Σκηνές από τον πολιτισμό του λαδιού και της ελιάς
«Ευλογημένο νά ’ναι ελιά, το χώμα που σε τρέφει
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ’ τα νέφη.
Ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σ’ έχει στείλει,
για το λυχνάρι του φτωχού, για τ’ ´Αγιου το καντήλι.»
Γράφει ο Δημήτριος Κ. Σειραδάκης
Έτσι ύμνησε ένας ποιητής την ελιά, το ευλογημένο εκείνο δέντρο που έθρεψε γενιές και γενιές προγόνων μας αλλά και εμάς τους ίδιους και που ο χυμός του αποτελεί το Α και το Ω της διατροφής του ανθρώπου.
Διαβάζω, συχνά-πυκνά, τον τελευταίο καιρό πολλά για το λάδι, για τον πολιτισμό της ελιάς, για τις δεκοχτούρες ελιές, για τα μνημειακά ελαιόδεντρα, για τις αξιέπαινες προσπάθειες που κάνουν κάποιοι φορείς για την προβολή, για τη διάδοση της κατανάλωσης και γενικότερα για την καταξίωση εκείνου του μοναδικού σε υγιεινή και θρεπτική αξία προϊόντος του τόπου μας.
Και θλίβομαι βαθύτατα όταν βλέπω πόσο δύσκολη είναι αυτή η προσπάθεια σε μια εποχή πλήρους απαξίωσης αυτού του θησαυρού του τόπου μας, όταν η προβολή, η διακίνηση και η διάθεση του λαδιού έχει περάσει στα χέρια αδίστακτων διατροφικών ή εμπορικών ομίλων. (Βλέπε Ισπανικό Όμιλο SOS και όχι μόνο).
Κι εμένα το μυαλό μου αρνείται να συμβιβαστεί μ’ αυτή την ιδέα γιατί θυμούμαι πως η γενιά μου αλλά και οι προγενέστερες, ιδιαίτερα μάλιστα στα ορεινά χωριά του νομού μας, ανατράφηκαν και επέζησαν σε ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς, χάρη σ’ αυτό το ευλογημένο προϊόν.
Γι’ αυτό στο Λιβαδά, θυμούμαι ότι συχνά τραγουδούσαμε: “Λαδάκι και ψωμάκι, λιβαδιανό φαγάκι”.
Κι ήταν τόση η αξία του λαδιού που αποτελούσε όχι μόνο το Α και το Ω της διατροφής και της υγείας των κρητικών αλλά και σπουδαίο μέσο ανταλλαγής στις μεταξύ τους συναλλαγές. Έπαιζε δηλαδή το ρόλο του χρήματος. Π.χ. έδιναν λάδι και έπαιρναν σιτάρι, έδιναν λάδι και έπαιρναν κρασί ή ό,τι άλλο προϊόν είχαν ανάγκη. Οι δε περιφερόμενοι, στα ορεινά κυρίως χωριά, έμποροι και πραματευτάδες ήξεραν πως για να πουλήσουν την πραμάτεια τους έπρεπε απαραιτήτως να αγοράζουν λάδι. Ακόμη και οι ζητιάνοι της παλιότερης εποχής τριγυρνούσαν στα χωριά και κρατούσαν ένα δοχείο, συνήθως έναν γκαζοντενεκέ, στον οποίο έριχναν το λάδι που τους έδιναν οι νοικοκυρές.
Έχω πολλές αναμνήσεις και πολλά βιώματα που έχουν τη ρίζα τους στην ελιά και στο λάδι: π.χ. πώς μάζευαν τότε τις ελιές με το χέρι, πώς τις μετέφεραν και κυρίως πώς τις “βγάζανε” δηλ. ποια κατεργασία τους έκαναν για να βγάλουν το λάδι.
