Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα my short stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα my short stories. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

"Οροι συμμετοχής"




Φίλες μου αγαπημένες, τι μου κάνετε? Ξέρω, ξέρω, θα μου πείτε πάλι ότι σας έχω παραμελήσει και σας άφησα χωρίς νέο ποστ και θα έχετε και δίκιο εδώ που τα λέμε, αλλά γενικά ήμουν πολύ απασχολημένη αυτές τις μέρες, ουφ κούραση, και δεν άνοιξα καθόλου τον υπολογιστή, αλλά σας σκεφτόμουν όλες και διάβασα και όοοοολα τα μηνυματάκια που μου στέλνατε και τώρα που ξεμπέρδεψα με τις δουλίτσες μου ήρθα με πολύ ευχάριστα νέα! Έρχεται απίστευτος διαγωνισμός!!! Εμ, έτσι θα σας άφηνα? Αφού ξέρετε πόσο σας αγαπώ ❤❤❤!!! Τέτοιος διαγωνισμός δεν πρέπει να έχει ξαναγίνει σε μπλογκ, ειλικρινά, και το δωράκι που διάλεξα με αγάπη  για όλες εσάς θα το κερδίσει μία πολύ τυχερούλα αναγνώστρια. Ειλικρινά, το βλέπω και μου έρχεται να δηλώσω και εγώ συμμετοχή με ψευδώνυμο, για να μην το αποχωριστώ (χαχαχαχα, αστειεύομαι φυσικά!!!). Θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε, όμως, κάποια πραγματάκια: Είναι πολύ σημαντικό να διαβάσετε προσεκτικά τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό.  Για να είναι έγκυρη η συμμετοχή σας πρέπει να ακολουθήσετε μερικά απλά βηματάκια. Αυτά είναι υποχρεωτικά και σας δίνουν μία συμμετοχή. Αν κάνετε λάθος ή παραλείψετε κάποιο βηματάκι, τότε η συμμετοχή σας ακυρώνεται :(((  Το τονίζω, για να μη μου στέλνετε μετά μηνυματάκια του τύπου α, δεν το κατάλαβα ή είναι άδικο κλπ.

Πάμε να δούμε μαζί τα βηματάκια ένα-ένα?

1)Καταρχήν, πρέπει να μου αφήσετε κάτω από αυτήν εδώ την ανάρτηση ένα σχόλιο. Ό,τι θέλετε μπορείτε να γράψετε, το αφήνω σε εσάς :))) αλλά να μην ξεχάσετε να μου γράψετε οπωσδήποτε και το όνομα του προφίλ σας στο φέις. Υπάρχει λόγος που σας το λέω ;)

2)Στη συνέχεια, θα πάτε στη σελίδα μας στο φέις και θα κάνετε like  στη σελίδα μας και like στο ποστ του διαγωνισμού. Για τις φίλες που είναι καινούργιες στα social να πω ότι πρέπει να πατήσουν εκεί που έχει ένα χεράκι που μοιάζει λίγο με αυτό ☝  και γράφει "Μου αρέσει!", μέχρι να γίνει μπλε. Αν είναι μπλε είστε οκ! Το έχω τσεκάρει και σε iphone και σε galaxy, δεν παίζει ρόλο τι έχετε, η διαδικασία είναι ακριβώς ίδια. Μετά, θα κάνετε και share στο δικό σας προφίλ. Προσοχή!!! Για να είναι έγκυρη η συμμετοχή σας, θα πρέπει να κάνουν με τη σειρά τους like στο ποστ τουλάχιστον πενήντα φίλοι σας. Για να μη μου γκρινιάζετε οι φίλες που είστε καινούργιες στα social και δεν έχετε πολλούς φίλους ή δεν έχετε φτιάξει ακόμα προφίλ στο φέις (μα που ζείτε, lol) αλλά θέλετε να μπείτε στον διαγωνισμό μας, σας ενημερώνω για να μην  αγχώνεστε ότι ο διαγωνισμός θα τρέχει μέχρι το τέλος της επόμενης βδομάδας. Αρχίστε τα friend request, προλαβαίνετε!!!

3)Κατόπιν, θα πάτε στη σελίδα μας στο instagram και θα κάνετε follow και μετά θα κάνετε like στη φωτογραφία του διαγωνισμού. Και πάλι προσοχή στις αρχάριες φίλες, εδώ δεν έχει χεράκι, έχει μία καρδουλίτσα που γίνεται ροζ όταν την πατήσετε. Θα αφήσετε σχόλιο όπου θα κάνετε tag την κολλητή σας. Μετά, θα κάνετε regram και μόλις σας κάνουν πενήντα likes και έχετε πενήντα ροζ καρδουλίτσες (θα τις μετρήσω!) , έχετε  ολοκληρώσει και το δεύτερο βηματάκι και είστε πιο κοντά από ποτέ στο να εξασφαλίσετε τη συμμετοχή σας.

4)Στη συνέχεια, θα αντιγράψετε επτά φορές αυτό εδώ το ποστάκι, και θα ζωγραφίσετε και την εικόνα με τα καπελάκια. Όταν λέω θα αντιγράψετε εννοώ με το χεράκι σας... Θα ελέγξω τις συμμετοχές και αν δω ότι απλά το έχετε εκτυπώσει η συμμετοχή σας ακυρώνεται. Μετά, θα πάρετε τα επτά χαρτάκια και, αφού πρώτα τα υπογράψετε και πάρετε και βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής σας, θα τα βάλετε σε φακέλους και θα τα μοιράσετε σε επτά γειτόνισσές σας. Εδώ σας έχω μία εκπληξούλα: Αν κάποια από τις γειτόνισσες αντιγράψει και εκείνη επτά φορές το ποστάκι και κάνει διανομή σε άλλες επτά φιλενάδες της, τότε ΕΣΕΙΣ (Ναι, εσείς! Χωρίς να κάνετε απολύτως τίποτα!!!) κερδίζετε μία δεύτερη συμμετοχή στον διαγωνισμό και έχετε διπλάσιες πιθανότητες να κερδίσετε!

5) Αφού ολοκληρώσετε τις παραπάνω διαδικασίες,  θα μου στείλετε ένα emailάκι, που θα γράφει στο θέμα "Δικαιολογητικά για τον Διαγωνισμό" και θα μου αναφέρετε αριθμημένα τα βηματάκια που έχετε πραγματοποιήσει. ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Μην  ξεχάσετε να συμπεριλάβετε ένα screenshot από το σχόλιό σας στο blog, ενεργά links για τη σελίδα σας στο φέις και για τη σελίδα σας στο instagram, επικυρωμένα αντίγραφα από τα επτά χαρτάκια που μοιράσατε στις γειτόνισσες και ένα βιντεάκι διάρκειας 2 λεπτών max, όπου οι εσείς και οι επτά γειτόνισσες αναφέρετε ονοματεπώνυμο, ηλικία, ύψος, βάρος, επάγγελμα, οικογενειακή κατάσταση, αριθμό αμκα και αριθμό φορολογικού μητρώου. Και, έτσι απλά, μπαίνετε στην κλήρωση! Αν στον έλεγχο διαπιστωθεί ότι έχετε παραλείψει κάποιο από τα βηματάκια, αποκλείεστε από τη διαγωνιστική διαδικασία καθώς επίσης και από τους τρεις επόμενους διαγωνισμούς. Συμπληρωματικά email με δικαιολογητικά που έχουν παραλειφθεί δεν θα γίνονται δεκτά. Ενστάσεις δεν θα γίνουν δεκτές. Η νικήτρια θα ανακοινωθεί κατόπιν κλασικής κλήρωσης με χαρτάκια και αν δεν εμφανιστεί εντός 24 ωρών ακυρώνεται και η κλήρωση θα ξαναγίνει. 

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!! 


__________________________________________________________________________


Disclaimer: Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Πρόσωπα και καταστάσεις είναι φανταστικά και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. 
Πως θα μπορούσαν άλλωστε... 


Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

"18,20,22..."





