Ο
Λιάς πριν στήσει το μπαρ ήταν ψαράς. Πώς
του ήρθε να αφήσει τα δίχτυα και να
πιάσει το σέικερ ένας Θεός το ξέρει. Το
έκανε πάντως και ήταν γεμάτο από την πρώτη
χρονιά, κυρίως γιατί ήταν καλό το σημείο.
Τι καλό; Το καλύτερο στο Αιγαίο. Το μαγαζί
φάτσα στο νοτιά, ένα βράχος και κάτω η
θάλασσα. Όταν δεν χτυπιόμασταν μέσα στο
χορό, αράζαμε έξω στα τραπέζια που
έγερναν στην κατηφοριά ή κάτω, χύμα στα βράχια. Με τα μάτια σταθερά στον ουρανό
που Αύγουστο έβρεχε αστέρια, ή ευθεία
στη θάλασσα περιμένοντας να περάσει
μπροστά μας το καράβι της γραμμής, αργά, με κράτει τις μηχανές, ολόφωτο στο
σκοτάδι. Μετά τη ρέμβη και τη ρομαντζάδα,
πάλι μέσα να χορεύουμε ιδρωκοπώντας
κάθε νύχτα μέχρι το ξημέρωμα. Κάθε
ξημέρωμα.
Τα
“ξένα” δεν άρεσαν στον Λιά. Με τα χρόνια
βέβαια τα συνήθισε και τον έβλεπες πίσω
από τη μπάρα να σερβίρει και να κουνιέται
άτσαλα στο ρυθμό τους. Εκείνος ήθελε να
βάζει μόνο νησιώτικα ή λαϊκά μα όποτε
επιχείρησε ν` αλλάξει το πρόγραμμα,
πλάκωναν οι ντόπιοι, κατέβαζαν μια
θάλασσα ρακές, έσπαγαν στο τσακίρ κέφι όλο το μαγαζί κι οι “ξένοι” βέβαια
την έκαναν κανονικά. Έτσι το πήρε
απόφαση και το πρόγραμμα ήταν αποκλειστικά
“ξένο”. Με μόνη εξαίρεση το τελευταίο
κομμάτι. Πάντα το ίδιο. Το αγαπημένο
του. Ήταν το “δι ευχών” της νύχτας,
αλάθητο σημάδι ότι μετά από λίγο το
μαγαζί θα έκλεινε. Άκουγες την εισαγωγή
με το μπουζούκι και έτσι καταλάβαινες
ότι κι αυτή η νύχτα είχε τελειώσει κι
ας είχε από ώρα αρχίσει να ξημερώνει.
Τότε,
πάντα κάποιος από μας τους λιγοστούς
τελευταίους θαμώνες σηκωνόταν, στηνόταν
στο κέντρο του μαγαζιού, άπλωνε τα χέρια,
χαμήλωνε τον κορμό και ζύγιζε για λίγο
το ρυθμό. Στους πρώτους στίχους του
Μάριου Τόκα κινιόταν αργά από το κάστρο
του Πλαταμώνα και τα φαναριώτικα
μονοπάτια, στα Σαλονικιώτικα σοκάκια.
Ράθυμα μαζευόμασταν γύρω του γονατίζαμε
και χτυπούσαμε παλαμάκια κι ο ζεστός
γαρμπής που φυσούσε έξω χωρίς να το
καταλάβουμε γύριζε σε παγωμένο Βαρδάρη.
Μετά από λίγο στο ρεφρέν, ο μοναδικός
χορευτής, σε αυτό το ανείπωτα πονεμένο,
το διπλό “σ` αναζητώ”, άρχιζε τις
στροφές, άπλωναν κι άλλο τα χέρια του,
γύριζε δερβίσης με κλειστά τα μάτια,
γύριζε χάνοντας τον κόσμο, γύριζε, γύριζε
κι ήμασταν κι εμείς με κλειστά μάτια
γύρω του χαμένοι στο μέσα μας ο καθένας,
γιατί για πες μου αλήθεια ποιός δεν έχει
έστω και μια φορά, αναζητήσει σεκλετισμένος
ξημερώματα στη Σαλονίκη ή αλλού μια
αγάπη; Ποιος δεν έφτασε μέχρι την αυγή,
μισός, από “το μαχαίρι που στα δύο
μας χωρίζει”; Κι ήταν η φωνή του
Μητροπάνου που μας τα θύμιζε όλα τα
παλιά μεράκια, τα αρχαία σεκλέτια, τα
ξεχασμένα, ξύνοντας γλυκά πληγές και
ξεσηκώνοντας ιστορίες από καιρό
λησμονημένες. Και λιώναμε. Λιώναμε, όχι
από το ξενύχτι ή το μεθύσι μα από βαρύ
σεβντά, εμείς που μέχρι πριν από λίγο
χτυπιόμασταν με τα “ξένα”.
