Showing posts with label perjalanan. Show all posts
Showing posts with label perjalanan. Show all posts

05 November 2009

Perjalanan 27

Handeuleum ΙII


Αυτό πια ήταν φοβερό πλήγμα! Πρώτα-πρώτα γιατί η φωτογραφική μου μηχανή, με τόσο ωραίες σκηνές που είχα απαθανατίση, γέμισε από αυτό το βρωμερό νερό. Ο Γιάννης σ'αυτό το σημείο στάθηκε πιό τυχερός. Η κασέττα της βιντεοκάμερας είχε τελειώσει λίγο πρίν και, τακτικός όπως είναι, την είχε βγάλει, την είχε προσεκτικά τυλίξει μέσα σε ένα nylon σακκουλάκι και την είχε τοποθετήσει στη θήκη του σακκιδίου. Το ίδιο είχε κάνει και με τη βιντεοκάμερα, μια και προς το παρόν του ήταν άχρηστη. Ετσι, επειδή δεν βούτηξε βαθειά, το νερό δεν πρόλαβε να εισχωρήση.

Παρ' όλα αυτά, με τρεμάμενα χέρια και άσπρος σαν το χαρτί από τη σύγχυση, άνοιξε ανυπόμονα τη θήκη να δη, τι συνέβη. Οι υπόλοιπες κασέττες, γραμμένες και άγραφες, ήταν προστατευμένες στην αδιάβροχο θήκη του σακκιδίου, ενώ ακόμη παλαιότερες, από τη Σιγκαπούρη και τη Σουμάτρα, είχαν μείνει στου Μπάμπη στη Jakarta με τα υπόλοιπα πραγματά μας. Αφού κάναμε απολογισμό για την αχρήστευση μέρους των εφοδίων μας, σκεφθήκαμε τότε και τους εαυτούς μας. Πέρα από το βρώμικο νερό με το οποίο είχα κυριολεκτικά λουσθή, ανεβαίνοντας στον κορμό είχα καταγραντζουνίσει τα χέρια μου. Από το φορητό φαρμακείο, έβγαλα ένα μπουκαλάκι perhydrol (πυκνό οχυζενέ) και έβαλα επάνω στις γραντζουνιές.

Με αλοιφή betadine, απολύμανα την περιοχή των τραυμάτων και με οινόπνευμα έπλυνα τα ρουθούνια μου και τα χείλια μου. Περισσότερα δεν μπορούσα να κάνω για την ώρα. Αντίστοιχα μέτρα πήρε και ο Γιάννης. Αυτός, είχε χάσει κάθε όρεξη για κουβέντα μετά από αυτό το επεισόδιο και πέρασε μία ώρα, για να μου ξαναμιλήση. Πέρα από τα παραπάνω, διατρέξαμε και έναν άλλο κίνδυνο, όπως τουλάχιστον ισχυρίσθηκε ο Mumu. Το ποτάμι αυτό έχει και κροκοδείλους, οι οποίοι όμως, πάντα κατά τον οδηγό, μετά τη βροχή πηγαίνουν και λιάζονται στα ξέφωτα (το βράδυ είχε πράγματι βρέξει).


Οι βοηθοί έχουν εν τω μεταξύ αποκάμει να ανεβάσουν τη βάρκα πάνω από τον κορμό. Αρκούνται να την πλευρίσουν στην ακροποταμιά, και μας λένε να βγούμε και εμείς στην όχθη. Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει η περιπετειώδης επιστροφή μέσα από πραγματικά απάτητη ζούγκλα. Ο ένας οδηγός μπροστά, ο άλλος πίσω και εμείς οι πέντε στη μέση. Μέσα σε μια κόλαση από πράσινο, πλεγμένες ρίζες, κλαριά, και πλεξούδες από λιάνες, προχωρούμε ανοίγοντας δρόμο με τις μασέττες. Σημαντικό είναι να διατηρής την επαφή με τους άλλους. Η απώλειά της θα μπορούσε να σε κάνη να χαθής. Ο τοπικός οδηγός, σημείωνε με τη μασέττα του κάποια σημάδια στα δένδρα, όπου περνούσαμε, πιθανώς σαν σημεία προσανατολισμού, όταν θα επέστρεφε να πάρη τη βάρκα. Βεβαίως, εγώ τουλάχιστον, δεν κατάλαβα, γιατί δέν γυρίσαμε με την ίδια βάρκα πίσω. Σε τέτοιες περιπτώσεις, καλύτερα να μη ρωτάς, καλό είναι όμως να ελέγχης.

Έτσι, παρακολουθούσα την πορεία με την πυξίδα και έβλεπα ότι είχαμε βορειοανατολική πορεία, δηλ. πηγαίναμε προς τη θάλασσα. Στο δρόμο, έπρεπε να προσέχουμε για χίλια δυο πράγματα. Εδώ, άμεσα αντιμέτωπος με την ζούγκλα, δεν έχεις τη πολυτέλεια να θαυμάζης τίποτα, αλλά μόνο να σκέπτεσαι, πως θα επιβιώσης. Δεν πρέπει να κάνης τίποτε το περιττό. Επίσης δεν πρέπει να αγγίζης τίποτα χωρίς λόγο. Υπάρχουν φυτά και άλλα ζωντανά πλάσματα (π.χ. βατραχάκια, κάμπιες κλπ.), που είναι άκρως τοξικά και ένα απλό άγγιγμα τους, μπορεί να είναι επώδυνο ή και θανατηφόρο. Αράχνες, τόσο μεγάλες ώστε να πιάνουν και να θανατώνουν πουλιά, σκορπιοί μεγάλοι σαν καραβίδες, σφήκες που ένα τσίμπημα τους μπορεί να σου προκαλέση προσωρινή τύφλωση για ένα εικοσιτετράωρο, ακόμη και δηλητηριώδη μερμήγκια. Είναι ανεξάντλητο το οπλοστάσιο εναντίον κάθε παρείσακτου. Υπάρχουν και άλλα, που δεν είναι τοξικά ή δηλητηριώδη, αλλά έχουν άλλα μυστικά.

Κατά την πορεία μας συναντήσαμε ένα φυτό, το οποίο έχει κορμό, που μοιάζει με μπαμπού, ενώ οι φοινικοειδείς κλάρες του απολήγουν σε μια μακρυά, λεπτή ουρά, η οποία κρέμεται σαν κλωστή και είναι γεμάτη κοφτερά δόντια σαν ξυράφι, τα οποία κοιτάνε προς τα μέσα. Αν περάσης γρήγορα από κοντά της, πιάνεται επάνω σου και μπορεί να σε ξεσκίση σαν πριονοκορδέλλα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, πήγα να κάνω τον ευγενή και κράτησα ψηλά ένα τέτοιο φύλλο, για να περάση η κοπέλα και ενώ ήξερα τι έπιανα και πρόσεχα, τυλίχθηκε στο χέρι μου ξεσκίζοντας το δάκτυλό μου. Έτσι μου χρειάστηκε άλλη μια φορά το betadine, καθώς και ο αυτοκόλλητος επίδεσμος που είχα μαζί μου, μόνο που ο τελευταίος, ύστερα από λίγο ξεκολλούσε λόγω της υγρασίας. 


Σε κάποιο σημείο, ο οδηγός μας έδειξε ίχνη από ρινόκερο. Πήραμε αυτή την πορεία, εφόσον ο δρόμος ήταν από αυτόν ανοιγμένος. Αναλογιζόμουνα, αν θα ήταν τόσο άγριος όσο ο αφρικανικός. βεβαίως, εδώ δεν θα είχε τόση ελευθερία κινήσεως όπως στη σαβάνα καί το να ανεβής στα δέντρα, για να προφυλαχθής, είναι εύκολο λόγω των κληματίδων.....

Κάποια στιγμή, ακούμε ένα παταγώδη θόρυβο και μόλις προλαβαίνω να δω μια γρήγορη κίνηση. Στην αρχή νομίζουμε ότι είναι ο ρινόκερος. Ο τοπικός οδηγός σταματάει και μας κάνει νόημα να μείνουμε ακίνητοι.

— Hati hati, harimau kumbang, λέει ψιθυριστά 
— Bahaya; ρωτάει ο Mumu 
— Sudah makan pagi, λέει χαμογελαστά και προχωράει.

Οι άλλοι, προφανώς δεν κατάλαβαν τίποτα από αυτή τη συνομιλία και μέχρι σήμερα νομίζουν ίσως, ότι η βαριά μάζα που έσπασε τα κλαριά φεύγοντας, ήταν ο ρινόκερος. Εγώ, εξήγησα στο Γιάννη, ότι η λεοπάρδαλη συνηθίζει να έχη προγευματίσει τέτοια ώρα και είναι ακίνδυνη αν δεν προκληθή, όπως βεβαίωσε ο οδηγός... 

Από εκεί και πέρα, άρχισα πάντως να προσέχω ψηλά στα δέντρα, μήπως, εκτός από τα φίδια, έχω και καμία άλλη έκπληξη επάνω από το κεφάλι μου...

Η ζέστη, σε συνδυασμό με την υγρασία, δημιουργούν μια εφιαλτική ατμόσφαιρα. Ο Γιάννης και εγώ, είμαστε ακόμη μούσκεμα από το ακούσιο λουτρό με τα μούσκλια κολλημένα επάνω μας. Εγώ, ειδικώς, είμαι γεμάτος απ' αυτά και στο πρόσωπο και στα μαλλιά. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να πλυθούμε, και περιμένουμε να φθάσουμε στη θάλασσα. Όμως και οι άλλοι, ιδίως οι Ισπανοί, είναι κυριολεκτικά βρεγμένοι από τον ιδρώτα. 

Έχω αρχίσει να διψάω, το ίδιο φαντάζομαι και οι υπόλοιποι. Από το παγούρι μας δεν τολμάω να πιω, γιατί ακόμη και αν δεν εισχώρησε μέσα το νερό του έλους, βράχηκε το πώμα και είναι αμφίβολο, αν μπορούμε να το απολυμάνουμε αξιόπιστα. Τα ειδικά χάπια που είχαμε προγραμματίσει να έχουμε μαζί μας για απολύμανση του νερού, φαίνεται να τα έχουμε ξεχάση στην Jakarta. Ο Γιάννης θέλει να απολυμάνη το στόμιο του παγουριού με καθαρό οινόπνευμα και να πιη. Επειδή δεν είμαι καθόλου βέβαιος για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου δεν του τη συνιστώ. Αυτός όμως επιμένει, αλλά στη βιασύνη του χύνει το μισό οινόπνευμα μέσα και κινδυνεύει να μεθύση. Προς στιγμήν σκέπτομαι να λειτουργήσω τον βραστήρα, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνη, ενώ κινούμεθα. 

Οι οδηγοί προχωρούν βιαστικά. Η βιασύνη δείχνει ίσως, ότι μετά κάποιο διάστημα, ξαναπεινάνε τα άγρια ζώα και γίνονται πάλι επικίνδυνα. Γι' αυτό δεν τους ζητώ να σταματήσουν. Μετά τη συνάντηση με τη λεοπάρδαλη, σκεπτόμουν μήπως και εκείνες, οι φαινομενικά άσκοπες, καθυστερήσεις, είχαν στόχο να επιτύχουμε ένα σχετικώς ακίνδυνο διάστημα της ημέρας. Σ' αυτά τα μέρη, απαγορεύεται αυστηρώς το κυνήγι και επομένως η κατοχή όπλου είναι αδικαιολόγητη. Το όπλο δεν επιτρέπεται ακόμη και για άμυνα. Η διάβαση, γίνεται με δική σου ευθύνη για τον κίνδυνο, αλλά σε υποχρεώνουν να κάνης ασφάλεια ζωής. Δεν είναι λοιπόν σκόπιμο να επέμβουμε στο σκεπτικό τους, μια και δεν έχουμε την απαιτούμενη πείρα και επομένως, προτιμάμε να υπομείνουμε τη δίψα. 

Άλλο βάσανο είναι ο ιδρώτας, ο οποίος από το μέτωπο, αφού διατρέξει τη μύτη, πέφτει στα χείλια, συμπαρασύροντας και όλες τις βρωμιές που έχουν κολλήσει στο δέρμα. Από αυτή τη δυσκολία απαλλάσομαι τελικώς, όταν θυμάμαι, πως έχω ένα ειδικό εφόδιο στο σακίδιο. Στην Αθήνα, είχα αγοράσει από ένα κατάστημα sport μια ελαστική χνουδωτή κορδέλλα για το μέτωπο. Σε λίγο, λύνεται και το πρόβλημα του νερού κατά τον πλέον αναπάντεχο τρόπο. Ο τοπικός οδηγός, σταματάει σε κάποιο μεγάλο δέντρο κοιτώντας το ερευνητικά. Κατόπιν, με τη μασέττα του κόβει τρία κομμάτια από τον κορμό ενός αναρριχητικού φυτού, που κλαρώνει επάνω του, χοντρού σαν μπράτσο. Τότε βλέπουμε με έκπληξη, ότι όταν κρατάει τα κομμάτια αυτά κατακόρυφα, τρέχει ένα διαφανές υγρό σαν από λαγήνι.

— Air minum, λέει και το προτείνει στην κοπέλα. 
— Watter to dring, μεταφράζει αμέσως ο Mumu.

Επειδή η κοπέλα διστάζει να το χρησιμοποιήση, το υψώνει πάνω από το κεφάλι του και αφήνει το νερό να τρέξη μέσα στα μάτια του, για να δείξη πόσο καθαρό είναι. Τότε παίρνουμε και πίνουμε όλοι, ένα πραγματικά δροσερό και ελαφρό νερό, σαν από κανάτι...

Κάποια στιγμή, άρχισε να ακούγεται το κύμα της παραλίας και εμείς τουλάχιστον οι Ελληνες, κοντέψαμε να φωνάξουμε: "θάλαττα-θάλαττα" και να αρχίσουμε να τρέχουμε προς τα εκεί. Όμως, είχε αρκετό κόπο ακόμη, ώσπου να φθάσουμε στο ίδιο ξέφωτο, από το οποίο είχαμε ξεκινήσει. 

Όταν με το ίδιο καραβάκι επιστρέψαμε στο Handeuleum, η πρώτη δουλειά μας με το Γιάννη ήταν να πέσουμε με τα ρούχα, όπως ήμασταν, στη θάλασσα, για να ξεπλυθούμε. Όταν σηκωθήκαμε, μετά το στέγνωμα μας στην άμμο, οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χάνονταν πίσω από τους δασώδεις λόφους του Ujung Kulong, αφήνοντας διαδοχικά πορτοκαλί, ρόζ και βυσσινί ανταύγειες, θυμίζοντας μου τα "σκίτσα από τις νότιες θάλασσες" του Emil Nolde. Οι ίδιες ακτίνες, που παιχνίδιζαν μέσα από τα διάκενα των φυλλωμάτων και μας συνόδευαν στη διάρκεια της διαδρομής μας, φαίνονται τώρα σαν να μας αποχαιρετούν. Αποχαιρετούμε κι εμείς ένα όνειρο, που ξέρουμε ότι είναι πολύ δύσκολο να συμβή σε κοινούς θνητούς και ότι μάλλον θα είναι αδύνατο να το ξαναζήσουμε.
Τέλος του πρώτου μέρους!

