Για αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εδώ christos.vas94@gmail.com.

Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Ιερομόναχος Αϊντάν : «Για πρώτη φορά, περνώντας το κατώφλι του ορθόδοξου ναού, κατάλαβα ότι θα ζήσω και θα πεθάνω σ’ αυτήν την πίστη»

 


Μια φορά τιμήθηκα από τον Θεό με κάτι σαν θαύμα, να επισκεφτώ το μοναστήρι του ουράνιου προστάτη μου, του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Μέχρι στιγμής είναι το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας κοντά στην Ουάσιγκτον. Βρίσκεται σε μια κανονική κατοικία, την οποία οι μοναχοί, που είναι όλοι αγγλόφωνοι, τη διαμόρφωσαν σύμφωνα με τις ιδέες τους. Μετά τη Λειτουργία, άκουσα απροσδόκητα τους ήχους ενός πιάνου. Στη γωνία της τραπεζαρίας, χωρίς κανέναν λόγο, έπαιζε πιάνο ένας μοναχός, ο οποίος μόλις πριν λίγο τελούσε την ακολουθία. Πιάσαμε την κουβέντα και ο πατήρ Αϊντάν (Κέλερ) συμφώνησε να μιλήσει για την πορεία του προς την Ορθοδοξία.



– Πάτερ Αϊντάν, είστε Αμερικάνος, αλλά μιλάτε τέλεια Ρωσικά. Όμως βρισκόμαστε στις ΗΠΑ, άρα εσείς διαλέγετε σε ποια γλώσσα θα επικοινωνούμε.

 

– Τα Ρωσικά μου δεν είναι καλά, γι’ αυτό προτείνω να μιλάμε Αγγλικά. Τελώ καλύτερα τις ακολουθίες στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα απ’ ό,τι μιλάω Ρωσικά στην καθημερινότητα.

 

– Γιατί; Έχετε περισσότερη πρακτική στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα;

 

– Ναι, είναι έτσι. Κατάγομαι από μια οικογένεια με γερμανικές ρίζες, από προτεστάντες. Στην Ορθοδοξία ήρθα όταν ήμουν 16 χρονών.

 

– «Αϊντάν» είναι πολύ σπάνιο όνομα για το ορθόδοξο περιβάλλον. Στ’ αλήθεια δεν το έχω ξανακούσει ποτέ. Μπορείτε να μας πείτε για τον Ουράνιο Προστάτη σας και για το πώς πήρατε αυτό το μοναχικό όνομα;

 

– Ο Άγιος Αϊντάν ήταν Ιρλανδός. Έγινε μέλος μιας μονής στη Σκωτία και αργότερα εξελέγη Επίσκοπος, για να διαδώσει την ορθόδοξη πίστη και το Άγιο Ευαγγέλιο στο βόρειο μέρος της Αγγλίας. Αυτό το γεγονός έλαβε χώρα τον 7ο αιώνα. Ήταν ιεραπόστολος, καλός και ελεήμων άνθρωπος.

 

Εγώ ήθελα να γίνω ένας τέτοιος άνθρωπος και γι’ αυτό, πριν από πολλά χρόνια, ζήτησα αυτό το μοναχικό όνομα. Ο τότε καθηγούμενός μου δέχτηκε αυτό το αίτημα.




 

Ωστόσο, αυτά έγιναν στην εκκλησία των παλαιοημερολογητών, η οποία δεν είναι κανονική. Τότε, όταν μόλις είχα προσηλυτιστεί στην Ορθοδοξία, δεν ήξερα αυτά τα πράγματα. Αργότερα, όταν ξεκαθάρισα το θέμα αυτό, έλαβα την ευλογία να εγκαταλείψω εκείνο το μοναστήρι και να ενταχθώ στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας. Όλ’ αυτά έλαβαν χώρα στο Τέξας.

 

Εκείνον τον καιρό η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας δεν είχε την ευχαριστιακή κοινωνία με το Πατριαρχείο της Μόσχας. Με δέχτηκαν στην Εκκλησία με κάμποση καθυστέρηση: Η επανένωση των Εκκλησιών έλαβε χώρα το 2007 κι εγώ προσχρήθηκα το 2008.

 

Ήθελα να μείνω με το όνομα που έλαβα, λόγω λατρείας του Αγίου Αϊντάν. Ο Άγιος ήταν Ιεραπόστολος και αυτό το γεγονός συνδυαζόταν πολύ καλά με αυτό που έκανα εγώ: Μελετούσα Λατινικά και ήμουν καθηγητής της γλώσσας στο Πανεπιστήμιο. Γενικά ήμουν λατινιστής, αλλά, από την άλλη πλευρά, είχα ως στόχο να επιτελέσω ιεραποστολικό έργο και όχι μόνο για τους αγγλόφωνους, αλλά και για τους ισπανόφωνους, επειδή ξέρω Ισπανικά, καθώς και Γερμανικά.




 



Όταν ο Μητροπολίτης Ιωνάς (Παφχάουζεν) με κούρεψε σε μικρό μοναχικό σχήμα, μπορούσε να μου δώσει ένα καινούργιο μοναχικό όνομα, επί τιμή οποιουδήποτε Αγίου. Για παράδειγμα, γνωρίζετε, μάλιστα, τον πασίγνωστο Αμερικάνο τραγουδιστή, τον Έλβις Πρίσλεϊ, και όλοι οι Αμερικάνοι συνδυάζουν αυτό το όνομα μόνο μ’ αυτόν. Όμως υπήρχε ο Άγιος Έλβις, που ήταν άγιος των πρώτων αιώνων στην Ιρλανδία και ήταν ορθόδοξος.

 

Οι μοναχοί της μονής παρακάλεσαν τον Δεσπότη να μου δώσει το όνομα Έλβις (χαμογελά). Δεν είχα αντιρρήσεις, όμως την παραμονή της κουράς ο Μητροπολίτης με ρώτησε ποιο όνομα προτιμάω και του απάντησα ότι θα ήθελα να μείνω με το όνομα Αϊντάν.

 

Κανείς δεν ξέρει από πριν ποιο όνομα θα πάρει ένας μοναχός. Την επόμενη μέρα, όμως, ο Δεσπότης μού έδωσε το όνομα Αϊντάν και το έχω μέχρι τώρα (χαμογελά).

 

– Ούτε καν ήξερα ότι ένας μέλλων μοναχός μπορεί να διαλέξει τ’ όνομά του. Συνήθως το κάνει ο ηγούμενος της μονής.

 

– Έχετε δίκιο, αυτός που περιμένει να γίνει μοναχός δεν μπορεί να διαλέξει τ’ όνομά του, αλλά μπορεί να το ζητήσει και στη συνέχεια ο ηγούμενος μπορεί να δεχθεί το αίτημα ή όχι. Συχνά, ο ηγούμενος ή αυτός που τελεί την κουρά φωτίζεται την τελευταία στιγμή και διαλέγει τ’ όνομα. Καμιά φορά, ένας επίσκοπος έχει την ιδέα για το όνομα, αλλά την τελευταία στιγμή ο Θεός του λέει: «Να το όνομα, πρέπει να πράξεις έτσι».

 

Άρα, πραγματικά ο μοναχός δεν μπορεί να διαλέξει τ’ όνομα, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που ρωτούν τη γνώμη του, όπως έγινε στη δική μου περίπτωση, κι εγώ είπα ότι θα ήθελα να μείνω Αϊντάν.

 

Υπάρχει, όμως, ένα άλλο ενδιαφέρον πράγμα. Ο Αϊντάν ήταν Άγιος της Δύσης, ο οποίος είχε σχέση με τους Ιρλανδούς, τους Σκωτσέζους και τους Εγγλέζους. Και τα πρώτα 24 χρόνια της ζωής μου στην Ορθοδοξία, όταν ήμουν μέλος της μη κανονικής Εκκλησίας, τελούσαμε ακολουθίες σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Εκείνην την εποχή τελούσαμε τις ιεροπραξίες, κατά το πλείστον, με διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο που τελούν οι περισσότεροι πιστοί στη Δύση σήμερα, δηλαδή είχαμε πιο παλιό τυπικό, που χρονολογείτο από πάρα πάρα πολύ παλιά. Και στη δεκαετία του 1970 ένας Ρώσος ιερέας μας είπε ότι καλύτερα ν’ ακολουθούμε πιο παλιούς τύπους ιεροτελεστίας, επειδή αυτοί αντιστοιχούν περισσότερο στην Ορθοδοξία, από την άποψη της θεολογίας, καθώς και της ευσέβειας. Αυτό έχει πολλά κοινά με το συνηθισμένο τυπικό της Ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας.

 

Αποφασίσαμε τότε ότι, λόγω δυσκολιών προσχώρησης στην κανονική Εκκλησία, πρέπει να στραφούμε στο ανατολικό τυπικό και, ίσως, αυτό θα μας βοηθήσει. Αποδείχτηκε ότι δεν βοήθησε και πολύ, αλλά ακολουθήσαμε το ανατολικό τυπικό και αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους τρόπους τέλεσης της Λειτουργίας στη Ρωσική Εκκλησία. Αυτό το γεγονός μου άρεσε.

 

Στη συνέχεια, καθώς το θέμα του να γίνω μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας ήταν σε εκκρεμότητα, μου πρότειναν να γίνω ιερέας της Ελληνικής Εκκλησίας. Αλλά αυτό δεν μου φαινόταν σωστό, αισθανόμουν ότι η καρδιά μου ανήκει στη Ρωσική Εκκλησία και στον ρώσικο λαό.

 

– Στη Ρωσία υπάρχει ένα είδος στερεότυπου, που λέει ότι οι Αμερικάνοι δεν θέλουν να βλέπουν πιο πέρα από τη μύτη τους, που λέμε, δεν ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει στον κόσμο και δεν έχουν καμία ιδέα γι’ άλλες γλώσσες. Το παράδειγμά σας διαψεύδει αυτό το στερεότυπο. Μήπως αντιπροσωπεύετε κάποια άλλη Αμερική;

 

– Ναι, σε μεγάλο βαθμό είναι σωστό το στερεότυπο, για δύο λόγους, νομίζω. Πρώτ’ απ’ όλα, οι ΗΠΑ είναι μια μεγάλη χώρα, όπου όλοι μιλάνε Αγγλικά. Γι’ αυτόν τον λόγο οι άνθρωποι εδώ δεν αλληλοεπιδρούν τόσο πολύ με άλλες γλώσσες όσο οι Ευρωπαίοι, οι Αφρικανοί ή οι Ασιάτες. Ο άλλος λόγος, κατά τη γνώμη μου, συνίσταται στην ιδέα ότι ο αμερικάνικος τρόπος είναι ο καλύτερος τρόπος στον κόσμο. Τελεία και παύλα. Κάποιος άλλος πολιτισμός, κάποιος άλλος τρόπος, κάποια άλλη κοινωνία, πρέπει να μαθαίνουν τη γλώσσα μας. Γιατί εμείς να μάθουμε τη γλώσσα τους; Ασφαλώς, μια τέτοια προσέγγιση βασίζεται στο γεγονός ότι η αγγλική γλώσσα, σε κάποιο βαθμό, είναι η γλώσσα την οποία μιλάει όλος ο κόσμος. Στη δική μου περίπτωση, όμως, όταν έγινα χριστιανός, αποφάσισα ν’ αποδεχθώ την Εκκλησία με όλη την πληρότητά της, με όλη την ιστορική της σημασία. Αποτελεί μέρος μιας πολύ μεγάλης οικογένειας.

 

Η Ρωσική Εκκλησία και η Ορθοδοξία έχουν αιώνιες ρίζες. Ήθελα να γίνω μέρος αυτής της ένδοξης ιστορίας, η οποία αντανακλά την παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Εκτός τούτου, όμως, μου άρεσαν πάντοτε οι ξένες γλώσσες. Κατάγομαι από μια αμερικάνικη οικογένεια με γερμανικές ρίζες, όμως στο σπίτι ποτέ δεν μιλούσαμε Γερμανικά με τους γονείς μας, εκτός μερικών φράσεων. Στην πέμπτη-έκτη τάξη του σχολείου άρχισα να μαθαίνω Γερμανικά μόνος μου.

 

Ύστερα ασχολήθηκα με τα Λατινικά, επειδή είναι πολύ σημαντική γλώσσα για τη Δυτική Εκκλησία. Μετά αποφάσισα να μάθω Ισπανικά, για να μπορώ να επικοινωνώ με τους μετανάστες από τη Λατινική Αμερική, οι οποίοι ήταν πολλοί στην πολιτεία του Τέξας, όπου έμενα τότε. Ήθελα να τους εξηγήσω την ορθόδοξη πίστη μας, γιατί αυτοί εκεί έχουν πολύ δυνατή ρωμαιοκαθολική παράδοση, η οποία είναι πιο κοντά στην Ορθοδοξία, σε σχέση με άλλες θρησκευτικές τάσεις της Βόρειας Αμερικής. Οι άνθρωποι εκεί αγαπούν την Εκκλησία, αγαπούν τις εικόνες και θεωρούν κιόλας ότι μπορούν να πλησιάσουν έναν ιερέα και να κουβεντιάσουν για τη γιαγιά τους από το Μεξικό. Μπορούν να πλησιάσουν τον ιερέα σε κάποιο κατάστημα και να ζητήσουν την ευλογία, ακριβώς όπως το κάνουν στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Επομένως, οι ισπανόφωνοι Αμερικανοί κατανοούν την Ορθοδοξία και αν ξεκινήσει κάποιο ορθόδοξο κίνημα ανάμεσά τους θα έχει επιτυχία.