Την ημέρα που συνέβη το πρώτο περιστατικό τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Μόλις είχα επιστρέψει στο σπίτι, θα ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί, και η κυρία Βέρα που μένει δίπλα, στο 24, σκούπιζε το πεζοδρόμιο με φούρια. "Τα 'μαθες;" με ρώτησε και πριν προλάβω να απαντήσω με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο οίκτο, με το χέρι στη μέση, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι.  "Αμ που να τα μάθεις βρε καημένο, που λείπεις από την Παρασκευή το πρωί κι είναι Σαββάτο μεσημέρι... Και να σε πληρώνανε και υπερωρίες καλά θα 'τανε... Αχ! Και στον δικό μου τα λέω, τί κάθεσαι εδώ, τράβα έξω μπας και δεις προκοπή, αλλά αυτός που να με ακούσει; Βλέπεις τη μάνα δεν την ακούει, έχει την άλλη και δίνει διαταγές! Κι εμένα με ξέρεις, δεν μιλάω, δεν μιλάω, αλλά καμιά μέρα δεν θα αντέξω και...". "Τι συνέβη;" τη διέκοψα, με προσποιητό ενδιαφέρον, πνίγοντας ένα χασμουρητό, ακριβώς επειδή γνώριζα ότι, αν την άφηνα να συνεχίσει, όλα  αυτά που δεν λέει στον γιο της θα τα έλεγε σε μένα. Έχω ήδη μία μάνα που δεν μιλάει - δεν μιλάει, δεν χρειάζομαι δεύτερη.  Η κυρία Βέρα έστρωσε το σάλι της στους ώμους. Ο Μαγιάτικος ήλιος έδειχνε τα δόντια του. "Την  Τέτα που μένει στη γωνία, στο 18 την ξέρεις;". Φυσικά και την ήξερα. Τριάντα ολόκληρα χρόνια,  αλλά η αφήγηση έπρεπε να έχει σασπένς. Η Τέτα ζούσε στο ισόγειο και η ανιψιά της με τα δύο παιδιά της στον πρώτο. Ήταν συνταξιούχος μαθηματικός, αυστηρή, γκρινιάρα, γνωστή και ως "η γεροντοκόρη". Όλοι παραξενεύτηκαν όταν πριν δυο χρόνια η ανιψιά της μετακόμισε στο ίδιο κτίριο. "Η ανάγκη κυρία Βέρα μου" είχε εξομολογηθεί η ανιψιά όταν η Βέρα της χτύπησε το κουδούνι κρατώντας μία σπιτική μηλόπιτα, για το καλωσόρισμα και για να είναι πιο γλυκιά η ανάκριση. "Με τον πρώην μου μέναμε στον νοίκι, τώρα μέχρι να βρω καμιά δουλειά πως θα τα βγάζαμε πέρα; Μόνο αυτή έχω". Όλοι παραξενεύτηκαν ακόμα περισσότερο όταν, στην αρχή της σχολικής χρονιάς, η Τέτα προσφέρθηκε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε δυο  παιδάκια της γειτονιάς, χωρίς πληρωμή, γιατί έμαθε ότι οι γονείς τους τα έφερναν βόλτα δύσκολα. Έτσι κι εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό, οι μικροί μαθητές χτύπησαν το κουδούνι στις εννέα ακριβώς. Ξαναχτύπησαν. Η Τέτα δεν άνοιξε. Διέσχισαν τον δρόμο, να συμβουλευτούν τους γονείς τους.  Ξαναχτυπήστε και αν δεν ανοίξει χτυπήστε στην ανιψιά της τους είπαν και κάπως έτσι, όταν το εφεδρικό κλειδί άνοιξε την πόρτα, βρήκαν την Τέτα γονατισμένη δίπλα στο τραπεζάκι του σαλονιού, αχτένιστη και με μάτια κόκκινα από το ξενύχτι,  να παίζει σκάκι. Ο παίκτης με τα μαύρα πιόνια είχε κατατροπώσει τα λευκά πιόνια της Τέτας. Ο παίκτης με τα μαύρα πιόνια είχε εξαφανιστεί."Βιολέτες, μύριζε βιολέτες" ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερε να ψιθυρίσει η Τέτα, κι έπειτα βυθίστηκε σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησε, αμέτρητες ώρες αργότερα, δεν θυμόταν τίποτα. Ο γιατρός που την εξέτασε τη βρήκε υγιέστατη. "Μήπως συνέβη κάτι που την τάραξε;" ρώτησε την ώρα που τακτοποιούσε το πιεσόμετρο στην τσάντα του. Τίποτα δε συνέβη. Το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν και την επόμενη κιόλας μέρα η ζωή επέστρεψε στον συνηθισμένο ρυθμό της. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι η ανιψιά άρχισε να κλειδώνει την εξώπορτα της δυο φορές.
Πέρασαν σχεδόν δυο μήνες. Η Τέτα μετακόμισε από τα μέσα του Ιούνη στο εξοχικό της στη Σαλαμίνα. Μαζί και η ανιψιά, για να κάνουν κανένα μπάνιο τα παιδιά. "Πες καλύτερα για να την έχει από κοντά, μην τυχόν και προλάβει άλλος το παραθαλάσσιο οικοπεδάκι με το λυόμενο" έσπευσε να με ενημερώσει η κυρία Βέρα ένα πρωινό, αρχές Ιουλίου. Φορούσε ένα χτυπητό κίτρινο φόρεμα με πράσινα κουμπιά, είχε τα μαλλιά τυλιγμένα σε ρόλει και σκούπιζε όπως πάντα με μανία το πεζοδρόμιο. Μια χώρα ολόκληρη περίμενε με αγωνία το δημοψήφισμα και ξεροστάλιαζε  έξω από τις κλειστές τράπεζες για να σηκώσει τα εξήντα ευρώ της μέρας και ο καημός της Βέρας ήταν τα κληρονομικά της γειτόνισσας. Το επόμενο πρωί, Σάββατο 4 Ιουλίου, ξύπνησα στις επτά ακριβώς. Θα δούλευα από το σπίτι εκείνη τη μέρα. Μετά από το τρίπτυχο ντους - καφές -τσιγάρο βολεύτηκα μπροστά στον υπολογιστή. Η κραυγή που μου πάγωσε το αίμα ακούστηκε στις εννέα και τέταρτο.
Η κυρία Ελίζα, χήρα συνταγματάρχη, κάθε Σάββατο πρωί στις εννέα ακριβώς επισκέπτεται το κομμωτήριο της γειτονιάς, για ένα φρεσκαρισματάκι όπως λέει. Μέχρι εκείνο το Σάββατο δεν είχε καθυστερήσει ποτέ, ούτε λεπτό. Όταν η ώρα πήγε εννέα και πέντε, η Σοφία η κομμώτρια ανησύχησε και έστειλε την κόρη της να της χτυπήσει το κουδούνι, μήπως το είχε ξεχάσει. Η μικρή έκλεισε απρόθυμα το κουτσομπολίστικο περιοδικό που διάβαζε, σχημάτισε μια φούσκα με την τσίχλα της, και περπάτησε τα διακόσια μέτρα που χώριζαν το κομμωτήριο από το σπίτι της Ελίζας, που καθόταν στο νούμερο 20. Μεσοτοιχία με την Τέτα δηλαδή. Ανέβηκε τα τρία σκαλάκια της βεράντας και χτύπησε το κουδούνι. Τίποτα. Ξαναχτύπησε, κρατώντας επίτηδες το δάχτυλό της πατημένο στο κουδούνι, χαχανίζοντας στη σκέψη της ενόχλησης που θα προκαλούσε το επίμονο κουδούνισμα στην Ελίζα. Καμία αντίδραση. Πρόσεξε ότι τα παντζούρια του παραθύρου που έβλεπε στη βεράντα ήταν ανοιχτά. Πλησίασε και χτύπησε ελαφρά το τζάμι. Μια κουρτίνα από δαντέλα, πλεγμένη στο χέρι, της έκρυβε τη θέα. Πλησίασε και κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι. Μισοέκλεισε τα μάτια της, μέχρι που έγιναν σαν δυο γραμμές, προσπαθώντας να δει μέσα από τις τρύπες που σχημάτιζε το σχέδιο της κουρτίνας. Όταν επιτέλους κατάφερε να δει ήταν ακριβώς εννέα και τέταρτο.