28 September 2009

Perjalanan 26

Handeuleum II


Ο Γιάννης πήρε, όπως είχαμε συμφωνήσει, το κρεββάτι και εγώ εξασφάλισα από το Mumu ένα στρώμα. Κατόπιν δημιούργησα ένα "οχυρό" γύρω μου με τα σακκίδια μας και διάφορα άλλα αντικείμενα που βρήκα στην παράγκα, έστρωσα τον υπνόσακκο και μπήκα μέσα σ' αυτόν, χωρίς να γδυθώ, αφού προηγουμένως προστάτεψα το κεφάλι μου με την κουνουπιέρα. Ο υπνόσακκος ήταν πράγματι το μόνο βοήθημα, που είχα μαζί μου, το οποίο παρείχε στεγανότητα από τρύπωμα οποιουδήποτε εντόμου ή φιδιού. Το μοναδικό μέρος εισόδου παρέμενε το σημείο του λαιμού, αλλά ήταν εύκολο να το ελέγξης... 


Δεν έχει περάσει μισή ώρα και το πετρελαιοκίνητο σκάφος αράζει σ'ένα πρόχειρο μώλο. Στο σημείο που φθάσαμε υπάρχει ένα ξέφωτο του δάσους με παχύ γρασίδι. Εκεί ο οδηγός μας λέει, πάλι χωρίς εξήγηση, ότι πρέπει να περιμένουμε. 

— Θα μας φάνε όλη τη μέρα με τις άσκοπες αναμονές, σκέφθηκα, ενώ η ανυπομονησία μου είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. 

Κοντά στο μέρος όπου αράξαμε, υπάρχει ένας ξύλινος πύργος, όπως τα παρατηρητήρια στα πυροσβεστικά σημεία των δικών μας δασών. Ανεβήκαμε με το Γιάννη επάνω σ'αυτό, με μια σκάλα που ήταν τοποθετημένη έτσι, ώστε να οδηγή στην είσοδο του. Η σκάλα αυτή είναι κινητή, για να μπορή να ανασυρθή όταν ανέβη κανείς. Κατ' αυτόν τον τρόπο μπορείς να παρατηρής την άγρια ζωή, ακόμη και νύχτα, χωρίς κίνδυνο και χωρίς να ενοχλής. Κατεβαίνοντας, έκανα μια βόλτα στο ξέφωτο, προσέχοντας που πατάω για τον φόβο των φιδιών και κρατώντας μία απόσταση ασφαλείας από την πράσινη αυλαία, που σχηματίζουν οι πρώτοι θάμνοι και τα δένδρα του δάσους. Ετσι, έκανα μια μικρή πορεία γύρω στα διακόσια μέτρα, κοιτάζοντας κάθε τόσο προς τα δεξιά, προς τα πυκνά φυλλώματα που άρχιζαν τριάντα μέτρα παρακάτω. Παρ'ότι δεν διακρίνεται κανένα ίχνος ζωής, ξέρω, πως δεκάδες ζευγάρια μάτια από αθέατα ζώα με παρακολουθούν από εκεί μέσα. Η θέα κάποιου σκελετού μεγάλου ζώου στις παρυφές της ζούγκλας, έδειχνε ότι και στα παρασκήνια παίζονται πράξεις του δράματος της επιβιώσεως. Η θέα αυτή, καθώς και ένα νεύμα του Mumu να μήν απομακρύνομαι, με έκαναν να συντομεύσω τη συλλογή σπόρων από ένα θάμνο με θαυμάσια κίτρινα λουλούδια και να πάω αργά και προσεκτικά πίσω στην ομάδα. Εκεί παραμείναμε άλλο ένα ανεξήγητο τέταρτο της ώρας αδρανείς, έως τη στιγμή που, πάλι χωρίς ορατή εξήγηση, ο τοπικός οδηγός, έδωσε σήμα για την εκκίνηση. 

Τώρα προχωράμε κατά μήκος της παραλίας, ώσπου συναντάμε την όχθη ενός ποταμού. 

— Sungai Cigenter, μας εξηγεί ο τοπικός οδηγός. 

Τσιγκέντέρ, θα είναι το όνομα του, γιατί σούνγκάϊ θα πη: ποταμός. Στην πραγματικότητα, φαίνεται σαν ένα κανάλι πλάτους δέκα μέτρων με στάσιμο νερό. Μεγάλο τμήμα της επιφανείας του, είναι καλυμμένο με ένα λεπτό στρώμα μικροσκοπικών βρύων, με πολύ έντονη φωτεινή λαδοπράσινη απόχρωση σαν παστέλ χρώμα. Ενα λαξεμμένο μονόξυλο περιμένει στην ακροποταμιά. Οι δύο οδηγοί κρατάνε τις άκρες, για να μην τουμπάρη και εμείς επιβιβαζόμαστε. Ο τοπικός οδηγός στην πλώρη και ο Mumu στο πίσω μέρος , έχοντας από ένα κουπί και βουτώντας το με αργές απαλές κινήσεις στο νερό, ο ένας από τη μια πλευρά και ο άλλος από την άλλη, μας προωθούν μέσα στο υγρό "μονοπάτι", που μας οδηγεί στα απόκρυφα του πράσινου χάους. Στις δύο πλευρές της όχθης, φυτρώνει ένα είδος φοινικοειδούς με ασυνήθιστα μεγάλες κλάρες. Αυτές σαν τεράστια κυρτά χτένια, διαγράφουν μεγάλα τόξα που αγγίζουν το έδαφος, ενώ οι άκρες μερικών βυθίζονται μεσ' το νερό αφήνοντας ελαφρά ίχνη στο αργοκίνητο διάβα του. Ενδιάμεσα φυτρώνουν ψηλά πλατύφυλλα χόρτα και πιο πίσω αρχίζουν τα γιγάντια δένδρα της ζούγκλας, τα οποία σε πολλά σημεία ενώνουν τα κλαριά τους πάνω από το ποτάμι, σχηματίζοντας σκοτεινές στοές. Από εκεί ξεκινούν ολόκληρες πλεξούδες από κλιματίδες, που κρέμονται από δένδρο σε δένδρο, όπως τα διακοσμητικά στους δρόμους των μεγαλουπόλεων τα Χριστούγεννα και φθάνουν μέχρι πάνω από τα κεφάλια μας. Κορμοί δένδρων, γερμένοι από τη μία όχθη στην άλλη, αποτελούν φυσικές γέφυρες για τους πιθήκους και τα άλλα αγρίμια. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να σκύψουμε όλοι τα κεφάλια μας, για να περάσουμε από κάτω, ενώ τα βρύα που είναι επάνω τους και κρέμονται σαν χαίτη αλόγου, μας χαϊδεύουν τη ράχη. Οσο προχωρούμε, τόσο χωνόμαστε βαθύτερα στο εργαστήρι που σφυρηλάτησε τους παιδικούς μας θρύλους. 

Πάνω σε ένα γερμένο κορμό, νομίζω κάθε στιγμή πως θα δω τον πάντα συγκρατημένο και σκεπτικό Μπαγκήρα, τον μαύρο πάνθηρα του "βιβλίου της ζούγκλας", να μας κοιτάη με απορία, ενώ ο Μόγλυ, το μελαμψό ανθρωπάκι, μαζί με τον Μπαλού, τον πάντα κεφάτο αλλά επιπόλαιο αρκούδο, να κολυμπούν και να παίζουν ανάμεσα στα νούφαρα. Περνώντας μέσα από τις σκοτεινές στοές των κλαριών και φύλλων, είμαστε βουβοί σαν προσκυνητές μυστηριακού τόπου. Ακόμη και οι κωπηλάτες προσπαθούν να είναι αθόρυβοι, αφήνοντας αναλοίωτο το πανδαιμόνιο των φυσικών ήχων που υπάρχουν γύρω μας. Ακούγεται πράγματι μια ολόκληρη συμφωνία. Μου έρχονται στο νου τα λόγια του Α. Ταρκόφσκυ: "... οι ήχοι αυτού του κόσμου είναι τόσο όμορφοι από μόνοι τους που, αν μπορούσαμε να τους ακούσουμε σωστά, δεν θα χρειαζόμαστε καθόλου τη μουσική". Το υπόβαθρο όλων αυτών των ήχων δημιουργούν τα τζιτζίκια, τα οποία εδώ παράγουν ένα σχεδόν συνεχόμενο σφύριγμα σαν σειρήνα. Κάποιο υδρόβιο πουλί δημιουργεί εναν ήχο ρυθμικό σαν drums. Ενα άλλο, βγάζει μακρόσυρτα σφυρίγματα, τα οποία αντηχούν παράξενα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε σπηλιά. Κάποια στιγμή, ακούμε ένα περίεργο ήχο από ψηλά, κάτι σα να δέρνη τον αέρα ρυθμικά. Σηκώνουμε τα μάτια μας και βλέπουμε ένα γιγάντιο πουλί να πετάη πάνω από το ποτάμι, που σε εκείνο το μέρος δεν είναι σκεπασμένο. Κάπου στο βάθος ακούγονται και οι φλυαρίες των μακάκων. 

Σε μερικά μέρη ανοίγει η αυλαία των θάμνων, των φοινίκων και των δένδρων στην όχθη και εμφανίζεται ένα μικρό ξέφωτο. Ενα μικρό λειβάδι με αραιότερα δένδρα, όπου χάνονται τα πιο μακρυνά σ'ένα θαμπό γαλαζοπράσινο ρευστό, παιχνίδισμα της ομίχλης και του Ηλιου. Προχωρώντας, ο τοπικός οδηγός, μας δείχνει κάθε τόσο στις όχθες, τα περάσματα των αγρίων ζώων μέσα από το αδιάβατο τείχος των ριζών και κλαδιών, για να φθάσουν ως το νερό. Από όλα αυτά τα αγρίμια δεν βλέπουμε όμως τίποτα. Τα μόνα πλάσματα που δηλώνουν εδώ την παρουσία τους, φαίνεται να είναι τα έντομα, τα πουλιά και οι πίθηκοι. Και όμως ξέρουμε οτι υπάρχουν γύρω μας και μας παρακολουθούν με ενδιαφέρον σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας. 

Η ζούγκλα είναι φλύαρη, αινιγματική, σε κάθε της πιθαμή επικίνδυνη αλλά και αφάνταστα γοητευτική. Εχει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας όμορφης, ώριμης και μοιραίας γυναίκας. Κάθε βήμα πιό κοντά της, σε φέρνει μπροστά σε καινούργιους θησαυρούς. Σε προκαλεί να την κατακτήσης, ενώ αυτή συνεχώς υποχωρεί, μέχρι να σε παρασύρη και να χαθής μέσα στο λαβύρυνθο της ομορφιάς της.... 

Εχουμε ήδη προχωρήσει αρκετά στο εσωτερικό της χερσονήσου, ανεβαίνοντας τον ποταμό. Η ανάβαση αυτή δεν είναι χωρίς δυσχέρειες. Κάθε τόσο χρειάζεται να σταματάμε, για να παραμερίζουμε σπασμένα και συσσωρευμένα κλαδιά. Για την ακρίβεια τη δουλειά αυτή την κάνουν οι οδηγοί. Κάποια στιγμή που σκεπτόμουνα, πως θα έπρεπε να βοηθήσουμε και εμείς, μου λέει ο Γιάννης. 

— Θύμιο, θα έβαζες το χέρι σου σ' αυτό το νερό ; 

Αμέσως θυμήθηκα τα τόσα που είχα διαβάσει, τη φυλαρίωση, τις βδέλλες, τις μολύνσεις ακόμα και από ανεπαίσθητες αμυχές και ανατρίχιασα βλέποντας αυτό το βαλτόνερο το γεμάτο πρασινίλα και σάπια φύλλα, που με κάθε ανακίνηση του από τα κουπιά, ανέδινε αφρούς από μεθάνιο. 

— Σ'αυτό το νερό, ούτε το δάχτυλό μου δεν θα έβαζα, απάντησα. 

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και ένας πεσμένος κορμός που έφραζε το δρόμο μας, μας έκανε να σταματήσουμε. Κάτι μουρμούρισε ο τοπικός οδηγός στον Mumu, το οποίο δεν κατάλαβα και ανέβηκε από το μονόξυλο επάνω στον κορμό. Ο Mumu μας λέει να ακολουθήσουμε και εμείς, γιατί θα προσπαθήσουν να σηκώσουν το πλεούμενο, για να το περάσουν από την άλλη μεριά, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Πρώτοι βοηθούνται να ανέβουν οι Ισπανοί, μετά ο Γιάννης και τέλος, πάω να ανέβω και εγώ. Εκεί συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Φορτωμένος, όπως είμαι, με το σακκίδιο μου, τη φωτογραφική μηχανή και το σακκίδιο του Γιάννη, για να έχη τα χέρια του ελεύθερα να βιντεοσκοπή, και έχοντας την ατυχία να πιαστή η άκρη από το jean στην κόχη του μονόξυλου, χάνω την ισορροπία μου και πέφτω μέσα στο ποτάμι με όλο τον εξοπλισμό... 

Μόλις πρόλαβα να ακούσω μια κραυγή εκπλήξεως από τους άλλους, γιατί βυθίστηκα μέχρι τον πυθμένα, γύρω στα δύο μέτρα βάθος. Εντρομος, έδωσα μια ώθηση στον γλοιώδη βυθό, ανέβηκα στην επιφάνεια και πιάστηκα από το πεσμένο δέντρο. Οι άλλοι, με βοήθησαν να ανεβώ. Από τον τρόπο που με κοίταζαν, κατάλαβα, πώς θα φαινόμουνα. Από την κορυφή ως τα νύχια ήμουνα καλυμμένος με εκείνη την πράσινη βλένη, που σκέπαζε το νερό, και γεμάτος βρύα..... 

Ο Γιάννης έχει μείνει άφωνος. Οταν ξαναβρίσκει τη φωνή του τινάζει τα χέρια του διάπλατα λέγοντας. 

