ΟΔΟΣ 11.6.2015 | 792 |
Κατάσταση φούγκας. Η Νίνα ήτανε πάντοτε εύστοχη στους τίτλους. «Φούγκα», από το θέμα της φυγής. Λατινικά fugere = φεύγω, δραπετεύω, αποδρώ. Από τι; Fugare = κυνηγώ. Ίσως λοιπόν να φεύγουμε γιατί κάτι κυνηγούμε.
O Αντρέας Γκρασλ, ήτοι Σκάτμαν γεννήθηκε στις 25 Οκτώβρη του 1984, στο χωριό Προσντορφ της Βαυαρίας, κοντά στα σύνορα με την Τσεχία, έναν μικρό οικισμό από αγροτόσπιτα, όπου αν τύχαινε να ήσουνα γένους αρσενικού η πορεία της ζωής σου ήταν προδιαγεγραμμένη. Και απαράβατη: Γεννιέσαι, μεγαλώνεις για να δουλέψεις στο αγρόκτημα του πατέρα σου, παντρεύεσαι, κληρονομείς το αγρόκτημα του πατέρα σου, το κληροδοτείς έπειτα στο δικό σου γιο, και μετά… στα θυμαράκια. Απλά και καθαρά. Ένας αργός αλλά σταθερός ρυθμός, ελάχιστα δεκτικός σε οποιαδήποτε αλλαγή ή απόκλιση.Ο πατέρας του είχε μια μικρή φάρμα με αγελάδες. Η μητέρα του ήταν πολύ θρησκευόμενη γυναίκα και από την κυριακάτικη λειτουργία δεν έλειπε ποτέ. Ο Θεός κατείχε περίοπτη θέση στην οικία Γκρασλ. Να κρατάς σκυμμένο το κεφάλι ήταν γι’ αυτούς στάση ζωής. Και μόνιμος φόβος τους μην τυχόν και ξεχωρίσεις από τους άλλους.(Αποσπάσματα από το διήγημα της Νίνας Ράπη «Κατάσταση φούγκας», από τη ομότιτλη συλλογή διηγημάτων, εκδ. Κέδρος, 2015. Μτφ: Βενιζέλος-Αλέξανδρος Μιχαήλ)
Ο Αντρέας όμως ξεχώριζε χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια. Ήταν προορισμένος να διαφέρει. Και του άρεσε να διαφέρει. Μάλλον η μοίρα του έπαιζε άσχημο παιχνίδι όταν τον έβαζε σε ένα τέτοιο οικογενειακό πλαίσιο. Έμοιαζε με παιδί της πόλης και το τελευταίο βέβαια που ήθελε ήταν να αρμέγει αγελάδες. Και σε Θεό δεν πίστευε παρά μόνο στην απόλυτη ελευθερία της έκφρασής του. Ωστόσο έκανε ό,τι μπορούσε για να ευχαριστεί τους δικούς του, βοηθώντας τις αδερφές του σε όλες τις μικροδουλειές του αγροκτήματος αδιαμαρτύρητα. Διότι τον γέμιζε το ίδιο η ηδονή της υποταγής όσο και η ορμή του για επανάσταση, δύο αντίρροπες δυνάμεις που σχίζαν το σώμα του στα δυό κάθε που δρούσαν μέσα του ταυτόχρονα, και αυτό όχι σπανίως. Όσο μεγάλωνε όμως, τόσο περισσότερο αυτό το αφύσικο για αυτόν περιβάλλον τον έπνιγε. Να παλεύει να γίνει αυτό που δεν ήταν. Ζούσε για τη στιγμή της μεγάλης εξόδου. Η στιγμή ήρθε όταν πήγε στο γυμνάσιο του Βάλτμούνχεν. Εκεί ήταν ο εαυτός του. Εκεί ήταν ελεύθερος. Και «ελευθερία» ήτανε το πρόσταγμά του όπως με χίλιους δυο τρόπους το είχε καταχωρήσει στο σημειωματάριο του. […] Κι έπρεπε τώρα να χαράξει μια νέα ταυτότητα. Έτσι γεννήθηκε οΣκάτμαν. Ο Σκάτμαν ήταν αυτό που ο Αντρέας πάσχιζε να φτάσει, μια θάλασσα ατέλειωτων δυνατοτήτων. Σκάτμαν, άνθρωπος του κόσμου. Πήρε τον Αντρέα, το παιδί του χωριού, από το χέρι και του έδειξε στη ζωή νέους ορίζοντες. Και στη στήλη του, «Στην Πυρά – Η Λίστα των Εχθρών μου», η τομή ήταν ξεκάθαρη.Χαρτογραφούσε το μέλλον. Παρίσι, μποέμ συγγραφέας.
