«Σε αγαπώ... σ αγαπώ...» τον άκουγε να το λέει και δεν χόρταιναν τ' αυτιά της να ακούνε και άλλη μια φορά τον παρακινούσε να της το πει, ξανά και ξανά. «Σ' αγαπώ... σ' αγαπώ... » πιο δυνατά και πιο δυνατά, ώσπου δεν τον άκουγε πια. Χάθηκε η φωνή του ή μήπως είμαι νεκρή και δεν ακούω;
Άνοιξε τα μάτια της, όνειρο ήταν! Και πώς της ήρθε να σκεφτεί ότι ήταν νεκρή, ή μήπως και ήταν... Κοίταξε το δωμάτιο, μια ξεχαρβαλωμένη βιβλιοθήκη -προίκα της μάνας της-, μια πολυθρόνα από κείνες που ανοίγουν και γίνονται κρεβάτι, ήθελε από καιρό να την πετάξει, όμως την κρατούσε για τον αδερφό της όταν ερχόταν από το χωριό, τάχα για να την δει. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στα μπουρδέλα χάνονταν. Και παραδίπλα, κάτι σαν τραπέζι, βοηθητικό, για να ακουμπά κανείς το ποτήρι του νερού ή τον καφέ, να μη κάνει τον κόπο να το αφήσει στο κεντρικό τραπέζι, νά 'ναι πιο άνετα. Και ο καναπές που τις περισσότερες φορές την έπαιρνε εκεί ο ύπνος. Μαύρος και άραχνος ο ύπνος, ούτε να τον ανοίξει δεν είχε κουράγιο. Και πάντα στραβοκοιμόταν και πάντα ξυπνούσε μες στους εφιάλτες της.
Και οι τοίχοι, ήταν μια φορά κι έναν καιρό ροζ χρώμα βαμμένοι. «Κορίτσι πράμα είσαι ‘συ» της έλεγε η γιαγιά της, «όλα τα όμορφα κορίτσια ροζ σπιτάκια έχουν, μπράβο σου» .
Τώρα, ένα κατουρημένο ροζ, ή μάλλον δεν υπήρχε πια. Ξεθώριασε όπως και τα όνειρά της. Κάθε μέρα βούλιαζε όλο και πιο πολύ στην απραξία της, είχε μείνει μόνη. Το μόνο που είχε να κοιτά ήταν το κατουρλί χρώμα που παίρνουν τα σπίτια όταν μαραζώνουν.
Έτσι μαράζωνε και η Δήμητρα, λεπτό - λεπτό, ώρα την ώρα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Και ξαναθυμήθηκε πώς γνώρισε τον Νίκο...
Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής είχε τα πιο όμορφα πλαστικά λουλούδια. Τόσο έντονα τα χρώματά τους, που τ' αγκάλιαζε να τα μυρίσει! Άπλωσε το χέρι της να πάρει μια θαλασσιά μαργαρίτα, το χρώμα της ελπίδας και έκλεισε τα μάτια της και προχώρησε προς το ταμείο. «Πόσο κάνει;» και σήκωσε το κεφάλι της και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και τ' αυτιά της για να κρατήσουν την μελωδική φωνή του πωλητή. Που, αντί να της πει ότι διάλεξε το χρώμα της ελπίδας και καθώς θα έπαιρνε τα χρήματα από το χέρι της θα της ακουμπούσε τάχα κατά λάθος το χέρι της, -σαν να της έλεγε «μου αρέσετε πολύ όμορφή μου δεσποινίς»...
-«Α! Βλέπω πήρατε το χρώμα του πένθους! Το θέλετε για κάποιο μνήμα;» και πήρε τα λεφτά από το χέρι της χωρίς καν να την ακουμπήσει και πήγε στην ταμειακή, «ορίστε η απόδειξή σας» και τη ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο. «Μήπως δεν νοιώθετε καλά κυρία;» την κοίταξε καλύτερα κι έκανε το σταυρό του. Την άφησε χωρίς να περιμένει να απαντήσει αν ένοιωθε καλά ή όχι. Πήγε να εξυπηρετήσει άλλους πελάτες.
