1949-2025 Οι δύσκολες σινοσοβιετικές/σινορωσικές σχέσεις και οι ΗΠΑ, από την εποχή του Ιωσήφ Στάλιν και του Μάο Τσετούνγκ, μέχρι τον άτυπο σινοικορωσικό άξονα των Σι Τζινπίνγκ και Βλαντιμίρ Πούτιν και τον επιχειρούμενο διεμβολισμό του, από την Ουάσινγκτων, τώρα.
Η σύσφιξη των σχέσεων, ανάμεσα στην Ρωσία και την “Λαϊκή Δημοκρατία” της Κίνας, που έχει πάρει, με αφορμή τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, την μορφή μιας άτυπης συμμαχίας, πέραν των μεγάλων διαστάσεων των οικονομικών σχέσεων, μεταξύ των δύο αυτών ισχυρών κρατών, έχουν προχωρήσει και σε μια στενή στρατιωτική συνεργασία, σε όλα τα επίπεδα.
Αυτός ο νέος άξονας Μόσχας - Πεκίνου εξασφαλίζει τον παραγκωνισμό των πολλών αρνητικών επιπτώσεων, που θα είχαν οι κυρώσεις των δυτικών κρατών, στην ρωσική οικονομία, ενώ, παράλληλα, ενισχύουν την πυρηνική αμυντική προστασία της Κίνας, από το οπλοστάσιο των ΗΠΑ, με την παρουσία της ρωσικής πυρηνικής ομπρέλας, η οποία, ατύπως, καλύπτει την κινεζική επικράτεια, στα πλαίσια αυτής της συμμαχίας.
Αυτή την άτυπη συμμαχία προσπαθεί να διεμβολίσει η Ουάσινγκτων, με την κυβέρνηση του Donald Trump, επιχειρεί την αποκόλληση της Ρωσίας από την επιρροή της Κίνας, ή, τουλάχιστον, την ουδετεροποίηση της Μόσχας, στον εντεινόμενο ανταγωνισμό της Ουάσιγκτων, με το Πεκίνο. Το εγχείρημα αυτό έχει τις δυσκολίες του, διότι η Ρωσία και η Κίνα έχουν ανάγκη η μία την άλλη, αλλά από την άλλη πλευρά, Αυτό δεν σημαίνει ότι σχέσεις Ρωσίας και Κίνας είναι ανέφελες. Υπάρχει ένα βεβαρυμένο ιστορικό, στις σχέσεις αυτές το οποίο ξεκινάει, από την εποχή της “Σοβιετικής Ένωσης”, κατά την περίοδο της σταλινικής εποχής, όταν, μετά την επικράτηση των Κινέζων κομμουνιστών, στον εμφύλιο πόλεμο και την νίκη τους, σε βάρος των εθνικιστικών δυνάμεων του στρατηγού Τσανγκ Καϊσέκ, που, μετά την ήττα τους, διέφυγαν, στην Φορμόζα (στην σημερινή Ταϊβάν).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ, ανέλαβε την διακυβέρνηση της αχανούς αυτής χώρας, επίσημα, τον Οκτώβριο του 1949 και το θέμα, που τέθηκε, τότε, επί τάπητος, ήταν η προσχώρηση της τεράστιας “Λαϊκής Δημοκρατίας” της Κίνας, στην “Σοβιετική Ένωση” και την ενσωμάτωσή της, σε αυτό το υπέρεθνικό κράτος, που ιδρύθηκε, σε διεθνιστική βάση, πάνω και πέρα, από εθνικές αναφορές, ακριβώς, ως ένα διεθνιστικό κομμουνιστικό κράτος, το οποίο, στην πορεία του χρόνου, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, είχε, ως σκοπό, την ενσωμάτωση, σε αυτό, όλων των άλλων χωρών, που, στην πορεία του χρόνου, θα αποκτούσαν ένα κομμουνιστικό καθεστώς.
Αυτά ήταν τα πλαίσια, που τέθηκαν, από τον Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν και τους μπολσεβίκους, εκείνη την εποχή. Ως εκ τούτου, η νίκη των Κινέζων κομμουνιστών, στον εμφύλιο πόλεμο, όπως και η επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων, στην ανατολική Ευρώπη, με το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, έθεταν, με επιτακτικό τρόπο, το ζήτημα της ένταξης όλων αυτών των χωρών, στην υπερεθνική και υποτίθεται διεθνιστική “Σοβιετική Ένωση”.
