Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Εναντίον της τσόντας


Όσο εύκολος και δεκτικός είμαι με τους ανθρώπους, αρκεί να μη νομίζουν ότι μπορούνε να με πιλατεύουν όπως τους καπνίσει ένεκα καρτερίας και κατανόησης μου, τόσο δύσκολος είμαι με το τι μου αρέσει. Κάποτε η Ζ μού είπε ότι κάτι πρέπει να με πείσει και να με κερδίσει για να πω "μου αρέσει", μια και η αρχική μου κατάσταση και διάθεση είναι το όχι.

Ωστόσο με ενθουσιάζουνε δύο διαγωνισμοί ριάλιτυ: το αμερικάνικο Master Chef και το Project Runway. Τους τραγουδιάρηδες και τα ταλέντα τα βαριέμαι: προτιμώ να βλέπω να διαγωνίζεται κόσμος που μπορεί να φτιάξει κάτι.

Τις προάλλες πάντως έπεσα σε ένα My Style Rocks. Ελληνικό. Δεν θα πω για τα ρίγη θυμηδίας, οίκτου και αναφυλαξίας που μου προκάλεσε η κριτική επιτροπή. Το θέμα της βραδιάς ήταν "ντύσου σαν σταρ". Η Ραμόνα, η οποία μαθαίνω ότι εξελίσσεται στον Τσάκα της δεκαετίας, ήξερε πώς να σταθεί μέσα σε αυτό το υβρίδιο αποκριάτικου πάρτυ και κυριακάτικου τραπεζιού με τάχα μου αστή αρχαία θεία: είχε ντυθεί Γκρέις Τζόουνς. Μια άλλη είχε ντυθεί Μπιγιονσέ. Εγώ όταν την είδα νόμισα ότι είχε ντυθεί πορνοστάρ σε ταινία με κυριλέ μιλφάρες, αφού φόραγε κάτι μπούστα και ρόμπες αραχνοΰφαντες. Μια άλλη πίσω, που δεν φαινότανε και πολύ καλά, έμοιαζε σαν να βγήκε από κάτι πορνό παρωδίες του Sons of Anarchy με ολίγη από πανκιό ταινίας Δαλιανίδη. Μετά άλλαξα το κανάλι γιατί μία νόμιζε ότι έμοιαζε στην Τάμτα.

Αλλά ναι, νομίζω ότι η τσόντα έχει αλώσει το σέξι μας.

Να εξηγηθώ. Επαναλαμβάνω ότι επί της αρχής δεν έχω τίποτε κατά της πορνογραφίας: και αναγκαία είναι και ευχάριστη. Ευχάριστη για τους ευνόητους λόγους και αναγκαία ως αντίσταση και αντίπραξη στον ασκητισμό, στον πουριτανισμό και στην έξωθεν ρύθμιση του βίου, των επιθυμιών και των ηδονών. Επιπλέον, τάσεις και αισθητικές θέσεις που ξεκινούν από την πορνογραφία διαμορφώνουν και την αισθητική μας και τη νοοτροπία μας.

Και κάπου εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, γιατί η πορνογραφία δεν είναι ανεξαιρέτως επαναστατική και απελευθερωτική. Συγκεκριμένα:
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να έχεις πρόβλημα με την πορνογραφία. Η μεγάλη πλειονότητα του επαγγελματικά φτιαγμένου πορνογραφικού υλικού που κυκλοφορεί μας έρχεται είτε από μια γειτονιά του Λος Άντζελες, είτε από τρεις-τέσσερις ευρωπαίους υπερπαραγωγούς. Υπερφωτισμένα πλάνα, υπερσουλουπωμένες γυναίκες λες και φτιαγμένες από πρωτόγονο πρόγραμμα τρισδιάστατης σχεδίασης, απόλυτη σεναριακή προσκόλληση στο εξής τελετουργικό: στοματικό αλλέ, στοματικό ρετούρ, λούπα· σφυροκόπημα α λα καρτ και αλλαγή στάσης (ν φορές, όπου ν≤4), τέλος στα μούτρα ή εκεί γύρω. Βλέπεις ουλές από τις προσθετικές, βλέμματα λιγωμένα μα ντεκαυλέ, δωμάτια ξενοδοχείων, πισίνες στελεχών και σαλόνια βιλλών, αλλόκοτες ανατομίες (αλογίσιες ψωλές ανεξαιρέτως περιτμημένες, μουνιά σα σχισμές κουμπαρά από τις εγχειρίσεις κτλ.), τανύσματα, διαστολές, διατάσεις, ακούς βρωμόλογα που δεν είναι βρωμόλογα παρά κάπως άνοστα ξόρκια. Και όλα τ' άλλα είναι niche.
Η αισθητική αυτής της σχολής πορνογραφίας μάς έχει σβερκωθεί άσχημα. Αυτό είδα στο My Style Rocks. Η αμερικανική βιομηχανική τσόντα έχει διαμορφώσει πώς βλέπουμε το σέξι, το παιχνιδιάρικο, το καυλιάρικο -- ακόμα και το πώς βλέπουμε το ντύσιμο ινδαλμάτων εκτός πορνογραφίας. Πέρα από το ότι έχουμε εθιστεί στη "φωταψία, τάχα μου ανυπόκριτη και ειλικρινή, στη φάση "όλα στο φως" της αμερικάνικης εποχής μας", ενδυματολογικά κάθε τι σχετικό με την επιθυμία και τη διέγερση περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το φίλτρο της πορνογραφικής ματιάς.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τους έρωτες και τα γαμήσια και με το τι προσδοκίες έχουμε από αυτά. Όπως έγραφα πέρσι,
διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες -- ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.
Βεβαίως υπάρχουν εναλλακτικοί παραγωγοί πορνογραφίας, όπως η σχολή της Erika Lust και άλλες πολλές. Υπάρχει πια η ερασιτεχνική τσόντα, ιδιωτικής στόχευσης στη μεγάλη της πλειοψηφία. Υπάρχουν πολλές και διάφορες ερωτογραφίες.

Ωστόσο το πρόβλημα παραμένει ότι η τσόντα, και μάλιστα αυτή που κυκλοφορεί και καταναλώνεται στο τζαμπέ διαδικτυακώς, κυριαρχείται από αυτό το προκάτ και βιομηχανοποιημένο πράμα που περιέγραψα πιο πάνω. Κι αυτό το πράμα δεν είναι ούτε ανταρσία ούτε αντίσταση παρά ακόμα ένας τρόπος να καλουπώσουμε βίο, επιθυμίες και ηδονές. Επιπλέον, όπως φάνηκε και στις παραπάνω περιπτώσεις διαγωνιζόμενων στο ριάλιτυ, αλλοιώνει όχι μόνο τον τρόπο που κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε αναλυτικές κατηγορίες όπως σέξι ή διεγερτικό αλλά διαμορφώνει και τον τρόπο που βλέπουμε τι φοράει π.χ. η Μπιγιονσέ.

Και τι να κάνουμε; Τα γνωστά: να βρούμε την δική μας τσόντα, τη σωστή, όπως ψάχνουμε να βρούμε το δικό μας φαγάδικο και το δικό μας μπαρ· να βρούμε την πορνογραφία που ταιριάζει σε εμάς και που δεν μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε με τις δικές της μανιέρες -- πράγμα ευκολότερο αν είσαι πάνω από τριάντα, για να πω τη μαύρη αλήθεια. Και τι άλλο να κάνουμε; Να φτιάξουμε κι εμείς τη δική μας τσόντα.

GatheRate

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Επαρχία


Ο Σαββόπουλος μίλησε για άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία.

Όμως η επαρχία είναι παραπάνω και πέρα από ασυνάρτητη. Μάλιστα, αν κάτι χαρακτηρίζεται από ασυναρτησία, αυτό είναι η ίδια η πόλη με την πολυμορφία της και την έλλειψη κεντρικών οργανωτικών αρχών και συνθηκών.

Την επαρχία τη συνοδεύει και την καθορίζει η στεκάμενη ομοιομορφία της. Και δεν εννοώ το τοπίο, εννοώ τα πάντα της. Η στεκάμενη ομοιομορφία των λόγων, των διαθέσεων, των τρόπων, των ηθών.

Την επαρχία πάντως τη χαρακτηρίζει η ασάλευτη ασχήμια της. Βεβαίως και οι πόλεις μπορεί να είναι άσχημες· αν φύγει κανείς από τις εξευγενισμένες ή τις φροντισμένες γειτονιές τους, συνήθως είναι άσχημες. Αλλά πρόκειται για την ασχήμια της ζωής: για τα υποπροϊόντα δράσης κι αντίδρασης, εμπορίου και φαγητού, διαφωνίας και καβγά, διέγερσης και οργασμού, καβγά και θανάτου. Στην επαρχία όλα είναι ασάλευτα γιατί όλα παρακολουθούνται στενά κι αποτελεσματικά. Αν παρελπίδα ξεφύγουν, θα επανέρθουν αμέσως στην ακινησία -- και τους κραδασμούς θα απορροφήσουν δυο τρεις ευαίσθητες ψυχές που χλευάζονται ή και κανας σαλός που παραμιλάει.
 
Η ατονία και η αυτάρεσκη μικροπρέπεια βασιλεύουν στην επαρχία. Όλοι στην επαρχία νιώθουνε θεοί, θεοί τοπικοί και χθόνιοι αλλά θεοί. Κάθε τι μικρό που σπινθηρίζει στην επαρχία δεν είναι χαρά, σαν αυτές που κρύβονται στις πτυχές και τους μαιάνδρους και τις εσοχές της πόλης, παρά το υποκατάστατο κάθε μεγάλης ιλαρότητας, η οποία ελλείπει στην επαρχία.

GatheRate

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Cadenza, δέκα χρόνια μετά


Απόψε οδηγώντας μέσα στη νύχτα, όπως μου αρέσει, έβαλα να ακούσω το Heroes. Ωστόσο μετά το ομώνυμο τραγούδι έβγαλα το σιντί και έβαλα το Coming Up των Suede. Νομίζω ότι θα συμφωνήσετε κι εσείς πως αν κάποιος ακούσει το Trash αμέσως μετά το Heroes θα καταλάβει χωρίς πολλά πολλά αλλά και θα νιώσει τι έγινε μεταξύ 1977 και 1996 στον κόσμο όσων ένιωθαν και μάλλον ακόμα θέλουνε να νιώθουν νέοι.

Μετά το By the sea, που είναι ίσως από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχει ξεχάσει πια ο κόσμος, έβαλα να ακούσω το πέμπτο κοντσέρτο του Μπετόβεν, δέκα χρόνια μετά στην ίδια διαδρομή όπως όταν έγραψα αυτό, όταν ήμουν ένας άνθρωπος γεμάτος ελπίδες αλλά νικημένος.

Αυτή τη φορά δεν άκουγα ζαμπόνηρες κι όλο φανφάρα μουσικές λιχουδιές, παρά κάτι δύσκολο και γι' αυτό όμορφο. Απόψε δεν άκουγα το πιάνο να απαντάει μελωδικά και δεξιοτεχνικά στις ντραμ-ντραμ-ντραμ-ντρουμ συγχορδίες της ορχήστρας, ούτε κάποιον άυπνο και καταπονημένο μαθητή πιάνου να πέφτει ηρωικά έχοντας εξαντληθεί μετά το εικοσάλεπτο πρώτο μέρος. Απόψε ένιωθα τη μουσική να μου λέει για τη ζωή μου, την άκουγα ταπεινά καθώς με ζωοποιούσε και αντιφωνούσε τη διάθεσή μου μεγαλόστομα όμως σοφά, απόψε άκουγα τα χέρια κάποιου που δεν ξέρω να τρέχουν μελωδικές γραμμές προς τα κάπου όπου δεν ήξερα πώς πάνε αλλά όπου ήθελα να είμαι.

GatheRate

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Μαγειρεία


Ελληνικό εστιατόριο


Νομίζω ότι το μαγειρείο είναι το κατ' εξοχήν ελληνικό εστιατόριο.

Όταν λέω "ελληνικό" έχω στον νου μου κάτι που ανήκει στον νεοελληνικό αστικό πολιτισμό. Άλλωστε εκτός πόλεως ο όρος "εστιατόριο " δεν έχει περιεχόμενο.

Πολλοί θα σκεφτούμε ότι το κατ' εξοχήν ελληνικό εστιατόριο είναι η ψησταριά κι η ταβέρνα. Κι όμως μέχρι τη δεκαετία του '80 η ψησταριά, η ταβέρνα ήτανε χώροι διασκέδασης και όχι εστίασης.

Ο λόγος που σήμερα θεωρούμε τις ψησταριές και τις ταβέρνες (στην εκδοχή του σχάρα-φριτέζα-μικροκύματα) τα κατ' εξοχήν ελληνικά εστιατόρια οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: επικράτηση των ντελίβερυ, αποθέωση της κρεωφαγίας, κτλ. Ένας ακόμα βασικός παράγοντας, όπως και σε πολλές άλλες εκφάνσεις του νεοελληνικού βίου, ήταν η μετακένωση του τι θεωρούν οι δυτικοευρωπαίοι ότι είναι ελληνικό εστιατόριο. Με άλλα λόγια: Γερμανοί και Γάλλοι και λοιποί θεωρούν ότι ελληνικό εστιατόριο είναι η ψησταριά, άρα η ψησταριά είναι.

Βιτρίνες


Μαγειρείο δεν υπάρχει χωρίς βιτρίνα. Η βιτρίνα αντιστρέφει τη λογική του γαλλικού restaurant: εκεί πρέπει να μαντέψεις τι θα φας βάσει της περιγραφής στο μενού. Πρώτα το κείμενο και μετά το φαγητό, πολλές φορές ως έκπληξη.

Στο μαγειρείο βλέπεις τα ταψιά και τα κατσαρόλια πίσω από τη βιτρίνα· κατόπιν ενδεχομένως να χρειαστεί να σου εξηγήσουν τι είναι αυτό που βλέπεις (θα μιλήσω πιο κάτω για τις σάλτσες). Προηγείται η εικόνα και η μυρωδιά, αφού πολλές φορές αχνίζουν τα περιεχόμενα των ταψιών και των κατσαρολιών, και έπεται το κείμενο, συνήθως μονολεκτικοί όροι (μπριάμ, ιμάμ, στιφάδο, μπάμιες, χοιρινό με πατάτες).

Σάλτσες


Αυτό που έπρεπε να ξέρεις πριν πας να φας σε μαγειρείο ήταν ότι οι σάλτσες, τα λάδια και τα λίπια αφθονούν κι ανακυκλώνονται: από το κοκκινιστό στη μακαρονάδα, από το χοιρινό ρολό στις λεμονάτες πατάτες  (με μέτρο).