Η Ελίζα καθόταν μπροστά στο κλειστό πιάνο. Φορούσε το νυφικό της, μόνο που στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που ενώθηκε εις σάρκαν μία με τον μακαρίτη τον συνταγματάρχη, η άλλοτε  λεπτή σαν μίσχος σιλουέτα της είχε φορτωθεί με ίσο αριθμό κιλών  και το φερμουάρ στην πλάτη έχασκε ανοικτό, αποκαλύπτοντας ένα μαύρο σατέν  κομπινεζόν. Ο αρχοντικός κότσος της ήταν λυμένος και τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά της έπεφταν αχτένιστα στους ώμους. Πάνω στο τραπέζι, μέσα σε έναν ασημένιο δίσκο με λευκό κεντημένο κοφτό πετσετάκι, ήταν σερβιρισμένο σε κρυστάλλινο ποτήρι με περίτεχνα σκαλίσματα, κομμάτι από την προίκα της,  το περίφημο λικέρ βύσσινο που έφτιαχνε κάθε χρόνο και ακριβώς δίπλα, σε ασορτί πιατάκι, δύο κουλουράκια κανέλας. Το πιο ανησυχητικό, όμως, σε αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό δεν ήταν άλλο από το πρόσωπο της Ελίζας. Έμοιαζε να είχε πετρώσει. Όταν, δε, μπήκαν οι γείτονες στο σπίτι και τη ρωτούσαν  γεμάτοι ανησυχία τί συνέβη, δεν κατάφεραν να της πάρουν ούτε μία λέξη. "Σαν να είχε κοιτάξει κατάματα τη Μέδουσα", θέλησα να διασκεδάσω την ταραχή της κυρίας Βέρας, που έσπευσε να μου αφηγηθεί τα γεγονότα το ίδιο απόγευμα. "Ποια είναι πάλι αυτή;" με ρώτησε. "Μια γνωστή μου" απάντησα, για να ξεμπερδεύω. Η Βέρα συνέχισε απτόητη. Η Ελίζα δεν μιλούσε σε κανέναν. Μόνο όταν έφτασε η δίδυμη αδελφή της, χήρα σμηνάρχου αυτή, ψιθύρισε δυο λόγια. "Άδεια μάτια... γύρισε είπε". Όλοι την κοίταξαν με ανησυχία και οίκτο μαζί. Την καημένη, πάει τρελάθηκε. Μόνο όταν έπιασε το μπράτσο της αδελφής της και γεμάτη αγωνία συμπλήρωσε δυο ακόμα λέξεις αισθάνθηκαν όλοι σαν να φύσηξε μέσα στο δωμάτιο παγωμένος αέρας. "Μύριζε βιολέτες".
Αυτό ήταν! Στη γειτονιά μας, και μάλιστα στην πλευρά των ζυγών αριθμών, κυκλοφορούσε μυστηριώδες άτομο αγνώστου ταυτότητος, νεκρό ή ζωντανό δεν ξέραμε αλλά αυτό με τα άδεια μάτια δεν ακουγόταν για καλός οιωνός σύμφωνα με τη Βέρα, που έβγαινε από κλειδωμένες πόρτες, μύριζε βιολέτες, προτιμούσε τα σπιτικά ηδύποτα  και γύρισε. Από που γύρισε κανείς δεν ήξερε. "Είναι συνηθισμένο άρωμα η βιολέτα κυρία Βέρα μου, μέχρι και ο Τομ Φορντ κυκλοφόρησε ένα πριν κάτι χρόνια" προσπάθησα να καθησυχάσω τη γειτόνισσά μου που, τρέμοντας από τον φόβο, είχε λουφάξει σε μια καρέκλα της κουζίνας μας.  Το αγριεμένο βλέμμα της μάνας μου μού έκοψε τη φόρα για περαιτέρω αστειάκια. "Λείπει κι αυτός ο αχαΐρευτος ο γιος μου, έχει πάει εκδρομή ο αναίσθητος".  Δεν θέλησα να ρωτήσω πως ακριβώς θα την προστάτευε ο αχαΐρευτος από τον μυστηριώδη επισκέπτη. "Βρε παιδάκι μου, τόσες γνωριμίες έχεις εκεί στη δουλειά. Δεν ρωτάς να μάθεις;". Απάντησα όπως θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μου. "Άσε μας ρε μάνα με την κάθε γρια παράξενη! Εδώ ο κόσμος καίγεται... Παραφρόνησε εκεί πέρα η γεροντοκόρη από την, τέλοσπάντων,  θυμήθηκε και η σαλεμένη η Ελίζα τα νιάτα της , και βγάλατε εσείς συμπέρασμα ότι κάτι παράξενο συμβαίνει!". Άδικο είχα; Γιατί έπρεπε να συμβαίνει κάτι μυστηριώδες; Όταν κάποιος είναι τόσο λοξός και μονόχνοτος σαν την Τέτα, κάποια στιγμή καταλήγει να παίζει σκάκι με την πάρτη του. Αν έχεις ζήσει μια ολόκληρη ζωή με τον Επαμεινώνδα τον συνταγματάρχη, όταν μένεις μόνη σου αναπολείς τα νιάτα σου, τα νυφικά σου, τα λικεράκια και τα κουλουράκια που τιμούσε δεόντως ο μακαρίτης. Η Βέρα με κοίταξε με οίκτο, σαν να ήμουν το πιο αξιολύπητο πλάσμα του κόσμου όλου. " 18,20,22... Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσεις" έφτυσε τις λέξεις μία μία, χαιρέτησε μ'ενα νεύμα τη μάνα μου και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν.
Άφησα να περάσουν κάμποσες εβδομάδες. Όταν η ζωή επέστρεψε υποτυπωδώς σε φυσιολογικούς  ρυθμούς άρχισα να ψάχνω το παρελθόν της γειτονιάς μου. Δεν βρήκα τίποτα. Ρώτησα, διστακτικά, τον διευθυντή του αστυνομικού ρεπορτάζ. Ούτε για αστείο δεν αναφέρθηκα σε βιολέτες και λοιπές σαχλαμάρες. Είπα πως έγραφα ένα αφιέρωμα για την τοπική εφημερίδα. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, αλλά μου τηλεφώνησε μετά από δυο μέρες και μου είπε ότι, αν εξαιρέσουμε έναν μικροαπατεώνα που προσπάθησε να ληστέψει ένα περίπτερο με νεροπίστολο, η γειτονιά μου δεν είχε τίποτα ύποπτο στο βιογραφικό της. Την ήξερα την ιστορία με το νεροπίστολο, μου την είχε πει ο ίδιος ο περιπτεράς καμιά εικοσαριά φορές όταν πήγαινα ακόμα στο λύκειο και κάθε Παρασκευή μάζευα τα ψιλά που μου είχαν περισσέψει από το χαρτζιλίκι για να αγοράσω ένα πακέτο Marlboro ελαφριά. Τηλεφώνησα ακόμα και σε έναν παλιό συμμαθητή, που η αδελφή του ήταν στην αστυνομία. Τζίφος. 
Ενημέρωσα τη μάνα μου και τη Βέρα, που μου κρατούσε ακόμα μούτρα, για τα αποτελέσματα της έρευνάς μου. "Μη μου αγχώνεσαι και μου κάνεις ρυτίδες κυρία Βέρα μου... Αν είχε συμβεί κάτι κακό, θα το είχαν γράψει οι εφημερίδες, θα το είχαν πει στην τηλεόραση. ". Έφεξε από χαρά το πρόσωπο της γειτόνισσάς μου, που καθόταν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού της κουζίνας. Αν δεν το έχουν πει στην τηλεόραση, τότε δεν συνέβη. Για να επισφραγίσει τα ευχάριστα νέα καταβρόχθισε εν ριπή οφθαλμού δύο κομμάτια σπιτική σπανακόπιτα. 
 Η Τέτα επέστρεψε στο 18, παρέα με την ανιψιά της, και είχε ενημερώσει τους μικρούς μαθητές ότι ήταν διαθέσιμη για να συνεχίσουν τα δωρεάν ιδιαίτερα . Η Ελίζα τους τελευταίους δυο μήνες δεν είχε χάσει ούτε ένα Σαββατιάτικο ραντεβού στο κομμωτήριο.  Οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας ξεθώριασαν τη θύμηση των καλοκαιρινών περιπετειών τους. Η κυρα Βέρα συνέχιζε τα παράπονα για τον αχαΐρευτο τον γιο της και έσκαγε που κόντευε Οκτώβρης και δεν είχε καταφέρει ακόμα να μάθει αν η Τέτα έγραψε τελικά το παραθαλάσσιο οικόπεδο στην ανιψιά της. 
Κόντευε Οκτώβρης. Το βραδινό αεράκι έμπαινε από το ανοικτό παράθυρο του καθιστικού, κάνοντας τη λευκή κουρτίνα να φουσκώνει ελαφρά. Απολάμβανα την ησυχία του άδειου σπιτιού για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Επιτέλους, λίγη ηρεμία!  Περασμένες εννιά σηκώθηκα να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου με κόκκινο κρασί και να αλλάξω το cd που τελείωσε. Σκάλιζα κάμποση ώρα τα cd, με την πλάτη γυρισμένη στο παράθυρο. 
Όταν  ξύπνησα, είδα το ανήσυχο πρόσωπο της Βέρας κολλημένο στο δικό μου. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Δεν ρώτησα πως μπήκε στο σπίτι, ξέρω πως εδώ και δεκαετίες της έχει δώσει η μάνα μου εφεδρικό κλειδί. Είναι η καλύτερή της φίλη και την εμπιστεύεται απόλυτα. Με φωνή που μάταια προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή μου τα είπε όλα. Πρώτα πήρε τηλέφωνο, είπε, γιατί ήθελε να κοιμηθεί και εγώ είχα τέρμα τη μουσική. Μετά ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα. Δεν άνοιξα και ανησύχησε. Άνοιξε με το κλειδί της. Με βρήκε να χορεύω πάνω στο τραπέζι, χωρίς να προσέχω μήπως σπάσω τα δύο ποτήρια με το κόκκινο κρασί, ένα γεμάτο κι ένα σχεδόν άδειο, και το τασάκι με τα αμέτρητα σβησμένα τσιγάρα. Έκλεισε τη μουσική, με κατέβασε από το τραπέζι και με έβαλε με το ζόρι να ξαπλώσω στον καναπέ. Πριν κοιμηθώ, της είπα ότι όντως είχε άδεια μάτια και μύριζε βιολέτες. Αλλά εγώ δεν θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά. Αλήθεια λέω. 



