για ορισμένα πράγματα, και φυσικά αν χρειαστεί, μιας και άρχισα θα συνεχίσω. Ζήτω η Αξιοκρατία, ο πλουραλισμός και το «Κράτος Δικαίου». Ο Πλάστης να σας έχει πάντα γερή, δροσερή, τρυφερή και μεγαλόκαρδη, προς δόξαν των χοιριδίων, φυσικά, και όχι του Ικτίνου, του Καλλικράτη και του Φειδία που είναι «φίρμες παγκόσμιες» εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, και σίγουρα δεν περιμένουν από εσάς ή εμένα να τους... αποκαταστήσουμε! Φιλώ τα κρινoδάχτυλα των ποδιών σας Άκης Πάνου Άκης Πάνου, Αϊδινίου 49, Κυψέλη - Ξάνθης Τηλέφωνο (εφόσον δουλεύει), 22220. Αν δε δουλεύει, στο καφενείο, του Γιάννη, 21413.
Από την Οδό Πανός - τ.43, Ιούλιος 1989
(Η κεντρική φωτογραφία είναι από το ίδιο τεύχος. Οι υπόλοιπες:theartofcrime.gr, studio52.gr, nireas.nakas.gr, pathfinder.gr) * συστημένη επιστολή, αναπάντητη
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
7 Οκτ 2007
3 Οκτώβρη 1965 Φιντέλ,
Αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολλά πράγματα - όταν σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας-Αντωνίας, όταν μου πρότεινες να σε ακολουθήσω, την ένταση της προετοιμασίας. Μια μέρα ήρθαν και μας ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας. Τότε η συνειδητοποιήσαμε την πιθανότητα αυτή. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι σε μια επανάσταση νικά κανείς ή πεθαίνει (αν είναι πραγματική). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στην πορεία προς τη νίκη.
Σήμερα τα πάντα έχουν ένα λιγότερο δραματικό τόνο, επειδή είμαστε πιο ώριμοι, αλλά το γεγονός επαναλαμβάνεται. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει το καθήκον μου προς την Κουβανέζικη επανάσταση, στο έδαφός της, και αποχαιρετώ εσένα, τους συντρόφου, το λαό σου ο οποίος είναι τώρα δικός μου.
Παραιτήθηκα επίσημα από τις θέσεις μου στην ηγεσία του κόμματος, το πόστο μου σαν υπουργός, το βαθμό μου σα διοικητής και την υπηκοότητά μου. Δεν έχω κανένα πια δεσμό νομικά με την Κούβα. Οι μόνοι δεσμοί που εχω είναι άλλης φύσεως-αυτοί που δεν σπάνε όπως οι διορισμοί σε πόστα.
Ανασκοπώντας τη ζωή μου, πιστεύω ότι δούλευα με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για να εδραιώσω την επαναστατική κατάκτηση.
Το μόνο μου σοβαρό λάθος ήταν το ότι δεν σου έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη απ' τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και το ότι δεν κατάλαβα αρκετά γρήγορα τις ηγετικές και επαναστατικές σου ικανότητες. Έζησα υπέροχες στιγμές δίπλα σου και αισθάνομαι την τιμή να ανήκω στους ανθρώπους σου στις λαμπρές μα λυπημένες μέρες της κρίσης της Καραϊβικής. Λίγοι πολιτικοί είναι στις μέρες μας τόσο λαμπροί όσο εσύ. Είμαι επίσης περήφανος που σε ακολούθησα χωρίς δισταγμό, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι και που εκτιμάς τους κινδύνους.
Άλλα έθνη του κόσμου χρειάζονται τις ταπεινές μου προσπάθειες συμπαράστασης. Μπορώ να κάνω αυτό που εσύ δεν μπορείς λόγω της ευθύνης σου στην αρχηγία της Κούβας, και έφτασε ο καιρός να αποχωριστούμε.
Πρέπει να ξέρεις ότι αυτό το κάνω με ανάμεικτα συναισθήματα. Αφήνω εδώ την πιο αγνή μου ελπίδα σαν χτίστης και σαν αγαπημένος αυτών που λατρεύω. Και αφήνω τους ανθρώπους που με δέχτηκαν σα γιο. Αυτό πληγώνει ένα μέρος της ψυχής μου. Μεταφέρω στα πεδία των νέων μαχών την πίστη ότι με δίδαξες, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, το αίσθημα της εκπλήρωσης ενός απ' τα πιο ιερά καθήκοντα: να πολεμάς όπου και να είσαι τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι μια πηγή δύναμης και ακόμη, γιατρεύει τις βαθύτερες πληγές.
Δηλώνω για άλλη μια φορά ότι απαλλάσσω την Κούβα από κάθε ευθύνη, εκτός απ' αυτή που προέρχεται απ' το παράδειγμά της. Αν ο θάνατος με βρει κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι αυτό το λαό και ειδικά για σένα.
Είμαι ευγνώμων για τη διδασκαλία και το παράδειγμά σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να σταθώ πιστός μέχρι τις τελικές συνέπειες των πράξεών μου. Πάντα ταυτιζόμουν με την εξωτερική πολιτική της επανάστασής μας, όπως και συνεχίζω. Όπου κι αν βρίσκομαι, θα αισθάνομαι την ευθύνη του να είσαι Κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα συμπεριφέρομαι. Δεν λυπάμαι που δεν άφησα τίποτα υλικό στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Είμαι ευτυχισμένος που έγινε έτσι. Δε ζητώ τίποτα γι αυτούς γιατί το κράτος θα φροντίσει να έχουν αρκετά για να ζήσουν και να μορφωθούν. Θα είχα πολλά να πω σ' εσένα και το λαό μας, αλλά αισθάνομαι ότι είναι άχρηστα. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που θα ήθελα και δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύω σελίδες.
Πάντα μπροστά για τη νίκη!
Πατρίδα ή θάνατος!
Σε αγκαλιάζω με όλο τον επαναστατικό μου ζήλο.
Από το βιβλίο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Κείμενα" Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1997 μτφ: Χριστίνα Πάντζου
(εικόνα: www.nlm.nih.gov) Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
5 Ιουλ 2007
21.7.71 Αγαπημένε Πιερ Πάολο,
Έλαβα τό βιβλίο σου και, στη συνέχεια, το φιλικό σου γράμμα. Είμαι λυπημένη για ό,τι σου συμβαίνει - όμως χαρούμενη γιατί εμπιστεύτηκες εμένα.
Αγαπημένε φίλε, είμαι λυπημένη γιατί δεν μπορώ να βρίσκομαι κοντά σου αυτές τις δύσκολες στιγμές, όπως έκανες εσύ άλλοτε με μένα.
Ξέρεις κατά βάθος πως έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει.
