Αἰγιστέου πήδημα
ρδ΄
Ποιός ποὺ
φεγγαροσεργιανᾷ
καὶ
βαρυσυλλογᾶται,
ποὺ στὰ
περβόλια περπατεῖ,
στοὺς
κήπους μὲ
τὰ
ῥόδα;
Ποιόν τὸ μαράζι τρώγει
τον, τὰ
μέσαθέ του καίει,
ὡς
τρωγοκαίει, ἀχόρταγη,
τὸ
μαῦρο
δάσος φλόγα;
Ὁ
Αἰγιστέας,
τοῦ
Μίδα ὑγιός,
ὁ
πολυφουμισμένος,
εἰς τὰ
περβόλια περπατεῖ,
στοὺς
κήπους μὲ
τὰ
ῥόδα,
κάτω ἀπ’ τὸ
φῶς
τοῦ
φεγγαριοῦ,
πολλὰ
συλλογισμένος.
Κι’ ὡς στὸ
παλάτι ἐπέρναγεν,
στὲς
σάλες κι’ ἐτριγύρνα,
πίσ’ ἀπ’ τοὺς
τοίχους τοὺς
λινούς, τοὺς
πορφυροῦς
μπερντέδες,
κεῖ πού, ἄφαντος,
ὁ
βασιλεὺς
μεροβραδὶς
ἐθρήνα
τῆς ἄβυσσος
τ’ αὐγάτισμα,
τὸ
κούρσεμα τῆς
μέρας,
τ’ ἀνείπωτα ὡς
ἐμίλαγεν
καὶ
τὰ
βουβὰ
ὡς
μολόγα,
τοῦ κύρην του ἀγροίκησεν
τ’ ἀλαφιασμένα
λόγια:
«Τί ἁμαρτία κι’ ἀνομιὰ
κι’ ἀνίγερη
βλαστήμια;
Κι’ ὡς τίναν βαρυκάρδισα μὲς
στῶν
θεῶν
τὴν
φάρα
κι’ ἄσβεστη μάνητα κρατοῦν
κι’ ἀγύριστ’
ἡ
βουλή τους;
Δὲν εἶν’
στὸν
κόσμον δέσποτας καὶ
ἄναξ
καὶ
ῥηγάρχης,
πλειότερον νὰ
στερνίζεται τὸν
νοῦ
τῶν
ἀθανάτων.
Κι’ ὡς ἡ
μαυρίλ’ ἀνάβρυσεν
ἀπὸ
τὸν
κάτω κόσμο,
καὶ βάλθη, ῥουφαλιὰ
φριχτή, νὰ
πίνῃ τὴν
Φρυγία,
μήτ’ ἄλλου γνώμη ἐγύρεψα,
μήτε τοῦ
κεφαλιοῦ
μου,
μὸν ἔπεμψα
κι’ ἐγύρεψα
χρησμὸ
θεοδοσμένον.
Κι’ οἱ μάντεις μ’ ἀντιπέμψασιν
χρησμὸ
θεοδοσμένον:
-Ῥῖξε τὸ
πού ’χεις πλειὸ
ἀκριβόν,
τὸ
βάραθρο νὰ
γιάνῃ-.
Ῥίχνω
φλωριὰ
ἀπροσμέτρητα
κι’ ἀψήφιστα
μπακίρια,
σκάφες τὰ λιθαρόπουλα,
διαμάντια καὶ
ζαφείρια.
Κι’ ἀπ’ τ’ ἀσημομαλάμματα
μήτε καντάρι σώθη,
μ’ ἀντὶς
νὰ
φράξῃ ὁ
ἄβυσσος,
ὥρα
τὴν
ὥρ’
ἁπλώθει.
Ἀλίμονο,
τοῦ
ἡλιοῦ
τὸ
φῶς,
πατρίδα, ποχαιρέτα...»
Πικροχαράζ’ ἡ
ἀνατολὴ
καὶ
πικροξημερώνει,
τὸν μαῦρο
ἐμμορφοστόλισεν,
σελλώνει, καλιγώνει.
Τυλίγει στὰ
νωμάκια του τὸ
φοινικὶ
μαντύ του,
περνᾷ εἰς
τὸ
σελάχιν του τὸ
δίστομον σπαθί του,
σκιάδι πανώρηο, φρυγικόν, φορεῖ
στὴν
κεφαλή του,
στὰ πόδια, τ’ ἁψηλὰ
τζεγκιά, τὰ
χρυσοκορδονᾶτα.