— Μα πώς έγινε αυτό; 

Δεν προλαβαίνει να τελειώση τη φράση και με την κίνηση αυτή, χάνει την ισορροπία του και πέφτει και αυτός μέσα στο νερό από ψηλότερο σημείο αλλά σε βάθος, που φθάνει μέχρι τη μέση του…

16 September 2009

Perjalanan 25

Handeuleum, Τετάρτη 1.8.1990


Η προηγούμενη νύχτα, νομίζω ήταν η μακρύτερη νύχτα της ζωής μου. Λίγο αργότερα αφ' ότου πέσαμε, ο Γιάννης βρισκόταν ήδη σε βαθύ ύπνο. Ετσι δεν αντιλήφθηκε τίποτα από αυτά που συνέβησαν. Μόλις ησύχασε ο καταυλισμός, άρχισαν να γίνονται γύρω μου αληθινές μάχες με ποντίκια. Θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα, γιατί ένοιωθα τους κραδασμούς του πατώματος από το ποδοβολητό τους. Θα πρέπει να κυκλοφορούσαν και από αυτές τις μεγάλες σαύρες κάτω από το υπερυψωμένο δάπεδο ή και γω δεν ξέρω τι άλλου είδους ζωύφια. Πού κρυβόντουσαν όλα αυτά την ημέρα ; Ηταν ένα σωστό πανηγύρι. Ένας πόντικας -θα πρέπει να ήταν μεγάλος σαν καλοθρεμμένος γάτος- στο μανιασμένο δρόμο του πέρασε από κάποιο διάκενο του "οχυρού" και έπεσε επάνω μου με ορμή. Νομίζω ότι αισθάνομαι ακόμη το βαρύγδουπο σκούντημα στον αριστερό μηρό μου. Κατόπιν, μη βρίσκοντας διέξοδο για να ξεφύγη από τον κλειό του "οχυρού", πανικοβλήθηκε και άρχισε να πηδάη σαν τρελός από εδώ και από εκεί, ώσπου βρήκε πέρασμα και έφυγε. Εγώ είχα κοκκαλώσει ! Κάποια στιγμή όμως, έμεινα τελείως αδιάφορος σ'όλα αυτά και νομίζω πως μπόρεσα και κοιμήθηκα κι'όλας. Ηταν γιατί συνειδητοποίησα, ότι οι άνθρωποι εδώ, θα πρέπει να ζουν με αυτή την κατάσταση και να συμβιούν ειρηνικά. Γιατί να μην μπορούσα και εγώ να το κάνω; Αν το είχα σκεφθή νωρίτερα, θα είχα μια πολύ ηρεμώτερη νύχτα περάσει...

Σήμερα το πρωί ξύπνησα πολύ γαλήνια με τις πρώτες ακτίνες του Ηλίου. Όλος αυτός ο κόσμος της νύχτας είχε χαθή, λες και ήταν όνειρο. Φαγοπότια, φονικές μάχες, ερωτικά όργια, όλα εκτυλίχθηκαν και αυτή τη νύχτα σαν σε πολυπαιγμένο θεατρικό έργο. Σε μια γωνιά η κωμωδία, σε άλλη το δράμα. Όταν ήρθε η ροδαυγή, δεν υπήρξε απολογισμός. Στο βασίλειο των ζώων δεν υπάρχει προσκλητήριο νεκρών μετά τη μάχη... 

Οταν διηγήθηκα στο Γιάννη τη νυχτερινή ιστορία, αισθάνθηκε άσχημα, που αυτός κοιμήθηκε πιο άνετα και επέμενε, για λόγους δικαιοσύνης να πάρω την επομένη νύχτα εγώ το κρεββάτι. Αυτό, το αρνήθηκα αποφασιστικά, γιατί είχα ξεπεράσει το πρόβλημα και δεν υπήρχε λόγος να υποστή και αυτός την ίδια δοκιμασία. Εθαύμασα πάντως το θάρρος του, γιατί εγώ τουλάχιστον δεν ήξερα τι με περίμενε, όταν του προσέφερα το κρεββάτι...

Το πρωινό φαΐ θυμίζει πάλι σπαρτιάτικη κουζίνα. Ο Mumu, μας σερβίρει ξανά βραστό ρύζι, βραστό αποξηραμένο ψάρι και χοντροκομμένο καφέ. Μετά το φαΐ, μια ανεξήγητη αναμονή. Μοιάζει, σαν κάτι να περιμένουμε χωρίς ορατό λόγο. Ύστερα, ξαφνικά, σαν να ήρθε κάποιο σύνθημα από κάπου, ξεκινάμε για πορεία στη ζούγκλα. Φαίνεται, ότι η ομάδα και το πρόγραμμα έχουν προκαθορισθή. Εκτός από τον Mumu, θα έρθη μαζί μας ένας μικροσκοπικός Ινδονήσιος γύρω στα σαράντα, τοπικός οδηγός του Handeuleum και οι τρεις Ισπανοί φοιτητές, που εξακολουθούν να μην έχουν κουβέντα μαζί μας. Η ώρα είναι 8 π.μ. και όμως η κουφόβραση σου δυσκολεύει την αναπνοή. Η θερμοκρασία, περίπου 28 βαθμοί Κελσίου, δεν έχει αλλάξει όλο το εικοσιτετράωρο. Μπαίνουμε και οι επτά σε μια πετρελαιοκίνητη βάρκα και βάζουμε πλώρη για την απέναντι κατάφυτη ακτή. Οσο πλησιάζουμε, αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα κολοσσιαία δέντρα των πυκνά δασωμένων λόφων. Οσο πλησιάζουμε, ανεβαίνουν οι σφυγμοί και ένα ανάμεικτο συναίσθημα φόβου, αγωνίας, πυρετού για εξερεύνηση και μάζωμα εντυπώσεων με πλημμυρίζει. Είναι η πρώτη φορά που θα εκτεθούμε στην ελεύθερη ζούγκλα, όπου όλα έχουν αφεθή στους πανάρχαιους και ανελέητους εξελικτικούς νόμους της. Σε μια εποχή, όπου η παρουσία του ανθρώπου κυριαρχεί παντού, είναι απερίγραπτο το συναίσθημα που σε καταλαμβάνει όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το παρθένο.

Πλησιάζοντας, σιγομουρμουρίζω ένα στοίχο, από ένα ποίημα που είχα γράψει σε ανύποπτο χρόνο γι'αυτήν:


...κάτω απ' τα φανταχτερά τα φύλλα που απλώνουν,

ο Ερωτας κι' ο Χάρος ανταμώνουν...

Πόσο ταιριαστό το βρίσκω τώρα, που είμαι κοντά της! Εδώ, είναι τόσο έντονος ο αγώνας για επιβίωση όσο σε καμία άλλη γωνιά του πολιτισμένου κόσμου. Η ζούγκλα είναι ένα ολόκληρο οικολογικό σύστημα. Τη ραχοκοκκαλιά της αποτελούν τα γιγάντια, αιωνόβια, αειθαλή δέντρα. Τα πιο ψηλά από αυτά υπερβαίνουν τα εξήντα μέτρα σε ύψος και ο κορμός τους, κοντά στο έδαφος, μετράει πάνω από πέντε μέτρα διάμετρο. Αυτοί οι γίγαντες, εμφανίζονται σε αραιά διαστήματα και στέκονται πάνω από τα υπόλοιπα, σαν εποπτικοί πύργοι του παρθένου δάσους. Η πλειοψηφία των δέντρων όμως, βρίσκεται δέκα έως δεκαπέντε μέτρα χαμηλότερα. Οι πάντα πράσινες φυλλωσιές τους σχηματίζουν, με ελάχιστα διάκενα, μια συμπαγή στοιβάδα γύρω στα τριάντα μέτρα πάχος, η οποία βρίσκεται σε ύψος δεκαπέντε μέτρων πάνω από το έδαφος και εκτείνεται για εκατοντάδες χιλιόμετρα. Στην αγγλική βιβλιογραφία η στοιβάδα αυτή είναι γνωστή με τον όρο "canopy". Στο πράσινο αυτό "στρώμα", ζει ένας ολόκληρος κόσμος από ζωντανά πλάσματα, που δεν εμφανίζονται σχεδόν ποτέ.

Τα δέντρα που φτιάχνουν τη στοιβάδα, είναι οι δυνάστες αλλά και οι τροφοδότες των άλλων ειδών, που ζουν μαζί τους. Αυτά, σχεδόν μονοπωλούν τις θρεπτικές ουσίες του εδάφους και το φώς του ουρανού. Επάνω τους, ζουν αμέτρητα ζωϊκά και φυτικά είδη. Κάτω απο τα πυκνά φυλλώματα τους και στο έδαφος, έχουν αναπτυχθή οι πιο απίθανες τεχνικές επιβιώσεως. Το κάθε είδος πρέπει να λύση το πρόβλημα του με το δικό του τρόπο και αν δεν μπορέση, πεθαίνει. Η ζούγκλα φαίνεται να μην συμπεριφέρεται στα είδη, σαν να είναι παιδιά της. Περισσότερο μοιάζει με αυστηρό δάσκαλο, που τα υποβάλει καθημερινώς σε εξοντωτικές εξετάσεις.

— Ας βρουν τον τρόπο να αντεπεξέλθουν, φαίνεται να λέη.

Τα φυτικά είδη, για να εκμεταλλευτούν το ελάχιστο φως, που φθάνει σ' αυτά, καταφεύγουν στα πλέον θαυμαστά τεχνάσματα. Οι λιάνες και τα άλλα αναρριχητικά φυτά, λύνουν το πρόβλημα σκαλώνοντας επάνω στους γίγαντες και φθάνοντας στην κορυφή τους. Έτσι σπάζοντας τα δεσμά του σκότους, χαίρονται το ελεύθερο ζωογόνο φως. Εκεί, απλώνονται από κλαρί σε κλαρί και πολλές φορές από δένδρο σε δένδρο, σχηματίζοντας ένα απέραντο πράσινο δίχτυ, ριγμένο πάνω στο δάσος. Με τον τρόπο αυτό στερούν και το ελάχιστο φως, που θα έφθανε έως τα φυτά, που ζουν στα κατώτερα στρώματα. Ποιoς νοιάζεται όμως για τον μικρότερο εδώ στη ζούγκλα ; Οι μικρότεροι στερούμενοι σε μέγεθος και δύναμη, πρέπει να αναπτύξουν την εφευρετικότητα για να επιβιώσουν. Εφ' όσον οι λιάνες αναγκάζονται να επεκταθούν έως και εκατόν εβδομήντα μέτρα, από το σημείο που φύτρωσαν, για να φθάσουν στο φως, άλλα είδη ανέρχονται στα ύψη χωρίς να αναρριχηθούν. Πως; Απλώς αναπτύσσουν σπόρους, οι οποίοι είναι λεπτοί σαν σκόνη. Μόλις ωριμάσουν, ανοίγει η προστατευτική κάψα και ελευθερώνονται στον αέρα. Ο ελαφρός άνεμος τους συμπαρασύρει στα ύψη. Εκεί, σε κάποιο ευνοϊκό σημείο ενός μεγάλου δένδρου, όπου μαζεμμένα ξερά φύλλα, νεκρά βρύα, περιττώματα πουλιών και ζώων έχουν δημιουργήσει ένα κατάλληλο περιβάλλον, φυτρώνει το σπορίδιο και γίνεται ένα καινούργιο φυτό. Την τακτική αυτή ακολουθούν τα επίφυτα. Οι τροπικές ορχιδέες π.χ., για να επιτύχουν τόσο μικρό σπόρο, καταργούν τελείως τις κοτυληδόνες (θρεπτικό υλικό για τα πρώτα στάδια της ζωής του φυτού-εμβρύου). Έτσι στέλνουν το έμβρυο μόνο του να αντιμετωπίση τον κόσμο. Τον καιρό της καρποφορίας, από κάθε άνθος ορχιδέας, σκορπάνε στην ατμόσφαιρα εκατοντάδες χιλιάδες έως μερικά εκατομμύρια έμβρυα (π.χ. Cattleya 5.000.000), τα οποία με τον άνεμο μεταφέρονται σε μεγάλη περιοχή και ύψος και ψάχνουν για "θετούς γονείς". Για να μπορέση να επιβιώση ένα τέτοιο έμβρυο, πρέπει να συναντήση εξαιρετικά ειδικές συνθήκες περιβάλλοντος. " Θετοί γονείς" του, μπορούν να γίνουν μόνο ένα γένος μυκήτων, που παράγουν τα κατάλληλα θρεπτικά συστατικά, που θα του έδιναν οι κοτυληδόνες. Έτσι όταν υπάρξη μια τέτοια συνάντηση επάνω σ'ένα ψηλό δένδρο, δημιουργείται μία νέα ορχιδέα. Αυτή με τη σειρά της, αφήνει μετά τους μύκητες να αναπτυχθούν στο σώμα της, για να συνεχισθή η αλυσίδα της ζωής, όπως ανακάλυψε ο Γάλλος βοτανολόγος Noel Bernard το 1904. Αυτή όμως η "συμβίωση" δεν είναι η μοναδική. Στη ζούγκλα υπάρχουν οι πιο αλλοπρόσαλλες συμμαχίες και οι πιο ακραίες έχθρες. Δεν θα έφθαναν τόμοι ολόκληροι, για να περιγραφούν αυτές οι θαυμαστές σχέσεις.