 

Επίσης ξέρω λίγα Ιταλικά, αλλά όχι και τόσο καλά. Τα Ρωσικά μου, επίσης δεν είναι και πολύ καλά. Μπορώ να μιλώ Γαλλικά. Γενικά, απολαμβάνω την εκμάθηση ξένων γλωσσών.

 

– Μπορείτε να εξηγήσετε το πώς ήρθατε στην Ορθοδοξία; Ήταν μακρόχρονη διαδικασία ή ήταν κάτι το στιγμιαίο;

 

– Σε μεγάλο βαθμό, ήταν στιγμιαίο. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια, η οποία δεν ήταν της εκκλησίας. Στα παιδικά μου χρόνιά με βάφτισαν στην Εκκλησία των Μεθοδιστών, αλλά οι γονείς μου δεν επισκέπτονταν την εκκλησία κι εγώ μεγάλωσα εκτός αυτής. Η μόνη εξαίρεση ήταν η γιαγιά μου. Όταν έγινα 5 χρονών, η γιαγιά μού είπε ότι υπάρχει Θεός και Αυτός βλέπει τα πάντα, ξέρει τα πάντα και τους αγαπάει όλους. Και ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος. Αυτά τα λόγια εντυπώθηκαν στη συνείδησή μου.

 

 

Μια φορά πήγαμε σ’ ένα κάμπινγκ κι εγώ ρώτησα τους γονείς μου: «Ο Θεός υπάρχει;». Και μου απάντησαν: «Γιατί δεν ρωτάς τον Ίδιο;». Απομακρύνθηκα λίγο από το κάμπινγκ μας, βαθιά στο δάσος, και είπα: «Κύριε, παρακαλώ, αν υπάρχεις, δώσε μου να το καταλάβω, για να το ξέρω».

 

Κάποιο συναίσθημα γέμισε την καρδιά μου. Επέστρεψα στην κατασκήνωση και είπα στους γονείς: «Ναι, ο Θεός υπάρχει».

 

Αλλά η πίστη μου ήταν πολύ αδύνατη, δεν είχε καμία δομή, στην οποία να μπορούσα να βασιστώ. Δεν είχα καμία περαιτέρω γνώση για τον Θεό. Δεν είχα διαβάσει ακόμα την Αγία Γραφή, αυτό έγινε πολύ αργότερα. Και κατά τη διάρκεια 5 ετών, δηλαδή από 11 έως 16 ετών, ήμουν εντελώς «επιστημονικός άθεος». Εργαζόμουν κιόλας ως εθελοντής στη μεγαλύτερη αθεϊστική οργάνωση, «Αμερικανική αθεϊστική κοινότητα». Η εξέχουσα ακτιβίστρια εκεί ήταν η Μάντελιν Μιούρεϊ Ο’Χέιρ (Madalyn Murray O'Hair). Αυτή συνέταξε μια αγωγή κατά της ανάγνωσης προσευχών στα κρατικά σχολεία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το 1963 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ να την εγκρίνει. Είχα σχέση με την εγγονή της, όταν ήμουν έφηβος (χαμογελά).

 

Τι έγινε μετά; Πέθανε ο παππούς μου και αμέσως μετά τον θάνατό του όλοι στην οικογένειά μου αισθάνονταν ξεκάθαρα ότι η ψυχή του βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί μας. Και ύστερα, μετά από 15 ή 20 λεπτά, η ψυχή του μας εγκατέλειψε. Το αισθανθήκαμε όλοι. Τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό το γεγονός αποτελεί μια καινούργια πληροφορία για μένα και τώρα πρέπει ν’ αναθεωρήσω τις απόψεις μου.

 

Άρχισα να ψάχνω. Αυτή η αναζήτηση διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες. Σαν να είχα πόνο στο μέρος όπου είναι η καρδιά μου και ο Κύριος μου αποκάλυψε την Ορθοδοξία. Στο σχολείο είχα έναν φίλο, μαζί με τον οποίο κάναμε μαθήματα μουσικής. Ο αδερφός του ήταν παντρεμένος με θρησκευτικό γάμο στην ορθόδοξη εκκλησία. Αποφασίσαμε να πάμε σ’ αυτήν την εκκλησία. Αυτός ο άνθρωπος ήταν Βαπτιστής κι έψαχνε να ενισχύσει τη χριστιανική του πίστη. Ήξερε ότι ο Χριστιανισμός έχει πολύ περισσότερα απ’ όσα λένε οι Βαπτιστές.

 

Πήγαμε στην εκκλησία και τη στιγμή που περνούσα την πόρτα, μου ήρθε απότομα το συναίσθημα ότι αυτή η πίστη είναι η σωστή και είναι η δική μου πίστη. Και ότι θα ζήσω και θα πεθάνω σ’ αυτήν την πίστη.

 

Μετά άρχισα να μελετάω την Κατήχηση και τελικά βαπτίστηκα σύμφωνα με τον ορθόδοξο τύπο. Όλ’ αυτά έγιναν περίπου σε ηλικία 17 χρονών. Το περίεργο γεγονός ήταν ότι το Μύρο, που χρησιμοποίησαν για το χρίσμα μου, ήταν από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Το Μύρο παρέμενε σ’ αυτήν την εκκλησία από τότε που ήταν υπό τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φυσικά, δεν καταλάβαινα τότε όλες αυτές τις τυπικές ιδιαιτερότητες. Η κατανόηση αυτών συνέβη πολύ αργότερα. Τώρα είμαι πεπεισμένος ότι η αποσχιστική διάθεση δεν μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Προκαλεί πολλά εξ’ αυτών και αποτελεί μεγάλη αμαρτία. Είμαι χαρούμενος που τώρα είμαι μέλος της κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και ως μέλος της μπορώ τώρα να πω στους παλαιοημερολογήτες και τα μέλη άλλων αποσχιστικών τάσεων, ότι αυτό δεν είναι ο καλύτερος τρόπος. Δεν είναι αυτό που πρέπει. Και η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια κοινότητα, αλλά είναι μέρος μιας πιο μεγάλης εικόνας.

 

– Στο Τέξας υπηρετούσατε ως προϊστάμενος μιας ορθόδοξης ενορίας. Γιατί αποφασίσατε να μετακομίσετε στη Βιρτζίνια, στη μονή του Αγίου Δημητρίου;

 

– Πρωτ’ απ’ όλα, όταν το 2008 άρχισα να υπηρετώ σε μια μικρή ιεραποστολή στο Όστιν (πολιτεία Τέξας), είπα αμέσως στους ενορίτες μου: «Είμαι ιερομόναχος. Τώρα υπηρετώ εδώ, αλλά οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να με στείλουν σε κάποιο μοναστήρι και πολύ πιθανόν να μην είμαι ιερέας της εκκλησίας σας για πάντα. Θα πρέπει να επιστρέψω στο μοναστήρι». Αλλά υποσχέθηκα στους ενορίτες ότι δεν θα επιζητήσω την επιστροφή μου μέχρι να εξοφλήσουμε το δάνειο για το κτίριο του ναού μας και βρήκα κατανόηση.

 

Τον Νοέμβριο του 2019 εξοφλήσαμε όλο το ποσό και μετά απ’αυτό άρχισα να επισκέπτομαι διάφορα μοναστήρια. Πήγα στη Μονή της Αγίας Τριάδος στο Τζόρνταβιλ, στη Μονή Υψώσεως Τιμίου Σταυρού στη Δυτική Βιρτζίνια, επισκέφτηκα τον Μητροπολίτη Ιωνά (Παφάχουζεν), όταν αυτός μαζί με την αδελφότητά του βρισκόταν ακόμα στα περίχωρα της Ουάσιγκτον. Σκόπευα να πάω στο Σιάτλ, στο μοναστήρι του Παναγαθού Σωτήρος, αλλά μετά απ’ όλα αυτά διορίστηκα απροσδόκητα σ’ ένα μικρό μοναστήρι της πολιτείας Μίτσιγκαν, όπου τότε διέμενε μόνο ένας μοναχός. Είναι το πιο βόρειο σημείο της ηπειρωτικών ΗΠΑ, η πόλη Χιούτον (Houghton), τον χειμώνα εκεί συχνά τα χιόνια φτάνουν σε ύψος 4 μέτρων. Είναι η τρίτη πόλη στις ΗΠΑ, όσον αφορά στην ποσότητα του χιονιού.

 

Αυτό το μοναστήρι ανήκε στη Μητρόπολη του Σικάγου και της Μέσης Αμερικής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Ρωσίας. Ο Επίσκοπος του Σικάγου Πέτρος μου είπε: «Πάτερ, δεν είναι υποχρεωτικό να μείνετε εδώ, αλλά, σας παρακαλώ, προσπαθήστε να το κάνετε».

 

Υπηρέτησα εκεί για επτά μήνες και μετά αισθάνθηκα ότι μου είναι καλύτερα να πάω στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, όπου και βρίσκομαι τώρα. Ο ηγούμενος, ο Δεσπότης Ιωνάς, ήταν πνευματικός πατέρας μου. Και φυσικά γνώριζα και τους μοναχούς. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση νιώσαμε ότι είμαστε αδέλφια. Δεν ήταν κάποιο είδος ανάλυσης, που διενήργησε το μυαλό, αλλά ήταν εντολή της καρδιάς.

 

Δεν συμβαίνει συχνά ένας μοναχός, αφού περάσει πολύ καιρό σ’ ένα μοναστήρι, όπως εγώ, μετά να πάει σε άλλο. Δεν είναι πάντα εύκολο πράγμα και δεν είναι πάντα προς το καλό, αλλά στη δική μου περίπτωση όλα πήγαν καλά.

 

Μου αρέσει πολύ να είμαι στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Κι ένα σημαντικό για μένα πράγμα εδώ συνίσταται στο ότι μου επιτρέπουν μια φορά τον μήνα να τελώ τη Λειτουργία σύμφωνα με το δυτικό τυπικό. Παρ’ όλο που είναι ένα συνηθισμένο μοναστήρι, όπου η ζωή κυλά σύμφωνα με το ανατολικό τυπικό. Εγώ, όμως, πέρασα πολύ καιρό στην εκκλησία με δυτικό τυπικό και αυτό το είδος ιεροπραξίας μού επιτρέπει να διατηρώ σε κάποιο βαθμό τις γνώσεις που έλαβα εκεί.

 

– Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου είναι το πρώτο μοναστήρι στην περιοχή της Ουάσινγκτον και ιδρύθηκε πρόσφατα. Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτό, για τη ζωή εκεί και για τους ενορίτες του;

 

– Στην αρχή είχε μόνο 3 ή 4 μοναχούς. Έμεναν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στη Ουάσινγκτον. Υπάρχει Ταμείο Αγίων Αρχαγγέλων και πολλοί δωρητές του γνώριζαν τον μακαριστό Επίσκοπο Βασίλειο (Ροντιάνκο). Βοηθούσαν τον Μητροπολίτη Ιωνά, ο οποίος ήταν επίσης πολύ στενό πρόσωπο για τον Δεσπότη Βασίλειο. Τον υποστήριζαν και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι τον ήξεραν από τα χρόνια της υπηρεσίας του στην Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής.

 

Χάρη σ’ αυτήν την υποστήριξη, αποκτήθηκε το νυν κτίριο της μονής, το οποίο βρίσκεται σ’ ένα μικρό οικόπεδο, αλλά πρόκειται για ένα ευρύχωρο σπίτι.

 

Ο Μητροπολίτης Ιωνάς έχει πλούσια εμπειρία στην ίδρυση μοναστηριών. Είχε λάβει ενεργό μέρος στην ανακαίνιση της Μονής Βαλαάμ στη Ρωσία, ήταν ηγούμενος ενός μοναστηριού στην Καλιφόρνια. Κι εγώ πρόσεξα τότε ότι σκόπευε να επεκτείνει το εδώ υπάρχον μοναστήρι. Όταν ήρθα σ’ αυτό το μέρος είχε μόνο έξι μοναχούς και τώρα είναι 11 και ακόμα δύο θα προσαρτηθούν στο εγγύς μέλον.

 

Το μοναστήρι εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Δεδομένης της εμπειρίας του Μητροπολίτη Ιωνά, ήταν κάτι το αναμενόμενο. Θεωρώ ότι έχουμε μια ισορροπία ανάμεσα στην «Ευχή του Ιησού», δηλαδή την εσωτερική προσευχή, την προσευχή της σιωπής, και την εξωτερική προσευχή στην εκκλησία. Τελούμε τις ώρες, τον όρθρο, τον εσπερινό, έχουμε τους ενορίτες μας. Όλ’ αυτά, όμως, είναι συνδεδεμένα με την «Ευχή του Ιησού», την πιο σημαντική για μας.

