Οι pundits ανησυχούν και διαμαρτύρονται: το Ποτάμι δε μας λέει σε ποια ευρωομάδα θα ενταχθεί.
Δεν έδειξαν την ίδια ανησυχία όταν αποτυχημένα κόμματα έσπευδαν να φορέσουν έναν ευρωπαϊκό φερετζέ προκειμένου να κρύψουν τη γύμνια της πολιτικής τους. Όταν το ΠΑΣΟΚ και οι συνεργαζόμενοι έγιναν «Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα» διότι δεν είχαν κάτι να πουν (και τόσους μήνες, μ'όλα τα σοβαρά άτομα που ενεπλάκησαν στο εγχείρημα της Ελιάς, δεν μπόρεσαν να πουν τίποτα). Όταν γίνεται είδηση στα ΜΜΕ ότι «ο Αντώνης Σαμαράς στηρίζει Γιούνκερ για την προεδρία της Κομισιόν», για να θυμηθούμε ότι και η ΝΔούλα ανήκει σε μία ευρωπαϊκή υπερομάδα, άσχετο αν πρόδωσε και προδίδει όλες τις αρχές της συγκεκριμένης ομάδας. Όταν για τον Αλέξη Τσίπρα πολιτική ευρωπαϊκών συμμαχιών σημαίνει τη στήριξή του από μία παντού μειοψηφούσα πολιτική ομάδα. Όταν η ηγεσία των Οικολόγων Πρασίνων που ρέπει μέχρι και στον εθνικολαϊκισμό κρατάει ως φύλλο συκής τη σφραγίδα του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος. Όταν η Δράση παράτησε τον καινοτόμο πολιτικό της λόγο προς όφελος του φιλελεύθερου λαϊκισμού και της σφραγίδας του Κόμματος Φιλελευθέρων και Δημοκρατών που εξασφάλισε ο τελευταίος της πρόεδρος.
Οι συμμαχίες στην Ευρώπη είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, και για όλα τα παραπάνω κόμματα βάζουν ένα φρένο στην εγγενή ροπή προς την ελληνοκεντρική αυτοαναφορικότητα. Όπως όμως έλεγε ο Π. Κονδύλης, η αξία μιας συμμαχίας για μια ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Στο νέο κόμμα, λοιπόν, το Ποτάμι, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα να σταθμίσει το ειδικό του βάρος και να επιλέξει εκ των υστέρων τις συμμαχίες του με βάση την πολιτική ατζέντα που θα διαμορφώσει, το φλερτ που θα του γίνει και τη διαμόρφωση των συσχετισμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Υιοθετείται το πρωτείο της ιδεολογίας έναντι της πολιτικής: πιο σημαντικό από τη διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων είναι να αποφασίσει σε ποιον χώρο ανήκει. Το αστείο είναι ότι τέτοιου είδους κριτική γίνεται και από αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν για την απόφαση των «58» να ενταχθούν στο PES τη στιγμή που καλούσαν σε σύμπραξη και τους φιλελεύθερους. Είναι φανερό ότι αυτή η κριτική δεν είναι πάντοτε αθώα.
Η κριτική αυτού του είδους όμως, και κυρίως η καλοπροαίρετη, αποκαλύπτει ένα ρήγμα στον άμορφο χώρο μεταξύ παραδοσιακής Δεξιάς και λαϊκιστικής Αριστεράς, ρήγμα του οποίου οι συντεταγμένες δημιουργούν σύγχυση σε όσους αισθάνονται ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια στο πώς (πρέπει να) διεξάγεται η πολιτική. Αίσθηση που δεν οφείλεται σε τίποτα άλλο από την παραδοσιακή εγγύτητα ενός χώρου διανόησης στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι στην ονομαστική τους αξία οι απόψεις του χώρου αυτού απέχουν πολύ τόσο απ' την πρακτική των κυβερνώντων όσο και από οποιαδήποτε λαϊκή αναγνώριση θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια εγγύτητα. Συνήθισαν λοιπόν να μιλούν από καθέδρας και να διανθίζουν με ιλαρό τρόπο μία πραγματικότητα που τίποτα το προοδευτικό ή το αποτελεσματικό δεν περιείχε, δίνοντας διαλέξεις περί του δέοντος και του εφικτού. (Η Ελιά μάς προσφέρει και πάλι άφθονα παραδείγματα προς αποφυγή, ή για γέλιο.)