Πολλές φορές οι όροι αντιστρέφονται και ο μικρός γίνεται δυνάστης. Ετσι πολλά φυτικά είδη, μή μπορώντας να λύσουν το προβλημά τους αλλοιώς, μετατρέπονται σε παράσιτα. Τα δέντρα στα μέρη αυτά, είναι πράγματι καταφορτωμένα από κάθε λογής παράσιτα, όπως οι μύκητες, οι λειχήνες και τα βρύα ή ημιπαράσιτα, όπως διάφορα επίφυτα σαν τις φτέρες, τις ορχιδέες και τις βρομέλιες. Οταν βρίσκεται κανείς σε ένα τέτοιο δάσος, αμφιβάλλει αν για μερικές εκατοντάδες χρόνια, δίνεται η ευκαιρία σε ένα καινούργιο φυτό να αναπτυχθή και να γίνη δένδρο. Φαίνεται όμως, ότι η ζούγκλα δεν είναι καθόλου στάσιμη. Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου φέρνει συνεχείς αλλαγές. Κάποτε τα παράσιτα κατορθώνουν και σκοτώνουν ένα μεγάλο δένδρο. Μύκητες, άλλοι μικροοργανισμοί, ξυλοφάγα έντομα και τα σκουλήκια αναλαμβάνουν να το κονιορτοποιήσουν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Το δέντρο καταρρέει, μαζί με ό,τι "φιλοξενεί" επάνω του και δημιουργείται ένα κενό στη συνοχή του δάσους. Τώρα αρχίζει ο μεγάλος αγώνας, ποιός θα καρπωθή αυτό το κενό. Ενας θα είναι ο ικανός και τη μάχη πρέπει να την δώση και να την κερδίση μόνος του. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, που η ιστορία αρχίζει αλλοιώς. Ενας μικροσκοπικός σπόρος σαν το κεφάλι καρφίτσας, πέφτει στη μασχάλη ενός κλαριού, ενός από τους γίγαντες του δάσους. Εκεί μερικά σαπισμένα βρύα και νεκρά φύλλα, αποτελούν ένα εύφορο υπόβαθρο για να βλαστήση. Αν ο σπόρος αυτός τυχαίνη να ανήκη στη συκιά των τροπικών (strangling fig tree), το δένδρο το οποίο τον δέχθηκε, είναι καταδικασμένο σε ένα αργό αλλά βέβαιο θάνατο. Το "τρομερό παιδί" αυξάνεται γρήγορα, απομυζώντας τις πρώτες τροφές του από τον "ξενοδόχο" του. Κατόπιν αμολάει ρίζες, οι οποίες κατεβαίνουν κατά μήκος του κορμού, που το "φιλοξενεί" και βυθίζονται στο γύρω έδαφος. Οι ρίζες αυτές γίνονται όλο και περισσότερες, καλύπτοντας σχεδόν όλο τον κορμό και αποκτούν διαστάσεις. Με τον τρόπο αυτό, απορροφούν όλα τα θρεπτικά συστατικά και την υγρασία από το έδαφος και το αρχικό δέντρο πεθαίνει. Απροστάτευτος πλέον ο ξύλινος σκελετός γίνεται βορά των μικροοργανισμών και εξαφανίζεται. Αυτό που παραμένει, είναι μία πελώρια σωληνωτή κατασκευή από πελώριες ρίζες, που ανήκει σε μια νεόφυτη συκιά. Ενα μεγάλο δέντρο έφυγε, ένα μεγάλο δέντρο ήρθε. Εδώ δεν υπήρξαν μνηστήρες για τη διεκδίκηση του "θρόνου".

Και ο Ερωτας; Δεν παίρνει και αυτός μέρος στο αιώνιο αυτό θεατρικό έργο ; Πουθενά αλλού ο Ερωτας και ο Χάρος δεν είναι πιο σφιχταγγαλιασμένοι, σε μια αδιάκοπη συνεργασία για τη δημιουργία και την ισορροπία των ειδών. Πράγματι, το τροπικό δάσος υπήρξε, στο ατελεύτητο πέρασμα των χιλιετηρίδων, το λίκνο δημιουργίας αμέτρητων ειδών ζωής, που προέκυψαν από την πάλη δύο αντικρουομένων δυνάμεων. Απ'τη μιά πλευρά, της φύσεως που θέτει όρους διαβιώσεως σε ακραίες συνθήκες και της ενστικτώδους αγωνίας, από την άλλη, με την οποία γεννιώνται όλα τα είδη για την επικράτησή τους. Αυτή η αγωνία οδηγεί ή σε αγώνα ζωής και θανάτου για την εξάλειψη των ανταγωνιστών (περίπτωση της τροπικής συκιάς) ή στην απόλυτο εξειδίκευση για αποφυγή των ανταγωνιστών (υπάρχουν είδη, που εξειδικεύονται να ζουν σε περιβάλλον δύσκολο, βλαβερό ή και θανατηφόρο για άλλα). Ετσι εξηγείται η αφθονία ειδών, που υπάρχει στις ζούγκλες των τροπικών. Σε τέσσερα τετραγωνικά μίλια τροπικού δάσους, εκτιμάται ότι υπάρχουν πάνω από 1500 είδη ανθοφόρων φυτών, 750 είδη δένδρων, 400 είδη πουλιών, 150 είδη πεταλούδων, 100 είδη ερπετών, 60 είδη αμφιβίων και αμέτρητα είδη εντόμων. Για σύγκριση, σ' ολόκληρη την Ελλάδα όλη η χλωρίδα απαριθμεί 6000 είδη.

25 August 2009

Perjalanan 24

Carita, Τρίτη 31.7.90/II







Οι απορίες αυτές λύνονται μαζί, όταν βλέπουμε δύο Ινδονήσιους, να κουβαλούν μια εξωλέμβιο μηχανή, να την ανεβάζουν επάνω στο πλοιάριο και να την ... δένουν πρόχειρα στην πρύμνη...

Ήμουν βέβαιος,
ότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής, θα μας έπεφτε στη θάλασσα. Όμως, είχαμε πλέον μάθει να αφήνουμε πολλά πράγματα στην τύχη. Ο επηρεασμός της ανατολίτικης νοοτροπίας, ήταν πια σε μας έκδηλος. Φαίνεται όμως, ότι και στην Ελλάδα άφησε κάποια κατάλοιπα η πίστη στο "κισμέτ", αν αναλογιστούμε την γνωστή λαϊκή παροιμία:

"Όποιου του μέλλει να πνιγή, ποτέ του δεν πεθαίνει"

Είναι άξιο να σημειωθή ακόμη, πόσο αστείο μας φάνηκε, όταν τράβηξαν το σχοινί που ήταν δεμένη η πλώρη και είδαμε να ξεπροβάλλη από τη θάλασσα ένα κούτσουρο, με μια πέ
τρα πρόχειρα δεμένη επάνω του, το οποίο προφανώς χρησίμευε για άγκυρα.

Ξεκινήσαμε. Προσεκτικά, αφήσαμε τα αβαθή κοράλλια, τα οποία αντανακλούσαν το φως του Ήλιου, που διείσδυε μέσα στο κρυστάλλινο νερό, εκπέμποντας ρόζ, γαλαζοπράσινες, κρεμεζί και βυσσινί ανταύγειες και βρεθήκαμε στο μαύρο πέλαγος της θάλασσας της Ιάβα. Τώρα με πλήρη ισχύ της μηχανής, πηγαίναμε ευθεία πλέον για το Handeuleum. Με μανία ερευνητού, κάθομαι στην πλώρη και προσπαθώ, με το βλέμμα μου να καταδυθώ, μέσα σ' αυτό το μαύρο βελούδο που σχίζει η καρίνα του πλεούμενού μας. Ξέρω, ότι εκεί κάτω, δεκάδες ζευγάρια μάτια μας παρακολουθούν. Ξέρω επίσης, ότι κάπου εκεί μέσα, στη μαύρη αγκαλιά τη
ς θάλασσας, αθέατο θα μας παρακολουθούσε και το φοβερό ikan yu, όπως λένε το σκυλόψαρο οι Ινδονήσιοι. Μια στραβοτιμονιά, σκέφθηκα, θα αρκούσε, μ' αυτό το καρυδότσουφλο που πλέουμε, για να χτυπήσουμε την πόρτα του πύργου του τρομερού αυτού άρχοντα του βυθού.

Έτσι συνεχώς έχοντας τα μάτια μου στραμμένα προς τα βάθη, μήπως διακρίνω, κάποιο ενδιαφέρον ίχνος ζωής, δεν αντιλαμβάνομαι ότι φθάνουμε, παρά από τις ροζ, γαλαζοπράσινες, κρεμεζί και βυσσινί ανταύγειες των κοραλλιών, στον αβαθή βυθό του νησιού. Το πλοιάριο προσανατολίζεται πλέον προς ένα ξύλινο μ
ώλο, ο οποίος έμπαινε καμιά δεκαριά μέτρα μέσα στη θάλασσα. Εμπρός μας, μια έρημη παραλία από κοραλλιογενή άμμο και αμέσως μετά αδιαπέραστη ζούγκλα. Το νησί μοιάζει ακατοίκητο. Ωστόσο μία ταμπέλα που γράφει: " Selamat datang di pulau Handeuleum", μας καλωσορίζει στο νησί. Ανεβαίνουμε επάνω στον ξύλινο μώλο και αναπνέουμε με ανακούφιση.

Τα συναισθήματα μου εδώ δεν περιγράφονται παρά μόνο με αποσιωπητικά. Εάν εμφανίζονταν ημίγυμνες σοκολατόχρωμες καλλονές με αλυσίδα από λουλούδια στο λαιμό, πλεγμένο στεφάνι από ανθούς στό κεφάλι και έναν Ιβίσκο πάνω από το αυτί, για να μας προϋπαντήσουν, θα αισθανόμασταν σαν τους πρώτους Ευρωπαίους ναυτικούς, που έφτασαν το μεσαίωνα στα νησιά του Ειρηνικού. Ο Mumu, δεν μας έδωσε ευκαιρία για π
ερισσότερη ονειροπόληση. Πήραμε γρήγορα το δρομάκι μέσα στο δάσος και σε πέντε λεπτά φτάναμε σε ένα ξέφωτο, όπου υπάρχει ένα διώροφο πέτρινο κτίριο και μερικές διάσπαρτες ξύλινες παράγκες. Σ' αυτά στεγάζεται η τοπική PPA, η Υπηρεσία για την προστασία της αγρίας ζωής.

Στο χώρο της PPA περιφέρονται γύρω στα δεκαπέντε άτομα. Ξεχωρίζει μία παρέα Ισπανών φοιτητών -μιας κοπέλας και δύο αντρών- γύρω στα εικοσιπέντε. O Mumu, μας συστήνει στους υπαλλήλους του Σταθμού και μας λέει να περιμένουμε λίγο, για να μας τακτοποιήση. Μετά από ένα δεκάλεπτο ξανάρχεται.

• Λυπάμαι, μας λέει, δεν μπόρεσα να σας εξασφαλίσω διαμονή στο κύριο κτίριο, γιατί οι λιγοστές θέσεις είναι κατειλημμένες. Μπορείτε όμως να μείνετε στις παράγκες, όπου μένει το προσωπικό, έτσι θα σας κοστίση και φθηνότερα.


Λέγοντας αυτά, μας έδειξε τις ξύλινες παράγκες στην άκρη του ξέφωτου. Στη συνέχεια μας είπε, ότι προς το παρόν δεν θα μας χρειαζόταν, ότι θα μπορούσαμε να ξεκουραστούμε ή να κάνουμε μια βόλτα, ώσπου να φτιάξη το φαγητό, αλλά να μην απομακρυνθούμε, για να τον ακούσουμε όταν μας φωνάξη. Συγχρόνως μας έδωσε το κλειδί, για να πάμε τα πράγματά μας στην παράγκα μας...

Ανοίγοντας την πόρτα, μόνο που δεν με πιάνουν τα γέλια. Στην πραγματικότητα, το "δωμάτιο" μοιάζει με αγροτική αποθήκη. Στους μαυρισμένους ξύλινους τοίχους του, είναι κρεμασμένα κάθε είδους αγροτικά αντικείμενα και σύνεργα ψαρικής. Στην αριστερή πλευρά, υπάρχει ένα μονό κρεββάτι. Χωρίς δισταγμό, λέω του Γιάννη να κρατήση το κρεββάτι, γιατί εγώ θα κοιμόμουν στην αιώρα μου, την οποία θα κρεμούσα στα δοκάρια της βεράντας έξω από την παράγκα. Βγαίνοντας, ανακαλύπτουμε ότι δίπλα μας διαμένει η ομάδα των Ισπανών φοιτητών. Περιμένοντας το κάλεσμα του οδηγού για το φαΐ, κάνουμε ακόμη μία βόλτα. Η θερμοκρασία είναι γύρω στους 28 βαθμούς και η υγρασία σου βρέχει κυριολεκτικά τα ρούχα.

 Αναπνέουμε με δυσκολία. Το ξέφωτο σχηματίζει ένα λαιμό μέσα στο δάσος και ενώνεται με μια διαφορετική παραλία από αυτή που φθάσαμε. Έτσι η θάλασσα δεν απέχει από το κύριο κτίριο περισσότερο από πενήντα μέτρα. Ετοιμαζόμασταν να π
άμε προς τα εκεί, όταν μας φωνάζει ο Mumu για το μεσημεριανό.

Έχουμε
 καθίσει σε ένα από τα μεγάλα τραπέζια της τραπεζαρίας, ενώ στο διπλανό μας τραπέζι κάθονται οι Ισπανοί. Ο Γιάννης προσπαθεί να κάνη κάποια επαφή μαζί τους, αλλά αυτοί δεν φαίνονται να θέλουν να δώσουν συνέχεια. Μας φάνηκε παράξενο, αλλά δεν το συζητήσαμε περισσότερο. Η τραπεζαρία είναι στο ισόγειο του πέτρινου κτιρίου. Έχει δύο πόρτες για να μπής, μία ανατολική και μία δυτική, οι οποίες είναι ορθάνοιχτες. Περιμένοντας τον οδηγό να φέρη το φαΐ, βλέπουμε έναν αρουραίο, ο οποίος μέ την άνεση γάτας, περνάει από τη μία πόρτα και βγαίνει από την άλλη, διασχίζοντας την περίπου δέκα μέτρα μεγάλη σάλα. Το περίεργο είναι ότι δεν έδωσε κανένας σημασία, ούτε και οι ξένοι, λες και πράγματι ήταν γάτα.


Σε λίγο, φαίνεται επιτέλους ο Mumu και ένας ακόμη υπάλληλος, κρατώντας δύο κατσαρόλες. Με μια κουτάλα, αδειάζει βραστό ρύζι από τη μία και μαγειρευτό ψάρι από την άλλη στα πιάτα μας και όπως έχουμε μέχρι τώρα συνηθίσει, μας αφήνει να φάμε μόνοι. Έχει φέρει και ένα δοχείο νερό από το πηγάδι βρασμένο. Το νερό είναι ζεστό και γλυφό. Εγώ δεν χρειάζεται να υποστώ τη δοκιμασία να ξεδιψάσω μ' αυτό, γιατί στην Carita είχα γεμίσει το παγούρι μου με εμφιαλωμένο. Από αναψυκτικά ούτε ίχνος στον καταυλισμό του Handeuleum.

Συνηθισμένοι από τα "πριγκιπικά" γεύματα μέχρι τώρα, βρίσκουμε το σημερινό τραπέζι χάλια, αλλά πρέπει να το δούμε σαν συσσίτιο εκστρατείας, γι' αυτό δεν παραπονείται κανείς μας. Μετά το φαΐ κατεβαίνουμε στη θάλασσα. Η π
αραλία αποτελείται από θρύψαλα κοραλλιών. Σε αραιά διαστήματα υπάρχουν φυτρωμένοι θάμνοι και μαγκρόβια. Στα πρώτα δέκα έως δεκαπέντε μέτρα η θάλασσα είναι πολύ ρηχή και καλύπτεται από λεπτό στρώμα λάσπης. Το τοπίο μοιάζει περισσότερο με βάλτο. Σ' αυτό συντείνει και η ύπαρξη κάποιων περίεργων ραβδόμορφων φυτών, με τα οποία είναι κατάσπαρτη όλη η περιοχή. Αυτά, εξέχουν από το νερό γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά, ώστε να μοιάζουν σαν κλαδεμένες καλαμιές. Δεν μπόρεσα να διαπιστώσω, αν ανήκουν στο ριζικό σύστημα των μαγκροβίων, παρ' ότι συνυπάρχουν με αυτά.