 

– Και ποιοι είναι οι ενορίτες σας;

 

– Ο κόσμος έρχεται στις ακολουθίες, ιδιαίτερα τα Σάββατα, όταν η Λειτουργία αρχίζει λίγο αργότερα. Εκτός τούτου, πολλοί μοναχοί μας τις Κυριακές τελούν τη Θεία Λειτουργία σε άλλους ναούς, αυτό αποτελεί μέρος του ιεραποστολικού έργου μας. Για παράδειγμα, στην εκκλησία του Οσίου Γερμανού της Αλάσκα στο Στάνφορντ, της πολιτείας της Βιρτζίνια. Εγώ και άλλοι δύο δόκιμοι θα υπηρετούμε σε μια καινούργια ενορία της πόλης Λουίσα, της πολιτείας της Βιρτζίνια, αφιερωμένη στην Αγία Άννα, την επίγεια γιαγιά του Χριστού.

 

Γενικά, έχω ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον διακόνημα – να επισκέφτομαι φυλακισμένους. Το είχα ξεκινήσει όταν ήμουν ακόμα στο Τέξας. Ήταν πολύ ευλογημένο έργο. Πάντως, στη Βιρτζίνια δεν κατάφερα ακόμα να το ξαναρχίσω. Πλην τούτου, έχω την ιδέα να ξεκινήσω να τελώ ακολουθίες στα Ισπανικά, για τους ισπανόφωνους Αμερικανούς. Προς το παρόν, η ιδέα αυτή προχωρά πολύ αργά. Θα δούμε τι μπορεί να γίνει.

 

Εκτός τούτου, ο Μητροπολίτης Ιωνάς επισκέπτεται συχνά τις ενορίες σε άλλα μέρη των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια των πανηγύρεών τους, στην περίπτωση που ο τοπικός Αρχιερέας δεν δύναται για κάποιους λόγους.

 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναθρέφουμε πνευματικά αρκετό αριθμό κόσμου, ιδιαίτερα τους νέους. Όταν λέω κάπου ότι ο επικεφαλής της μονής μας είναι ο Μητροπολίτης Ιωνάς, μου απαντούν συχνά το εξής: «Ο Μητροπολίτης Ιωνάς; Ακούω τις ομιλίες του για την Κατήχηση και άλλα θέματα. Με βοήθησαν πολύ στο να γίνω μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας».

 

Συνεπώς, το μοναστήρι μας επιτελεί πολύ σοβαρό ιεραποστολικό έργο.

 

– Όταν γνωριστήκαμε, σας είδα μετά τη Θεία Λειτουργία να παίζετε σ’ ένα μικρό πιάνο. Δίνετε συχνά τέτοιες συναυλίες και ποια μουσική συνήθως παίζετε; Και ποια είναι η αντίδραση των ενοριτών σας και των άλλων μοναχών; Επειδή σπάνια μπορεί ν’ ακούσει κανείς μη εκκλησιαστική μουσική σ’ ένα ορθόδοξο μοναστήρι.

 

– Όντως, πολύ σπάνια. Στον μοναχικό τρόπο ζωής στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν προβλέπεται η εκτέλεση μουσικών αποσπασμάτων. Επομένως, για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου δεν ασχολιόμουν με τη μουσική, εκτός από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν κι έκανα μαθήματα μουσικής. Ταυτόχρονα, όμως, στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία τέτοια πράγματα επιτρέπονται, σε κάποιο βαθμό. Μερικοί Επίσκοποί μας, καμιά φορά, συνεχίζουν να παίζουν πιάνο, όπως έκαναν, όταν ήταν κοσμικοί. Στη Ρωσία, επίσης, υπάρχουν μοναστήρια, όπου οι μοναχοί έχουν το ταλέντο να παίζουν μουσικά κομμάτια. Για παράδειγμα, παίζουν Μπαχ, μπορείτε να βρείτε τέτοιες ηχογραφήσεις το Διαδίκτυο.

 

Δεν προγραμματίζω ποτέ κάποιες συναυλίες, όμως όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται και με παρακαλούν να παίξω κι εγώ έχω ανάλογη διάθεση, τότε μου φέρνουν το πιάνο. Συνήθως παίζω κομμάτια του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν ή παλαιότερη μπαρόκ μουσική, όπως Φρανσουά Κουπερέν, Ζαν Φιλίπ Ραμό και κάποιους Άγγλους συνθέτες, όπως ο Χένρι Πέρσελ και ο Γουέιν Μπερντ.

 

Αλλά έχω μόνο ένα μικρό ηλεκτρονικό όργανο, απ’ όπου λείπουν κάποια πλήκτρα και ποδόπληκτρα. Δεν είναι κανονικό πιάνο. Πάντως, είναι αρκετό για να παίζω πιο παλιά μουσική και μερικά κομμάτια μεταγενέστερων συνθετών, π.χ. του Μότσαρτ.

 

– Και τι λέτε για τους Ρώσους συνθέτες, όπως ο Τσαϊκόβσκι, ο Ραχμάνινοφ, ο Προκόφιεφ;

 

– Λατρεύω τα έργα όλων αυτών συνθετών. Παίζω Ραχμάνινοφ, Μουσόργκσκι και ακόμη κάποιους Σοβιετικούς συνθέτες, π.χ. Σοστακόβιτς. Εμπνευσμένος από τον Μπαχ, ο Σοστακόβιτς συνέθεσε μια σειρά από πρελούδια και φούγκες. Μερικά από αυτά αποτελούν υπέροχα μουσικά έργα.

 

Ως μοναχός, βλέπω ότι μερικές φορές ο τρόπος ζωής ενός συνθέτη δεν αντιστοιχεί στην ομορφιά της μουσικής του. Καμιά φορά, μια υπέροχη μουσική μπορεί να είναι δημιουργημένη από όχι τέλειους ανθρώπους. Αλλά ίσως αυτό είναι η χάρη του Θεού. Ίσως ο Θεός τους επέτρεψε να κάνουν ένα καλό πράγμα στη ζωή τους.

 

Με τον ιερομόναχο Αϊντάν (Κέλερ)

συνομίλησε ο Ντμίτρι Ζλόντορεβ

Μετέφρασε από τα Ρωσικά στα Ελληνικά η Κατερίνα Πολονέιτσικ

Pravoslavie.ru

Το είδα εδώ 


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Η μακαρία Σαλώμη η δια Χριστόν Σαλή και η αγιαστική σχέση με τον Άγιο Νεκτάριο

 





Η Σαλώμη φρόντιζε αρκετούς ναούς τής περιοχής.
Είχε όμως ώς πνευματικό της καταφύγιο τόν ναό τού Αγίου Νεκταρίου. Εκεί ζούσε έντονα τήν παρουσία τού Αγίου.
Μέ την απλότητά της καί την εύλάβειά της στόν Άγιο, ανέπτυξε μία προσωπική άγιοπνευματική κοινωνία. Έβλεπε συχνότατα τόν Άγιο, τόν συμβουλευόταν σε πνευματικά θέματα καί έπισκέπτονταν μαζί τά σπίτια φτωχών καί άσθενών.
Αυτό δέν είναι μοναδικό φαινόμενο της Σαλώμης, άλλά τό συναντούμε καί σέ άλλες άγιασμένες σύγχρονες μορφές, όπως αύτήν τής Όσιας Σοφίας, τής άσκήτριας τής Κλεισούρας.

  Άκατάληπτα καί παράδοξα μας φαίνονται τα βιώματα της μακαρίας Σαλώμης καί μας παραπέμπουν σέ άντίστοιχες βιωματικές καταστάσεις των Αγίων Πατέρων.

Τά παρακάτω περιστατικά μάς δείχνουν μέ πόσο μεγάλη άνεση καί φυσικότητα ζούσε τήν σχέσι της μέ τόν Άγιο Νεκτάριο.
 Ό Γέροντας Ιωακείμ μάς διηγείται κάποιες καταστάσεις που έζησε ό ίδιος: «Αν καί ήμασταν ξαδέλφια γιά άρκετά χρόνια δεν την είχα συναντήσει. Άκουγα, όμως, ότι ήταν θεοσεβούμενη καί με πολλά χαρίσματα.
Αποφάσισα, λοιπόν, νά συζητήσω μαζί της γιά νά έχω ό ίδιος δική μου άποψη.

«Κάποιον χειμώνα κατέβηκα στό Θέρμο καί βρήκα τήν Σαλώμη νά διακονή στόν ναό τής Παναγίας. Όταν τελείωσε τό άναμμα τών κανδηλιών, άνέβηκα μαζί της στό εξωκκλήσι του Αγίου Νεκταρίου καί καθίσαμε έξω άπό τόν ναό καί τά λέγαμε... Μου άποκάλυψε γιά πρώτη φορά ότι βλέπει τόν Άγιο Νεκτάριο, ό όποιος την συμβούλευε τί πρέπει νά κάνη, πώς νά προσεύχεται καί γενικά τήν νουθετούσε.
»Σέ μιά άπό τίς πρώτες μου επισκέψεις είχα τήν επιθυμία νά δώ καί εγώ τόν Άγιο Νεκτάριο. Αφού μέ καλωσώρισε, μού είπε νά περάσω μέσα στό σπίτι της, τό οποίο είχε μόνον δύο κάμαρες. Στήν μία είχε άναμμένη φωτιά, γιατί ήταν χειμώνας καί είχε και ένα κρεβάτι. Μού λέει: 
-Εσύ θά κοιμηθής έδώ, έγώ θά κοιμηθώ σ’ αύτήν τήν κουρελού κάτω στό πάτωμα". Έτσι καί έγινε.
 Τό βράδυ σηκώθηκα νά κάνω τόν κανόνα μου καί επειδή είχε πολλή ζέστη καί φως, πήγα στό διπλανό δωμάτιο. Ένώ είχα άρχισει τόν κανόνα μου, ξαφνικά ακόυσα συνομιλία, μία άνδρική φωνή καί μία γυναικεία, αύτήν τής Σαλώμης. ''Πάγωσα" άκουγα πολύ καθαρά. Ήταν άραγε ό Άγιος Νεκτάριος;
Γιατί δεν μέ φωνάζει ή Σαλώμη; Τι νά κάνω;.
Δέν τολμούσα νά μπώ, γι’αύτό συνέχισα τόν κανόνα μου. Όταν τελείωσα, κουκουλώθηκα μέ μιά κουβέρτα, γιατί είχα παγώσει άπό τό κρύο καί κοιμήθηκα.
»Κάποια στιγμή ξυπνάω καί πάω νά μπω στό δωμάτιο, άλλά άκούω πάλι συζήτηση.
Νεύριασα γιατί δέν μέ φωνάζει ή Σαλώμη;
Θά μπώ καί ό,τι θέλει ας γίνη! Μπαίνω και βλέπω τήν Σαλώμη όρθια νά μού λέει:
- Ήταν έδώ ό Άγιος Νεκτάριος.
- Καλά, γιατί δέν μέ φώναξες εύλογημένη; Αύτή σιωπούσε.
- Τί σού είπε;
- Μέ ρώτησε: " Έχεις κανέναν έδώ;".
- Έχω τόν ξάδελφό μου, τού λέω καί αύτός μού άποκρίθηκε αύστηρά:
Δέν θά βάζης άλλη φορά έδώ άλλον!".
- Τί κάνατε τόσες ώρες;
- Στεκόταν όρθιος με υψωμένα τά χέρι καί προσευχόταν. Προσευχηθήκαμε μαζί.
Πήγα νά τόν ρωτήσω καί άλλα πράγματα καί μου έκανε νόημα, "σσστ!", βάζοντας το δάκτυλό του στό στόμα. 
-Σιωπή Σαλώμη, ή σιωπή είναι ή μεγαλύτερη άρετή!.

Άλλη φορά μου άποκάλυψε ή Σαλώμη ότι, πρίν συναντηθούμε, γιά πρώτη φορά, μετά άπό άρκετά χρόνια, ό Άγιος Νεκτάριος τής είπε χαμογελώντας:
- Αύριο Σαλώμη θά έρθη ένας δικός σου.
- Μά δέν έχω κανέναν δικό μου. Μήπως ό παπά - Ιωακείμ; Τότε ό Άγιος κατένευσε χαμογελώντας.
»Όταν άργότερα πήγα στό Άγιον Όρος καί τήν παρακαλούσα νά προσευχηθή για μένα, αύτή μού είπε: " Όταν κάνης τίς μετάνοιές σου, στήν τάδε ώρα, ό Άγιος Νεκτάριος είναι δίπλα σου". Μού είπε ακριβώς τήν ώρα πού κάνω μετάνοιες».
Κληρικός συντοπίτης τής Σαλώμης άκουγε καθαρά τήν συνομιλία της μέ τον Άγιο Νεκτάριο, άλλά δέν τόν έβλεπε.