Παρακάτω θα περιγράψω τα λιοτριβειά του Λιβαδά, τις γνωστές φάμπρικες, όπως τις λέγαμε τότε. Επισημαίνω πως η περιγραφή στηρίζεται σε χρήσιμες πληροφορίες που μου έδωσαν κάποιοι φίλοι αλλά κυρίως στις προσωπικές μου αναμνήσεις από τη λειτουργία της φάμπρικας που διατηρούσαν και λειτουργούσαν πριν τον πόλεμο του 1940, ο αείμνηστος πατέρας μου Κωστής Γ. Σειραδάκης και ο επίσης αείμνηστος θείος μου Ιωσήφ Γ. Σειραδάκης.
Η φάμπρικα αυτή καταστράφηκε ολοσχερώς κατά την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς, στις 29/9/1943, αλλά οι ιδιοκτήτες της την ανακατασκεύασαν μετά την απελευθέρωση και έτσι λειτούργησε επί πολλά έτη μετά τον πόλεμο. Σώζεται μέχρι και σήμερα στη συνοικία Αντωνιανά του Λιβαδά και ανήκει στους κληρονόμους των αδελφών Κωστή και Ιωσήφ Σειραδάκη, αποτελεί δε « μνημείο» και μουσειακό είδος του πολιτισμού της ελιάς και του λαδιού. Από τη φάμπρικα αυτή έχουν ληφθεί και οι δημοσιευόμενες εδώ φωτογραφίες.
Εκτός από τη φάμπρικα αυτή, μετά τον πόλεμο λειτούργησαν στο Λιβαδά και η επίσης ανακατασκευασθείσα φάμπρικα των αδελφών Ιωάννη και Δημητρίου Γ. Παπαδερού καθώς και η φάμπρικα των αδελφών Μάρκου και Δημητρίου Μπολιεράκη, που ήταν και το μοναδικό διασωθέν από την πυρπόληση οίκημα.
Η ονοματολογία των τμημάτων μιας φάμπρικας, ο τρόπος λειτουργίας της και οι διαδοχικές φάσεις κατεργασίας του ελαιοκάρπου, είναι ενδεχόμενο να παρουσιάζουν κάποιες μικροδιαφορές από χωριό σε χωριό αλλά η βασική φιλοσοφία τους είναι ίδια παντού.
Ο Λιβαδάς είναι ένα ορεινό χωριό, το οποίο λίγο πριν την πυρπόλησή του από τους Γερμανούς, στις 29/9/1943, ήταν πολυάνθρωπο, με πολλούς νέους ανθρώπους, με πολλά παιδιά στο Σχολείο του και με μια ανθούσα και ακμάζουσα οικονομία, η οποία στηριζόταν πρωτίστως στη μεγάλη παραγωγή λαδιού την οποία είχε. Οι κάτοικοί του πίστευαν –και δικαίως- ότι ο Λιβαδάς ήταν το πρώτο λαδοχώρι της περιοχής, αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το χωριό είχε δέκα φάμπρικες.
Για την ιστορία θα απαριθμήσω αυτά τα καταπληκτικά εργαστήρια έκθλιψης του ελαιοκάρπου, που σαν κινητήρια δύναμη, χρησιμοποιούσαν τη δύναμη των ζώων αλλά, βεβαίως-βεβαίως και του ανθρώπου.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Α) Συνοικία Σειραδιανά ή Μέσα Χωριό:
1. Φάμπρικα των αδελφών Μάρκου και Δημητρίου Μπολιεράκη
2. Φάμπρικα των αδελφών Γεωργίου και Ιωάννη Ελληνάκη
3. Φάμπρικα των αδελφών Βαρδή και Ιωάννη Τσουρή.
4. Η «Πολύκοινη», φάμπρικα των αδελφών Χαράλαμπου και Ιωάννη Ι. Σειραδάκη, του Ιωάννη Μ. Σειραδάκη, του Γεωργίου Ι. Τσουρή και του Ιωάννη Π. Γεωργιακάκη
5. Φάμπρικα του Διάκου και του Ιωάννη Μπελιβανάκη.
