Η κακή αρχή
Τα πράγματα κυλούσαν πολύ όμορφα. Η δουλειά ήταν ευχάριστη - αν και μεταξύ μας το να είσαι η γκόμενα του αφεντικού είχε ένα πλεονέκτημα στο ωράριο - και η συμβίωση μας ήταν απρόσμενα ευχάριστη. Ποτέ δεν καυγαδίζαμε, ποτέ δεν ενοχληθήκαμε από τη μόνιμη παρουσία του άλλου, ποτέ δεν... Οι φίλοι μου δεν μου έλειπαν. Αυτό ακούγεται μάλλον άσχημο και ίσως εμμονικό για τη σχέση μου με τον Λάζαρο. Ίσως και να ήταν. Δεν αισθανόμουν πως ήθελα να δω κανέναν άλλο. Από την πρώτη στιγμή που έφτασα μετρούσα τις ώρες μέχρι την επιστροφή μου. Οι στιγμές που δεν ήμασταν μαζί μου φαίνονταν χαμένος χρόνος. Μετά από αυτό βέβαια, ποτέ δεν κατηγόρησα κανένα φίλο ή φίλη μου που εξαφανιζόταν για καιρό όταν ερωτεύοταν. Το έβλεπα πάντα σαν δικαίωμα του. Ίσως και σαν υποχρέωση του. Να 'χαθεί' για λίγο, να βουλιάξει σε άλλα συναισθήματα που του έχουν λείψει, σε άλλα χέρια που η παρηγοριά και το χαμόγελο θα έχουν άλλη απόχρωση από αυτή των φίλων. Κι όταν καταλαγιάσει λίγο ο ενθουσιασμός με την ευτυχία, επιστρέφουμε για τη μοιρασιά.
Τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου μου έκανε δώρο ένα βαζάκι με γλυκό κεράσι. Όπως τη πρώτη φορά που ήρθε στην Αγγλία. Το κεράσι και το φιλί είχαν την ίδια γεύση: αυτή που σε προστάζει να κλείσεις τα μάτια και σου κλέβει την ανάσα.
Μέχρι τότε η παρουσία της Τζέσσικας - με εξαίρεση τις ημέρες των Χριστουγέννων- ήταν, σχεδόν, διακριτική. Αυτό βέβαια ήταν κατόρθωμα του Λάζαρου και όχι αποχή της ίδιας από τη ζωή του.
Ένα βράδυ η Τζέσσικα θα εμφανιζόταν σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Το ήξερα από μέρες αλλά επίσης, ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να λείπουμε εκείνη την ώρα και να μην την παρακολουθήσουμε. Η ιδέα να ξαπλώσουμε στο κρεββάτι και να γελάσουμε με τα αστεία της ή να συμφωνήσουμε με όσα έλεγε μου φαινόταν εξωφρενική. Γι' αυτό και μόλις ξεκίνησε η εκπομπή βγήκα μια βόλτα. Ο Λάζαρος ήταν σπίτι "παρέα" με τη Τζέσσικα. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στο σπίτι μας και επίσημα πλέον στη κοινή μας ζωή.
Τριγύριζα για πολλή ώρα στο δρόμο χωρίς να μπορώ να μιλήσω σε κάποιον. Είχα πικραθεί και προσπαθούσα να προσδιορίσω τον λόγο. Ήταν η Τζέσσικα; Ήταν η Τζέσσικα στη τηλεόραση; Ήταν η άρνηση του Λάζαρου να καταλάβει πως η ανοχή ξαφνικά γινόταν κακόγουστη φάρσα; Ήταν η δική μου υστερία; Στο κάτω κάτω ο Λάζαρος μου αφιέρωνε το 90% του χρόνου και της ζωής του. Μάλλον ήταν το γεγονός πως πλέον αναγνώριζα το 10% που έλειπε. Και, δυστυχώς, το αναγνώριζα σαν εχθρό. Εκείνο το βράδυ, καθισμένη σε ένα παγκάκι στου Γκύζη συνειδητοποίησα πως ζούσα τον χειρότερο εφιάλτη μου: έπρεπε να διεκδικήσω τον Λάζαρο. Έπρεπε να παλέψω για να κερδίσω ακόμα και αυτό το 10%. Μεγάλη αδικία. Αυτού του είδους οι μάχες μοιάζουν με κύκλους ματαιότητας, με αδιέξοδα. Το "αν τον αγαπάς, διεκδίκησε τον" είναι ο συντομότερος τρόπος να χάσεις ό,τι αγαπάς. Τι μπορεί να κερδίσεις όταν η αγάπη γίνει προσπάθεια; Μάλλον τη βέβαιη τρέλλα. Αποφάσισα εκείνη τη στιγμή πως δεν θα προσπαθούσα, θα περίμενα. Λιγότερο εύκολα αλλά σίγουρα δικαιότερο.
Γύρισα στο σπίτι. Η Τζέσσικα είχε 'φύγει' αλλά η κακή διάθεση είχε ποτίσει τα πάντα σαν υγρασία. Κοιμηθήκαμε σιωπηλοί. Δεν μπορούσαμε να το κουβεντιάσουμε. Απλά γυρίσαμε τις πλάτες και διαγωνιστήκαμε ποιός θα ααστενάζει βαθύτερα. Στην ανοησία πήραμε άριστα.
Το επόμενο πρωί ήταν ακόμη χειρότερα τα πράγματα. Ξεκίνησα την κουβέντα προσπαθώντας να του δώσω να καταλάβει πως ίσως να ήμουν υπερβολική αλλά δεν μου είναι εύκολο να συνηθίσω. Η συζήτηση σε χρόνο ρεκόρ έγινε καυγάς με το Λάζαρο να λέει πως αν κάποιος βρισκόταν σε δύσκολη θέση ήταν αυτός και όχι εγώ. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε.
Και τότε έγινε η 'κακή' αρχή: έπεισα τον εαυτό μου πως ήταν όλα δικό μου λάθος, πως ήμουν παράλογη και υστερική και πως ο Λάζαρος είχε σε όλα δίκιο. Δίκιο μπορεί να είχε αλλά, όχι σε όλα. Απλά θεώρησα πως για να λήξουν οι καυγάδες και οι φωνές θα έπρεπε να επωμιστώ όλο το βάρος αυτής (και στο εξής σχεδόν κάθε) δυσάρεστης κατάστασης. (Μετά από χρόνια κάποιος θα βάφτιζε αυτή μου τη στάση "Παθητική Ψυχολογία". )
Ο Λάζαρος δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Κάλεσα δεκάδες φορές. Και όσο περνούσε η ώρα ο φόβος πως ίσως να μην γύριζε, με κυρίευε. Εκείνο το πρωί, η ιστορία μας είχε γίνει υστερία μου. Και όλα αυτά για το τίποτε.
Γύρισε μετά από μερικές ώρες και με βρήκε να κοιμάμαι στη ντουλάπα.