Θυμάσαι που, στο Γκράντο, μιλούσα στο αυτοκίνητο με τον Νινέττο για την αγάπη και, δεν ξέρω πώς, όμως κάτι εσώψυχο – οι κεραίες μου όπως λες – μου το προκατέβαλε όταν ο Νινέττο επέμεινε ότι ποτέ δεν θα ερωτευόταν. Εγώ ήξερα, βέβαια, ότι ήταν υπερβολικά νέος για να καταλάβει τι έλεγε, όμως εσύ, ένας άνθρωπος τόσο έξυπνος έπρεπε να το ξέρεις. Αλλά, αντιθέτως, εσύ δέθηκες στο όνειρό σου – αυτό που μόνος σου το έχτισες, γι αυτό σου γράφω τώρα αυτό το κήρυγμα. Πρέπει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα, όμως δεν μπορείς γιατί δεν θέλεις. Θα το καταφέρεις. Βέβαια, εγώ το κατάφερα, εγώ που είμαι μια γυναίκα τόσο ευαίσθητη, πλην όμως κατάλαβα καλά ότι κανείς μπορεί να υπολογίζει μόνο στον εαυτό του. Νινέττο Ντάβολι και Πιερ Πάολο Παζολίνι Ναι, αχ! σταμάτα να με κοροϊδεύεις. Είναι τόσο θλιβερό, κυρίως για μένα, να το αναγνωρίσω. Κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη για πολύ καιρό στους άλλους. Είναι ο νόμος της φύσεως. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη στο εσωτερικό του εαυτού μας, τουλάχιστον φαινομενικά. Δεν σου μιλάω σαν μητέρα, αγαπημένε Πιερ Πάολο – ούτε εγώ σε είδα ποτέ σαν τον πατέρα μου. Τα βιβλία ξέρουν πολλά πράγματα, όχι όμως τη σκληρή πραγματικότητα, και δεν διδάσκουν ό,τι σκέπτομαι και θα πιστεύω μέχρι τον θάνατό μου, δηλαδή αυτό που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να κάνει, με μόνη τη θέλησή του, την αγάπη στον εαυτό του και την υπερηφάνεια του. Είναι ό,τι προσπαθώ εγώ να κάνω. Στην πραγματικότητα, με καταλαβαίνεις, κατά βάθος όμως όχι και τόσο. Είναι απαραίτητο να έχουμε τα πόδια μας στη γη, ύστερα μπορεί κανείς να ονειρευτεί. Όμως θα είναι πάντοτε όνειρο και όχι πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι η δημιουργία, η αξιοπρέπεια και όχι οι αστικές αξίες, όπως εσύ λες, ή ίσως να μην κατάλαβα καλά το βιβλίο σου. Ζω μέσα στη μπουρζουαζία, τρέφομαι από αυτή, γιατί ο καλλιτέχνης την έχει ανάγκη. Όμως, στην πραγματικότητα, ζω μόνη με την πίστη που μπορώ – που πρέπει – να έχω, γιατί όλοι γύρω με παρατηρούν. Και είναι αναγκαίο να συμπεριφέρεται κανείς έτσι απ’ τη στιγμή που θα φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι του αρέσει. Κι εγώ θα ήθελα, βεβαίως, να το κάνω, όμως είμαι υποχρεωμένη να δεχτώ την κριτική γιατί ο κόσμος είναι απαιτητικός με όσους θριαμβεύουν, κι αυτό μας επιβάλλει υποχρεώσεις’ αλλιώς, κανείς παραιτείται και κάνει ό,τι του αρέσει. Δεν έχουμε δικαιολογίες, ακόμη κι αν οι άλλοι είναι λάθος. Φυσικά, αυτά τα λόγια δεν είναι τίποτα άλλο από λόγια, εύκολα να γραφτούν, και τα λοιπά, και τα λοιπά, όμως πότε θα μεγαλώσεις επι τέλους Π.Π.Π.; Δεν έχει φτάσει ακόμη η στιγμή να ωριμάσεις λίγο ακόμη κι όταν, δόξα τω Θεώ, συνεχίζουμε να είμαστε πάντοτε παιδιά; Ξέρω ότι θα με απορρίψεις για ό,τι σου γράφω. Αλλά πάντα σου είπα την αλήθεια, συγχώρεσέ με που σου απηύθυνα αυτά τα ανόητα λόγια – όπως και να ‘χει στα είχα ήδη πει – αντί να σε παρηγορήσω, για αυτό και σου ζητάω συγγνώμη. Είμαι σε αυτή τη διεύθυνση, τι κρίμα να μην έρχεσαι, ποιος ξέρει το γιατί. Οι φίλοι είναι για τις δύσκολες στιγμές, πάντα στο έλεγα. Θα είμαι εδώ κι όλον τον Αύγουστο. Θα χαρώ να μάθω νέα σου. Τρυφερά με την ίδια φιλία την παντοτεινή (γράψε μου στο Trajonist Petalli Marmari). Σ’ ευχαριστώ για το τηλεγράφημα απ’ το Λονδίνο. Μαρία (η μικρή) Από το λογοτεχνικό περιοδικό "η λέξη" - τ.173, Ιαν.2003 μτφ: Γιώργος Λυκοτραφίτης (φωτ: korochi.com, italobertolasi.com, artnet.de, pasolini.net)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1, Πιερ Πάολο Παζολίνι
24 Ιουν 2007
Παρίσι 1 Μαΐου 1778
Μου γράφεις πως οφείλω να είμαι επιμελής σε σχέση με τις επισκέψεις μου, ώστε να κάνω νέες γνωριμίες και να ανανεώσω τις παλιές. Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Με τα πόδια είναι όλα πολύ μακριά ή πολύ λασπωμένα, γιατί η βρόμα στο Παρίσι είναι κάτι το απερίγραπτο. Για να πας με άμαξα, σημαίνει πως πρέπει να ξοδέψεις 4 με 5 φράγκα την ημέρα και χωρίς λόγο, γιατί πας εκεί, οι άνθρωποι σε χαιρετούν ευγενικά, κι αυτό είναι όλο. Ορίζουν να έρθω την τάδε και την τάδε ημέρα και να παίξω. Παίζω, όλοι αναφωνούν Oh c'est prodige, c'est inconcevable, c'est éttonant! Κι έπειτα, αντίο. Έχω ήδη ξοδέψει τόσο πολλά λεφτά σε άμαξες - και συχνά ήταν τελείως άσκοπο, γιατί έφτανα και δε με περίμενε κανείς. Μόνο κάποιος που είναι εδώ μπορεί να καταλάβει πόσο εκνευριστικό είναι. Γενικά, το Παρίσι έχει αλλάξει πολύ, κι οι Γάλλοι έχουν πολύ λιγότερη ευγένεια σε σχέση με παλιότερα' είναι πια σχεδόν αγενείς και απίστευτα αλαζονικοί [...] Αν υπήρχε έστω και ένα μέρος εδώ όπου οι άνθρωποι να 'χαν αφτιά και ευαίσθητες καρδιές, να καταλάβαιναν κάτι από μουσική, έστω και το ελάχιστο, και να 'χαν καλό γούστο, θα γελούσα με την καρδιά μου με αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, όσον αφορά τη μουσική, έχω να κάνω με κτήνη... Τελοσπάντων, εδώ είμαι και πρέπει να το υπομείνω για χάρη σου. Θα ευγνωμονώ τον Μεγαλοδύναμο αν καταφέρω να αποδράσω με το γούστο μου άθικτο. Προσεύχομαι καθημερινά στον Θεό να είμαι ενάρετος και να παραμείνω ακλόνητος εδώ ώστε να μπορέσω να τιμήσω τον εαυτό μου και ολόκληρο το γερμανικό έθνος, απ' τη στιγμή που όλα γίνονται για τη δική Του τιμή και δόξα, και προσεύχομαι να μου δώσει και την τύχη να βγάλω πολλά χρήματα, ώστε να βοηθήσω κι εσένα να γλιτώσεις απ' όλα αυτά που σε βασανίζουν... Από Το Δέντρο - τ.147/148, Φεβρ.2006 Απόδοση: Mιχάλης Μουλάκης
