Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Αυτό το Ισλάμ διδάχτηκα εγώ στο μικρό Προσήλιο Ξάνθης


15 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

Αυτό το Ισλάμ διδάχτηκα εγώ 
στο μικρό Προσήλιο Ξάνθης

Του Πομάκου δημοσιογράφου
 Σεμπαϊδήν Καραχότζα




Ποτέ ως τώρα δε μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ κάποια καθαρά ισλαμική χώρα, ούτε καν τη γειτονική μας Τουρκία, πόσο μάλλον κάποια από τις αραβικές χώρες όπου τα πράγματα ως προς τη θρησκεία είναι μάλλον πολύ πιο αυστηρά. 

Είμαι σίγουρος πως εμείς οι μουσουλμάνοι που γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και ζούμε στην Ευρώπη έχουμε μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη θρησκεία. 

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, στις 8 Αυγούστου κλείνω τα 40 αλλά όλα όσα διδάχτηκα στα σχολικά μου χρόνια για τη θρησκεία μου, το Ισλάμ τα θυμάμαι ένα-ένα λες και ήταν μόλις χθες. 

Τα λόγια του Χότζα (ιεροδιδάσκαλου) ηχούν ακόμα στα αυτιά μου:

  • Μην καταναλώνεις αλκοόλ, το απαγορεύει η θρησκεία μας αλλά το αλκοόλ μπορεί να σε οδηγήσει και σε άσχημες πράξεις σκοτώσεις ή να σκοτωθείς. 

  • Μην καταναλώνεις χοιρινό, το απαγορεύει η θρησκεία μας, μια θρησκεία όμως αραβική και στις αραβικές χώρες με τόση ζέστη, η κατανάλωση τόσο λιπαρού κρέατος προκαλεί πολλά προβλήματα στην υγεία. 

  • Μην κλέβεις διότι αυτό που θα κλέψεις δε σου ανήκει και δεν έχεις δικαίωμα να το στερήσεις από αυτόν στον οποίον ανήκει.

  • Μη σκοτώσεις ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, τη ζωή τη δίνει και την παίρνει μόνο ο θεός.

  • Βοήθα όσους, όσο και όποτε μπορείς κι αν δε μπορείς να βοηθήσεις, τουλάχιστον μην κάνεις κακό.

  • Σεβάσου τους γονείς σου, τους μεγαλύτερους σου και γενικότερα τον συνάνθρωπο σου. 


ΟΧΙ, τουλάχιστον ο δικός μου ιεροδιδάσκαλος δε μου μίλησε ποτέ για μίσος. 

Δε μου είπε ποτέ πως είναι εχθρός μου όποιος δεν είναι μουσουλμάνος. 

Ο δικός μου ιεροδιδάσκαλος μου μεταλαμπάδευσε την αγάπη για την πατρίδα μου την Ελλάδα, για την ελληνική σημαία. 

Από το δικό του στόμα άκουσα για πρώτη φορά τον εθνικό μας ύμνο κι ας ήταν Χότζας. 

Δεν ξέρω τι απ' όλα αυτά ισχύει και τι όχι στις ισλαμικές χώρες κι ούτε με ενδιαφέρει να μάθω. 

Μου αρέσει το Ισλάμ που διδάχθηκα εγώ, γιατί μιλάει για αγάπη, ειρήνη, ανθρωπιά. 

Αν, λέω αν σε κάποιες χώρες το Ισλάμ μιλάει για μίσος και πόλεμο, τότε ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. 

Κρατάω αυτά που μου έμαθαν στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΛΛΑΔΑ.


ΣΕΜΠΑΙΔΗΝ ΚΑΡΑΧΟΤΖΑ

ΠΗΓΗ: xanthinet.gr





Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Άγιος Παΐσιος στα Πομακοχώρια




ΠΗΓΗ: 

Θαυμαστά στιγμιότυπα 
από τη δεύτερη περιοδεία του Αγίου Παϊσίου 
στα Πομακοχώρια


Τον Μάιο του 1989 ο Πατήρ Παΐσιος έκανε μία δεύτερη -μεγαλύτερη αυτήν την φορά- περιοδεία στα Πομακοχώρια της Θράκης. Τον πήγε με το αυτοκίνητό του ένας γνωστός του νέος και, όταν έφθασαν εκεί, πήραν μαζί τους και δύο Πομάκους που είχαν γίνει Χριστιανοί και επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντα.
Ζήτησαν την ευλογία του Μητροπολίτου, και έπειτα ξεκίνησαν την περιοδεία. Η καλωσύνη του Πατρός Παϊσίου «μίλησε» στις καρδιές των απλών αυτών ανθρώπων. Και, επειδή είχαν ακούσει ότι ο νονός του ήταν Άγιος και ότι στην πατρίδα του, τα Φάρασα, έκανε πολλά θαύματα και στους Μουσουλμάνους, όλοι ήθελαν να τον δουν και τον καλούσαν στα σπίτια τους.

Όσοι μάλιστα ήταν από άλλα χωριά, τον παρακαλούσαν να επισκεφθή και το δικό τους. Σε κάθε σπίτι που πήγαινε μαζεύονταν και όλοι οι γείτονες -αλλού τριάντα, αλλού πενήντα Μουσουλμάνοι-, για να ακούσουν κάτι από το στόμα του. Τους έλεγε περίπου τα εξής:
– Ο Θεός μας αγαπά όλους. Και εσείς είστε παιδιά του Θεού. Ένας Μουσουλμάνος που θα γίνει Χριστιανός μπορεί να σωθή πιο εύκολα από έναν που ήταν Χριστιανός από μικρός, γιατί ο Μουσουλμάνος δεν ξέρει τίποτε και έρχεται στην Ορθοδοξία και τα μαθαίνει όλα από την αρχή, και γίνεται καλύτερος. Εσείς, εάν ομολογήσετε τον Χριστό, θα είστε σε καλύτερη θέση από εμάς, γιατί εμείς τα ξέρουμε όλα και δυστυχώς δεν τα εφαρμόζουμε.

Καθώς περπατούσε στα δρομάκια των χωριών, ο κόσμος μαζευόταν γύρω του, κι εκείνος τους κοίταζε με βλέμμα σπλαχνικό, μοίραζε καραμέλες στα παιδάκια και συζητούσε με όλους.
Μία Μουσουλμάνα, που είχε αποφασίσει να βαπτισθή Χριστιανή, τον πλησίασε και τον ρώτησε:
– Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Τι να λέω στην προσευχή μου;
– Τι ξέρεις να λες; την ρώτησε.
– Ξέρω να λέω «Κύριε ελέησον», απάντησε η γυναίκα.
– Αυτό να λες συνέχεια, την συμβούλεψε ο Όσιος.

Πήγαν και στο σπίτι μιας δαιμονισμένης Μουσουλμάνας που, μόλις είδε τον Γέροντα, τον πλησίασε και με ύφος υπεροπτικό του είπε:
– Έχω δαιμόνια εγώ.
– Καλά, καλά, της είπε ο Όσιος και μπήκε μαζί της στο σπίτι, παίρνοντας και έναν από τους Πομάκους συνοδούς του.
– Θέλεις να γίνης καλά; την ρώτησε.
– Ναι, απάντησε η γυναίκα.

Έβγαλε τότε τον ξύλινο Σταυρό του και, ψιθυρίζοντας την ευχή, πήγε να τον ακουμπήση στο μέτωπό της. Εκείνη τινάχθηκε απότομα και έσπρωξε τον Όσιο με δύναμη.
– Το ταγκαλάκι είναι πολύ δυνατό, είπε εκείνος στον Πομάκο, πρέπει να την συγκρατήσουμε».
Κατάφεραν να την ακινητοποιήσουν, και ο Όσιος την σταύρωσε δύο φορές στο μέτωπο. Τότε η γυναίκα έπεσε κάτω και άρχισε να φωνάζη:

– Φύγετε, δεν σας θέλω!
Από το στόμα της έβγαιναν αφροί και αφόρητη δυσωδία. Ο Πομάκος φοβήθηκε, αλλά ο Όσιος τον καθησύχασε:
– Βγαίνει, μη φοβάσαι. Πες της να τον διώξη.
Μόλις εκείνη είπε:
– Φύγε, σατανά!, ο Όσιος ακούμπησε για τρίτη φορά τον Σταυρό στο μέτωπό της. Τότε είδαν ένα δαιμόνιο να φεύγη σαν μαύρος σκύλος και να αφήνη την γυναίκα λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε, τους είπε:
– Δεν έχω μέσα μου το βάρος που είχα, αλλά καίγομαι. Μια φωτιά βγήκε από μέσα μου και με έκαψε.
Έπειτα η γυναίκα στράφηκε στον Πομάκο και τον ρώτησε στην γλώσσα της:
– Πόσα χρήματα θα πληρώσω στον παπά; Πήγαινα σε μάγους και χοτζάδες, και μου έπαιρναν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τώρα πόσα θα δώσω; Εκατόν πενήντα χιλιάδες έχω. Φθάνουν;
– Ο Πατήρ Παΐσιος κατάλαβε τι έλεγε και είπε:
– Πες της να δώση μία ευχή στον καλόγερο, να τον δεχθή ο Θεός σε μία ακρούλα στον Παράδεισο.
– Δεν θέλει χρήματα, είπε ο Πομάκος στην γυναίκα. Μόνον να του πης να έχη καλόν Παράδεισο.

Όταν βγήκαν στην αυλή, όλοι έμειναν έκπληκτοι βλέποντας την γυναίκα τόσο αλλαγμένη. Το πρόσωπό της δεν ήταν πλέον αγριεμένο αλλά ήρεμο. Κοίταζε τον Πατέρα Παΐσιο με ευγνωμοσύνη και τον ρωτούσε:
– Τι να κάνω τώρα; Τι να κάνω;
– Να διαβάζης το Ευαγγέλιο, της είπε, και να μην κοιτάζης φλιτζάνια, ούτε να λες τη μοίρα. Να προσπαθής να δουλεύης όσο περισσότερο μπορείς. Με την εργασία θα ξεκόψης από αυτά. Άμα δεν δουλεύης και αρχίσεις πάλι τα ίδια, θα το ξαναπάθης.
Στους συνοδούς του όμως ο Όσιος είπε:
– Αν δεν βάλη τον Σταυρό επάνω της (δηλαδή αν δεν βαπτισθη), δεν πρόκειται να γίνη καλά.
[…]

Στην επιστροφή ο συνοδός του τον ρώτησε:
– Γέροντα, οι Πομάκοι είναι τόσα χρόνια στην Ελλάδα γιατί δεν γίνονται Χριστιανοί;
– Εμείς φταίμε που δεν γίνονται Χριστιανοί, απάντησε ο Όσιος κουνώντας λυπημένος το κεφάλι. Οι πρώτοι Χριστιανοί ζύμωσαν όλο τον κόσμο. Εμείς οι σημερινοί δεν μπορούμε τίποτε να κάνουμε. Νερόβραστοι είμαστε.

Αποσπάσματα από το βιβλίο ο «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου » Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης.



Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Περί θρησκειολογίας και άλλων τινών




Γράφει ο Στέργιος Γιαλάογλου – Δικηγόρος

Διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ερώτηση των τριών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για την υποχρεωτικότητα της διδασκαλίας του Κορανίου στην δημόσια εκπαίδευση και για την πρόθεση του Υπουργείου αναφορικά με την προώθηση του μαθήματος της Θρησκειολογίας στα δημόσια σχολεία.

 Η συγκεκριμένη ερώτηση βάζει συγκεκριμένα σοβαρά ζητήματα προς συζήτηση και παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον διότι φέρει τις υπογραφές όχι μόνο του τοπικού μουσουλμάνου βουλευτή αλλά και των δύο άλλων χριστιανών. Προς υποβοήθηση του έργου των βουλευτών ήρθε συγκεκριμένο δημοσίευμα γνωστού δημοσιογράφου συγκεκριμένου συγκροτήματος, που στα πλαίσια της κάλυψης της συνάντησης του Πρωθυπουργού με βουλευτές της Περιφέρειας ΑΜΘ, εν μέσω αναφορών για παρακράτος και Χρυσή Αυγή, βάλλει ξανά κατά του νόμου των ιεροδιδασκάλων, ισχυριζόμενος ψευδώς και κακοβούλως ότι ο συγκεκριμένος νόμος  ψηφίστηκε με την ψήφο της Χρυσής Αυγής και δεν θα περνούσε χωρίς αυτήν.

Είναι απορίας άξιο γιατί τελικά ενοχλεί τόσο πολύ ο νόμος των ιεροδιδασκάλων και τι εξυπηρετεί η τυφλή και εμπαθής πολεμική αυτού του θεσμού; Ας εξετάσουμε λοιπόν τα τρία ζητήματα,  για να ερμηνεύσουμε πρόσωπα και καταστάσεις:

 Α). Είναι αλήθεια ότι για πρώτη φορά το Ελληνικό Κράτος, αφουγκραζόμενο τις ανάγκες της μειονότητας και δείχνοντας έμπρακτα την διάθεσή του να σταματήσει την ασυδοσία του Τουρκικού Προξενείου, προχώρησε στην ψήφιση ενός νόμου που αποτελεί τομή στην ιστορία αυτού του τόπου, θεσμοθετώντας το ρόλο του ιεροδιδασκάλου ως δημόσιου λειτουργού στην δημόσια εκπαίδευση. Για πρώτη φορά, θεσμοθέτησε την διδασκαλία του Κορανίου στα δημόσια σχολεία, από Έλληνες μουσουλμάνους ιεροδιδασκάλους πτυχιούχους ελληνικού ΑΕΙ. Η επιτυχία του θεσμού στα σχολεία και η αποδοχή των ιεροδιδασκάλων σε αυτά, είναι γεγονός. 

Για να αντιληφθεί κανείς την ελλιπή και πρόχειρη δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο νόμος των ιεροδιδασκάλων ψηφίστηκε για πρώτη φορά το 2007. (Ν.3536/2007) Ένεκα της διοικητικής και πολιτικής ατολμίας αδράνησε έως το 2013. Η συντονισμένη και συνεπής προσπάθεια 50 ιεροδιδασκάλων από την περιοχή της Θράκης που διεκδίκησαν και πέτυχαν δικαστικά την δικαίωση τους, προκάλεσε εν τέλει την αφύπνιση του ελληνικού κράτους, το οποίο με κάποιες βελτιώσεις (Ν.4115/2013) τον έθεσε επιτέλους σε εφαρμογή. Ο νόμος ψηφίστηκε το 2007 και η σχετική τροπολογία-βελτίωση, τον Ιανουάριο του 2013. Ούτε τις ψήφους της Χρυσής Αυγής χρειάστηκε όπως αναγράφει σκόπιμα και διαστρεβλωτικά το δημοσίευμα αφού ψηφίστηκε διακομματικά από την ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, τους ΑΝΕΛ και την Χ.Α με μόνη ηχηρή διαφοροποίηση του τότε, μουσουλμάνου βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Χατζηοσμάν. Ποια είναι η σκοπιμότητα σύνδεσης της τροπολογίας με την Χ.Α, είναι εύκολο να το καταλάβουμε, καθώς επιχειρούνται να ερεθιστούν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κυβέρνησης με σκοπό την κατάργηση του νόμου. 