ΥΓ: Φέτος είδα στα Jumbo ολόκληρο section με προϊόντα Halloween! Είναι επίσημο... 
Happy Halloween λοιπόν! :)



Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

"Πολύ μόνη..."



"...και στο τέλος, όταν πια συνειδητοποιήσαμε τι ήταν αυτό που ακούγαμε, από τη μια να έχουμε πεθάνει στα γέλια  και από την άλλη  να θέλουμε να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί, έτσι που την πάθαμε και γίναμε ρεζίλι σε όλο το χωριό. The end".

Μόλις ο Γιάννης ολοκλήρωσε τη φράση του, οι τέσσερις που κάθονταν γύρω από το τραπέζι αρχισαν να γελάνε δυνατά. "Ήταν τρομακτικό όταν συνέβη,εντάξει;" διαμαρτυρήθηκε με ύφος προσποιητά θιγμένο, πριν ξεσπάσει και ο ίδιος σε ηχηρά γέλια. "Γι'αυτό αποφεύγεις να μπαίνεις στην αποθήκη, κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τα πάτρια;" ρώτησε η Τατιάνα, σκουπίζοντας με μια χαρτοπετσέτα τα δάκρυα από τα μάτια της. Η παρέα έκλαιγε, κυριολεκτικά, από τα γέλια.  "Κυρίες και κύριοι, μετά από δέκα χρόνια λύθηκε το μυστήριο" ανακοίνωσε με επίσημο ύφος στους φίλους της, που εξακολουθούσαν να γελάνε.

"Φτάνει, αρκετά με τις περιπέτειες του αντρειωμένου".
 Τώρα ήταν ο Γιώργος που μιλούσε.
" Για εμένα και τη Σοφία όλοι γνωρίζετε την ιστορία με τον παππού που έκανε ωτοστόπ". Οι άλλοι έγνεψαν καταφατικά.
"Κασσάνδρα, η σειρά σου!".

Η  γυναίκα που καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού κούνησε αργά το κεφάλι της, δεξιά αριστερά. "Αποκλείεται να μην έχεις ούτε μια παράξενη ιστορία" διαμαρτυρήθηκε η Σοφία, πίνοντας μια γουλιά λευκό κρασί. "Δίκιο έχει η Σόφη" επενέβη ο Γιάννης. "Τέσσερα βιβλία με ηρωίδα κυνηγό φαντασμάτων έχεις βγάλει...". "Και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας, αν είναι δυνατόν!" πετάχτηκε ο Γιώργος " Τόσες ιστορίες για φαντάσματα στα Εξάρχεια και στο Κολωνάκι σκαρφίζεσαι, πείτε και εσείς ρε παιδιά!". Ακολούθησε ένα βουητό από διαμαρτυρίες και επιφωνηματα και η Κασσάνδρα σήκωσε τα χέρια της, σαν υποψήφιος δήμαρχος  που κάνει νόημα στους ψηφοφόρους του να σωπάσουν για να ακουστούν οι βαρυσήμαντες δηλώσεις του, και με  βραχνή φωνή  ζήτησε ένα τσιγάρο από τον Γιάννη. Φύσηξε τον καπνό και πήρε στο χέρι της τον αναπτήρα. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μίλησε κανείς. Τέσσερα ζευγάρια μάτια ήταν καρφωμένα στην Κασσάνδρα, ενώ εκείνη έμοιαζε να αφιερώνει όλη την προσοχή της στον πορτοκαλί πλαστικό αναπτήρα που κρατουσε. Με το ελεύθερο χέρι της τράβηξε πίσω από το αριστερό αυτί τις πυρόξανθες μπούκλες που έπεφταν στα μάτια της, μια κίνηση μηχανική, από αυτές που κάνουμε χωρίς σκέψη εκατοντάδες φορές κάθε μέρα. Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, ίσως από τις κλεφτές ματιές που πρόλαβαν να ανταλλάξουν οι φίλοι της, τράβηξε πάλι τα μαλλιά και τα έριξε μπροστά στο πρόσωπό της, τόσο ώστε να καλύπτουν την ουλή που άρχιζε από την εξωτερική γωνία του αριστερου ματιού και κατέληγε μέχρι την αρχή του λαιμού. Το προσεκτικό μακιγιάζ και ο χαμηλός φωτισμός, δυο λαμπατέρ και πολλά κεριά, φιλτράριζαν την εικόνα της Κασσάνδρας και της έδιναν μια όψη σχεδόν απόκοσμη. Τη σιωπή έσπασε η Τατιάνα. " Πες μας κάτι βρε Κασσάνδρα! Βοήθησέ μας να συνέλθουμε από τις βλακείες του Γιάννη, που νόμιζε ότι η κατσίκα του γείτονα ήταν το φάντασμα του παππού του!". Καινούργια γέλια στο τραπέζι. Ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη της Κασσάνδρας. "Καλά λοιπόν... αφού επιμένετε...". Έσβησε το τσιγάρο της ενώ ο Γιώργος απογέμιζε τα ποτήρια με κρασί.  Τέσσερα ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν στη γυναίκα με τα ατίθασα πυρόξανθα μαλλιά. Τέσσερα ζευγάρια αυτιά αφουγκράζονταν τον βραχνό ψίθυρο της φωνής της.