Η περιοχή αυτή με τα "ραβδάκια", φαίνεται ότι είναι το βασίλειο ενός περίεργου αμφίβιου. Μοιάζει σαν ψαράκι. Δεν είναι μακρύτερο από δεκαπέντε εκατοστά. Το κεφάλι του είναι μεγάλο σχετικά με το σώμα του και έχει κάτι
μεγάλα μάτια, που εξέχουν πάνω από αυτό σαν περισκόπια. Όταν βρίσκεται μέσα στο νερό, φαίνονται μόνο τα μάτια του. Πολλές φορές κινείται μέσα σε λακκούβες με λασπόνερο και βλέπεις μόνο ένα ζευγάρι μάτια να τρέχουν στην επιφάνεια. Κάτω από το κεφάλι υπάρχουν δύο πτερύγια, τα οποία λειτουργούν και σαν πόδια. Κινείται με μικρά γρήγορα πηδήματα, γι' αυτό το πρώτο που είδαμε το νομίσαμε για βατραχάκι. Γρήγορα ανακαλύψαμε ολόκληρο στρατό από αυτά τα περίεργα ζωάκια. Είναι πραγματικά πολύ αστεία να τα βλέπης να πηδούν από βραχάκι σε βραχάκι, ενώ σου δίνουν την εντύπωση ψαριού. Κάποια στιγμή, βλέπω ένα επάνω σε ένα μαγκρόβιο. Όταν το πλησιάζω, πηδάει σε ένα άλλο κλαδί σαν πουλί και από εκεί στο νερό, που είναι από κάτω. Σε ποιόν να το πω, ότι είδα ψάρι σε δέντρο και δεν θα νομίση ότι είμαι μεθυσμένος;...

Αργότερα έμαθα, ότι στην Ινδονησία υπάρχουν δύο είδη από αυτά τα περίεργα ψαράκια, τα οποία στα αγγλικά λέγονται: "Mudskippers". Το επιστημονικό τους όνομα είναι: "Boleophthalmus bodaerti" (χαρακτηρίζεται από μπλε στίγματα) και "Periophthalmus chrisospilos" (χαρακτηρίζεται από πορτοκαλόχρωμα στίγματα). Επίσης έμαθα ότι, πράγματι
αυτά τα "ραβδάκια", ανήκουν στο ριζικό σύστημα των μαγκροβίων.

Από την παραλία αυτή, φαίνεται, ακριβώς απέναντι, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων, η ακτή με τα δάση του Ujung Kulon. Εκεί χτυπάει ακόμη, η καρδιά της πρωτόγονης Ιάβα. Η Ιάβα, με τα φυτά και τα ζώα της, όπως ήταν πριν εκατομμύρια χρόνια. Εκεί φωλιάζουν ακόμη οι τελευταίοι Ιαβανέζικοι ρινόκεροι (με ένα κέρατο αντί για δύο, που έχουν οι αφρικανικοί), οι οποίοι φυλάγονται από τους Ινδονήσιους "ως κόρη οφθαλμού", οι ασιατικές λεοπαρδάλεις, οι τάπηροι, ελάφια, αγριογούρουνα, πολλά είδη πιθήκων και πάρα πολλά είδη πουλιών και φιδιών. Εμένα μου φαίνεται σαν μια πράσινη μητρική αγκαλιά, που μου γνέφει να με δεχθή. Αύριο θα είναι η μεγάλη μέρα, η μέρα της επιστροφής, στη μεγάλη μητέρα των μακρινών προγόνων, στη Ζούγκλα. Αυτή, που όταν ωριμάσαμε σαν είδος, την εγκαταλείψαμε για να γίνουμε καλλιεργητές της γης και αργότερα αστοί...

Γυρίζοντας πίσω, βλέπουμε στην νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, σ
ε απόσταση γύρω στα πενήντα μέτρα, μια ομάδα από καμιά τριανταριά μακάκους (είδος πιθήκων) να ψαχουλεύουν στην παραλία. Ο Γιάννης έτρεξε να φέρη την κάμερα, αλλά όταν ήρθε και προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε, γίναμε αντιληπτοί και σκόρπισαν τρέχοντας να καλυφθούν στο σκοτεινό δάσος του νησιού. Μας έκανε εντύπωση, ότι παρά την απόσταση θορυβήθηκαν τόσο.

• Αυτό είναι καλό δείγμα Γιάννη, είπα σιγά, τα ζώα αυτά δεν είναι εξοικειωμένα με τον άνθρωπο, είναι πραγματικά άγρια.

Τα ζώα του Bohorok στη Σουμάτρα, ήταν ένα στάδιο πιο πέρα από αυτά των ζωολογικών κήπων και η ζούγκλα που είδαμε εκεί, ήταν ένα βήμα πιο πέρα από το δάσος,
που είχαμε γνωρίσει στη Σιγκαπούρη. Εδώ όμως θα ζούσαμε σε λίγο το πραγματικό δάσος της βροχής σε όλο του το μεγαλείο. Ωστόσο η κάμερα που έφερε ο Γιάννης από την παράγκα, χρειάστηκε αμέσως μετά, διότι γυρίζοντας πάλι στον καταυλισμό, αντιλαμβανόμαστε πίσω από τις συστάδες των θάμνων, κάτι μεγάλο να περπατάη αργοκίνητα. Πλησιάζοντας με κάποιες προφυλάξεις, βλέπουμε μία μεγάλη σαύρα, γύρω στο ενάμισι μέτρο μήκος. Στην αρχή νομίσαμε ότι πρόκειται για κροκόδειλο. Μόλις όμως φάνηκε καλά το κεφάλι της, αναγνώρισα το γνωστό φυτοφάγο και επομένως άκακο ερπετό, που ζει στα νησιά αυτά και είναι ένα είδος ιγκουάνας.


Από τις σαύρες που ζουν στην Ινδονησία, ένα μόνο είδος ξέρω ότι είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Αυτό είναι ο περιβόητος "δράκος του Komodo". Φθάνει τα τρία μέτρα μήκος και ζει στο ομώνυμο νησί. Αυτό το είδος είναι σαρκοβόρο και έχει προκαλέσει μερικά ατυχήματα, αν και δεν τα φανερώνουν, για να μην αποθαρρύνεται το ρεύμα των τουριστών προς τα εκεί. Έτσι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, και μας δίνεται η ευκαιρία να πάρουμε μερικές ωραίες σκηνές. Παρά τη νωχέλεια του, αυτό το πλάσμα έδειξε ανησυχία για την παρουσία μας και με αργά βήματα αναζήτησε καταφύγιο στο προστατευτικό σκοτάδι των πυκνών φυλλωμάτων...


Ευτυχώς που συνέβη αυτή η συνάντηση και εξοικειωθήκαμε κάπως με τέτοια απρόοπτα, γιατί την άλλη κι' όλας μέρα, δεν ξέρω τι θα πάθαινε ο Γιάννης από το φόβο του, όταν απάντησε μια ακόμη μεγαλύτερη τέτοια σαύρα μέσα στην κουζίνα, στο πίσω μέρος της παράγκας, πηγαίνοντας να πλυθή. Ξαφνιάστηκε βεβαίως, αλλά γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία του, έτρεξε και έφερε την κάμερα και απαθανάτισε τη σκηνή.

Το απόγευμα έχει τώρα προχωρήσει και η κουφόβραση είναι ανυπόφορη. Επιστρέφοντας στην τραπεζαρία βρίσκουμε το Mumu και μας ρωτάει αν θέλουμε καφέ. Έτσι καθόμαστε στο τραπέζι και ο Γιάννης κάνει δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια να πιάσουμε επαφή με τους Ισπανούς. Όπως και την πρώτη φορά, απαντούν πάντοτε μονολεκτικά με ένα "ναι" ή ένα "όχι" και έτσι υποχρεωνόμαστε να εγκαταλείψουμε την ιδέα, ότι θα έχουμε και μια ευρωπαϊκή παρέα να ανταλλάζουμε απόψεις και εμπειρίες.

Ο καφές έρχεται και είναι νεροζούμι. Η προσπάθεια να τον πιω λίγο-λίγο δεν πάει όμως χαμένη, γιατί κάποια στιγμή μαζεύονται μερικοί νεαροί υπάλληλοι της PPA και πιάνουμε διάφορες συζητήσεις για τα άγρια θηρία του Ujung Kulon και ιδίως για τα επικίνδυνα φίδια. Έχουν τώρα χαθή και οι τελευταίες ρόδινες ανταύγειες από τον δυτικό ορίζοντα και αρχίζει να προχωράη με γοργούς ρυθμούς το σούρουπο. Είναι η ώρα που γίνεται αλλαγή βάρδιας στη ζούγκλα. Ένα σωρό πλάσματα που δήλωναν την παρουσία τους με τιτιβίσματα, με στριγκλιές, με σφυρίγματα και κάθε είδους φασαρία, έχουν αποσυρθή. Η μάχη γι' απόψε τελείωσε. Οι επιζώντες αναζητούν ένα ασφαλές μέρος για να περάσουν τη νύχτα. Μια άλλη στρατιά από ζωντανά όλων των γενών ξυπνάει και δίνει σημεία ζωής.

Τα τζιτζίκια της μέρας, αντικαθίστανται από τα τζιτζίκια της νύχτας. Νυχτοπούλια, με τη μονότονη κλαψιάρικη φωνή τους, δίνουν το σήμα της παρουσίας τους. Τα μεγάλα μάτια τους, αντανακλούν το παραμικρό φως και φαίνονται σαν μικροί προβολείς να ερευνού
ν το πυκνό σκοτάδι. Σ' αυτό το περιβάλλον της νύχτας, τα χρώματα τους είναι άχρηστα, σε αντίθεση με τα φανταχτερά χρώματα των παραδείσιων πουλιών της ημέρας. Ένα σωρό αιλουροειδή, διάφορα είδη ιπταμένων ζώων, όπως οι νυχτερίδες, η ιπτάμενη αλεπού και πολλά φίδια ανήκουν στην κατηγορία των κυνηγών του σκότους. Οι φλύαροι πίθηκοι δεν ακούγονται πια, έχουν "κουρνιάσει" στα πιο ψηλά δένδρα και μόνο όταν ακούγεται το ανατριχιαστικό μήνυμα θανάτου του πλέον επικίνδυνου εχθρού τους, της λεοπαρδάλεως, δημιουργείται αναστάτωση. Περνώντας κάτω από τα αιωνόβια δέντρα, φανερώνει την παρουσία της με ελαφρούς βρυχηθμούς. Η πείνα την κάνει ανήσυχη και αυτό το ξέρει καθένας εδώ.

Αυτή η μεγάλη γάτα με τις όμορφες βούλες, ξέρει ότι τα δένδρα είναι γε
μάτα από από ζωή. Από ένστικτο γνωρίζει, τον πανικό που ενσπείρει η παρουσία της. Τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται να κάνη τον κόπο και να ανεβή επάνω, για να βρή αυτό που θέλει. Κάποιος άπειρος και με χαλαρά νεύρα πίθηκος, χάνει την ισορροπία του και της έρχεται μέσα στα πόδια της. Σε λίγο μια καινούργια μάχη θα αρχίση, που θα κρατήση μέχρι το πρωί όπως εκατομμύρια χρόνια μέχρι τώρα. Εμείς, εδώ στο προαύλιο της ζούγκλας, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τους κανόνες της και μια που δεν ανήκουμε στην κατηγορία των νυκτόβιων, πρέπει τώρα να αποσυρθούμε...

Ξεδίπλωσα την αιώρα και άρχισα να τη δένω στα δοκάρια της βεράντας, αφού δοκίμασα πρώτα την αντοχή τους. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Mumu και μου λέει :

· Εγώ δεν θα στο συμβούλευα αυτό.

· Και γιατί, τον ρωτώ εγώ με απορία...


· Μην ξεχνάς; ότι εδώ δεν είναι περίπατος σε κανένα πάρκο. Υπάρχουν κίνδυνοι και είμαι υπεύθυνος για σας.

·Μα τι μπορεί να συμβή; επέμεινα

· Στο δάσος κυκλοφορούν πάνθηρες, πύθωνες και άνθρωποι που μπορούν να σας κάνουν κακό.

Σ' αυτό το σημείο, άρχισαν να συγκρούονται οι γνώσεις που έχω με τους ισχυρισμούς του.

· Αυτό πραγματικά με εκπλήττει, του λέω. Για τους πύθωνες το καταλαβαίνω αλλά για τους πάνθηρες και ακόμη περισσότερο για τους ανθρώπους, μου είναι ακατανόητο.
· Θα σου πω μια ιστορία, μου λέει, αν και αυτά δεν τα λέμε παρακάτω. Πριν τρία χρόνια ξεναγούσα έναν Αμερικανό, ο οποίος συνεχώς δυστροπούσε, όταν του έλεγα να προσέχη. Όταν κάποια μέρα ήμασταν στη ζούγκλα και πήγαινε πάλι χωρίς προφυλάξεις μέσα στις φυλλωσιές, του είπα να κοιτάζη, πού πατάει, γιατί στο αμμώδες έδαφος κρύβεται το φιδάκι ular ... (το πλήρες όνομα δεν μπόρεσα να το συγκρατήσω). Αυτό τσιμπάει χωρίς προειδοποίηση και είναι θανατηφόρο. Αυτός κάγχασε και με ειρωνεύτηκε λέγοντας ότι: Τι συμβουλή θα μπορούσε να δώση ένας χαζός και αμόρφωτος ιθαγενής σε ένα διάσημο ζωολόγο σαν και αυτόν. Λίγο μετά τον τσίμπησε πράγματι ένα τέτοιο φίδι. Συγχρόνως με την παροχή των πρώτων βοηθειών στείλαμε και σήμα με τον ασύρματο, για να έρθη βοήθεια με το ελικόπτερο. Το ελικόπτερο ήρθε, αλλά ο άνθρωπος αυτός μέσα σε μισή ώρα είχε τελειώσει.