Ή άνηψιά τής Σαλώμης κ. Μαρία Χριστογιάννη μάς διηγείται:
«Κάποτε πήγαν μέ τήν μάνα μου να άνάψουν τά καντήλια στόν Άγιο Νεκτάριο, μπήκαν μέσα στόν ναό καί έκλεισαν την πόρτα. Γιά μιά στιγμή μισοάνοιξε ή πόρτα μέ τρίξιμο καί λέει τής μάνας μου: "Μπήκε μέσα ό Άγιος Νεκτάριος". Ή μάνα μου όμως δέν είδε τίποτα».

Άλλή φορά έδειχνε ένα σκαμνάκι και έλεγε: «Εκεί κάθεται ό παππούλης», εννοώντας τόν Άγιο Νεκτάριο.
Συγκλονιστική είναι καί ή μαρτυρία του κυρίου Άγγελή Γεωργίου:
«Σέ μιά συνάντησί μας, μού έδωσε ένα σταυρό καί μού είπε: "Πάρε αυτόν τόν σταυρό, είναι ευλογημένος άπό τόν Παππούλη!".
Ετσι αποκαλούσε τόν Άγιο Νεκτάριο.
- Ήταν έδώ πρίν λίγο καί συζητούσαμε.
- Τί λέγατε; Τήν ξαναρωτάω έπιμόνως.
- Διάφορα! Μιλούσαμε γιά τόν κόσμο. Πηγαίνουμε τά βράδια καί εύλογούμε τά σπίτια στό Θέρμο!
- Άπό τό δικό μου περνάτε; Έμενα τότε στό Αγρίνιο.
- Ναί, περνάμε.
- Αφού περνάτε, γιά πές μου, ποιό είναι τό σπίτι μου; Δεν ήθελε νά άπαντήση, αλλά έγώ συνέχισα νά έπιμένω.
- Έ! ’Έ ! δεν είναι ένα σχολείο άπ έξω;
«Πράγματι ήταν άκριβώς έξω άπό ένα σχολείο».

Κάποιες φορές στις περιοδείες της μέ τον Άγιο Νεκτάριο έπαιρναν καί τόν παπά του χωριού.
- Χθές τό βράδυ πού ήσουν; ρώτησε ή Σαλώμη τόν π.Β.
- Στό σπίτι μου ήμουν.
- Μά δέν ήμασταν μαζί μέ τόν Άγιο Νεκτάριο καί ευλογούσαμε τά σπίτια του χωριού; ρώτησε ή Σαλώμη άπορημένη. Ό παπάς δήλωνε άγνοια, ώστόσο φαίνεται ότι ήταν ένάρετος καί νοιαζόταν γιά τό ποίμνιό του, προσευχόμενος πάντοτε γι’ αυτό.
Άλλη φορά έμφανίστηκε ό Άγιος καί μάλωσε τήν Σαλώμη, γιατί έλεγε στόν π. Ιωακείμ ότι τήν έπισκέπτεται.
Πρός τά τέλη τής ζωής της έλεγε στην άνιψιά της Μαρία ότι έβλεπε τόν Άγιο Νεκτάριο καβάλα σέ άλογο νά φέρνη γύρους μέσα στό Θέρμο καί νά εύλογή τούς κατοίκους του!
Κάποιοι όντως άκουγαν ποδοβολητά άλογου γύρω από τόν ναό του, άλλά δεν τόν έβλεπαν!
Πολλές φορές καί γιά πολλούς Αγίους άναφέρεται ή επιστασία τους μέ τόν συγκεκριμένο τρόπο. Συνήθως όμως άφορά στούς στρατιωτικούς Αγίους, όπως είναι ό Άγιος Δημήτριος, ό Άγιος Γεώργιος, ό Άγιος Μηνάς, οί Άγιοι Θεόδωροι κ.α.
Όταν πήγε προσκύνημα στήν Αίγινα, στόν τάφο τού Αγίου Νεκταρίου, έσκυψε καί αύτή γιά νά άκούση τόν κτύπο πού συνήθως άκουγε ό πολύς κόσμος, άλλά αυτή άκουγε νά γίνεται θεία Λειτουργία.
Ενθουσιάστηκε καί άρχισε νά φωνάζη! Τότε μαζεύτηκε κόσμος πολύς γύρω της, γιά νά δούν τί συμβαίνει. Ανάμεσά τους ήταν καί ένας Δεσπότης πού είχε λειτουργήσει στό Μοναστήρι. Την ρωτούσαν τί συμβαίνει καί αύτή έλεγε μέ θαυμασμό: «Πώ, πώ! Τί θαύμα είναι αύτό! Γίνεται Θεία Λειτουργία;» 

Από το βιβλίο του ιερομονάχου Προδρόμου«Σαλώμη,η μυστική εργάτις της αρετής
Ιερόν Κελίον Ευαγγελισμού της Θεοτόκου-Ι.Μ.Σίμωνος Πέτρα Άγιον Όρος





Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ο γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας για τον Άγιο Νεκτάριο

Οι βρωμερές συκοφαντίες που υπέμεινε ο Άγιος Νεκτάριος - Ορθοδοξία ...

 Μια και ανέφερες το Κάιρο, έχω κάτι να σε φανερώσω δια τον Άγιον Νεκτάριον, που ήτο εκεί, Επίσκοπος Πενταπόλεως. Αυτά που θα σε πω τώρα, θέλω να τα ενθυμήσαι, διότι θα σε χρειαστούν αργότερα, που εγώ δεν θα είμαι στη ζωή.

 Μια μοναχή που έχει χρήματα πολλά, θα πλανηθή και θα γράψη βιβλία κατά του Αγίου Νεκταρίου. Σου ομολογώ, κόρη, ο Νεκτάριος είναι Άγιος. Θα κλονισθή πολύς κόσμος απ'αυτά. Εσύ πρόσεξε τότε, όταν η μοναχή θα γράψη αυτά τα βιβλία, να ενθυμηθής τους λόγους μου. Θα σε αρχίσω τι έγινε στην Αίγυπτο.

 Ήμουν πολύ μικρός στην ηλικία, που ο άγιος ήτο Δεσπότης, δηλ. Επίσκοπος Πενταπόλεως. Ήτο έμπειρος πνευματικός, με πολύν ζήλον, με άγιον βίον και αρετήν. Έτρεχαν πολλοί εις τον άγιον, ιδίως γυναίκες και πολλοί πονεμένοι. Οι άλλοι κληρικοί και μοναχοί, βλέποντας ότι ο άγιος ειχε οπαδούς, δηλαδή πνευματικά τέκνα, τόσον φθόνησαν τον άγιον, ώστε πήγαν εις τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Σωφρόνιον και είπαν ότι ο Νεκτάριος είναι πόρνος αιρετικός και πολλά άλλα.

 Ο Πατριάρχης μη γνωρίζοντας την ζηλοφθονία τα πίστεψε και χωρίς να καλέση τον άγιον να τον ερωτήση, δηλ. να τον ανακρίνη, τον έπαυσε από Επίσκοπον Πενταπόλεως και από τα καθήκοντά των Γραφείων του Πατριαρχείου. Του έστειλε απολυτήριο γράμμα και τον υποχρέωσε να φύγη από την Αλεξάνδρεια και να πάη όπου θέλει. Ο Άγιος, δια να μη πολυλογώ, τα ξεύρεις αυτά, έφυγε και ήλθε εις την Ελλάδα. Και εδώ όμως είχε στείλει γράμματα στις Εκκλησίες, το Πατριαρχείο, με τις κατηγορίες κατά του Αγίου. Ακόμη και στο Υπουργείο Παιδείας είχαν στείλει έγγραφο από την Αίγυπτο που έλεγε ότι έφυγε από εκεί για ηθικούς λόγους.
 Ο Άγιος εσυγχώρεσε αλλά πόνεσε και εταλαιπωρήθη πολύ. Όμως, να δής, κόρη, τί έγινε στην Αίγυπτο:

 Μόλις ανεχώρησε ο Άγιος, με τη μεγάλη δοκιμασία και λύπη και ήλθε στην Ελλάδα, όλοι οι φθονούντες κληρικοί που τον κατηγόρησαν, δαιμονίσθησαν και
έπεσαν χάμου και ομολογούσαν την συκοφαντία των και όλες τις άδικες κατηγορίες κατά του Αγίου.
Βλέποντας ο Πατριάρχης το θαύμα, γνώρισε ότι γελάσθηκε από τους κληρικούς και έστειλε γράμμα να γυρίση ο Νεκτάριος Κεφαλάς εις την θέσιν του. Ο ευλογημενος, όμως, έπρεπε να γράψη και το θαύμα που έγινε. Και όπου έστειλε γράμματα με τις κατηγορίες, έπρεπε να στείλη άλλα που να ανακαλή, να επανορθώση και να αναφέρη και το θαύμα. Έτσι λοιπόν, και στην Εκκλησία της Ελλάδος έγραψε να γυρίση πίσω ο άγιος, αλλα δεν έλαβε πίσω αυτά που έγραψε, δηλ. τις κατηγορίες. Ο Άγιος δεν γύρισε, τα ξεύρεις αυτά. Λοιπόν, κόρη, αυτές τις τότε κατηγορίες, τις συκοφαντίες, θα λάβη σαν βάση η μοναχή και θα γράψη βιβλία κατά του Αγίου, αφού πρώτα πλανηθή. Να τα ενθυμήσαι αυτά και να μη σε κλονίση τίποτα για την Αγιότητα του Αγίου Νεκταρίου.

Ο αγαθός Τούρκος Καδής. Από τον Βίο του Γέροντος Ιερωνύμου της Αιγίνης

Μετά ήλθε εδώ ο Άγιος εις την Αίγιναν, εις το Μοναστήρι και εκοιμήθη εδώ. Ο Θεός τον εδόξασε. Ήλθα και εγώ εις την Αίγινα ν' αφήσω και εγώ τα λείψανά μου κοντά εις τον άγιον που έζησες εις τα χρόνια μας.
Πήγα κι άλλες φορές στον Γέροντα. Μου αποκάλυπτε και προέλεγε τα πάντα με υπερβολικές ακρίβειες. Επίσης τα πάντα έγιναν, όπως μου είπε.

Από το βιβλίο Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΊΝΗΣ υπό Σωτηρίας Νούση

Πηγή 

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Πρωτοχρονιά στη Σιβηρία, στο εκκλησάκι του π. Ιωνά-Φώτης Κόντογλου




