Τριέσπερον ἐρωτικὸν
σλα΄
Τὸ
δῶμα θαμποσκοτερόν, ἀντίκρυ κλίνη σιδηρᾶ,
στὸ
σανιδένιο πάτωμα τρίκερο κανδηλέρι·
δῶ
πολυθρόνα παληακή, ξανθὸς ἄγουρος στὰ δεξιά,
μελανοχαίτης
στὰ ζερβά, μὲ βλέμμα μαῦρο ἀστέρι.
Πανώρηα
στὸ θρονὶ κυρά, λυσίκομη γυμνὴ γυνή,
ποὺ
προσωπίδα ἐφόραγεν ἀρχαίας τραγῳδίας·
κι’
ἀνέγνωθε τελεστικά, διάβαζ’ ὠχρὴ περγαμηνή,
κι’
ἀνάγγελνε κελεύσματα κι’ ὁδοὺς μυσταγωγίας.
«Πρῶτος
ὁ ἄντρας πό ’ρχεται στὴν κλίνη θὰ μὲ κοιμηθῇ,
ξανθό
μου ἀγόρι, Ἔρωτα, θὰ σὲ δεχτῶ κατόπι,
μελανοχαίτη,
Θάνατε, τὴν τρίτη νύχτ’ ἀνέβα ἐσύ,
οὕτως
ἀρχῆθεν ὥρισαν τῆς φύσεως οἱ τρόποι».
Ὁ
Ἔρως σκιάχτη ὡς ἄκουσε, στράφη στὸν τοῖχο τὸν ὁγρό,
κόλλησε
τὲς παλάμες του, κρεμᾷ τὴν κεφαλή του.
«Ἀβάσταγος
ὁ ἐρχόμενος, μὲ βιάζει φρίκη νὰ θωρῶ,
σιχαίνομαι
τὴν ὄψι του, σκορπιέμαι στὴν φωνή του».
Ὁ
Θάνατος γονάτισε, πλάτη στὸν τοῖχο τὸν ὁγρό,
κρύπτει
μὲς στὲς παλάμες του τὴν ὄρφνη τῶν ματιῶν του.
«Ἀνήλεος
ὁ ἐρχόμενος, μὲ βιάζει πόνο νὰ γεννῶ,
κι’
ἂς θεραπεύω τοὺς νεκρούς, οἱ ἐζῆσαν τρόπαιό του».
Τὸ
πάτωμα τρίζει βαριὰ κι’ ἐφάνη ὁ πρῶτος ἐραστής,
στὴν
κλίνη τὴν ὡδήγησε χαλύβδινη ἀγκάλη·
ἀγκομαχοῦσε,
ἀλάλαζε, δεινὸς δακρύων θεριστής,
ἐχτύπα,
ἐγεύτη ἀχόρταγος, τῆς μάτωσε τὰ κάλλη.
Κι’
ἐνῷ τρεῖς νύχτες τὴν Ζωὴ κοιμήθη ὁ Πόλεμος σκληρά,
τοῦ
μαυροχαίτη, τοῦ ξανθοῦ ἔκραζ’ «Ἐλέησέ με»,
-
Ἔρωτα, ἐθώραγες ἀλλοῦ, Θάνατ’, ἐθρήνας στὰ βουβά -
τοῦ
ἑνὸς «Τέλος» ἱκέτευε, τοῦ ἄλλου «Ἀνάστησέ με».