Τα φαγητά στα μαγειρεία ήταν επίσης ακαταμάχητα γιατί χρησιμοποιούσαν το ενισχυτικό γεύσης "νόστιμο", δηλαδή γλουταμινικό μονονάτριο -- ναι, το MSG που ανακάλυψαν τα χιψτερόνια ως ουμάμι. Γι' αυτό και τα φασολάκια του μαγειρείου δεν χρειάζονταν κύβο κνορ και σίγουρα υπερτερούσαν των σπιτικών: ήτανε βαφτισμένα με λίπη και πασπαλισμένα με νόστιμο.

Βεβαίως τότε ο κόσμος των μαγειρείων δεν έσκαγε για νηστείες και τέτοια.

Η προσποίηση του σπιτικού φαγητού


Η πελατεία των μαγειρείων ήταν η εργαζόμενη ή ακαμάτρα μάνα που έπαιρνε φαγητά σε πακέτο (το τέικ εγουέι της εποχής), ο φοιτητής, ο εργαζόμενος άντρας που είχε την πολυτέλεια να του δίνουν διάλειμμα για φαγητό κι έπρεπε να πεταχτεί να φάει κάπου κοντά.

Η εργατική τάξη δεν τρελαινόταν για σάντουιτς μέχρι πρόσφατα, αφού αρκετό ψωμί και ψωμοτύρι είχε στουμπωθεί, ενώ τα σουβλάκια ήτανε για βράδυ με μπύρες (μόνο στην Κάνιγγος έβρισκες σουβλάκια μεσημέρι, από γάτα και καλά, στην Αθηνάς και στο Μοναστηράκι πουρ λε τουρίστ).

Το μαγειρείο λοιπόν παρίστανε ότι σε ταΐζει σπιτικό φαγητό όπως γιουβαρλάκια, παστίτσιο, παπουτσάκια, φρικασέ, αλλά βεβαίως επρόκειτο για υπερπαραγωγή σάλτσας και νοθείας.

Κάτι που πάει πακέτο με το μαγειρείο ως τρόπο εστίασης είναι η δυνατότητα να πάρεις μια ολίγη, μαζί με μια σκέτη ρύζι π.χ., να ισορροπήσεις δηλαδή μεταξύ τσιμπολογήματος τύπου μεζέ και "κανονικού" μασαμπουκιάσματος.

GatheRate

Χειμώνας

Πολλοί από εκείνους στέργουν κι αποζητούν συστηματικά το καλοκαίρι τελικά έχουν ανάγκη τη στανική εξωστρέφεια που επιβάλλει το θέρος· στέργουν την αποκάρωση του καλοκαιριού και που δεν σου επιτρέπει να ξεφύγεις από την κατάσταση του έξω κόσμου, είτε είναι γεμάτος σκόνη κι υγρασία και καύμα, είτε -- κατά το ιδανικό τους -- είναι γεμάτος θάλασσα.

Απεναντίας το κρύο και η σιωπή του χειμώνα, η βαρειά ησυχία από εξωτερικά ερεθίσματα, η ανάγκη να προστατευτείς από τη βροχή ή από το χιόνι σε εξαναγκάζει να ακτινοβολήσεις ό,τι έχεις εντός σου. Αν εντός σου υπάρχει κάτι που δεν αντέχεις ή που σε πνίγει, ο χειμώνας σε συνθλίβει. Όμως καθόλου δεν σου φταίνε τα στοιχεία της χειμερινής φύσης, παρά η σιωπή γύρω σου που αυτά επιβάλλουν και που σε αναγκάζει να ακούσεις και να νιώσεις ό,τι έρχεται από μέσα σου.

GatheRate

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Το θέαμα του πόνου


στον Αλέκο Μοριανόπουλο

Το έργο της Βούλας Παπαϊωάννου το έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Οι φωτογραφίες της είναι πάντοτε συνθετικά καθαρές και μιλούν αργά και ξεκάθαρα χωρίς να φωνασκούν νεορεαλιστικά. Επίσης, χωρίς το έργο της, τόσες δεκαετίες μετά θα πιστεύαμε ότι η μεταπολεμική Ελλάδα ήταν ανεμελιά τύπου Time-Life και εκείνη η φωτό των λαμπερών Χαυτείων με τις κουρσάρες.

Αυτή η φωτογραφία λέγεται "Οικογένεια ορφανή από πατέρα", είναι του 1945 και βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. Τώρα θέλω μόνο να σχολιάσω την πόζα του γιου στα αριστερά, πρέπει να είναι ο μεσαίος. Νομίζω ότι διακρίνω αδημονία κι αγανάκτηση. Ενδεχομένως δυσανασχετεί που τον έστησαν εκεί να τον φωτογραφίσουν ως ορφανό με τα αποφόρια και τα κοντά παντελόνια -- θυμάμαι να μου λέει ο πατέρας μου πόσο κανονικός άνθρωπος αισθάνθηκε όταν πρωτοφόρεσε μακρύ παντελόνι. Ίσως νιώθει ο μικρός τέρμα αριστερά ότι αυτή η φωτογραφία θα χρησιμοποιηθεί για να συγκινήσει κάθε λογής φιλανθρώπους και ευεργέτες, ξένους και εγχώριους. Δείτε και το αριστερό χέρι της γυναίκας, σκεφτείτε ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1945: δεν ορφάνευες από κακιές αρρώστειες τότε.

Κοίταζα τη φωτογραφία όχι για να την ερμηνεύσω αλλά γιατί με μαγνήτισε -- την έκφραση του μικρού την πρόσεξα πιο μετά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο συνειρμός με έφερε στις φωτογραφίες του μικρού Αμίρ να κρατάει ένα χειρόγραφο χαρτόνι με το ισοδύναμο του Raus και να επιδεικνύει την κοτρώνα που έσπασε το τζάμι του παραθύρου του. Φωτογραφίες που αποσκοπούν στο να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη, βεβαίως, της κινής γνώμης που θέλει να δει και δεν θέλει να πιστέψει αν δεν δει, που μέσα στην ασφάλειά της σπεύδει να κατηγορεί τα θύματα ότι στέργουν τη θυματοποίησή τους, όταν δεν την προκαλούν.

Δεν πάνε και τόσα πολλά χρόνια που ήμουν 11, αν και ξένος υπήρξα πολύ αργότερα και με τους πιο κυριλέ όρους. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα που με πήγαινε η μάνα μου σχολείο επειδή η διασταύρωση Βαλτινών και Μουστοξύδη ήτανε καρμανιόλα (όπως έλεγαν τότε). Δεν θες να ξεχωρίζεις όταν είσαι 11 χρονών αγόρι. Συνεπώς δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να πηγαίνω σε ένα σχολείο όπου όλοι οι μικρόψυχοι επαρχιώτες του Λεκανοπεδίου με κοιτάνε με μισό μάτι κι από μακριά, στο οποίο με κληρώνουνε για κάποια τελετή τους με βηματισμούς και λάβαρα όμως μετά παίρνουνε πίσω αυτό που έβγαλε ο κλήρος, ενώ κατόπιν μου πετάνε πέτρες στο σπίτι και -- στο τέλος -- πρέπει να ποζάρω με πέτρες και παιδιόφραστα σημειώματα μίσους, μήπως και με λυπηθούνε. Δεν μπορώ να το φανταστώ. Αλλά νιώθω πως μέσα του ο Αμίρ δυσανασχετεί όπως ο πιτσιρικάς της φωτογραφίας, ο τέρμα αριστερά.

GatheRate

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Friendzoned! Friendzoned?



Υποθέτω ότι οι συζητήσεις για το λεγόμενο friendzoning, το να ενδιαφέρεσαι για γυναίκα και να σου λέει "σε βλέπω σαν φίλο / φιλικά", είναι κάτι που αφορά μόνο "καλά παιδιά" και μάλιστα κάτω των 30, άντε 35 άμα μένουν ακόμα μαζί με τη μαμά.

Είμαι πρακτικός άνθρωπος όταν δεν είμαι επί της αρχής, οπότε ας το δούμε πρακτικά το ζήτημα.

Τα καλά παιδιά

Γιατί αφορά μόνον τα καλά παιδιά το friendzoning; Επιδή υποτίθεται ότι οι γυναίκες καβατζώνουν τα καλά παιδιά αποκλειστικά για παρέα, για υποστήριξη και αγνή συντροφιά, για επίδειξη εσωψύχων και για απάγκιο. Την ίδια ώρα πάνε και το δίνουν (ξέρουμε ποιο) σε κάτι μαλάκες ή ψυχάκηδες, γιατί οι μαλάκες είναι γαμιάδες ή είναι γαμιάδες και το ξέρουν κ.ο.κ. Όταν λοιπόν οι μαλάκες ή ψυχάκηδες τις πληγώσουν καταφεύγουν στο καλό παιδί που βρίσκεται στη friendzone. Και το μαρτύριο του Ταντάλου συνεχίζεται για το καλό παιδί, γιατί οι φίλοι δεν γαμούν ούτε κυριολεκτικά ούτε βεβαίως με την κακή έννοια.

Αυτό είναι το σενάριο. Το friendzone παρουσιάζεται ως φυλακή των καλών παιδιών, που ναι μεν δεν θέλουν μόνο μια ξεπέτα με την κοπέλα μα τελικά καταλήγουν να έχουνε λευκή σχέση μαζί της, αφού τη νοιάζονται βεβαίως την κοπέλα -- καλά παιδιά γαρ.

Το ψέμα δεν το βλέπεις 

Πριν μιλήσουμε για το friendzone πρέπει να το ξεχωρίσουμε από την ατάκα "α, σε βλέπω σαν φίλο / σαν φίλο". Το οποίο είναι ψέμα και ξεφόρτωμα: το έχω φάει ως χυλόπιτα 4-5 φορές (πάνε και δεκαετίες, δεν θυμάμαι πια), δεν το έχω ρίξει ποτέ γιατί τέτοια ψέματα δεν λέω. Άρα, το friendzone δεν είναι η (όποια) ξήγα που εξαρχής αποκλείει το σεξ ή το σεξ με προοπτική σχέσης -- άλλο το ένα άλλο το άλλο, να τα λέμε αυτά τώρα που γυρίζαμε στα φίφτιζ. Άμα σου πει "σε βλέπω σαν φίλο", λες σαν άντρας "έχω φίλους και φίλες που δεν προκαλούν, εσένα όμως σε θέλω" και την κάνεις με το κεφάλι σου ψηλά.

Συνεπώς στο friendzone το καλό το παιδί μπαίνει γιατί θέλει να μπει και με τη θέλησή του εισέρχεται και με τη θέλησή του παραμένει. Συνεταξάμην φάση. Και μπαίνει στη Ζώνη ενδεχομένως γιατί είναι σοσιαλδημοκράτης και πιστεύει ότι κύμα το κύμα η πέτρα λιώνει / το γκομενάκι αργά καυλώνει -- με καρμπονάρες και σειρές και φιλικά μασάζ. Ενδεχομένως πάλι είναι ασκηταράς και πιστεύει ότι την ταντάλεια στέρηση θα την εξαργυρώσει (σε αυτή τη ζωή) με ένα αποκαλυπτικό κι εκπάγλου δόξης πήδημα, με αυτή την προσδοκία μελλόντων αγαθών.

Γιατί λοιπόν θυμώνει το καλό παιδί που μένει με το πουλί στο χέρι ενώ βλέπει τα άλλα τραίνα (τα τσογλάνικα, τα καγκούρικα, τα μεσήλικα και αλκοολικά) να περνούν; Γιατί η σοσιαλδημοκρατία και η θρησκεία απογοητεύουν πάντοτε· άλλωστε ο κόσμος μας είναι γεμάτος απογοητευμένους οπαδούς και των δύο που τους έχει στρίψει λιγάκι.

Γιατί οι άντρες δεν βάζουνε γυναίκες στο friendzone;

Ένα καλό κορίτσι που φτιάχνει καρμπονάρες, βλέπει Νάρκοζ και σου κάνει φιλικά μασάζ το παντρεύεσαι. Επίσης, αν σε πιάσει γυναίκα για την οποία ψήνεσαι και σου πει "Βασιλάκη θα με γλείψεις λίγο;" δεν της λες "σε βλέπω σαν φίλη": είτε προσκυνάς τον Γιαραμπή που σε έλουσε με μπερεκέτια είτε φεύγεις πανικόβλητος από την κάργια: Ελληνική Πατριαρχία, μέρος 1ο. Παμ' παρακάτω.

Γιατί ρε γαμώτο ποτέ δεν κερδίζω σε τούτο το λόττο του έρωτα εγώ; 

Και φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Γιατί εγώ, Θεέ μου; Κακά τα ψέματα, όποιος είναι άνω των 23 ξέρει καλά ότι στη friendzone δεν μπαίνεις απλώς γιατί είσαι "καλό παιδί" αλλά μπαίνεις εκουσίως όπως μπήκε ο άλλος στη Ζώνη στο Στάλκερ: πας γυρεύοντας. Και μένεις εκεί γιατί ναι μεν είσαι αρκετά ευαίσθητος ώστε να καρτερείς και να σκάβεις λίγο λίγο πίσω από το πορτραίτο της Ρίτας της Χέιγουωρθ, αλλά δεν είσαι και τόσο αδερφή για να αποδεχτείς ότι με κάποιες γυναίκες εσύ θες να παραμείνεις φίλος κι ας μην τις γαμήσεις ποτέ. Γιατί τότε θα είσαι, εεε, αυτό ακριβώς: αδερφή.

Το ερώτημα παραμένει όμως: τόσα και τόσα καλά παιδιά πιάνουν οι γυναίκες, τα βάζουν κάτω (ή κάπου, τέλος πάντων) και βγάζουνε το θηρίο από μέσα τους -- γιατί τα καλά παιδιά είναι μουλωχτά και κρυπτογρρρρ. Γιατί όχι εμένα, Θεέ μου;

Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Μια γυναίκα θα σε βάλει στο friendzone επειδή:
  1. Τη γνωρίζεις, πάτε για φαΐ και μέσα σε 45 λεπτά τής έχεις πει για τον ανείπωτο πόνο που σου προκάλεσε η πρώην σου. Ότι δεν σε κατάλαβε καμμία ποτέ. Πόσα έχεις να δώσεις. Και λέει η γυναίκα "Θε μου, είναι κολλιτσίδας και είναι και ψυχ -- με την κακή έννοια, όχι την καυλωτική".
  2. Τονίζεις στο πρώτο ραντεβού -- σε φάση captatio benevolentiae -- ότι δεν είσαι σαν όλους τους άλλους, ότι δεν είσαι της ξεπέτας και ότι είσαι ευαίσθητος. Και λέει η γυναίκα "Αμάν, θέλει στεφάνι". Οπότε friendzone. Εκτός αν θέλει στεφάνι, οπότε εμπίπτει στην κατηγορία "κάργιες που θέλουνε να σε κουκουλώσουν" κι όχι "κάργιες φρεντζονίστριες".
  3. Απλούστατα επειδή δεν την καυλώνεις αλλά θεωρεί κατά τ' άλλα ότι θα ήσουν καλή παρέα. Αλλά αυτό θα ήταν φιλία, άρα θα ήσουν αδερφή. Και μπαίνεις στη friendzone, που εκείνη (θέλει να) νομίζει ότι είναι φιλία, κι εσύ ότι είναι προθάλαμος παστάδας ή, έστω, πίπας μετά από μαργαρίτες που της έφτιαξες για να δείτε τον πέμπτο κύκλο του Game of Thrones.