Προχτές πήγα να δώ τον μπάρμπα - Ηρακλή Γιαβάσογλου, που τον λένε Γιαβάς-Θαλασσινόν από το κοσμογύρισμα που έκανε σ’ όλη τη ζωή του. Καθότανε στη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα και πυρωνότανε.
Φορούσε ένα καλπάκι από αστραχάν, κι είχε τρυπωμένα τόνα χέρι του μέσα στο μανίκι τα’ αλλουνού. Μου φάνηκε πως βρισκόμουνα στην καλύβα κανενός Γιακούτου, στις χιονισμένες χώρες, μέσα στην Ασία. Ο μπάρμπα-Ηρακλής είναι πολύ γέρος, ως ενενηνταπέντε χρονών, μα βαστά καλά, γέρος-αγέραστος.
Άμα τον είδα ντυμένον έτσι, χαμογέλασα. Κι εκείνος μου λέγει: «Ένα μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος. Τώρα που γέρασα κρυώνω με τούτη την τιποτένια ψύχρα. Κείνον τον καιρό που ταξιδεύαμε στα παγωμένα μέρη με τις καζάκες (έλκυθρα), το κορμί μας άναβε, κι ας κρεπάρανε οι πέτρες από το τάντανο»
Του λέγω: «Δε μου λές καμιά ιστορία, μπάρμπα-Ηρακλή, από κείνα τα μέρη;».
«Μετά χαράς να σου πώ», μου λέγει. «Σε τούτον τον μάταιον τον ντουνιά, ούλα γίνουνται ιστορίες και περνούνε. Μα σήμερα θα σου πώ μιαν ιστορία καλή, και τη θυμήθηκα λίγο πρίν νάρθεις, την ώρα που άναψα τη φωτιά και μυρίσανε τα ξύλα. Με τη μυρουδιά και με τα’ αστραχάν που φόρεσα στο κεφάλι μου, ήρθανε στο νού μου καθαρά, σαν νάτανε προχτές, κάτι πράματα ξεχασμένα, πρίν από τον Ρωσο-Γιαπωνέζικον πόλεμο. Κείνη τη χρονιά βρέθηκα… Για πες που βρέθηκα;… Στη Σιβηρία!».
Εγώ, σαν άκουσα «Σιβηρία», ενθουσιάστηκα, και τον αγκάλιασα τον μπάρμπα-Ηρακλή, που χαμογελούσε και με κοίταζε καλοκάγαθα. Με όλο που ήξερα πως είχε ταξιδέψει σ’ όλη την υδρόγειο σφαίρα, μ’ όλα ταύτα δεν περίμενα νάχε πάγει και στη Σιβηρία.
Πήγα δυό φορές στη Σιβηρία, μούπε, κι έχω να σου πω πολλές ιστορίες. Ήτανε κι άλλοι Ρωμιοί πηγαιμένοι σε κείνα τα μέρη. Σήμερα θα σου πώ την πιο καλή ιστορία, και μπορείς να τη γράψεις στη φημερίδα, οι μέρες πούναι. Το λοιπόν, σαν τέτοιες χρονιάρες μέρες , Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, βρέθηκα, όχι μονάχα στη Σιβηρία, αλλά πέρασα και στο νησί που το λένε Σαχαλίνα. Γι αυτό σου λέγω πως η σημερινή ιστορία είναι σπουδαία από τις σπουδαίες. Στη Σαχαλίνα δεν μπορούσε να πάγει όποιος κι όποιος, γιατί εκεί πέρα βρισκότανε οι φυλακές που στέλνανε τους βαρυποινίτες απ’ ούλη τη Ρουσία. Το λοιπόν, σ’ αυτό το μέρος έκανα Χριστούγεννα και τα’ αγιού Βασιλείου, κι έκλαψα, γιατί πήγα και λειτουργήθηκα σε εκκλησία! Και τι εκκλησία: Ορθόδοξη σαν τις δικές μας, με παπάδες σαν τους δικούς μας, με εικονίσματα, με ψαλμωδίες σαν τις δικές μας. Το «Πάτερ ημών», το «Κύριε ελέησον», κι άλλα γράμματα, τα λέγανε ελληνικα. Που; Εκεί που θαρρεί κανένας πως βρίσκεται στον άλλον κόσμο.
Μπόρεσα και πήγα στη Σαχαλίνα, γιατί ήμουνα τότες μαζί μ’ έναν Ρούσο μηχανικό Αντρώποφ, που είχε άδεια να πάγει να κάνει εξέταση για πετρέλαια. Γιατί αυτό το καταραμένο νησί τι δεν βγάζει: Κάρβουνο, πετρέλαιο, χρυσάφι, σίδερο, ψάρια, γούνες, φώκες, φάλαινες…    Μ΄ όλο που είναι πολύ μεγάλο, δεν έχει καμιά πολιτεία απάνω του, εξόν από πεντέξι μαζέματα καλύβες, το Ντουέκ, τα’ Αλεξαντρόβσκ, το Ονόρ, κι ένα-δύο άλλα. Σ’ αυτά τα μέρη βγάζανε πετροκάρβουνο. Δουλεύανε Ρούσοι, Τάταροι, Αρμένηδες, Έλληνες και Τούρκοι, ούλοι ύποπτοι, της κοπριάς τ’ άνθος. Το νησί αυτό το λέγανε καταραμένο από τις φυλακές, από τα κάτεργα, που τα λέγανε κι οι Ρούσοι Κάτοργκα. Το τι είδανε τα μάτια μου, όσον καιρό κάθισα σ’ αυτόν τον τόπο, και τι σκληρά πράγματα άκουσα να λένε για τους καταδίκους, θα σου τα πώ άλλη φορά. Υπήρχανε κάτεργα σε δυό-τρία μέρη, όλα στο ίδιο σχέδιο, τα γραφεία, η εκκλησία, η καζάρμα, δυό-τρία μικρομάγαζα, κι οι φυλακές, κάτι μπουντρούμια, που καλύτερα να πεθαίνει κανένας στην καρμανιόλα, παρά νάναι ζωντανός εκεί μέσα.
Εξόν απ’ αυτά που είπα, εκείνο τα’ απέραντο νησί ήτανε έρημο. Από τη μεγάλη στεριά της Ταταρίας το χωρίζει ένα μπουγάζι, που έχει φάρδος από 12 έως 50 μίλια. Τον χειμώνα παγώνει αυτό το μπουγάζι, και περνάνε από την Ταταρία κρυφά Τάταροι, Μογγόλοι και άλλοι. Περνάνε από τη στεριά και αγρίμια. Περνούσανε από το νησί στη στεριά και κατσάκηδες (δραπέτες), που καταφέρνανε να φύγουνε από τα κάτεργα και γυρίζανε μέσα στα χιόνια οι δυστυχισμένοι, χωρίς θροφή, χωρίς τίποτα. Οι περισσότεροι πεθαίνανε.
Εγώ με τον μηχανικό είχαμε ξεμπαρκάρει στη Σαχαλίνα μπαίνοντας ο Δεκέμβριος. Επειδή ήμουνα ορθόδοξος, με περιποιόντανε  πολύ όπου πήγαινα γιατί, μ’ όλο που οι πιο πολλοί ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού, είχανε μεγάλο σέβας για τη θρησκεία. Τα Χριστούγεννα βρέθηκα σ’ ένα χωριό που το λέγανε Μοτνάρ, απάνω στην ακροθαλασσιά που κοιτάζει στο τατάρικο μπουγάζι. Εκεί πέρα βρήκα κι ακόμα ένα Ρωμιό από τα μέρη της Μακεδονίας, που είχε δυό-τρία χρόνια σ’ αυτό το μέρος και πήγαμε μαζί και προσκυνήσαμε στην εκκλησία. Ήτανε κανωμένη με ξύλα, αλλά στο σχέδιο ήτανε απαράλλαχτη με τις δικές μας, με κουμπέ και με καμπαναριό, με τέμπλο, με μανάλια, με όλα τα καθέκαστα σαν τις δικές μας εκκλησιές. Την είχανε στολισμένη για τα Χριστούγεννα, «Ροζντεστβό Χριστόβο». Η σκεπή της ήτανε φορτωμένη από χιόνι. Τα καλύβια τα μισά χωμένα στο χιόνι. Χιόνι! Χιόνι! Χιόνι!
Τη νύχτα, εκεί που κοιμώμουνα, με ξύπνησε η καμπάνα. Νόμισα πως ονειρεύουμαι, ν’ ακούγω καμπάνα της εκκλησιάς μας, ύστερα από χρόνια που είχα ζήσει μέσα στις ερημιές, χωρίς καλά-καλά να βλέπω άνθρωπο. Σηκώθηκα κι έκανα τον σταυρό μου, ντύθηκα και τράβηξα κατά την εκκλησία. Τη βλέπω από μακριά και φεγγοβολούσε από τα πολυέλαια, κι από τις λαμπάδες, κι οι άνθρωποι περπατούσαν μέσα στο χιόνι με φανάρια στα χέρια, και πηγαίνανε κατά την εκκλησιά από τα καλύβια τους. Δάκρυσα! Τι είναι η θρησκεία για τον άνθρωπο!
Μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί κι ανεσπάσθηκα την εικόνα του άγιου Παντελεήμονα. Ύστερα πήγα και στάθηκα σ’ ένα στασίδι. Ο παπάς ήτανε ως σαράντα χρονών με ξανθά ανάρηα γένεια, με τ’ απανωκαλύμαυκο, με το φελόνι, με το πετραχήλι, με το θυμιατό στα χέρια. Πέρασε από κοντά μου και με θύμιασε., εγώ έσκυψα, έσκυψε και εκείνος. Έλεγα πως βρισκόμουνα στ’ Άγιον Όρος. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήτανε γονατιστοί, με το κεφάλι σκυμμένο στη γή. Διάφορες φυσιογνωμίες, λογιών-λογιών ράτσες, Ρούσοι στρατιώτες, Τάταροι, Μογγόλοι, Οροχόνοι, Γκόλντοι, Κοζάκοι. Είδα και κάτι ανθρώπους αλλοιώτικους. Ήτανε κοντόσωμοι και με μικρά ποδάρια, τριχωτοί σαν ουραγκουτάγκοι. Τα πρόσωπά τους δεν φαινόντανε από τα μαλλιά, από τα μουστάκια κι από τα γένεια. Στεκόντανε συμμαζεμένοι σαν φοβισμένοι, ήσυχοι, ταπεινοί. Μου είπανε πως τους λέγανε Άϊνος, και πως ήτανε ντόπιοι της Σαχαλίνας, οι πιο αθώοι άνθρωποι που έπλασε ο Θεός. Είναι μια φυλή με τους Γιαπωνέζους, μονάχα πως οι Άϊνος βρίσκουνται σε άγρια κατάσταση. Υστερώτερα έκανα γνωριμία με κάμποσους τέτοιους, ταξίδεψα και μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι ψαράδες και κυνηγοί, κι εξόν από τη Σαχαλίνα, βρίσκουνται κι απάνω στα νησιά που είναι βορεινά από τη Γιαπωνία.
Σαν απόλυσε η εκκλησία και πήρα αντίδωρο, δεν ήθελα να φύγω, τόσο με τραβούσε η εκκλησιά. Καταλάβαινα σαν να βρισκόμουνα στον τόπο μου με τους δικούς μου. Επειδής ήμουνα νεοφερμένος, ήρθανε κοντά μου κάμποσοι ντόπιοι και με ρωτούσανε από τι έθνος είμαι, από πού ήρθα και για ποια δουλειά. Φχαριστηθήκανε πολύ που ήμουνα Έλληνας, «Γκρέκ όρτοντόξ», και με καλέσανε να πάγω στα σπίτια τους. Κι οι στρατιώτες ακόμα, που ήτανε άγριοι και απότομοι, κι αυτοί μου μιλούσανε γελαστοί. Κατά βάθος, όλοι ήτανε καλοί άνθρωποι.
Τους είπα πως θα φεύγαμε την άλλη μέρα για τα βορεινά της Σαχαλίνας, για τη δουλειά μας. Μούπανε, πως εκεί που θα πάγω, βρίσκεται ένας άγιος άνθρωπος, ένας καλόγερος, «μονάχα», λεγόμενος πάτερ Ιωνάς, που ζεί σ’ εκείνην την έρημο πολλά χρόνια, και πως δεν τρώγει τίποτα, και πως σ’ αυτόν πηγαίνουνε όσοι νησιώτες θέλουνε να ξομολογηθούνε, για να τους βλογήσει να μη πάθουνε κακό στη θάλασσα και στη στερηά, καθώς και όσοι κατάδικοι τύχει να δραπετέψουνε από τα κάτεργα, σ’ αυτόν καταφεύγουνε να τους προστατέψει από τους στρατιώτες, επειδής οι στρατιώτες κι οι άνθρωποι του τσάρου φοβούνται να τον αγγίξουνε, γιατί όποιος τον αγγίξει ή του αντιμιλήσει, πεθαίνει. Και πως αυτός ο ασκητής είχε ένα καράβι, και μ’ αυτό κυκλόφερνε ένα γύρω στο νησί, και γλύτωνε όσους κατσάκηδες (δραπέτες) εύρισκε να κινδυνεύουνε να πνιγούνε μέσα σ’ εκείνες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, επειδή φεύγανε με παλιόβαρκες.
Την άλλη μέρα φύγαμε με τον κυρ-Αντρώποφ. Περπατήσαμε δύο μερόνυχτα καβάλλα στ’ άλογα, σε κάποια μέρη πιο έρημα απ’ όσα είχα ιδωμένα. Δεν συναπάντησαμε μηδέ έναν άνθρωπο, μηδέ μια καλύβα. Τίποτα! Τέλος φτάξαμε σ’ ένα μέρος, απ’ όπου είδαμε τη βορεινή θάλασσα που τη λένε Θάλασσα του Οκχότς, κι είδαμε τον βορεινόν κάβο της Σαχαλίνας, μια μύτη από άμμο, τον κάβο-Μαρία. Εκατομμύρια πουλιά πετούσανε απάνω από την ακροθαλασσιά, και μας ξεκουφαίνανε με τις φωνές τους. Σαν φτάξαμε κοντήτερα, είδαμε απάνω στην ακρογιαλιά έναν μεγάλο σταυρό στημένον απάνω σ’ έναν βράχο, και κανωμένον από δύο δέντρα σταυρωμένα. Πήγαμε κοντά και διαβάσαμε γραμμένα στα ρούσικα «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Απομείναμε αμίλητοι, κοιτάζοντας αυτόν τον σταυρό που στεκότανε μέσα σε κείνη την ερημιά. Βγάλαμε τα καλπάκια μας, κάναμε τον σταυρό μας και τον ανασπασθήκαμε με ευλάβεια.
Ακόμα θυμάμαι πως απομείναμε βουβοί κάμποση ώρα από τη μεγαλοπρέπεια που είχε εκείνη η άγρια τοποθεσία. Πέρα άπλωνε η βορεινή θάλασσα αφρισμένη, νερό ατελείωτο και έρημο. Αποπίσω μας ήτανε ένα πυκνό δάσος. Μπροστά μας φαινότανε ο κάβο-Μαρία, μια μύτη άμμο. Ο άμμος άπλωνε ολόγυρα στον κάβο, γιατί όπως φαίνεται, τον σκορπούσανε και τον στοιβιάζανε οι φοβεροί αγέρηδες που ερχόντανε από τον βόρειον ωκεανό, κι ήτανε αυτός ο άμμος κύματα-κύματα, σαν τη θάλασσα, και τόσο βαθύς, που βουλιάζαμε, εμείς και τα άλογα.
Σαν περάσαμε τον άμμο κι ανηφορίσαμε λίγο, είδαμε ένα παληό σπίτι κανωμένο από δέντρα, που υα είχανε μαυρισμένα η βροχή, το χιόνι κι ο αγέρας. Στη βορεινή μπάντα είχε έναν μικρόν πύργο μ’ έναν σταυρό στην κορφή του.
Πήγαμε κοντά στην πόρτα και χτυπήσαμε. Μα κανένας δεν ακούσθηκε από μέσα. Πιάσαμε και φωνάξαμε, και τότε φανερωθήκανε δυό-τρείς Άϊνος που καθότανε πίσω από το σπίτι, στ’ απάγκειο, για να φυλαχθούνε από τον αγέρα, και μας είπανε τσάτρα-πάτρα πως ο ασκητής έλειπε με το καράβι, και πως τον περιμένανε κι αυτοί να τους βλογήσει. Μας είπανε να περάσουμε μέσα στο σπίτι και να μείνουμε ως νάρθει ο καλόγερος, γιατί φχαριστιότανε πολύ όποτε εύρισκε ξένους στο σπίτι του, που ήτανε πάντα ανοιχτό.
Για να μην τα πολυλογούμε, καθήσαμε δυό μέρες στο σπίτι. Την Τρίτη μέρα τα χαράματα, μας ξυπνήσανε οι σκύλοι που είχανε οι Άϊνος. Σαν βγήκαμε έξω, είδαμε μια σκούνα που φουντάριζε και μάζευε τα πανιά της. Σε λίγο βγήκανε με τη βάρκα τρείς νοματαίοι, κι ερχόντανε κατά το σπίτι. Μπροστά πήγαινε ένας καλόγερος ψηλός κι αδύνατος σαν σκέλεθρο. Σαν πήγαμε κοντά του, σκέπασε τη σκούφια του με το επανωκαλύμαυκο, και μας βλόγησε. Τα γένεια του ήτανε ανάρηα κι άσπρα.
Μέσα στο σπίτι είχε μια εκκλησιά πολύ μικρή. Εκεί λειτουργηθήκαμε την Πρωτοχρονιά, γιατί ο πάτερ Ιωνάς ήτανε ιερομόναχος, «ότετς Γιονάς». Τι να σου πω κυρ-Φώτη, εσύ που αγαπάς τα θρησκευτικά! Τέτοια λειτουργία δε μπορώ να την παραστήσω! Ο πάτερ Ιωνάς έψελνε, κι ολοένα έλεγε «άγιος Βασίλιε», και θαρρούσες πως λειτουργούσε ο ίδιος ο άγιος Βασίλειος. Πού;  Στη Σαχαλίνα, στον κάβο-Μαρία! Όξω φυσομανούσε ο αγέρας με το χιόνι, κι ακουγότανε το βογγητό της θάλασσας. Μέσα είμαστε: εγώ, ο Αντρώποφ, ένας Μογγόλος που είχε τάλογα, κι οι τρείς Άϊνος. Τα κονίσματα, όπως μούπε ο καλόγερος, ήτανε αγιορείτικα. Ο ίδιος ο πάτερ Ιωνάς είχε κάνει στ’ Άγιον Όρος, στα Καρούλια, και μιλούσε τα ελληνικά. Είχε κι έναν γέροντα Γερόντιο απ’ τ’ Αϊβαλί, κι έλεγε πως ήτανε άγιος. Σαν γύρισε στη Ρουσία, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο Τόμσκ. Μα σαν έμαθε τι μεγάλη δυστυχία ήτανε στη Σαχαλίνα με τα Κάτοργκα, αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του για να ανακουφίσει εκείνους τους δυστυχισμένους. Είχε 40 χρόνια στη Σαχαλίνα. Αυτός έκανε Χριστιανούς τους Άϊνος. Οι κακόμοιροι φιλούσανε τα χέρια μου και λέγανε χαρούμενοι δείχνοντας με «Ορτοντόξ! Ορτοντόξ!». Σ’ όλη τη λειτουργία έκλαιγα, εγώ που πέρασα του λιναριού τα πάθη χωρίς να δακρύσω.
Αναρτήθηκε από Περιοδικό ΕΝΔΟΝ