" Δεν ξέρω αν έχετε κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρο, κάτι που θέλετε πολύ να κάνετε, αλλά συνέχεια το αναβάλλετε" είπε χαμηλόφωνα η Κασσάνδρα και σταμάτησε, περιμένοντας απάντηση. Ο Γιάννης προσφέρθηκε: "Εγώ θέλω να πάω ένα Σαββατοκύριακο πεζοπορία, με διανυκτέρευση σε σκηνή και τέτοια πράγματα, αλλά...". "Αλλά κάθε Σάββατο αράζεις στον καναπέ και κάνεις ζάππινγκ ανάμεσα στο 'στην υγειά μας ρε παιδιά' και στο 'όλοι οι καλοί χωράνε', μούχλα!" συμπλήρωσε με ψεύτικη αγανάκτηση η Τατιάνα. "Συνέχισε Κασσάνδρα μου"...

"Το δικό μου όνειρο ήταν να απομονωθώ σε ένα σπίτι ή σε ένα ξενοδοχείο, αν ήταν και αποκλεισμένο από τα χιόνια ακόμα καλύτερα, και να γράψω ένα βιβλίο, με ήρωες φαντάσματα και άλλα πλάσματα της φαντασίας. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, χωρίς να με ενοχλεί κανένας, ούτε τηλέφωνα, ούτε επισκέψεις, τίποτα, να ακούω μόνο τον ήχο από τα πλήκτρα της ξεχαρβαλωμένης γραφομηχανής μου. Μόλις έγραφα την τελευταία λέξη, θα άνοιγα μια σπάνια σαμπάνια, θα κάπνιζα ένα τσιγάρο -ίσως να ταίριαζε πούρο καλύτερα, αλλά δεν μου αρέσουν- και θα τηλεφωνούσα στον εκδότη για να του ανακοινώσω πως το επόμενο best seller ολοκληρώθηκε. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό από τότε που είδα τη 'Misery' του King.  Όπως είπατε κι εσείς, τα κατάφερα. Εν μέρει, όμως. Βλέπετε, τα τρία πρώτα βιβλία δεν τα έγραψα απομονωμένη, ούτε καν σε γραφομηχανή. Τα έγραψα σε laptop τελευταίας τεχνολογίας, με τον Αλέξανδρο και τη Λούνα να κάνουν φασαρία στο διπλανό δωμάτιο. Ο ένας έβλεπε αγώνες μπάσκετ και πανηγύριζε τα καλάθια της ομάδας του, η άλλη γάβγιζε  σαν τρελή, κι εγώ τους φώναζα να σταματήσουν επιτέλους, να σεβαστούν τη δουλειά μου. Τότε ο Αλέξανδρος μάλωνε το σκυλί, της έλεγε 'Πάμε να ζητήσεις αμέσως συγγνώμη, παλιοκόριτσο!'. Έμπαιναν στο γραφείο μου, με κατεβασμένα τα κεφάλια και οι δύο, η Λούνα κλαψούριζε και τριβόταν στο πόδι μου, ενώ ο Αλέξανδρος ζητούσε συγγνώμη για λογαριασμό και των δύο. Και, κάθε φορά, έπαιρνε ένα τσουλούφι που μου έπεφτε στα μάτια και το στερέωνε πίσω από το αυτί  κι έλεγε 'Καλύτερα έτσι'. Μετά, έκαναν ησυχία για λίγα λεπτά και ξανά πάλι τα ίδια. Συνήθισα, όμως, και στο τέλος δεν μπορούσα να δουλέψω χωρίς να τους ακούω.

Πριν το τέταρτο... Όταν ήρθε η ώρα για το τέταρτο, αποφάσισα πως έπρεπε να πραγματοποιήσω επιτέλους το ανεκπλήρωτο όνειρό μου. Σκέφτηκα πως, αφού στο σπίτι πια επικρατούσε ησυχία, και αφού δεν άντεχα με τίποτα αυτή την ησυχία την υποχρεωτική, την 'εκκωφαντική' όπως τη χαρακτήρισε μια ψυχολόγος με συγκαταβατικό ύφος, έπρεπε να κάνω κάτι, αλλιώς θα τρελαινόμουν. Έπρεπε να δικαιολογήσω την ησυχία, να προσποιηθώ, έστω, πως ήταν επιλογή μου. Απομονώθηκα για να γράψω, χρειαζόμουν απόλυτη ησυχία, τι πιο λογικό; Και αποφάσισα να πάω να μείνω για λίγο καιρό στο παλιό σπίτι, στο χωριό.

Οι γονείς μου, ούτε να το ακούσουν. Που θα πας μόνη σου, στην ερημιά, να έρθουμε μαζί, δεν θα ενοχλούμε... Με τα πολλά, μου έδωσαν τα κλειδιά αφού πρώτα με έβαλαν να τους ορκιστώ πως θα τους τηλεφωνούσα τρεις φορές τη μέρα. Δεν κάνω πλάκα, η μάνα μου κατέβασε μια εικόνα από το εικονοστάσι και με έβαλε να ορκιστώ λες και ήμουν μάρτυρας σε δικαστική σειρά της τηλεόρασης. Είχαν και αυτοί το δίκιο τους, βέβαια... ήταν Νοέμβρης  και το σπίτι είναι παλιό, δεν έχει καλοριφέρ ούτε air condition, μόνο μια μικρή σόμπα με ξύλα και ένα παμπάλαιο ηλεκτρικό σώμα για ζεστασιά. Εδώ που τα λέμε, δεν έχει ούτε σταθερό τηλέφωνο. Μόνο με το κινητό έχεις επαφή με τον έξω κόσμο, κι αυτό αναλόγως με την εταιρία: το δικό μου έχει σήμα μέσα στην κουζίνα μόνο και της αδερφής μου στο σαλόνι. Ύστερα, ήταν και το ζήτημα της υγείας μου που τους ανησυχούσε. Το χέρι μου βέβαια ήταν πολύ καλύτερα, μπορούσα να γράψω και να οδηγήσω. Το πρόβλημα ήταν κάτι χάπια που είχαν δώσει και, παρά τις διαμαρτυρίες μου, έκριναν απαραίτητο πως δεν έπρεπε να τα κόψω ακόμα. Υποτίθεται ότι βελτίωναν την ποιότητα της ζωής μου... Εγώ αυτό που ήξερα ήταν πως με είχαν μετατρέψει από ζωντανό άνθρωπο σε ζόμπι. Ήθελα να κλάψω και δεν μπορούσα, ήθελα να βουτήξω στη στεναχώρια μου ρε παιδί μου, να την απολαύσω όπως το γουρούνι κυλιέται στις λάσπες και κάτι με σταματούσε. Αυτό το έλεγαν ποιότητα ζωής, να κυκλοφορώ μουδιασμένη, 'comfortably numb' που λέει και το τραγούδι. Έπεφτα για ύπνο και αντί να βλέπω όνειρα, να ξυπνάω στη μέση της νύχτας και να αλλάζω πλευρό, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι, εγώ βυθιζόμουν σε ένα κενό, χωρίς ήχο και εικόνες... Ένα black out, που έληγε το πρωί, απότομα, όπως είχε ξεκινήσει, χωρίς καμιά μνήμη, λες και τις προηγούμενες ώρες μου τις είχε ρουφήξει μια μαύρη τρύπα.  Άσε τις παρενέργειες... Αφού ό,τι βλακεία ή υπερβολή και να έκανα, κανένας από τους δικούς μου δεν την παρεξηγούσε. Μόνο κοιτάζονταν μεταξύ τους με νόημα και έλεγαν με περίλυπο ύφος 'Φταίνε τα χάπια'.

