Λέξη: ωχριά, Ετυμολογία: [<αρχ. ὠχριῶ < ὠχρός]...
...
ωχριώ (οι δημοσιογραφικές περιγραφές της φρίκης που έζησαν οι πυροπαθείς ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα)
***
Πηγή
*
...
ωχριώ (οι δημοσιογραφικές περιγραφές της φρίκης που έζησαν οι πυροπαθείς ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα)
Ρ. αμετ. | είμαι πολύ κατώτερος από κάποιον ή κάτι άλλο (συνήθως όσον αφορά κάτι κακό) | |
γίνομαι ωχρός (αντί να μας επιτίθεται, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα 'πρεπε να ωχριά από ντροπή τώρα που αποκαλύφθηκαν οι ψευδολογίες του) | Ρ. αμετ. | αποκτώ ωχρό χρώμα από φόβο, ντροπή κτλ. |
Πηγή
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου