Με τη συμπλήρωση στις 3 Ιανουαρίου των εκατό χρόνων από την κοίμηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ξεκίνησαν ήδη τα σχετικά αφιερώματα. Σεβαστή η αξία τους, αλλά εκείνο που ταιριάζει σε έναν άνθρωπο της Εκκλησίας είναι η τιμή κυρίως μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Κι όταν μάλιστα γίνεται Σύναξη πιστών για μια ψυχή, ο λόγος πρέπει να μοιάζει με Συναξάρι. Κι εκείνα τα Συναξάρια τα παλιά άρχιζαν με τη φράση «Βίος και πολιτεία…», γιατί έκαναν από την αρχή σαφές πως θα εξιστορηθούν τα γεγονότα της ζωής του ανθρώπου, ο βίος, και ο τρόπος που εκείνος τα αντιμετώπισε, η πολιτεία.
Κατά χρέος λοιπόν, θα παρουσιαστεί πρώτα ο βίος συνοπτικά.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851 σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, τη Σκιάθο. Ήταν γιος πολύτεκνου, πτωχού αλλά εγγράμματου ιερέα. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού. Εικοσάχρονος πήγε χάριν προσκυνήσεως στο Άγιον Όρος, από όπου όμως έφυγε μετά από λίγους μήνες, για να τελειώσει τις γυμνασιακές του σπουδές και να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν απέκτησε πτυχίο, γιατί αντιμετώπιζε δύο σοβαρά προβλήματα: τη φτώχεια και την επισφαλή υγεία.
Για να βγάλει το ψωμί του, παρέδιδε μαθήματα κατ’ οίκον σε μαθητές και έκανε μεταφράσεις από τα γαλλικά και τα αγγλικά που γνώριζε πολύ καλά. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ορόσημο στη ζωή του η γνωριμία και η συνεργασία του με τον Εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλάση Γαβριηλίδη. Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει έργο του τυπωμένο σε βιβλίο. Δημοσίευε τα έργα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε διηγήματα ως επί το πλείστον, αλλά και μυθιστορήματα, ποιήματα και δοκίμια.
Το 1908, μετά από μια Γιορτή που διοργάνωσαν οι φίλοι του, για να τιμήσουν τα είκοσι πέντε χρόνια του στη Λογοτεχνία, αναχώρησε από την Αθήνα για το νησί του. Στη Σκιάθο ζούσε τις μικροχαρές της καθημερινότητας με τους συμπατριώτες του και συνέγραφε. Στις 3 Ιανουαρίου 1911, νύχτα Κυριακής προς Δευτέρα, ύστερα από τη δοκιμασία πνευμονίας, παρέδωσε την ψυχή του στον Χριστό που λάτρευε, έχοντας ετοιμαστεί κοινωνώντας τα Άχραντα Μυστήρια.
Τα γεγονότα της ζωής του μακαριστού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θυμίζουν εν πολλοίς τον βίο αμέτρητων ανθρώπων και μάλιστα της εποχής του. Εκείνο όμως που τον διέκρινε ήταν ο τρόπος που πολιτεύτηκε.
Μέχρι σήμερα συνηθίζεται η θεώρηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τεχνική που θυμίζει κομμάτιασμα. Ακούμε και διαβάζουμε για τον λογοτέχνη, τον φυσιολάτρη, τον θρησκευτικό, τον λυρικό, τον ιδιόρρυθμο ως προς τη γλώσσα, τον ψυχογράφο.
Κατά κοινήν ομολογίαν, ο Παπαδιαμάντης είναι κορυφαίος Έλληνας Λογοτέχνης. Ακόμη και σύγχρονοί του τον κόσμησαν με θαυμάσιους χαρακτηρισμούς. Κατά τον Κωστή Παλαμά ο Παπαδιαμάντης προσφέρει την άυλη χαρά της Τέχνης και κατά τον Παύλο Νιρβάνα είναι ο ποιητής της μυσταγωγίας.
Οι περιγραφές της Φύσης στα κείμενά του είναι απαράμιλλες. Ο αναγνώστης νιώθει να ταξιδεύει στο χώρο και το χρόνο.
Περισσότερο από όλα τα χαρακτηριστικά του τονίζεται η θρησκευτικότητά του και μάλιστα τα διηγήματά του έχουν ανθολογηθεί και ως Χριστουγεννιάτικα και Πασχαλινά.