Εκείνη την εποχή, η άρχουσα “σοβιετική” γραφειοκρατία γραφειοκρατία ετέθη, προ διλημμάτων και προβλημάτων, τα οποία δεν προέρχονταν, τόσο από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες ήσαν μικρές, σε μέγεθος, αλλά, ουσιωδώς και κυριαρχικά, από την Κίνα, η οποία, πέρα από την αχανή της έκταση, που, από μόνη της, δεν δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα, είχε ένα τεράστιο πληθυσμιακό μέγεθος και βέβαια, μέσα σε αυτό το τεράστιο μέγεθος του κινεζικού πληθυσμού, πλαισιωνόταν, από μία υπερμεγέθη νεοπαγή κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία, η οποία, εξαιτίας αυτού του τεράστιου αριθμητικού της μεγέθους, έθετε, έμπρακτα, θέμα ριζικής και ολοκληρωτικής αναδόμησης, ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης, μέσα στα όργανα του διευρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και του αναδομημένου “σοβιετικού” κράτους, που θα εμπεριείχε και την Κίνα, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πολυπληθής κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία θα καταλάμβανε την μέγιστη πλειοψηφία, στα νέα κομματικά όργανα και κρατικά όργανα, στο ΚΚΣΕ και στην “Σοβιετική Ένωση”, κάτι που θα παραγκώνιζε την υπάρχουσα “σοβιετική” γραφειοκρατία και θα περιόριζε, δραστικά, τον ρόλο της και την ισχύ της, μέσα στο αναδιοργανωμένο κομμουνιστικό κόμμα, της “Σοβιετικής Ένωσης”, που θα κυριαρχούνταν, από την νεοπαγή κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία.
Παράλληλα, το γεγονός ότι η Κίνα ήταν, ως τριτοκοσμική χώρα, υπανάπτυκτη έθετε ένα θεμελιακό ζήτημα, όσον αφορά την ασκούμενη οικονομική πολιτική, μέσα στην αναθεωρημένη μορφή της “Σοβιετικής Ένωσης” γεγονός, το οποίο σήμαινε την ανακατεύθυνση των κρατικών επενδύσεων και της αναδιανομής του παραγόμενου εισοδήματος, που θα προσανατολίζονταν, προς την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, η οποία είχε, εξ αντικειμένου, ανάγκη να προχωρήσει αυτή η διαδικασία, που, στην πράξη, θα ήταν επιβαρυντική και θα έβλαπτε, ριζικά, την ρωσική και τις υπόλοιπες εθνότητες αυτής της νέας “Σοβιετικής Ένωσης”, που θα υπήρχε, μετά την ένταξη της Κίνας, σε αυτήν.
Είναι σαφές ότι ο Ιωσήφ Στάλιν και η ρωσική γραφειοκρατία βρέθηκαν, ενώπιον αυτού του τεράστιου προβλήματος και φυσικά, αποφάσισαν να μην εντάξουν την Κίνα, στην “Σοβιετική Ένωση”, παρά το αρχικό λενινιστικό σχέδιο.
Ως εκ τούτου, προτίμησαν να κρατήσουν την Κίνα, ως χωριστό κομμουνιστικό κράτος, με την δική του γραφειοκρατική εξουσία, προκειμένου να αποφύγουν τις προαναφερόμενες εξελίξεις, που θα έβλαπταν την γραφειοκρατία του ΚΚΣΕ. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι η κομμουνιστική Κίνα ετίθετο, υπό την “σοβιετική” επιρροή και βέβαια, της εδίδετο η κατάλληλη, για την “σοβιετική” γραφειοκρατία, βοήθεια, για την εξαρτημένη, πολιτικά και ελεγχόμενη οικονομική της ανάπτυξη, χωρίς, βέβαια, το τεράστιο κόστος, που θα συνεπαγόταν, από την ένταξη της, στο “σοβιετικό” κράτος, το οποίο κρατούσε την δική του ανεξαρτησία και την διαχείριση της δικής της οικονομικής πολιτικής και της εξουσίας της “σοβιετικής” γραφειοκρατίας.
Στην ουσία, όμως, έτσι τέθηκε η βάση του μελλοντικού διχασμού και της διάρρηξης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο αυτές μεγάλες χώρες.
Αφορμή ήταν το γεγονός ότι, μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος ήταν ο πολιτικός και ιδεολογικός πατέρας και της σοβιετικής γραφειοκρατίας και της κινεζικής κομμουνιστικής γραφειοκρατίας του Μάο Τσετούνγκ, διότι, από εκεί και πέρα, η απουσία του Ιωσήφ Στάλιν, από την εξουσία και εγγενή προβλήματα προβλήματα, τα οποία προέκυψαν, από τις ίδιες τις ανάγκες της ανάπτυξης της Κίνας και των δικαιολογημένων απαιτήσεων, που είχε, στα ζητήματα της συνεργασίας της, με την μετασταλινική “Σοβιετική Ένωση” του Νικήτα Χρουστσώφ, οδήγησαν τα δύο κομουνιστικά κράτη, σε ρήξη, με αφορμή το γεγονός ότι η “σοβιετική” γραφειοκρατία, με τον Νικήτα Χρουστσώφ, δεν θέλησε και αρνήθηκε να παραχωρήσει και να μοιραστεί την πυρηνική τεχνογνωσία, με την Κίνα, με την υποκριτική επίκληση των συμφωνιών, που είχε η “Σοβιετική Ένωση”, με τις Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής, για την μη επέκταση των πυρηνικών όπλων, σε άλλες χώρες, γεγονός το οποίο είναι σαφές ότι αντιμετωπίστηκε, από το Πεκίνο, ως ένα πρώτο σοκ και οδήγησε την ηγεσία της Κίνας, στην οριστικοποίηση της διαπίστωσης, που αφορά την ριζική απόκλιση των συμφερόντων των δύο κομμουνιστικών κρατών, οι γραφειοκρατίες των οποίων είχαν ανταγωνιστικά συμφέροντα, τα οποία προσδιορίζονται, στο γεγονός ότι το μέγεθος της Κίνας και οικονομική της ανάπτυξη θα έθεταν ζήτημα ενός δεύτερου πόλου, στα πλαίσια του παγκόσμιου κομμουνιστικού στρατοπέδου και θα οδηγούσε, μακροπρόθεσμα, στον παραγκωνισμό της “Σοβιετικής Ένωσης, από την κομμουνιστική Κίνα.