Ο
Λιάς πίσω από το πάγκο, σα βουρκωμένος
από τους δικούς του σεβντάδες, στεκόταν
ακίνητος με την πετσέτα χωμένη μέσα σε
καθαρό ποτήρι, χωρίς να το σκουπίζει.
Με το βλέμμα του πάνω μας αλλά φευγάτο,
τραγουδούσε δυνατά και φάλτσα πατώντας
στη φωνή του Μητροπάνου. Τέρμα το έβαζε
πάντα αυτό το τελευταίο τραγούδι, το
αγαπημένο του, να τραντάζονται τα ηχεία,
να αντηχεί στους πέτρινους τοίχους του
μπαρ, να βγαίνει από την ανοιχτή πόρτα
έξω στο κόκκινο πρώτο φως της μέρας, να
ξεφεύγει από το βράχο και να φτάνει
ατόφια, στιβαρή μέχρι τα καΐκια που
γύριζαν εκείνη την ώρα φορτωμένα τη
ψαριά της νύχτας. Μεράκλωναν κι οι
ψαράδες και καμιά φορά, έστελναν από μακριά απόκριση,
το δικό τους “παρών” στο σεβντά, με τη
σειρήνα.
Άμα
έσβηνε η φωνή στο “δοξάρι” κι η
μουσική λίγο μετά, ο Λιάς σκούπιζε το
ποτήρι, το άφηνε στο ράφι, έκλεινε τα
“μαραφέτια” κι έπιανε το λουκέτο να
κλειδώσει το μαγαζί με ένα “άντε
καλημέρα” σε μας που παίρναμε το
χωματόδρομο για τα δωμάτια, αργά κι
αμίλητοι. Ύστερα από λίγα βήματα όλο
και κάποιος ξεκινούσε να μουρμουρίζει
”Σε μια
στοίβα καλαμιές”. Το τραγουδούσαμε
όλοι μαζί, έπειτα έπαιρνε σειρά το “Πες
μου που πουλάν καρδιές” , σε αυτό
ρίχναμε και μια γυροβολιά χωρίς παλαμάκια,
η γυροβολιά έφερνε το Δώσε
μου φωτιά να ανάψω μετά
ερχόταν το Σ`
αγαπώ σαν αμαρτία, φυσικά το Κάνε κάτι να χάσω το τραίνο -αλλάζοντας βέβαια μέσα μας το "τραίνο" του τραγουδιού με το "καράβι" της επιστροφής μας- και
καταλήγαμε αντί στα δωμάτια, στην παραλία
να επαναλαμβάνουμε με αλλόκοτο πείσμα:
Αλίμονο
αλίμονο, αλίμονο,
πολύ περισσότερες φορές από όσες κανονικά
λέει το τραγούδι. Μα αυτό το “αλίμονο”
δεν πήγαινε σε μας. Γιατί εμείς μετρούσαμε και βρίσκαμε ότι είχαμε
αγαπήσει πολύ, ήμασταν δακρυσμένοι
από ώρα και δίπλα μας είχαμε την ομορφιά
της ζωής σε μια παρέα, μπροστά μας είχαμε
την ομορφιά της ζωής σε μια θάλασσα και
σε έναν ήλιο που ήταν ήδη ψηλά.
Σήμερα
που ο Χάρος
βγήκε παγανιά και πήρε
το Μητροπάνο, το αηδονάκι που έπαιζε με το θάνατο, κάθομαι όπως κι εσείς κι
ακούω και ξανακούω τα τραγούδια του.
Το καλοκαίρι στο Νησί, την πρώτη νύχτα
λογαριάζω να παραγγείλω στο Λιά να
αλλάξει το τελευταίο “Σ` αναζητώ” -
έστω για μια φορά- με το καινούριο του
Κραουνάκη το “Να
σβήσει αυτό το φως”. Να το ακούσουμε
αξημέρωτα με τέρμα ένταση, ήσυχοι, καθισμένοι
μέσα στο μπαρ κι όταν θα λέει ο Μητροπάνος
“εδώ
θέλω έναν ήχο μικρό σαν βήμα σου ξυπόλητο/
να πάρει χρόνο η καρδιά...”
να βγούμε έξω, όλοι οι τελευταίοι
θαμώνες της νύχτας κι ο Λιάς μαζί μας κι από το βράχο, να
βουτήξουμε στη θάλασσα. Στο “σκοτάδι
απόλυτο”.
Έτσι, σαν καθυστερημένο αποχαιρετισμό.
update: Διαβάστε, Ούτε ο Μητροπάνος άκουγε Σημίτη της Ναταλί Χατζηαντωνίου