(φωτ: incwell.com)
Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
20 Ιουν 2007
23 Φεβρουαρίου 1778
...Αν μπορούσα να σου μεταδώσω μια πιο συγκρατημένη συμπεριφορά ή, έστω, μια πιο ώριμη σκέψη όταν φουντώνουν αυτές οι διάφορες ιδέες μέσα σου, θα σ' έκανα τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Όμως βλέπω πως τίποτα δεν έρχεται πριν την ώρα του - αν και, όσον αφορά το ταλέντο σου, όλα ήρθαν πριν την ώρα τους. Επιπλέον, σε επιστημονικά ζητήματα καταλαβαίνεις τα πάντα με τεράστια ευκολία. Γιατί να σου είναι τόσο αδύνατον να καταλαβαίνεις τους ανθρώπους, ν' αντιλαμβάνεσαι τις προθέσεις τους, να προστατεύεις την καρδιά σου από τον κόσμο και να σκέφτεσαι όλες τις πλευρές ενός ζητήματος αντί να εμμένεις στη θετική του άποψη ή αυτήν που ευνοεί εσένα και τους στόχους που συντηρείς στο πίσω μέρος του μυαλού σου; Ακόμα κι αυτοί που δεν σ' έχουν γνωρίσει ακόμα, θα καταλάβουν αμέσως, βλέποντας το πρόσωπό σου, ότι είσαι μεγαλοφυΐα. Όταν, όμως, διάφοροι κόλακες σε επαινούν μετά μανίας, με σκοπό να σε χρησιμοποιήσουν για δικούς τους λόγους, τους ανοίγεις την καρδιά σου με αφάνταστη ευκολία και παίρνεις όλα τα λόγια τους τοις μετρητοίς... Και για να σε κυκλώσουν με ακόμα περισσότερη βεβαιότητα, επιστρατεύουν και γυναίκες - αν δεν αντισταθείς σ' αυτό, θα είσαι άτυχος ως το τέλος της ζωής σου... Από Το Δέντρο - τ.147/148, Φεβρ.2006 Απόδοση: Mιχάλης Μουλάκης
(φωτ: mozartproject.org)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
8 Ιουν 2007
Λονδίνο, Παρασκευή απόγευμα [4 Ιουλίου 1873] Γύρισε, γύρισε, ακριβέ φίλε, μοναδικέ φίλε, γύρισε. Στ' ορκίζομαι πως θα είμαι καλός. Αν υπήρξα γκρινιάρης μαζί σου δεν ήταν παρά ένα πεισματάρικο αστείο και μετανιώνω όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Γύρισε, θα ξεχαστούν όλα γρήγορα. Τι δυστυχία να πιστέψεις σ' αυτό το αστείο. Δεν σταμάτησα να κλαίω εδώ και δυο μέρες. Γύρισε. Θάρρος, ακριβέ μου φίλε. Τίποτα δεν χάθηκε. Δεν έχεις παρά να ξανακάνεις το ταξίδι. Θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας εδώ με θάρρος και υπομονή. Αχ! Σε ικετεύω. Είναι για το καλό σου άλλωστε. Γύρισε, θα ξαναβρείς εδώ όλα σου τα πράγματα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τώρα πως δεν υπήρχε τίποτα αληθινό στη συζήτησή μας. Ω, η φρικτή στιγμή! μα κι εσύ, σαν σου ‘κανα νόημα να κατεβείς απ΄το πλοίο, γιατί δεν ερχόσουνα; Zήσαμε δυο χρόνια μαζί για να φτάσουμε ως εδώ; Tι θα κάνεις; Αν δεν θέλεις να γυρίσεις, θέλεις μήπως να ‘ρθω να σε βρω εκεί όπου βρίσκεσαι; Nαι, το λάθος ήτανε δικό μου. Ε, δεν θα με ξεχάσεις, έτσι; Όχι δεν μπορείς να με ξεχάσεις. Εγώ, σ’ έχω πάντα εδώ. Έλα, απάντησε στο φίλο σου, μήπως δεν πρέπει πια να ζούμε μαζί; Θάρρος, απάντησέ μου γρήγορα. Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ πέρα. Ν’ ακούσεις μοναχά αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Γρήγορα λέγε αν πρέπει νάρθω να σε βρω.
Δικός σου για όλη τη ζωή. Ρεμπώ
Απάντησε γρήγορα, δεν μπορώ να μείνω εδώ αργότερα απ' τη Δευτέρα το βράδυ. Είμαι πάλι απένταρος, αυτό το γράμμα δεν μπορώ να το ταχυδρομήσω. Εμπιστεύτηκα στο Vermersch τα βιβλία και τα χειρόγραφά σου. Αν είναι να μη σε ξαναδώ πια θα καταταγώ εθελοντής στο ναυτικό ή στο στρατό. Ω γύρισε, κλαίω όλες τις ώρες. Πες να σε ξαναβρώ, και θαρθώ, πες μου το, τηλεγράφησέ μου. - Πρέπει να φύγω Δευτέρα βράδυ, πού πας, τι σκοπεύεις να κάνεις; Από τo βιβλίο Arthur Rimbaud - Paul Verlaine, Aλληλογραφία- εκδ. Ερατώ, 1994 σε μετάφραση Ανδρέα Νεοφυτίδη
(φωτ: culture.gouv.fr)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
4 Ιουν 2007
Στη θάλασσα, [3 Ιουλίου 1873]
Φίλε μου,
Δεν ξέρω αν θα βρίσκεσαι ακόμη στο Λονδίνο σαν σε φτάσει αυτό το γράμμα. Οφείλω εντούτοις να σου πω πως πρέπει στο βάθος να καταλάβεις, επιτέλους, πως έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω, πως δεν μπορούσα ν' αντέξω άλλο τις ιδιοτροπίες σου και όλην αυτή την βίαιη ζωή, γεμάτη σκηνές χωρίς λόγο.
Μόνο, μια και σ' αγαπούσα αφάνταστα (και ντροπή σ' όποιον βάζει κακό στο μυαλό του), οφείλω ακόμη να σε διαβεβαιώσω πως αν σε τρεις μέρες από τώρα, δεν τα ξαναφτιάξω με τη γυναίκα μου, και μέσα σε συνθήκες τέλειες, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. 3 μέρες σε ξενοδοχείο κι ένα ρεβόλβερ στοιχίζουν' να ο λόγος για την τοτινή "τσιγκουνιά" μου. Πρέπει να με συγχωρέσεις. - Εάν, και καταπώς φαίνεται είναι πολύ πιθανό, πρέπει να κάνω αυτή την τελευαταία μαλακία, θα την κάνω τουλάχιστο σαν ένας γενναίος μαλάκας. Η τελευταία σκέψη μου, φίλε μου, θα είναι για σένα, για σένα που με φώναζες απ' την προκυμαία και που όμως δεν ήθελα να ξαναδώ γιατί έπρεπε να πεθάνω, - ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ!