B). Φυσικά και δεν είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση του μαθήματος, και ουδείς επιχειρεί να παρέμβει στην θρησκευτική συνείδηση των μουσουλμάνων συμπολιτών μας. Γιατί είναι ενοχλητικό να διορίζονται Έλληνες μουσουλμάνοι ιεροδιδάσκαλοι να διδάξουν το Κοράνιο στα δημόσια σχολεία, και δεν είναι ενοχλητικό να διδάσκονται το Κοράνιο στα Τουρκικά, σε αμφίβολης νομιμότητας και επάρκειας κατηχητικά παρασχολεία (κουράν κουρσού) από ιμάμηδες που αμείβονται και ελέγχονται από άγνωστες πηγές; 

Γιατί αμφισβητείται η επάρκεια των Ελλήνων ιεροδιδασκάλων και δεν αμφισβητείται η επάρκεια των αγνώστου πτυχίου και ικανότητας ιμάμηδων που διδάσκουν στα παράνομα παρασχολεία; Γιατί δεν ενοχλούνται οι Έλληνες βουλευτές από την ύπαρξη και λειτουργία παράνομων νηπιαγωγείων και «παιδικών σταθμών» όπου εξαναγκαστικά υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας, τα οποία η ελληνική πολιτεία αν και παράνομα, ανέχεται χάριν της διαχρονικής ατολμίας της; 

Γιατί δεν ενοχλούνται από την δράση ενός ολόκληρου δικτύου ιμάμηδων που υπόκεινται στις εντολές των αυτοαποκαλούμενων εκλεγμένων μουφτήδων, που αμείβονται πλουσιοπάροχα (από ποιόν;) χωρίς να δηλώνουν πουθενά τα εισοδήματα τους; Γιατί εν τέλει ενοχλούν οι Έλληνες πτυχιούχοι μουσουλμάνοι ιεροδιδάσκαλοι και δεν ενοχλούν οι ιμάμηδες που αμείβονται από τον μεγάλο εργοδότη της περιοχής που είναι το Τουρκικό Προξενείο; Αν ο νόμος χρειάζεται βελτιώσεις, ποιες είναι οι προτάσεις;

Γ). Αναφορικά με την θρησκειολογία γενικότερα αντί του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ας το συζητήσουμε ανοιχτά. Αναρωτιέμαι, είναι επιδίωξη όλων των βουλευτών και αφορά όλους τους μαθητές ανεξαρτήτου θρησκείας; Αφορά τους μαθητές τόσο του χριστιανικού δόγματος όσο και του μουσουλμανικού, ή επιδιώκουμε την θρησκειολογία γενικότερα, με παράλληλη δυνατότητα των μουσουλμάνων να συνεχίσουν να μαθαίνουν τα ισλάμ στα δικά τους, παράνομα τώρα, αλλά νόμιμα αργότερα, κατηχητικά  σχολεία; Πολύ θα ήθελα να γνωρίζω την άποψη του μουσουλμάνου βουλευτή επ’ αυτού, διότι μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω ότι μια τέτοια πρωτοβουλία έχει και την έγκριση της αυτοαποκαλούμενης «εκλεγμένης» μουφτείας. 

Μήπως είναι καιρός να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα που αφορούν την μειονότητα χωρίς προκαταλήψεις; Είναι οι βουλευτές μας υπέρ η κατά της διατήρησης της σαρία; Είναι υπέρ η κατά του ιεροδίκη Μουφτή; Συμφωνούν με την καθιέρωση νομοθετικά, της δυνατότητας των μουσουλμάνων συμπολιτών μας να επιλέγουν την προσφυγή στο εσωτερικό δίκαιο για να λύσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν στις οικογενειακές, κληρονομικές διαφορές αντί του Μουφτή και της σαρία; Συμφωνούν γενικά με την κατάργηση της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των θρησκευτικών σε όλες τις θρησκείες;  

Είναι καιρός να ξεκινήσει ένας τέτοιος διάλογος, χωρίς πάτρωνες, για να ξεπεραστούν αγκυλώσεις του παρελθόντος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ρήξη με πρόσωπα και καταστάσεις. 

Το εγχείρημα δύσκολο ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι στην μειονότητα οι θρησκευτικοί ηγέτες (ψευτοεκλεγμένοι ή ψευτοδιορισμένοι) καθορίζουν ακόμη και την ψήφο της μειονότητας. Ειδικά όταν οι ψευδοεκλεγμένοι θρησκευτικοί προβεβλημένοι, διατηρούν στενές σχέσεις εξάρτησης με το Τουρκικό προξενείο, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι δύσκολο να περιμένουμε αξιόλογες και ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες. Όπως είναι δύσκολη η συζήτηση για όλο το δίκτυο των μισθοδοτούμενων από το Τουρκικό προξενείο, ιμάμηδων, θεολόγων, δημοσιογράφων (χριστιανών και μουσουλμάνων), παραγόντων, προέδρων σωματείων, ενώσεων και άλλων γηγενών που έχουν επιφορτισθεί τόσο με την δυσφήμιση της Ελλάδος στο εξωτερικό όσο και με την απαξίωση κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας της ελληνικής πολιτείας. 

Αν πάλι βολευόμαστε με μικροπολιτική και επιδερμικές ερωτήσεις χάριν τέρψεως του φιλοθεάμονος κοινού, για να συντηρούμε την έξωθεν καλή μαρτυρία μας, τότε ας συνεχίσουμε έτσι, χωρίς να αναλογιζόμαστε αν προσφέρουμε στην περιοχή, αν οι πρωτοβουλίες μας απηχούν της πραγματικής επιθυμίας των πιστών (χριστιανών και μουσουλμάνων) αυτής της περιοχής. Όλα κάτω από το χαλί, αρκεί να βολευόμαστε με το παρακράτος (αριστερό ή δεξιό ή ότι νάναι) στο πλευρό μας και όχι απέναντι μας.


Στέργιος Γιαλάογλου – Δικηγόρος 





Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η θρησκευτική λατρεία της Μουσουλμανικής Μειονότητας Θράκης


«Η θρησκευτική λατρεία της Μουσουλμανικής Μειονότητας Θράκης.
Συνθήκη Λωζάννης, Σύνταγμα και ευρωπαϊκό κεκτημένο»

Ομιλητής: Ανδρέας Κατσίφας


Επίτημος Αρεοπαγίτης

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,

            Μέσα στα παράδοξα και σαφώς απαράδεκτα που συμβαίνουν στη σύγχρονη Ελλάδα είναι και αυτό της ύπαρξης και συντήρησης ενός αναχρονιστικού και πλήρως αντισυνταγματικού θεσμού. Πρόκειται για την ύπαρξη και λειτουργία ενός δικαιοδοτικού οργάνου (μονομελούς δικαστηρίου) για ορισμένη κατηγορία Ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων το θρήσκευμα, και για ορισμένες υποθέσεις ιδιωτικού (αστικού) δικαίου. Είναι οι Μουφτήδες με τις από το νόμο παρεχόμενες σε αυτούς εξουσίες προς επίλυση διαφορών, οικογενειακής και κληρονομικής φύσης. Το πρόβλημα είναι άγνωστο στην πλειονότητα των Ελλήνων.
            Με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται, για να γίνει κατανοητό και από μη νομικούς, επιχειρώ να παρουσιάσω το θέμα και να προτείνω τις, κατά τη γνώμη μου, λύσεις.
            Προηγουμένως πρέπει να παρατεθούν ορισμένα στοιχεία για την πληθυσμιακή σύνθεση της Δυτικής Θράκης, όπου το πρόβλημα είναι έντονο, και να γίνει μια συνοπτική αναφορά στην προϊστορία του θεσμού.

Η Δυτική Θράκη και οι κάτοικοί της – Οι Πομάκοι

            Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 2011 στη Δυτ. Θράκη κατοικούν 335.000 Έλληνες πολίτες. Από αυτούς 241.000 είναι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί και 114.000 μουσουλμάνοι. Τα ποσοστά με την πάροδο του χρόνου τείνουν να μεταβληθούν σε βάρος της ελληνοχριστιανικής πλειονότητας με τη μείωση των γεννήσεων, τη μετανάστευση και την ακολουθούμενη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων. Από τους μουσουλμάνους οι τουρκόφωνοι ανέρχονται σε 54.000, οι Πομάκοι (που μιλούν βουλγαρικό ιδίωμα) σε 36.000 και οι Ρομά σε 24.000. Αδιευκρίνιστο είναι το ποσοστό των εξισλαμισμένων Ελλήνων (εκουσίως ή αναγκαστικώς) της περιοχής που στην απογραφή φέρονται ως τουρκόφωνοι. Αν όμως λάβομε υπόψη το ποσοστό των γνησίων Τούρκων και αυτής της Τουρκίας, που δεν υπερβαίνει το 20%, σύμφωνα με τις τελευταίες στατιστικές και τις βιομετρικές έρευνες, το ποσοστό των τούρκικης καταγωγής Ελλήνων πολιτών της Δυτικής Θράκης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας. Το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού της Τουρκίας συντίθεται από Κούρδους, Αρμενίους, Έλληνες, Εβραίους, Ασσυρίους κ.λ.π.
            Ιδιαίτερη περίπτωση για το μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης αποτελούν οι Πομάκοι. Ο συνολικός αριθμός των Πομάκων της Ροδόπης ανέρχεται σε 135.000. Από αυτούς το 75% ευρίσκεται στο έδαφος της Βουλγαρίας και το υπόλοιπο στην Ελληνική Θράκη με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο Νομό Ξάνθης (27.000). Κατά την κρατούσα άποψη αποτελούν απογόνους αρχαίου αυτόχθονος θρακικού λαού ορεσιβίων αγροτών και κτηνοτρόφων που δεν δέχθηκαν επιμειξίες και πολιτισμικές επικαλύψεις από την αρχή της ύπαρξής τους. Από τις πολλές γνώμες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για την καταγωγή τους εγγύτερη προς τα πράγματα είναι αυτή που τους θεωρεί απογόνους της αρχαίας θρακικής φυλής των Αγριάνων, που αποτελούσαν και επίλεκτο τμήμα του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ίδιο μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ως εθνόσημό τους χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Αγριάν». Στην παλιά Ξάνθη η συνοικία των Πομάκων ονομαζόταν «Αγριάν Μαχαλεσί» και στον Έβρο υπάρχει το τοπωνύμιο «Αγριάν Μπουναρί» (πηγή των Αγριάνων). Ετυμολογικώς το όνομα προέρχεται κατά μια άποψη από την παραφθορά των λέξεων «ιππομάχος» ή πόμαξ (πότης) ή από άλλες ξενικές όπως του βουλγαρικού ρήματος pomagam (βοηθώ). Οι Πομάκοι ήσαν χριστιανοί ορθόδοξοι μέχρι του 14ου αιώνα, οπότε άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός τους που ολοκληρώθηκε τον 19ο αιώνα. Παρά ταύτα οι Πομάκοι δεν απέβαλαν τελείως τις αναμνήσεις του ελληνοχριστιανικού παρελθόντος τους. Έτσι οι Πομάκοι της Βουλγαρίας, που δεν διακρίνει μεταξύ Πομάκων και λοιπών τουρκοφώνων, όταν μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία επιδικάστηκε στη Βουλγαρία, ανακήρυξαν αυτόνομη δημοκρατία σε 21 χωριά τους, αλλά ο βουλγαρικός στρατός τα προσάρτησε βίαια το 1883. Και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Πομάκοι της Βουλγαρίας ζήτησαν την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα, που όμως αδιαφόρησε αν και μπορούσε να το επιτύχει λόγω της φιλοαξωνικής στάσης της Βουλγαρίας. Αν το αίτημα των βουλγαρικής υπηκοότητας Πομάκων γινόταν δεκτό η Ελλάδα θα αποκόμιζε πολλαπλά οφέλη, τόσο από τον έλεγχο ολόκληρου του ορεινού όγκου της Ροδόπης, που θα αποτελούσε φυσικό εμπόδιο για τον από Βορρά κίνδυνο, όσο και από την προφανώς ελληνική συνείδηση των αιτησάντων, που θα συνέβαλε στην αφύπνιση των αδελφών τους στην Ελληνική Επικράτεια και την αποφυγή του εναγκαλισμού τους από την τουρκική προπαγάνδα. Αλλά και από θρησκευτικής απόψεως η πατροπαράδοτη ανεκτικότητα των Ελλήνων στις ξένες θρησκείες, συνδυαζόμενη με ήπια μεταχείριση του φρονήματος των Πομάκων, θα είχε ως συνέπεια τη σταδιακή επανένταξή τους στην προηγούμενη πίστη τους. Τούτο γιατί ο εξισλαμισμός τους δεν είναι πολύ απομακρυσμένος, κατάλοιπα δε της χριστιανικής πίστης τους ευρίσκονται και σήμερα ενεργά, όπως η πίστη τους στον Άγιο Γεώργιο και άλλους χριστιανούς αγίους, που εκδηλώνεται με τάματα και εορτασμούς την ημέρα της εορτής τους.
            Ειδικότερη περίπτωση αποτελούν οι Κιζιλμπάσηδες – Μπεκτασήδες, οι οποίοι διατηρούν ακέραια ορισμένα χριστιανικά έθιμα. Έτσι ιδιαίτερα τιμούν τον Άγιο Γεώργιο και την 15η Ιουνίου γιορτάζουν τους Σαράντα Μάρτυρες. Στη μεγάλη γιορτή τους (κιρκ κουρμπανί) γίνονται ζωοθυσίες, λέγεται δε ότι πίνουν και ρακή, σταυρώνουν το ψωμί τους όταν το κόβουν, κάνουν σταυρούς στις κάλτσες τους, ανάβουν κεριά, τρώνε χοιρινό και πίνουν οινοπνευματώδη. Όλες οι τελετές τους έχουν μυστηριακό χαρακτήρα, μακρινή ανάμνηση των Ορφικών μυστηρίων. Το ίδιο συμβαίνει με τους τουρκόφωνους αθίγγανους, των οποίων το εορτολόγιο συμπίπτει εν πολλοίς με το χριστιανικό.
            Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (7-8-2012) ο πολιτικός επιστήμων Κωνσταντίνος Χολέβας αναφέρει ότι μέσω του διαδικτύου ακούγονται φωνές από Πομάκους της Θράκης που βροντοφωνούν ότι είναι Έλληνες και όχι Τούρκοι, ότι επιθυμούν να διδάσκονται τα παιδιά τους τη μητρική (πομακική) γλώσσα αλλά και την ελληνική, τη γλώσσα της πατρίδας τους. Οι φωνές αυτές αποτελούν γέννημα του σπόρου που έριξε η ηρωϊκή δασκάλα κ. Χαρά Νικοπούλου, κόρη του Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Βασ. Νικοπούλου, και χρειάζονται ενίσχυση και κυρίως προστασία. Το κράτος πρέπει να επέμβει με δεδομένο ότι οι τουρκόφωνοι της Δυτικής Θράκης χαρακτηρίζονται με Συνθήκη ως θρησκευτική και όχι εθνική μειονότητα, εν αντιθέσει με τους Έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Από αυτό προκύπτει ότι και οι ίδιοι οι Τούρκοι κατά τη συνομολόγηση της σχετικής Σύμβασης δεν πίστευαν ότι οι τουρκόφωνοι, μη ανταλλάξιμοι, της Δυτικής Θράκης είναι Τούρκοι το γένος.
            Πρόσφατα δημοσιεύματα στον ημερήσιο Τύπο αναφέρουν ότι οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο διάσπασης των τουρκοφώνων, των Πομάκων και των Αθιγγάνων της Θράκης λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, προσπαθούν να ενσωματώσουν όλους, με οικονομικά ανταλλάγματα, σε ενιαία ισλαμική αίρεση με το όνομα «Σουλεϊμαντζήδες».
            Ανθρωπολογικώς, από βιομετρικές έρευνες, προέκυψε ότι οι Πομάκοι δεν έχουν τα ανατομικά χαρακτηριστικά των Τούρκων, από προσωπική δε αντίληψη γνωρίζω ότι τα πομακόπουλα από της γεννήσεώς τους μέχρι του τέλους της παιδικής τους ηλικίας είναι πανέμορφα, συνήθως ξανθά, και οι στολές τους, όπως και των ενηλίκων ομοιάζουν με αυτές των λοιπών Θρακών, με εξαίρεση τη μαντίλα των γυναικών που αυτές φέρουν αναγκαστικά. Στο σπίτι τους και τις μεταξύ τους συζητήσεις ομιλούν το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμά τους, αλλά στο σχολείο ομιλούν τούρκικα που αναγκαστικά διδάσκονται.
            Το πρόβλημα της ύπαρξης μεγάλου μουσουλμανικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη προέκυψε μετά την ανταλλαγή πληθυσμών (1923) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, κατά την οποία εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Η εξαίρεση ευνόησε την Τουρκία που έτσι μπορούσε να ασκήσει επιρροή δια της θρησκευτικής οδού επί ελληνικού εδάφους σε αντίθεση με την Ελλάδα που δεν μπορούσε να προστατεύσει την ελληνική μειονότητα με τα γνωστά αποτελέσματα της μείωσης μέχρι σημείου εξαφάνισής της, κατά παράβαση κάθε νομικής και ηθικής αρχής και δη αυτής της αμοιβαιότητας, την οποία η Ελλάδα ακολούθησε πιστά, σε αντίθεση με την Τουρκία που ουδέποτε τη σεβάστηκε.