Γεννήθηκα το 1980, όχι σε κάποιο μακρινό χωριό στα σύνορα με την Τσεχία, αλλά στο διπλανό Άργος Ορεστικό. Και παρότι δεν κατάγομαι από αγροτική οικογένεια, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να ταυτιστώ με τη ζωή του Αντρέα Γκρασλ, και δεν είμαι, ίσως, ο μόνος.
Όταν ήμουν μικρός είχα ένα φίλο. Τον αγαπημένο μου φίλο, το Δημήτρη. Έμενε στην ίδια πολυκατοικία με εμάς, ακριβώς στον κάτω όροφο και θυμάμαι που παίζαμε συνέχεια και πολύ ήσυχα μαζί. Ήμασταν αχώριστοι. Έτσι δε μου άρεσε καθόλου όταν στα μέσα της Α΄ Δημοτικού έμαθα πως ο Δημήτρης θα φύγει. Ρώτησα για πού. Μου είπαν στην Αμερική. Ρώτησα γιατί αλλά μάλλον δεν θα κατάλαβα τότε την απάντηση, γιατί ούτε και τώρα τη θυμάμαι. Μου πήρε καιρό να συνηθίσω. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα προδοσία και εγκατάλειψη. Φυγή ίσον απώλεια, λοιπόν.
Κάπου στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού ο Δημήτρης άρχισε να επιστρέφει με το μπαμπά του τα καλοκαίρια και βλεπόμασταν. Πάλι παίζαμε αλλά ήμασταν τώρα μεγαλύτεροι. Εξελισσόταν σε ανήσυχο πνεύμα ο Δημήτρης. Διψούσε για περιπέτεια. Δοκιμάζαμε όρια, περπατούσαμε καταμεσήμερο στις άκρες της πόλης, ξεμέναμε αργά σε σκοτεινές και έρημες περιοχές όπου ακούγονταν σκυλιά, ανακαλύπταμε τον κόσμο. Ένα σούρουπο μπήκαμε σε ένα χωράφι με καλαμπόκια για να κλέψουμε όσα περισσότερα μπορούμε. Τα καλαμπόκια μας κάλυψαν τελείως και χάσαμε για λίγο ο ένας τον άλλο. Βγήκαμε μετά από ώρα ο καθένας με μια αγκαλιά. Ο Δημήτρης είχε παντού κοκκινίλες. Αλλεργικό σοκ. Δε θυμάμαι τι κάναμε, αλλά σίγουρα δεν πήγαμε στο νοσοκομείο γιατί θα έπρεπε να διηγηθούμε την ιστορία της κλοπής, μάλλον απλά μείναμε μαζί περιμένοντας πότε θα του περάσει. Τα καλαμπόκια τα αφήσαμε. Και να τα παίρναμε δε θα ξέραμε τι να τα κάνουμε.
Προς το τέλος του λυκείου ο Δημήτρης επέστρεψε οριστικά για να τελειώσει το σχολείο εδώ, αλλά το σημάδι της φυγής του ήταν πάνω του ανεξίτηλο. Δεν είχε καταφέρει να ανήκει στο «αλλού» από το οποίο επέστρεφε. Και ούτε βέβαια ανήκε «εδώ».