Β) Συνοικία Αντωνιανά:
6. Φάμπρικα των αδελφών Κωστή και Ιωσήφ Σειραδάκη.
Γ) Συνοικία Παπαδερά:
7. Φάμπρικα των αδελφών Ιωάννη και Δημητρίου Γ. Παπαδερού
8. Φάμπρικα του Εμμανουήλ Παπαδερού, του λεγόμενου γέρο-Μανόλη.
9. Φάμπρικα των λεγόμενων Μιχελιανών Παπαδερών.
10. Φάμπρικα των λεγόμενων Σταυρουλιανών Παπαδερών
Στα δέκα αυτά εργαστήρια «έβγαιναν» όλες οι ελιές του Λιβαδά. Και γίνονταν τα εργαστήρια αυτά αληθινές κυψέλες εργασίας και δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του χειμώνα και μέχρι να ολοκληρωθεί το μάζεμα των ελιών. Και επειδή πολλές χρονιές έπεφταν μαζεμένες οι ελιές με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύς ελαιόκαρπος για «βγάρσιμο», στις φάμπρικες έκαναν και «νυχτέρια» δηλ. δούλευαν και τη νύχτα –κυρίως αυτήν.
Έτσι πολλά από τα νυχτέρια και τις αποσπερίδες του χειμώνα γίνονταν στις φάμπρικες. Εκεί με αστεία, με κουβέντες και ιστορίες και με τη ζεστασιά της πυρήνας, περνούσαν πολλές από τις κρύες βραδιές του χειμώνα οι κάτοικοι του Λιβαδά. Συχνά-πυκνά βουτούσαν και κανένα χαλί παξιμάδι στο «βρασκί», τρώγανε καμιά ελιά ίσως και κανένα κομμάτι τυρί και η βραδιά περνούσε.
Ιδιαίτερη χαρά γινόταν όταν τύχαινε να ζυμώνει κάποια νοικοκυρά της γειτονιάς. Τότε το φρέσκο ψωμί και το λάδι είχαν την τιμητική τους και όλοι οι παρευρισκόμενοι έκοβαν φέτες φρέσκου ψωμιού, τις βουτούσαν στο «βρασκί» με το λιόλαδο και τις έτρωγαν με μεγάλη όρεξη. Ξεχωριστή ήταν η χαρά των παιδιών που βουτούσαν τα κουλούρια τους στο λάδι.
Σε περιόδους εντατικής λειτουργίας της φάμπρικας, ο αλιτριβειδιάρης ή κάποιος άλλος παρέμενε ξάγρυπνος και δούλευε όλη τη νύχτα για να προκόψει η δουλειά και να βγουν πολλές ελιές. Αυτό γινόταν κυρίως στο πρώτο άλεσμα των ελιών, που δεν χρειαζόταν σφίξιμο, δουλειά που, όπως θα δούμε, απαιτούσε τη σωματική δύναμη δύο τουλάχιστον ανθρώπων.
Οι φάμπρικες, αυτά τα καταπληκτικά εργαστήρια, αποτελούνται από τρία μέρη: Τη στρώση, το πιεστήριο, τον εργάτη
Και πρώτα η στρώση: Είναι ένα στρογγυλό πετρόχτιστο κατασκεύασμα, σχήματος ανεστραμμένου κόλουρου κώνου, ύψους περίπου ενός μέτρου και ακτίνας 1-1,2 μέτρων στη μεγάλη βάση του. (φωτ. 1) Πάνω στη στρώση υπάρχουν μία ή δύο στρογγυλές πελεκημένες πέτρες, οι λεγόμενες «κατώπετρες», πάνω στις οποίες κινούνται περιστροφικά οι μυλόπετρες. Οι μυλόπετρες μπορεί να είναι μία μόνο πέτρα, οπότε είναι μεγάλη και βαριά, με πάχος γύρω στους 30-35 πόντους και διάμετρο ενός περίπου μέτρου. Αν οι μυλόπετρες είναι μικρές τότε τις λένε μυλάρια και είναι συνήθως τρία: ένα μεγαλύτερο που περιστρέφεται στην κάτω κατώπετρα και δυο μικρότερα που περιστρέφονται στην πάνω κατώπετρα (φωτ. 2).