Μετά από την ιστορία αυτή προτίμησα να συμμορφωθώ. Η αλαζονεία, είναι από τις ιδιότητες, που σιχαίνομαι περισσότερο. Παρόλα αυτά δεν είχα πεισθή. Πρώτα-πρώτα το νησί αυτό δεν είναι δυνατόν να έχη πάνθηρες, ούτε και κανένα μεγάλο αρπακτικό, γιατί προκύπτει η απορία με τι θα τρέφονταν. Ένας πάνθηρας π.χ. χρειάζεται κάθε τρεις μέρες περίπου ένα θήραμα. Θα έπρεπε λοιπόν να θανατώνη 122 τέτοια ζώα το χρόνο. Όμως τι έννοια θα είχε να υπήρχε μόνο ένας πάνθηρας στο νησί. Θα έπρεπε, για να διατηρηθή ο πληθυσμός να υπάρχουν τουλάχιστον δύο. Άρα τα θηράματα θα έπρεπε να είναι 244. Για να μπορούν να παράγονται με σταθερό ρυθμό τόσα ζώα ετησίως, θα έπρεπε να υπάρχουν πολύ περισσότερα. Η έκταση του νησιού αυτού όμως δεν το επιτρέπει, γιατί, όπως υπολόγισα, η διάμετρός του δεν πρέπει να υπερβαίνη το ένα χιλιόμετρο.

Κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να υπάρχουν πάνθηρες ή άλλα μεγάλα αρπακτικά στο Handeuleum και μάλλον ούτε ένας για δείγμα. Όσο για τους "ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν κακό", δεν μπόρεσα να καταλάβω, τι εννοούσε. Ίσως εννοούσε την πειρατεία, η οποία εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να ανθή στην Ινδονησία. Στα στενά της Μαλάκκας, έχουν επανειλημμένως αναφερθή πειρατικές επιθέσεις σε εμπορικά και επιβατικά καράβια. Πιθανώς ιθαγενείς πειρατές να χρησιμοποιούν ως ορμητήρια παρόμοια μικρά και ίσως ακατοίκητα νησάκια. Εννοούσε άραγε κάποιο τέτοιο κίνδυνο ο Mumu με τη σιβυλλική του προειδοποίηση;

Ο Γιάννης πήρε, όπως είχαμε συμφωνήσει, το κρεββάτι και εγώ εξασφάλισα από το Mumu ένα στρώμα. Κατόπιν δημιούργησα ένα "οχυρό" γύρω μου με τα σακίδια μας και διάφορα άλλα αντικείμενα που βρήκα στην παράγκα, έστρωσα τον υπνόσακο και μπήκα μέσα σ' αυτόν, χωρίς να γδυθώ, αφού προηγουμένως προστάτεψα το κεφάλι μου με την κουνουπιέρα. Ο υπνόσακος ήταν πράγματι το μόνο βοήθημα, που είχα μαζί μου, το οποίο παρείχε στεγανότητα από τρύπωμα οποιουδήποτε εντόμου ή φιδιού. Το μοναδικό μέρος εισόδου παρέμενε το σημείο του λαιμού, αλλά ήταν εύκολο να το ελέγξης...

19 July 2009

Perjalanan 23

Carita, Τρίτη 31.7.90/I







Είναι πέντε το πρωί όταν ξυπνάω, με την εντύπωση ότι έξω γίνεται "χαλασμός Κυρίου". Ο παφλασμός των κυμάτων κάνει τέτοιο θόρυβο, που μοιάζει να έπιασε τυφώνας. Αμέσως σκέπτομαι ότι η μετακίνησή μας με οποιοδήποτε πλεούμενο, θα είναι αδύνατη. Σε λίγο ξυπνάει καί ο Γιάννης. Φυσικά προβληματίζεται και αυτός, πώς θα ταξιδεύαμε με τέτοιο καιρό. Παρ' όλα αυτά, είχαμε δώσει τα διαβατήρια μας στην PPA, για να βγουν οι άδειες εισόδου στο δρυμό και έπρεπε να πάμε στο Labuhan. Οταν βγαίνουμε έξω από την καλύβα, διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι η θάλασσα στο βάθος είναι ήσυχη σαν καθρέπτης. Παρ' όλα αυτά, λίγα μέτρα πρίν από την παραλία, εμφανίζονται πελώρια κύματα, τα οποία σκάνε με ορμή στην από θρύψαλα κοραλλιών αποτελούμενη άμμο. Είχα ακούσει και άλλοτε για τα "κυλιστά κύματα" του ωκεανού. Σ' ένα βιβλιαράκι του δημοσιογράφου Ι.Στογιάννη, που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, για ένα ταξίδι του στη Χαβάη, γράφει στο κεφάλαιο:
"ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ  ΚΥΜΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ":
"Το κύμα του Ειρηνικού... Ένα κύμα που έρχεται από 4000 μίλια μακριά, τουλάχιστο. Το πλάτος του από τη μια κορφή στην άλλη, φθάνει κάποτε τα πενήντα μέτρα, κοντά στην παραλία. Φαντάσου τι μπορεί νάναι πιο μέσα ! Αλλ' εκεί δεν το βλέπεις το αισθάνεσαι μόνο..."
Τώρα είμαστε λοιπόν μάρτυρες και εμείς του περίεργου αυτού φυσικού φαινομένου. Λίγες ημέρες αργότερα, ζήσαμε επάνω στο πετσί μας, τι σημαίνει στην πραγματικότητα να μην είσαι απλώς θεατής του.

Μετά τον καφέ πήραμε ένα bemo και πήγαμε στο Labuhan. Στην PPA είμαστε πριν τις επτά το πρωί. Εκεί, σε αντίθεση με το προηγούμενο βράδυ, η Υπηρεσία σφύζει από ζωή. Όλοι οι υπάλληλοι είναι ντυμένοι με χακί στολές σαν στρατιωτικοί.

Παρών είναι και ο Ινδονήσιος, που συναντήσαμε εχθές, αλλά με τη στολή δυσκολευτήκαμε να τον αναγνωρίσουμε. Όλοι μας περικυκλώνουν και μας ρωτάνε με μεγάλο ενδιαφέρον. Πρέπει να πω, ότι είναι πολύ φιλικοί μαζί μας. Μας λένε επίσης, ότι είμαστε οι πρώτοι Έλληνες που επισκεπτόμαστε το Usung Kulon, ενώ μας βάζουν να υπογράψουμε στο βιβλίο των επισκεπτών του δρυμού. Κάποια στιγμή, ενδιαφερόμαστε να μάθουμε, τι θα γίνη με το ταξίδι μας. Τότε ο Mumu, έτσι λένε τον νεαρό, μας παίρνει παράμερα και μας λέει.
  • Βρήκα έναν τρόπο να πάτε φθηνότερα στον προορισμό σας. Θα κοστίση μόνο το ένα τρίτο της τιμής, που σας είπα εχθές αλλά θα πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως.
  • Και πώς θα πάμε; ρωτάει ο Γιάννης.
  • Θα πλησιάσουμε από ξηράς το πιο κοντινό σημείο προς το νησί Handeuleum, όπου είναι το καταφύγιο της PPA και από εκεί θα περάσουμε, με ένα ψαροκάικο που έχω κανονίσει, απέναντι. Στο Handeuleum θα μείνετε, όπου μπορέσω να σας βολέψω. Την άλλη μέρα θα περάσουμε από την άλλη πλευρά του νησιού στην αντικρινή ακτή και θα πορευθούμε μέσα στην ζούγκλα. Ενα μέρος της διαδρομής όμως, πρέπει να το κάνετε με μηχανάκι, μπορείτε;
Ο Γιάννης ξέρω ότι έχει μοτοποδήλατο και δεν θα υπάρξη πρόβλημα. Εγώ δεν οδηγώ μηχανάκι, ούτε και έχω ποτέ μπη επάνω. Επειδή όμως οδηγώ καλά ποδήλατο και ο δρόμος που θα πηγαίναμε δεν θα είναι σίγουρα μεγάλης, ούτε ίσως και μέσης, κυκλοφορίας και η απόσταση, που έπρεπε να διανυθή με τον τρόπο αυτόν, υπολογίζω ότι είναι γύρω στα 20 χιλιόμετρα, δεν μου φαίνεται παράτολμο και λέω στον Mumu ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αρκεί να μην τρέχουμε πολύ...

Στην πραγματικότητα αυτό αποδείχθηκε τρέλα και ευτυχώς που ο Mumu εννοούσε άλλο, από αυτό που και οι δυο μας καταλάβαμε. Είπαμε λοιπόν εντάξει, και ο Ινδονήσιος μας εγκατέλειψε προσωρινώς, για να πάη να ετοιμαστή. Σε ένα δεκάλεπτο επανήλθε, χωρίς τη στολή, ντυμένος sport και με ένα σακίδιο στην πλάτη. Έτσι, άρον-άρον, χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιήσουμε τι κάνουμε, ξεκινήσαμε...

Με ένα παμπάλαιο, μικρό Λεωφορείο, φύγαμε για το Sumur, πάντοτε με τη συνοδεία του Mumu, όπου φθάσαμε μετά από τρεις ώρες φρικτού δρόμου. Αν το λεωφορείο από τη Jakarta στο Labuhan το χαρακτήρισα ως κατοχικό, τούτο μου φαινόταν σαν ένας δεινόσαυρος, που ξαφνικά ξύπνησε από τα βάθη των χιλιετιών.

Θα ήταν πράγματι 
ένα θαυμάσιο μουσειακό είδος, αλλά όχι για να κυκλοφορή ακόμη. Εγώ ήξερα, ότι το Labuhan είναι ο τελευταίος κατοικημένος τόπος πριν το δρυμό. Ομως, εμείς περνούσαμε μικρούς συνοικισμούς, πιθανόν πέντε έως δέκα κατοικιών κάθε τόσο, μέχρι που φθάσαμε στο τέρμα. Το Sumur, είναι και αυτός ένας μικρός οικισμός.

Ο Mumu μας άφησε για λίγα λεπτά, για να πάη να φέρη τα μηχανάκια, όπως είπε. Σε λίγο πράγματι έρχεται με τρία μοτοποδήλατα αλλά και με τρεις ... οδηγούς. Στην αρχή, νομίσαμε ότι θα μας έδειχναν απλώς το χειρισμό. Πράγματι είχαμε όμως λάθος καταλάβει. Στα μηχανάκια θα είμασταν απλοί επιβάτες. Έτσι ξεκινήσαμε αμέσως. Ο Mumu με τον ένα οδηγό πρώτος, μετά ο Γιάννης με το δεύτερο οδηγό και ακολουθούσα εγώ με τον τρίτο οδηγό. Γρήγορα μπήκαμε σε ένα μονοπάτι, στο μεγαλύτερο μέρος του, παράλληλο με την παραλία.

Τα μοτοποδήλατα είναι και αυτά σε χειρότερη κατάσταση από τα λεωφορεία. Εγώ, κάθομαι πίσω στη σχάρα, κατ' ευθείαν επάνω στα σίδερα. Ο δρόμος και η όλη οδήγηση θυμίζει, χωρίς καμία υπερβολή, moto cross. Μη μπορώντας να αντέξω το συνεχές στούμπισμα των μεριών μου επάνω στη σχάρα, πηγαίνω σχεδόν όλο το δρόμο αιωρούμενος, στηριζόμενος επάνω στα πόδια μου, τις πατούσες των οποίων ακουμπώ στις προεκτάσεις του άξονα του πίσω τροχού, που ελάχιστα εξέχουν, ώστε να κινδυνεύω συνεχώς να βρεθώ στο δρόμο. Εννοείται, ότι όλη αυτή η διαδρομή γίνεται σε τελείως έρημο μέρος, ώστε να μην φοβόμαστε μόνο τα άγρια θηρία, που πολύ πιθανώς να υπάρχουν γύρω μας, αλλά και ο κίνδυνος μιας ληστείας να μην θεωρείται ουτοπία. Ακόμη και οι οδηγοί αλλά και ο ίδιος ο Mumu, μας είναι στην πραγματικότητα άγνωστοι.

Γύρω στη μέση της διαδρομής, συμβαίνει και το χειρότερο, που μπορούσα να φαντασθώ. Το δικό μου το μηχανάκι χαλάει! Τώρα, λέω μέσα μου την βάψαμε! Ευτυχώς που ξέρω αυτά τα λίγα ινδονησιακά και μπορώ να συνεννοούμαι με τον οδηγό, ο οποίος δεν ξέρει άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν να καθίσω εκεί που βρίσκομαι και θα πάη να φέρη άλλο μηχανάκι. Έτσι μ' αφήνει σύξυλο, παίρνει το δίκυκλο τσουλώντας το και εξαφανίζεται στο δάσος. Θα πρέπει να ήμουν αφελής, αν τον πίστευα. "Πώς είναι δυνατόν να εύρη άλλο μηχανάκι σ' αυτό το απρόσιτο μέρος;", μουρμούριζα με απορία. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Έμεινα λοιπόν σε εκείνη την ερημιά, μια στενή λωρίδα εδάφους, περιορισμένη από τη μια μεριά από το δάσος και από την άλλη από την θάλασσα, αναμένοντας, έχοντας συντροφιά μόνο ένα σακίδιο, ούτε ξέρω για πόση ώρα, έτοιμος να αντιμετωπίσω το χειρότερο...

Κάποια στιγμή, δεν πιστεύω στα μάτια μου. Βλέπω τον Ινδονήσιο οδηγό να έρχεται μαζί με κάποιον άλλον, επάνω σε ένα άλλο μηχανάκι. Με παρέδωσε σ' αυτόν, λέγοντας μου ότι θα συνέχιζα μαζί του και να τον συγχωρώ για τη βλάβη. Τον ρωτάω τι του χρωστώ και μου απαντάει ότι θα τα κανόνιζε ο Mumu. Του έδωσα παρ' όλα αυτά 1000 ρουπίες, το οποίο είναι αρκετό ποσό για την Ινδονησία. Αργότερα όμως ντράπηκα, που δεν του έδωσα περισσότερα. Μου είναι ακόμη ανεξήγητο και αινιγματικό, πού 
βρήκε σε εκείνο το έρημο μέρος άλλον οδηγό και μηχανάκι και τον έπεισε να με πάη. Μου φάνηκε πραγματικά το άκρον άωτον της ευσυνειδησίας. Μήπως κάνω λάθος;

Κάνοντας δρόμο περίπου τριών χιλιομέτρων με τον νέο οδηγό, συναντήσαμε τους άλλους, οι οποίοι όταν αντελήφθησαν ότι δεν ακολουθούσαμε πλέον, είχαν σταματήσει και μας περίμεναν. Ο Γιάννης δεν έχασε την ευκαιρία, τώρα που δεν είναι κινούμενος, να απαθανατίση την άφιξή μου με την βιντεοκάμερα και εγώ να κατεβώ για να περπατήσω, γιατί τα πόδια μου, στην αγωνιώδη προσπάθεια που κατέβαλα να μην ακουμπώ στη σχάρα, χωρίς όμως και να πέσω, είχαν γίνει σαν ανάποδο U...

