ΟΔΟΣ 1.5.2014 | 738 |
Από την ώρα που του είχε αφηγηθεί η γιαγιά του εκείνη την ιστορία, μιλάμε για μισόν αιώνα πριν, δεν έλεγε να τη βγάλει απ` το μυαλό του. Μόλις ξαπόσταινε και χαλάρωνε από τις καθημερινές έγνοιες, προσπαθούσε να φέρει μπρος του την εικόνα του τραγικού περιστατικού: Έναν νέο άντρα, μόλις στο τέλος της εφηβείας του, να σκαρφαλώνει στα τοιχώματα της καπνοδόχου, και από κει να προσπαθεί να ξεφύγει από τη "φυλακή" του. Μόνο που βρέθηκε στο κενό, το απύθμενο κενό που τον οδήγησε στα τάρταρα, στο βάθος της χαράδρας.
Μέρες πολλές έψαχναν οι μοναχοί του μοναστηριού να βρουν τα ίχνη του, ώσπου κάποιος ξυλοκόπος βρήκε το παλικάρι δίπλα στην κοίτη του ξεροπόταμου, απέναντι ακριβώς από το μοναστήρι. Εκεί, σ’ εκείνο το σημείο ακριβώς, κατέληγαν την Άνοιξη τα ορμητικά νερά του καταρράκτη που ξεκινούσαν από ψηλά, στο ίδιο ύψος όπου είχε κτιστεί το μοναστήρι.
Η μονή, όπως πολλές άλλες στις ορεινές περιοχές του τόπου, δέσποζε -σωστή αετοφωλιά- πάνω στα βράχια. Μόνο ένα δύσβατο μονοπάτι την ένωνε με τον έξω κόσμο. Λιγοστοί οι μοναχοί που την κατοικούσαν, γέμιζε ωστόσο από οικογένειες παραθεριστάδων και από προσκυνητές τους καλοκαιρινούς μήνες. Προπάντων αδύναμους και ασθενικούς, επειδή οι γιατροί την πρότειναν για τον καθαρό της αέρα∙ ειδικά δε την ησυχία και γαλήνη, σε εκείνους που ο ψυχικός τους κόσμος ήταν ταραγμένος. Έτσι είχε βρεθεί εκεί το παλικάρι: Ησυχία δεν είχε τα βράδια, μια στην αυλή το βρίσκανε, μια στα σοκάκια, πάντα στον ύπνο του. Όλα τα δοκίμασαν οι δικοί του, ιατρικές συμβουλές, γιατροσόφια και ξόρκια. Έβαζαν λεκάνη με νερό έξω από την πόρτα του, το πήγαιναν στην εκκλησιά κοιμισμένο να το διαβάσει ο παππάς, τίποτα. Το μοναστήρι τους πρότεινε κάποιος σαν λύση. Ο καθαρός αέρας, η ηρεμία και η καθημερινή προσευχή θα γλίτωναν το νέο από τις νυχτερινές του "εξορμήσεις". Ο νέος, την ημέρα ήταν μια χαρά∙ ο ηγούμενος, άγιος άνθρωπος, τον πρόσεχε ιδιαίτερα. Για ύπνο του παραχώρησαν ένα κελί στο ψηλότερο σημείο του μοναστηριού, ένα κελί με ένα μόνο καγκελόφραχτο παράθυρο και ένα τζάκι από ακατέργαστη πέτρα σε μια γωνιά, πολεμίστρα θα έλεγες. Το χρησιμοποιούσαν για ησυχαστήριο, όταν κάποιος από τους μοναχούς ήθελε να αποτραβηχτεί από τον περίγυρο και να διαλογιστεί ανενόχλητος με τον Κύριο.
Η βαριά του πόρτα άρχισε να τρίζει έπειτα από μια-δυο νύχτες. Το παλικάρι ξεκίνησε πάλι τις βραδινές του εξορμήσεις. Ζήτησε από τον ηγούμενο να τον κλειδώνει μετά τον απόδειπνο, μήπως μπορέσει έτσι να συνηθίσει τη σκοτεινιά να μην παίρνει τους δρόμους, αξημέρωτες ώρες. Το πρωί τον έβρισκε εκείνος αποκαμωμένον, ράκος σωστό. Παρακλήσεις κάθε μέρα, προσευχές κάθε βράδυ, προτού να κλειδώσει την πόρτα. Την έκτη μέρα ήταν που άδειο βρήκε το κελί∙ άφαντο το παλικάρι. Άρχισε η αναζήτηση, πρώτα μέσα στο κτήριο, στη γύρω περιοχή κατόπιν, ώσπου ένα κοριτσάκι -η γιαγιά του- από τις φιλοξενούμενες οικογένειες, ενώ περιπλανιόταν λάθρα σ` όλους τους χώρους, έφτασε στο κελί του χαμένου και, σκύβοντας να μετρήσει το ύψος του ουρανού από την καμινάδα, αντίκρισε μία κάλτσα να κρέμεται από την προεξοχή μιας πέτρας, ψηλά, σχεδόν στο τέλειωμά της. Ο υπνοβάτης ο κακόμοιρος, διέξοδο έψαχνε για τον έξω κόσμο, σε άλλο κόσμο βρέθηκε μετά.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι του φίλου μας, γιατί κι αυτός τελευταία, συχνά πυκνά κρίσης υπνοβασίας είχε! Μα σ’ αυτήν την ηλικία! Ήταν που βγήκε στη σύνταξη και δεν ήξερε πώς να περάσει τόσες διαθέσιμες ώρες; Μήπως η γκρίνια της γυναίκας του, που τώρα έπρεπε να την ανέχεται όλη μέρα; Έμενε και στον όγδοο όροφο της πολυκατοικίας! Απέναντι βέβαια δεν του προσφερόταν το θέαμα με τους καταρράκτες. Καταρράκτες κυλούσαν τα ηλεκτρικά φώτα, οριζόντια και κάθετα!
Αχ, γιαγιά μου, μονολογούσε, τι ήθελες και μας έλεγες τέτοιες θλιβερές ιστορίες; Ανέβαλε ωστόσο συνεχώς την επίσκεψη στον ψυχίατρο, το κλείδωμα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο φοβόταν πάνω απ’ όλα!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Μαΐου 2014, αρ. φύλλου 738.
Σχετικά: V.Bellini:La sonnambula | Η υπνοβάτις "Ah! non credea mirarti"
Δυνατό διήγημα !
ΑπάντησηΔιαγραφή