Ενα απόγευμα στο Παρίσι, αρχές καλοκαιριού καλή ώρα, εκεί που πίναμε καφέ στο σπίτι μου, κάποιος έριξε την ιδέα "Δεν πάμε να δούμε το ηλιοβασίλεμμα στο ποτάμι";
Είμαστε τέσσερις. Ο Δημήτρης, η Νέλλυ, η Αλίκη κι' εγώ.
Ξεκινήσαμε πέρνωντας τον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση το Ivry.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ο Δημήτρης άρχισε να κορνάρει ρυθμικά... Προσπερνούσαμε μια νταλίκα με ελληνική πινακίδα. Όταν βρεθήκαμε παράλληλα με τον - ξαφνιασμένο - οδηγό και του μιλήσαμε ελληνικά, έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο και κουνώντας το χέρι του μας φώναξε: "Εδώ παρακάτω ρε, που έχει μια καφετέρια να πιούμε κανά καφέ..."
Του γνέψαμε καταφατικά και τον προσπεράσαμε.
Κυριολεκτικά...
Δεν έμαθα ποτέ τι ακριβώς σκέφτηκαν οι υπόλοιποι αλλά μπορώ να μιλήσω για τους δικούς μου προβληματισμούς.
Τι θα απαντούσαμε στον νταλικιέρη, όταν θα μας ρωτούσε τι κάνουμε στο Παρίσι...
Ο Δημήτρης, ότι συνεχίζει μετά το πολυτεχνείο, ζωγραφική στη Beaux Arts... η Νέλλυ ότι ασχολείται με τον κινηματογράφο... η Αλίκη σπουδάζει Ιστορία.. κι' εγώ ότι παρακολουθώ φιλοσοφία του πολιτισμού;;....
Έννοιωσα κάπως αφύσικη (και προκλητική) μια τέτοια "εξομολόγηση" μπροστά σ΄ένα βιοπαλαιστή που η ζωή του περνούσε πάνω σε τέσσερις ρόδες. Αισθανόμουν ότι τα πινέλλα του Δημήτρη, τα πλάνα της Νέλλυς, οι fiches της Αλίκης και τα βιβλία μου, ήσαν ένα φορτίο περίεργο (αν όχι άγνωστο) για κάποιον που γνώριζε πιο χειροπιαστά εμπορεύματα...
Έσπασα πρώτος τη σιωπή που είχε πέσει, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να μην βγούμε από το πρόγραμμά μας και μάλιστα ότι θάπρεπε να βιαστούμε.
Το δέχτηκαν όλοι αδιαμαρτύρητα, αν όχι με πραγματική ανακούφιση!
Στο βάθος, όλοι μας προτιμούσαμε τη φυγή και την ασυνέπεια στο rendez vous με τον νταλικιέρη, από την αμηχανία μπροστά στην πραγματικότητα.