περίεστιν More commonly with a genitive: but cf. Mid. § 17 οὐδ᾽ ἐνταῦθ᾽ ἔστη τῆς ὕβρεως, άλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν ὥστε τὸν ἄρχοντα διέφθειρε.
[τοσοῦτον, i.e. άναισχυντίας (or συκοφαντίας), to be supplied from ἀναισχυντότεροι (ἢ περιφανέστερον συκοφαντοῦντες) above, in § 28.—περίεστιν, i.e. ἐκ περιουσίας ἔχουσιν. P.] L. and S. less well explain it; ‘So far are matters come with them that ..’
πρὸς συκοφαντοῦσιν Cf. Androt § 75 τοσοῦτ᾽ ἀπέχει τοῦ τιμῆς τινὸς. τυχεῖν ὥστ᾽ ἀπειρό- καλος πρὸς ἔδοξεν εἶναι. See note on Or. 37 § 49 πρὸς ἀτιμῶσαι, and 39 § 23 πρὸς μισεῖν, and cf. Or. 3 § 31, and Wyse on Isaeus 5 § 24 προσ-απολωλεκώς.
καὶ ὑμῖν ... καὶ ἡμῖν This idiomatic repetition of καὶ cannot be literally rendered in English.
περιοικοδομῶν ...... -δομοῦντες Posses παροικοδ. bis: sed cave facias. construe ἠδίκει ὑμᾶς περιοικοδομῶν ‘by hedging in’ etc. Dobree.