Γενικώς η μυλόπετρα ή τα μυλάρια είναι στερεωμένα πάνω σ’ έναν ισχυρό ξύλινο κατακόρυφο άξονα που το ένα άκρο του βυθίζεται σε μια οπή της κατώπετρας και το άλλο σε οπή της οροφής και έτσι μπορεί να περιστρέφεται. Πάνω του, με χοντρά σίδερα, είναι στερεωμένη η κοφινίδα, δηλ. ένα ξύλινο κιβώτιο, με σχήμα ανεστραμμένου χωνιού, ανοιχτό από πάνω και με μια μικρή οπή στην κάτω άκρη της (φωτ. 1).
Στον κατακόρυφο ξύλινο άξονα στερέωναν το λεγόμενο «σταβάρι» δηλ. ένα οριζόντιο σίδερο ή ξύλο, το οποίο όταν σπρωχνόταν, κινούσε τον κατακόρυφο ξύλινο άξονα, ο οποίος, με τη σειρά του, παράσερνε σ’ αυτή του τη κίνηση τα μυλάρια και την κοφινίδα (φωτ. 2).
Στο σταβάρι πρόσδεναν με λουρίκες και κουλούρα το μουλάρι ή το άλογο, το οποίο κινούμενο περιστροφικά γύρω από την στρώση, με καλυμμένα τα μάτια, παράσερνε σ’ αυτή του την κίνηση τον ξύλινο άξονα με τα μυλάρια και την κοφινίδα. Μέσα στην κοφινίδα έβαζαν τις ελιές οι οποίες με την περιστροφική κίνηση των μυλαριών έβγαιναν σταδιακά από την κάτω οπή της και απλώνονταν ομοιόμορφα στην κατώπετρα. Εκεί τις έβρισκαν απλωμένες τα μυλάρια και με την περιστροφική τους κίνηση τις άλεθαν. Με τη συνεχή περιστροφική κίνηση των μυλαριών οι ελιές ωθούνταν προς τα έξω και έπεφταν, αλεσμένες πια στη στρώση.
Όταν συμπληρωνόταν μια αλεσιά -γύρω στις 120 οκάδες ελιές- και η στρώση γέμιζε με αλεσμένες ελιές, που ήδη κολυμπούσαν στο λάδι, τότε ο αλιτριβειδιάρης σταματούσε το μουλάρι, το απελευθέρωνε από τα χάμουρα και του έβαζε στο παρακείμενο παχνί «γέμι» δηλ. πολύ και καλό φαγητό γιατί η λειτουργία της φάμπρικας απαιτούσε πολύ κόπο και πολλή δύναμη και από τους ανθρώπους και από τα ζώα.
Την ώρα αυτή ο αλιτριβειδιάρης «ντορμπάδιαζε» δηλ. μέσα στους ντορμπάδες, που ήταν τρίχινοι σάκκοι, σε σχήμα φακέλου, έβαζε τη «ζύμη» δηλ. τις αλεσμένες ελιές και στη συνέχεια τους πήγαινε στο πιεστήριο –το «πλακωτάρι» όπως το έλεγαν (φωτό 3). Εκεί στοίβαζε τον ένα πάνω στον άλλο, συνήθως 10-13 τέτοιους ντορμπάδες, γεμάτους ζύμη και ύστερα τους πίεζε.