Οι Διεθνείς και Διμερείς Συμβάσεις

            Μετά τη σταδιακή απελευθέρωση ελληνικών εδαφών από τον τουρκικό ζυγό και την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική επικράτεια υπό τη γενική ονομασία «Νέες Χώρες», προέκυψε η ανάγκη της ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, όπως και της ρύθμισης των κοινωνικών συνθηκών και της προστασίας των διαφόρων μειονοτήτων που υπήρχαν στις χώρες αυτές, ιδίως μετά την εκούσια ή την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμιακών ομάδων, που παλαιότερα επί Σουλτανικής εποχής ανήκαν στα διάφορα «μιλιέμ» με βάση κυρίως τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών τους, υπό τις οποίες όμως συνήθως υποκρύπτονταν εθνολογική (φυλετική) διαφορετικότητα. Έτσι διαδοχικά υπογράφηκαν διάφορες διμερείς ή διεθνείς Συνθήκες με τη συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας όπως η από 20-6-1881 (Σύμβαση Κωνσταντινουπόλεως, κυρωθείσα με το νόμο ΠΛΖ΄/1882), η Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913), η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Ιούλιος-Αύγουστος 1913), η Σύμβαση Ελλάδος-Τουρκίας «περί Ειρήνης», άλλως Συνθήκη Αθηνών, κυρωθείσα με το νόμο ΔΣΙΓ/1913, η Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών 123/25-8-1923), η Συνθήκη των Σεβρών και η Συνθήκη της Λωζάννης που κυρώθηκαν με τα νομοθετικά διατάγματα της 25/25-8-1923 και 29-9-1923. Οι «Νέες Χώρες» περιήλθαν στην Ελλάδα το 1881 (Θεσσαλία, Άρτα), το 1912-1913 (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη). Η ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων έγινε το 1864, της δε Δωδεκανήσου το 1947. Το περιεχόμενο των ανωτέρω Συνθηκών και Διμερών Συμβάσεων αφορούσε την προστασία των εκατέρωθεν μειονοτήτων ως προς τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τη γλώσσα κ.λ.π. Περισσότερη ανάλυση δεν είναι αναγκαία, διότι θα ήταν μακρά και θα εξήρχετο από το πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί είναι ότι το όλον περιεχόμενό τους διαπνεόταν από την αρχή της αμοιβαιότητας, η παραβίαση της οποίας αποτελούσε και λόγο μονομερούς καταγγελίας, υπαναχώρησης και ακύρωσης των συμφωνηθέντων. Η αρχή αυτή διήκει σε όλο το δικανικό σύστημα της Ελλάδας (άρθρ. 28 παρ. Ι Συντ.) και αποτελεί βασικό κανόνα του Διεθνούς Δικαίου.
            Με την εισαγωγή του Ελληνικού Αστικού Κώδικα (23-2-1946) καταργήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΕΙΣΝΑΚ, το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς των Ελλήνων Ισραηλιτών. Για τους Έλληνες Μουσουλμάνους δεν υπήρξε κάποια πρόβλεψη, γεγονός που οδήγησε ορισμένους Έλληνες νομικούς, όπως τον καθηγητή Γεώργιο Κουμάντο, αλλά και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτος, με γνωμοδότησή των από τους έτους 1953, στην άποψη ότι η κατάργηση ιδιαίτερων δικαιϊκών καθεστώτων για όλες τις μειονοτικές ομάδες της Ελλάδας ήταν έστω και σιωπηρά γενική. Την αντίθετη άποψη διατύπωσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 322/1960 απόφασή του. Την άποψή αυτή υιοθέτησε και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 8 του εισαγωγικού του Νόμου. Όμως και το άρθρο αυτό καταργήθηκε εμμέσως με το άρθρο μόνο του ν.1920/1991 (άρθρο 9 της επικυρωθείσης ΠΝΠ).

Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος και η ισχύς του στα σύγχρονα μουσουλμανικά κράτη, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα

            Παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Νόμος αυτός (σαρία, εκ του περσικού saria) συντίθεται κατά βάση από τις στο Κοράνιο, το Ιερό Βιβλίο των Μουσουλμάνων, ρήσεις του Προφήτη Μωάμεθ, από τις οποίες ερμηνευτικώς συνάγονται διάφοροι νομικοί κανόνες, ρυθμιστικοί των κοινωνικών σχέσεων των πιστών ιδίως σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, και, επιβοηθητικώς, από την Ιερή Παράδοση (σουνέτ), τις συνοδικές αποφάσεις των πρώτων μουσουλμανικών χρόνων και τις γνωμοδοτήσεις μεγάλων νομοδιδασκάλων του μουσουλμανισμού.
            Η αυστηρότητα, η ακαμψία, το αδιάλλακτο και η αδυναμία προσαρμογής του στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής τον κατέστησαν δίκαιο απαρχαιωμένο, αναχρονιστικό και απολιθωμένο. Ως δίκαιο της παράδοσης (Χαντίθ) δεν παρίσταται ακέραιο και δεν έχει ενιαία εφαρμογή σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο, λόγω της διαφορετικής απόκλισης των διαφόρων μουσουλμανικών αιρέσεων (Σουνίτες, Σιίτες, Χαναφίτες, Σαφηίτες, Μαλακίτες κ.λ.π.). Ακριβώς για τους λόγους αυτούς τα διάφορα μουσουλμανικά κράτη εγκαίρως αποσύνδεσαν τη θρησκεία από το κράτος και εισήγαγαν σύγχρονους κανόνες δικαίου για να ρυθμίσουν την κοινωνική ζωή του λαού τους. Έτσι στην Τουρκία με την εκκοσμίκευση που επιχείρησε και επέτυχε ο Κεμάλ από του έτους 1924 καταργήθηκε η εξουσία των ιεροδικών (κατήδων) να επιλύουν διαφορές μεταξύ Τούρκων υπηκόων, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας και θρησκείας, αποτέλεσμα της καταργήσεως της συγκροτήσεως του τουρκικού κράτους με βάση τα μιλιέτ, από δε του έτους 1936 εισήχθη, κατά πιστή σχεδόν μετάφραση του Ελβετικού Αστικού Κώδικα σύγχρονο δικαιϊκό σύστημα για όλους τους πολίτες. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλκανικά κράτη, όπως η Αλβανία και η πρώην Γιουγκοσλαβία, που είχαν σοσιαλιστικά (ορθότερα : κομμουνιστικά) καθεστώτα. Γενικότερα από τις βαλκανικές και τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες μόνον στην Ελλάδα επιζεί και ισχύει η σαρία για το προσωπικό καθεστώς των Ελλήνων Μουσουλμάνων ως θλιβερό κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας. Με εμφανή καθυστέρηση και μόνον από το έτος 1946 εισήχθη στην Ελλάδα σύγχρονης αντίληψης Αστικός Κώδικας. Με εξαίρεση ορισμένα φονταμενταλιστικά κινήματα, όπως των Μουζαχεντίν (Ιράν) και Ταλιμπάν (Αφγανιστάν) πλείστα μουσουλμανικά κράτη, ακολούθησαν το παράδειγμα της Τουρκίας, όπως η Ιορδανία (1951), η Συρία (1953), η Τυνησία (1956), το Ιράκ (1959) και το Μαρόκο (1959).

Το καθεστώς των Μουφτειών πριν και μετά το Νόμο 1920/1991

            Κατά το διάστημα που οι «Νέες Χώρες» υπήγοντο στην οθωμανική διακυβέρνηση οι Μουφτήδες (εκ του περσικού mufti) ήταν μουσουλμάνοι θεολόγοι (ουλεμάνες, μουλάδες) και είχαν την ιδιότητα αυτή για ορισμένη περιφέρεια ύστερα από το διορισμό τους από τον Σεϊχ-ουλ-Ισλάμη, δηλαδή τον αμέσως μετά τον πρωθυπουργό στην κυβερνητική ιεραρχία υπουργό, που ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης της Οθωμανικής Τουρκίας και ταυτόχρονα υπουργός Θρησκείας, Δικαιοσύνης και Παιδείας. Για το διορισμό του Μουφτή απαραίτητη ήταν η καλή γνώση του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, η ευσέβειά των και η αποφοίτηση από ανώτατη ιερονομική σχολή δωδεκαετούς φοιτήσεως. Τα καθήκοντά του ήταν καθαρώς θρησκευτικά, γιατί ήταν ανώτερος θρησκευτικός ηγέτης (καθοδηγητής) των πιστών. Μεταξύ αυτών ήταν και σύνταξη επισήμων γνωμοδοτήσεων (φετφάδων) επί θρησκευτικών ή νομικών θεμάτων του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, οι οποίες όμως δεν ήταν υποχρεωτικές για τον ιερονομικό δικαστή (καδή ή κατή), που μόνον αυτός είχε το δικαίωμα της απονομής της δικαιοσύνης με βάση τον ίδιο νόμο.
            Η πρώτη μνεία του Μουφτή ως θρησκευτικού ηγέτη των Ελλήνων Μουσουλμάνων έγινε με τη συνθήκη της Κωνστανινουπόλεως του 1881, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι «τα εγχώρια θρησκευτικά δικαστήρια θα εξασκώσι και εν τω μέλλοντι την δικαιοδοσίαν αυτών επί υποθέσεων καθαρώς θρησκευτικών». Σ΄ εκτέλεση της Συμβάσεως αυτής εκδόθηκε ο νόμος ΑΛΗ΄/1882, ο οποίος προέβλεπε τα της εκλογής των Μουφτήδων και τις αρμοδιότητές τους. Ο νόμος αυτός αφορούσε τους Μουφτήδες Λάρισας, Φαρσάλων, Τρικάλων και Βόλου. Ακολούθως με τη Συνθήκη των Αθηνών, συνομολογήθηκε η ισονομία των Ελλήνων Μουσουλμάνων με τους λοιπούς Έλληνες, ορίσθηκε δε ότι το όνομα του Σουλτάνου θα εξακολουθήσει να μνημονεύεται στις προσευχές των Μουσουλμάνων, ότι οι πνευματικοί ηγέτες τους θα τελούν υπό την εξάρτηση του στην Κωνστανινούπολη Σείχ-ουλ-Ισλαμάτου και ότι μετά την επιλογή του Αρχιμουφτή από το Βασιλέα των Ελλήνων και την ανακοίνωση της εκλογής στο Σείχ-ουλ-Ισλαμάτο, τούτο θα αποστέλει στον εκλεγέντα «Μανσούριον» και «Μουρασελέν» για να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του. Ακόμα ορίστηκε ότι οι Μουφτήδες ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών (νεφακά), επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων και ισλαμικών διαθηκών. Ως προς τις κληρονομίες οι ενδιαφερόμενοι Μουσουλμάνοι μπορούν να προσφύγουν στο Μουφτή ως διαιτητή.
            Ακολούθησε η έκδοση του νόμου ν.2345/1920 «περί προσωρινού Αρχιμουφτή και Μουφτήδων των εν των κράτει Μουσουλμάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων». Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νόμου αυτού είναι τα εξής : 1) Όσον αφορά τον Αρχιμουφτή, δεν φαίνεται να υλοποιήθηκε η σχετική διάταξή του, ούτε αυτή που προέβλεπε την ίδρυση στην Αθήνα Ιερατικής Μουσουλμανικής Σχολής. Έτσι είχαμε επιλογή Μουφτήδων Ελλήνων Μουσουλμάνων, γηγενών ή εκ πολιτογραφήσεως, αποφοίτων ξένων ιερατικών σχολών, με όσες συνέπειες επάγεται τούτο. 2) Ουδεμία αναφορά στις προηγηθείσες Διεθνείς ή Διμερείς Συνθήκες γίνεται, ρητώς δε καταργήθηκε κάθε άλλη προηγούμενη διάταξη που ρύθμιζε τα αντικείμενα που ρυθμίζει ο νόμος αυτός. Έτσι και οι εν λόγω Συνθήκες, που ουδόλως μνημονεύονται στο νόμο ως πηγές των ρυθμίσεών του, στερήθηκαν της Συνταγματικής κυρώσεώς τους (άρθρ. 28 Συντ.) και έχασαν την αυξημένη ισχύ τους έναντι των απλών νόμων. 3) Ορίσθηκε ο τρόπος επιλογής των Μουφτήδων με τη συμμετοχή όλων των Ελλήνων Μουσουλμάνων, που ήσαν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους της περιφέρειας του υπό εκλογή Μουφτή, κατ΄αντίθεση προς τα κρατούντα στην επίσημη και κρατούσα θρησκεία των Ελλήνων, το Ιερατείο της οποίας πάντοτε, από την εποχή του Αποστόλου Παύλου, διοριζόταν χωρίς τη συμμετοχή των λαϊκών. 4) Με την κατάργηση των προηγούμενων νόμων (και του νόμου ΑΛΗ΄/1882) απαλείφθηκε η άμεσος εμπλοκή «Μανσουρίων» και «Μουρασελέδων», όπως και τα της μνημόνευσης του Σουλτάνου στις προσευχές των Ελλήνων Μουσουλμάνων. 5) Ορίστηκε ότι τόσον ο Αρχιμουφτής όσο και οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αμειβόμενοι από το κράτος. 6) Διατηρήθηκε η δικαιοδοσία του Μουφτή επί των θεμάτων που προαναφέρθηκαν, με εξαίρεση τα της διαιτησίας του Μουφτή ως προς τις κληρονομικές υποθέσεις, που υπήχθη αμέσως σ΄αυτόν. 7) Για όλες τις επί μέρους εξουσίες του Μουφτή προς επίλυση διαφορών μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων ορίσθηκε ότι αυτές πρέπει να διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο και 8) Ορίστηκε ότι για να είναι εκτελεστές οι σχετικές αποφάσεις του Μουφτή και να αποτελούν δεδικασμένο πρέπει να κηρυχθούν εκτελεστές από  το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του Μουφτή. Το δε Πρωτοδικείο δεν μπορεί να εξετάσει άλλο παρά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας και χωρίς να εξετάζεται το περιεχόμενό της. Η τελευταία αυτή διάταξη ως προς την ανυπαρξία δυνατότητας έρευνας του Πρωτοδικείου ως προς το περιεχόμενο προστέθηκε με τον αναγκαστικό νόμο 372/1936.
            Σήμερα στην Ελλάδα ισχύει η από 24-12-1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991.
            Με την ΠΝΠ : 1) Καταργήθηκε ο νόμος 2345/1920 και κάθε άλλη διάταξη που αφορούσε αντικείμενα που ρυθμίζονται με την ΠΝΠ (άρθρο 9 παρ. 1). 2) Η εκλογή των Μουφτήδων γίνεται πλέον χωρίς τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, με τη συμβουλευτική και μόνον συμμετοχή στη διαδικασία της εκλογής δέκα μελών της Ελληνικής Μουσουλμανικής Κοινότητας, θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες, ακόμη και σε περίπτωση μη συμμετοχής μουσουλμάνων την οικεία επιτροπή υπό τον αρμόδιο Νομάρχη. 3) Ο Μουφτής που διορίζεται έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, όπως και υπό το προηγούμενο καθεστώς, δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, με θέση και αποδοχές γενικού διευθυντή και έχει τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων. 4) Ο Μουφτής ασκεί, όπως και υπό το προηγούμενο καθεστώς, δικαιοδοσία επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Και 5) Διατηρείται η ανάγκη της κηρύξεως ως εκτελεστής (κατ΄ ακριβολογία της επικυρώσεως) των αποφάσεων από το Μονομελές Πρωτοδικείο, που ερευνά μόνον αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατά της αποφάσεως του οποίου δεν χωρεί ένδικο μέσο τακτικό ή έκτακτο. Η ΠΝΠ με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε αποτελεί κάποια πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, δεν επιλύει όμως τα προκύπτοντα προβλήματα, όπως κατωτέρω εκθέτω.
            Τα προβλήματα αυτά είναι τα εξής :