Η Δήμητρα είχε μείνει κόκαλο μπροστά στο ταμείο. Είχε συνηθίσει να της κάνουν πάντα φιλοφρονήσεις, που πάντα τις βαριόταν. Και τώρα, τώρα που... κάτι..., που ούτε και η ίδια καταλάβαινε τι γινόταν μέσα της, ήθελε να την κολακέψει ο μαγαζάτορας.
Έφυγε γρήγορα από τον μπάγκο. Άρχισε να περπατά γρήγορα, να φτάσει στο ροζ σπιτάκι της, εκεί που μια μέρα θα ερχόταν ο αγαπημένος της να την πάρει για ταξίδια άλλα σε μέρη άγνωστα, μυστηριώδη και συνάμα...
Μπήκε με ορμή μέσα στο ροζ σπίτι της και πέταξε την θαλασσί μαργαρίτα. Χά! Ήθελα λέει και θαλασσί μαργαρίτα! Τι να κάνω το χρώμα της ελπίδας; Και τότε και μόνο εκείνη την στιγμή είδε ότι αντί να πάρει την θαλασσί μαργαρίτα είχε πάρει μια μωβ-μαύρη αμαρυλλίδα! Πώς έγινε; Προσπάθησε να θυμηθεί. Όμως, το μόνο που θυμόταν ήταν ότι είχε αγκαλιάσει όλα εκείνα τα πλαστικά λουλούδια καθώς έκλεισε τα μάτια της από ευχαρίστηση και πήρε τούτο, την καταραμένη μωβ αμαρυλλίδα. Τώρα την κοιτούσε σαν χαμένη.
Αυτά έγιναν πριν τέσσερα χρόνια. Είχε πιστέψει ότι αυτό το χέρι που την έσπρωξε να πάρει την αμαρυλλίδα «το μήνυμα το 'χε πάρει». Δεν έπρεπε να περιμένει τίποτα από εκείνον τον πωλητή των πλαστικών λουλουδιών. Τον ερωτεύθηκε πλατωνικά όπως δεν είχε ξαναερωτευτεί ποτέ κανέναν. Είχε μια τάση να νομίζει ότι όλα γίνονταν για κάποιο λόγο. Πήρε τότε την μαύρη-μωβ αμαρυλλίδα σαν να της έλεγε δεν έχεις καμιά ελπίδα. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Αν, λέμε αν, πήγαινε αυτή τη χρονιά και διάλεγε το σωστό χρώμα και το σωστό πλαστικό λουλούδι; Και αντί να έχει χαμηλωμένο το κεφάλι της να τον κοιτάξει ίσια στα μάτια του, να μιλήσουν τα μάτια τους, εκείνα τα καταφέρνουν πολλές φορές καλύτερα. Δεν το 'κανε όμως εδώ και τέσσερα χρόνια. Και μαζί με τούτον τον χρόνο πέντε χρόνια στο σύνολο.
Μια μικρή φωνίτσα της ψιθύρισε «πήγαινε». Και να! Σηκώθηκε από τον ξανταριασμένο καναπέ και κατευθύνθηκε στο μπάνιο, χρησιμοποίησε το ακριβότερο αφρόλουτρο, χτένισε και τα μαλλιά της και έγινε του κουτιού. Κατέβηκε τις σκοτεινές σκάλες, βγήκε στο φως που σήμερα της φάνηκε δυνατότερο και ωραιότερο. Πέρασε καμαρωτή μπροστά από τον κυρ-Γιάννη που καθημερινά έπαιρνε το ρυζογαλάκι της και τέντωσε το αυτί της ν' ακούσει τα σχόλιά του. Και εκείνος ο αθεόφοβος, λες και κατάλαβε τί ζητούσε εκείνη της ώρα η πελάτισσά του που περνούσε αργά μπροστά από το μαγαζί του και άρχισε από μέσα τα επιφωνήματα!