Ο Ηράκλειτος λέει πως δε μπορούμε ποτέ να μπούμε στον ίδιο ποταμό. Το ίδιο ισχύει με τους τόπους. Άπαξ και φύγεις από έναν τόπο, ούτε εσύ ούτε ο τόπος δεν είστε πια ίδιοι όταν γυρίσεις. Ο ανάμεσα χρόνος της φυγής έχει γεννήσει ένα χάσμα. Έτσι εσύ μέσα στη γκρίζα ζώνη της ρωγμής περιμένεις το χρόνο να θρέψει νέους συνδέσμους. Ο φίλος μου ο Δημήτρης, ανήσυχο πνεύμα, εγκλωβισμένος σε ένα αμφί, πάλευε να βρει διέξοδο από αυτή τη δυστοπία. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Ήταν διαρκώς σε μια κατάσταση φυγής.
Τον Σκάτμαν δε θα τον χωρούσε το Πόρνικ για πολύ ακόμα. Παραήταν ίδιο με το χωριό του για να μπορέσει να του προσφέρει οποιαδήποτε αίσθηση πνευματικού καταφυγίου, πόσο μάλλον ελευθερίας. Και από το χαρτογραφημένο του μέλλον απείχε μίλια μακριά. Έπρεπε επιτέλους να κατανικήσει αυτήν την υφέρπουσα επιθυμία του να μηδενίζει τον εαυτό του και να γίνεται ένα με τους άλλους.Και όσο το πάλευε μέσα του, τόσο αυτό μεγάλωνε κι άρχισε να τον στοιχειώνει, ακόμα και στον ύπνο. Έβλεπε τον πατέρα του να αρμέγει, λέει, αγελάδες, μ’ ένα μόνιμο σφιγμένο χαμόγελο στα χείλη. Πεταγόταν από το κρεβάτι ουρλιάζοντας. Στη μέση της νύχτας άρχιζε να γράφει ασταμάτητα γι’ αυτόν τον πυρετό που δεν πέφτει, τον πόνο που δεν υποχωρεί, τη δίψα που ποτέ δε σβήνει, το δέσμιο Σκάτμαν που διψά για ελευθερία τον Σκάτμαν που ξέρει πώς να ζήσει, τον Σκάτμαν που πρέπει να πάψει να φοβάται,, τον φόβο που όλο μεγαλώνει, τον Σκάτμαν που γίνεται ο φόβος, το φόβο του να μείνει ασήμαντος, το φόβο του να μη γίνει τίποτα, να μην καταφέρει τίποτα, το φόβο των ονείρων με τα φρικαλέα σκαλωμένα χαμόγελα, τα σιχαμένα παγωμένα πρόσωπα ανθρώπων που ΔΕ σκέφτονται, δε νιώθουν, δεν επαναστατούν ποτέ, μονάχα πάνε από μέρα σε μέρα, σε μέρα, σε μέρα, ως που πεθαίνουν και λιώνουν και… και…και…και… Κι έτσι έγραφε, χωρίς να σηκώσει το χέρι από το χαρτί, γιατί αν το σήκωνε οι τοίχοι θα έπεφταν να τον πλακώσουν, τα πλευρά του θα σπάγανε , θα σκάγαν οι φλέβες του να σκορπίσει το αίμα παντού. Κι έγραφε μέχρι να έρθει η ώρα να πάει στη δουλειά.Έπρεπε επειγόντως κάτι να κάνει για να βγει από αυτή τη δίνη. Αλλά τι;(Απόσπασμα από το διήγημα της Νίνας Ράπη «Κατάσταση φούγκας», από τη ομότιτλη συλλογή διηγημάτων, εκδ. Κέδρος, 2015. Μτφ: Βενιζέλος-Αλέξανδρος Μιχαήλ)