Δηλαδή δεν φταιν οι γυναίκες ποτέ ρε Σραόσα;

Φταίνε που δεν ακούνε πάντοτε αρκετό Γιώργο Μαργαρίτη, Έλλα Φιτζέραλντ, Έλβις Κοστέλλο, και Lady Gaga.

GatheRate

Γιατί χαίρεται ο κόσμος;


Νομίζω ότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο φασισμός σαγηνεύει μαζικώς εκλογικά σώματα και πολιτικούς. Μάλιστα, σαγηνεύει τα εκλογικά σώματα τόσο εκτενώς, ώστε κόμματα που μέχρι πριν 20 χρόνια ευαγγελίζονταν κεντροδεξιές πολιτικές σε χώρες όπως η Δανία, η Αυστρία, η Ελλάδα, η Αγγλία -- για να μην πει κανείς για την Ουγγαρία -- ολισθαίνουν προς τα ακροδεξιά με σταθερό ρυθμό.

Επίσης νομίζω ότι ο μεγάλος υπεύθυνος για αυτή τη νεκρανάσταση της πιο απάνθρωπης και μισανθρωπικής ιδεολογίας που έχει γνωρίσει ο κόσμος -- μαζί με την αποικιοκρατία, ενδεχομένως -- είναι η σοσιαλδημοκρατία.

Το θέμα εδώ δεν είναι η ιδεολογική αμηχανία της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε καν οι κατά κανόνα καταστροφικές πολιτικές που προκύπτουν από αυτή την αμηχανία και από την ψυχαναγκαστική προσκόλληση στη "μεσότητα" που παραγνωρίζει πραγματικές ανισότητες και πώς αυτές παράγονται. Άλλωστε, επί δεκαετίες μετά από κάθε ατζαμή σοσιαλδημοκράτη αναλάμβανε κάποιος κωλοπετσωμένος κεντροδεξιός που ήξερε ακριβώς τι φταίει για την αδικία και την ανισότητα και φρόντιζε να τις ενισχύσει ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα που εξ ορισμού υπηρετεί η Δεξιά. Αλλά φασισμός όχι έτσι, όχι φανερά, όχι λαϊκός.

Η σοσιαλδημοκρατία εξέθρεψε εμμέσως αλλά αποτελεσματικά τον φασισμό που τώρα φουσκώνει παντού όταν οι "μάζες", που δεξιοί, κεντρώοι αλλά και κάποιοι θεμουσχώραμε αριστεροί περιφρονούν εξίσου, επιτέλους κατάλαβαν ότι η και η σαρξ της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ασθενής αλλά και το πνεύμα της βαθύτατα απρόθυμο, εγκλωβισμένο στην αταξική καλοσύνη και στη δειλή μεσότητα που δουλεύουν μόνο σε καιρούς αφθονίας και κεϋνσιανικού ελέγχου της αδηφαγίας του κεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατία ψόφησε όταν αποδέχθηκε ότι μέρος της μεσαίας τάξης "δικαιούται" να πλουτίσει κι ότι ο πολιτικοποιημένος ατομισμός είναι μέρος κοινωνικών πολιτικών.

Και γιατί το φιάσκο της σοσιαλδημοκρατίας εξέθρεψε τον λαϊκό φασισμό; Γιατί αυτό μας έρχεται: λαϊκος φασισμός. Είναι μάλλον απλό: όταν λόγω σοσιαλδημοκρατίας και μέσα στη σοσιαλδημοκρατία ως εργάτης επανειλημμένα παραγκωνίζεσαι, περιθωριοποιείσαι, αγκομαχάς κι έχεις να ελπίζεις μόνο σε δάνεια ή και σε τίποτα, φυσικό είναι να μη θες να είσαι πια εργάτης· αναμενόμενο είναι να θες να επαναπροσδιοριστείς ως περήφανο εθνικό υποκείμενο: έτσι θα είσαι φαντασιακώς ίσος με τα άλλα εθνικά υποκείμενα και, άμα στείλετε στα ΚαΤσέτ ξένους και τίποτα μειονότητες, μπορεί και να δεις άσπρη μέρα.

GatheRate

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Τα Βιβλία του Πρόσπερο


Απόψε θυμήθηκα απότομα τον ΛΖ ενώ πήγαινα να πάρω ψωμί. Χρόνια είχα να τον σκεφτώ.

Τον γνώρισα ως αδερφό μιας κοπέλας που μου άρεσε αλλά τα είχε με φίλο. Ξημεροβραδιαζόμουν σπίτι της με τις ώρες, κουβεντιάζαμε. Αυτό έκανε η νεολαία τότε: κουβέντιαζε. Πότε για την τέχνη, πότε για το 01, πότε για μουσική και το κλάμπινγκ των άλλων (μπατήρια γαρ), πότε για σινεμά και τη Ριβιέρα ή το Βοξ -- που ήτανε της γειτονιάς γιατί ναι οι μεγάλες αθηναϊκές ιστορίες ή στον Πειραιά ή πέριξ της Καλλιδρομίου εκτυλίσσονται· κακά τα ψέματα.

Η κοπέλα λοιπόν αυτή είχε αδερφό τον ΛΖ: βιολιστή, αθλητή και αρχιτέκτονα: ήτανε ταυτόχρονα και τα τρία. Βεβαίως, όπως βεβαίωνε κι η αδερφή του και φίλη μου, ο Θεός πάντοτε κρατάει και μια καβάτζα: ήτανε κακάσχημος.

Κάποια στιγμή για ασήμαντη αφορμή τα πράγματα με την κοπέλα αυτή δυσκόλεψαν. Πριν τα κοινωνικά μέσα οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούσαν να ξεθεμελιωθούν άξαφνα κι απροειδοποίητα εξαιτίας ευτελών θεομηνιών που δεν ήξερες από πού ήρθαν και πώς έσκασαν πάνω τους: δεν υπήρχε σοσιαλμηντιακή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο, ούτε πλούσιο αρχείο αλληλογραφίας (έστω υπό μορφή ίνμποξ τύπου kavla και mwromou).

Όπως συνήθιζε η νεολαία τότε, όπως συνηθίζαμε, αρχίσαμε λοιπόν τις εκ βαθέων εξομολογήσεις. Πήγα σπίτι της, έφτιαξε καφέ και παραδέχτηκε ότι της άρεσα γιατί υπέθετε ότι θα ήμουν καλός στο κρεβάτι, ενώ εγώ παραδέχτηκα ότι και να μου άρεσε το καταπίεζα -- τα πράγματα λέχθηκαν περίπου έτσι και εντελώς inter alia. Μετά μιλήσαμε για τα βάσανά μας: εγώ για τη Σχέση, που θεωρούσε δεδομένο ότι καμασούτριζα με την κοπέλα όσο εκείνη τη φρουρούσε σπίτι ο μπαμπάς της· εκείνη για την οικογένεια και τον γκέι αδερφό της, τον ΛΖ, που έφερνε άντρες στο σπίτι.

Μέσα στον γενικό συγκινησιακό χαμό εμφανίζεται στο σπίτι και ο ίδιος ο ΛΖ, εν είδει καταλυτικού παρείσακτου σε θεατρικό του 19ου-20ου αιώνα, και μας λέει σχεδόν χωρίς εισαγωγή ότι άλλο αυτός άλλο οι επιθυμίες του (του άρεσε να παίρνεται με φορτηγατζήδες στα φορτηγά) και ότι το πνεύμα του και το ταλέντο του (ναι! είπε ταλέντο) και η ζωή βρίσκονται πάνω από όλα αυτά, καθαρά και αμόλυντα. Εγώ, ημιμαθής και χαζός και εξοικειωμένος ελάχιστα με τα βάσανα των ομόφυλων ερώτων, του είπα ότι αυτό είναι δυισμός χειρίστου είδους, ότι αν δεν είναι ο έρωτας (δεν έλεγα 'σεξ', 'γαμήσι', 'λαγνουργία', 'ερωτοπραξία' τότε -- ενώ 'καύλα' έλεγαν μόνον το πορνό, ο Δημήτρης Λιγνάδης και οι τρικαλινοί) μέρος της ζωής μας και του ποιοι είμαστε, τότε τι είναι;

Η απάντηση του ΛΖ ήταν ότι "κάποια πράγματα είναι πολύ βρώμικα για να είναι μέρος της ζωής μας κι ότι αυτά είναι απλώς αναγκαία κακά". Εγώ σκέφτηκα πως σκεφτόταν τον έρωτα (δηλαδή το γαμήσι) σαν να είναι κάτι όπως το χέσιμο και θύμωσα και ταράχτηκα. Όμως ήταν αθλητής, τριαντάρης, βιολιστής κι αρχιτέκτονας. Ήτανε και γκέι άντρας και από τότε είχα καταλάβει ότι θέλει αρχίδια ('cojones' τα έλεγα τότε) να είσαι πούστης -- οπότε δεν θα καθόμουν να του πω για τη ζωή του. Αν και εντελώς βόιδι για 21 χρονών γαϊδούρι, μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό μου.

Μετά πήγαμε κι είδαμε τα Βιβλία του Πρόσπερο. Μετά συζητήσαμε την ταινία περπατώντας πίσω προς τα Εξάρχεια. Μετά δεν ξαναειδωθήκαμε ποτέ.

GatheRate

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Κύματι θαλάσσης


Κάτι που χαρακτηρίζει τη βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση είναι μεν η προσκόλλησή της στα διακείμενά της, ιερά και όχι τόσο ιερά, αλλά και το θράσος της επινόησης που τη διακρίνει, η ξεδιάντροπη σχεδόν ελευθεριότητα της ποιητικής φαντασίας -- κάτι που την έκανε αρεστή σε κάποιους Έλληνες σουρρεαλιστές.

Δείτε αυτό, το γνωστό:
Κύματι θαλάσσης
τὸν κρύψαντα πάλαι
διώκτην τύραννον
ὑπὸ γῆς ἔκρυψαν
τῶν σεσωσμένων οἱ Παῖδες.
Τι θέλει να πει ο ποιητής, δηλαδή ο Κοσμάς ο Μελωδός ή Κοσμάς Μαϊουμά; Ότι οι παίδες των σεσωσμένων έθαψαν αυτόν που κάποτε κάλυψε με το κύμα της θάλασσας κάποιον "διώκτη τύραννο".

Και σκέφτεσαι: τον Χριστό (αυτός είναι ο κρύψας) δεν τον έκρυψαν οι παίδες των σεσωσμένων αλλά ο Ιωσήφ Αριμαθαίας. Αλλά οκέι, Επιτάφιο έχουμε δεν βαριέσαι. Εδώ λοιπόν το πού και το πότε ακούγεται ο στίχος υπερτερεί της όποιας βιβλικής αλήθειας -- σχεδόν όπως τολμάμε να κάνουμε πια μόνον όταν σκαρώνουμε ερωτική ποίηση.

Μετά βάζει τον Χριστό, προφανώς ως Υιό του Θεού και δεύτερο πρόσωπο της τριαδικής θεότητας, να κρύβει μέσα στην Ερυθρά Θάλασσα αυτοπροσώπως τον Φαραώ διώκτη και τύραννο. Γιατί; Γιατί μπορεί. Why not deal in absolutes if you can? Ο Υιός και Λόγος του Θεού, άναρχος, άκτιστος, αΐδιος κτλ. εκτέλεσε ο ίδιος (ομοουσίως και αδιαιρέτως) το μεγάλο γεωλογικό εφέ που έκλεισε τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας πίσω από τους τρεχάτους ισραηλίτες του Σεσίλ ντε Μιλ. Μόνον ο Σαίξπηρ τολμάει ακόμα να κάνει τέτοια γκραν ζετέ ποιητικά. Μετά μας μπούκωσε το μέτρο, η σεμνότητα κα η ακριβολογία ή (χειρότερα) στόμφος κενός.

Μια ποίηση στρατευμένη στο παντοδύναμο Απόλυτο, όπως του Κοσμά, μπορεί να ισχυρίζεται ό,τι θέλει, να κάνει άλματα μακρινά και τρίδιπλα, να επιστρατεύσει κάθε βορειοκορεάτικο υπερθετικό και ακόμα να κυριολεκτεί, τουλάχιστον στα αυτιά των ακροατών της εφόσον είναι πιστοί. Αυτό της δίνει πρωτόγνωρη ρώμη και τόλμη.

GatheRate

Μωρό μου!

Η φίλη μου η Ειρήνη μού δάνεισε τους Φτωχούς του Ντοστογιέφσκι το 1997. Δεν τους διάβασα ποτέ και δεν της τους επέστρεψα ποτέ γιατί μόνασε και απαρνήθηκε τα υλικά αγαθά.

Λίγες βδομάδες αφού μου δάνεισε το βιβλίο πήγαμε και είδαμε τη Diva του Μπενέξ. Την έβλεπα για δεύτερη φορά και εμένα μου ξανάρεσε, τότε, της Ειρήνης καθόλου.

Μετά από μια βδομάδα είδαμε τη Μικρή Βέρα, που είχε κάνει πάταγο τότε καθώς τα καλόπαιδα της Ευρώπης ανακαλύπταμε όψιμα το δουλεμπόριο που οι φιλάνθρωποι φιλελεύθεροι θα ονόμαζαν "τράφικινγκ". Εκείνης της άρεσε, εμένα με φρίκαρε βαθιά.

Μετά, αφού συζητήσαμε την ταινία και την άγνωστη τότε Ρωσία,  είπαμε να πάει ο καθένας σπίτι του. Με ρώτησε λοιπόν:

"Διάβασες τον Ντοστογιέφσκι;"
"Δεν μου πολυαρέσει, ρε Ειρήνη."
"Α δεν έχεις δίκιο..."
"Άσε που αυτά τα αιμομικτικά μανούλα και τα μανίτσα που αποκαλεί ο τύπος την γκόμενά του με ενοχλούν -- πολύ ανωμαλία ρε συ."
"Ενώ, αν το σκεφτείς, το μωρό μου είναι νορμάλ;"

GatheRate

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Ο άλλος, 2043


he dreamed, I now realize, the impossible date on that dollar bill

Πίσω στον χρόνο δεν θα ταξιδέψουμε ποτέ, τουλάχιστον όχι όπως θα θέλαμε. Αλλά όταν θα είμαι 70, το 2043 (ούτε το 2046, ούτε το 2049) θα επισκεφθώ τον 19χρονο εαυτό μου στο όνειρό του, με τον τρόπο του Χόρχε Λούις Μπόρχες, αφού τότε θα την έχουμε αναπτύξει αυτή την τεχνολογία βεβαίως.