Τέλοσπάντων, ένα απόγευμα στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη έφτασα στο χωριό, φορτωμένη  προμήθειες λες και ετοιμαζόμουν για εκστρατεία, ζεστά ρούχα, παπλώματα, κουβέρτες, τα αρωματικά κεριά που μου αρέσουν, το laptop βέβαια... Είχα κουβαλήσει μαζί και μια σαμπάνια, αν και δεν έκανε να πιω ακόμα, απλά για να την ανοίξω μόλις τελείωνα με το βιβλίο, φόρο τιμής στο ανεκπλήρωτο όνειρό μου. Τακτοποίησα τα πράγματα, άνοιξα λίγη ώρα τα παράθυρα του σαλονιού για να μπει καθαρός αέρας... Το βράδυ κάθισα μπροστά στο laptop. Άνοιξα ένα  αρχείο στο word, του έδωσα το όνομα "βιβλίο_4"  και έμεινα να κοιτάζω τη λευκή σελίδα. Έγραφα πέντε λέξεις, τις έσβηνα, τις ξαναέγραφα... Και εκεί, μέσα στην απόλυτη ησυχία, αρχίζω να σκέφτομαι πως έπρεπε να είχα ακούσει τους γονείς μου.  Τους διαβεβαίωνα στο τηλέφωνο πως όλα ήταν εντάξει, πως δεν είχα κανένα πρόβλημα, η ησυχία μου έκανε καλό, αλλά μέσα μου είχα ήδη αρχίσει να μετανιώνω, να σκέφτομαι πως τελικά είχα κάνει μεγάλη, τεράστια βλακεία. Η ησυχία του σπιτιού στο χωριό ήταν το ίδιο ενοχλητική με την ησυχία του δικού μου σπιτιού. Ποιά αλλαγή περιβάλλοντος και ποιά ανεκπλήρωτα όνειρα; Τίποτα δεν μπορούσε να μου βγάλει από το μυαλό την ενοχλητική, αληθινή, διαπίστωση πως στο εξής όπου και να πήγαινα θα ήμουν μόνη.  Άσε που μόλις άρχιζα να συνειδητοποιώ πως δεν ήμουν απλά μόνη, ήμουν ολομόναχη σε ένα κατσικοχώρι ξεχασμένο από το Θεό, με το κοντινότερο σπίτι να απέχει κάμποσα μέτρα. Αν δεν ήταν τόσο αργά, μπορεί να φόρτωνα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο και να γύριζα πίσω. Ξέρετε πως είναι όταν σου καρφώνεται μια ιδέα, οποιαδήποτε προσπάθεια λογικής προσέγγισης σκοντάφτει σε τοίχο. Εκεί που καθόμουν, μια-δυο φορές αισθάνθηκα σαν κάποιος να μου άγγιξε τα μαλλιά, τιναζόμουν λες και με χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα και έψαχνα γύρω μου αλλά φυσικά δεν υπήρχε κανένας άλλος. Εγώ, που όταν έγραφα ήμουν πάντα τόσο ήρεμη και συγκεντρωμένη, τώρα έβρισκα χίλιες αφορμές για να σηκωθώ από την καρέκλα... Για να δω αν είναι εντάξει η φωτιά στη σόμπα, αν έχω κλείσει τον θερμοσίφωνα, αν το ψυγείο είναι στη σωστή θερμοκρασία, αν το κινητό μου εξακολουθεί να πιάνει δύο γραμμές στην κουζίνα, ό,τι μπορείς να φανταστείς.  Τελικά, σαν ηρωίδα θρίλερ δεύτερης διαλογής, έσπρωξα το μικρό σκρίνιο του χολ πίσω από την πόρτα, μπήκα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού, άνοιξα την τηλεόραση και, χαζεύοντας μια κωμωδία, τελικά με πήρε ο ύπνος.   

Το επόμενο πρωί, ξύπνησα από το χτύπημα της πόρτας. Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν και για ποιό λόγο το σκρίνιο βρισκόταν πίσω από την πόρτα. Τελικά ήταν μια γειτόνισσα. Νόμισε πως είχε δει φως στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ και υπέθεσε πως είχε έρθει η μάνα μου. Της είχε φτιάξει ένα ταψάκι κολοκυθόπιτα, που ήξερε ότι της αρέσει. Προφανώς κάτι είχε πάρει το αυτί της, γιατί στα δέκα λεπτά που έμεινε με παρατηρούσε, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια διακριτικότητας, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Της αναγνωρίζω, βέβαια, πως δεν ρώτησε τίποτα για μένα. Μόνο για το σκρίνιο. Της είπα ότι ήθελα να αλλάξω διακόσμηση. Έκανε ότι το πίστεψε και ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε το φαϊ στη φωτιά και έπρεπε να φύγει.
Τακτοποίησα λίγο το σπίτι, έβαλα το σκρίνιο στη θέση του... Το φως της μέρας ξεθώριαζε τις ανησυχίες και τους φόβους της προηγούμενης νύχτας. Είχα την ευκαιρία να μείνω για λίγο μόνη μου, μακριά από όλους και όλα, και έπρεπε να την εκμεταλλευτώ. Ήμουν ασφαλής και δεν θα πάθαινα τίποτα. Μπήκα στο αμάξι και πήγα μια βόλτα μέχρι το μεγάλο χωριό, μισή ώρα δρόμο.  Εκεί υπάρχει ένα μικρό μαγαζάκι, λίγο καφενείο - λίγο εστιατόριο, που μου αρέσει πολύ. Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο. Έπιασα ένα ακριανό τραπεζάκι και στρώθηκα στη δουλειά. Οι πέντε λέξεις της προηγούμενης βραδιάς έδωσαν τη θέση τους σε ένα χείμαρρο από λόγια. Έγραφα, έγραφα, έγραφα, με μικρά διαλείμματα για φαγητό και καφέ, μέχρι που έπεσε ο ήλιος και γύρισα στο χωριό. 

Πέταξα τα γάντια και τις μπότες σε μια γωνιά και άναψα την ξυλόσομπα. Είχε σουρουπώσει. Μπήκα στην κουζίνα, έβαλα να βράσω νερό για ένα τσάι και κάθισα σε μια καρέκλα  για να τηλεφωνήσω, ακόμα μια φορά, στη μάνα μου. Της μετέφερα τα χαιρετίσματα της γειτόνισσας και της εξιστόρησα τη μέρα μου, τη βόλτα μου, την πρόοδο στη δουλειά μου. Δεν είπα τίποτα για το προηγούμενο βράδυ, ούτε για την ανησυχία μου ούτε για τους παράλογους φόβους μου. Έκλεισα το τηλέφωνο και άδειασα το βραστό νερό σε μια κούπα. Έριξα άλλη μια ματιά στη σόμπα, πάντα έχω άγχος με τη σόμπα, και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, με την κούπα στα χερια  και τα τσουλούφια να μου πέφτουν στα μάτια όπως πάντα και για πρώτη φορά μετά από καιρό αισθάνομαι να κυλάνε στα μάγουλά μου δάκρυα. Ένα δυο στην αρχή και μετά περισσότερα και έμεινα εκεί πολλή ώρα, ακίνητη, μέχρι που συνειδητοποίησα πως κάμποσες σταγόνες από τα δάκρυά μου έπεφταν μέσα στην κούπα με το τσάι και μου φάνηκε τόσο αστείο... τόσο αστείο που θα έπινα τσάι ανακατεμένο με δάκρυα, σχεδόν γελοίο, και τότε άρχισα να γελάω! Σιγανά στην αρχή και μετά πιο δυνατά και ακόμα πιο δυνατά και όσο σκεφτόμουν πως ήμουν μόνη μέσα στο σπίτι, ολομόναχη, με το πιο κοντινό σπίτι τόσο μακριά που δεν με άκουγε κανένας, τόσο πιο δυνατά γελούσα. Είχα κουλουριαστεί στο κρεβάτι, πάνω στο μπεζ πάπλωμα που είχε γεμίσει καφέ σκούρες πιτσιλιές από το τσάι και χτυπιόμουν από τα γέλια, λες και μου είχαν πει το πιο αστείο ανέκδοτο που άκουσα ποτέ και  όσο πιο δυνατά γελούσα τόσο πιο έντονα με κυρίευε η βεβαιότητα πως δεν ήμουν πια μόνη. Τόσο βέβαιη ήμουν, που το είπα και φωναχτά, μέσα στα γέλια μου,  'Δεν είμαι πια μόνη'... Πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, οι μπούκλες που μου έπεφταν στα μάτια βρέθηκαν στερεωμένες πίσω από το αυτί μου. Έμεινα να κοιτάζω τα χέρια μου, που κρατούσαν ακόμα την κούπα με το τσάι, προσπάθησα να βρω κάτι να πω, αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα, αισθάνθηκα κάτι να τρίβεται στο πόδι μου, σαν...σαν...."