            Ως προς την ιδιότητα του Μουφτή ως δικαστή

            Σύμφωνα με τα άρθρα 87 και επ. του Συντάγματος, αλλά και των προϊσχυσάντων, η δικαιοσύνη (στην Ελλάδα) απονέμεται από τακτικούς δικαστές, που έχουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, και πρέπει να τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους και να μη συμμορφώνονται με αντισυνταγματικές διατάξεις. Έτσι έχουν ισοβιότητα, που εξικνείται μέχρις ενός ορίου ηλικίας (65 ετών μέχρι τον βαθμό του Εφέτη και 67 για τους ανωτέρους βαθμούς) και έχουν ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση. Παρατηρείται, συνεπώς, μια κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της ως άνω ρυθμίσεως του ν. 1920/1991 και αυτής του Συντάγματος, αφού ένας, διοικητικός υπάλληλος, για τον οποίο δεν ορίζεται όριο ηλικίας, ασκεί δικαιοδοσία επί Ελλήνων πολιτών, που ανεξαρτήτως θρησκεύματος έχουν την προσήκουσα προστασία από το Σύνταγμα και τους νόμους που υλοποιούν τη συνταγματική επιταγή. Πέραν όμως αυτών η με απλό νόμο ονομασία του Μουφτή ως δικαστή προσκρούει και σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος, όπως αυτές του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 που ορίζουν ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ερμηνευτικώς έχει γίνει δεκτό ότι απόκλιση από την αρχή της ισότητας είναι επιτρεπτή από λόγους γενικού (δημοσίου ή κοινωνικού) συμφέροντος που στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχουν. Επίσης παραβίαση του Συντάγματος (άρθρ. 5 παρ. 2) που θεσπίζει την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας των Ελλήνων πολιτών, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών πεποιθήσεων, με εξαιρέσεις όταν προβλέπεται από διεθνές δίκαιο. Και με τη διάταξη τονίζεται η ως άνω αυτονομία. Με όλο αυτό γίνεται φανερό ότι υπάρχει μια διακριτή μεταχείριση των Ελλήνων Μουσουλμάνων, που μπορούν να δικάζονται από ομοθρήσκους τους δικαστές (Μουφτήδες), έναντι των λοιπών Ελλήνων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, που υποχρεωτικά δικάζονται από τακτικούς δικαστές που μπορεί να είναι ή μην είναι ομόθρησκοί τους. Την αντισυνταγματικότητα της αναθέσεως δικαστικών καθηκόντων από Μουφτή επισημαίνει και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1033/2001 απόφασή του βάσει όλων των Συνταγμάτων από του έτους 1844 μέχρι σήμερα.




Ως προς το εφαρμοζόμενο ή εφαρμοστέο από το Μουφτή δίκαιο

            Με την υιοθέτηση του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου από τον Έλληνα νομοθέτη ο Νόμος αυτός αποτελεί εσωτερικό (εθνικό) δίκαιο και ο Έλληνας τακτικός δικαστής που καλείται να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή (άρθ. 5 παρ. 3 ν. 1920/1991) πρέπει να τον γνωρίζει κατά τον ισχύοντα κανόνα του ρωμαϊκού δικαίου juranovitcuria. Όμως δεν υπάρχει κωδικοποίηση του εφαρμοστέου μουσουλμανικού δικαίου, αλλά και αν υπάρξει θα πρέπει να περιλάβει όλες τις αποκλίσεις του πράγμα σχεδόν αδύνατο. Ενδεικτικό της αδυναμίας αυτής αποτελεί η σύσταση, σε εκτέλεση σχετικού όρου της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), μικτής επιτροπής για την καταγραφή των εθίμων της μουσουλμανικής μειονότητας που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές, που όμως ουδέποτε συνήλθε. Το έθιμο αποτελεί πηγή του δικαίου και στο δικαιϊκό σύστημα της Ελλάδας (άρθ. 1 ΑΚ). Οι διατάξεις του ν. 1920/1991 είναι καθαρώς δικονομικές, δηλαδή καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο δικαστής (εν προκειμένω ο Μουφτής) θα λύσει τη διαφορά. Η λύση όμως προϋποθέτει την ύπαρξη διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στη σαρία, που κατά περιεχόμενο χαρακτηρίζεται απροσδιόριστη (Αθηνά Κοτζαμπάση, καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ). Πέραν αυτών ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος ως ειδικό δίκαιο είναι στενώς εφαρμοστέος και ανεπίδεκτος διασταλτικής ερμηνείας ή ανάλογης εφαρμογής. Η αδυναμία αυτή ισχύει και σε άλλα πεδία του μουσουλμανικού δικονομικού δικαίου που εφαρμόζει ο Μουφτής, όπως π.χ. το βάρος κάθε αποδεικτικού μέσου, που στον Ιερό Νόμο (όπως αυτός ίσχυε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) δίδεται περισσότερη βαρύτητα στη μαρτυρία του άνδρα έναντι της γυναίκας, το απαράδεκτο της έγγραφης απόδειξης όταν δεν συνδυάζεται με μαρτυρική κατάθεση κ.λ.π.

Ως προς τα υποκείμενα στη δικαιοδοσία του Μουφτή πρόσωπα – Διεθνείς προεκτάσεις

            Στο ν. 1920/1991, όπως και στους προϊσχύσαντες, ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία του Μουφτή ανήκουν οι Έλληνες μουσουλμάνοι της περιφέρειάς του. Δημιουργείται όμως ένα κενό για το τι ισχύει για τους Έλληνες μουσουλμάνους των λοιπών περιοχών της Ελλάδας, όπου δεν υπάρχουν Μουφτείες, όπως και για τους άλλων εθνικοτήτων μουσουλμάνους (Αιγυπτίους, Τυνησίους, Τούρκους, Πακιστανούς, Παλαιστίνιους κ.λ.π.) κατοίκων της Ελλάδας. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο από την ύπαρξη Ελλήνων μουσουλμάνων εργαζομένων σε ευρωπαϊκή χώρα, το οποίο εντόπισε στη Γερμανία ο καθηγητής του Πανεπιστημίου RegensburgPeterGottwald) και με γνωμοδότησή του επισημαίνει την ανισότητα της μεταχειρίσεως των γυναικών στο μουσουλμανικό γάμο και τη χαρακτηρίζει αναχρονιστική, δεχόμενος εμμέσως ότι ο μουσουλμανικός νόμος δεν μπορεί να ισχύσει στη Γερμανία, ούτε σε Έλληνες μουσουλμάνους που κατοικούν σ΄αυτή.

Ως προς την τοπική αρμοδιότητα του Μουφτή να λύσει ως δικαστής διαφορά αστικής φύσεως

            Είναι φανερό ότι οι προαναφερθείσες Διεθνείς και Διμερείς Συμβάσεις αφορούσαν τις εδαφικές περιοχές του Ελλαδικού χώρου που απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους (τις «Νέες Χώρες») και δεν είχαν σχέση με άλλες περιοχές, όπως τα Ιόνια Νησιά, η Δωδεκάνησος και η Κρήτη, οι οποίες δεν περιήλθαν στην Ελλάδα από την Τουρκία, αλλά από άλλα καθεστώτα και συνεπώς από άλλα δικαιϊκά συστήματα στα οποία δεν είχε εφαρμογή ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, ούτε υπήρχε κάποια σχετική πρόβλεψη στις Συνθήκες Παραχώρησης. Παρά ταύτα υπήρξαν και μερικές εσφαλμένες αποφάσεις Ελληνικών δικαστηρίων που δέχθηκαν το αντίθετο. Το μεγαλύτερο όμως σφάλμα ανήκει στον Έλληνα νομοθέτη του νόμου 1920/1991 που επικύρωσε το άρθρο 5 της ΠΝΠ, με το οποίο δεν γίνεται η σχετική διάκριση. Ανοίγεται έτσι η Κερκόπορτα για την ίδρυση και άλλων Μουφτειών, πέραν αυτών που υπάρχουν, κατ΄ απαίτηση των στην Ελλάδα μουσουλμάνων οικονομικών προσφύγων, εν πολλοίς παρανόμων, με την επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης υπό το βλέμμα και την πίεση ισχυρών μουσουλμανικών κρατών, όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Λιβύη και κυρίως η Τουρκία που θα σπεύσει να εκμεταλλευθεί το γεγονός, υπό την προσχηματική επίκληση θρησκευτικού ενδιαφέροντος, ουσιαστικώς όμως για τη δημιουργία στην Ελλάδα εστιών εθνικών κινδύνων.

Ως προς τις εκδιδόμενες από το Μουφτή αποφάσεις

            Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Παγίως γίνεται δεκτό ότι η δικαστική απόφαση αποτελείται από το ιστορικό, το αιτιολογικό και το διατακτικό της. Το αιτιολογικό συνίσταται στην (ορθή) υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδεδειγμένα το δικαστήριο στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που έκρινε ότι έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι και στην απόφαση του Μουφτή πρέπει να αναφέρεται και ο κανόνας αυτός. Αλλά αν ο κανόνας αυτός δεν είναι ορισμένος και μάλιστα αποδεκτός από όλες τις μουσουλμανικές αιρέσεις, τότε δεν υπάρχει αιτιολογία και η απόφαση είναι ανύπαρκτη, ως προσκρούουσα στην ως άνω συνταγματική επιταγή. Πέρα όμως από αυτό η εκδίκαση μιας υπόθεσης σοβαρού αντικειμένου, όπως η λύση του γάμου με αντιδικία των συζύγων, από μονομελές δικαστήριο (από μόνο το Μουφτή), κατ΄ αντίθεση προς τα ισχύοντα στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που επιβάλλει την εκδίκαση από πολυμελές δικαστήριο, όπου με την ανταλλαγή τυχόν διαφορετικών απόψεων των μελών του, τόσο κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού όσο και για την ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εξασφαλίζεται η ορθότερη κατά το δυνατό κρίση, συνεπάγεται τον κίνδυνο εκδόσεως μη ορθής απόφασης. Ο κίνδυνος αυτός μεγιστοποιείται εκ του ότι οι αποφάσεις του Μουφτή όταν κηρυχθούν εκτελεστές δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (έφεση, αναίρεση) σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1920/1991, απαγόρευση που δεν ισχύει κατά κανόνα για τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Δημιουργείται έτσι και μια άλλη περαιτέρω διάκριση μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων και των άλλων Ελλήνων. Αλλά και η εκδίκαση υποθέσεων αστικού χαρακτήρα από πρόσωπο που στερείται των προσόντων δικαστού, όπως αυτά διαγράφονται από τις εθνικές νομοθεσίες, προσκρούει αμέσως και ευθέως στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ισχύει από του έτους 1953. Στο άρθρο αυτό γίνεται λόγος για το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και μέσα σε εύλογη προθεσμία από ανεξάρτητο και από αμερόληπτο δικαστήριο. Σχετικό και το άρθρο 5 της Σύμβασης, με το οποίο αναγνωρίζεται μεταξύ των συζύγων ισότητα δικαιωμάτων και καθηκόντων αστικού χαρακτήρα, όσο και στις σχέσεις με τα παιδιά τους, ως προς το γάμο κατά τη διάρκειά του και τη λύση του. Πέραν της διατάξεως αυτής η εν λόγω ισότητα διασφαλίζεται και με το άρθρο 21 του Συντάγματος.