Αντίθετα με τον 70χρονο Μπόρχες, δεν θα του αποκαλύψω το μέλλον του: η φρίκη ενός και μόνον ενός εφιάλτη στον οποίο συναντάει τον εβδομηντάχρονο εαυτό του, τον εαυτό μου, εμένα, θα αρκούσε να τον συντρίψει: τον ξέρω καλά και τον θυμάμαι καλύτερα,
 τον 19χρονο εαυτό μου και ξέρω ότι υπέστη όνειρα που τον στοιχειώναν μήνες. Δεν θα διακινδυνέψω λοιπόν το παρόν μου τώρα ως 44χρονος ούτε το παρόν μου τότε ως 70χρονος με άσκοπες αποκαλύψεις, με την τερατωδία ενός διαυγώς μαντικού ονείρου: ακόμα κι ο Θεός παχειές και ισχνές αγελάδες έστελνε, θα κάνω εγώ φιγούρα;

Ούτε καν συμβουλές υπό μορφή χρησμών δεν θα του δώσω, όπως έκανε ο Πετεφρής πριν κλείσω τα σαράντα.

Αυτός θα κάθεται στο πεζούλι της Ρωμαϊκής Αγοράς και θα περιμένει την Α. Θα παραβλέψω πόσο κακοντυμένος ήταν και ήμουν και θα καθήσω δίπλα του. Όπως ο εβδομηντάχρονος Μπόρχες, εγώ θα βρίσκομαι στα 2043 αλλά στο μπαλκόνι μου που βλέπει μισή Ακρόπολη αν παραμερίσεις τα φυτά που ξεκίνησε να φροντίζει η μάνα μου και αναγκαστικά θα έχω αναλάβει πολλά χρόνια πριν το '43 (κανείς δεν θα λέει πια δύο χιλιάδες σαραντατρία). Θα του πω μόνον ένα πράγμα, αυτό που μου είπαν πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν πολλά χρόνια τότε στο 2043:

Είσαι πολύ καλύτερος από όσο νομίζεις. Κι αν δεν είσαι, όσο φοβάσαι τόσο σκαρτεύεις. Κάνε μου τη χάρη και κοίτα να φοβάσαι λιγότερο.

Γιατί ελπίζω ότι μέχρι τότε θα έχω τελειοποιήσει την τάχα ατημέλητη επιγραμματικότητα.

GatheRate

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Σημειώσεις για το Blade Runner 2049


Από τις ταινίες που οπωσδήποτε πρέπει να δεις κανείς στη μεγάλη οθόνη. Όσο πιο μεγάλη, τόσο πιο καλά.

*

Από τον καιρό που είδα το Σολάρις έχω να αισθανθώ έτσι σε ταινία που μιλάει για κάποιον πιθανό κόσμο άλλο από τον δικό μας. Η ταινία με τράβηξε μέσα της.

*

Μακριά από κιουμπρικιανή αποστασιοποίηση και αλαζονεία, η ταινία ωστόσο είναι εικαστικά ανυπέρβλητη: δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο και δεν ξέρω αν ήμασταν έτοιμοι να δούμε κάτι τέτοιο. Παρά το εικαστικώς θαυμαστό αποτέλεσμα, υπάρχει μεγάλη απόσταση από τα στημένα πλάνα του Αγγελόπουλου, την πόζα του Κιούμπρικ, τα ταμπλώ βιβάν του Γκρηναγουέη (τον οποίο αγαπώ) ή τα οπτικά πυροτεχνήματα άλλων: η ταινία παραμένει αναλλοίωτα ανθρώπινη. Μυρίζεις την ανθρωπίλα διαρκώς, όχι ως αποφορά παρά ως το μόνο που έχουμε. Ταυτόχρονα, κάποιες σκηνές μού έκοψαν την ανάσα με την ανυπόκριτα έκπαγλη ομορφιά τους.

*

Η ταινία αποφεύγει ακροβατικώς να πάθει Μαντ Μαξ, δηλαδή να ασχοληθεί υπερβολικά με τον κόσμο της ως σκηνικό που δεσπόζει και σχεδόν πρωταγωνιστεί. Βεβαίως ο κόσμος του Blade Runner 2049 είναι στημένος με θαυμαστή λεπτομέρεια. Σε αντιδιαστολή με το αυθεντικό Blade Runner, στο οποίο ο κόσμος περιορίζεται σε μια φαραωνικώς τοκιοποιημένη πόλη, ο κόσμος του Blade Runner 2049, είναι πολύ πιο πραγματικός, ίσως και γιατί είναι ειδωμένος μέσα από τα μάτια των ηρώων. Επιπλέον, ακόμα περισσότερο από την πρώτη ταινία, είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο χώνεσαι αναπόδραστα.

*

Η ταινία αυτή έχει χαρακτήρες. Έχει και διαλόγους. Έχει και σοβαρή πλοκή. Κι αυτό το λέει κάποιος που ακόμα και τώρα έχει το αυθεντικό Blade Runner ως μια από τις αγαπημένες του ταινίες. Η σκηνοθετική ευφυία του Βιλνέβ φαίνεται στο κάθε τι, σε πολλά μικρά και σε όλα τα μεγάλα, χωρίς να μοστράρεται και χωρίς να επιδεικνύεται.

*

Το σάουντρακ με έπιασε απροετοίμαστο. Είναι εντυπωσιακό, ζωντανό: στον αντίποδα μελωδικών διακοσμήσεων Γουίλιαμς και Έλφμαν, αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της τανίας. Τέτοιο σάουντρακ έχω να ακούσω από τον καιρό που συνέθετε ο Αρτέμιεφ για τον Ταρκόφσκι. Εξαίσιο είναι -- ακόμα και όταν σε κάποια σκηνή κλείνει το μάτι στον Βαγγέλη.

*

Μόλις τελείωσε η ταινία είχα την αίσθηση ότι είχα παρακολουθήσει το όνειρο κάποιου, κάποιου που ονειρευόταν τον εικοστό αιώνα. Μου ήρθε επίσης -- χρόνια ξεχασμένο -- το μόττο του Γεροντίου του Έλιοτ:

Thou hast nor youth nor age
But as it were an after dinner sleep
Dreaming of both.

GatheRate

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Μανιερισμοί στη Μακρόνησο


Στη Σχολή μάς έμαθαν ότι μετά την εξάντληση κάθε πρωτοπορίας στην Τέχνη ακολουθεί μανιερισμός: τα τεχνικά επιτεύγματα, οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες, οι τρόποι και οι μέθοδοι, ακόμα και κάποια τερτίπια και κλεισίματα του ματιού, όλα επιβιώνουν μόνον ως ύφος ψιλό, κενολόγο στυλ και διακόσμηση: ως μανιέρα. Μας έλεγαν πως η μανιέρα εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγάλης τέχνης (εικαστικής, μουσικής, του λόγου ή άλλης) ως παράδοση ακόμα και όταν προ πολλού έχει χαθεί το περιεχόμενό της ή έστω η δυνατότητά της να μπαίνει σφήνα μεταξύ όσων ξέρουμε και του κόσμου γύρω μας, φανερώνοντας όσα μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν.

Παρακολουθώντας από σχετική απόσταση τη συζήτηση για την επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά πολιτικού μανιερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώην κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που πλέον ασκεί τη συνεπέστερη κεντροδεξιά πολιτική που έχει δει ο τόπος από το 1944, κινείται από συλλογική ανάγκη να επικαλεστεί τη μνήμη με τον τρόπο που κάνουν τα γερασμένα και παραστρατημένα αριστερά κόμματα: ως μανιέρα, φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό τους για να δείξουνε πως δεν πέθαναν και ως συνεχιστές μιας παράδοσης έστω και μόνον ως προς τους τύπους.

Δυστυχώς η Μακρόνησος είναι ιερή και αυτή η επίδειξη πολιτικών συμβόλων και αριστερών τερτιπιών και κλεισιμάτων του ματιού αποτελεί πράξη σχεδόν βέβηλη. Το «δυσκολο κυβερνητικό έργο του» ας το συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να παριστάνει ότι συνεχίζει όσα σημαίνει η Μακρόνησος. Μπορεί να είναι αναγκαίο έργο, ίσως και ευεργετικό (…), αλλά με το Μακρονήσι έχει τόση σχέση όση ο Τζιανφράνκο Τσιμπαμπούτι με τον Μιχαήλ Άγγελο.

Από το The Greek Cloud.

GatheRate

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Το χειρότερο


Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο σεξ;

Η πρώτη μας σκέψη είναι «να μη σου σηκωθεί». Πράγματι, μία ματαιωμένη ή καταργημένη στύση μπορεί να έχει δυσανάλογα βαρύ ψυχολογικό αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Αναμφισβήτητα είναι αρκετά βαρύ να μην μπορείς να σου σηκωθεί: νιώθεις ότι ακυρώνεσαι ως άντρας ή και ως άνθρωπος, όπως π.χ. στην περίπτωση της καρικατούρας που πρωταγωνιστεί στο Shame του McQueen. Μάλιστα αρκεί να μην μπορείς να κάνεις την έπαρση πριν από κρίσιμη ή κομβική φάση για να σε συνοδεύει η οδύνη, το όνειδος και, ενίοτε, η παραφορά της κατά Τσέχωφ αξόδευτης ζωής για βδομάδες, μήνες ή και χρόνια — κι αυτό είναι κάτι τόσο τρομακτικό και άσχημο, που αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο: να σε ψέξουν και να σε κοροϊδέψουνε κατά την ερωτοπραξία ή αμέσως μετά. Είναι μάλλον χειρότερο να σε χλευάσουν για το τι έκανες ή τι δεν έκανες ή πώς το έκανες από το να μην το κάνεις καθόλου. Άλλωστε, αν δεν σου σηκωθεί, έχεις πάντοτε το ελαφρυντικό του «ναι, αλλά αν μου είχε σηκωθεί…». Ενώ σε αυτή την περίπτωση, της επιτυχούς ολοκλήρωσης ή απλώς έναρξης της λαγνουργίας, τι δικαιολογίες μπορεί να προβάλει κανείς απέναντι στον ψόγο και στον χλεαυσμό; Καμμία. Υφίσταται την ταπεινωτική κοροϊδία. Και πάλι, καθόλου τυχαίο δεν είναι που η μετοργασμική χλεύη, πολλώ μάλλον ο διασυρμός, αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

Άρα, ακόμα και από το να μη σου σηκωθεί, το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στο σεξ είναι να σε χλευάσουνε κατά τη διάρκειά του ή μετά.

Αυτά αν δεν είσαι γυναίκα. Τώρα, αν είσαι γυναίκα…

Από το The Greek Cloud.

GatheRate

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Ορθοδοξίες κτλ.

Λοιπον αρκετά με την Ορθοδοξία μας και και την Ορθοδοξία σας. Αρκετά.

Η Ορθοδοξία χρηματοδοτείται από τον φορολογούμενο. Η Ορθοδοξία είναι αδρανές, άκαμπτο και κακοποιητικό δόγμα. Το μόνο που έχει πια να συνεισφέρει στη ζωή αυτού του τόπου είναι όμορφο και οργανωμένο φολκλόρ, καθώς και το παραμύθι της για το τι ωραία που ήτανε τότε που, και καλά, επιστήμη και τέχνη ήταν οι λήροι αντιγραφέων και οι φρεναπάτες ασκητάδων, τότε που κυβερνάγαν αιμοβόροι θεοστεπτοι βασιλείς ενώ όλοι καλλιεργούσαμε ρεβύθια και κριθάρι. Μόνο που ποτέ δεν καλλιεργούσαμε όλοι ρεβύθια και κριθάρι.

Η Ορθοδοξία ντύνει στο χρυσαφικό τον άγαμο κλήρο της και στα μάρμαρα και τα μαλάματα τους ναούς της για να αντανακλά τη δόξα της Βασιλείας λες και είμαστε τίποτε μαλάκες και δεν έχουμε πάρει πρέφα ότι η Βασιλεία εντός ημών εστί κτλ. Η Ορθοδοξία κουμαντάρει τις ζωές μας ήσυχα και ταπεινά, εκτός όταν δεν μπορεί και αναγκάζεται, η τάλαινα, να δείξει τους κυνόδοντές της και να σείσει τη βαρειά της ράβδο με τα φίδια.

Αρκετά λοιπόν με τη μέριμνα για "το καλό της Εκκλησίας" και για την απήχησή της ή τον ρόλο "που καλείται να παίξει" στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ο ρόλος της Εκκλησίας επιτελείται επιτυχώς και στο ακέραιο, και τώρα και πάντοτε: αντίδραση, συντήρηση, ηθικός πανικός, φοβικότητα -- είτε πρόκειται για το θέατρο, είτε για τους νερόμυλους, είτε για τις φυσικές επιστήμες, είτε για την προστασία αδύναμων μειονότητων. Μην προσπαθείτε να την αναμορφώσετε: ούτε το χρειάζεται, ούτε το μπορούμε.

Βεβαίως, το πρόβλημα πάει πολύ πιο μακριά από τη μοχθηρή μα ψευτοαφελή Ορθοδοξία, πέρα απότον δεσποτικό Καθολικισμό, πέρα από τους κουτοπόνηρους Αγγλικανούς και τους άτεγκτους λοιπούς Προτεστάντες. Πάει πέρα από το ασυνάρτητο και αντιδραστικό Ισλάμ και τον ψυχαναγκαστικό αρτηριοσκληρωμένο Ιουδαϊσμό. Όπως λέει ο Γκορ Βιντάλ, το πρόβλημά μας είναι ο ίδιος ο μονοθεϊσμός, αυτό το ανομολόγητο έγκλημα στην καρδιά του πολιτισμού μας. Η λύση λοιπόν είναι άλλη, και είναι δύσκολη:

Κατεδαφίστε το στερέωμα του Ενός Λογιστή Θεού. Του Θεού που κλαδεύει το καυλί σου και μισεί το μουνί σου· που τσεκάρει αν φας τσιζμπέργκερ ή αν ανάψεις φωτιά το Σάββατο· που πικάρεται αν δεν δεσμεύεσαι να τον προσκυνάς εδαφιαίως πεντάκις κάθε μέρα· που αγκαλιάζει τη δυστυχία και τη στέρηση φτωχών με την επαγγελία μελλόντων αγαθών όπως αγκαλιάζει στοργικά τους μεγάλους δωρητές των υπαλλήλων Του· που τάζει κόλαση στους αδύναμους και αγιότητα ή πιλάφια σε όσους δολοφονούν στο Όνομά Του· που ευνουχίζει και εκβαρβαρώνει· που από παιδιά μάς ντρεσάρει στο ψέμα, στην αυταπάτη, στο να νιώθουμε εκλεκτοί και καλύτεροι γεμίζοντάς μας ταυτόχρονα ενοχές και νεύρωση· που μισεί την ομορφιά που δεν ελέγχει και στραγγαλίζει χαρά και τέχνη.