Θέλεις μήπως να σε φιλήσω πεθαίνοντας;
O φτωχός σου Πωλ Βερλαίν Από τo βιβλίο Arthur Rimbaud - Paul Verlaine, Aλληλογραφία- εκδ. Ερατώ, 1994 σε μετάφραση Ανδρέα Νεοφυτίδη
(εικόνα: en.wikipedia.org)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
23 Μαΐ 2007
Στον Άνθρωπο
Δεν ξέρω πώς να σας αποκαλέσω αφού μου είναι αδύνατο να σας δώσω ένα όνομα που να σας ταιριάζει. Σας γράφω, πιστέψτε με, χωρίς αποστροφή, χωρίς εχθρότητα, όσο πιο ήρεμα μπορώ. Δεν έμαθα ποτέ να λέω όμορφες φράσεις, ωστόσο, μπορώ με ευχαρίστηση να σας πω τι σκέφτομαι. Δε σας φοβάμαι' ξέρω πως στο βάθος της καρδιάς σας δε με μισείτε. Σας αγαπώ, σαν ανθρώπινο πλάσμα, μα δεν επιθυμώ, μαζί σας πια, καμιά συναλλαγή. Και κάτι ακόμη που θέλω να ξέρετε, είναι ότι δεν έπαψα να εργάζομαι ούτε στιγμή. Δεν είμαι ένας νεκρός άνθρωπος. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε, όταν εντός μου κατοικεί ο Θεός κι εγώ σ' Αυτόν! Μ' απασχολεί ο χορός κάθε στιγμή, και συνεχώς προοδεύω. Καμιά φορά γράφω κιόλας, αν μπορώ, δεν χρησιμοποιώ, όμως, τα όμορφα λόγια που, τόσο εσείς αγαπάτε. Εμένα δε μ' ενδιαφέρει να οργανώνω θεατρικά συγκροτήματα, είναι η τύχη της ανθρωπότητας που με απασχολεί. Εσείς, εσείς είστε πεθαμένος, ο θάνατος διακρίνεται πίσω απ' τα έργα σας. Ξέρω πως είστε ο χειρότερος εχθρός μου, δεν μπορώ λοιπόν να σας πω φίλο, ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι σκέφτομαι κακό για σας: η αντιπάθεια έχει το στίγμα του θανάτου, και γω πλημμυρίζω ζωή... Είστε κακός, ενώ εγώ σας αγαπώ, (με μια αγάπη βαθιά και διεισδυτική), την ανθρωπότητα την αγαπώ όπως ο καλός Ντοστογιέφσκυ. Έχετε πει ότι είμαι τρελός, εγώ πιστεύω ότι ο τρελός είστε εσείς. Σας αρέσει να ταπεινώνετε τους ανθρώπους, εγώ αρνούμαι να υποκύψω. Δεν θέλω αυτό το χαμόγελό σας που ο θάνατος ζωγραφίζει. Το δικό μου έχει χαθεί, δεν έχω, όμως, τύψεις γιατί δεν κατέστρεψα τίποτε. Σκοπός του γράμματός μου δεν είναι να σας διασκεδάσει, σας γράφω, αντίθετα, για να σας κάνω να κλάψετε. Είμαι ένα πλάσμα ευαίσθητο, λογικό, ενώ εσείς, μ' όλο που δεν στερείσθε κρίσεως, δεν έχετε καμιά ευαισθησία και τα αισθήματά σας είναι καταστροφικά. Ορκιστήκατε να με καταστρέψετε, όταν εγώ σκεπτόμουν να σας σώσω. Σας αγαπώ, ελπίζοντας έτσι να δω ευτυχισμένο τον άνθρωπο που με μισεί, κι εύχεται τη δυστυχία μου. Γνωρίζω τη δολιότητά σας. Όταν ακόμη ζούσα μαζί σας, τα νεύρα μου ξέσπαγαν συχνά, όμως, το πνεύμα μου ήταν πάνω απ' αυτά τα παιδιαρίσματα, γιατί ο Θεός βρισκόταν στο πλευρό μου. Αντίθετα, εσείς δεν είστε παρά ένα θηρίο που παντελώς αγνοεί τον έρωτα. Μην σκέφτεστε, μην με παραφυλάτε: δεν είμαι πια δικός σας και σεις δεν μου ανήκετε - και τα αισθήματά μου δεν άλλαξαν: "δικός σας", αλλά με επιφύλαξη.Στο παρελθόν, ακολουθώντας το παράδειγμά σας, είχα ξεχάσει το Θεό - μονάχα εγώ τον ξαναβρήκα. Η καταστροφή σας διασκεδάζει, σας αρέσει ο θάνατος παρ' όλο τον τρόμο που σας προξενεί, ενώ εγώ τον θεωρώ κάτι το φυσικό, κάτι απ' όπου όλοι θα περάσουμε - όντας λοιπόν προετοιμασμένος, δεν τον φοβάμαι καθόλου. Αγαπώ τον έρωτα, αλλά δεν είμαι μόνο σάρκα και αίμα, είμαι όλος μία ψυχή, όλος πνεύμα... Είμαι ο έρωτας... Δεν δείξατε κατανόηση που θα μας επέτρεπε να ζήσουμε μαζί σαν αληθινοί φίλοι. Σας εύχομαι κάθε καλό. Θα έπρεπε πολλά να σας εξηγήσω. Μάθετε μόνο πως δεν σκοπεύω να ξαναδουλέψω μαζί σας. Ακολουθούμε δρόμους πολύ διαφορετικούς. Εσείς είστε υποκριτής' εγώ δεν θέλω να γίνω - γιατί, πέρα απ' τη βοήθεια που μπορεί να μου προσφέρει για την επίτευξη κάποιου σκοπού καλού κι ευγενικού, η υποκρισία μού είναι ανυπόφορη. Είστε κακός άνθρωπος - δεν είστε μήτε τσάρος, μήτε αρχηγός - δεν είστε ο Αυτοκράτοράς μου, αλλά ένας άνθρωπος φαύλος που θέλει το κακό μου, ενώ εγώ ούτε καν επιθυμώ τη δυστυχία σας - εγώ, που είμαι ένα πλάσμα τρυφερό, που προσπαθεί να γράψει για σας ένα νανούρισμα, ένα τραγούδι που θα σας αποκοιμίσει!...
Κοιμηθείτε εν ειρήνη, κοιμηθείτε, κοιμηθείτε ήσυχα.
Βασλάου ΝιζίνσκυΑπό τo βιβλίο Το ημερολόγιο του Νijinsky- εκδ. Nεφέλη, 1981 σε μετάφραση Βερονίκης Δαλακούρα Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
19 Μαΐ 2007
Αγαπητέ μου Στέφανε
Τα έργα σου πού είδα χτες μ' έβαλαν σε πολλές σκέψεις.
Βλέπω πώς ότι δειλά σκεφτόμουνα ήδη από το 1940 για τους νέους, σήμερα είναι μία τρέχουσα αλήθεια. Ή ζωγραφική πού ξαναγυρίζει στον εαυτό της και στο παραδοσιακό σχέδιο, είναι κάτι φυσικό, σαν την ιστιοπλοΐα πού θα θεωρούσε αυτονόητη την κατάργηση του μοτέρ στα ιστιοφόρα. Ή Ζωγραφική βέβαια είναι έκφραση μα είναι και μία τεχνική. Μέσα στα όρια αυτής τής τεχνικής πρέπει να πραγματοποιηθεί η έκφραση αυτή.
Απ' το 1900 έως σήμερα ή Ζωγραφική ήταν ταραγμένη από την φοβία τής καταργήσεως της από τη φωτογραφία πού τα ιδανικά της τα είχε αναγγείλει αυτή ή ιδία προ πολλών αιώνων. Φοβία και ανησυχία μήπως χάση ευκαιρίες. Οι περισσότερες ευκαιρίες, αν όχι όλες αποδείχτηκαν απατηλές — οι περισσότερες τουλάχιστον. Και ή εμπειρία ενός αιώνος σχεδόν έδειξε πώς ή καλή Ζωγραφική, ιδίως όταν είναι «φωτογραφική» όπως λένε, χωρίζεται με άβυσσο από την φωτογραφία. Νομίζω ότι είσαι σε ένα δρόμο καλό, γιατί προσπαθείς να δεις και εργάζεσαι για να αποδώσεις ότι βλέπεις σεβόμενος τους κανόνες της Ζωγραφικής τέχνης, πού υπάρχουν από πολλούς αιώνες και ελπίζω να εξακολουθήσουν να υπάρχουν για το καλό του ανθρώπου. Οι κανόνες δεν είναι οι μορφές και τα μοτίβα, πού είναι φυσικό και επιθυμητό να αλλάζουν, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και δυσκολοεξήγητο.