Για να στήσει ο αλιτριβειδιάρης όρθια και κατακόρυφη τη στήλη των ντορμπάδων, χρησιμοποιούσε το «τσιτάλι», που ήταν ένα ξύλινο –κυπαρισσένιο ή πευκένιο- δοκάρι μήκους 2 περίπου μέτρων, με το οποίο πίεζε ή υποβοηθούσε διαδοχικά τη στήλη των ντορμπάδων από δεξιά ή αριστερά για να τους διατηρεί σε κατακόρυφη στήλη. Ταυτόχρονα με τα χέρια του αρχικά, περιέστρεφε το πλακωτάρι-πιεστήριο με κατεύθυνση από τα δεξιά προς τα αριστερά. Η περιστροφή αυτή γινόταν με τη βοήθεια ενός χοντρού σιδερένιου κοχλία – αδράχτι τον ονομάζουν -, που το άνω άκρο του βιδώνεται στην πανωσανίδα ενώ στο κάτω άκρο του είναι στερεωμένο το πλακωτάρι. Έτσι όταν ο κοχλίας - αδράχτι κινείται από τα αριστερά προς τα δεξιά βιδώνεται στην πανωσανίδα, δηλαδή ανεβαίνει προς τα άνω και μαζί του ανεβαίνει και το πλακωτάρι. Αντίθετα όταν ο κοχλίας – αδράχτι ξεβιδώνεται, δηλαδή κινείται από τα δεξιά προς τα αριστερά, τότε αυτός κατεβαίνει προς τα κάτω και μαζί του και το πλακωτάρι. Έτσι κατεβαίνοντας το πλακωτάρι προς τα κάτω, πίεζε σταδιακά τη στήλη των ντορμπάδων με τη ζύμη και το λάδι έτρεχε, πολύ-πολύ στην αρχή, λιγότερο μετά, γέμιζε τη «τσιβέρα» και από εκεί με ξύλινο κουτσουνάρι κατέληγε στο «βρασκί», που ήταν ένα πιθάρι βυθισμένο στο δάπεδο της φάμπρικας ή μια μικρή δεξαμενή, ξύλινη ή τσιμεντένια. (Φωτ. 3)
Αυτό ήταν το λεγόμενο «λιόλαδο», που αποτελούσε το εκλεκτότερο λάδι της όλης διαδικασίας της έκθλιψης, μοσχοβολούσε άρωμα και φρεσκάδα και απ’ αυτό οι χωρικοί κρατούσαν το φαγώσιμο λάδι που θα έτρωγαν όλη τη χρονιά. Το έλεγαν «λιόλαδο» σε αντίθεση προς το «πυρηνόλαδο», που ήταν λάδι κατώτερης ποιότητας. Το λιόλαδο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο ανθός, το ξαθέρι του λαδιού και πιστεύω πως δεν θα μπορούσαν ούτε καν να συγκριθούν μαζί του τα κυκλοφορούντα σήμερα «βιολογικά ή οικολογικά» λάδια, με τους βαρύγδουπους τίτλους και ονομασίες.
Μόλις τέλειωνε το ντορμπάδιασμα, απελευθερωνόταν η στρώση και το μουλάρι είχε χορτάσει, ο αλιτριβειδιάρης ξεκινούσε πάλι την προηγούμενη διαδικασία για να αλεστεί η δεύτερη αλεσιά ελιές. Ενώ γινόταν αυτό, εκείνος ολοκλήρωνε το πίεσμα της πρώτης αλεσιάς, κατεβάζοντας περιστροφικά το πιεστήριο-πλακωτάρι, πότε με τα χέρια του και κάπου-κάπου με το «τσιτάλι».
Όταν τελείωνε το πίεσμα των ντορμπάδων, τους άφηνε λίγο να σουρώσουν και στη συνέχεια, περιστρέφοντας με τα χέρια του, αντιθέτως τώρα, το πλακωτάρι γύρω από τον κοχλία-αδράχτι, το ανέβαζε προς τα άνω, αφήνοντας ελεύθερη τη στήλη των πιεσμένων ντορμπάδων. Ύστερα έπαιρνε τους ντορμπάδες αυτούς με την πιεσμένη ζύμη και τους ξεντορμπάδιαζε, δηλαδή άδειαζε το περιεχόμενό τους σε μια γωνιά του λιοτριβειού.
