παρ - έχω , fut. παρέξω, aor. 2 παρέσχον,
παρέσχεθον, subj. παράσχῃ,
inf. παρασχεῖν, παρασχέμεν:
hold or hand to, hold ready, Il. 18.556; supply, furnish,
provide, δῶρα, σῖτον, ἀρετην;
also with a thing as subject, θάλασσα δὲ
πα_ρέχει (i. e. παρ(ς)έχει) ἰχθῦς, Od. 19.113; w.
inf., Od. 4.89.