Σε χαιρετώ Γιάννης Τσαρούχης Μαρούσι 15-3-82 Από την ιστοσελίδα του Ηριδανού
(φωτ: bbc.co.uk)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
7 Μαΐ 2007
Είμαι τρομερά ζωντανεμένος, γεμάτος οδύνη, και νιώθω απόλυτη την ανάγκη να σε δω. Πρέπει να σε δω. Σε βλέπω απαστράπτουσα και θαυμάσια, και την ίδια στιγμή γράφω στη Τζουν και γίνομαι κομμάτια, αλλά μπορείς να με καταλάβεις. Πρέπει να με καταλάβεις, Αναΐς, και να σταθείς στο πλευρό μου. Είσαι παντού, ολόγυρά μου, σαν μια λαμπρή φωτιά. Ω, να ΄ξερες, Αναΐς, πώς νιώθω αυτή την ώρα... Θέλω να γνωριστούμε ακόμα πιο πολύ.Σ' αγαπώ. Σ' ερωτεύτηκα σαν ήρθες και κάθισες στο κρεβάτι μου -όλο εκείνο το δεύτερο απόγευμα μαζί σου ήταν μια ζεστή υγρασία- κι ακούω ξανά τον τρόπο με τον οποίο προφέρεις τ' όνομά μου - με την παράξενη προφορά σου. Μου ξυπνάς ένα τέτοιο μίγμα συναισθημάτων - δεν ξέρω πώς να σε πλησιάσω. Έλα, απλώς, κοντά μου, πλησίασέ με, κι όλα θα είναι όμορφα. Στο υπόσχομαι. Μ' αρέσει τόσο η εντιμότητά σου - μοιάζει, σχεδόν, με ταπείνωση. Ποτέ δεν θα μπορούσα να την πληγώσω. Τη νύχτα σκεφτόμουν ότι μια γυναίκα σαν εσένα θα 'πρεπε να παντρευτώ. Ή, μήπως, σκέφτομαι έτσι, επειδή πάντα στην αρχή ο έρωτας εμπνέει τέτοιες σκέψεις; Δεν φοβάμαι, ότι θα θελήσεις ποτέ να με πληγώσεις. Βλέπω ότι κι εσύ έχεις σθένος - αλλιώτικο απ' το δικό μου, πιο υπαινικτικό. Όχι, δεν θα σπάσεις. Είπα πολλές ανοησίες, είπα ότι είσαι εύθραυστη, ότι είσαι ευπαθής. Πάντα ήμουν λιγάκι αμήχανος. Αλλά, είμαι όλο και λιγότερο. Όλα θα εξαφανιστούν. Έχεις μια τόσο λεπτή αίσθηση του χιούμορ, και σε λατρεύω γι αυτό. Πάντα, θέλω να σε βλέπω να γελάς. Σου ανήκει το γέλιο. Σκεφτόμουν διάφορα μέρη που θα 'πρεπε να τα επισκεφτούμε μαζί. Μικρά, σκοτεινά μέρη, σκόρπια, εδώ κι εκεί, στο Παρίσι. Μόνο και μόνο, για να μπορώ να λέω, "εδώ ήρθα με την Αναΐς, εδώ φάγαμε, εδώ χορέψαμε, εδώ ήπιαμε μαζί". Α, να σ' έβλεπα κάποτε στ' αλήθεια μεθυσμένη, τι απόλαυση θα ήταν! Φοβάμαι που το λέω, Αναΐς, αλλά, σαν έχω στο μυαλό μου τον τρόπο που σμίγουν τα κορμιά μας, το πώς ανοίγεις τα πόδια σου, το πόσο υγρή είσαι, ω Θεέ μου, με πιάνει τρέλα σαν σκέφτομαι πώς είναι δυνατό να σβήσουν ποτέ αυτά... Χθες, σε σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν τα πόδια σου να μ' αγγίζουν, το δωμάτιο να καταρρέει, εγώ να πέφτω πάνω σου μέσα στο σκοτάδι και να μην ξέρω τίποτα πια. Σε σκεφτόμουν, και μούγκριζα και ανατρίχιαζα από χαρά. Αν το Σαββατοκύριακο περάσει δίχως να σε δω, θα μου είναι αβάσταχτο... Αν χρειαστεί, θα έρθω την Κυριακή στις Βερσαλίες - θα κάνω οτιδήποτε αρκεί να σε δω. Μη φοβάσαι, μήπως πρέπει να μου φερθείς ψυχρά. Μου είναι αρκετό να κάθομαι δίπλα σου, και να σε κοιτώ με θαυμασμό. Σ' αγαπώ, αυτό είν' όλο. Από τo βιβλίο της Αναΐς Νιν Henry & June- εκδ. Σμίλη, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
(φωτ: faustroll.net)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
3 Μαΐ 2007
Paris VIe, 29, rue Cassette, 17 Οκτωβρίου 1907 ...Βροχή, βροχή, χθες ασταμάτητα και τώρα ξαναρχίζει πάλι. Κοιτώντας κανείς ίσια μπροστά, θα μπορούσε να πει: θα χιονίσει. Χθες τη νύχτα ξύπνησα γιατί σε μια γωνιά πάνω από τα βιβλία μου είχε τρυπώσει το φεγγαρόφωτο' μια κηλίδα, που δεν φώτιζε, αλλά σκέπαζε με το αλουμινένιο της λευκό το σημείο που πάνω του απλωνόταν. Και το δωμάτιο ήταν γεμάτο παντού από κρύα νύχτα' ένιωθε κανείς και ξαπλωμένος ότι η κρύα νύχτα ήταν και κάτω από την ντουλάπα, κάτω από τη σιφονιέρα, χωρίς να αφήνει ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στα πράγματα, γύρω από τους μπρούτζινους πολυελαίους, που έμοιαζαν κρύοι πολύ. Αλλά το πρωί ήταν φωτεινό. Ένας πλατύς ανατολικός άνεμος,με αναπεπταμένο μέτωπο, απλώθηκε πάνω από την πόλη, βρίσκοντας την τόσο μεγάλη. Απέναντι, δυτικά, σπρωγμένα, διωγμένα (από τον άνεμο) αρχιπέλαγα από σύννεφα, συμπλέγματα νησιών, σταχτιά σαν τον λαιμό και το στήθος που έχουν τα νεροπούλια σε έναν ωκεανό κρύας αχνογάλαζης απόμακρης μακαριότητας. Και κάτω από όλα αυτά, χαμηλά, η Pllace de la Concorde και τα δέντρα των Champs Elysées, σκιερά, το βαθύ πράσινο που μοιάζει μαύρο, κάτω από τα σύννεφα κατά τη δύση. [...] Όλα αυτά έχουν την γενναιοδωρία ενός εκ γενετής φυσικού τοπίου απλώνοντας χώρο γύρω τους. Και στις στέγες, εδώ κι εκεί, κυμάτιζαν σημαίες και υψώνονταν ολοένα και πιο ψηλά στον αέρα, τεντώνονταν, χτυπούσαν, σαν να ετοιμάζονταν να πετάξουν. Αυτά έβλεπα σήμερα πηγαίνοντας προς την έκθεση του Rodin. O Benrheim μου έδειξε πρώτα στον κατάλογο έργα του van Gogh. Tο "Νυχτερινό Καφενείο" για το οποίο σου έχω ήδη γράψει' για την τεχνητή του αγρύπνια σε βαθύ κόκκινο, κίτρινο φως λάμπας, βαθύ και πολύ ανοιχτό πράσινο, με τρεις καθρέφτες που ο καθένας περιέχει ένα διαφορετικό κενό - αλλά θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα πολλά. Ένα πάρκο ή δρομάκι πάρκου στην Αrles με μαύρες φιγούρες δεξιά και αριστερά, σε παγκάκια, έναν μπλε άντρα που διαβάζει εφημερίδα μπροστά - μπροστά και μια βιολετιά γυναίκα πίσω, και ανάμεσα, με αδρές πινελιές, το πράσινο των δέντρων και των θάμνων. Ένα ανδρικό πορτρέτο σε φόντο σαν πλεγμένο φρέσκο καλάμι (κίτρινο και πρασινοκίτρινο) που όμως, όταν κάνει κανείς ένα βήμα πίσω, έχει μια ομοιόμορφη φωτεινότητα. Ένας ηλικιωμένος άντρας με κοντά κομμένο γκρίζο μουστάκι, λιγοστά μαλλιά, ρουφηγμένα μάγουλα κάτω από ένα πλατύ μέτωπο. Το σύνολο είναι ασπρόμαυρο, ρόδινο, υγρό σκούρο μπλε και ασπρο-γαλάζιο που το καλύπτει - εκτός από τα μεγάλα καστανά μάτια - και τέλος: ένα από τα τοπία, που όλο ανέβαλλε να ζωγραφίσει και όμως ολοένα τα ζωγράφιζε: ένας ήλιος που βασιλεύει, κίτρινος και πορτοκαλοκίτρινος, τυλιγμένος στη λάμψη του, όλο κίτρινα στρογγυλά σπαράγματα, ένα γαλάζιο όλο ένταση, γαλάζιο, γαλάζιο στις πλαγιές καμπυλωτών λόφων' μια λουρίδα μαλακών κυματισμών (ένα ποτάμι;) τους χωρίζει από το λυκόφως, που διάφανο, σε παλιό σκοτεινό χρυσαφί χρώμα, αφήνει, στο πλάγιο μπροστινό τμήμα του πίνακα, να φανεί ένα χωράφι με όρθια στημένα δεμάτια. Κι έπειτα πάλι τα σχέδια του Rodin.