Η έκφραση των συναισθημάτων και η μετάδοσή τους στον αναγνώστη επιτυγχάνονται με τον άφθαστο λυρισμό του λογοτέχνη.
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, που για κάποιους αποτελεί πρόσχημα αποφυγής της ανάγνωσης του έργου του, δεν είναι μια αυστηρή, ξύλινη καθαρεύουσα. Είναι λαλιά ζωντανή, εμπλουτισμένη και με στοιχεία της βυζαντινής και της σύγχρονής του μορφής της ελληνικής γλώσσας.
Στα κείμενά του αναδύονται ανθρώπινοι χαρακτήρες και ερευνώνται τα κίνητρα που οδηγούν στη συγκεκριμένη κάθε φορά συμπεριφορά. Συχνά είναι στα έργα του και ζητήματα πολιτικού προβληματισμού.
Ο διαχωρισμός ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών αρχικά δεν είναι κακός, για λόγους πρακτικούς. Όταν όμως απομονώνεται και υπερτονίζεται ένα κυρίως χαρακτηριστικό, ανάλογα με τις ιδιαίτερες προτιμήσεις καθενός, κατακερματίζεται η ουσία και αδικείται το πρόσωπο, γιατί αποκρύπτεται η αλήθειά του η καθολική.
Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε -πολλώ δε μάλλον να ερμηνεύσουμε το έργο του- και να είμαστε έντιμοι και συνεπείς στο λόγο μας ότι «αγαπούμε τον Παπαδιαμάντη», είναι απαραίτητο πρώτα να ακούσουμε και να εμπιστευθούμε την προσωπική του αίσθηση, όπως την αποτύπωσε στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη».
Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ,Κι αν ακόμη φαίνεται αρκετά τολμηρό, αυτή η φράση θα μπορούσε να θεωρηθεί η καλή απολογία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Εμπεριέχεται το τρίπτυχο στο οποίο είναι προσανατολισμένος, αδιαλείπτως αγωνιζόμενος : ο Χριστός, η φύση, τα ελληνικά ήθη. Αλλά και οι τρεις κυριότερες εκδηλώσεις της ψυχής του : η λατρεία, ο έρωτας, η στοργή.
δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας,
να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου,
να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν
και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη.
Σεβόμενοι την προσωπική του ελεύθερη επιλογή και κάνοντας μια συνολική θεώρηση της προσωπικότητας και του έργου του, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι κυρίως ένα μέλος της Ανατολικής Εκκλησίας, ένας γνήσιος Ορθόδοξος Χριστιανός. Γι’ αυτό γίνεται περισσότερο προσιτός, κατανοητός και αγαπητός στους ανθρώπους που γεννήθηκαν, ανατράφηκαν και ζουν μέσα στην Ορθοδοξία, στο ίδιο Πνεύμα που θέλει να είναι τα πάντα εν πάσι Χριστός.
Έτσι, η Λογοτεχνία του ξεφεύγει από τα «αισθητικά» καλούπια που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασής του και γίνεται του Λόγου η Τέχνη, που νικά τη φθορά του χρόνου και πορεύεται προς την αθανασία της ψυχής.
Η στοιχειώδης οικολογική ευαισθησία, που διαθέτουμε όλοι μας, μετατρέπεται σε έρωτα για τη Φύση, την οποία υμνεί ως Κτίση, όχι όμως παραπάνω από τον Κτίσαντα, γιατί ο Παπαδιαμάντης είναι θεόφρων.
Η ευλάβειά του δεν είναι θρησκοληψία, φανατισμός και μισαλλοδοξία. Είναι η πίστη στο Θεό των Πατέρων, τα έργα των οποίων άοκνα μελετούσε. Είναι αγάπη και φως.
Ερευνώντας ο ίδιος τις γραφές, αλλά κυρίως ζώντας σε κοινωνία με λαϊκούς και κληρικούς αποκτά γνώσεις που τού επιτρέπουν να δίνει τον αγώνα τον καλόν, για να διατηρηθεί ανόθευτη η Ορθοδοξία και πεποίθησή του είναι ότι μόνο έτσι θα ενισχυθεί ο Ελληνισμός σε καιρούς χαλεπούς.