"Σαν... σκυλί;"

Η φωνή του Γιάννη πρόδωσε την ταραχή του.  Το βλέμμα του, όπως και των υπολοιπων της παρέας, παρέμενε καρφωμένο στην Κασσάνδρα. Ένα ανεπαίσθητο νεύμα της έδωσε την απάντηση. Ένα ρεύμα αέρα, θαρρείς ενορχηστρωμένο από τη μπαγκέτα δαιμόνιου σκηνοθέτη, έκανε τις φλόγες των αναμμένων  κεριών να τρεμοπαίξουν. Οι φίλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους, κανείς όμως δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να πει κάτι. Τελικά η Κασσάνδρα ήταν αυτή που μίλησε πρώτη. Άπλωσε το χέρι στο πακέτο του Γιάννη που καθόταν δίπλα της: "Μπορώ;". Εκείνος έγνεψε καταφατικά και η Κασσάνδρα πήρε ένα τσιγάρο.  Άναψε με τον πλαστικό αναπτήρα. Την ώρα που τραβούσε την πρώτη ρουφηξιά, η Τατιάνα καθάρισε τον λαιμό της και ρώτησε "Μάλλον ήταν από τα χάπια που έπαιρνες τότε; Θέλω να πω, δεν είχες άλλη τέτοια εμπειρία;".

 "Δεν ήταν από τα χάπια. Τα έχω κόψει εδώ και μήνες...". 
"Δηλαδή... εξακολουθείς να..." ήταν η σειρά του Γιώργου να μιλήσει. Έσφιγγε δυνατά το χέρι της Σοφίας που είχε κολλήσει επάνω του. 
"Μόνο όταν αισθάνομαι μόνη", απάντησε η Κασσάνδρα, με μια φυσικότητα που θα ταίριαζε περισσότερο αν τη ρωτούσαν κάθε πότε φοράει γυαλιά ηλίου. Μα φυσικά μόνο όταν έχει ήλιο. 
"Κασσάνδρα μου... αυτή τη στιγμή που μιλάμε" ψέλλισε η Σοφία με φωνή που μάταια προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή "αισθάνεσαι μόνη;". 
"Πολύ",  απάντησε με ένα κουρασμένο χαμόγελο η Κασσάνδρα, ενώ έπαιζε στα χέρια της τον πορτοκαλί αναπτήρα του Γιάννη.
Μια ατίθαση μπούκλα που έπεφτε στα μάτια της ανασηκώθηκε,  σαν να τη φύσηξε -μόνο αυτή- δυνατός αέρας και βρέθηκε στερεωμένη πίσω από το αριστερό αυτί της. Ένα θρόισμα ακούστηκε κάτω από το τραπέζι και ο Γιάννης, στρέφοντας το βλέμμα χαμηλά, παρατήρησε έκπληκτος τις πτυχώσεις της μακριάς φούστας της Κασσάνδρας να μετακινούνται, ενώ τα πόδια της παρέμεναν ασάλευτα.
"Ούτε που φαντάζεσαι πόσο πολύ..."

  

PS: Μπορεί να μη γιορτάζουμε στις 31 του Οκτώβρη, αλλά... δεν μπορεσα να αντισταθώ : )





Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

"Το φάντασμα"