Ως προς την κήρυξη εκτελεστής της απόφασης του Μουφτή

            Από τη διάταξη του άρθρου 5 της ΠΝΠ./1990 προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο, προκειμένου να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή, οφείλει να ερευνήσει, εκτός του αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, όπως ίσχυε προηγουμένως, αλλά και αν τηρήθηκαν οι συνταγματικές επιταγές ως προς τις εφαρμοσθείσες διατάξεις. Από αυτό προκύπτει το μεν ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να μνημονεύονται στην απόφαση, με τις δυσχέρειες που ήδη επισημάνθηκαν, το δε να μην αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εκ του ότι υπόκειται στον έλεγχο του Μονομελούς Πρωτοδικείου η συνταγματικότητα του ουσιαστικού νόμου που εφάρμοσε ο Μουφτής, προκύπτει περαιτέρω ότι ο Μουφτής πρέπει να γνωρίζει, όχι μόνο το μουσουλμανικό δίκαιο, αλλά και αυτό του Συντάγματος και των εκτελεστικών αυτού νόμων. Όμως τέτοια προϋπόθεση δεν περιλαμβάνεται στα προσόντα διορισμού του. Εν όψει μάλιστα του ότι οι αποφάσεις του Μουφτή δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (τακτικά ή έκτακτα) θα πρέπει το Μονομελές Πρωτοδικείο να αρνηθεί την κήρυξη της απόφασης του Μουφτή ως εκτελεστής, αν από το περιεχόμενό της προκύπτει φανερή δυσαρμονία προς το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τούτο προκύπτει εκ του ότι στο νεότερο αυτό νόμο (ΠΝΠ) δεν επαναλήφθηκε η προηγούμενη δέσμευση του Μονομελούς Πρωτοδικείου να μην ερευνά το περιεχόμενο της απόφασης του Μουφτή. Συμπερασματικά η ως άνω διάταξη της ΠΝΠ ενέχει και το σπέρμα της αυτοαναιρέσεως, αφού, όπως και πιο κάτω εκθέτω, όλες οι δικαιοδοτικές εξουσίες του Μουφτή αντίκεινται στο Σύνταγμα.

Οι επί μέρους δικαιοδοτικές εξουσίες του Μουφτή

1.         Γάμος μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων, εφόσον διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο

            Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει δεκτά, κατά το μουσουλμανικό δίκαιο ο γάμος αποτελεί σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και συνάπτεται ύστερα από πρόταση του ενός συμβαλλομένου προς τον έτερο και αποδοχή της πρότασης από τον άλλο στο όνομα του Αλλάχ, παρουσία δύο μαρτύρων και με καθορισμό ενός χρηματικού ποσού, δίκην προικός, που ο σύζυγος υποχρεούται να δώσει στη γυναίκα σε περίπτωση λύσης του γάμου λόγω διαζυγίου ή θανάτου (νικιάχ). Μέχρις αυτού του σημείου δεν υπάρχει πρόβλημα αντισυνταγματικότητας ή αντιθέσεως στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Τα προβλήματα προκύπτουν εκ του ότι δεν είναι απαραίτητη κατά τη σύναψη του γάμου η αυτοπρόσωπη παρουσία της γυναίκας, έστω και ενήλικης, αλλά μπορεί να εκπροσωπείται από στενό άρρενα συγγενή της. Έτσι όμως προκύπτει το ενδεχόμενο της συνάψεως γάμου από μόνη τη συμφωνία γαμπρού και συγγενούς της νύφης, που υπό τις συνθήκες της διαβιώσεώς της δεν μπορεί να αντιδράσει. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο επιτρέπεται η πολυγαμία και μάλιστα μόνον από την πλευρά του άντρα, που μπορεί να τελέσει γάμο και να έχει συγχρόνως μέχρι τέσσερις συζύγους. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει άμεση και βάναυση προσβολή των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως, αφού η διγαμία όχι μόνον αποτελεί κώλυμα συνάψεως γάμου, όχι μόνο λόγο διαζυγίου αλλά και ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 356 του ΠΚ και ισχύει για όλους τους Έλληνες ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Συνεπώς ο Μουφτής επικυρώνοντας ή χορηγώντας άδεια τελέσεως και νέου γάμου σε ήδη έγγαμο άνδρα διαπράττει το ως άνω έγκλημα ως άμεσος συνεργός του δράστη της διγαμίας. Από τα παραπάνω προκύπτει και ανισότητα της μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε βάρος των γυναικών μη ανεκτή στη σύγχρονη κοινωνική ζωή και ευθεία παραβίαση της οικείας συνταγματικής διάταξης.

2. Διαζύγια

            Προβλέπονται δύο τρόποι λύσεως του γάμου με διαζύγιο. Η συναινετική λύση και η αποπομπή. Η συναίνεση (hul) δεν παρουσιάζει προβλήματα και συνήθως προέρχεται από επιθυμία της γυναίκας που όμως υποχρεώνεται να καταβάλει στον άνδρα ένα είδος αποζημίωσης. Αποτελεί περίπτωση δικαιώματος «αυτοεξαγοράς» Η αποπομπή (talag) γίνεται από τον άνδρα με δήλωσή του προς τη γυναίκα επί τρεις διαδοχικές φορές, σε περιόδους «καθαρότητας» της γυναίκας και στο διάστημα αυτό να μην έχει κοιμηθεί μαζί της. Ο θεσμός αυτός, ασφαλώς υποτιμητικός της προσωπικότητας της γυναίκας είναι ασφαλώς αντισυνταγματικός (άρθρο. 21 Συνταγμ.) αλλά και αντίθετος στα χρηστά ήθη. Στην ουσία το διαζύγιο μεταξύ μουσουλμάνων συζύγων απόκειται στη θέληση του άνδρα, που, αν δεν συναινεί στο διαζύγιο, η γυναίκα δεν μπορεί να απαλλαγεί από δυσβάστακτο γάμο, αφού το δικαίωμα αποπομπής ανήκει μόνο στον άνδρα, ενίοτε εμμένοντα σ΄αυτόν για λόγους εκδίκησης. Κατά τα κρατούντα στη γερμανική νομολογία, το κατά το μουσουλμανικό δίκαιο είτε με αποπομπή είτε με συναίνεση διαζύγιο αντίκειται στην εσωτερική (γερμανική) δημόσια τάξη, αφού το διαζύγιο, όπως και στην Ελλάδα, απαγγέλεται μόνο από τα πολιτικά δικαστήρια.

3. Διατροφές

            Σε περίπτωση διαζυγίου κατά τη σαρία ο σύζυγος υποχρεούται να καταβάλλει διατροφή (νεφακά) στη σύζυγο επί τρίμηνο από της λύσεως του γάμου. Πρόκειται περί προσωρινής διατροφής γιατί θεωρείται ότι μετά την παρέλευση του τριμήνου, η γυναίκα μπορεί και οφείλει να ανεύρει νέο σύζυγο. Ουδεμία όμως πρόνοια υπάρχει για τον άπορο σύζυγο, που κατά τον ΑΚ δικαιούται διατροφής για αόριστο χρονικό διάστημα από την εύπορη σύζυγό του, όπως επίσης και για τη σύζυγο για τον πέραν του τριμήνου χρόνο. Κατ΄αυτόν τον τρόπο υφίσταται μια δυσμενής μεταχείριση της γυναίκας κυρίως, που στο σύνολό της σχεδόν διαπνέει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Συνεπώς υπάρχει ανισότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως φύλου και θρησκεύματος ευθέως προσκρούουσα στο Σύνταγμα.

4. Σχέσεις γονέων και τέκνων

            Η ισονομία των συζύγων, όσον αφορά τις σχέσεις τους με τα τέκνα, που έχει ορισθεί με τις τροποποιήσεις του ν. 1329/1983, δεν ισχύει στο μουσουλμανικό δίκαιο. Τούτο γιατί, σε περίπτωση διαζυγίου η επιμέλεια του αγοριού ανήκει στη μητέρα μόνο μέχρι την ηλικία των επτά ετών και του κοριτσιού μέχρι τα εννιά, ενώ στη συνέχεια περιέρχεται στον πατέρα μέχρι την ενηλικίωσή τους.

5. Ισλαμικές διαθήκες

            Η εξουσία του Μουφτή έγκειται στη σύνταξη, δημοσίευση και ερμηνεία της διαθήκης που ενώπιόν του δηλώνει ο διαθέτης τη θέλησή του να διαθέσει την περιουσία του σε όποιον αυτός επιθυμεί. Μοιάζει με τη δημόσια διαθήκη που ορίζεται στον ΑΚ με τη διαφορά ότι η διαθήκη των λοιπών πολιτών συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου που έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού και νομικού ικανής πανεπιστημιακής κατάρτισης ελεγχομένου από τον οικείο εισαγγελέα, ενώ η ισλαμική ενώπιον διοικητικού υπαλλήλου χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο και χωρίς τα εχέγγυα νομικών γνώσεων ιδία όσον αφορά το τυπικό μέρος των συμβολαίων. Αν και δεν υπάρχει ορισμός για το περιεχόμενο της ισλαμικής διαθήκης γίνεται δεκτό (Δημητριάδης) ότι η εξουσία διάθεσης περιουσίας μουσουλμάνου για τον μετά το θάνατό του χρόνο είναι περιορισμένη, γιατί, κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, προηγείται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και μέρος μόνον της περιουσίας του μπορεί να διαθέσει ο μουσουλμάνος και αυτό μόνον για αγαθοεργό σκοπό.

6. Εξ αδιαθέτου διαδοχή

            Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος, ορίζει δυσμενή μεταχείριση της μουσουλμάνας γυναίκας για την χωρίς διαθήκη διαδοχή της στην κληρονομία του θανόντος συζύγου της, προβλέποντας ευνοϊκότερη μεταχείριση (προτίμηση) υπέρ των εξ αρρενογονίας συγγενών πέραν και του τετάρτου βαθμού. Το πολύπλοκο σύστημα της περιέλευσης των υπαρχόντων του θανόντος μουσουλμάνου, που είναι αποδεκτό από όλα τα μουσουλμανικά δόγματα ως περιεχόμενο κατευθείαν από τον Προφήτη, αναπτύσσεται στο σύγγραμμα του Δ.Ν. Δημητριάδη (Δημητόγλου) ΙΕΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΜΩΑΜΕΘΑΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΝ – ΦΕΡΑΪΖ, σχεδόν ακατανόητο από τον Έλληνα δικαστή που καλείται να επικυρώσει την απόφαση του Μουφτή. Το πράγμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την οθωμανική διάκριση των ακινήτων σε καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκ) και δημόσιας γης, εκ των οποίων μόνον τα πρώτα υπόκεινται σε κληρονομική διαδοχή. Το κατά τον Δημητριάδη (Δημητόγλου) αποδεκτό από όλα τα μουσουλμανικά δόγματα του συστήματος της εξ αδιαθέτου διαδοχής ευλόγως αμφισβητεί ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Ευστ. Τσουκαλάς, αλλά και ο ίδιος στο βιβλίο του αναφέρει αποκλίσεις διαφόρων μουσουλμάνων νομικών.

Οι αναμενόμενες αντιδράσεις της Τουρκίας

            Η Τουρκία, εφόσον η Ελλάδα καταργήσει το ν.1920/1991, ως προς τις περί δικαιοδοσίας του Μουφτή διατάξεις του ή αν τα ελληνικά δικαστήρια δεχθούν την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων αυτών, όπως προτείνω, αναμένεται ν’ αντιδράσει, αφού θα χάσει ένα μέρος της επιρροής της επί ελληνικού εδάφους, κατάλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ανασύσταση της οποίας ονειρεύεται. Η αντίδρασή της όμως θα είναι άσφαιρη αφού και η ίδια προ πολλού έχει αποβάλει το ισλαμικό καθεστώς της και έχει σύγχρονη νομοθεσία κοσμικού κράτους. Άλλωστε η θεσπισθείσα δικαιοδοσία του Μουφτή για τους Έλληνες Μουσουλμάνους είχε ως αιτιολογία την ομοιόμορφη μεταχείριση των Ελλήνων Μουσουλμάνων και αυτών της Τουρκίας, η οποία όμως προ πολλού αυτοβούλως έχει καταργηθεί στην Τουρκία και η αρχή της αμοιβαιότητας πρέπει να εφαρμοσθεί.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

1. Ο Μουφτής δεν είναι δικαστής και συνεπώς δεν μπορεί να εκδίδει δικαστικές αποφάσεις.
2. Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος τον οποίον εφαρμόζει, πέραν του ότι είναι αναχρονιστικός και ασύμφωνος με τη σύγχρονη κοινωνική ζωή, δεν έχει το σαφές και ορισμένο που απαιτείται για την εφαρμογή του.
3. Όλες οι δικαιοδοτικές εξουσίες του που ορίζονται στο νόμο προσκρούουν σε συνταγματικές διατάξεις.

ΠΡΟΤΑΣΗ

            Επιβάλλεται η άμεση ανάκληση της ΝΠΔ και του κυρωτικού νόμου της κατά το μέρος που αφορά τις δικαιοδοσίες του Μουφτή. Άλλως ο Έλληνας δικαστής που καλείται να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση του Μουφτή πρέπει να αρνηθεί τούτο με οποιαδήποτε αιτιολογία από αυτές που προανέφερα.




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
κ. Ανδρέα Κατσίφα

Επίτιμου Αρεοπαγίτου

            Ο Ανδρέας Κατσίφας γεννήθηκε και μεγάλωσε έως τις εγκύκλιες σπουδές του στον Προφήτη Ηλία Λειβαδιάς Βοιωτίας.
            Μετά την αποφοίτησή του από το οκτατάξιο Γυμνάσιο, εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε με «Άριστα».
            Κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα, το οποίο υπηρέτησε εύορκα, επί 40 συναπτά έτη. Υπηρέτησε ως Πρωτοδίκης 4 χρόνια στην Ξάνθη και στη συνέχεια άλλα 4 χρόνια στη Θεσσαλονίκη.
            Έκανε αισθητή την παρουσία του σε μεγάλες δίκες, όπως π.χ. στη δίκη περί του ονόματος της «Μακεδονίας», όπου είχε υποβληθεί αίτηση αναγνώρισης από Σωματείο φιλοσκοπιανών.  Ως Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης εξέδωσε απόφαση, με την οποία απέρριψε με δικανικά επιχειρήματα απόπειρα σφετερισμού του ονόματος της Μακεδονίας, (υπάρχει σχετικό άρθρο στο υπ’ αριθμ. 60 τεύχος του περιοδικού του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ. «Προβληματισμοί», του Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2010).
            Ο κ. Κατσίφας ανήλθε στην ιεραρχία του Δικαστικού Σώματος προαγόμενος πάντοτε κατ’απόλυτον εκλογήν και συνταξιοδοτήθηκε με τον καταληκτικό βαθμό του Αρεοπαγίτου, όπου του απενεμήθη ο τίτλος του Επιτίμου. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, νομικός σύμβουλος πρωθυπουργού, δήμαρχος, μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, Πρόεδρος του Ανακριτικού Συμβουλίου Αεροπορικών Ατυχημάτων, Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Προμηθειών και Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
            Είναι συγγραφέας του ξεχωριστού πονήματος «Η Κοιλάδα του Φωκο-Βοιωτικού Κηφισού». Διακρίθηκε επίσης ως συγγραφέας άρθρων, κειμένων, και μελετών και απεδείχθη πολυγραφότατος. Τα άρθρα του άπτονται της ιστορικής και εθνικής ζωής του τόπου μας, θίγοντας πάντα τα κακώς κείμενα.
            Μετά την συνταξιοδότησή του έγινε μέλος του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ. και συνεχίζει να αρθρογραφεί και να καταθέτει τους προβληματισμούς του για τα εθνικά μας θέματα.



ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΑΣ  
«ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ»

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ:
ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ  ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

& ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ)

30 ΜΑΪΟΥ 2014


ΠΗΓΗΕΛΙΣΜΕ


Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ο Ιερός Ισλαμικός Νόμος στη Θράκη

Ομιλία Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων Γ.Καλαντζή 

στο Συνέδριο «Η Συνθήκη της Λωζάνης 90 χρόνια μετά: 

Οι μειονοτικές ρυθμίσεις», Κομοτηνή 22/11/2013


Ο Ιερός Ισλαμικός Νόμος στη Θράκη

Αξιότιμες κυρίες και κύριοι,
                θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους διοργανωτές για την πρόσκλησή τους. Η επιλογή των ομιλητών είναι ενδιαφέρουσα πιστεύω όμως ότι η συζήτησή μας θα ήταν πληρέστερη αν μεταξύ των ομιλητών βρισκόταν και ο επιχώριος Σοφολογιώτατος Μουφτής καθώς είναι ο καταλληλότερος για να μας δώσει την θεολογική και τη νομοκανονική θεώρηση του ζητήματος σύμφωνα με το Ισλάμ.
                Η πρώτη ενότητα της εισήγησής μου αφορά ένα απλό ερώτημα:
Γιατί η Ελλάδα, μόνη αυτή σε ολόκληρη την Ευρώπη, παραχώρησε ένα τόσο εντυπωσιακό προνόμιο στην μουσουλμανική της μειονότητα το οποίο, μάλιστα, αντίκειται σε βασικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους δυτικού τύπου; Γιατί διατήρησε αυτό το προνόμιο ακόμα κι όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ εισήγαγε τον ελβετικό αστικό κώδικα στην Τουρκία;
Η διατήρηση του Ιερού Ισλαμικού Νόμου στη Θράκη για τα προσωπικά ζητήματα δεν συνδέεται εξ ανάγκης με τη Συνθήκη της Λωζάνης ούτε είναι θέμα αμοιβαιότητας με την παραχώρηση αντίστοιχων δικαιωμάτων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς η Τουρκία όχι απλώς αποστέρησε κάθε δικαίωμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντίστοιχο, αλλά δεν αναγνωρίζει ούτε καν το θρησκευτικό γάμο ενώ απαγορεύει ακόμα και τη συμμετοχή των Κληρικών στη διοίκηση των ναών.
Η απάντηση βρίσκεται στο 1913 όταν το ελληνικό κράτος βρέθηκε με μια μουσουλμανική μειονότητα που έφτανε το 10% του πληθυσμού του και μάλιστα σε πολλές περιοχές των Νέων Χωρών οι μουσουλμάνοι ήταν η τοπική πλειοψηφία. Η ουσία του προβλήματος που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Βενιζέλος, ήταν πώς ένα Κράτος του οποίου ο Αρχηγός είναι χριστιανός θα διαχειριστεί μια γηγενή μουσουλμανική κοινότητα.
Το ερώτημα για τον Βενιζέλο ήταν πώς θα ενέπνεε την εμπιστοσύνη και την πίστη των μουσουλμάνων στο νέο κράτος του οποίου η λογική συγκρότησης και η νομοθεσία του ήταν επηρεασμένα και καθορισμένα από την χριστιανική αντίληψη πραγμάτων ενώ ο Βασιλιάς του έπρεπε υποχρεωτικά να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Σκεφθείτε μάλιστα ότι αυτό το πρόβλημα γινόταν ακόμα πιο πολύπλοκο διότι εκείνη την εποχή ο Οθωμανός Σουλτάνος ήταν ταυτοχρόνως και ο Χαλίφης, δηλαδή ο Αρχηγός όλων των Μουσουλμάνων πέρα από κράτη και σύνορα. Σήμερα δεν υφίσταται Χαλιφεία οπότε το ερώτημα έχει ευκολότερη απάντηση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που αντιλαμβανόταν πολύ καλά την κατάσταση και ως πρώην Οθωμανός πολίτης ήξερε πολύ καλά τις αδυναμίες και τα λάθη της Αυτοκρατορίας, επιδίωξε να βρει την απάντηση στο όραμα του Ρήγα Βελεστινλή που είχε μιλήσει για ένα «κράτος χωρίς κανένα ξεχωρισμόν θρησκείας, επειδή όλοι πλάσματα Θεού είναι και τέκνα του πρωτοπλάστου». Ήξερε λοιπόν ποιος είναι ο στόχος του αλλά, σε αντίθεση με τον Κεμάλ Ατατούρκ που πέτυχε και εκείνος να εκσυγχρονίσει και να αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα του, ήθελε να φθάσει εκεί ως ηγέτης ενός δημοκρατικού κράτους και όχι ως δικτάτορας που εφαρμόζει γενοκτονικές πολιτικές εναντίον των μειονοτήτων. Ήθελε να αποδείξει ότι μια χώρα και ένας λαός μπορεί να αλλάξει, μπορεί να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος όχι ενάντια στο λαό αλλά με το λαό, για το λαό και από το λαό.
                Ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν το 1897 κάποιος έκλεψε το μοσχάρι ενός μουσουλμάνου της Κρήτης, ασχολήθηκε προσωπικά με την υπόθεση για να βρει τον ένοχο. Όταν, έκπληκτοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι τον ρώτησαν γιατί έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για ένα μοσχάρι απάντησε: «…διότι από την ασφάλειαν που θα παράσχωμεν εις τους Μουσουλμάνους συμπολίτες μας θα εξαρτηθή ο ιερός σκοπός του αγώνος μας». Ο ίδιος, στην Β’ Συντακτική Συνέλευση των Κρητών (28/10/1906), δήλωσε: «…πώς δύνασθε να ισχυρίζεσθε ότι η έννοια του ελληνισμού ταυτίζεται προς την έννοιαν της ορθοδοξίας; Πώς δεν εννοείται ότι κεφαλαιώδες συμφέρον του ελληνισμού είναι να διακηρύξει ότι η έννοια αυτού είναι τόσον ευρεία και τόσον άσχετος προς τα θρησκευτικά δόγματα, ώστε εις την έννοιαν αυτήν δύναται να χωρήσωσιν όχι μόνον οι πρεσβεύοντες τα του Χριστού δόγματα αλλά και οι πρεσβεύοντες τα δόγματα πάσης άλλης γνωστής ή αγνώστου θρησκείας;». Και αυτά τα είπε κάποιος που είχε υποφέρει, που κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του επειδή ήταν και ήθελε να παραμείνει Χριστιανός Ορθόδοξος.
Σ’ αυτή την καθοριστική επιλογή είχε δίπλα του και την Εκκλησία. Στις 4 Νοεμβρίου 1912 ο Μελέτιος, τότε Μητροπολίτης Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Οικουμενικός Πατριάρχης, μεταξύ άλλων είπε σε πανυγηρικό λόγο στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Θεσσαλονίκης ενώπιον της τότε Βασίλισσας Όλγας και όλων των τοπικών αρχών:  «Πάντες δ’ οι πολίται της Νέας Ελλάδος είναι αδελφοί προς αλλήλους, καλούμενοι πάντες να ζήσωσι εν ισότητι δικαιωμάτων και καθηκόντων ως ελεύθεροι πολίται ελευθέρου κράτους αδιακρίτως φυλής ή θρησκεύματος».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι εκείνος που αναβάθμισε τη θέση του Μουφτή παραχωρώντας του και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Το άρθρο 4 του Ν.147/1914 παραχώρησε στους μουσουλμάνους και τους εβραίους το δικαίωμα να διατηρηθεί σε ισχύ ο «ιερός αυτών νόμος» για θέματα γάμου, διαζυγίων και, γενικότερα, προσωπικού δικαίου.
Η λύση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν σοφή και λειτουργεί καλά εδώ και 100 χρόνια. Η ευφυέστατη κίνησή του είχε δύο χαρακτηριστικά.
Πρώτον, προχώρησε σε έναν οικειοθελή συμβιβασμό διατηρώντας τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο μόνο για τα προσωπικά ζητήματα. Έτσι απέδειξε τον βαθύτατο και ειλικρινή του σεβασμό προς το Ισλάμ, διαφύλαξε την οικογενειακή ηρεμία των Μουσουλμάνων ενώ έκανε σαφές ότι η μετάβαση σε ένα δυτικού τύπου κράτος θα ήταν βαθμιαία και όχι βίαιη.
Δεύτερον, κατάργησε τον θεσμό του Καδή και μετέφερε μόνο τις δικαστικές αρμοδιότητες για τα προσωπικά ζητήματα των μουσουλμάνων στον Μουφτή. Έτσι κατέστησε σαφές ότι η παραχώρηση του προνομίου συνδέεται άρρηκτα με την θρησκεία. Είπε, δηλαδή, στους Μουσουλμάνους ότι ως προς την δημόσια σφαίρα είστε ισότιμοι πολίτες του Κράτους όπως ακριβώς είναι και όλοι οι άλλοι χωρίς διαχωρισμό θρησκείας, ως προς την ιδιωτική σας σφαίρα όμως, το Ελληνικό Κράτος σας παραχωρεί ένα προνόμιο γιατί σέβεται την θρησκεία σας.
Το Ισλάμ είναι μια θρησκεία που δίνει μεγάλη έμφαση στην Ορθοπραξία γι’ αυτό και η κίνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε μια λογική που θα μπορούσε να έχει θεολογική τεκμηρίωση. Ποιος θα ήταν καταλληλότερος να ερμηνεύσει και να κατανοήσει καλύτερα το Ιερό Κοράνι για να συμβουλεύσει τους πιστούς πώς θα πράξουν ορθά, από τον ίδιο τον Μουφτή; Συνεπώς δεν υπήρχε καλύτερος από το να εκδώσει απόφαση για τον τρόπο εφαρμογής της ορθής πράξης σύμφωνα με την πίστη από εκείνον που μπορούσε να την καταλάβει και να την προσδιορίσει καλύτερα από τον καθένα.
Η ευφυέστατη κίνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελεί έναν θεμέλιο λίθο, αδιαπραγμάτευτο για την Ελληνική Πολιτεία και τότε και τώρα και στο μέλλον. Για την Ελληνική Πολιτεία δεν υφίσταται ζήτημα μονομερούς κατάργησης των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή.
Βεβαίως, όπως συμβαίνει πάντοτε στη ζωή, τα πράγματα εξελίσσονται και μέσα από την εξέλιξή τους αλλάζουν. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για εξέλιξη και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του Μουφτή με την ιδιότητα του Δικαστή αλλά όχι για αποφασιστικές ρήξεις με τις θεμελιώδεις επιλογές του Ελευθερίου Βενιζέλου. Είμαστε πάντοτε έτοιμοι να συζητήσουμε τέτοιες αλλαγές αν υπάρχουν συγκεκριμένες και σοβαρές προτάσεις.              
Η δεύτερη ενότητα της εισήγησής μου αφορά το ερώτημα ποιοι θέλουν την κατάργηση της Σαρία. Ας μου επιτρέψετε να τους κατατάξω σε τρεις κυρίως ομάδες, αδικώντας κάποιους εξ ανάγκης. Οι τρεις αυτές ομάδες δεν έχουν τις ίδιες αφετηρίες ούτε ακολουθούν τις ίδιες διαδρομές. Τυχαίνει να ταυτίζονται σ’ έναν τελικό στόχο αλλά δεν πρέπει να κάνουμε το σφάλμα να τις ταυτίσουμε μεταξύ τους.
Πρώτη ομάδα είναι εκείνοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, που διακρίνονται για τις προοδευτικές ιδέες τους ή για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχουν ευγενή κίνητρα, υψηλά ιδανικά, αρχές, ήθος και αξία. Όσα λένε και υποστηρίζουν πρέπει να τα ακούσουμε με πολλή προσοχή και να τα λάβουμε υπόψη μας ώστε να προσπαθήσουμε να βρούμε τις βέλτιστες λύσεις. Τα δικαιώματα και η θέση της γυναίκας, τους απασχολούν ιδιαίτερα και έχουν απόλυτο δίκιο, διότι, αν θυμάμαι καλά, στην Ελλάδα μόλις το 1982 καταργήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ σειρά διακρίσεων εις βάρος των γυναικών ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Να θυμίσω ότι μέχρι τότε μια γυναίκα δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό χωρίς την άδεια του συζύγου της.
Οι συγκεκριμένοι συμπολίτες μας ανεξάρτητα από την θρησκευτική τους ταυτότητα έχουν, γενικά, τον δικαιολογημένο φόβο από συγκεκριμένες εμπειρίες του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, ότι οι θρησκευτικές ηγεσίες πολλές φορές παίζουν αρνητικό, συντηρητικό ή και οπισθοδρομικό ρόλο. Κάποιες φορές μάλιστα ο ρόλος τους μπορεί να είναι απολύτως καταστροφικός για τη συνοχή μιας κοινωνίας όταν καλούν τους πιστούς τους να μην μιλάνε και να μην έχουν καμία σχέση με τους πιστούς άλλων θρησκειών. Γι’ αυτό και έχουν την άποψη ότι η θρησκεία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά εντός της Εκκλησίας, του Τζαμιού ή της Συναγωγής. Ως εκ τούτου η Σαρία είναι γι’ αυτούς μια ένδειξη οπισθοδρόμησης, μια απαράδεκτη κατάσταση για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Μια άλλη ομάδα εκείνων που ζητούν την κατάργηση του Ιερού Ισλαμικού Νόμου, ανήκουν στην ακροδεξιά. Φοβούνται το Ισλάμ και, στην ελληνική περίπτωση, το ταυτίζουν είτε από άγνοια είτε από πρόθεση με την Τουρκία. Είναι οι ίδιοι συμπολίτες μας που επιθυμούν να ζήσουν σε μια χώρα που δεν θα υπάρχει κανείς μουσουλμάνος, κανείς Εβραίος, κανείς κομμουνιστής, κανείς ομοφυλόφιλος, κανείς αριστερός, κανείς χριστιανός εκτός αν είναι Ορθόδοξος και, τελικά, κανείς Ορθόδοξος εκτός αν είναι ακροδεξιός. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι τι πιστεύει μια ακραία μειοψηφία που έχει κάθε δικαίωμα να έχει τις απόψεις της αλλά αν η πλειοψηφία θα τους επιτρέψει να επιβάλλουν την δική τους κοσμοαντίληψη. Η ύπαρξη ακροδεξιάς δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Η Ευρώπη είναι πλέον αντιμέτωπη με την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων που τελικό στόχο έχουν την διάλυσή της. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι κοινό σημείο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη δεν είναι πια η δαιμονοποίηση των Εβραίων αλλά η δαιμονοποίηση του Ισλάμ και, φυσικά, η ύπαρξη της Σαρία στα δικά τους μάτια είναι σαν να μπαίνει ο διάβολος στην Εκκλησία.