Με το βγάλσιμο του «λιόλαδου» ολοκληρωνόταν η πρώτη φάση της κατεργασίας της ελιάς και άρχιζε η δεύτερη.
Κατά τη φάση αυτή ο αλιτριβειδιάρης «θρουλούσε» δηλ. θρυμμάτιζε τη ζύμη που έβγαλε το λιόλαδο και μετά την ξαναπερνούσε από τα μυλάρια, δηλ. την άλεθε για δεύτερη φορά, κατά την ίδια ακριβώς διαδικασία που έκανε κατά το πρώτο άλεσμα. Αυτό το δεύτερο άλεσμα πολτοποιούσε τελείως τη ζύμη, η οποία ξανάπεφτε στη στρώση, έτοιμη για το δεύτερο ντορμπάδιασμα.
Όταν αλεθόταν για 2η φορά η ανάλογη ποσότητα, ο αλιτριβειδιάρης σταματούσε το άλογο, το τάιζε κι εκείνος άρχιζε τη διαδικασία του δεύτερου ντορμπαδιάσματος.
Σ’ αυτή τη φάση χρησιμοποιούσε συνήθως γύρω στους τριάντα ντορμπάδες και σε καθένα απ’ αυτούς έβαζε τώρα πολύ λίγη ποσότητα πολτοποιημένης ζύμης. Τους ντορμπάδες αυτούς πάλι τους έστηνε σε κατακόρυφη στήλη στο κέντρο της τσιβέρας κάτω από το ανεβασμένο πλακωτάρι.
Όταν ολοκληρωνόταν το ντορμπάδιασμα κατέβαζε πάλι, με τη βοήθεια του κοχλία, το πλακωτάρι, αρχικά με το χέρι και ύστερα με το τσιτάλι.
Αυτή τη φορά η ζύμη έπρεπε να αποδώσει όλο το υπόλοιπο λάδι που περιείχε και για να γίνει αυτό χρειαζόταν πολύ μεγάλη πίεση. Για να επιτευχθεί αυτή η μεγάλη πίεση χρησιμοποιούσαν δύο καινούργια εργαλεία: Αυτά ήταν «η τσίτα» και ο «εργάτης».
Η τσίτα ήταν ένα ξύλινο δοκάρι πολύ πιο μεγάλο και πιο χοντρό από το τσιτάλι και είχε στην άκρη της μια σιδερένια θηλειά. Η τσίτα τοποθετούνταν οριζόντια σε μια ειδική θήκη που είχε το πιεστήριο. Με τη βοήθεια ενός σιδερένιου κρίκου κοντράριζε το πλακωτάρι, έτσι ώστε, όταν ο αλιτριβειδιάρης έσπρωχνε την τσίτα, αυτή με τη βοήθεια του κρίκου, παράσερνε το πλακωτάρι και το ανάγκαζε να κατεβαίνει σταδιακά προς τα κάτω και να πιέζει τους ντορμπάδες.
Όταν πια δεν μπορούσε η τσίτα να κινείται με το χέρι, έμπαινε σε ενέργεια «ο εργάτης». Ο εργάτης ήταν ένας κατακόρυφος ξύλινος άξονας, χοντρός στη μέση, λεπτότερος στα άκρα, στερεωμένος πολύ καλά κατά το ένα άκρο στην οροφή και κατά το άλλο άκρο στο δάπεδο της φάμπρικας (φωτ. 5). Τα άκρα του είχαν συνήθως σιδερένιες απολήξεις που του επέτρεπαν να περιστρέφεται. Στο κέντρο του και στο πιο χοντρό σημείο είχε μια μεγάλη οπή από την οποία περνούσε ένα οριζόντιο χοντρό ξύλο που λεγόταν «πασούλι» και σχημάτιζε με τον κάθετο άξονα ένα είδος σταυρού (φωτ. 5).