Ο φίλος μου ο Δημήτρης βρήκε τη διέξοδό του και εγώ, επτά χρόνια αργότερα, γνώρισα τη Νίνα, τη θεία του Δημήτρη που ήταν συγγραφέας και ζούσε από πάντα στο Λονδίνο. Ξέχασα να σας πω πως ο Δημήτρης είχε πολλούς θείους και θείες που τους είχα γνωρίσει και που οι περισσότεροι είχαν φύγει για κάπου αλλού, αλλά τη θεία του τη Νίνα δεν την είχα γνωρίσει, πριν, ποτέ. Μόνο την άκουγα από πάντα, μακρινή και επιβλητική, καθότι οι άνθρωποι και τα πράγματα μεγαλώνουν με την απόσταση. Ήτανε όμως φιλική και ευχάριστη. Τη γνώρισα καλοκαίρι, λίγο πριν φύγω εγώ ο ίδιος στο Λονδίνο όπου έμεινα επτά χρόνια. Έγραφε θέατρο κι εγώ θέατρο πήγαινα να σπουδάσω. Μιλούσαμε με τις ώρες για Σάρα Κέην, για Πίντερ, για Μπέκετ. Στο Λονδίνο συναντούσα τακτικά τη θεία του Δημήτρη, πήγαινα σπίτι της για φαγητό, βγαίναμε στο κέντρο για καφέ, κι όταν δεν προλαβαίναμε να βρεθούμε από κοντά, τα λέγαμε από το τηλέφωνο. Είναι ωραίο να έχεις τρόπους να νιώθεις οικεία σε έναν κατά τα άλλα ανοίκειο τόπο. Συνεργαστήκαμε κιόλας. Μετέφρασα από τα αγγλικά ένα διήγημά της, τον «Σκάτμαν», που αργότερα η ίδια μετονόμασε σε κατάσταση φούγκας, κι έγινε κιόλας ο τίτλος ενός καινούριου της βιβλίου. Ένας τίτλος που ταίριαζε σε αυτό που είχε ζήσει ο Δημήτρης, σε αυτό που ίσως βίωνε η ίδια, σε αυτό που σίγουρα γνώριζα κι εγώ. Σας το είπα από την αρχή πως ήταν πάντοτε εύστοχη στους τίτλους. Η Νίνα γύρισε από το Λονδίνο, κι ένα χρόνο αργότερα γύρισα κι εγώ. Τότε ήταν που αναρωτήθηκα: πού ανήκει αυτός που κάποτε έχει φύγει;
Κάνουν ό, τι κάνουν χωρίς να σκέφτονται, υπακούν τυφλά σε άγραφους νόμους. Κι ο αδελφός σου το ίδιο. Αυτό θέλεις; Για αυτό γύρισες; Εσύ σε ποιους άγραφους κανόνες υπακούς; Τι ψάχνεις τέλος πάντων; Αλήθεια δε θέλεις; Αλήθεια; Τι θα πει αλήθεια; Δύσκολο αυτό. Η ευκολία με κάνει να πλήττω. Τότε αποφάσισε. Τι θέλεις; Ν’ ανήκω θέλω, αυτό θέλω. Ναι, αλλά που; […] Ήταν σαν να είχε βυθιστεί στο σκιόφως, σαν να μην ήξερε που ήταν η αρχή και που το τέλος, που η σκιά και που το φως, που η αλήθεια και που η φαντασία. Ίσως εδώ ανήκω τελικά, σκέφτηκε, στ εδώ και τώρα, όπου και να ’ναι αυτό. Ίσως θα είμαι πάντα ένα υβρίδιο, σε συνεχή ροή. Ένιωσε ανακούφιση.Πατρίδα.Εδώ. Τώρα.Παντού.(Αποσπάσματα από το διήγημα της Νίνας Ράπη «Σκιόφως», από τη συλλογή διηγημάτων «Κατάσταση Φούγκας», εκδ. Κέδρος, 2015)
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 792
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.