Τὸν μαῦρο
γλυκοφτέρνισεν, τὰ
καστροπόρτι’ ἀφήνει,
στὸ χάσμα εὑρέθη
μονομιᾶς,
στὸ
χεῖλος
τοῦ
βαράθρου.
Θωρᾷ τὰ
τείχια του νὰ
ἰδῇ,
τὸν
πάτον νὰ
βιγλίσῃ,
μηδὲ τὰ
τείχια ἐθώρησεν,
μηδὲ
πάτον βιγλίζει,
μὸν σκοτεινιὰ
κατάπηχτη, νὰ
κόβῃς μὲ
μαχαίρι.
Κι’ ὡς, σπιθαμὴ
τὴν
σπιθαμήν, ἐβούλιαζεν
ὁ
τόπος,
ὁ
μαῦρος
χιλιμίντριζε κι’, ἁψύς,
ὀπισωπάτει,
κι’ ὁ νηός, μὲ
λόγια πεταχτά, ἔκραζε
στὸ
σκοτάδι.
«Μήτε φλωριὰ
ἀπροσμέτρητα
κι’ ἀψήφιστα
μπακίρια,
σκάφες τὰ λιθαρόπουλα,
διαμάντια καὶ
ζαφείρια,
μήτε ἀσημομαλάμματα,
ὀκάδες
καὶ
καντάρια.
Οὐδὲν
ἔνι
ἀκριβώτερον,
παρὰ
ἡ
ψυχὴ
τ’ ἀνθρώπου,
παρὰ ἡ
ἀγάπη
τοῦ
γονηοῦ
γιὰ
τέκνο λατρεμμένο,
γιὰ τῆς
πατρίδας τὴν
φιλιά, τὸ
γαῖμα
τ’ ἀντρειωμένου».
Κι’ ὡς εἶπεν,
τ’ ἄλογο
ἔστρεψε,
τοῦ
Τάρταρου μακρύνθη,
μέτρα νὰ κλέβῃ στέρηα
γῆς,
γιὰ
τὸ
στερνό του τὸ
ἔμπα,
κι’ ὡς κέρδεψέ τα τοῦ
κρημνοῦ,
πρόσωπον πάλι ἐστράφη.
Τοῦ μαύρου του ἐψιθύρισεν
κι’ ὁ
μαῦρος
του ἀφρίζει,
τὸ μάτι του ἀσπρογυάλισεν
καὶ
φλόγες ῥουθουνίζει.
Τὸν μαῦρον
ἀγριοφτέρνισεν
καὶ
χύθη ὡσὰν
πετρίτης,
καὶ τοῦ
κρημνοῦ,
κατάνακρα, στὸν
ἄβυσσον
τινάχτη,
κι’ ἀγκαλιασμένοι ἐβούτηξαν
στὸν
παγωμένον Ἅδην!
Κι’ εὐθὺς
τὰ
μάγια ἐλύθησαν,
τὰ
τελωνοσπαρμένα,
κι’ εὐθὺς
τὸ
χάσμα ἔφραξεν
κι’ ὁ
βάραθρος σφραγίστη,
κι’ ἐγαληνέψαν οἱ
οὐρανοί,
τὰ
νέφελα σκορπίσαν,
κι’ ἥλιος στοὺς
Φρύγες ἔλαμψε,
λαμπρύτερ’ ἀπ’
τὰ
πρῶτα.
Καὶ οἱ
Φρύγες σὰν
τὰ
μάθασιν, διόλου μοιργιολογῆσαν
τὸν Αἰγιστέα,
τοῦ
Μίδα ὑγιό,
τὸν
πολυφουμισμένον,
μὸν τέτοια ἐχάραξαν
γραφήν, εἰς
τ’ ἄδειον
του κιβούρι:
«Ἐδῶ
κατάπιε ἡ
μαύρη γῆς
τὸν
Αἰγιστέα
τὸν
Φρύγα,
λαμπρὸν
ὑγιὸν
ἀνόητου,
τοῦ
Μίδα βασιληᾶ.
Σάν, ἀντρειωμένος,
κάλπασε στὸν
ἄβυσσον
καὶ
ῥίχτη,
κι’ ἀπὸ
τὴν
χώρ' ἀπόδιωξε
τὴν
κακοδαιμονιά.
Διαβάτη μὴ
τὸν
λησμονᾷς
κι’ ἂν
τύχῃ μὴ
διστάσῃς
γιὰ τὴν
πατρίδα σου ἄτρομος
στὸν
Ἅδη
νὰ
καλπάσῃς»