Πηγή 

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

The Saint, the Priest, and Face-tattoos




By Fr Photios Parks

Some years back, there was a point in my life when I didn’t give a second thought to the Saints. I really didn’t see how they had any place within my faith. In Bible College and in Protestant seminary, I was fed the idea that saints were either a type of good luck charm to sell my house, a statue in your yard to attract birds, or they were individuals likened to magicians whose bones were exploited in medieval times. Fortunately, I had a life-changing experience that dispelled my incorrect notions about Saints and changed my whole paradigm in the way I view these holy servants. I now can’t imagine myself living my life without their guidance and assistance.

There was a time in my life where I was a director of a large Protestant homeless shelter in a major Northeastern city. In that director role, I was responsible for the physical and spiritual wellbeing of thirty-men that were recently released from prison or who had been homeless on the streets. One thing I noticed as I ministered to these men is that I kept hearing a similar story about the churches that they attended. They would go to churches where their charismatic preachers would tell them something like: “If you tithe to our church, God will bless you abundantly.” This is a common theological mark of the health and wealth/prosperity-movement within some Protestant circles. Many of these formerly homeless men would offer all the money they had to that pastor in order to receive the promised blessings. Sadly, those blessings of wealth, health, and all their desires never came to fruition for those men. Instead, the men’s lives would continue to cycle through immense poverty and hardship.

I found myself wanting to prove to these spiritually manipulated men within our program that not all churches operated with this prosperity-gospel technique. I came up with the idea to take “fieldtrips” to local churches so that they could meet different church leaders and see different types of church traditions that differed from those over-promising pastors. On these church fieldtrips, the group of gentleman was able to see one of the first AME churches, Reformed churches, main-line churches, and hipster churches. The group of men asked plenty of inquiring questions and got to take wonderful church tours.

One of the last churches in the area that we visited was a large, Greek Orthodox Church. Up to that point, I myself had almost no familiarity with Orthodoxy and so as we ventured to this odd-looking church with Greek inscriptions on the outside of its church building, I had no idea what to expect.

The Orthodox Priest, dressed in his cassock, graciously welcomed our group at the door. As we entered into the narthex of the church, we were welcomed into the space by a beautiful picture resting on an ornate stand. Emblazoned in gold and jewels, the icon depicted a female saint. One of the men in our group blurted out at the sight of the icon, “why do you have graven images?” He clearly was leaning on his understanding of the Old Testament and saw this icon as a type of graven image and an offence to God.

Hearing this question, in a patient and kind way, the priest explained that on this particular day, the Orthodox Churches celebrates the Saint Agatha. The Priest then began to describe to our group Saint Agatha’s life.1 He stated that Saint Agatha lived in Italy in the third century and that she was a follower of Christ. Agatha was a beautiful young woman, whom many men wanted to marry. But Agatha, as a follower of Christ, wanted to retain her holiness and to live set apart for the sake of her Savior and chose to not marry. A wealthy pagan by the name of Quintianus, captivated by Agatha’s beauty, asked for her hand in marriage. Agatha denied Quintianus’ advancements and declared to him that she wanted to remain a virgin for the entirety of her life. Quintianus, enraged by Agatha’s rebuke, first proceeded to parade Agatha into the town center and with the townspeople watching, Quintianus had his servants cut-off Agatha’s breasts. Quintianus, again asked a final time for Agatha’s hand in marriage, as if the previous inhumane mutilation could compel someone toward marriage, and again Agatha rebuked him and pledged herself to Christ and to holiness. Again, fueled by rage, Quintianus as a last final act to exploit Agatha’s desire for purity, had her stripped bare in front of all of the town’s onlookers and then had her dragged to her death tied behind a horse-drawn carriage.

As the Priest told us this dramatic story, I noticed out of the side of my eye, one of the gentlemen in the group was acting a bit strange. He was sort of pacing around, clenching his fists, and mumbling under his breath. He looked as if he was teetering the line between anger and crying. I hadn’t really known this particular man, who we will call “Shawn,” as he was new to the group and to our program. Shawn was visually intimidating as he stood 6 foot 3 inches, had intense eyes, and tattoos all over his face. He looked similar to the giant man on the movie The Green Mile, but scarier.

My mind was racing as I began noticing this gigantic man become more and more frustrated. Bad scenarios played out in my head: Was he going to knockout this kind, old priest? Was he going to breakdown in tears? Heaven forbid—would he try to damage the icon of Saint Agatha? I decided, hesitantly, to go over and speak with Shawn to attempt to calm him down. Having not yet established trust with Shawn, I tried my best to be sympathetic to the large, pacing man.

I said to him, “Shawn, what’s going on man? I can tell you’re frustrated…is there anything I can do for you right now?”

Still pacing, clinching his fist and with tears in his eyes, he angrily said to me, “Why would they do this?”

“I don’t know Shawn, pictures aren’t a part of my tradition,” I answered him assuming he was talking about the icon.

He shrugged off my answer, “No, why would they make her a saint?”

Again, winging it: “I don’t know Shawn, I don’t fully understand the saint thing.”

He replied, crying at this point, “Why would they make her an example?”

“I don’t know, Shawn” is all that I could come up with. Shawn didn’t punch the priest or turnover the icon.

I met with Shawn the following day to debrief the situation, as I wanted to figure out what had happened the previous day. Shawn broke down that day in my office. He explained to me how his mom had been raped as a teenager and that her pregnancy with Shawn was the result of that rape. He described to me in graphic detail how almost everyday his mother reminded him that he was the result of rape and she routinely punished him for it. Shawn then described how as a result of all the pain he felt in his life, and all the mistreatment he had received, he too proceeded to hurt others throughout his life.

He then explained to me that in hearing Saint Agatha’s story it was unimaginable how someone like that, someone abused so harshly, could be an example for the Christian faith. It was even more puzzling to Shawn that someone like Agatha could be considered a saint. He was awestruck at how God and a Church could look at someone so damaged, so broken, and declare that someone like Agatha is holy.

Shawn saw himself in Saint Agatha’s life. He saw in her life a guide for his own. He saw in her hope for his own torture. He had found a Savior who did not deem him cursed or too broken for salvation. He had found a Church that gave him the opportunity, even with all of his shame and brokenness, to become something beyond his shortcomings. He began the process of recognizing that within Christ there was hope for him to become holy and to even to become an example of the faith for others. There was a place and purpose within his life and that all of the pain he experienced could be a part of his turning toward holiness. Shawn joined that Orthodox Church. Seeing a 6’3’’ African-American man with face-tattoos standing amongst Greek yia-yias at a Greek-festival laughing together and sharing jokes was like catching a small glimpse of heaven.

Saint Agatha is recognized as a Saint within the Eastern and Oriental Orthodox, Catholic, and Anglican traditions. She is just one of thousands of shining beacons of holiness in the church’s history of raising up holy and set apart disciples of Christ. Saints aren’t vessels to help us find lost items as I had previously thought. Saints exist to be vessels for us as tangible witnesses that the places of loss within our own hearts do not define who we truly are. Rather, the fact that Christ sees all of us as bearing the image of God is the foundation for us to continue to pursue Christ and the holiness that stems from being within his fold.

Saint Augustine once wrote, “There is no saint without a past, no sinner without a future.” For people like Shawn, and myself, the saints show us by their examples that we are destined for greatness as even the most shameful moments we experience in our life are merely part of the journey of transformation within the theosis process as we are becoming holy like God is holy. Saints are alive in Christ, but they lived as holy humans when they were on earth. Because of their holiness, saints like Agatha fully understand the challenges and triumphs that we experience in our lives and because they know our hearts, we can look to them as guides and beacons for our own lives, and we can graciously ask for their prayers as they worship Christ in paradise.

Saint Agatha and all the Saints pray to God for us!



From the Introduction of the forthcoming book:
“Holiness in the Hardship: Saints of Strength for Common Folks” by Fr Photios

1. This is only one account of the life of Saint Agatha.

Source

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Πώς έγινα Ορθόδοξος -Tristram Engelhardt Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιατρικής



Στο Συνέδριο που διοργάνωσε στο Βουκουρέστι το Κέντρο Περίθαλψης και Φροντίδας συμμετείχε, όπως αναφέρθηκε και στο κύριο θέμα του τεύχους αυτού, και ο Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιατρικής Tristram Engelhardt. Ο κ. Engelhardt γεννήθηκε στο Τέξας των ΗΠΑ από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς, αλλά ο ίδιος έγινε Ορθόδοξος σε ώριμη ηλικία, λαμβάνοντας το όνομα Herman (Γερμανός), από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκας. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική και σήμερα είναι Καθηγητής των δύο αυτών επιστημών σε Πανεπιστημιακές Σχολές στο Χιούστον του Τέξας. Οι έρευνές του έχουν γίνει κυρίως στον τομέα της Βιοηθικής και η σημαντικότερη συμβολή του στην Ορθόδοξη ηθική είναι το βιβλίο του «Τα θεμέλια της Χριστιανικής Βιοηθικής».