Tώρα πάλι βροχή, βροχή: όπως στην εξοχή, τόσο πλούσια και δυνατή, χωρίς άλλους θορύβους ανάμεσα. Το στρογγυλό ακρότοιχο του μοναστηρίσιου κήπου είναι γεμάτο μούσκλα και μεριές-μεριές έχει ένα ολοφώτεινο πράσινο, που δεν έχω ξαναδεί. Γεια σου και αυτή τη φορά... Από τo βιβλίο Rainer Maria RILKE - Γράμματα για τον CÉZANNE- εκδ. Ροές, 2000 σε μετάφραση Κωνσταντίνας Ψαρρού
(φωτ: mtsu32.mtsu.edu)Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
21 Απρ 2007
Πρέβεζα, 12 Νοεμβρίου 1809
Αγαπητή μου μητέρα,
[...] Ξεκίνησα από τα Γιάννινα με άλογα του βεζίρη και είδα τα παλάτια του ίδιου και των εγγονών του, είναι μεγαλοπρεπή, αλλά παραφορτωμένα με μετάξι και χρυσάφι. Κατόπιν σκαρφάλωσα στα βουνά και πέρασα από τη Ζίτσα, ένα χωριό με ελληνικό μοναστήρι (όπου κοιμήθηκα κατά την επιστροφή) στην ωραιότερη τοποθεσία που έχω αντικρίσει ποτέ (πάντα με την εξαίρεση της Cintra στην Πορτογαλία). Έπειτα από εννιά μέρες έφτασα στο Τεπελένι, το ταξίδι μας παρατάθηκε εξαιτίας των χειμάρρων που κατέβαιναν από τα βουνά κι έκοβαν τους δρόμους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ανεπανάληπτη σκηνή της εισόδου μας στο Τεπελένι στις πέντε το απόγευμα, καθώς ο ήλιος βασίλευε, μου έφερε στη μνήμη (με κάποιες σκηνογραφικές αλλαγές) την περιγραφή του πύργου του Branksome στην μπαλάντα του Scott, και το φεουδαρχικό σύστημα. [...] Οδηγήθηκα σ' ένα πολύ όμορφο δώμα και ο γραμματέας του βεζίρη με ρώτησε "a la mode de Turque" για την υγεία μου. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα στον Αλή πασά, φορούσα πλήρη στολή αξιωματικού του Επιτελείου μ' ένα υπέροχο σπαθί κλπ. Ο βεζίρης με υποδέχτηκε σε μια μεγάλη μαρμαρόστρωτη αίθουσα με συντριβάνι στη μέση και πορφυρά ντιβάνια ολόγυρα, με υποδέχτηκε όρθιος, θαυμάσια φιλοφρόνηση από έναν μουσουλμάνο, και μ' έβαλε να καθίσω δεξιά του. Έχω έναν Έλληνα διερμηνέα για όλες τις περιστάσεις, αλλά σ' αυτή την περίπτωση μεσολάβησε ένας γιατρός του Αλή, που ξέρει λατινικά. Η πρώτη του ερώτηση ήταν γιατί έφυγα από την πατρίδα μου σε τόσο νεαρή ηλικία (οι Τούρκοι δεν έχουν ιδέα από ταξίδια αναψυχής), έπειτα είπε ότι ο άγγλος πρεσβευτής, ο λοχαγός Leake του είχε πει πως είμαι από σπουδαία οικογένεια, και μου ζήτησε να υποβάλω τα σέβη μου στη μητέρα μου, πράγμα που κάνω τώρα εξ ονόματος του Αλή πασά. Είναι βέβαιος, είπε, πως είμαι αρχοντογεννημένος, γιατί έχω μικρά αφτιά, σγουρά μαλλιά και λεπτοκαμωμένα άσπρα χέρια, και δήλωσε ότι του αρέσουν η εμφάνιση και το ντύσιμό μου. Μου είπε να τον θεωρώ πατέρα μου όσο είμαι στην Τουρκία και ότι με βλέπει σαν γιο του. Πράγματι μου φέρθηκε σαν να ήμουν παιδί του, μου έστελνε 20 φορές τη μέρα μύγδαλα και σερμπέτι, φρούτα και γλυκά. Με παρακάλεσε να τον επισκέπτομαι συχνά, κατά προτίμηση τα βράδια, που ήταν λιγότερο απασχολημένος. Αφού ήπιαμε καφέ και καπνίσαμε, αποσύρθηκα, κι έτσι τελείωσε η πρώτη μας συνάντηση. Από τότε τον είδα άλλες τρεις φορές. Είναι παράξενο ότι οι Τούρκοι, που δεν έxουν κληρονομικά αξιώματα ούτε πολλά αρxοντικά σόγια, εκτός από την οικογένεια του σουλτάνου, δίνουν τόση σημασία στην καταγωγή, γιατί διαπίστωσα ότι το γενεαλογικό μου δέντρο εμπνέει περισσότερο σεβασμό από τον τίτλο μου. Η Υψηλότης του είναι 60 ετών, πολύ παχύς και όχι ψηλός, αλλά με ωραίο πρόσωπο, φωτεινά γαλάζια μάτια και άσπρη γενειάδα, οι τρόποι του είναι πολύ ευγενικοί και ταυτόχρονα έχει εκείνη την αξιοπρέπεια που βρίσκω γενικά ανάμεσα στους Τούρκους. Η εμφάνιση του δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα του, γιατί είναι ένας αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες, πολύ γενναίος, και στρατηλάτης τόσο καλός ώστε αποκαλείται "ο μωαμεθανός Βοναπάρτης". Ο Ναπολέων, του πρότεινε δυο φορές να τον κάνει βασιλιά της Ηπείρου, αυτός όμως προτιμά το αγγλικό ενδιαφέρον και απεχθάνεται τους γάλλους, όπως μου είπε ο ίδιος, είναι τόσο σπουδαίος ώστε τον φλερτάρουν επίμονα και οι δύο, γιατί οι Αλβανοί είναι πιο εμπειροπόλεμοι υπήκοοι του σουλτάνου, αν και ο Αλής μόνο κατ' όνομα είναι υποτελής στην Πύλη. Στάθηκε δεινός πολεμιστής, αλλά όσο πετυχημένος, άλλο τόσο βάρβαρος είναι, αφού ψήνει τους στασιαστές κλπ. κλπ. Ο Βοναπάρτης του έστειλε μια ταμπακέρα με την εικόνα του [.] μου είπε ότι η ταμπακέρα ήταν μια χαρά, αλλά την εικόνα προτιμούσε να την αγνοεί, γιατί δεν του άρεσε ούτε αυτή ούτε το πρωτότυπο. Η ιδέα του ότι μπορείς να κρίνεις την καταγωγή ενός ανθρώπου από τα αυτιά, τα χέρια κλπ. ήταν αρκετά παράξενη. Εμένα μου στάθηκε πράγματι σαν πατέρας, μου