Α σιχτίρι Ορθοδοξία κι εσύ μονοθεϊσμέ. Ναι, είσαι μέρος του πολιτισμού μου αλλά μέρος του πολιτισμού μου είναι και οι βιασμοί κι οι πλεκτάνες ανύπαρκτων αρχαίων θεών και των μπάσταρδων  ηρώων τους. Α σιχτίρ λοιπόν.

Δεν αναμορφώνεστε, δεν εξανθρωπίζεστε, δεν εκσυγχρονίζεστε: μόνο παραγκωνίζεστε.

Η εικόνα είναι ο 'Ίκαρος' του Dan Hillier. 

GatheRate

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου


Δεν έχω τρανς φίλους ή φίλες. Δεν μπορώ με τίποτε να κατανοήσω πώς είναι ζεις ως διεμφυλικό άτομο στον υπέροχο κόσμο μας — δεν λέω «στην Ελλάδα» γιατί τα είδαμε και τα χαΐρια των Αμερικανών με τις τουαλέτες. Ό,τι γνωρίζω για το θέμα είναι από δεύτερο και τρίτο χέρι.

Επίσης αντιλαμβάνομαι ότι για πάρα μα πάρα πολύ κόσμο, κάθε ηλικίας, καταγωγής αλλά και μορφωτικού επιπέδου, δεν υπάρχουν γκέι, μπάι, ιντερσέξ, τρανς, ασεξουαλικοί κ.ο.κ. Δεν υπάρχουνε βεβαίως τρανς άντρες. Δεν υπάρχουν ούτε λεσβίες (κακάσχημες γεροντοκόρες, το δίχως άλλο). Υπάρχει μόνον ένας ενιαίος αξεχώριστος αντρικός πληθυσμός από αδερφές που τον παίρνουν από τον κώλο. Μέχρι εκεί πάει η αντίληψη και η διορατικότητα των πολλών, εκεί εξαντλείται η χρήση και το ενδιαφέρον τους για κάθε άντρα που δεν είναι ή δεν το παίζει στρέιτ.

Αυτός ο πολύς κόσμος, που σήμερα καταλαμβάνεται από αγανάκτηση και ηθικό πανικό, θα μάθει κάποια στιγμή και θα καταλάβει. Όπως έμαθε ότι κανείς δεν είναι φύσει δούλος ή ότι οι γυναίκες μπορούν να ψηφίζουν. Εμείς βεβαίως μάλλον θα έχουμε πάψει προ πολλού να χαιρόμαστε, όσο μας αφήνουν, αυτόν τον υπέροχο κόσμο.

Δίπλα στις λοιδωρίες, στις χυδαιότητες και στη στρεψοδικία πλέον υπάρχει και θα υπάρχει η διασφάλιση, με τον ατελή τρόπο των νόμων, μιας μικρής περιοχής ελευθερίας για μερικούς εφήβους και για κάποιους ενηλίκους, πολλοί από τους οποίους έφαγαν τη ζωή τους στη χλεύη, στον εξευτελισμό και στον καθαρό πόνο. Απέναντι από τη βοή της απροσμάχητης μοχθηρίας θα στέκονται αυτές οι εικόνες. Και κάποτε θα θυμούνται αυτούς τους ανθρώπους, μα και άλλους που δεν πρόφτασαν, όπως εμείς θυμόμαστε τις σουφραζέτες: χωρίς να κατανοούμε τι αντιπολέμησαν αλλά πάντως με δίκαιη συγκίνηση.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Η επικράτηση της λύπης

Ο Μπόρχες λέει (αν θυμάμαι καλά) ότι το θέμα αυτού που γράφεις δεν πρέπει να ονομάζεται ούτε στον τίτλο ούτε πουθενά μέσα στο κείμενό σου.

Με τον ίδιο τρόπο η επικράτηση της λύπης πλεόν ανιχνεύεται από το ότι έχει σχεδόν εκλείψει ως έννοια από το πώς συζητάμε και περιγράφουμε διάθεση και συναισθήματα.

Πρώτον, γινόμαστε παντού και συνεχώς μάρτυρες του ευτελισμού της κατάθλιψης. Αν πιστέψεις φίλους και γνωστούς, φωνές τηλεοπτικές ή σοσιαλμηντιακές, όλοι έχουνε κατά καιρούς κατάθλιψη, κατάθλα ή και καταθλιψάρα. Συνεπώς οι καταθλιπτικοί δεν είναι ασθενείς που, αν το κρίνει γιατρός, θα γλυτώσουνε με φάρμακα παρά μελαγχολικοί, κακομαθημένοι, αμύητοι στη θετική σκέψη, στερημένοι από βόλτες στην φύση κ.ο.κ. Όπως σε κάθε περίπτωση που ευτελίζεται κάτι σοβαρό, όποιος υποφέρει από αυτό αρνείται να παραδεχτεί ότι υποφέρει για να μη γίνει ρεζίλι ενώ η επίκλησή του από κάθε λογής άσχετους δίνει μια δραματική εσάνς στη δική τους κατάσταση και στους δικούς τους σκοπούς (λ.χ. "ρε μωρό, έχω πάθει κατάθλιψη από τότε που χωρίσαμε"). Πιο απλά: αν όλα τα λουλούδια είναι κόκκινα, τότε δεν μας νοιάζει το χρώμα των λουλουδιών.

Μα και η μελαγχολία δεν πάει πίσω. Υπάρχουν άνθρωποι από την φτιαξιά τους μελαγχολικοί, ενώ άλλοι ζούνε τη μελαγχολία ως πρόσκαιρη διάθεση για λόγους εξωγενείς ή και όχι. Οι μελαγχολικοί λοιπόν στην εποχή τη δική μας είτε θα διαγνωστούν από καλοθελητές ως καταθλιπτικοί είτε θα μπουν κι αυτοί στο κουτάκι "get a life / σκέψου θετικά / το γαμήσι σώζει".

Συνεπώς η λύπη είναι πλέον αόρατη και άρρητη. Κανείς δεν νιώθει λύπη, κανείς δεν είναι πια λυπημένος. Από κατάσταση και συναίσθημα, η θλίψη έχει καταστεί "θέμα", στρες ή και κατάθλιψη για την οποία θα πάρεις φάρμακα στα κουτουρού. Επαναλαμβάνω ότι η αναγωγή παντού και πάντοτε στην κατάθλιψη την ευτελίζει και δεν συντελεί στη διάγνωση και στην αντιμετώπισή της· αυτό είναι το ένα ζήτημα.

Το άλλο ζήτημα έγκειται στο ότι το δάγκωμα της λύπης, η "καρδιοσπαράχτρα" θλίψη, πρέπει να αναχθεί οπωσδήποτε σε κάτι άλλο. Η λύπη δεν είναι πια όπως η πείνα, όπως η καύλα, όπως η απογοήτευση, όπως η οργή κτλ. Δεν είναι πια συναίσθημα και σίγουρα δεν μπορεί να είναι προσωρινή. Η λύπη, ή ό,τι την αντικατέστησε, είναι πια είτε νόσος είτε αποτυχία δική σου· με άλλα λόγια, δεν είσαι λυπημένος, είσαι λούζερ· δεν είσαι μελαγχολικός, έχεις κατάθλιψη. Παραδόξως, ταυτόχρονα χιλιάδες καταθλιπτικοί παραμένουν αδιάγνωστοι ή πείθονται πως πρέπει να "το παλέψουνε" μόνοι και με τη δύναμη της θέλησης...

Κι έτσι ακριβώς, σε έναν κόσμο που μας ζορίζει να χαιρόμαστε και να είμαστε διαρκώς χαρούμενοι αλλά και ευτυχισμένοι, η βουβή κι ακατονόμαστη λύπη ξεφυτρώνει παντού.

Εικονογράφηση: ο Χαμένος Παράδεισος του Édouard Dubufe.

GatheRate

Το καλό της Εκκλησίας


Μετά τις δηλώσεις Ραγκούση ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι μητροπολίτες, διαβάζουμε ότι η Ιερά Σύνοδος με εξώδικο κράζει τον κ. Ραγκούση απαιτώντας με μια απρόσμενα BDSM διατύπωση να καταθέσει εντός πενθημέρου στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου τα σχετικά στοιχεία «άλλως θα υποστεί την ανάλογη δικαστική βάσανο». Είναι πολλαπλώς αστείο αυτό που αξιώνει η Σύνοδος, και μάλιστα με τρόπο τόσο προφανή, που δεν χωράει σχολιασμό ουσίας: υπάρχουν ομοφυλόφιλοι κληρικοί; μια κατάλληλα απάντηση είναι η σχετική ρητορική ερώτηση για τις λειτουργίες του πεπτικού των αρκούδων στο δάσος· κρύβονται; μόνον αν δεν είναι Αγγλικανοί· πρέπει να τους κράξει ο κ. Ραγκούσης; μάλλον άκομψο θα ήταν αυτό, αν όχι παράνομο.

Προσπερνάμε λοιπόν το άνωθι ανούσιο καλιάρντεμα εκ μέρους της Συνόδου. Προσπερνάμε και το θράσος των εσχάτως ξεθαρρεμένων δεσποτάδων που δηλώνουν ότι η Πολιτεία δεν μπορεί να νομοθετεί μονομερώς, ζητώντας δημόσια διαβούλευση με δικούς τους όρους σε ζητήματα δικαιωμάτων και μέριμνας για τους μη-προνομιούχους ενώ ταυτόχρονα επωφελούνται από χίλιες-δυο κρυφές τροπολογίες που τους βολεύουν, κι αυτούς και τα μοναστήρια.

Μένουμε σε αυτή τη δήλωση Ραγκούση:
«Συγκεκριμένα για την εκκλησία, είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι και αυτή πρέπει να βγει μπροστά σ΄ αυτόν τον αγώνα. Υποστηρικτικά. Γιατί αν θέλει να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, πρέπει να σταματήσει να υποκρίνεται.»
Η δήλωση θα ήταν πατερναλιστική αν δεν ήταν εκπάγλως αφελής: η Εκκλησία δεν χρειάζεται να χτίσει καμμία σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Μετά το 1991 και τον Μακαριστό της η Εκκλησία έχει την κοινωνία και, εσχάτως, την πολιτική εξουσία, για γιουσουφάκια της. Η Εκκλησία, αν θέλει να ενισχύσει περαιτέρω τη σχέση εμπιστοσύνης της με την κοινωνία δεν έχει μάλιστα κανέναν λόγο να σταματήσει να υποκρίνεται, όπως αποφαίνεται ο κ. Ραγκούσης. Ίσα ίσα, αν έχει ανάγκη περισσότερη επιρροή, εξουσία και λεφτά (η ανθρώπινη απληστία των λειτουργών του θείου διαφαίνεται ιστορικώς απεριόριστη), η Εκκλησία θα έπρεπε να γίνει ακόμα πιο χαρντκόρ. Άλλωστε ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της εκκλησίας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές: επικαλούμενη αδιασάλευτες αρχές να συνεχίσει να καλλιεργεί φοβικά και αντιδραστικά αντανακλαστικά χωρίς την ευτραπελία ταξικών καταγγελιών και κοινωνικών αναταραχών (πολλώ μάλλον πυρός, μαχαίρας και εμφυλίου πολέμου).

Η ελλαδική Εκκλησία δεν έχει καμμιά ανάγκη τη μέριμνα του κ. Ραγκούση, στελεχών του Κέντρου ή του ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα αγκαλιάσει την κοινωνία κτλ.: αγκαλιασμένη την έχει, και μάλιστα αρκούντως σφιχτά ώστε να ασφυκτιά μεν αλλά να μη στραγγαλίζεται.

Να το πω και αλλιώς, χρησιμοποιώντας την ποιμαντική ρητορική επί το νεορεαλιστικότερον: η ελλαδική Εκκλησία συμπεριφέρεται όντως σαν Μητέρα και Τροφός του Γένους, πλην όμως σαν βαριά διαταραγμένη μητέρα, η οποία ανέχεται τα τέκνα της να εξαθλιώνονται και να υποσιτίζονται αλλά φροντίζει επιμελώς μη τυχόν δείξουνε βυζί-μπούτι και μην τυχόν τα πουν αλήτες ή — τρισχειρότερα — πουτάνες ή πούστηδες.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Τρομοκρατία και πουριτανισμός στο Ισλάμ και στον Χριστιανισμό


Όταν μιλάμε για την ισλαμική τρομοκρατία, ή ακόμα και για τον ισλαμικό μισογυνικό πουριτανισμό, θεωρούμε αυτονόητη τη διασύνδεση και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Ισλάμ, όπως είναι εύλογο. Ωστόσο πάμε ένα βήμα πιο πέρα και συνδέουμε την «ισλαμική βαρβαρότητα» και με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Ισλάμ. Δεν διαφωνώ οπωσδήποτε με αυτή την αντίληψη, αν και είναι ανοιχτή σε συζήτηση γιατί, όπως πάντοτε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες και πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.

Επιπλέον, οποιαδήποτε τρομοκρατική πράξη ή πράξη πατριαρχικής βίας από μουσουλμάνο (π.χ. «εγκλήματα τιμής») εμπίπτουν αυτομάτως στην κατηγορία της «ισλαμικής τρομοκρατίας» ή «βαρβαρότητας». Αυτή η ταύτιση, όταν δεν είναι εκ του πονηρού, είναι συνήθως προϊόν ασύγγνωστης ευκολίας.

Όταν πάλι δεν μιλάμε για χριστιανική τρομοκρατία, από τις σταυροφορίες της Παλαιστίνης και της Βαλτικής, μέσω αποικιοκρατίας, μέχρι τους θεόληπτους σφαγείς στις ΗΠΑ, και όταν πολύ περισσότερο δεν μιλάμε για τον θηριώδη και στεγανό χριστιανικό πουριτανισμό, μισογυνικό ή μη, παραγνωρίζουμε τη σύνδεσή και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Χριστιανισμού. Πολλώ μάλλον αρνούμαστε να κάνουμε οποιαδήποτε διασύνδεση με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Χριστιανισμού, όπως την εσχατολογία («έρχεται συντέλεια, θα σας πάρει ο διάολος»), τη θεοδικία («θα πάτε στην Κόλαση»), την αντίληψη της ανθρώπινης ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης ως προϊόντων μιας Πτώσεως («we are born sick») κτλ. Επιμένουμε να εξετάζουμε αποκλειστικά άλλους παράγοντες και παραδεχόμαστε ότι πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.