Κατά την διάρκεια της συζητήσεως στο Συνέδριο στο Βουκουρέστι, του τέθηκε και η ερώτηση, πως έγινε ορθόδοξος. Η απάντησή του δημοσιεύεται κατωτέρω απομαγνητοφωνημένη από την απευθείας μετάφραση που έκανε ο κ. Αναστάσιος Φιλιππίδης.

Herman Τristram Engelhardt: Πως έγινα Ορθόδοξος

Πως έγινα Ορθόδοξος; Η απάντηση είναι: Μόνο μέσω της αγάπης του Θεού.

Μια φορά ήμουνα στο Άγιον Όρος κι ένας Μοναχός μου λέει: «Κοίτα τριγύρω σου όλους αυτούς τους ανθρώπους. Η μετάνοια όλων αυτών των ανθρώπων είναι ένα θαύμα από το Θεό».

Είχα πολύ ευλαβείς Ρωμαιοκαθολικούς γονείς που με έστειλαν σε ένα πολύ καλό Ρωμαιοκαθολικό σχολείο, και στην Ε τάξη διάβαζα την ιστορία της Εκκλησίας και αντιλήφθηκα ότι την Εκκλησία των πρώτων 5 αιώνων δεν την είχα δη ποτέ. Και ρώτησα μια μοναχή: «Γιατί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι σαν την πρώϊμη Εκκλησία;», Η αδελφή με κοίταξε σαν να ήμουνα τρελλός. Και μια και ήμουνα Ε τάξη έμεινα ήσυχος.

Το Δημοτικό μου φαινόταν πολύ βαρετό, αλλά μου άρεζε η λειτουργία. Και ήμουνα παπαδάκι και μου άρεσε πολύ, και μια και ήμουνα τεμπέλης, όταν πήγαινα στο Ιερό δεν πήγαινα σχολείο. Μου άρεζε περισσότερο αυτό, παπαδάκι στην εκκλησία.

Στην 8η τάξη, το 1954, ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας μου είπε ότι ένας Ουνίτης επίσκοπος θα ερχόταν από την Παλαιστίνη και αυτός θα τελούσε τη λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Δεν την ήξερα και θα έπρεπε να την διαβάσω για να γίνω το παπαδάκι στην λειτουργία. Και αυτό έκανα. Αλλά δεν ήξερα ότι θα υπάρχη κι ένας Όρθρος πριν από αυτό, οπότε επί μιάμιση ώρα δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Και μετά αυτός ο ηλικιωμένος Επίσκοπος ήρθε στο μέρος μου και μου είπε: «Έλα εδώ, αυτό είναι για σένα. Όλος ο αληθινός Χριστιανισμός θα εξαφανισθή στη διάρκεια της ζωής σου από τη Δύση. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη από την Ανατολή και αυτό θα είναι πολύ σημαντικό για σένα». Νόμιζα ότι είναι τρελλός. Του λέω: «Τι;» Και μου είπε: «Όλος ο Χριστιανισμός θα εξαλειφθή από την Δύση στην διάρκεια της ζωής σου. Ο αληθινός Χριστιανισμός θα έρθη ως φως από την Ανατολή». Ρώτησα το πατέρα μου: «Τι λέει αυτός; Είναι ένας τρελλός άνθρωπος από την Παλαιστίνη;». Και συνέχισα να ζω την ζωή μου.

Το 1984 κάποιος μου τηλεφώνησε από τον άνθρωπο που είχε έρθει δεύτερος στις τελευταίες εκλογές για Πάπας της Ρώμης. Εφόσον ήταν υποψήφιος για Πάπας έπρεπε να ξεκινήση νωρίς, όπως και ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και μάζευε μια ομάδα διανοουμένων για να τον βοηθήσουν στην προεκλογική του εκστρατεία και μου ζήτησε να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς. Και μου είπανε να πάω για έξι εβδομάδες στο Μιλάνο. Λέω δεν μπορώ να πάω για 6 εβδομάδες είμαι πολύ απασχολημένος. Τότε όμως η δεύτερη κόρη μου, η οποία αν μπορώ να το πω, είναι τρελλή μαζί μου, (η πρώτη είναι 38 χρονών και έχει 4 παιδιά), τα Χριστούγεννα μου λέει: «Μπορώ να έλθω εγώ μαζί σου στο Μιλάνο;». Και πως να πη ένας πατέρας όχι στην 14χρονη κόρη του, οπότε είπα: «Εντάξει». Αυτός στο τηλέφωνο μου είπε ότι θα πληρώση αυτός τα έξοδα. Και έτσι ασχολήθηκα πολύ με τον Μαρτίνι, αυτόν τον υποψήφιο. Και κατάλαβα για πρώτη φορά στην ζωή μου ότι όλος αυτός ο Χριστιανισμός στην Δύση ήταν μία δημιουργία των Γερμανών και λίγων Ελβετών, που είχαν κάνει την Μεταρρύθμιση.

Το 1988 προσκλήθηκα στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών στο Βερολίνο και όταν προσκλήθηκα να μιλήσω εκεί αισθανόμουνα σαν πόρνη και καταλάβαινα ότι αυτό που κάνω είναι λάθος. Και προσευχόμουνα: «Θεέ μου, αν υπάρχη κάπου η αληθινή θρησκεία, δείξε την μου κι εγώ θα μεταστραφώ». Και για πρώτη φορά στην ζωή μου έχω αυτή την εμπειρία, υπήρχε στο μυαλό μου ένας φόβος που δεν τον είχα αισθανθή ποτέ πριν.

Μέσα σε μια βδομάδα, βλέπαμε διάφορες διαφημήσεις για ρεσιτάλ χριστιανικής μουσικής, πηγαίναμε σ’ αυτά. Εμείς είμαστε από τον Νότο που ήταν πολύ ζεστά και φοβόμασταν να μείνουμε Χριστούγεννα στο Βερολίνο, θα παγώσουμε. Και λέγαμε που να πάμε για να μην παγώσουμε τώρα στις διακοπές των Χριστουγέννων και κανόνισα να δώσω διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Και πήγαμε εκεί για Χριστούγεννα. Οπότε την ημέρα των Χριστουγέννων η γυναίκα μου είπε: Που να πάμε για λειτουργία. Και είπα ας πάμε στην ελληνική. Και πήγαμε στο Φανάρι. Ήταν η πρώτη ορθόδοξη λειτουργία που παρακολούθησα. Ήταν ο Πατριάρχης Δημήτριος. Η δεύτερη κόρη μου με άγγιξε και μου λέει: «Πατέρα αυτή είναι η αληθινή θρησκεία. Δεν είναι;». Και της είπα: «Φοβάμαι ότι έχεις δίκηο, διότι είναι πάρα πολύ φτωχή».

Και πήγαμε πίσω στο Τέξας και άρχισα να ρωτάω αν μπορή ένας Τεξανός να γίνη ορθόδοξος. Κάποιος εκεί που ήταν Βαπτιστής από το Τέξας μου είπε: «Αν μπορώ εγώ να γίνω, μπορείς κι εσύ να γίνης». Και έτσι με την υπομονή του Θεού έγινα πρώτα εγώ και μετά οι δύο κόρες μου. Και στην συνέχεια η σύζυγός μου, η οποία είναι Ιρλανδή, οι οποίοι είναι πολύ παθιασμένοι Βαπτιστές, και έχει δύο ιστορίες για την μεταστροφή της. Την μία ήταν που είπε: «Ευλόγησέ με, άγιε Πατρίκιε, επιστρέφω στο σπίτι» και το άλλο που έγραψε ήταν: «Από την Ρώμη στο σπίτι».

Αποτέλεσμα εικόνας για saint patrick orthodox

Ευχαριστώ το Θεό!–

Πηγή 

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Ο Κλάους Κένεθ μιλά για το Άγιο Όρος και τον Γέροντα Σωφρόνιο

Ο Κλάους Κένεθ, συγγραφέας και μουσικός, σε συνέντευξή του στην Πεμπτουσία μιλά για την γνωριμία του με το Άγιο Όρος και τον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

“BROTHER, LOVE DOESN'T DIE...” For the twenty-sixth anniversary of the martyrdom of Hieromonk Vasily, Riassaphore-Monks Trophim and Ferapont of Optina Monastery

Read here

HOW THE NEW MARTYRS OF OPTINA SAVED THE VILLAGE OF PETROVSKOE



This story happened literally just a few days ago, on May 10, and therefore the state of wonderment before the majesty of God is still fresh, and I would like to tell everything, as it really was, minute-by-minute, so the reader would utter these simple and sacred words with me: Glory to God for all things!

In March, when the snow was deep, I bought a small plot of land. I took pretty long to search and choose; it absolutely had to be located on a hill, and below, in the distance, would be a village and church. I dreamed of building a house someday, putting up a greenhouse, digging a well, and spending my free time there. I found such a plot in the Voskrensk Region; the realtor took me there in his car, saying, “You’ll like it,” and carefully drove to the right place—there’s no road there, or rather, there is, but it’s just dirt, and during the muddy season you can’t get through; but I was calm—I’m not going to live there now, but in the future… and I could see they were building a road there. We shook hands and the deal was made.

Quite a long time passed, and I received the documents from the chamber of registration; I chose a free day and went to look at my plot of land. Whoever knows route M-5, as the people of Ryazan call it, will understand how much it is disposed to gardening and horticulture: They’re selling seedlings, sprouts, and seeds at every step here, and for those who decided to permanently move to the village, there’s the chance to buy chickens, geese, rabbits, turkeys, and pigs. You look at this splendor and you understand a simple truth: The Russian village is alive. Your soul rejoices.

Looking at the surrounding magnificence, I already figured out where I would plant strawberries, where blackcurrants, and how I would fence myself off from the neighbors with phlox. I really love those flowers for their sweet aroma and their unpretentiousness. The nature and weather greatly contributed to my dreams. Dandelions began to bloom in the fields all around, the wind quietly blowing them so they would welcome the drivers…

I arrived at the village and the first thing I did was go to the store. A village store, for whoever doesn’t know, is a kind of information station, where everyone knows everything. I spoke with the saleswoman, the customers, and I heard some unpleasant news: There’s been a junkyard on my plot for a long time now. However, as one of the villagers assured me, it would be easy enough to clean up—the garbage could be easily burned, and when it burns out, I could fence in the garden and plow the land, which they say everyone is doing now. On that note we all left, and I went to the field to gather colt’s foot leaves to dry them out and make great herbal teas in the winter. There are many useful herbs in May, if I could manage to store them up.

So, I finally decided to go and see how big this dump was, and what to do—since I’m already here, I have to figure out something.

A three-meter fire appeared before my eyes, burning everything: Last year’s weeds, cars and tractor tires, melted plastic bottles, tin containers flying up in the air, and nearby, at the neighbors’, there were wooden homes, saunas, and construction trailers. I must admit, I’d never seen anything like that before. The first thing I did was dial 112. They told me there were four other fires in our region at that time, and a truck could only come from Nevyansk in about an hour. When I asked why it couldn’t come right away, they explained that the Nevyansk fire department was busy, but they were finishing up. Basically, I had to wait.

I started screaming like a lunatic, calling the neighbors for help; they ran out, bringing buckets of water, but it was a drop in the sea; we started to put it out together, beating the fire with shovels and carrying the burning firebrands further away, but it soon became clear that it was useless. I called the emergency number again and got the same answer: “Wait! And please, don’t tie up the line; there’s a ton of fires on Route 23...”

That evening, at home, I was looking at the telephone—it turns out I had called forty-six times… The neighbors and I were quickly exhausted, and they ran home screaming and crying, to have time to grab their necessary documents and valuables and get them out of the house. I looked attentively at the flames, and, completely without any feeling and without any particular hope, I said, “Optina New Martyrs! Hieromonk Vasily! Monk Trophim! Monk Therapont! Please, I beg you, help…” but I thought to myself that I should have prayed earlier, as soon as the fire broke out—not now, when it was already clear that nothing could be saved. I looked again through the flames at the church below—no, I wouldn’t live here. How could I look my neighbors in the eyes? And would they keep living here?

Meanwhile, the cherry blossoms right by the road began to burn. That’s it. Goodbye. I had only to drive away in my car; the flames were crawling along the ground right up to the tires. I sat down behind the wheel, drove away, got out of the car and felt that the soles of my sneakers were hot. And the sun, at its very zenith, was blindingly bright. Quietly, head down, I went to the place where my gate could have been, and right behind it, my house and well… I lifted my eyes and saw that a light breeze was picking up, blowing the fire in another direction towards some young and fresh grass, where there was no “food” for the fire; it didn’t spread to the neighbors’ despite the fact that there was only a chain-link fence there. Even the sparks didn’t fly to the neighbor’s garden where there was a sauna right up against the fence, and right behind it—canisters of fuel…

The fire burned precisely only on my site, as if along a ruler, burning up the trash, the hedges, and the old weeds. My neighbors came running and gasped—no, it can’t be! And, unfortunately, many of them started swearing. I stood there frozen. I still freeze when, again and again I imagine the scene, as the flames spread exactly along a line—not a single ember or spark in my neighbor’s yard. Like a soft, cool breeze, at first the feelings of fear and helplessness visited me, and then—trembling before the greatness of God as it became clear that God is near and that He will certainly help. It’s hard to convey in words—it has to be experienced. But no, it’s better not to…

Then I came to the conclusion that when you’re in an extreme situation, it’s very hard to pray, or rather, prayer doesn’t even come to mind: You run, you fuss, and you scream until you realize that you don’t matter.