Τέλος, υπάρχει και μια μικρή ομάδα μουσουλμάνων της Θράκης που αγωνίζεται παρασκηνιακά και δόλια για την κατάργηση του Ιερού Ισλαμικού Νόμου διότι πιστεύουν ότι η κατάργηση της Σαρία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιβάλλουν την ανάδειξη του Μουφτή μέσω εκλογών όπως αυτές που γίνονται για τους Βουλευτές ή τους Δημάρχους. Θέλουν δηλαδή να μετατρέψουν τον Μουφτή από θρησκευτικό λειτουργό σε πολιτικό ηγέτη.
Οφείλω επίσης να παρατηρήσω ότι η ύπαρξη της Σαρία στην Θράκη είναι ένα πρόβλημα για την Τουρκία διότι υπενθυμίζει πάντα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Ελλάδα, ένα κράτος που στο Σύνταγμά του αναγνωρίζει ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθοδοξία, παραχωρεί στους μουσουλμάνους της ένα δικαίωμα που μια χώρα όπως η Τουρκία που θέλει να εμφανίζεται ως παγκόσμια προστάτιδα του Ισλάμ, το έχει καταργήσει και τους το αρνείται ακόμα και σήμερα.
Κατά τη γνώμη μου καμία από τις τρεις αυτές ομάδες δεν έχει σοβαρές πιθανότητες να επιτύχει την κατάργηση της Σαρία για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια. Ο πιθανότερος δρόμος για την κατάργησή της είναι εκείνος της αδράνειας και του λάθους. Εάν ο τρόπος και η διαδικασία απονομής του Ιερού Ισλαμικού Νόμου παραμείνει όπως είναι σήμερα και αυτό συνδυασθεί με μια λανθασμένη απόφαση με διεθνείς συνέπειες για την εικόνα της Ελλάδας, τότε οι εξελίξεις μπορεί να είναι ραγδαίες και, τελικά, εξόχως προβληματικές.
 Όμως, εάν πρόκειται να υπάρξει αλλαγή αυτή θα ξεκινήσει από τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες της Θράκης, θα αποκτήσει μορφή πρότασης ή προτάσεων από τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες της Θράκης και μετά θα γίνει αντικείμενο συζήτησης με την Ελληνική Πολιτεία. Θα ήθελα, ειλικρινά, να ακούσω προτάσεις από τους μάχιμους μουσουλμάνους δικηγόρους της περιοχής οι οποίοι έχουν σπουδάσει σε ελληνικά ή ευρωπαϊκά ή αμερικανικά πανεπιστήμια γιατί αυτοί καταλαβαίνουν άριστα την ευρωπαϊκή αντίληψη πραγμάτων ενώ συγχρόνως γνωρίζουν το Ισλάμ και έχουν την εμπειρία εφαρμογής του Ιερού Ισλαμικού Νόμου.
Ειδικά στο ζήτημα της κατάργησης της Σαρία είναι απαραίτητο να θυμόμαστε εμείς που θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία, ότι οι κοινωνίες αποδέχονται τέτοιες μείζονες αλλαγές μόνο όταν οι ίδιες είναι έτοιμες.Ποτέ καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να καταργήσει τη Σαρία αν η μουσουλμανική μειονότητα δεν το ζητήσει η ίδια.
                Το θεμελιώδες ερώτημα και σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και σε πολλά άλλα, είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε κάτι κάνοντας ένα ή και περισσότερα βήματα προς τα μπρος χωρίς να κόψουμε τις ρίζες μας, χωρίς να χάσουμε την ταυτότητά μας. Πιστεύω ότι μπορούμε.
                Υπάρχει όμως και άλλο ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο απασχολεί, δίκαια, πολλούς συμπολίτες μας τόσο από τη Θράκη όσο και από άλλες περιοχές της χώρας. Θεωρώντας ότι ο Ιερός Ισλαμικός Νόμος αποτελεί μια μεσαιωνική, οπισθοδρομική δικαϊκή σφαίρα η οποία είναι θεμελιωδώς αντίθετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι βέβαιοι ότι η διατήρηση της Σαρία στη Θράκη αποτελεί αιτία αλλά και τρόπο για να κρατιέται η μειονότητα απομονωμένη, μακριά από τις σύγχρονες εξελίξεις και, συνεπώς, φτωχή και περιθωριοποιημένη.
                Δεν είμαι νομοκανονολόγος του Ισλάμ για να μπορώ να μιλήσω γι’ αυτά τα θέματα. Είμαι όμως βέβαιος ότι, όπως ισχύει και στον Χριστιανισμό, οι δρόμοι για να κατανοήσεις τα Ιερά Κείμενα είναι πολλοί και διαφορετικοί, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα να συμβαδίσεις με τον αναλλοίωτο λόγο του Θεού χωρίς όμως να προαπαιτείς ότι η κοινωνία δεν θα αλλάξει σε τίποτα. Συνεπώς ο τρόπος εφαρμογής της Σαρία που ήδη είναι πολύ διαφορετικός στην Θράκη απ’ ότι σε άλλες χώρες, μπορεί να αλλάξει, μπορεί να συμβαδίσει με τη ζωή χωρίς να προδώσει τον αναλλοίωτο λόγο του Θεού όπως έχει γραφεί στο Ιερό Κοράνι.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ας μην ταυτίζουμε το Ισλάμ με την αμάθεια, την φτώχεια και τον φανατισμό γιατί κάτι τέτοιο είναι ψέμα και συκοφαντία. Υπήρξε εποχή που ο ισλαμικός κόσμος υπό την ηγεσία των Αράβων ήταν πιο προοδευτικός, πιο ανοιχτός, πιο πολιτισμένος στην καθημερινότητά του απ’ ότι οι Ευρωπαίοι.
                Η αιτία που η μειονότητα δεν είναι ενταγμένη ισότιμα στην ελληνική κοινωνία, δεν είναι ούτε η Σαρία ούτε, πολύ περισσότερο, το Ισλάμ. Η βασική αιτία είναι η έλλειψη γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Το γλωσσικό τείχος είναι αξεπέραστο και είναι η μητέρα όλων των κακών. Εκείνοι λοιπόν που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας και την δυνατότητά τους να είναι ισότιμοι πολίτες αυτού του κράτους, ας στρέψουν το βλέμμα τους στην εκπαίδευση. Παρατηρώ πολλές φορές ότι ακριβώς διάφοροι συμπολίτες μας που είναι ειλικρινείς υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τα αποτελέσματα από την ύπαρξη αυτού του γλωσσικού τείχους ούτε, βέβαια, την πολιτιστική γενοκτονία των Πομάκων μέσω του μειονοτικού εκπαιδευτικού συστήματος γιατί οι Πομάκοι δεν έχουν φωνή και οργάνωση.
Εκείνοι που διεξάγουν τον ωραίο και καλό αγώνα για τα δικαιώματα εκείνων που δεν έχουν φωνή, ας ασχοληθούν και με εκείνους που πραγματικά δεν έχουν φωνή.
Επιτρέψτε μου, στο τρίτο και τελευταίο τμήμα της εισήγησής μου να αναφερθώ στη σύνδεση μεταξύ δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή και του τρόπου ανάδειξής του.
Υφίσταται μια γενική αρχή στα δυτικά κράτη, θεμελιώδης για την θρησκευτική ελευθερία, η οποία δεν επιτρέπει στο Κράτος να καθορίζει τον τρόπο ανάδειξης της θρησκευτικής ηγεσίας μιας θρησκευτικής κοινότητας. Μπορεί να ελέγξει εάν τηρείται, μπορεί να ελέγξει εάν είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα αλλά δεν μπορεί να τον καθορίσει. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η αρχή οφείλεται στην ευρωπαϊκή ιστορία η οποία είναι γεμάτη από θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ χριστιανών. Καθολικοί και Προτεστάντες σφάζονταν επί αιώνες μεταξύ τους ενώ οι Καθολικοί ήταν εκείνοι που διέλυσαν πρώτοι την Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατασφάζοντας τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, που βρήκαν για να σταματήσουν οι θρησκευτικοί πόλεμοι ήταν η απόλυτη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους η οποία μάλιστα ήταν σύμφωνη και με την ρήση του Ιησού «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ».
Στο Ισλάμ όμως η σχέση κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας έχει διαφορετική αφετηρία, διαφορετική θεολογική θεμελίωση και διαφορετικές διαδρομές. Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή, σε κανένα ισλαμικό κράτος, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, δεν εκλέγεται ο Μουφτής. Τίθεται όμως το ζήτημα, αν είναι δυνατόν ένας μη μουσουλμάνος κοσμικός ηγέτης να έχει το δικαίωμα διορισμού του Μουφτή. Νομίζω ότι υπάρχει η θεολογική αντίληψη που υποστηρίζει ότι αν ο μη μουσουλμάνος κοσμικός ηγέτης εγγυάται την προστασία των μουσουλμάνων, επιτρέπει τη λειτουργία Τζαμιών και, κυρίως, την προσευχή της Παρασκευής, τότε έχει δικαίωμα να διορίσει τον Μουφτή.
Πέραν όμως της θεολογικής θεμελίωσης από πλευράς του Ισλάμ, για μας, ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, παραμένει το ερώτημα αν η κοσμική εξουσία –ανεξαρτήτως θρησκεύματος- μπορεί να διορίζει θρησκευτικούς λειτουργούς –ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Και η απάντησή μας είναι σαφής. Όχι. Η θρησκευτική ελευθερία δεν μας το επιτρέπει.
Η θρησκευτική κοινότητα θα πρέπει μόνη της να υποδείξει τον τρόπο ανάδειξής των θρησκευτικών της λειτουργών και κυρίως της θρησκευτικής της ηγεσίας, ο οποίος οφείλει να είναι συγκεκριμένος, ορισμένος και εδραιωμένος στο δόγμα της συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας αλλά και να σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Ένας Μουφτής, και μόνο υπό την προϋπόθεση της κατάργησης της Σαρία, εάν εφαρμοστεί η ευρωπαϊκή αντίληψη για την θρησκευτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα μπορούσε και να εκλέγεται αν αυτό αποτελεί επιθυμία της θρησκευτικής κοινότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση προκύπτουν τα ακόλουθα θεμελιώδη ζητήματα: α) ποιο είναι το εκλεκτορικό σώμα, β) ποια είναι η διαδικασία εκλογής και γ) αν υπάρχει και ποια είναι η διάρκεια κατοχής της θέσης.
Ας δούμε αυτά τα ερωτήματα σε σχέση με την εμπειρία από τις διαδικασίες μέσω των οποίων προέκυψαν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι εκλεγμένοι Μουφτήδες από το λαό. Είναι βέβαια προφανές ότι ολόκληρη η φιλολογία περί εκλεγμένων Μουφτήδων στοχεύει κυρίως στο δυτικό ακροατήριο της Ευρώπης και των ΗΠΑ για το οποίο είναι εντελώς αδιανόητο να διορίζονται οι θρησκευτικοί ηγέτες μιας κοινότητας από οποιονδήποτε άλλον πλην από την ίδια την θρησκευτική κοινότητα. Έτσι, εφηύραν τους δήθεν εκλεγμένους μουφτήδες που είναι οι εκλεκτοί της θρησκευτικής κοινότητας, για να τους αντιπαρατάξουν στους, κατά την άποψή τους, διορισμένους Μουφτήδες που είναι οι εκλεκτοί του Κράτους, ώστε το δυτικό –κυρίως χριστιανικό- ακροατήριο να σπεύσει να καταδικάσει την Ελλάδα.
Η Ελλάδα είναι μια ελεύθερη χώρα στην οποία η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι θεμελιώδεις αξίες. Γι’ αυτό και οι συγκεκριμένοι συμπολίτες μας που νομίζουν ότι είναι Μουφτήδες έχουν το δικαίωμα να δηλώνουν ότι θέλουν για τον εαυτό τους όπως έχουν το δικαίωμα να τους ακολουθούν όσοι το επιθυμούν. Όμως δεν είναι πραγματικοί Μουφτήδες γιατί οι πραγματικοί Μουφτήδες έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο. Οι αυτοαποκαλούμενοι Μουφτήδες ούτε έχουν αυτό το δικαίωμα, ούτε θα το αποκτήσουν ποτέ.
Όπως γνωρίζουν και οι ίδιοι, ακόμα και αν η Ελλάδα αποδεχθεί ότι υφίσταται «μουφτειακό πρόβλημα», όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ότι υπάρχει, η όποια λύση του θα περιλαμβάνει οπωσδήποτε την δική τους επιστροφή στα σπίτια τους και στο επάγγελμά τους. Ο λόγος είναι ότι αυτό που επέλεξαν να συμβολίσουν οι συγκεκριμένοι συμπολίτες μας και ο δρόμος που επέλεξαν να κινηθούν –όπως όταν αποκαλούσαν τους χριστιανούς γείτονές τους «γκιαούρηδες»- δεν τους επιτρέπει να αποτελέσουν μέρος της λύσης γιατί ήταν και θα είναι πάντα μέρος του προβλήματος.
Με λίγα λόγια, τα συγκεκριμένα πρόσωπα που φοράνε σαρίκι για να κρύψουν το καπέλο, όπως θα έλεγε και ο Μουσταφά Σαμπρή, δεν πρόκειται να αναγνωριστούν ποτέ από το ελληνικό κράτος με οποιαδήποτε ιδιότητα άλλη πλην του Έλληνα πολίτη την οποία κατέχουν από την γέννησή τους. Και η αιτία γι’ αυτό είναι αποκλειστικά η δική τους συμπεριφορά. Εκείνοι πέρασαν το ποτάμι κι έκαψαν όλες τις γέφυρες πίσω τους. Και επειδή ξέρουν καλά ότι είναι χαμένοι, κάνουν ότι και η αλεπού που έχασε την ουρά της. Προσπαθούν να πείσουν κι άλλες αλεπούδες να κόψουν μόνες τους τις ουρές τους γιατί, τάχα, η όμορφη αλεπού είναι εκείνη που δεν έχει ουρά.