Μία ώρα περίπου από τότε που ξεκινήσαμε με τα μοτοποδήλατα, φθάσαμε στο Taman Jaya, ένα λιμανάκι για ψαρόβαρκες. Όλη η παραλία, είναι καλυμμένη από πυκνή συστάδα με κοκκοφοίνικες, που με τους λυγερούς κορμούς τους ορθώνονται στα ύψη και μοιάζουν σαν ολόκληρος στρατός από ορχούμενα φίδια, όπως κουνιούνται πέρα-δώθε στον ελαφρό άνεμο. Εδώ πληρώσαμε τους οδηγούς και φύγαμε με τον Mumu, για να αγοράσουμε προμήθειες. Σε ένα μπακάλικο, ψωνίσαμε ρύζι, ξεραμένα ψάρια, καφέ, ζάχαρη, διάφορα μπαχαρικά και διάφορα άλλα φαγώσιμα, τα οποία ούτε εγώ, ούτε ο Γιάννης έχουμε σημειώσει στα ημερολόγιά μας. Κατόπιν, κατεβήκαμε στο λιμάνι και επιβιβαστήκαμε σε μια ψαρόβαρκα, που μας περίμενε. Ο Mumu μας δείχνει πέρα στο βάθος, στον ορίζοντα ένα νησάκι, που μόλις φαίνεται.

• Βλέπετε; Εκεί θα πάμε.

Το πρώτο πράγμα για το οποίο απορήσαμε, ήταν ότι η βάρκα δεν είναι μηχανοκίνητη, όπως μας είχε πει.

• Είναι δυνατόν να πάμε τόση απόσταση μόνο με τα κουπιά, ρωτάω το Γιάννη.

Αλλά και ο Γιάννης τι να μου πη. Έπειτα έχουμε περισσότερο από ένα τέταρτο, που περιμένουμε να ξεκινήσουμε χωρίς ορατό λόγο.

• Τι να περιμένουμε άραγε, σιγομουρμούρισα εκνευρισμένος

Οι απορίες αυτές λύνονται μαζί, όταν βλέπουμε δύο Ινδονήσιους, να κουβαλούν μια εξωλέμβιο μηχανή, να την ανεβάζουν επάνω στο πλοιάριο και να την ... δένουν πρόχειρα στην πρύμνη...



16 July 2009

Perjalanan 22

H ζούγκλα του Usung Kulon III







Το εστιατόριο είναι ανοικτό από τη μία πλευρά του προς τη θάλασσα και το μόνο πράγμα που κρύβει κάπως τη θέα της, είναι ένας ιδιότυπος μπερντές. Αποτελείται από κατακόρυφες σειρές από καλογυαλισμένες καρύδες, περασμένες σε σχοινιά, όπως οι χάντρες κομπολογιού, οι οποίες κρέμονται από την οροφή. Δεν έχει πολύ κόσμο. Βρήκαμε καθισμένες δυο-τρείς παρέες ηλικιωμένων Ολλανδών τουριστών. Σε λίγο ήρθε να μας εξυπηρετήση μία γκαρσόνα και δύο βοηθοί. Δεν έχω σημειώσει τι φάγαμε, παρά μόνο τη μπύρα. Φαίνεται ότι η δίψα ήταν τόσο έντονη, που κυριάρχησε σε εκείνο το σκηνικό των συναισθημάτων.Εχω όμως καταγράψει κάτι, που μας έκανε και άλλη φορά εντύπωση. Πάντοτε έρχονταν πολλοί μαζί να σε εξυπηρετήσουν στα εστιατόρια. Ενας έφερνε τον κατάλογο, άλλος τα μαχαιροπήρουνα, άλλος έπαιρνε την παραγγελία και πολλοί μαζί έφερναν τους, συνήθως περισσότερους, δίσκους με το φαγητό. Μήπως το κράτος υποχρεώνει τα εστιατόρια να παίρνουν περισσότερους υπαλλήλους, έστω με μειωμένο μισθό, για να λιγοστέψη η ανεργία ; μήπως είναι μερικοί από αυτούς μαθητευόμενοι τουριστικών επαγγελμάτων ; η απορία μας έμεινε αναπάντητη όπως και για πολλά άλλα σ' αυτό το ταξίδι...

Γυρίσαμε νωρίς στην καλύβα μας, για να σηκωθούμε πολύ πρωί την άλλη μέρα, ξεκινώντας ένα άγνωστο και ίσως πραγματικά επικίνδυνο ταξίδι. Στο δρόμο μας για την κατοικία με σκουντάει ξαφνικά ο Γιάννης.

  • Κοίτα! Τι ήταν αυτό;
  • Δεν πρόλαβα να δω.
  • Κάτι σαν ποντίκι αλλά χωρίς ουρά πέρασε σχεδόν αστραπιαία και χάθηκε κάτω από την βεράντα εκείνης της καλύβας, μου λέει, δείχνοντας με το χέρι του.
  • Μήπως είναι ιδέα σου;
Δεν περίμενα την απάντηση. Εβγαλα το φακό, από το μικρό σακκίδιο που είχα μαζί μου, προχώρησα προς τη βεράντα, έσκυψα και φώτισα το σημείο, που μου υπέδειξε ο Γιάννης και τί είδα νομίζετε έναν... κάβουρα!
  • Γι'αυτόν όλη η φασαρία ; είπα γελώντας
  • Δεν μπορεί, κάνεις λάθος Θύμιο, αυτό που είδα έτρεξε με μεγάλη ταχύτητα.
Δεν προλαβαίνω να διαμαρτυρηθώ, γιατί ο κάβουρας βγαίνει από την κρυψώνα του και άρχιζει να τρέχη με δαιμονισμένη ταχύτητα σαν τηλεχειριζόμενο μηχανικό παιχνιδάκι προς την θάλασσα. Ακολουθώντας τον, ανακαλύπτουμε κάποια στιγμή ότι ολόκληρο κομμάτι της παραλίας "σηκώνεται" και αρχίζει να τρέχη με την ίδια τρελή ταχύτητα. Δεν είναι άλλο, από ένα ολόκληρο λαό από αυτά τα καβούρια της παραλίας της Carita, τα οποία, κατά τα άλλα, πηγαίνουν σαν όλους τους κάβουρες πλαγίως...

Τέτοια καβούρια δεν ξανασυναντήσαμε σε κανένα άλλο μέρος της τρελής πορείας μας.

Μόλις έχουμε φθάσει στην καλύβα μας και ετοιμαζόμαστε να στρώσουμε για ύπνο. Θαυμάζοντας την περίτεχνη πολυνησιακή στέγη από μπαμπού, επάνω σε ένα δοκάρι που την στηρίζει, σαν να πήρε το μάτι μου, κάτι που κινήθηκε. Πηγαίνοντας σε μία ευνοϊκότερη θέση, βλέπω ένα κεφαλάκι σαν τον αντίχειρα μου, με δύο γυαλιστερά, σχετικώς μεγάλα μαύρα μάτια να με κοιτάη. Πάγωσα! Χωρίς αμφιβολία μία κόμπρα, σκέφθηκα. Ο Γιάννης με βλέπει, που έχω μείνει άφωνος και με ρωτάει:

  • Συμβαίνει τίποτα Θύμιο;
  • Τίποτα, κάτι παρατηρώ, του λέω όσο μπορώ πιό αδιάφορα...
Δεν ήθελα να του δημιουργήσω πανικό, προτού βεβαιωνόμουνα, ότι πράγματι ήταν το περίφημο "φίδι με τις διόπτρες", το οποίο εξαπόστειλε στην αιωνιότητα την Κλεοπάτρα και απαλλάσει των δεινών της ζωής τους χιλιάδες Ινδούς κάθε χρόνο. Πάντως φίδι ήτανε! Το αμυγδαλόσχημο κεφαλάκι με έκανε να το κατατάξω στην οικογένεια των κολουβριδών (όπως και η κόμπρα) και ήξερα ότι τα μισά από αυτά είναι δηλητηριώδη με νευροτοξικό δηλητήριο.

Στη συνέχεια, προσπαθώντας να μην κάνω καμία απότομη κίνηση, όχι από φόβο μήπως μου επιτεθή, αλλά για να μην κρυφθή, πριν προλάβω να διαπιστώσω, τι είναι, ανεβαίνω στο κρεββάτι, για να δω καλύτερα. Φαίνεται, στο δευτερόλεπτο που χρειάσθηκε να κοιτάξω, πού θα πατήσω, ξέφυγαν τα μάτια μου απ' αυτό και το κεφαλάκι έγινε άφαντο. Αναγκάζομαι τώρα πλέον να πω στο Γιάννη, τι συνέβη, αν και δεν του μιλώ για κόμπρα. Του λέω απλώς, πως έχω υποψίες, ότι είδα κάποιο φίδι...

Ξέρω, ότι δεν θα υπήρχε περίπτωση να κοιμηθή κανείς μας ε
κείνη τη νύχτα, αν λίγο αργότερα δεν βλέπαμε σε πολλές μεριές της καλύβας, πλήθος από μεγαλούτσικες σαλαμάνδρες να γυρνούν επάνω στους τοίχους και να καταβροχθίζουν κάθε έντομο που συναντούν. Έχουν ακριβώς αυτά τα κεφαλάκια, που είχα δει, τα οποία μοιάζουν πράγματι περισσότερο με φιδίσια παρά με κεφάλια σαύρας. Έχουν και μία περίεργη φωνή, που μοιάζει κάτι σαν κελάηδημα πουλιού ή περισσότερο σαν ήχος ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Έτσι ησυχάσαμε κάπως από την ιδέα του φιδιού, αλλά αμέσως μετά βλέπουμε, σχεδόν συγχρόνως , έναν αρκετά μεγάλο πόντικα να περπατάη με άνεση, κοιτάζοντας πότε-πότε προς το μέρος μας, επάνω σε ένα οριζόντιο δοκάρι της σκεπής, να πηδάη στο τελείωμα του τοίχου, να περνάη από το χάσμα μεταξύ στέγης και τοίχου και να χάνεται στο πίσω μέρος του κτίσματος.

  • Ωραία κατάσταση, λέω και σε λίγο προσθέτω: Γιάννη δεν ξέρω τι θα κάνης εσύ, αλλά εγώ δεν κοιμάμαι στο κρεββάτι.
  • Και πού θα κοιμηθής ;
  • Θα κοιμηθώ στην αιώρα μου. Δεν διαβλέπω κανένα κίνδυνο, αλλά ξέρω ότι αλλιώς δεν πρόκειται να κλείσω μάτι.
Έτσι βγάζω την αιώρα από το σακίδιο και την δένω στις δύο άκρες της, με δύο σχοινιά που είχα μαζί μου για γενική χρήση, από δύο δοκάρια που στηρίζουν την οροφή. Μόλις ανεβαίνω όμως επάνω, για να τη δοκιμάσω, ακούγεται ένα κράααχ και... παραλίγο να πέση η στέγη στα κεφάλια μας. Ευτυχώς δεν είχα πέσει με όλο το βάρος επάνω της. Δεν φανταζόμουνα, ότι ολόκληρα δοκάρια θα ήταν τόσο πρόχειρα δεμένα, ώστε να μην δέχονται καθόλου οριζόντιες δυνάμεις.

Κατόπιν τούτου, ο Γιάννης παραιτήθηκε, από του να κάνη το ίδιο, ενώ εγώ βρήκα έναν ασφαλέστερο τρόπο και στήριξα την αιώρα. Παρ' όλα αυτά, έλαβα και πρόσθετα μέτρα ασφαλείας, τα οποία ίσως χαρακτηρισθούν υπερβολικά ή ακόμη και γελοία. Πρέπει να λάβη κανείς υπ' όψη του ότι το ταξίδι αυτό, το είχαμε αναλάβει να το εκτελέσουμε σαν επιστημονική αποστολή και επομένως χρησιμοποιούσαμε όλες τις διαθέσιμες γνώσεις και μέσα. Για να αποκλείσω να περάσουν ανεπιθύμητα έντομα όπως κατσαρίδες, σκορπιοί κλπ. από τα σημεία προσδέσεως προς την αιώρα, τρύπησα δύο κομμάτια χαρτόνι, τα οποία ψέκασα προηγουμένως με εντομοκτόνο (baygon) και πέρασα το καθένα από αυτά στα σκοινιά, πριν τα δέσω, ώστε να φράζεται ο δρόμος προς τον κοιμώμενο και από τις δύο πλευρές. Κάτω στο πάτωμα βάλαμε δύο "φιδάκια" (spiramat) να καίνε, για τα κουνούπια και πέρα από αυτά τυλίχτηκα και με την κουνουπιέρα μου σαν μεταξοσκώληκας. Αντιθέτως ο Γιάννης, αρκέστηκε να χρησιμοποιήση μόνο το κρεββάτι του και την κουνουπιέρα του. Έτσι μας πήρε ο ύπνος.


28 June 2009

Perjalanan 21

H ζούγκλα του Usung Kulon II








Θα έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο από το σταθμό και μετά τέσσερις ώρες, θα φθάναμε στο Labuhan. Από εκεί θα φεύγαμε στη συνέχεια με τοπικό μέσο για την Carita, η οποία απέχει επτά χιλιόμετρα. Αυτή είναι μία παραλία με ένα Bungalow, που διατηρεί ο ίδιος. Το άλλο πρωί θα γυρίζαμε στο Labuhan και θα προσπαθούσαμε να ναυλώσουμε το κρατικό πλοίο, που πηγαίνει διά θαλάσσης στο Ujung Kulon και τροφοδοτεί τη φρουρά της δασικής Υπηρεσίας, που υπάρχει εκεί.

Το πλοίο αυτό θα έπρεπε να το ναυλώσουμε μόνο για μας και ίσως θα έπρεπε να "λαδώσουμε" και κάποιους, προκειμένου να μας πάρη. Αυτό, γιατί δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε οποιονδήποτε, ώστε να διατηρηθή η άγρια ζωή ανέπαφη και ανεπηρέαστη από ανθρώπινη παρουσία. Ακόμη και η δασική Υπηρεσία έχει την έδρα της στο νησάκι Handeuleum, απέναντι από την παραλία της χερσονήσου, όπου ζουν οι λιγοστοί φύλακες απομονωμένοι από το κύριο σώμα του δρυμού, ώστε η παρουσία τους να είναι διακριτική απέναντι στα ζώα.

Η ναύλωση αυτή κοστίζει 175 δολλάρια, δηλαδή ένα αστρονομικό ποσό για την Ινδονησία και η διάρκεια του ταξιδιού είναι 7 με 8 ώρες έως την έδρα του κλιμακίου της PPA, δηλ. της Υπηρεσίας για την προστασία της αγρίας ζωής στο Handeuleum. Προηγουμένως, θα έπρεπε να παρουσιασθούμε στα κεντρικά γραφεία της PPA του Ujung Kulon, τα οποία ευρίσκονται στο Labuhan, για να προμηθευθούμε τις σχετικές άδειες...

