![]() |
17 Μαΐου 1967. Η τελετή ενθρόνισης του πρωθιερέα των ανακτόρων και καθηγητή Πανεπιστημίου Ιερωνύμου Κοτσώνη ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών. |
του μητροπολίτου Ανδρέα Νανάκη
Η δικτατορία του 1967 δεν ήλεγχε την Ιεραρχία
της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρχής γενομένης από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών
και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Β΄. Το 1967 συνεχίστηκε η προσπάθεια του
Μεταξά για τη χειραγώγηση της Ιεραρχίας, με την επιβολή ως Αθηνών του
από Τραπεζούντος Χρυσάνθου, το 1938. Τότε, το Συμβούλιο της Επικρατείας
ακύρωσε την εκλογή του κανονικώς εκλεγέντος, υπό του Σώματος της
Ιεραρχίας, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η ηρωική έξοδος του Χρυσάνθου, που
αρνήθηκε να ορκίσει τη γερμανόφιλη κυβέρνηση της Κατοχής (1941), όταν
χωρίς να παραιτηθεί αποχώρησε από την Αρχιεπισκοπή, επανέφερε στον Θρόνο
τον από την Ιεραρχία εκλεγέντα, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Η δικτατορία του 1967 αναζήτησε έναν ιδεολογικό σύμμαχο και θεωρητικό καθοδηγητή του ελληνικού λαού, διότι βεβαίως η ίδια από μόνη της δεν μπορούσε να πείσει. Η εκκλησιαστική δομή που βρήκε στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και στην υπό την κανονική αναφορά της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία της Κρήτης, με Αρχιεπίσκοπο τον Ευγένιο και την Επαρχιακή του Σύνοδο, δεν εξυπηρετούσε τους ιδεολογικούς της στόχους. Συνεπώς, η δικτατορία αποφασίζει την κατάλυση της κανονικής εκκλησιαστικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Παύει τον Αθηνών Χρυσόστομο Β΄, διορίζει Αριστίνδην Σύνοδο από αρχιερείς και επιβάλλει ως Αρχιεπίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.
Η κατάλυση της εκκλησιαστικής κανονικότητας
Η δικτατορία του 1967 αποφάσισε να ελέγξει σύνολο το σώμα της Ιεραρχίας με την τοποθέτηση αρχιερέων, προσκείμενών της. Οι χριστιανικές αδελφότητες είχαν ισχυρές προσβάσεις στην ελληνική κοινωνία. Με τα έντυπά τους, «Ζωή», «Σωτήρ», «Ακτίνες», «Ελληνικό Φως», τους κύκλους, και τις συναθροίσεις, ασκούσαν επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα. Η προσπάθεια αναδείξεως στην πολιτική του προέδρου της «Χριστιανικής Ενωσης Επιστημόνων», Αλέξανδρου Τσιριντάνη, δεν τελεσφόρησε, από φόβο κυρίως ότι ένα τέτοιο γεγονός θα καθιστούσε τον πολιτικό κόσμο της χώρας, αλλά και τα ανάκτορα, υποκείμενα στις χριστιανικές αδελφότητες και οργανώσεις, η δε δυναμική τους μπορούσε να ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Η δικτατορία του 1967, με την επισκοποίηση αρχιμανδριτών από τις χριστιανικές αδελφότητες, αποκτούσε ισχυρά και ποικίλα ερείσματα σε όλο αυτόν τον χώρο, οι δε οργανώσεις ισχυροποιούσαν τις προσβάσεις στις κρατικές δομές, ιδιαίτερα βέβαια στους πρώτους χρόνους της δικτατορίας, διότι και οι άνθρωποι των αδελφοτήτων στην πορεία θα αποστασιοποιηθούν από το καθεστώς. Βέβαια, οι αρχιερείς που εξελέγησαν στη δικτατορία από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου προήρχοντο από τις χριστιανικές αδελφότητες, όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.
Η δικτατορία του 1967 αναζήτησε έναν ιδεολογικό σύμμαχο και θεωρητικό καθοδηγητή του ελληνικού λαού, διότι βεβαίως η ίδια από μόνη της δεν μπορούσε να πείσει. Η εκκλησιαστική δομή που βρήκε στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και στην υπό την κανονική αναφορά της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία της Κρήτης, με Αρχιεπίσκοπο τον Ευγένιο και την Επαρχιακή του Σύνοδο, δεν εξυπηρετούσε τους ιδεολογικούς της στόχους. Συνεπώς, η δικτατορία αποφασίζει την κατάλυση της κανονικής εκκλησιαστικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Παύει τον Αθηνών Χρυσόστομο Β΄, διορίζει Αριστίνδην Σύνοδο από αρχιερείς και επιβάλλει ως Αρχιεπίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.
Η κατάλυση της εκκλησιαστικής κανονικότητας
Η δικτατορία του 1967 αποφάσισε να ελέγξει σύνολο το σώμα της Ιεραρχίας με την τοποθέτηση αρχιερέων, προσκείμενών της. Οι χριστιανικές αδελφότητες είχαν ισχυρές προσβάσεις στην ελληνική κοινωνία. Με τα έντυπά τους, «Ζωή», «Σωτήρ», «Ακτίνες», «Ελληνικό Φως», τους κύκλους, και τις συναθροίσεις, ασκούσαν επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα. Η προσπάθεια αναδείξεως στην πολιτική του προέδρου της «Χριστιανικής Ενωσης Επιστημόνων», Αλέξανδρου Τσιριντάνη, δεν τελεσφόρησε, από φόβο κυρίως ότι ένα τέτοιο γεγονός θα καθιστούσε τον πολιτικό κόσμο της χώρας, αλλά και τα ανάκτορα, υποκείμενα στις χριστιανικές αδελφότητες και οργανώσεις, η δε δυναμική τους μπορούσε να ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Η δικτατορία του 1967, με την επισκοποίηση αρχιμανδριτών από τις χριστιανικές αδελφότητες, αποκτούσε ισχυρά και ποικίλα ερείσματα σε όλο αυτόν τον χώρο, οι δε οργανώσεις ισχυροποιούσαν τις προσβάσεις στις κρατικές δομές, ιδιαίτερα βέβαια στους πρώτους χρόνους της δικτατορίας, διότι και οι άνθρωποι των αδελφοτήτων στην πορεία θα αποστασιοποιηθούν από το καθεστώς. Βέβαια, οι αρχιερείς που εξελέγησαν στη δικτατορία από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου προήρχοντο από τις χριστιανικές αδελφότητες, όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.