έδωσε συστατικά γράμματα, φρουρούς, και μου έκανε κάθε δυνατή διευκόλυνση. Οι επόμενες συνομιλίες μας αφορούσαν τον πόλεμο και τα ταξίδια, την πολιτική και την Αγγλία. Φώναξε τον Αλβανό στρατιώτη που με φροντίζει και του είπε να με προσέχει σαν τα μάτια του. Λέγεται Βασίλι και είναι γενναίος, άτεγκτα τίμιος και πιστός όπως όλοι οι Αλβανοί, που είναι όμως ωμοί, αν και όχι ύπουλοι κι έχουν αρκετά ελαττώματα, αλλά όχι μικροψυχία. Από την άποψη της έκφρασης του προσώπου είναι ίσως η ωραιότερη ράτσα του κόσμου, οι γυναίκες τους είναι κι αυτές όμορφες πότε πότε, αλλά τις μεταχειρίζονται σαν σκλάβες, τις δέρνουν και κοντολογίς είναι σκέτα υποζύγια, οργώνουν, σκάβουν και σπέρνουν, τις είδα να κουβαλάνε ξύλα και μάλιστα να επισκευάζουν τις δημοσιές, οι άνδρες είναι όλοι στρατιώτες, ο πόλεμος και το κυνήγι είναι οι μόνες ασχολίες τους, οι γυναίκες είναι οι ξωμάχοι, πράγμα που στο κάτω κάτω δεν είναι μεγάλη ταλαιπωρία σ' ένα τόσο θελκτικό κλίμα... Αύριο θα φύγω με φρουρά πενήντα ανδρών για την Πάτρα στον Μοριά, και από κει θα πάω στην Αθήνα, όπου θα ξεχειμωνιάσω. Πριν από δυο μέρες παραλίγο να πνιγώ μ' ένα τουρκικό πλοίο εξαιτίας της ασχετοσύνης του καπετάνιου και του πληρώματος, παρόλο που η τρικυμία δεν ήταν δυνατή. Ο Fletcher καλούσε με ουρλιαχτά τη γυναίκα του, οι Έλληνες ζητούσαν βοήθεια απ' όλους τους αγίους, οι μουσουλμάνοι απ' τον Αλλάχ, ο καπετάνιος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε τρεχάτος από το κατάστρωμα λέγοντάς μας να προσευχηθούμε στον Θεό, τα πανιά κουρελιάστηκαν, η κεραία του μεγάλου καταρτιού τρανταζόταν, ο άνεμος φυσούσε δυνατά, η νύχτα έπεφτε, και η μόνη μας ελπίδα ήταν να φτάσουμε στην Κέρκυρα, που την κατέχουν οι Γάλλοι, αλλιώς μας περίμενε (όπως είπε μελοδραματικά ο Fletcher) "ένας υγρός τάφος". Έκανα ό,τι μπορούσα για να παρηγορήσω τον Fletcher, αλλά βρίσκοντάς τον αδιόρθωτο τυλίχτηκα στην αλβανική καπότα μου (έναν τεράστιο μανδύα) και ξάπλωσα στο κατάστρωμα περιμένοντας το χειρότερο, έχω μάθει να το φιλοσοφώ στα ταξίδια μου, αλλά και να μην είχα μάθει, τα παράπονα ήταν ανώφελα. Ευτυχώς ο άνεμος κόπασε και μας παρέσυρε στην ακτή του Σουλίου... [...] Το επόμενο γράμμα του Fletcher θα είναι γεμάτο σημεία και τέρατα, μια νύχτα χαθήκαμε για εννιά ώρες στα βουνά μέσα σε καταιγίδα με κεραυνούς και παραλίγο ν' αφήσουμε εκεί τα κόκαλά μας, και στις δύο περιπτώσεις ο Fletcher τα χρειάστηκε για τα καλά, στη μία φοβήθηκε πως θα πεθάνουμε από την πείνα ή θα πέσουμε στα χέρια ληστών, στην άλλη πως θα πνιγούμε. Τα μάτια του είχαν ερεθιστεί λίγο από τις αστραπές ή το κλάμα (δεν ξέρω ποιο από τα δυο), αλλά έγιναν καλά. Όταν μου γράψεις, στείλε το γράμμα στον κ. Strane, πρόξενο της Αγγλίας, Πάτρα, Μοριά. Θα μπορούσα να σου γράψω κι εγώ δεν ξέρω για πόσα επεισόδια που νομίζω ότι θα σε διασκέδαζαν, αλλά συνωστίζονται στο μυαλό μου και θα φούσκωναν το γράμμα μου, και δεν μπορώ ούτε να τα τακτοποιήσω στο ένα ούτε να τα μεταφέρω στο άλλο, παρά μόνο πολύ συγκεχυμένα και με τον συνηθισμένο, απαίσιο γραφικό χαρακτήρα μου. Μου αρέσουν πολύ οι Αλβανοί, δεν είναι όλοι Τούρκοι, μερικές φυλές είναι χριστιανικές, αλλά η θρησκεία τους δεν επηρεάζει πολύ τις συνήθειες ή τη συμπεριφορά τους, θεωρούνται τα καλύτερα στρατιωτικά σώματα στην τουρκική υπηρεσία. Κατά τη διαδρομή μου έμεινα δυο μέρες την πρώτη φορά και τρεις την δεύτερη σ' έναν στρατώνα στη Σαλόρα και ποτέ δεν συνάντησα στρατιώτες τόσο υποφερτούς, παρόλο που έζησα από κοντά τις φρουρές του Γιβραλτάρ και της Μάλτας και χόρτασε το μάτι μου ισπανικά, γαλλικά, σικελικά και βρετανικά στρατεύματα, δεν μου έκλεψαν τίποτε και με προσκαλούσαν πάντα να μοιραστώ το φαγητό και το γάλα τους. Δεν πάει μια βδομάδα που ένας Αλβανός φύλαρχος (κάθε χωριό έχει το φύλαρχό του, που λέγεται προεστός), αφού μας βοήθησε να βγούμε από την τουρκική γαλέρα που κινδύνευε, αφού μας τάισε και φιλοξένησε τη συνοδεία μου που την αποτελούσαν ο Fletcher, ένας Έλληνας, δύο Αλβανοί, ένας Έλληνας παπάς και ο συνταξιδιώτης μου κ. Hobhouse11, αρνήθηκε οποιαδήποτε αμοιβή και ζήτησε μόνον ένα σημείωμα που να βεβαιώνει ότι με υποδέχτηκε καλά, και όταν τον πίεσα να δεχτεί λίγα τσεκίνια απάντησε "Όχι, θέλω να μ' αγαπάς, όχι να με πληρώσεις". [...]
Δεν έχω κανέναν στην Αγγλία να του στείλω χαιρετισμούς, και δεν θέλω να μάθω τίποτε από εκεί, εκτός ότι είσαι καλά, και να λάβω ένα δύο υπηρεσιακά γράμματα από τον Hanson, στον οποίο μπορείς να πεις να γράψει. Θα ξαναγράψω μόλις μπορέσω και σου στέλνω την αγάπη μου.