Στον εργάτη γύρω ήταν προσδεδεμένο στέρεα ένα χοντρό συρματόσχοινο που το έλεγαν «γούμενα» που στο άλλο άκρο είχε έναν ισχυρό σιδερένιο γάντζο (φωτ. 5). Έτσι η διαδικασία του σφιξίματος ήταν η εξής: Ξετύλιγαν τη γούμενα από τον εργάτη και αγκίστρωναν την άκρη της με τον γάντζο στη σιδερένια θηλιά, που όπως είπαμε, υπήρχε στην άκρη της τσίτας. Απ’ αυτό το σημείο άρχιζε το λεγόμενο «σφίξιμο», το οποίο χρειαζόταν δυο τουλάχιστον εργάτες.
Καθένας τους ακουμπούσε σ’ ένα πασούλι και οι δυο μαζί τα έσπρωχναν με δύναμη, ούτως ώστε η γούμενα να περιτυλίσσεται στον εργάτη έλκοντας προς αυτόν την τσίτα. Όταν η τσίτα έφτανε στο τέλος της διαδρομής της δηλ. στον εργάτη, έκαναν «μάινα», δηλ. σταματούσαν το σφίξιμο, τραβούσαν την τσίτα πάλι προς την αρχή της διαδρομής της και ξανάρχιζαν πάλι το σφίξιμο όπως το περιγράψαμε παραπάνω.
Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν με 8-10-12 μάινες, μέχρι το σημείο που το γυμνασμένο χέρι του αλιτριβειδιάρη καταλάβαινε ότι η ζύμη είχε πια πιεστεί αρκετά, είχε ξελαδώσει πλήρως και είχε αποδώσει όλο το πυρηνέλαιο που περιείχε. Τότε σταματούσαν το σφίξιμο, άφηναν λίγο τους ντορμπάδες πιεσμένους να σουρώσουν και μετά ξέσφιγγαν το πλακωτάρι και άδειαζαν τους ντορμπάδες από το περιεχόμενό τους που ήταν η πυρήνα, η οποία έτσι είχε αποδώσει όλο το λάδι που περιείχε.
Κέντρο και ψυχή της λειτουργίας της φάμπρικας ήταν ο λεγόμενος αλιτριβειδιάρης. Λιοτριβάρη τον λένε αλλού. Δηλαδή ο άνθρωπος που προγραμμάτιζε και εκτελούσε όλες τις φάσεις λειτουργίας της φάμπρικας: Αυτός έπρεπε να ζέψει το μουλάρι στη στρώση, να γεμίσει την καφινίδα με ελιές, να επιβλέπει το άλεσμα, να κανονίσει πόσες ελιές έπρεπε να αλεστούν σε κάθε αλεσιά, να ντορμπαδιάσει, να σφίξει, να ξεντορμπαδιάσει, να μετρήσει το λάδι με το κάρτο και την πύργια και γενικά να κάνει όλες τις δουλειές που απαιτούνταν για τη σωστή λειτουργία της φάμπρικας.
Αυτή ήταν και έτσι λειτουργούσε η φάμπρικα στο Λιβαδά του Δήμου Ανατολ. Σελίνου. Ήταν πράγματι ένα καταπληκτικό εργαστήρι έκθλιψης του ελαιοκάρπου. Μια μοναδική βιοτεχνία που λειτουργούσε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι κατά τρόπο τέλειο και αποδοτικό.