Οι συμμαχίες στην Ευρώπη είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, και για όλα τα παραπάνω κόμματα βάζουν ένα φρένο στην εγγενή ροπή προς την ελληνοκεντρική αυτοαναφορικότητα. Όπως όμως έλεγε ο Π. Κονδύλης, η αξία μιας συμμαχίας για μια ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Στο νέο κόμμα, λοιπόν, το Ποτάμι, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα να σταθμίσει το ειδικό του βάρος και να επιλέξει εκ των υστέρων τις συμμαχίες του με βάση την πολιτική ατζέντα που θα διαμορφώσει, το φλερτ που θα του γίνει και τη διαμόρφωση των συσχετισμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Υιοθετείται το πρωτείο της ιδεολογίας έναντι της πολιτικής: πιο σημαντικό από τη διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων είναι να αποφασίσει σε ποιον χώρο ανήκει. Το αστείο είναι ότι τέτοιου είδους κριτική γίνεται και από αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν για την απόφαση των «58» να ενταχθούν στο PES τη στιγμή που καλούσαν σε σύμπραξη και τους φιλελεύθερους. Είναι φανερό ότι αυτή η κριτική δεν είναι πάντοτε αθώα.
Η κριτική αυτού του είδους όμως, και κυρίως η καλοπροαίρετη, αποκαλύπτει ένα ρήγμα στον άμορφο χώρο μεταξύ παραδοσιακής Δεξιάς και λαϊκιστικής Αριστεράς, ρήγμα του οποίου οι συντεταγμένες δημιουργούν σύγχυση σε όσους αισθάνονται ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια στο πώς (πρέπει να) διεξάγεται η πολιτική. Αίσθηση που δεν οφείλεται σε τίποτα άλλο από την παραδοσιακή εγγύτητα ενός χώρου διανόησης στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι στην ονομαστική τους αξία οι απόψεις του χώρου αυτού απέχουν πολύ τόσο απ' την πρακτική των κυβερνώντων όσο και από οποιαδήποτε λαϊκή αναγνώριση θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια εγγύτητα. Συνήθισαν λοιπόν να μιλούν από καθέδρας και να διανθίζουν με ιλαρό τρόπο μία πραγματικότητα που τίποτα το προοδευτικό ή το αποτελεσματικό δεν περιείχε, δίνοντας διαλέξεις περί του δέοντος και του εφικτού. (Η Ελιά μάς προσφέρει και πάλι άφθονα παραδείγματα προς αποφυγή, ή για γέλιο.)
Το Ποτάμι έρχεται να ταράξει τις ιεραρχίες και ιεραρχήσεις της κεντροαριστεράς, τονίζοντας το πρωτείο της πολιτικής έναντι της ανούσιας ιδιολέκτου του ελληνικού δημόσιου χώρου. Η συμβολική, αλλά και πρακτική του απόφαση να αποκλείσει ανθρώπους των κομματικών μηχανισμών (περισσότερα εδώ) διεκδικεί τον απεγκλωβισμό από την συναινετική στάση της ελίτ απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που επί τριάντα χρόνια διαλαλεί τις υποτιθέμενες κοινωνικές και οικονομικές του κατακτήσεις, κάνοντας ότι δε βλέπει τις ασθενέστερες χώρες να μας προσπερνούν μία μία και οδηγώντας μας τελικά στην καταστροφή (η οποία, πολύ βολικά, αποδίδεται σε μία και μόνο κυβέρνηση). Της ελίτ για την οποία η πολιτική είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να αφεθεί σε ερασιτέχνες, αλλά αν αυτοί οι ερασιτέχνες τυχαίνει να είναι τέκνα μιας πολιτικής οικογένειας ή πολιτευτές που πρέπει κάπου να βολευτούν αναγκάζεται να συναινέσει εξασκώντας την τέχνη του εφικτού.
Μέσα σε δύο βδομάδες το Ποτάμι έχει δώσει ένα αρκετά σαφές στίγμα για τη στάση του απέναντι στα σημαντικά ζητήματα (σε αντίθεση, π.χ., με τα τρία κόμματα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ που ούτε για την έξοδο στις αγορές δεν έχουν πάρει θέση), και η δημοφιλία του έχει ήδη καταρρίψει το μύθο του «έτσι μόνο γίνεται». Μένει να δούμε αν τα θετικά δείγματα γραφής θα συνεχιστούν με τη δημιουργία μίας διαφανούς, οργανωμένης συλλογικότητας. Το σίγουρο όμως είναι ένα: Η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος δεν είναι πλέον μόνο ένα χαρακτηριστικό των άκρων, όπως υπαγορεύει η εικονική πραγματικότητα των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών μας ελίτ. Και στο ρήγμα που φανερώνεται, δεν υπάρχουν εκ του ασφαλούς κριτές παρά μόνο θέσεις.