Γύρισε το κεφάλι της προς τον ρυζογαλά ευχαριστημένη και είδε της εικόνα της στην βιτρίνα του μαγαζιού. Τρόμαξε στ' αλήθεια, είχε συνηθίσει να βλέπει τον εαυτό της γέρικο και τώρα αυτή που την κοιτούσε ήταν μια καλοντυμένη και νέα γυναίκα. Περιπλανήθηκε το μυαλό της πάνω στην εικόνα της, μήπως να γύριζε ν' αλλάξει; Αυτό που κοίταζε ήταν ξένο, δεν το γνώριζε παρ' όλο που της άρεσε. Μπα, σκέφτηκε, ποιος ανεβαίνει εκείνες τις σκάλες που κάθε μέρα της ανεβοκατέβαινε για γυμναστική έλεγε, το ασανσέρ το 'χε ξεχάσει.
Η αδυναμία αυτού του πλατωνικού έρωτα είχε κουράσει το μυαλό της, έμπαζε από παντού, ούτε τα αυτονόητα δεν κατάφερνε να ελέγχει.
Στάθηκε από την απέναντι μεριά του δρόμου και κοιτούσε τον μπάγκο με τα πλαστικά λουλούδια. Ένιωσε το στομάχι της να κολλά πίσω στην πλάτη, αναγούλα την έπιασε, δεν έδωσε σημασία σ' αυτά τα σημάδια.
Τα πλαστικά λουλούδια τώρα ήταν πολύ περισσότερα, τόσα πολλά που δεν φαινόταν ο πωλητής.
Μα, νάτος! Θεέ μου! Σα να γκριζάρισε ή έτσι της φαινόταν και πιο φαρδύς, μπά! Περίμενε ακόμη λίγο, άναψε το πράσινο και ναι θα πήγαινε ήταν το τρίτο πράσινο πού 'χε ανάψει. Πέρασε, το 'χε αποφασίσει να πάει να γίνει το σωστό.
Στάθηκε με τα μάτια ανοιχτά να κοιτά τα πλαστικά λουλούδια, πήρε μια αγκαλιά κίτρινα πλαστικά λουλούδια και προχώρησε στο ταμείο με το κεφάλι ψηλά και με την λαχτάρα να τον δει στα μάτια, να του μιλήσουν.
Τ' ακούμπησε στον πάγκο για να ψάξει να βρει το πορτοφόλι της μέσα στην τσάντα της και... «το χρώμα της προδοσίας διαλέξατε;» το χέρι της σταμάτησε να ψάχνει το πορτοφόλι μέσα στην τσάντα της, έμεινε άπραγη για λίγο όμως. Και πήρε το θάρρος, τώρα θα τον κοιτάξω μέσα στα μάτια του να δω, να δω ... και ονειρεύτηκε τι θα 'βλέπε.
Μια γυναίκα στέκονταν τώρα δίπλα του, μια όμορφη γυναίκα και εκείνος κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά του. Κάτι λέγανε και σαν τα πουλιά που ταΐζουν το 'να τ' άλλο με λόγια αγάπης. Ήταν η οικογένειά του!
Για λίγο διασταυρώθηκαν τα μάτια τους και εκείνος την ρώτησε : «θέλετε κάτι άλλο;» Και κείνη με τα μάτια καρφωμένα στα δικά του του 'λεγε σ' αγαπώ, σ' αγαπώ από την πρώτη στιγμή που σ' αντίκρισα... Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον κοίταξε. Παράτησε τα κίτρινα πλαστικά λουλούδια εκεί, βγήκε με θυμό και φόρα στο δρόμο. Δεν πρόσεξε το φανάρι και ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος, το χρώμα της αγάπης!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Μαΐου 2015, αρ. φύλλου 790
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.