Όλο το χειμώνα και για όσο διάστημα συνεχιζόταν το μάζεμα των ελιών, οι φάμπρικες αποτελούσαν το κέντρο της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων του χωριού. Στις φάμπρικες κατέληγαν κάθε βράδυ τα μουλάρια, φορτωμένα με τις ελιές που είχαν μαζέψει οι μαζώχτρες όλη μέρα. Στις φάμπρικες γινόταν οι βεγγέρες, οι αποσπερίδες και τα νυχτέρια του χωριού. Στις φάμπρικες οι λιβαδιανοί αντάμωναν, αλληλοβοηθούνταν, κουβέντιαζαν τα προβλήματά τους, σχεδίαζαν και προγραμμάτιζαν τις δουλειές της επόμενης μέρας. Πέρα απ’ αυτά όμως, οι φάμπρικες αποτελούσαν και χώρους παραγωγής λαϊκού πολιτισμού αλλά και τόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας, όπου οι παλιότεροι με τις ιστορίες και τα παραμύθια τους, με τα τραγούδια και τα αστεία τους, δημιουργούσαν μοναδικές και ανεπανάληπτες σκηνές λαϊκού πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα διασκέδαζαν, γελούσαν και ξεχνούσαν τον κάματο της ημέρας.
Θέλω να ελπίζω ότι οι παλιότεροι με τούτα τα λόγια θα θυμηθούν τα νιάτα τους και τον αδυσώπητο αγώνα που έκαναν για να ζήσουν και πως οι νεότεροι θα βρουν την… υπομονή να διαβάσουν τούτες τις γραμμές για να δουν τους αγώνες, τους κόπους και τις προσπάθειες των πατέρων και των παππούδων τους στο στίβο της ζωής, γιατί ο δρόμος της ελιάς και του λαδιού από το λιόφυτο ως τη φάμπρικα ήταν ένας αληθινός άθλος, ένας συνεχής και ανεπανάληπτος αγώνας των παλιότερων για την επιβίωσή τους.
Ευχαριστώ θερμά όσους μου έδωσαν στοιχεία και πληροφορίες για τις φάμπρικες του Λιβαδά, ιδιαίτερα δε τους:
1) Ευτυχία Χα Θεοφάνη Παπαδερού
2) Μιχαήλ Γεωργίου Τσουρή και
3) Γεώργιο Νικολάου Τσουρή
Τους εύχομαι υγεία και κάθε καλό.
Τις γραμμές αυτές αφιερώνω εξαιρετικά σε όλους τους αφανείς εργάτες του χωριού, του κάθε χωριού, ιδιαίτερα δε τους κατοίκους του Λιβαδά, ζώντες και τεθνεώτες. Σ’ αυτούς που δούλεψαν και ίδρωσαν στις φάμπρικες. Σ’ αυτούς που φόρτωσαν την κοφινίδια με ελιές, που ντορμπάδιασαν, που ξεντορμπάδιασαν, που ανεβοκατέβασαν το πλακωτάρι με τα ροζιασμένα χέρια τους, που «έσφιξαν» με τα χέρια ή με τον «εργάτη». Σ’ αυτούς που ξεκινούσαν το πρωί τη δουλειά κάνοντας το σταυρό τους και την ευχή «στ’ όνομα του Θεού» και τελείωναν το βράδυ πάλι με το σταυρό και την ευχή «δόξα σοι ο Θεός».
Σ’ αυτούς που, όταν το βράδυ πήγαιναν να κοιμηθούν, δεν σκέφτονταν ούτε τις επιχειρήσεις, ούτε το χρηματιστήριο, ούτε το εύκολο και γρήγορο κέρδος αλλά, όταν η νύστα και η κούραση μαύλιζαν το κορμί και τη ψυχή τους κι ο ύπνος σφράγιζε τα βλέφαρά τους, εκείνοι έφερναν στα όνειρά τους σκηνές με καταπράσινες ελιές, φορτωμένες τον ασημοπράσινο καρπό τους και τον κίτρινο χυμό της ελιάς, το λάδι, να τρέχει από την «τσιβέρα» στο «βρασκί», ίδιο αναλυτό χρυσάφι κι εκείνος.
Σ’ αυτούς τους μοναδικούς ανθρώπους του μόχθου και της καθημερινής βιοπάλης, που πρωταγωνίστησαν στην εποποιία της ελιάς και του λαδιού, αφιερώνονται τούτες οι γραμμές.
X.N. 9/09/2009
www.kandanos.eu