Αφού λοιπόν εκείνοι αποφάσισαν να παίξουν το παιχνίδι με τους όρους που καταλαβαίνουν τα δυτικά χριστιανικά ακροατήρια, ας μας επιτρέψουν αφού είμαστε Χριστιανοί, να τους εξηγήσουμε τι σημαίνουν εκλογές στη Δύση. Όταν κάποιος μιλά για εκλογή, το πρώτο και κύριο είναι να προσδιορίσει το εκλεκτορικό σώμα γιατί το εκλεκτορικό σώμα είναι εκείνο που θα προσδιορίσει το εύρος και το είδος της νομιμοποίησής του. Το δεύτερο είναι να προσδιορίσει την διαδικασία η οποία ορίζει τις προϋποθέσεις του εκλέγεσθαι και διασφαλίζει την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν όπως και τη μυστικότητα της ψήφου. Το τρίτο είναι να προσδιορίσει την διάρκεια της θητείας για την οποία εκλέγεται.
Με τα κριτήρια που προανέφερα είναι σαφές ότι οι αυτοαποκαλούμενοι εκλεγμένοι Μουφτήδες δεν είναι εκλεγμένοι από το λαό διότι, πολύ απλά, η διαδικασία που ακολούθησαν δεν έχει καμία σχέση με εκλογές όπως τις αντιλαμβάνονται όλες οι δυτικές δημοκρατίες. Το εκλεκτορικό σώμα, δηλαδή ποιοι είχαν δικαίωμα ψήφου, δεν ορίστηκε εκ των προτέρων, όπως συμβαίνει σε μια δυτική δημοκρατία αλλά και δεν θεμελιώθηκε ποτέ θεολογικά στο Ισλάμ, όπως θα έπρεπε να γίνει αν ήταν μια θρησκευτική διαδικασία. Ψήφισαν όσοι έτυχαν να βρεθούν σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο μια συγκεκριμένη μέρα. Διαδικασία υποβολής υποψηφιοτήτων δεν υπήρχε και, φυσικά, η υποψηφιότητα ήταν, ουσιαστικά, μόνο μία. Οι εκλογείς κλήθηκαν απλώς να πουν αν εγκρίνουν τη μοναδική υποψηφιότητα ή όχι και μάλιστα δημόσια. Κανείς δεν είπε ποτέ αν υπάρχει θητεία και ποια θα είναι. Όλα αυτά ταιριάζουν απολύτως στις διαδικασίες εφεύρεσης μιας εκ των υστέρων δήθεν λαϊκής νομιμοποίησης διαφόρων δικτατόρων και πολιτικών ηγετών του τρίτου κόσμου ή κομμουνιστικών καθεστώτων όπως της Βόρειας Κορέας. Όπως μπορείτε να αντιληφθείτε όλοι, η διαδικασία εκλογής χαρακτηρίζει κυρίως αυτόν που εκλέγεται, ειδικά όταν είναι ο μόνος υποψήφιος.
Πιστεύω βαθιά ότι οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας της Θράκης δεν θέλουν να αναδεικνύονται οι θρησκευτικοί τους ηγέτες με έναν τέτοιο τρόπο που υποτιμά, υπονομεύει και διαλύει την μεγάλη αξία και σεβασμό που πρέπει να έχουμε όλοι μας για έναν θρησκευτικό ηγέτη όπως ο Μουφτής.
Υπάρχει ένα σαφέστατο δεδομένο που αποδεικνύει ότι η συζήτηση περί εκλογής Μουφτή είναι απλώς μια πολιτική απάτη στα πλαίσια ενός εθνικιστικού ανταγωνισμού. Εκείνοι που την υποστηρίζουν εδώ και τόσα χρόνια, δεν έχουν διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση για το πώς θέλουν την εκλογή. Είναι προφανές ότι η διαδικασία της δήθεν εκλογής που σας περιέγραψα και ταιριάζει σε δικτάτορες, δεν είναι καν προς συζήτηση.
Μια ενδεχόμενη εκλογή θέτει δεκάδες ερωτήματα τα οποία δεν θέλουν να απαντήσουν αυτοί ακριβώς που μιλούν για «εκλογή» γιατί τότε θα φανεί ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν σκεφτεί ποτέ σοβαρά τι σημαίνει η εκλογή Μουφτή. Ο Μουφτής θα εκλέγεται ισοβίως ή για συγκεκριμένη θητεία και ποια θα είναι αυτή; Ποια θα είναι η σχέση του εκλεγμένου Μουφτή με τους Ιμάμηδες; Γιατί να μην ισχύσει η ίδια διαδικασία που θα ισχύσει για το Μουφτή και για τους Ιμάμηδες; Θα ψηφίζουν οι μουσουλμάνες; Αν όχι, με ποιο δικαίωμα θα αποκλειστούν από την εκλογική διαδικασία οι μουσουλμάνες που είναι Θεολόγοι ή διδάσκουν στα κατηχητικά σχολεία του Κορανίου; Εάν η ζωή ενός μουσουλμάνου δεν συνάδει με τις αρχές του Ισλάμ θα έχει δικαίωμα να ψηφίσει για Μουφτή; Είναι δυνατόν να έχει δικαίωμα ψήφου για Μουφτή κάποιος που δεν ξέρει να διαβάζει το Ιερό Κοράνι; Εάν ψηφίζουν όλοι οι μουσουλμάνοι και οι μουσουλμάνες που έχουν δικαίωμα ψήφου σύμφωνα με τον γενικό εκλογικό νόμο, τότε ποια θα είναι η διαφορά του Μουφτή από έναν Βουλευτή; Αν δεν ψηφίζουν όλοι με ποια κριτήρια θα αποκλειστούν αυτοί που θα αποκλειστούν και με ποια κριτήρια θα δοθεί το δικαίωμα ψήφου σε κάποιους; Ποιος θα ελέγχει την τήρηση της διαδικασίας; Ποιος θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αποπομπή του Μουφτή από τη θέση του;
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει απαντηθεί γιατί τίποτα δεν έχει απασχολήσει σοβαρά εκείνους που μιλούν για «εκλογή Μουφτή». Για να συζητήσει οποιοσδήποτε σοβαρά το θέμα της ανάδειξης του Μουφτή, χρειάζεται να κατατεθεί μια συγκεκριμένη πρόταση από τη μουσουλμανική μειονότητα. Όσο αυτή δεν κατατίθεται, συζήτηση δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο συζήτησης. Πρέπει επίσης, η ίδια η μειονότητα να σκεφθεί μόνη της εάν επιθυμεί οι θρησκευτικοί της ηγέτες να έχουν την ίδια νομιμοποίηση που έχουν και οι Βουλευτές της, δηλαδή να εκλέγονται από το ίδιο εκλεκτορικό σώμα, γεγονός που σημαίνει ότι θα υπάρξει ταύτιση θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας.
Ως χριστιανός ορθόδοξος μπορώ να τους πω από τη δική μας πείρα, ότι δεν είναι σοφή κίνηση να ταυτίζονται η μήτρα του επισκόπου ή το σαρίκι του μουφτή με το καπέλο του υπουργού ή του Βουλευτή. Εάν μάλιστα ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο ο θεσμός του Βουλευτή, του Μουφτή και του Δικαστή, δηλαδή της πολιτικής, της θρησκευτικής και της δικαστικής εξουσίας, τότε είναι σαφέστατο ότι πρόκειται για μια τρομακτική συγκέντρωση εξουσίας η οποία θα λειτουργήσει εις βάρος της μειονότητας και θα συνθλίψει τις ζωές των Μουσουλμάνων. Βεβαίως, είναι σαφές ότι μια τέτοια συγκέντρωση εξουσίας δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή από το ελληνικό κράτος.
Αξιότιμες κυρίες και κύριοι, είτε θέλουν ορισμένοι είτε όχι, ο Έβρος δεν είναι μόνο το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αλλά και μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας. Η Ευρώπη ξεκινά στον Έβρο. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι η μόνη γηγενής μουσουλμανική μειονότητα σε όλη την Ευρώπη με ευρώ και ευρωπαϊκό διαβατήριο. Η Ελλάδα εδώ και πάνω από 100 χρόνια αποδεικνύει ότι στον πολιτισμό και στη χώρα μας υπάρχει θέση για το Ισλάμ και μάλιστα μια θέση που κανένα άλλο δυτικό κράτος δεν τόλμησε να παραχωρήσει.
Ακούω κάποιους να μιλούν για αμοιβαιότητα με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η αμοιβαιότητα, όπως παρατήρησε ο Λόρδος Κέρζον, εκπρόσωπος της Αγγλίας στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης, «κόβει και από τις δύο πλευρές». Αυτοί που μιλούν για αμοιβαιότητα πρέπει να αισθάνονται πολύ χαρούμενοι και τυχεροί που η Ελλάδα δεν εφάρμοσε την αμοιβαιότητα το 1955, το 1963, το 1964 και το 1974. Θα πρέπει να θυμούνται ότι δεν το κάναμε όχι από αδυναμία αλλά από επιλογή. Θα πρέπει, επίσης, να θυμούνται ότι στη λογική της αμοιβαιότητας η Ελλάδα θα πρέπει να καταργήσει αύριο το πρωί την Σαρία. Μήπως, τελικά, αυτό είναι που θέλουν;
Θα ήταν χρήσιμο, επίσης, να διαβάσουν τα Πρακτικά της Συνθήκης της Λωζάνης γιατί τα πρακτικά, γενικά, χρησιμεύουν πολύ για την ερμηνεία των όρων των Συνθηκών. Σ’ αυτά τα Πρακτικά είναι σαφέστατα καταγεγραμμένη η θέση της Τουρκίας για το θέμα της αμοιβαιότητας ως προς τον αριθμό των δύο πληθυσμών. Η Τουρκία επέβαλε την λογική ότι οι δύο πληθυσμοί που εξαιρέθηκαν από την Ανταλλαγή, δηλαδή οι Έλληνες της Πόλης και οι μουσουλμάνοι της Θράκης, θα πρέπει να είναι αριθμητικά ισοδύναμοι. Γι’ αυτό και έδιωξε παράνομα ήδη από το 1923 και αντίθετα με τις προβλέψεις της Συνθήκης, πολλούς Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ενώ προχώρησε σε χιλιάδες παράνομες κατασχέσεις της ακίνητης και της κινητής περιουσίας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα στην Πόλη έχουν απομείνει 2.000 Ρωμιοί. Στη Θράκη κατοικούν 120.000 Μουσουλμάνοι. Θυμίζω ξανά όσα είπαν οι Άγγλοι το 1923: η αμοιβαιότητα κόβει από δυο πλευρές.
Ορισμένοι μιλούν για αμοιβαιότητα εξισώνοντας τους Μουφτήδες με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Οι Μουφτήδες είναι τοπικοί θρησκευτικοί ηγέτες, αντίστοιχοι των Μητροπολιτών. Τα όρια της δικαιοδοσίας τους τελειώνουν στα σύνορα των νομών τους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο θρησκευτικός και πνευματικός ηγέτης της δεύτερης μεγαλύτερης χριστιανικής Εκκλησίας στον κόσμο. 300 εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Δεν είναι πια ελληνοτουρκικό πρόβλημα το τι κάνει η Τουρκία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο γιατί χάρη στις τουρκικές πολιτικές εθνοκάθαρσης δεν έχουν μείνει Έλληνες στην Τουρκία. Είναι πλέον ένα πρόβλημα της Τουρκίας με την Χριστιανική Οικουμένη γιατί και ο Πάπας αλλά και η Αγγλικανική Εκκλησία και οι Προτεστάντες αναγνωρίζουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη έναν αδελφό.
Επιτρέψτε μου να πω κάτι ακόμα. Ας θυμούνται όλοι, πριν κάνουν εύκολες δηλώσεις για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, ότι 2,2 δισεκατομμύρια Χριστιανοί έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στην Αγία Σοφία. Τη μέρα που ο Μουεζίνης θα καλέσει για προσευχή στον ιερό τόπο που χτίστηκε ως η μεγαλύτερη Εκκλησία όλης της χριστιανοσύνης –γιατί όταν χτίστηκε δεν υπήρχαν ορθόδοξοι, καθολικοί και προτεστάντες καθώς ήταν όλοι μέλη της ίδιας Εκκλησίας-, η Τουρκία θα έχει κάνει ένα θανάσιμο σφάλμα προσβάλλοντας τους Χριστιανούς όλης της Οικουμένης.
Οφείλω να διευκρινίσω ότι ανήκω σ’ εκείνους που πιστεύουν βαθιά ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι θέμα αμοιβαιότητας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα λέγονται ανθρώπινα γιατί θεμελιώνονται στο γεγονός ότι κάποιος είναι άνθρωπος. Η ιδιότητα αυτή, λοιπόν, αρκεί.
Ως Έλληνας Χριστιανός Ορθόδοξος είμαι υπερήφανος για το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έκανε στους πολίτες της μουσουλμανικού θρησκεύματος όσα έκανε η Τουρκία στους δικούς της πολίτες Ελληνικής εθνικής καταγωγής. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει και τις δύο χώρες ενώ ήταν και είναι μια απόδειξη ότι η Ελλάδα πιστεύει ότι οι Μουσουλμάνοι της Θράκης είναι αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους και ένας πραγματικός πλούτος για την περιοχή και την χώρα γενικότερα.
Την ίδια στιγμή, όμως, οφείλω να πω ότι ντρέπομαι για τις μπάρες, ντρέπομαι για κάθε αντισυνταγματικό μέτρο καταπίεσης που λήφθηκε εναντίον των μουσουλμάνων αδελφών μας στη Θράκη, ντρέπομαι για κάθε πράξη μας που τους πλήγωσε. Αισθάνομαι ιδιαίτερο θαυμασμό απέναντι στους μουσουλμάνους αδελφούς μας που παρά αυτές τις αρνητικές εμπειρίες, παρέμειναν πιστοί στην κοινή μας πατρίδα γιατί αυτή γνώρισαν ως μοναδική τους πατρίδα. Αυτοί οι μουσουλμάνοι αδελφοί μας είχαν και έχουν τη δύναμη όχι να ξεχάσουν αλλά να συγχωρέσουν. Ως Ορθόδοξος Χριστιανός διδάχθηκα ότι η συγχώρεση και η μετάνοια είναι μέγιστη αρετή, είναι ο δρόμος που ο Θεός επιθυμεί για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και αισθάνομαι ότι έχουμε ένα ιδιαίτερο καθήκον απέναντι σ’ αυτούς τους μουσουλμάνους αδελφούς μας να πράξουμε ότι μπορούμε ώστε να δικαιώσουμε την πίστη τους σ’ αυτή την πατρίδα. Να δικαιώσουμε την πίστη τους ότι μπορούμε να ζούμε μαζί, αδελφωμένοι, σ’ αυτά τα ευλογημένα χώματα χωρίς να ξεχωρίζει ο ένας από τον άλλο. Διαφορετικοί αλλά ίσοι.

Επιθυμώ να κλείσω αυτή την εισήγηση με μια τελευταία παρατήρηση. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι γείτονες. Ζούμε μαζί και θα ζήσουμε μαζί. Ας το πάρουμε απόφαση, ότι μεγαλύτερη ευλογία από τον καλό γείτονα δεν υπάρχει. Κι αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε γείτονα ούτε εμείς ούτε η Τουρκία, ας αλλάξουμε εμάς τους ίδιους για να γίνουμε καλύτεροι ώστε να ζήσουμε καλύτερα.