Ο ίδιος δεν φαίνεται να συναισθάνεται την πνευματικότητά του, παραδεχόμενος τις αδυναμίες του. Χρησιμοποιεί υποτιμητικά τη λέξη κοσμολαϊτης για άνθρωπο που μένει στον κόσμο άγαμος, ενώ οι μεταγενέστεροι τον ονόμασαν Κοσμοκαλόγερο νομίζοντας πως τον τιμούν.
Κύριο χαρακτηριστικό του η ταπεινοφροσύνη, που δεν φθάνει όμως να γίνει ένα αρρωστημένο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Την αξιοπρέπειά του την κρατάει. Όταν τον πνίγει το δίκιο και γνωρίζει το σωστό κατά δύναμιν, είναι τολμηρός και εκφράζεται με επιχειρήματα. Ως επί το πλείστον όμως, ο Παπαδιαμάντης πέρασε από αυτήν τη γη σαν ξένος του κόσμου (βλ. Τα πτερόεντα δώρα).
Η σχέση του με την Εκκλησία δεν είναι διανοουμενίστικη, ευσεβιστική ή υλικά συμφεροντολογική. Είναι σχέση ζωής. Ο ίδιος μετέχει στα Μυστήρια και τις Ακολουθίες, διακονεί στο δεξί ψαλτήρι του Αγίου Ελισσαίου στην Αθήνα, με ιερουργούντα τον παπα Νικόλα Πλανά, έναν άνθρωπο που ανακηρύχθηκε Άγιος τον 20ο αιώνα. Και στα κείμενά του δεν περιορίζεται σε απλές περιγραφές ακολουθιών, αλλά εμβαθύνει σε ζητήματα ορθόδοξου προβληματισμού, όπως στα διηγήματά του Ο διδάχος και Ο καλόγερος.
Στραμμένος στα ύψη τα πνευματικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν αρνείται τη δυσβάστακτη καθημερινότητα. Η διαφορά του όμως είναι ότι στην καρδιά και την πένα του το πλήθος γίνεται λαός και τα άτομα πρόσωπα.
Μια και έλαχε ο κλήρος σήμερα σε γυναίκα να έχει τον λόγο και αφού -όσο κι αν ακούγεται απίστευτο - ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κατηγορήθηκε για μισογυνισμό, ας εκφραστεί και αυτή η άποψη.
Ίσως δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας πεζογράφος που να αγάπησε τόσο πολύ τις γυναίκες. Και άλλοι τις εξύμνησαν, εξιστόρησαν τη ζωή τους, αλλά ο Παπαδιαμάντης ανέβηκε ένα σκαλί πιο ψηλά: δικαίωσε τις γυναίκες.
Ακόμη και τη Φόνισσα δεν την καταδικάζει ο ίδιος -είχε ψηλώσει ο νους της, γράφει- και αφήνει τη Θεία Δίκη να οδηγήσει στην έξοδο της τραγωδίας.
Δε μένει στην επιφάνεια, αλλά διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής δείχνοντας συγκατάβαση για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Έτσι, έγραψε όχι μόνο τα πολύ γνωστά Το όνειρο στο κύμα και Η νοσταλγός, αλλά και κάποια παραμελημένα αλλά σημαντικά, όπως το Χωρίς στεφάνι και Η θητεία της πενθεράς.
Για το τέλος αξίζει να ακουστεί πώς απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης.
Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων άσμα,Ο λόγος ετούτος θα κλείσει με μια παράκληση προς όλους…
στον κόσμο τον δικό σου κόσμος το κάθε πλάσμα.
Όταν τελειώνει μια ομιλία, συνηθίζεται στον κόσμο το χειροκρότημα, που θεωρείται μια αγκαλιά από μακριά. Και μέσα στο Ναό ακόμη, έτσι εκδηλωνόταν η τιμή προς ένα πρόσωπο, όπως αναφέρει και ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του «Περί φθόνου». Όμως, κλείνοντας αυτήν την ομιλία, που τη θεωρώ μόλις ένα σποράκι στο κόλλυβό του, προσωπικά σάς παρακαλώ να κάνουμε όλοι μαζί τον Σταυρό μας και να ευχηθούμε ενδόμυχα για την ανάπαυση της ψυχής του δούλου του Θεού Αλεξάνδρου.
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.