Φαινόταν κάπως αλαφροϊσκιωτη ακόμα και πριν αρχίσει να κυκλοφορεί - όσο κυκλοφορούσε τέλος πάντων - με αχτένιστα τα από καιρό βαμμένα  μαλλιά της, με τις ρίζες να ξεχωρίζουν κάτασπρες, φορώντας βρώμικα φαρδιά ρούχα, δικά της δημιουργήματα τα περισσότερα, σε μια παμπάλαιη  singer. Μπορεί να έφταιγε το οστεώδες πρόσωπο με το αυστηρό, βαθουλωμένο βλέμμα και το αδύνατο σκαρί της - από τον λαιμό και κάτω όπου  κοίταζες διέκρινες καθαρά τα κόκαλα, στο στέρνο, στους ώμους, στους καρπούς, στα δάχτυλα - η ουσία είναι ότι θύμιζε στοιχειό ,  φάντασμα. Και γι'αυτό της κόλλησαν το παρατσούκλι, το φάντασμα.
 Ακόμα και όταν ζούσε ο άντρας της εκείνη έβγαινε σπάνια από το σπίτι. Δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε με τους γείτονες. Εκείνος έβγαινε κάθε πρωί, κατέβαινε προσεκτικά τα τέσσερα σκαλοπάτια και στεκόταν στο πεζοδρόμιο με τις ώρες, ακουμπώντας στον τοίχο του σπιτιού για να μην κουράζεται. Όποτε τον χαιρετούσε κάποιος περαστικός γείτονας, απαντούσε πάντα με τις ίδιες λέξεις, ποιός είναι, γιατί δε βλέπω, το ζάχαρο μου χάλασε τα μάτια. Μια, δυο, τρεις φορές, οι γείτονες σταμάτησαν να τον χαιρετάνε όταν περνούσαν από μπροστά του, αφού δεν τους έβλεπε, κι εκείνος έλεγε τότε Γιαννάκη, Κωστάκη, Γιωργάκη, ανάλογα με το ποιός ήταν ο περαστικός γείτονας, δεν θα με χαιρετίσεις;
 Περίεργα πράγματα. Πολύ περίεργα πράγματα.
Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν πάντα κλειστά, λες και αν τρύπωνε μια αχτίδα φωτός όλα τα υπάρχοντα του ζεύγους, μαζί και οι δυο τους, σε κλάσματα του δευτερολέπτου θα γίνονταν σκόνη, γι'αυτό το σπίτι μύριζε κλεισούρα και ήταν πολύ σκοτεινό. Ο ένας τοίχος του σαλονιού ξεφλούδιζε από την υγρασία. Αυτά έλεγε στους πελάτες του, με ύφος γιαγιάς που διαβάζει τρομακτικό παραμύθι στα εγγόνια της,  ο κύριος Τόνυ που είχε το κομμωτήριο στη γωνία. Πήγαινε κάθε πρώτη του μήνα στο σπίτι που μύριζε κλεισούρα και κούρευε τον άντρα, η γυναίκα του το ζήτησε και εκείνος δέχτηκε, δεν είναι καιρός να διώχνεις πελάτες κυρία Σούλα μου, έλεγε με το μπουκάλι της λακ ανα χείρας και η κυρία Σούλα κούναγε καταφατικά το φρεσκοχτενισμένο κεφάλι, σαν να έλεγε ναι κύριε Τόνυ, χίλια δίκια έχεις, το κούναγε προσεχτικά όμως, μη χαλάσει η κόμμωση,  αν και η εικόνα του κυρίου Τόνυ να κουρεύει τα αραιωμένα  λευκά μαλλιά ενός γέρου ήταν παράταιρη, γιατί ήταν αυθεντία σε άλλα θέματα, ανταύγειες, περμανάντ, βαφή σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, εξτένσιονς... Να έχεις στη διάθεσή σου έναν Νταλί και να του ζητάς να σου ζωγραφίσει ένα ανθρωπάκι από αυτά που έχουν για κεφάλι έναν κύκλο, για σώμα μια γραμμή και για χέρια και για πόδια κι άλλες γραμμές ή να έχεις στη διάθεσή σου έναν Μπετόβεν και να του ζητάς να σου παίξει στο πιάνο τη μείζονα κλίμακα του Ντο. 
Το λες και ιεροσυλία.
 Ο γιός τους, επιστήμων όπως έλεγαν με καμάρι, δεν είχε πατήσει στο πατρικό του δεκαετίες ολόκληρες, από τότε που έφυγε για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Εκεί ζούσε ακόμα, παντρεμένος με παιδιά πια και τηλεφωνούσε κάθε δεύτερη Κυριακή για να μαθαίνει πως περνάνε και μια φορά τον χρόνο έστελνε φωτογραφίες των παιδιών στον παππού και τη γιαγιά, φωτογραφίες που έμπαιναν σε κορνίζες και κατέληγαν παρατεταγμένες πάνω στον ξύλινο μπουφέ, που δεν έμοιαζε τώρα πια με μπουφέ αλλά με κάτι που ταίριαζε περισσότερο σε βιτρίνα καταστήματος για κορνίζες.
Από τη μέρα που πέθανε ο άντρας της, η μόνη έξοδός της ήταν μέχρι τον φούρνο. Έβγαινε από το σπίτι αξημέρωτα, σαν φάντασμα που έλεγαν και οι γείτονες, και επέστρεφε με καμιά δεκαριά φρατζόλες ψωμί. Ούτε μια, ούτε δυο, δέκα, και ήταν άξιο απορίας τι το έκανε τόσο ψωμί ένας άνθρωπος μόνος του. Αυτή ήταν η πρωινή έξοδος. Το βράδυ έβγαζε τα σκουπίδια της, σε μια μικρή νάυλον σακούλα και τα έριχνε στον κάδο και μετά, με την ελαφράδα αερικού, ξαναχανόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Τις περισσότερες ώρες τις περνούσε πίσω από τα κλειστά παντζούρια. Ώρες ατελείωτες, παρατηρούσε τον δρόμο, τους γείτονες, τις αδέσποτες γάτες. Δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε μαζί τους αλλά της άρεσε να τους παρατηρεί από απόσταση, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια, ασφαλής.
Μετά από δυο τρεις λογαριασμούς που έμειναν απλήρωτοι και μια σύντομη διακοπή ρεύματος ο γιος τα κανόνισε και τα πλήρωνε όλα μέσω της τράπεζας. 
Μια γειτόνισσα της έφερνε φαγητό, τη λυπόταν έλεγε, αλλά εκείνη τις περισσότερες φορές ούτε που το άγγιζε.
Μια παραμονή Χριστουγέννων ένα θαρραλέο πιτσιρίκι δώδεκα χρονών έβαλε στοίχημα με τον μεγαλύτερο αδελφό του ότι θα μπει στο μυστηριώδες σπίτι του φαντάσματος και χτύπησε το κουδούνι για να πει τα κάλαντα.  Άνοιξε η πόρτα, θαρρείς μόνη της και μια χαραμάδα μόνο, όπως ανοίγουν οι πόρτες στις ταινίες τρόμου, ο μικρός για κάμποσα δευτερόλεπτα δεν ήξερε τι να κάνει, να μείνει ή να φύγει, τελικά έμεινε και όση ώρα τραγουδούσε "καλήν εσπέραν άρχοντες" ακουγόταν από μέσα σαν κάποιος να έψαχνε κάτι, και όταν πια έφτασε στο "και του χρόνου!" η πόρτα άνοιξε λίγο ακόμα και ένα σκελετωμένο χέρι έδωσε στο αγόρι ένα στραπατσαρισμένο σοκολατάκι Τζοκόντα και ένα πλαστικό κόκκινο αβγό με ένα κοτοπουλάκι ζωγραφισμένο, από αυτά τα διακοσμητικά που στολίζουν το Πάσχα. Ο μικρός τα πήρε, ψέλλισε ένα ευχαριστώ και έφυγε τρέχοντας να συναντήσει τον αδελφό του που παρακολουθούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο και όταν, τρεχάτοι και οι δυο τώρα, απομακρύνθηκαν  αρκετά , και οι χτύποι της καρδιάς τους βρήκαν ξανά τους κανονικούς τους ρυθμούς, άρχισαν να γελάνε και να λένε Χριστός Ανέστη και να λένε πως το σοκολατάκι ηταν τόσο παλιό που αναμφισβήτητα τη Μόνα Λίζα στο περιτύλιγμα πρόλαβε να τη ζωγραφίσει  ο Ντα Βίντσι αυτοπροσώπως και πως θα έπρεπε να γράφει πάνω το τηλέφωνο του κέντρου δηλητηριάσεων.
 Ένα βράδυ καλοκαιριού, κατά τις έντεκα θα ήταν, η γυναίκα άνοιξε το παράθυρο με θόρυβο, βιαστικά, με νευρικές κινήσεις. Εεεεεεεεε! φώναξε. Οι γείτονες απέναντι, που όπως κάθε βράδυ είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα καθισμένοι στη βεράντα τους, σταμάτησαν να μιλάνε. Ένας σηκώθηκε, διέσχισε τον δρόμο και πλησίασε την αγριεμένη φιγούρα στο παράθυρο. Θα γίνει πόλεμος, πες μου, θα γινει πόλεμος και θα πεθάνουμε όλοι, πες μου, θα μπούνε και στα σπίτια μας και θα μας σκοτώσουν, πες μου. Πνιχτά γέλια ακούστηκαν από απέναντι.  Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να αγνοήσει τη δυσωδία που του τρυπούσε τα ρουθούνια, μύριζε η γυναίκα, μύριζε το κλειστό σπίτι, έτσι πρέπει να μυρίζει ένας τάφος σκέφτηκε ο γείτονας και τέντωσε λίγο  τον λαιμό του προς το ανοιχτό παράθυρο και είδε πόλεμο, φωτιά, θάνατο, στην οθόνη της τηλεόρασης, κάποιο κανάλι έδειχνε το "full metal jacket" του Κιούμπρικ.
Η είδηση της επόμενης μέρας: το φάντασμα τρελάθηκε. Λάθος. Το φάντασμα τρελάθηκε, εντελώς πια.Αυτή ήταν η ακριβής διατύπωση και διάγνωση.
Μια μέρα, έτσι ξαφνικά, την πήραν. Έστειλε ο γιος της και την πήραν γιατί ήθελε να δώσει αντιπαροχή το πατρικό του και την πήγαν κάπου, μια ώρα μακριά, που είχε κι άλλα φαντάσματα. Χίλια ευρώ τον μήνα θα έδινε ο γιος, και το φάντασμα θα είχε όλες τις ανέσεις. Και κλειστή την τηλεόραση όταν παίζει Κιούμπρικ. Αυτά είπε η ψυχοπονιάρα γειτόνισσα, αυτή που της πήγαινε φαγητό καμιά φορά. Ο γιος της είχε τηλεφωνήσει, ποιός ξέρει πως βρήκε τον αριθμό της, και την είχε παρακαλέσει να είναι παρούσα την ώρα που θα την έπαιρναν, για να κλειδώσει και την επόμενη μέρα να δώσει το κλειδί στον πολιτικό μηχανικό.
Το σπίτι γκρεμίστηκε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να πάρει τα παλιά πράγματα.
Πάει ο μπουφές με τις κορνίζες, πάει η παλιά singer.
Ρώτησαν οι γείτονες για το φάντασμα, με ενδιαφέρον, πολλές φορές, τη γειτόνισσα που είχε τα περισσότερα πάρε δώσε με τον γιο.
Ένα πρωί τους είπε ότι το φάντασμα πέθανε. 
Το σπίτι που μύριζε κλεισούρα είχε γίνει πια πολυκατοικία, οι γείτονες είχαν πάψει, μήνες ολόκληρους, να ρωτάνε.