Ειδικά στην περίπτωση του χριστιανικού πουριτανισμού, η εθελοτυφλία μας αυτή σχετικά με τη σχέση του με τη χριστιανική θεολογία είναι ασύγγνωστη: ο χριστιανικός πουριτανισμός έχει στέρεες θεολογικές αρχές που ζέχνουν ασκητισμό, νεοπλατωνισμό και στωικισμό, αρχές οι οποίες συμπλέχθηκαν ατρέπτως και με αγροτοποιμενικές αιδημοσύνες και με την αντίληψη περί οικογενείας στο ρωμαϊκό δίκαιο. Απεναντίας, ο ισλαμικός πουριτανισμός είναι πιο κοντά στο «τι θα πει ο κόσμος» και στα πατριαρχικά αντανακλαστικά αγροτοποιμένων: είναι λιγότερο επί της θεολογικής αρχής και πιο κοινωνικός.

Αυτή η εφαρμογή δύο μέτρων και σταθμών, και αυτή μάλλον, λέγεται Οριενταλισμός.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Ταυτότητες ξανά: από την ταυτότητα φύλου μέχρι την Καταλωνία

Υπάρχουνε τουλάχιστον δύο εκδοχές της ταυτότητας στον κόσμο μας, πείτε τον μετανεωτερικό κόσμο ή ό,τι άλλο θέλετε. Ακριβέστερα, υπάρχουνε δύο τρόποι προσδιορισμού της ταυτότητας.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, την ταυτότητά μας τη φτιάχνουμε μόνοι μας: είτε πρόκειται για μια επινόηση δική μας είτε για κάτι που εμείς οι ίδιοι χτίζουμε. Από αυτήν την άποψη, η ταυτότητα είναι προϊόν επιλογών, επινοήσεων ή και συνειδητών αποφάσεων πολλές φορές. Συνεπώς, κατά την εκδοχή αυτή, η ταυτότητα είναι σύνθετη κατασκευή: και σύνθετη και κατασκευή.

Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή της ταυτότητας, κατά την οποία η ταυτότητα είναι προϊόν των εξωτερικών συνθηκών: γενετικών, βιολογικών, κλιματολογικών, πολιτισμικών, κοινωνικών κτλ. Η ταυτότητά μας είναι κάτι που μας παραδίδεται, που προέρχεται από "κάπου" έξω από τη βούλησή μας. Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη εκδοχή, η ταυτότητά μας είναι ιστορικό, βιολογικό και περιβαλλοντικό προϊόν.

Από τη μια λοιπόν η ταυτότητα ως οι επιλογές μας, από την άλλη ως το πώς είμαστε καμωμένοι.

Συνήθως επικαλούμαστε την ταυτότητα ως επιλογές, ως αυτοπροσδιορισμό του κατά Θουκυδίδη αυτοκράτορος ανθρώπου που αυτενεργεί, όταν συζητάμε την ταυτότητα σε προσωπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα τρόπου ζωής, κάθε είδους προσανατολισμού, την ταυτότητα φύλου κ.ο.κ.

Παράλληλα, η ταυτότητα γίνεται κατανοητή ως καθορισμός έξωθεν, έξω από τη βούλησή μας δηλαδή, όταν προσπαθούμε να την ορίσουμε σε συλλογικό επίπεδο. Εκεί δεν μας αρκεί ο αυτοπροσδιορισμός των υποκειμένων, να πούνε δηλαδή "είμαι Πατησιώτης, Λαρισαίος, Κρητικός, Έλληνας, Ευρωπαίος κ.ο.κ.", και αναζητούμε εξωτερικά αντικειμενικά κριτήρια: καταγωγή, γλώσσα, παρεπιδημία, θρήσκευμα κτλ.

Και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο δεν πρέπει ωστόσο να μας διαφεύγει ο ρόλος που ασκεί η εξουσία και ο καταναγκασμός που επιβάλλει -- άμεσα ή έμμεσα -- κάθε ιεραρχική δομή, ξεκινώντας από την οικογένεια, περνώντας από την επιτήρηση των μικρών κοινωνιών στο κράτος και ανεβαίνοντας μέχρι τον μεγάλης κλίμακας πειθαναγκασμό ή ψυχαναγκασμό των θρησκειών.

GatheRate

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Υποτουρίστας, τουρίστας, περιηγητής ή ταξιδιώτης;


Από τότε που ήμουν παιδί γινόταν διαχωρισμός αυστηρός μεταξύ τουρίστα και ταξιδιώτη (ή και ταξιδευτή). Ο τουρίστας ήταν άβουλο πρόβατο που φωτογραφίζει αλλά δεν βλέπει, που περιεργάζεται και ξεναγείται χωρίς να κατανοεί, που επικονιάζει προορισμούς αλλά αγνοεί τις διαδρομές. Απεναντίας, ο ταξιδιώτης προσπαθεί, λέει, να ζήσει έναν τόπο, να μπει μέσα του, να τον κατανοήσει και να βρει τις — ας πούμε — ειδοποιούς διαφορές του.

Με την έλευση των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων στο γύρισμα του αιώνα δημιουργήθηκε μια κατηγορία τουρίστα, ας τον πούμε υποτουρίστα, που δεν ενδιαφέρεται ποσώς πού πάει αλλά μόνο ποια είναι η χρήση του προορισμού του: ήλιος και θάλασσα, όμορφες διαδρομές για ποδηλασία ή οδήγηση, φτηνό αλκοόλ, καλό φαγητό, φτηνό ή επισφαλές σεξ. Αυτό δεν είναι όμως ιδιαιτέρως ενδιαφέρον· ενδεχομένως οι περισσότεροι τουρίστες αλλά και πολλοί τουπίκλην ταξιδιώτες κατά βάθος αντιμετώπιζαν χρηστικά τους προορισμούς ανέκαθεν. Στην εποχή του χιψτερισμού πάντως όλο και περισσότεροι θέλουν να καμώνονται πως είναι ταξιδιώτες.

Ενδιαφέρον είναι ότι πλέον αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχουνε τελικά και δύο είδη ταξιδιωτών: ο ταξιδιώτης και ο περιηγητής.

Ο ταξιδιώτης, στην ιδανική ενσάρκωσή του, θέλει να μάθει και να ζήσει έναν τόπο, να φάει τα φαγητά του και να πιει τα ποτά του, να περπατήσει τις γειτονιές του και τις εξοχές του — γιατί Ταξίδι χωρίς να περπατήσεις δεν υφίσταται. Ο ταξιδιώτης είναι καλόπιστος και δεκτικός, προσπαθεί να δει πέρα από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, προσπαθεί να χαρεί τον τόπο που επισκέπτεται και να τον κατανοήσει. Πρώτα ρωτάει και παρακολουθεί και μετά κρίνει. Αυτός εδώ ο τύπος είναι χαρακτηριστικός, νομίζω.

Ο περιηγητής, στη μεγάλη παράδοση των περιηγητών από τον Εβλιά Τσελεπή και τους Εγγλέζους της Grand Tour, μέχρι τη Μάγδα Τσόκλη και τους συμμετέχοντες στις εκδρομές της Μαριάννας Κορομηλά, είναι συνήθως πολύ πιο διαβασμένος. Ξέρει εκ των προτέρων πού πάει και τι θα δει, επιλέγει προορισμούς εκτός πεπατημένης και κάνει έφοδο στα αξιοθέατα με τρόπους εναλλακτικούς: όχι με ξεναγό αλλά συνοδεία κάποιου ντόπιου αιρετικού π.χ. Το πιο σημαντικό, οι περιηγητές κουβαλούν μαζί τους τα στερεότυπα και τις βεβαιότητές τους και επικεντρώνουν ακριβώς στους τόπους, στους ανθρώπους, στις ιστορίες και στις συνήθειες που θα επιβεβαιώσουν τα στερεότυπά τους και θα επικυρώσουν τις βεβαιότητές τους. Ο περιηγητής ήδη κατανοεί και απλώς τσεκάρει ότι όσα «ξέρει» ισχύουν. Ο περιηγητής ρωτάει μόνον όταν ξέρει ότι θα πάρει την κατάλληλη απάντηση.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Δεν υπάρχει τυφλοσούρτης


Γενικές συνταγές και τυφλοσούρτες που θα καθορίσουν τι είναι «προσβλητικό» και τι όχι δεν υπάρχουν. Δεν θα συνταχθούν ποτέ τοπογραφικά που θα αποτυπώνουν τα όρια προσβολής, χαβαλέ και κριτικής. Οι κατάλογοι με τα λεγόμενα trigger (τα οποία ελπίζω να παραμείνουν προσωρινή και αμετάφραστη αβελτηρία των Αμερικανών) πρέπει κανονικά να περιλαμβάνουν τα πάντα — είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που λ.χ. η θέα (και η μυρωδιά) του πατσά τούς προκαλεί ταραχή κι αποστροφή: όχι, δεν γίνεται να μην προσβάλουμε ποτέ κανέναν και η προσπάθεια για κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνα λογοκριτική.

Η πολιτική ορθότητα είναι πολιτική και δεν μπορεί να υποκαθίσταται από ηθικολογική αποφυγή λέξεων και εικόνων ταμπού. Η πολιτική ορθότητα είναι κριτική των σχέσεων εξουσίας και αποκλεισμού μέσα από τον λόγο, όχι πρόσχημα για λογοκρισία· παράλληλα, η κριτική δεν είναι λογοκρισία. Όλα ξεκινούν από τη μεν επίγνωση σχέσεων ιεραρχίας και εξουσίας, που είναι το δύσκολο, αλλά και από την κατανόηση των συμφραζομένων μέσα στα οποία λέμε ή δείχνουμε κάτι, που είναι το ακόμα δυσκολότερο. Συνεπώς, το γυμνό δεν είναι ούτε αυτομάτως αγαθό ούτε αυτοδικαίως προσβλητικό· λέξεις όπως «πούστης», «μουνάκι»,  «νέγρος» καθεαυτές δεν είναι ταμπού, αλλά μπορούν να γίνουνε μέχρι και φονικές σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

Δείτε την εικόνα, για παράδειγμα. Δείχνει μια κοπέλα που χορεύει raqs sharki (χορό της κοιλιάς) και το χαίρεται; Δείχνει μία γυναίκα-αντικείμενο παραδομένη στο αρσενικό βλέμμα μέσα σε οριενταλιστικό περιτύλιγμα; Δείχνει μια χειραφετημένη γυναίκα που ορίζει το σώμα της και το παρουσιάζει όπως επιθυμεί η ίδια μέσα από την τέχνη της; Δείχνει κάτι άλλο; Δείχνει κάτι πιο σύνθετο; Δεν μπορεί να απαντήσει κανείς χωρίς να μελετήσει τα πλαίσια ιεραρχίας/εξουσίας και το περικείμενο: πού; πότε; γιατί; πώς; με ποιους; κτλ.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Παρρησία κι ελευθεριότητα

Οι περισσότερες επαναστάσεις αλλά και οι περισσότερες θρησκείες που απευθύνονταν σε φτωχούς αντιπαθούν και την παρρησία και την ερωτική ελευθεριότητα. Η εύκολη ερμηνεία αυτού του γεγονότος είναι να πει κανείς ότι δογματικές και μονολιθικές κοσμοθεωρίες δεν ανέχονται τίποτε που επεκτείνει τον χώρο της ανθρώπινης ελευθερίας. Και φυσικά τίποτε δεν επεκτείνει, εμμέσως συνήθως, τον χώρο της ανθρώπινης ελευθερίας από την ελευθερία του λόγου και από τον έρωτα -- ή τουλάχιστον αυτή είναι η πεποίθησή μας.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στην αντιπάθεια αυτή. Διαχρονικά και η παρρησία και η ελευθεριότητα υπήρξαν προνόμια πλουσίων ανδρών και, πολύ σπανιότερα, γυναικών. Ταυτόχρονα, όσοι δεν ανήκαν σε κάποια ελίτ βρίσκονταν συστηματικά και διαρκώς αποστερημένοι και από τη δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα (εννοείται) αλλά και από την ευχέρεια να λαγνουργούν έξω από κάποια πολύ σαφώς και στενά καθορισμένα πλαίσια. Με άλλα λόγια, να λες αυτό που σκέφτεσαι ατιμώρητα και η ερωτική ελευθερία, αυτά τα πράγματα, ήτανε για τους έχοντες.

Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να μεταβληθεί με δύο τρόπους: είτε να γίνουν αγώνες (τίποτε δεν παραχωρείται, όλα κατακτώνται) ώστε η παρρησία και η ελευθεριότητα να γίνουν αγαθό και δικαίωμα των πολλών, είτε η παρρησία και η ελευθεριότητα να γίνουν αντιληπτές ως βίτσια των προνομιούχων και άρα να επιδιωχθεί η περιστολή και η κατάργησή τους. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι ξανά και ξανά η λύση που επιλέγεται είναι η δεύτερη: η παρρησία και η ελευθεριότητα καταδικάζονται και γίνονται αντιληπτές ως διαστροφές, "αστικά βίτσια", ντιλεταντισμοί, σημεία διαφθοράς και παρακμής, δανδισμός και σαπίλα...

Ας πιάσουμε πρώτα τις ήττες της ελευθεριότητας: πώς καταλήξαμε δηλαδή να γίνει πανανθρώπινη αξία ο ασκητισμός; Η απάντηση είναι απλή: πατριαρχία. Στην πατριαρχία ο γυναικείος έρωτας δεν διατίθεται αυτοβούλως παρά προσφέρεται έναντι αντιτίμου: είτε χρηματικού ποσού, είτε δέσμευσης (ή, έστω, σταθερής σχέσης), είτε και των δύο μαζί. Η γυναίκα δεν ορίζει το σώμα της, τουλάχιστον όχι πάντοτε και σίγουρα όχι πλήρως. Άρα λοιπόν η ελευθεριότητα μέσα στην πατριαρχία προϋποθέτει είτε οι άντρες να έχουνε χρήματα και οι γυναίκες να εκπορνεύονται, είτε τη δημιουργία μιας πρόσκαιρης φούσκας που θα οροφουργούν η απόλυτη εχεμύθεια και η υποκρισία. Τώρα, όσον αφορά τους ομόφυλους έρωτες τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: διατίθενται μόνον έναντι αντιτίμου, άρα προϋποθέτουν χρήματα και γυναίκες ή άντρες να εκπορνεύονται καθώς και απόλυτη εχεμύθεια και τη σκέπη της υποκρισίας.