Ο γιος σου BYRON Y.Γ.: Έχω μερικές πολύ "magnifique" αλβανικές φορεσιές, τα μόνα ακριβά είδη σ' αυτή τη χώρα, κόστισαν 50 γκινέες η καθεμιά κι έχουν επάνω τους τόσο χρυσάφι που στην Αγγλία θα κόστιζαν διακόσιες. Με σύστησαν στον Χουσεϊν μπέη και στον Μαχμούτ πασά, μικρά παιδιά και οι δύο, εγγόνια του Αλή, στα Γιάννινα. Δεν μοιάζουν καθόλου με τα δικά μας αγόρια, έχουν βαμμένο πρόσωπο σαν κοκόνες, με κοκκινάδι στα μάγουλα, μεγάλα μαύρα μάτια και εντελώς κανονικά χαρακτηριστικά. Είναι τα πιο χαριτωμένα ζωάκια που έχω δει ποτέ μου, κι έχουν ήδη μυηθεί στην αυλική εθιμοτυπία, ο τουρκικός χαιρετισμός είναι μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού με το χέρι στο στήθος, συμβολίζει πάντα φιλί, ο Μαχμούτ είναι δέκα ετών κι ελπίζει να με ξαναδεί, είμαστε φίλοι, χωρίς να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, όπως πολλοί άνθρωποι, αν και για διαφορετική αιτία' μου έδωσε ένα γράμμα για τον πατέρα του στον Μοριά, για τον οποίο έχω γράμματα και από τον Αλή πασά. Από το βιβλίο Λόρδος Μπάυρον, Επιστολές από την Ελλάδα, εκδ. Ιδεόγραμμα, 1996 - μτφ: Δημοσθένης Κούρτοβικ. Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
17 Απρ 2007
Θεσσαλονίκη 15 Δεκεμβρίου 1949. ΕΛΟΓΟΚΡΙΘΗ
Χρήστο, ... Απόψε αισθάνθηκα απόλυτη την ανάγκη να επικοινωνήσουμε. Τον τελευταίο καιρό είμαι αφάνταστα μονάχος, είναι κάτι το τρομερό - ιδίως για έναν σαν και μένα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο είμαι στενοχωρημένος, πόσο κενός και γεμάτος νευρικότητα. Σίγουρο που δε θάχουμε καλά ξεμπερδέματα με μια τέτοια κατάσταση. Τώρα που σου γράφω νιώθω τα χείλη μου σκασμένα και καίνε. Δεν έχω πυρετό πραγματικό, ούτε άρρωστος είμαι. Είναι απ' αυτό. Απ' τη σκασίλα και τη στεναχώρια που μου δίνει το αναίτιο αυτό πνίξιμο, η ανομοιότητα με τους άλλους και η μάταιη αναζήτηση λίγης κατανόησης. Άνθρωπο που τα ζητήματα τα μεταφυσικά και γενικά αυτά τα προβλήματα της ύπαρξής μας και της λύτρωσής μας δε βρήκα να τα αντιμετωπίζει έτσι καφτερά και τόσο απελπισμένα. Δεν είδα σε κανενός τη ζωή - τα τόσο γενικά προβλήματα και που μπορούν ίσως να παραμεριστούν - να παίζουν τόσο ρόλο και στα παραμικρότερα ζητήματα της ζωής του. Νοσηρή, θα πεις, η κατάσταση. Ίσως. Όλα μπορώ να τα παραμερίσω γιατί νιώθω χαμένον κόπον την απασχόληση με αυτά. Και το μόνο που μας μένει είναι η Τέχνη και η κατανόηση, η αγάπη, ο έρωτας, αν θες, ή η "φιλότης". Μονάχα αυτά λυτρώνουν. Τουλάχιστον εμένα. Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα απ' τη λύτρωση έχοντας το ένα απ' τα δυο. Αυτά που σου γράφω μη τυχόν και τα πάρεις για κουβέντες ακαδημαϊκές. Προς Θεού! Θα είναι η μεγαλύτερη προσβολή που θα μου γίνει. Η πιο πικρή. Στο πρώτο γράμμα σου μου απαντάς τόσο εκεί που ήθελα, ώστε νομίζω πως αποτελεί έναν σταθμό (ίσως κρίσιμο) στις σχέσεις μας. Έδωσες σημασία σαν γνήσιος ψυχαναλυτικός στο σπουδαιότερο σημείο του γράμματός μου. Μάθε πως μούρχονταν πολύ δύσκολο να γράψω για τις ερωτικές αποκλίσεις. Νιώθω πως κατάλαβες πιο πολλά απ' όσα γράφεις. Κι εγώ βέβαια σου έγραψα λιγώτερα. Το ενδιαφέρον σου είναι συγκινητικό. Πρέπει να συναντηθούμε γρήγορα. Έχουμε να πούμε πολλά. Να μου γράψεις περισσότερα και πιο συγκεκριμένα. Φαντάζομαι στο κέντρο που είσαι να έχουν φτάσει παιδιά απ' τη σχολή μας (Γιάννης κλπ.) Ο Γιάννης, με την καινούργια διαταγή περί αναστολών, απαλλάσσεται για την ώρα. Κι εσύ βέβαια θα περιλαμβανόσουν. Σε έχει κόψει και Λατινικά και αρχαία. Κυρίως στο συντακτικό. Τον συνάντησα δυο φορές, είδα τις κόλλες σου και στάθηκε αδύνατο να συζητήσω για καμμιά λύση. Αντίκρυσα άρνηση αυστηρή. Κύτταξε για καμιά άδεια μόλις το επιτρέψει η εκπαίδευσή σου και έλα να δώσεις για να τελειώνεις. Αύριο, μεθαύριο θα συναντηθώ με τον Βαρβιτσιώτη. Θα σου γράψω. Δώσε χαιρετισμούς.
Γεια-χαρά Γιώργος Υ.Γ. Χρήστο, μόλις διάβασα και το τρίτο γράμμα σου. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα τη διαταγή αισθάνθηκα την ευθύνη μου απέναντι σε σένα και στην οικογένειά σου. Θα επιχειρήσω πάλι ξανά. Κάτι θα γίνει. ο ίδιος Από το βιβλίο Γιώργος Ιωάννου, δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949 - 1951 - εκδ. Εστία, 1996. Εισαγωγή & Σχόλια: Αντιγόνη Βλαβιανού
(φωτ: kathimerini.gr) Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
5 Απρ 2007
Εν Μυτιλήνη τη 22.8.31 Βρε Γιώργο
Τρελλάθηκες; Τι αλογόμυγα ευθυμίας σέπιασε την ώρα πούγραφες το γράμμα σου, για να ξεχειλήσουν τα καλαμπούρια σου ως το φάκελλο; Σε καλό σου παιδί μου! Απ' το γράμμα σου κατάλαβα πως δεν είνε υπερβολές αυτά που γράφουνε ταθηνέικα φύλλα για τις ζέστες που σας σφίξανε αυτού πέρα μεταξύ Ακροπόλεως και Λυκαβηττού. Τι έπαθε +...+ Γράψε μου γιατί δεν ξαίρω. Γράψε μου και ότι άλλο νέο, κουτσομπολιά έχεις. Τέτοια λοιπόν με τον Μάριον Ρουφιάνον; Κυρίως με λύπησε σαυτή την υπόθεση τανακάτωμα μιας κυρίας που με συνδέει μαζύ της πολύς σεβασμός και ευγνωμοσύνη. Δεν ήθελα να συρθεί τονομά της απ' αυτά τα παλιοτόμαρα. Στον "Πυρσό" έχουν δίκιο. Είμαι αδικαιολόγητος με την τεμπελιά μου. Κρατώ τα δοκίμια αδιόρθωτα και ...κολυμπώ. Είμαι πολύ στενοχωρημένος κι έχω μήνες να γράψω σε κανέναν. Κοντά στάλλα ο περιοδεύων μου εισπράχτορας Κονδύλης μας καταχράστηκε 15.000 δρ. κ' έφερε τον Ταχυδρόμο σε μια πολύ κρίσιμη θέση. Ευχαριστήθηκα πολύ που άρχισες να δέχεσαι καλόκαρδα τη ζωή, τον ήλιο και προπάντων τη θάλασσα. Όπως εγώ της πέφτω μες στην αγκαλιά περισσότερο ως εραστής παρά ως αθλητής. Ο Κίμωνας μένει στην Πέτρα. Πήγα τον είδα και ...κολύμπησα στην αμμουδιά του. Αυτός δεν κολυμπάει, ο δάσκαλος. Το φθινόπωρο ίσως έρθω, αν ...εν τω μεταξύ τελειώσει το βιβλίο μου. Ωραία τα κατάφερες με τις διορθώσεις του Νουμά που τις περιέθαλψες μέρες. Επίσης ο Ναπολ. Λαπαθιώτης δεν πήρε λέει ακόμα το βιβλίο του Κόντου. Είσαι φρίκη.
Σε φιλώ Στρατής
Από το βιβλίο Αγαπητέ Κοτζιούλα, εκδ. Οδυσσέας, 1994. Πρόλογος: Γιάννης Παπακώστας και Επιμέλεια: Νάση Μπαλτά.
(φωτ: cmkon.org) Ετικέτες ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1
|
|