Όλα καλά ή σχετικώς καλά, αλλά η τιμή για το πλοίο ήταν μία ψυχρολουσία. Ρώτησα αν υπάρχη φθηνότερη λύση, έστω και αν χρειαζόταν να ταλαιπωρηθούμε περισσότερο. Έτσι έμαθα ότι η φθηνότερη λύση, θα ήταν μία περιπέτεια χωρίς πρόβλεψη για το αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή, αφού φθάναμε στο Labuhan, θα πηγαίναμε με το τοπικό λεωφορείο μέχρι το χωριό Sumur και από εκεί θα έπρεπε να βρούμε κάποιο φορτηγό, για να πάμε μέχρι το λιμάνι των ψαροκάϊκων Taman Jaya. Εκεί, θα έπρεπε να βρούμε ένα ψαράδικο, που θα μας πήγαινε απέναντι στο Handeuleum και ένα οδηγό, τον οποίο θα είχαμε εξασφαλίσει στο Labuhan. Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες και αφού μετέφερα στο Γιάννη αυτά που άκουσα, φύγαμε και οι δύο πολύ σκεπτικοί...

Η μία λύση είναι πολύ ακριβή η άλλη φαίνεται ακατόρθωτη. Πού να βρούμε οδηγό και φορτηγό και ψαράδικα, σε ένα μέρος που καλά - καλά δεν ξέρουμε ούτε να συνεννοηθούμε. Και μετά το άλλο πώς τόχεις; Όλα αυτά σε πέντε μέρες, εκ των οποίων οι δύο σε ταξίδι ! Αν όμως το κατορθώναμε ; Τι θα είχαμε να ζήσουμε και να διηγηθούμε ! Αποφασίσαμε, κατεχόμενοι από φοβερή έξαψη να φύγουμε όσο μπορούσαμε γρηγορότερα. Σχεδόν τρέχοντας πήγαμε να β
ρούμε ταξί, για να πάμε στο σπίτι του Μπάμπη. Με μεγάλη σπουδή μαζέψαμε το σακίδιο με τα απαραίτητα εφόδια πορείας και τα κατάλληλα ρούχα και αφού αφήσαμε τα υπόλοιπα πράγματα και ένα σημείωμα στο Μπάμπη, με το ίδιο ταξί πήγαμε στο σταθμό των λεωφορείων για το Labuhan.

Στο σταθμό, στοιβαχθήκαμε σε ένα λεωφορείο της γραμμής, από αυτά που χρησιμοποιούν οι ιθαγενείς για τις μετακινήσεις τους, χωρίς κλιματισμό και με ξεχαρβαλωμένα Amortiseur, τα οποία σε κάθε λακούβα καθίζανε και ακουγόταν ένας ξερός μεταλλικός κρότος. Κάθε φορά έλεγα: Δεν μπορεί! Τώρα θα σπάση ο άξονας και θα μας απαλλάξη από το δίλημμα: Να πάμε-να μην πάμε. Ο άξονας όμως, σε δικό μου πείσμα δεν έσπαζε.

Οι επιβάτες, οι περισσότεροι όρθιοι, καταργούσαν το αδιαχώρητο και έμοιαζε να μην αγανακτούν με τίποτα, ούτε και με το πανδαιμόνιο φασαρίας και την κόλαση ζέστης που επικρατεί. Να φαντασθείτε ότι αυτό διήρκεσε τρεισήμισι ώρες ! Ούτε που θυμάμαι τίποτα από τη διαδρομή, γιατί φαίνεται, ότι την προσοχή και εμένα και του Γιάννη, την απορρόφησαν τα συμβάντα στο εσωτερικό εκείνου του απίθανου λεωφορείου και η προσπάθεια μας για επιβίωση. Εμένα, που είμαι παλαιότερος, μου θύμιζε πάντως σκηνές από την κατοχή. Περιττό να πω ότι είχαμε τόσο ιδρώσει, που έπρεπε να πιούμε μία θάλασσα νερό, για να ξεδιψάσουμε...

Είναι απόγευμα, όταν πλέον φθάνουμε στο Labuhan και εμείς δεν ξέρουμε ακόμη, ούτε πού θα πάμε, ούτε πού θα μείνουμε, ενώ είμαστε 150 χιλιόμετρα μακριά
από τον πολιτισμό. Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα, που δεν έχουν καμία σχέση με την αντίστοιχη απόσταση στην Ευρώπη.

Μόλις κατεβαίνουμε από το λεωφορείο, μας περικυκλώνουν διάφοροι οδηγοί becak οι οποίοι θέλουν να μας πάνε και εγώ δεν ξέρω που.

• Kami mau pergi ke PPA, τους λέω, ελπίζοντας ότι θα καταλάβουν, ότι θέλουμε να πάμε στην PPA
• Ja mister, dua becac dan lima ratus rupia ce orang, μου λέει ένας από αυτούς.
• Με δύο becak και 500 ρουπίες τον καθένα μας λέει ότι μας πάει, εξηγώ στο Γιάννη.
• Ke PPA ; ρωτάω για να βεβαιωθώ ότι κατάλαβε πού θέλουμε να πάμε
• Ke PPA, μου απαντάει με πεποίθηση.

Έτσι μπαίνουμε για πρώτη φορά σε becak. Είναι πολύ αστείο! Εμπρός εγώ, πίσω μου ο Ινδονήσιος το οδηγεί σαν ποδήλατο. Ακολουθεί το άλλο becak με το Γιάννη. Σε κάποια ανηφόρα δεν αντέχουν το φορτίο. Κατεβαίνουν και σπρώχνουν με τα χέρια...

Ντράπηκα και πήγα να κατεβώ. Φαίνεται όμως, αυτό θεωρείται προσβολή και συμμορφώθηκα. Πολλές φορές ακόμη διαπιστώσαμε, ότι έχουν μεν ανάγκη από χρήματα, αλλά δεν θέλουν να τους τα χαρίζης. Είπαμε ότι η υπηρεσία στα μέρη αυτά, είναι τρόπος
ζωής. Μετά δέκα λεπτά φθάνουμε στην PPA, η οποία εκείνη την ώρα φαίνεται σκοτεινή και έρημη. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε πού είναι, σκέφθηκα...

Δεν διώξαμε τα becak, γιατί δεν ξέραμε ακόμη τι θα κάναμε και βεβαίως αυτό στην Ινδονησία δεν πειράζει. Ο κόσμος εδώ φαίνεται να μη νοιάζεται για το κύλημα του χρ
όνου. Καθώς συζητούσαμε με το Γιάννη, για να πάρουμε κάποια απόφαση, είδα από το παράθυρο κάποιον να κινείται μέσα σε ένα γραφείο της PPA. Του μιλήσαμε και βγήκε έξω. Είναι ένας συμπαθητικός νεαρός Ινδονήσιος γύρω στα εικοσιτρία. Μιλάει καλά αγγλικά και μπορούμε να συνεννοηθούμε με ευχέρεια. Του λέμε τι θέλουμε και έτσι μαθαίνουμε, ότι χρειάζεται μεν άδεια για είσοδο στον δρυμό, αλλά μπορούμε να την βγάλουμε επί τόπου στην PPA και χωρίς τις διατυπώσεις, που μας είχανε πει, αλλά για το πλοίο μας ζητάει την ίδια περίπου τιμή, που μάθαμε από το Γερμανό στη Jakarta. Μας διαβεβαιώνει όμως, ότι θα είναι ένα όμορφο ταξίδι επτά έως οκτώ ωρών με κρατικό πλοίο, που παρέχει πλήρη ασφάλεια και ανέσεις και το κυριότερο απ' όλα, έχει ασύρματο, για ότι τύχαινε στο δρόμο. Είναι το πλοίο, με το οποίο τροφοδοτείται ο σταθμός της PPA στο Ujung Kulon και εξυπηρετείται η μεταφορά των φυλάκων και των μελών των επιστημονικών αποστολών για τη μελέτη της αγρίας ζωής. Τον ρωτούμε για τη φθηνότερη λύση που μας πρότεινε ο Γερμανός και αυτός κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

Ένα τέτοιο επιχείρημα πριν από χρόνια, έληξε τραγικά, μας λέει θλιμμένα. Η εξωλέμβιος του ψαράδικου σταμάτησε, το ρεύμα τράβηξε τη βάρκα στον ωκεανό, δεν υπήρχε ασύρματος και έτσι χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ούτε ίχνος.
Εμείς, παρ' όλα αυτά εξακολουθήσαμε να του κλαιγόμαστε ότι η μεταφορά αυτή είναι πολύ ακριβή για μας και ότι ίσως έχει να μας προτείνη κάτι φθηνότερο. Του είπαμε επίσης, ότι ερχόμαστε από μία φτωχή χώρα, όπως η Ινδονησία, δεν κάνουμε τουρισμό όπως οι Βορειοευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί, που διαθέτουν πολλά χρήματα, αλλά η μόνη μας επιθυμία είναι να γνωρίσουμε τον τόπο τους. Συνεχίσαμε λέγοντας ότι, αν ξοδεύαμε τόσα λεπτά τώρα στην αρχή του ταξιδιού, δεν θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε το σκοπό μας και θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Αφού σκέφθηκε λίγο, μας είπε να έρθουμε την άλλη μέρα πολύ πρωί και ίσως έχει βρεί κάποια λύση.

Έτσι έχοντας κάποιες ελπίδες και διατηρώντας και κάποιες επιφυλάξεις, πήραμε πάλι τα becak και είπαμε να μας πάνε σε μία στάση του bemo. Πολύ γρήγορα μάθαμε ότι, για τα λεωφορειάκια αυτά, που λές και είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μικροσκοπικών συνήθως Ινδονησίων, δεν χρειάζεται να πας στη στάση, για να τα πάρης. Μπορείς να τα σταματήσης σε οποιοδήποτε σημείο του δρόμου, σαν να κάνης autostop. Με ένα από αυτά λοιπόν πήγα
με την Carita, η οποία απέχει μόνο επτά χιλιόμετρα.

Η Carita δεν είναι απλώς αμμουδιά με ένα bungalow όπως νομίζαμε αλλά ένας ινδονησιακός οικισμός. Στο αριστερό μας χέρι, όπως ερχόμαστε από το Labuhan, ευρίσκεται η υποδοχή και η είσοδος για τον ξενώνα. Ο ξενώνας διαθέτει, όπως μας έχουν πει, τριών κατηγοριών διαμερίσματα. Εμείς προτιμήσαμε την μεσαία κατηγορία για λόγους οικονομικούς και για το ότι είναι φτιαγμένα με παραδοσιακό τρόπο. Από την υποδοχή παίρνεις το κλειδί με τον αριθμό και περνώντας μέσα από το εστιατόριο βρίσκεσαι στην παραλία με τις παραδοσιακές καλύβες. Η απέρ
αντη, τουλάχιστον 15 μέτρα πλατιά ακρογιαλιά, είναι εκτεθειμένη στα ογκώδη κύματα της θάλασσας της Ιάβα, τα οποία σκάνε επάνω της με εκκωφαντικό θόρυβο, δυσχεραίνοντας τη συνενόηση ακόμη και με τον διπλανό σου.

Το πάνω μέρος της παραλίας είναι καλυμμένο με πλήθος από αειθαλείς θάμνους με γυαλιστερά φύλλα, οι οποίοι όσο προχωρείς προς τα ενδότερα, αντικαθίστανται όλο και περισσότερο από δέντρα, ώστε να αποτελούν πυκνό δάσος. Εκεί μεταξύ θάμνων και δέντρων, ξεφυτρώνουν μία-μία οι καλύβες του bungalow. Μικρά δρομάκια οδηγουν στην είσοδο της κάθε μιας. Οι καλύβες, όπως όλα τα κτίσματα σ' αυτά τα μέρη, είναι φτιαγμένες επάνω σε πασσάλους από κορμούς δέντρων. Η όλη κατασκευή είναι πολυνησιακού τύπου με πανύψηλη επικλινή στέγη από
μπαμπού και ψάθα. Εμπρός από την είσοδο, υπάρχει μία ευρύχωρη βεράντα με έναν καναπέ, επίσης από μπαμπού, ο οποίος είναι κρεμασμένος από δύο χοντρά σχοινιά από τη σκεπή, ώστε να αιωρήται.

Μπαίνοντας μέσα, αντικρίζεις, στο κέντρο του χώρου, δύο ευρύχωρα ξύλινα κρεβάτια. Πολλά κατακόρυφα δοκάρια στηρίζουν την στέγη, η οποία σκεπάζει και τη βεράντα, χωρίς να ακουμπάη στους γύρω τοίχους του δωματίου. Έτσι ξαπλώνοντας στο κρεββάτι, βλέπεις να χάσκη ένα άνοιγμα μεταξύ τοίχων και σκεπής, από το οποίο, στην ανατολική πλευρά, φαίνεται και ο ουρανός. Βλέποντας αυτό το χάσμα και ξέροντας ότι απ' έξω υπάρχει ολόκληρο πυκνό δάσος με άγνωστο περιεχόμενο, ένοιωσα ένα αίσθημα ανασφάλειας και μετάνιωσα, που δεν πήραμε τα "στεγανά δωμάτια από μπετό", αλλά δεν είπα τίποτα. Από το κύριο δωμάτιο ξεχωρίζει ένας χώρος, ο οποίος περιέχει την τουαλέτα, το ντους και το mandi.


Το mandi το συναντήσαμε και άλλες φορές, αλλά δεν δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω γι' αυτό. Είναι το Ινδονησιακό μπάνιο. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε ξενοδοχείο ή ξενώνα, υπάρχει ενα μικρό δωμάτιο, το kamar mandi, αντίστοιχο με το δικό μας μπάνιο. Εκεί μέσα αντί για μπανιέρα, υπάρχει συνήθως ένα είδος τετράγωνης δεξαμενής - στην πιο απλή περίπτωση ένα ντεπόζιτο - και δίπλα μία κατσαρόλα. Η χρήση του συνίσταται, στο να παίρνης νερό από τη δεξαμενή με την κατσαρόλα και να το ρίχνης επάνω σου. Η δεξαμενή δεν αντικαθιστά την δική μας τη μπανιέρα, εφ' όσον εδώ ο χρήστης παραμένει απ' έξω. Κλείσαμε τα πράγματά μας μέσα, και πήγαμε αμέσως στο εστιατόριο. Ένα καλό φαΐ και μία κρύα μπύρα, σκεφθήκαμε, θα είναι η καλύτερη αποζημίωση για τη σημερινή ταλαιπωρία.