Σε σχέση με τα παραπάνω, που δεν ανήκουν στο παρελθόν όπως θέλουμε να καμωνόμαστε, αναλογιστείτε ότι οι εκπορνευόμενοι συνήθως δεν εκπορνεύονται προθύμως. Δεν είναι τυχαίο ότι και αι πόρναι προάγουσιν ημάς εις την Βασιλείαν των Ουρανών: είναι οι ταπεινές και καταφρονεμένες οι οποίες υποφέρουν ακριβώς λόγω του πώς λειτουργεί η (όποια) ελευθεριότητα μέσα στην πατριαρχία: ουσιαστικά ως μια συνθήκη εξανδραποδισμού γυναικών για το κέφι (κάποιων) ανδρών. Συνεπώς η ελευθερία των (συνήθως) ανδρών με κάποια οικονομική επιφάνεια (συνήθως) να λαγνουργούν σχετικά ανενόχλητοι γινόταν αντιληπτή ως η ελευθερία της αλεπούς μέσα σε κοτέτσι.

Στην εποχή μας λοιπόν φτάνουμε από τη μια να έχουμε δύο στοιχεία προοόδου: αφενός την αποσύνδεση του γυναικείου και του ομόφυλου έρωτα από τη λογική του αντιτίμου ή του ανταλλάγματος (όπως κι αν εξιδανικευτούν αυτά) και αφετέρου τη σχετική χειραφέτηση των γυναικών. Από την άλλη έχουμε έναν σοβαρο παράγοντα οπισθοδρόμησης: την τάση να κανονικοποιηθούν όλες οι ερωτικές αλληλεπιδράσεις ως σχέσεις και δη ως μακροχρόνιες και θεσμικά αναγνωρισμένες σχέσεις. Εννοείται πως είμαι υπέρ της επέκτασης του δικαιώματος στον γάμο, αλλά με ανησυχεί η επανερμηνεία κάθε μα κάθε ερωτικής αλληλεπίδρασης οπωσδήποτε ως σχέσης: δυνάμει σχέσης, αποτυχημένης σχέσης ή συμβίωσης.

Η υπόθεση της παρρησίας είναι μια ακόμα πιο πονεμένη ιστορία. Όχι μόνον παραδοσιακά οι ελίτ είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της ελευθεροστομίας αλλά επιπλέον διατηρούν ακόμα τη δυνατότητα να ακούγεται ο λόγος τους δυνατότερα, διαρκέστερα και μακρύτερα. Αυτό ενεργοποιεί και πάλι αντιδραστικά αντανακλαστικά, αλλά λογοκρισίας αυτή τη φορά: όπως στην πατριαρχία δεν γίνεται όλοι να λαγνουργούμε (οι άντρες· οι γυναίκες να κάτσουν να φτιάξουν χαρακτήρα κατάλληλο "για σχέση σοβαρή"), έτσι και σε οποιαδήποτε ιεραρχική κοινωνία, όσο κι αν μας παραμύθιασε κάποτε η κίβδηλη δημοκρατία των σοσιαλμήντια, οι προνομιούχοι θα ακούγονται (επαναλαμβάνω) δυνατότερα, διαρκέστερα και μακρύτερα.

Πολλοί λοιπόν σκέφτονται ότι η λογοκρισία είναι η λύση για την ανισομερή κατανομή της παρρησίας μέσα σε μια κοινωνία: να ελέγξουμε την παρρησία των προνομιούχων κλείνοντάς τους το στόμα και καταστρατηγώντας την ελευθερία του λόγου. Ωστόσο η λογοκρισία είναι σαν υπερσύγχρονα όπλα: προτού φτάσει στα χέρια των (όποιων) επαναστατών, έχει ήδη στοκάρει τα οπλοστάσια των ελίτ· εάν λοιπόν ανεχόμαστε τη χρήση της λογοκρισίας, ταυτόχρονα παραδεχομάστε ότι οι ελίτ θα διαθέτουν υπεροπλία.

GatheRate

Αυτή δεν είναι η φωνή της Μάγδας Φύσσα

Στη σελίδα left.gr αναρτήθηκε ένα κείμενο της Ελένης Μπέλλου, το οποίο αυτοχαρακτηρίζεται «υποθετικό» και είναι γραμμένο «σε α’ πρόσωπο, με στοιχεία από όσα η Μάγδα Καραϊσκάκη – Φύσσα έχει καταθέσει στον Τύπο και στη δίκη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του γιου της Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά».

Πρώτον, υποθετικό κείμενο είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να γραφεί αλλά ακόμα δεν έχει γραφεί. Αλλά ας μη γίνομαι σχολαστικός.

Δεύτερον, το συγκεκριμένο κείμενο είναι βαριά κακογραμμένο. Αλλά αυτή είναι η γνώμη μου και μόνο.

Τρίτον, ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και μάλιστα στο ίντερνετ, κραυγάζει και παρακαλάει να αποδοθεί αποκρύφως στον υποθετικό συντάκτη του. Αυτό ήδη συμβαίνει στα σχόλια ανάρτησεων που αναδημοσιεύουν το κείμενο, παρεμπιπτόντως. Κι εδώ ήδη υπάρχει τρομερό πρόβλημα.

Τέταρτον, το να γράφεις ένα κείμενο (εύστοχο, φλύαρο, περιττό ή διδακτικό — αδιάφορο) με το οποίο οικειοποιείσαι τη φωνή της Μορφής του αντιφασιστικού αγώνα είναι επιεικώς ευτελές· θυμίζει κάτι ταλαίπωρους αρχαίους και βυζαντινούς που έγραφαν διάφορα και, για να τα απαθανατίσουν, ψευδεπιγράφως απέδιδαν την πατρότητά τους σε ποιητές, φιλοσόφους, ευαγγελιστές — μείζων των οποίων (εδώ και τώρα που βρισκόμαστε) η Μάγδα Φύσσα.

Από το The Greek Cloud

GatheRate

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Η ζούγκλα των πόλεων

Στο ελληνικό σινεμά μέχρι την έλευση του ΝΕΚ και στην ελληνική επαρχία μέχρι λίγο πιο μετά, η πόλη είναι τόπος απωλείας. Στην πόλη χάνεσαι, μαρκαλεύεσαι, στην πόλη σε πιάνουνε κώτσο οι επιτήδειοι.

Η εικόνα της πόλης που προβαλλόταν αδιάκοπα στα αναρίθμητα σινεμά της δύσοσμης επαρχίας του '50 και του '60 ήτανε λοιπόν εικόνα τουλάχιστον αποθαρρυντική: καλύτερα στο χωριό με τον χωροφύλακα και τον παπά, παρά σε αυτή τη ζούγκλα. Ώσπου ο μαιτρ του προφανούς και του εξώφθαλμου ονόμασε την ταινία του "Ζούγκλα των πόλεων" και λίγο μετά το ελληνικό σινεμά άλλαξε σελίδα. Όμως η ελληνική κοινωνία θα έπρεπε να περιμένει από τη μια την Πολιτιστική Πρωτεύουσα για να αποδεχθεί την αμαρτωλή Σαλονίκη των αόρατων νεκρών και της βυθισμένης τοπογραφίας και από την άλλη τους Ολυμπιακούς για να κοιτάξει την Αθήνα κατάματα χωρίς να μινυρίζει "τσιμεντούπολη, τσιμεντούπολη, τσιμεντούπολη".

Γιατί η Ελλάδα της αστυφιλίας μισούσε τόσο πολύ τις πόλεις; Κάποιες απαντήσεις προσπάθησα να δώσω εδώ, κυρίως με ιδεολογικούς όρους: προσπάθησα να καταλάβω αυτό το μίσος ως έναν συλλογικό ιδεασμό. Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρεις παράγοντες:

Η πόλη γινόταν αντιληπτή στον κόσμο της επαρχίας ως τόπος ελευθεριότητας. Και ναι μεν για τους άντρες, παντρεμένους ή μη, αυτό δεν ήταν ακριβώς μεμπτό ή ιδιαιτέρως προβληματικό τις δεκαετίες του '50 και του '60. Άλλωστε οι επαρχιώτες που κατεβαίνουνε στην πόλη για δουλειές ήτανε κοινός τόπος τουλάχιστον από τη δεκαετία του '20. Το πρόβλημα ήταν ότι στην πόλη υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί -- όπως και όσο -- και η γυναικεία ελευθεριότητα, και μάλιστα μπροστά σε χιλιάδες αδιάφορα μάτια αλλά ταυτόχρονα μακριά από το πανοπτικό του χωριού.

Επίσης, τουλάχιστον αν πιστέψουμε όσα λέγαν οι παλιότεροι και όσα έβλεπαν στο σινεμά -- και πώς αυτά τα δύο αλληλεπιδρούσαν, οι πόλεις ήταν επικίνδυνες για ακόμα έναν λόγο: επειδή εκεί όλοι έκαναν ναρκωτικά. Μην πάει ο νους σας στην κόκα ή στην πρέζα ή έστω στο μαυράκι· αυτά τα έμαθε το σινεμά τη δεκαετία του '80: τότε εννοούσαν το βερμούτ και την μπύρα, το κρασί και το τσιγάρο. Κι αυτά ήταν επικίνδυνα ναρκωτικά γιατί έριχναν τις αναστολές κι οδηγούσαν στην ελευθεριότητα αλλά κυρίως γιατί η κατανάλωσή τους λειτουργούσε ως διαπίστευση χειραφέτησης. Κι αν μισεί κάτι η ελληνική κοινωνία, με τα βαθιά αγροτοποιμενικά ήθη της, είναι να αυτοπροσδιορίζεσαι ("ψώνιο") και να είσαι ελεύθερος: να κάνεις "ό,τι σου καπνίσει".

Ο τρίτος παράγοντας που έκανε τις πόλεις μισητές είναι δίκοπος. Από τη μια στις πόλεις δεν είχες όνομα, ήσουν ευάλωτος. Αξίζει να θυμόμαστε ότι οι περισσότεροι θεατές των ελληνικών ταινιών θα ταυτίζονταν (θέλοντας και μη) με την Παγώνα, δούλα και ψυχοκόρη στο διαμέρισμα, ή με τον απλοϊκό βλάχο που κουβαλάει κότες στο ΚΤΕΛ. Αυτό έλεγε ολόκληρη η ποπ κουλτούρα τότε: "πήγαινε στην πόλη άμα κοτάς και γίνε τύπος, χάσε το όνομά σου και γίνε καρικατούρα". Με δυο λόγια: στην πόλη είσαι ευάλωτος. Αν όμως η ανωνυμία και η αδιαφορία των πόλεων είναι η μία κόψη, η άλλη είναι η πολύ πραγματική συνωμοσία σιωπής των μικρών χωριών και των όχι και τόσο μικρών πόλεων: τη μοίρα του Άλεξ στη Βέροια, των γυναικών που βιάστηκαν στην Ξάνθη και του Γιακουμάκη στα Γιάννενα δεν την έγραψε ούτε η ανωνυμία ούτε κάποιος μέσα στην "απρόσωπη τσιμεντένια ζούγκλα".

Ο πίνακας είναι του Mitch Griffiths με τίτλο Inebriated Nation.

GatheRate

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Η σωστή εποχή



Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσα σε ενδιαφέρουσα εποχή.

Όταν ήμουν πολύ παιδί, αναρωτιόντουσαν οι μεγάλοι τι επώνυμο θα παίρνουν τα παιδιά που γεννιούνται σε «ελεύθερες σχέσεις», δηλαδή εκτός γάμου. Οι απαντήσεις σε τέτοια δυσεπίλυτα τότε ζητήματα δόθηκαν το 1982 με το νέο οικογενειακό δίκαιο.

Μετά αναρωτιόντουσαν όταν έβλεπαν ζευγάρια αντρών «ποιος από τους δύο κάνει τη γυναίκα». Εδώ οι απαντήσεις δόθηκαν παρακολουθώντας τα βάσανα του Στηβ Κάρινγκτον στη Δυναστεία — διότι μέγα το της ποπκουλτούρας κράτος.

Κατόπιν αναρωτιόντουσαν πώς τη βγάζουν τα ζευγάρια γυναικών χωρίς φαλλό. Μάλλον ακόμα την ψάχνουν την απάντηση οι μεγάλοι, οι μεγάλες βεβαίως τη γνώριζαν ανέκαθεν.

Τώρα που είμαι εγώ μεγάλος αναρωτιόμαστε πώς θα επιλύουν το θέμα της ζήλειας και της κτήσης όσοι συνάπτουν πολυσυντροφικές σχέσεις. Εκ πείρας όμως πλέον ψυλλιαζόμαστε ότι μάλλον ήδη γνωρίζουν την απάντηση οι ίδιοι.

Από το The Greek Cloud

Η φωτογραφία είναι του Itzhak Ben-Arieh

GatheRate

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ταμπού, λογοκρισία και πολιτική ορθότητα


Η πολιτική ορθότητα συγχέεται με τον ευφημισμό και με τη λογοκρισία ("να μη λέμε κακές λέξεις") ή την κορρεκτίλα ("να μην προσβάλουμε κανέναν / να μην ενοχληθεί κανένας").

Η πολιτική ορθότητα, κατά τον ορισμό του Φ. Παναγιωτίδη, είναι η προσπάθεια να απαλλάξουμε "τον λόγο από λέξεις και εκφράσεις που φέρουνε το βάρος της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του σεξισμού και, γενικότερα, ιδεολογιών που νομιμοποιούν τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνανθρώπων μας".

Με άλλα λόγια, η πολιτική ορθότητα έχει νόημα και σκοπό ως πολιτική στάση, στον βαθμό που, ονοματίζοντας τους άλλους και τις πράξεις τους, τους πατρονάρουμε, τους καθορίζουμε, ή ασκούμε πάνω τους αυταρχικά την εξουσία μας: την εξουσία της ελίτ που καμώνεται την πλειοψηφία.

Πολιτική ορθότητα και ευφημισμός

Η πολιτική ορθότητα είναι στάση και πράξη πολιτική και καθόλου καλολογική. Άρα δεν μπορεί να είναι απλός ευφημισμός. Όπως σημειώνεται στο παραπάνω απόσπασμα του Παναγιωτίδη, "ποικίλοι φορείς, με προφανέστερους αλλά όχι μοναδικούς την πολιτική εξουσία και τη διαφήμιση, καταχρώνται τον ευφημισμό ως μηχανισμό για να πουν μισές αλήθειες, δηλαδή ψέματα, αφού η απόκρυψη συναφούς μέρους της αλήθειας αποτελεί ψέμα".

Στην πραγματικότητα, ο ευφημισμός έχει σκοπούς πολύ διαφορετικούς από την πολιτική ορθότητα, αφού πασχίζει να ωραιοποιήσει μια πραγματικότητα αλλάζοντας τις λέξεις: ονοματίζει παράπλευρες απώλειες τους αμάχους νεκρούς, σωφρονιστικό κατάστημα τη φυλακή, κ.ο.κ. Είναι πάγια πρακτική του νεοφιλελεύθερου απολίτικου και ρηχού δικαιωματισμού να προσπαθεί να καταστήσει αόρατη κάποια αδικία ή κάποιο κοινωνικό πρόβλημα καταφεύγοντας στον ευφημισμό και στην καλολογία, ορμώμενος από έναν αφελή οργουελισμό, κατά τον οποίο εξαφανίζεις την έννοια άμα απαλείψεις τη λέξη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν πάψω να λέω τους Τσιγγάνους Τσιγγάνους θα γίνουνε "Αθίγγανοι" (...) ή και Ρομά, άρα κανονικοί πολίτες και κανονικοί άνθρωποι και καθόλου θυματα αιώνων συνεχιζόμενου ρατσισμού.