Και πράγματι, η ρήξη ήλθε, ανάμεσα, στο Πεκίνο και στην Μόσχα, με την πολιτικοϊδεολογική αφορμή της λεγόμενης αποσταλινοποίησης, την οποία ξεκίνησε η μετασταλινική “σοβιετική” γραφειοκρατία, στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, γεγονός το οποίο οδήγησε στην διαφωνία Μάο Τσετούνγκ και του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και στην, συν τω χρόνω, εμβάθυνση της αντιπαράθεσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και του ΚΚΣΕ, γύρω από το θέμα αυτό, αφού το Πεκίνο αποφάσισε να υπερασπιστεί την μνήμη και το έργο του Ιωσήφ Στάλιν, απέναντι στην “σοβιετική” γραφειοκρατία της εποχής του Νικήτα Χρουστσώφ και τον επιγόνων του.
Η αρχή έγινε, το 1961, οπότε οι ιδεολογικές διαφορές τους προκάλεσαν την επίσημη καταγγελία, από το Πεκίνο, των “ρεβιζιονιστών προδοτών”, στην “Σοβιετική Ένωση”, την οποία ο Μάο Τσετούνγκ χαρακτήρισε, πλέον, ως αντεπαναστατική και σοσιαλιμπεριαλιστική.
Έτσι, οριστικοποιήθηκε το ρήγμα ανάμεσα, στα δύο μεγάλα κομμουνιστικά κράτη, που, συν τω χρόνω, απέκτησε τεράστιες διαστάσεις, οι οποίες κατέστησαν ανεπίστρεπτες τις αρνητικές αυτές εξελίξεις, στις σχέσεις των δύο κρατών, που υπήρξαν, άκρως, ανταγωνιστικές και εντός του παγκόσμιου κομμουνιστικού στρατιώτου, αλλά και στις ευρύτερες διεθνείς σχέσεις, με αποτέλεσμα, το 1972 η Κίνα του Μάο Τσετούνγκ να προχωρήσει σε μία συμμαχία, με την Ουάσινγκτων του Richard Nixon και του Henry Kissinger, η οποία κράτησε και οικοδομήθηκε, σε αντισοβιετική αντιρωσική βάση και κράτησε, μέχρι την αυτοδιάλυση της “Σοβιετικής Ένωσης” στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η σύγχρονη προσέγγιση προσέγγιση της μετασοβιετικής Ρωσίας, με την κομμουνιστική Κίνα, προέκυψε, εξαιτίας του γεγονότος ότι, πλέον, η Κίνα, ως μια μεγάλη οικονομική υπερδύναμη, η οποία εξελίσσεται, στο να είναι, πλέον, άμεσα, ανταγωνιστική, με τις ΗΠΑ, με την ασυγκράτητη τεχνολογική ανάπτυξη του κινεζικού γίγαντα, όπως και τις αναβαθμιζόμενες στρατιωτικές της δυνατότητες, συν το γεγονός ότι είναι και πυρηνική δύναμη.
Στα πλαίσια, αυτά η προσέγγιση της μετασοβιετικής Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν της κομμουνιστικής Κίνας του Σι Τζινπίνγκ υπήρξε και είναι αναγκαία, γιατί η Ρωσία, παρά τις όποιες αδυναμίες της, παραμένει να είναι η πρώτη πυρηνική δύναμη, στον κόσμο και να έχει μία ακαταμάχητη πυρηνική ομπρέλα, συν το γεγονός της ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων με την αχανή Ρωσία και κυρίως, λόγω της πολιτικής της “διπλής ανάσχεσης” αυτών των δύο υπερδυνάμεων, που επιδιώκουν οι ΗΠΑ και ο δυτικός κόσμος.
Το πόσο θα κρατήσει και τις ισορροπίες, που πρόκειται να υπάρξουν, με τα νέα δεδομένα, που θέτει η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον πρόεδρο Donald Trump, είναι το ζητούμενο.
Θα δούμε.
Σχόλια