Ο ευφημισμός προσπαθεί να υποκαταστήσει πραγματικούς κοινωνικούς αγώνες και πραγματική κοινωνική δράση. Η πολιτική ορθότητα απεναντίας εντάσσεται σε αυτούς τους αγώνες. Ο ευφημισμός ενδεχομένως αναγνωρίζει σιωπηλά τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας στον λόγο αλλά πασχίζει να τις κουκουλώσει ή και να τις ωραιοποιήσει. Ένα έμφυλο παράδειγμα είναι και το εξής: αν πω την πόρνη "ιερόδουλη", παριστάνω ότι οι γυναίκες με τη συγκεκριμένη εργασία και με συνήθως συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά, γυναίκες αποσκορακισμένες από την πατριαρχία αλλά και αναγκαίες για αυτήν, επιτελούν ιερό λειτούργημα όπως οι γυναίκες των ναών της Αφροδίτης. Απεναντίας, η πολιτική ορθότητα προσπαθεί (αποτελεσματικά ή όχι) να κάνει φανερές τις ταξικές πραγματικότητες και να σταθεί απέναντι στις ετικέτες που κολλάει η πατριαρχία, προτείνοντας το "εργάτρια / εργάτης του σεξ" ή και την επαναοικειοποίηση του όρου "πουτάνα" -- δεν έχουμε να κάνουμε με φιλολογίες εδώ, παρά με μια δυναμική διαδικασία (εκ νέου) αυτοπροσδιορισμού.

Με δυο λόγια, η πολιτική ορθότητα αντιλαμβάνεται το πώς ασκούμε ηγεμονία πάνω στους αδύναμους και μη προνομιούχους ετεροκαθορίζοντάς τους και προσπαθεί να καταστήσει αυτή τη διαδικασία ορατή ή και να την ανατρέψει. Αντίθετα, ο ευφημισμός προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να κουκουλώσει: είναι το γλωσσικό αντίστοιχο των ψεύτικων προσόψεων του Ποτέμκιν.

Εδώ υπεισέρχεται το θέμα του ετεροκαθορισμού: κάθε κοινότητα δικαιούται να αποκαλείται όπως εκείνη επιθυμεί να αποκαλείται, ιδίως όταν υφίσταται καταπίεση ή διακρίσεις. Συνεπώς, η καούρα των Ελλήνων να αποκαλείται η χώρα μας Hellas (λες και φτάνει μέχρι τον Όλυμπο και τη Δωδώνη) είναι χαριτωμένος (;) ακκισμός, η απαίτηση όμως των τρανς να λέγονται τρανς είναι το λιγότερο στο οποίο μπορούμε να ανταποκριθούμε.

Επίσης, το ζήτημα του ετεροκαθορισμού είναι και υπόθεση περικειμένου, κόντεξτ: ο Ρομ που επιθυμεί να αποκαλείται "Τσιγγάνος" (επανοικειοποιούμενος τον όρο) ή "Ρομ" έχει ως εναλλακτική ετικέτα το υβριστικό "Γύφτος" ή το πατερναλιστικό "Αθίγγανος". Ο Έλληνας όμως που θέλει να λέγεται Hellene έχει ως εναλλακτικό ετικέτα το τιμημένο Greek. Επίσης, το Άτομο με (Ειδικές) Ανάγκες -- όρος που υπογραμμίζει την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στις ανάγκες του και δεν αξιολογεί τις ανάγκες καθεαυτές -- έχει ως εναλλακτικές ετικέτες τα "ανάπηρος", "προβληματικός" και άλλα χειρότερα, ή το χυδαία ευφημιστικό ψεύδος του "Άτομο με Ειδικές Ικανότητες"...

Πολιτική ορθότητα και κορρεκτίλα

Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υπόθεση ίσων αποστάσεων: ο λόγος ύπαρξής της είναι να χειραφετήσει όσους καταπιέζονται· μέρος του "καταπιέζω κάποιον" είναι και το "τον ονομάζω όπως θέλω κι όχι όπως θέλει" και το "οικειοποιούμαι τη φωνή του". Συνεπώς, το να αποκαλείς τις γυναίκες συλλήβδην "μουνιά" δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλείς συλλήβδην τους άντρες "ψωλές" -- δείτε και μόνοι σας πόσο άκυρο είναι το δεύτερο ως απόπειρα προσβολής ή σβησίματος.

Τα παραπάνω αποσιωπώνται συχνά κι έτσι καβάλα πάνω στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας πάνε διάφορες καλολογίες. Άλλοτε αγνοούμε τη διάσταση της εξουσίας και της ανισότητας, άλλοτε (όπως είδαμε) καμωνόμαστε ότι μπορούμε να απαλείψουμε αυτή τη διάσταση αν δεν την κουβεντιάσουμε. Και στις δυο περιπτώσεις καταλήγουμε να καλολογούμε· από την πολιτική ορθότητα εκπίπτουμε στην κορρεκτίλα, στη λογοκρισία της καλολογίας.

Κι έτσι φτάνουμε να προγράφουμε κάθε προσβολή και κάθε λέξη-ταμπού, κάθε "κακή λέξη". Η "πολιτική ορθότητα" -- που σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πια καθόλου political αλλά σκέτη correctness -- καταντάει να ασχολείται με trigger, δηλαδή με όρους και αναπαραστάσεις ταμπού: με οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει ή να αναστατώσει οποιονδήποτε. Δυστυχώς όμως, ό,τι και να πει και ό,τι και να δείξει κανείς θα προσβάλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Το ζήτημα δεν είναι να ειμαστε όλοι αγαπημένοι και να μη μαλώνουμε· ποσώς. Το ζήτημα είναι, επαναλαμβάνω, πολιτικό: να μην στοχοποιούνται με τον λόγο ομάδες και μέλη τους χωρίς φωνή και χωρίς εκπροσώπηση (ή, εννοείται, εξουσία).

Η επέλαση της κορρεκτίλας έχει τρεις συνέπειες: μας εθίζει στο προφανές, νομιμοποιεί τη λογοκρισία και βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας.

Το προφανές

Η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο προφανές κι επιδερμικό, γίνεται σταδιακά η νόρμα: "αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες". Αν μια φωτογραφία δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος. Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά κάθε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους "ναι μεν αλλά": από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.

Η κορρεκτίλα παραγνωρίζει επίσης ότι όλοι οι όροι κι όλες οι αναπαραστάσεις λειτουργούνε μέσα σε συμφραζόμενα: τι λέει από πάνω και τι λέει μετά, και μέσα σε ποιο περικείμενο βρίσκεται. Η κορρεκτίλα δηλαδή αγνοεί μια θεμελιώδη διάσταση της επικοινωνίας: ποιος και πότε λέει τι και γιατί, ως τι και με ποιον σκοπό, από ποια θέση κτλ Η κορρεκτίλα αγνοεί τις διαφορές κυριολεξίας, χιούμορ, σάτιρας, παραθέματος, μεταφοράς, του να βάζεις λόγια στο στόμα άλλου κ.ο.κ. ... Η αγνόηση των συμφραζομένων και του ευρύτερου περικειμένου οδηγεί π.χ. το ελεεινά πουριτανικό Facebook, το οποίο πασχίζει να μη δημιουργεί αντιπάθειες φιμώνοντας ό,τι δεν αφορά γάτες και καρδούλες, να μπλοκάρει κάθε ανάρτηση που περιέχει τη λέξη nigger, ακόμα και αν είναι το τραγούδι του Λέννον ή κάτι που ανεβάζει ένας μαύρος πιτσιρικάς στη Βαλτιμόρη...
 
Λογοκρισία και προκατάληψη

Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να μην ασκείς γλωσσική ηγεμονία και του να λογοκρίνεις "για χάρη" των μη προνομιούχων. Δυστυχώς για πολυ κόσμο, αυτή η διαφορά δεν είναι ευδιάκριτη: πολλοί λοιπόν λένε "χαλάλι η λογοκρισία άμα προστατεύει τους μη προνομιούχους". Ωστόσο, όσο πεφωτισμένα και καλοπροαίρετα και να ασκείται η λογοκρισία (για μένα η πεφωτισμένη λογοκρισία είναι οξύμωρο), όσο και να γίνεται προς όφελος των αδύναμων και κατατρεγμένων, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι με το πέρασμα του χρόνου καταλήγει να γίνει ξανά όπλο στα χέρια της εξουσίας. Αν η λογοκρισία είναι λ.χ. DDT, καθόλου τυχαία επιλογή εντομοκτόνου, ενδεχομένως να σκοτώνει κουνούπια αλλά όχι όλα τα κουνούπια, ενώ στο μεταξύ σκοτώνει και πολλά άλλα...

Συνεπώς, ενώ με ευκολία μπορούμε να λογοκρίνουμε κάποιον που είπε "αράπηδες βουλευτές" ή "πουτάνα δημαρχίνα", σκεφτείτε ένα σεξιστικό "πρέπει να τη βάλουνε κάτω να τη γαμάνε δεκα με το στανιό" που απευθύνεται σε κάποια γυναίκα χωρίς εξουσία και άντε να αποδείξετε ό,τι θέλετε στα περισσότερα δικαστήρια αυτού του πλανήτη εν έτει 2017. Ταυτόχρονα, θα έχετε κανονικοποιήσει τη λογοκρισία προς όφελος και λευκών βουλευτών, ανδρών δημάρχων κ.ο.κ.

Γενικότερα, όταν την πολιτική ορθότητα, την αναίρεση κακοδοξιών και τους αγώνες τούς υποκαθιστά η λογοκρισία και η κορρεκτίλα, έχουμε τέρατα. Δείτε για παράδειγμα την υπό θεσμοθέτηση σε πολλές χώρες ταύτιση του αντισημιτισμού με την κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση, δείτε επίσης σε συμβολικό επίπεδο την εξίσωση σφυροδρέπανου και σβάστικας ως απαγορευμένων εμβλημάτων στην Ουγγαρία και αλλού.

Επί της ουσίας, όποιος θέλει να αγωνιστεί κατά του σεξισμού, του φασισμού, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, κτλ. κτλ. καλό είναι να μη λησμονεί πως οι νόμοι και οι δίκες (πρέπει να) έπονται των κινητοποιήσεων και των αγώνων από κάτω: θυμηθείτε τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ του '60 ή αναλογιστείτε γιατί χρονίζει η δίκη των ναζί δολοφόνων μας.

Ανοίγοντας τη συζήτηση, είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου όταν δεν υποκινεί ανοιχτά σε βιαιοπραγία κατά των μη προνομιούχων. Με άλλα λόγια: "φάτε τους πλουσίους", οκέι. "Οι Εβραίοι είναι σατανικοί", οκέι. "Φάτε τους Εβραίους", μάντρωμα. Βεβαίως, η ελευθερία του λόγου δεν συνεπάγεται ανοχή ή συναίνεση: θα αντιτάξω τον δικό μου λόγο στο μιαρό "οι Εβραίοι είναι σατανικοί" και θα χλευάσω ακόμα και το "φάτε τους πλουσίους", αφού δεν τρώγονται με τίποτα.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι ούτε να λογοκρίνουμε ούτε να αυτολογοκριθούμε. Παράλληλα, πλανώμαστε αν πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο· τουναντίον. Η πλάνη μας όμως αυτή προκύπτει από την απολίτικη ταύτιση τριών παραγόντων: της ελευθερίας του λόγου, της πολιτικής ορθότητας (η επίκληση της οποίας εισάγει στη συζήτηση τις παραμέτρους της αυθεντία και της εξουσίας) και των "ανθρωπιστικών αξιών", ιδίως όταν γίνονται αντιληπτές με το αίτημα να είμαστε όλοι καλά και να μη στενοχωριέται κανείς.
 
Ως συνήθως, το βαθύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις.  Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) ενώ καταντήσαμε να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με εμμονικές απόπειρες να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.).

Κι αυτό τελικά βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας

Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού από την άλλη, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας.

Η χονδροειδής ταύτιση πολιτικής ορθότητας, κορρεκτίλας και "ανθρωπιστικής καλοσύνης" σε συνδυασμό με την ανοχή μας στη λογοκρισία επιτείνει τον ηθικό πανικό που επικρατεί γύρω από την πολιτική ορθότητα. Για πολύ κόσμο το "PC" είναι πλέον συνώνυμο της (αυτο)λογοκρισίας και του ευφημισμού και από πολιτική στάση η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή ως ηθική κορρεκτίλα: κωμικοί φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να λένε χοντρά ανέκδοτα, γυναίκες αναρωτιούνται αν είναι πρέπον να κραυγάσουν "γάμα με!" και άντρες ορρωδούν μπροστά στη ροπή να ανακράξουν "καριόλα!", ρέκτες του ύφους και της ακριβολογίας αγανακτούν με νεολογισμούς και άκομψες καινοτομίες, Εβραίοι καταλήγουν να αποκαλούνται "self-hating Jew", λάτρεις της τέχνης βλέπουν να έρχονται παπικά βρακάκια και ετικετούλες Parental Advisory... Αυτοί και όλοι μας (θα έπρεπε να) μισούμε τη λογοκρισία.

Άρα;


Τι να κάνουμε λοιπόν; Νομίζω ότι υπάρχει μια απλή συνταγή: πρώτα σκέφτομαι ποια σχέση προνομίων, ιεραρχίας ή κι εξουσίας έχω με εκείνον στον οποίο θα απευθυνθώ ή (χειρότερα) με εκείνον εξ ονόματος του οποίου θα μιλήσω. Αντιστρέφω αυτή τη σχέση και μπαίνω στη θέση του. Αν στο ίδιο περικείμενο θα έλεγα τα ίδια ή παρόμοια (αστεία, σκωπτικά, χυδαία, διδακτικά, βαρύγδουπα, εξυπναδίστικα, ζουμερά, στεγνά, κτλ. κτλ.), είμαι μια χαρά και προχωρώ.

Το ουσιώδες είναι να μη συγχέουμε τον νεοσυντηρητικό ηθικισμό (για την αναίρεση του οποίου απαιτούνται μεταμέλειες κι εξιλεώσεις κτλ.) με μια πολιτική στάση, η οποία υπόκειται σε κριτικό και διαλεκτικό έλεγχο μέσα στην κοινότητα και μέσα στην κοινωνία. Εκεί ακριβώς τελικά διαφέρει η πολιτική ορθότητα από τις ηθικιστικές και λογοκριτικές διαστρεβλώσεις της.

GatheRate