The fire department came from Nevyansk and reported on the radio, “At this point, the fire has been completely extinguished.” They walked around the smoldering ashes in their firefighter gear, asked a few things, and left. The next day I bought some construction bags and gloves and went to collect the remaining garbage and I found, among other things, several bottles of fuel oil which miraculously had not exploded; and I remembered that the Optina New Martyr Trophim knew a lot about machinery and was always tinkering with metal; his hands, they say, were usually covered in oil. They had found a note on Monk Therapont’s table: “If you need my help, I will help.” And Hieromonk Vasily was my former colleague—he was also a journalist by education. In a word, near and dear people…

Olga Izhenyakova
Translated by Jesse Dominick

Pravoslavie.ru

5/25/2018

Source 

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

Συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τη ζωή και τις τελευταίες στιγμές του ιερομάρτυρος Daniil Sisoev (+19-11-2009)



Μιλάει ο φίλος του και στενός συνεργάτης π.Iurii Maximov
                                                                                                                                                                     - Τον π. Δανιήλ τον γνώριζα 10 χρόνια-από τον Οκτώβριο του 1999.
Σ΄ αυτά τα δέκα χρόνια τον άκουσα πολλές φορές να λέει ότι επιθυμεί να πεθάνει σαν μάρτυρας. Φοβάμαι ότι αυτό από τα χείλη μου ακούγεται πολύ διαφορετικά από ότι θα ακουγόταν από τα δικά του. Όταν μιλούσε γι' αυτό, έτσι απλά και χαμογελαστά, αισθανόμουν το ίδιο ξάφνιασμα και την ίδια απορία που είχα όταν διάβαζα τις επιστολές του Αγ. Μάρτυρος Ιγνατίου, όπου εξέφραζε την επιθυμία του να υποφέρει για το Χριστό. Και στην μία και στην άλλη περίπτωση δεν τους πολυκαταλάβαινα.
Θυμάμαι ότι πριν από μερικά χρόνια ταξιδέψαμε στα Σκόπια την αρχαία πόλη Βίτολα. Εκεί επισκεφτήκαμε ένα αρχαίο αμφιθέατρο όπου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους προς τέρψιν των ειδωλολατρών έριχναν τους Χριστιανούς στα θηρία. Πλάγια. διατηρούνται δύο μικρά δωμάτια όπου κρατούσαν τα θηρία πριν τ΄ αμολήσουν  στην αρένα, ενώ στο κέντρο υπάρχει ένα κελάκι στο ύψος του ανθρώπου όπου κρατούσαν τους Χριστιανούς πριν τους ρίξουν στα θηρία. Σ' αυτό το αμφιθέατρο πέθαναν κάποιοι από τους πρώτους μάρτυρες της εκκλησίας. Τότε είπα στον π. Δανιήλ: «Μπορείτε να μπείτε εκεί που στέκονταν οι μάρτυρες πριν τους ρίξουν στα θηρία». Και μπήκε σ' αυτό το κελί. Θυμάμαι πως στεκόταν εκεί και κοίταζε προς τον ουρανό. Πιθανόν, το ίδιο ήρεμα να κοίταξε τον δολοφόνο του. Πρέπει ν΄ αναγνωρίσω ότι πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως πρέπει να φοβήθηκε στις τελευταίες του στιγμές, γι' αυτό ρώτησα τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα του φόνου: τι έκανε ο π. Δανιήλ όταν βγήκε από το Άγιο Βήμα, όταν είδε τον μασκοφόρο με το πιστόλι στο χέρι; Μου απάντησε: «πήγε κατευθείαν επάνω του». Ο  ιερέας Δανιήλ Σισόεβ γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1974. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του για κάθε συμβουλή που του έδιναν οι γονείς του, ζητούσε αιτιολόγηση από την Αγία Γραφή. Εάν αυτό γινόταν εκπλήρωνε ότι του ζητούσαν οι γονείς του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σ' αυτό φαίνεται ότι από τότε επιθυμούσε παντού και πάντοτε να εκπληρώνει το θέλημα του Θεού.



Γνωρίζω πολλούς καλούς ιερείς στη Ρωσία, αλλά ποτέ δεν συνάντησα έναν άνθρωπο που ν' αγαπά τόσο πολύ και με τόση αφοσίωση το Θεό όπως ο π. Δανιήλ. Λίγο καιρό πριν το θάνατό του, παρευρισκόμενος σε μια ομιλία του, σκεφτόμουν ότι μόνο ένα πρόσωπο που αγαπάει βαθιά μπορεί να μιλάει για το Θεό και μόνο για το Θεό δυόμισι ώρες, καθηλώνοντας το ακροατήριο.
 Ο π. Δανιήλ τιμούσε πολύ τον προστάτη άγιό του, τον προφήτη Δανιήλ, από τον οποίο εμπνεύστηκε τον ιεραποστολικό του ζήλο, όπως ο ίδιος έλεγε.
Μία φορά, διαβάζοντας το βιβλίο του προφήτη Δανιήλ του τράβηξαν την προσοχή τα ακόλουθα λόγια: «και οι συνιέντες εκλάμψουσιν ως η λαμπρότης του στερεώματος και από των δικαίων των πολλών ως οι αστέρες εις τους αιώνας» (Δαν.12:3) ¨Και σκέφτηκα - έλεγε - τι ωραία ακούγεται: να λάμψεις σαν ένας αστέρας.¨
Βάπτισε περισσότερους από 80 μουσουλμάνους και έφερε στην ορθόδοξη πίστη περίπου 500 προτεστάντες.
Ο π. Δανιήλ πήγαινε στις νεοπροτεσταντικές συνάξεις και βασιζόμενος στη Βίβλο κήρυττε την ορθόδοξη πίστη, συμμετείχε σε ανοικτές συζητήσεις με τους νεοειδωλολάτρες, αλλά πάνω απ' όλα απέκτησε τη φήμη του ως ιεραπόστολος μεταξύ των μουσουλμάνων.



Λάμβανε από του μουσουλμάνους απειλητικά τηλέφωνα και γράμματα. Ενάμιση χρόνο πριν τη δολοφονία του η μουσουλμάνα δημοσιογράφος  H.Homidulina ζήτησε εισαγγελική δίωξη εναντίον του για υποκίνηση θρησκευτικού μίσους πράγμα που η εισαγγελία απέρριψε. Από τότε όμως άρχισε μια πραγματική καμπάνια δυσφήμησης του π. Δανιήλ, πράγμα που οι ορθόδοξοι δε γνωρίζουν αφού δεν είναι εξοικειωμένοι με τα μουσουλμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τρεις μόνο μέρες πριν τη δολοφονία, ο π. Δανιήλ με έφερε σπίτι με το αυτοκίνητο. Γελώντας, θυμόμασταν τα περασμένα. Μου έλεγε ότι από όλες τις θρησκείες η λιγότερο ενδιαφέρουσα γι' αυτόν ήταν η μουσουλμανική και δεν είχε σκοπό ν' ασχοληθεί. Θυμηθήκαμε μια συζήτηση που είχαμε παλιά, όταν ήμασταν στο Κρουτσιτκι, για το πόσο είχε χαρεί όταν έμαθε ότι έγραψα απολογητικά άρθρα απαντώντας στη μουσουλμανική κριτική: «Αυτό είναι καλό, δε θα χρειαστεί ν' ασχοληθώ εγώ μ' αυτό.» όμως τελικά, κατά Θείο θέλημα, χρειάστηκε ν' ασχοληθεί με τους μουσουλμάνους. Ο π. Δανιήλ ακολούθησε την οδό του Κυρίου και γι' αυτόν αυτό ήταν το πιο σημαντικό .
Έγραψε μια σειρά βιβλίων όπως:''Ένας περίπατος στην Ορθόδοξη εκκλησία με ένα προτεστάντη''όπου με βάση τη βίβλο εξηγεί τη δομή της ορθόδοξης λατρείας και ''Το χρονικό της αρχής''ή ''Ποιός είναι ο Θεός και πόσο κράτησε η Δημιουργία''όπου εξηγει γιατί οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν μπορούν να πιστέψουν στη θεωρία της εξέλιξης.Το βίβλιο΄΄Γάμος με έναν μουσουλμάνο''αναφέρεται στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια χριστιανή που παντρεύτηκε μ''εναν μουσουλμάνο.Ο π.Δανιήλ έλάβε χιλιαδες γράμματα από νεαρές που σκεφτόνταν να παντρευτούν με μουσουλμάνο ρωτώντας εαν είναι πρέπον και ποιά είναι η γνώμη της εκκλησίας,αλλά και από ρωσίδες που είχαν απαρνηθεί το Χριστο για να παντρευτούν έναν μουσουλμάνο και τώρα αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα.Πολλες γυναίκες με τη βοήθειά του μετανόησαν και επέστρεψαν στην εκκλησία του Χριστού.
Επίσης έγραψε τα βιβλία ''Γιατί δεν είσαι ακόμη βαπτισμένος''όπου καταρρίπτει τα επιχειρήματα αυτών που δεν θέλουν να βαπτιστούν,και το ''Γιατί πρέπει να πηγαίνουμε στην εκκλησία''και αναφέρετε στους βαπτισμένους που δεν εκκλησιάζονται''



Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το ΄΄Οδηγίες για αθανάτους ή τι να κανετε εαν ήδη πεθάνατε''.Σε αυτό το βιβλίο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Σίγουρα ο καλύτερος θάνατος για έναν χριστιανό είναι να πεθάνεις ως μάρτυρας για το Χριστό.Όταν σκότωσαν τους τρεις μοναχούς στην Οπτινα  κάποιοι έστελναν συλληπητήρια,αλλά για έναν χριστιανό αυτή είναι η πιο μεγάλη χαρά.Στην πρώτη εκκλησία ποτέ δεν εστελναν συλληπητήρια για το θάνατο κάποιου που είχαν σκοτώσει.Όλες οι εκκλησίες έστελναν αμέσως συγχαρητήρια.Συγχαρητήρια για το ότι είχαν έναν νέο προστάτη στους ουρανούς!Ο μαρτυρικός θάνατος ξεπλένει όλες τις αμαρτίες, εκτός από της αίρεση και το σχίσμα»
 Λίγες μέρες μετά την κηδεία μου τηλεφώνησε ένας φίλος ιερέας και μου είπε πόσο τον είχαν εντυπωσιάσει  οι φωτογραφίες που δείχνουν τον π.Δανιήλ μόνο του να μιλάει σ'ένα ακροατήριο γεμάτο μουσουλμάνους και με χαρά να μιλάει για το Χριστό και για το ότι το Ισλάμ που απορρίπτει το Χριστό δεν μπορεί να είναι μια αληθινή θρησκεία.«Δε μπορώ να κατανοήσω-μου είπε ο συνομιλητής μου-τι ψυχή πρέπει να έχεις για να σταθείς ανάμεσα τους να μιλήσεις».Καποιοι χριστιανοί δεν ήταν ευχαριστημένοι που συμμετείχε σ'αυτές τις συναντήσεις,όμως η πρόσκληση και η πρωτοβουλία ανήκε στους μουσουλμάνους και πώς μπορούσε έναε μάρτυρας του Χριστού ν'αρνηθεί να μιλήσει για την ελπίδα;.Η άρνησή του να συμμετάσχει θα ήταν ένα επιχείρημα υπέρ του ισλαμισμού.
Αργότερα,ο π.Δανιήλ μου είπε ότι μετά από την πρώτη δημόσια αντιπαραθέση με τους μουσουλμάνους,ήταν σίγουρος ότι θα τον σκοτώσουν και αισθανόνταν μια ανυσυχία.Την νύχτα εκείνη είδε ένα όνειρο.Είδε ότι στεκόνταν όρθιος μπροστά σ'έναν πλακόστρωτο λαβύρινθο.Κάποια στιγμή φτάνει στο κέντρο του λαβυρίνθου όπου βρισκόνταν ένα αλτάριο και πάνω του ήταν τοποθετημένη μια θυσία η οποία είχε πρόσφατα βασανιστεί και δολοφονηθεί.Τότε κατάλαβε ότι βρίσκεται στο αλτάριο του σατανά και ότι αυτή η θυσία προσφέρθηκε σ'αυτόν.Ο π.Δανιήλ γεμάτος οργή γκρέμισε το αλτάριο με μια κλωτσιά.Τότε εμφανίστηκε ο σατανάς με την μορφή ενός τζόκερ,όπως τον βλέπουμε στα τραπουλόχαρτα.Με απύθμενο μίσος στα μάτια κατευθύνθηκε προς τον π.Δανιήλ.Ο ιερέας άρχισε να προσεύχεται λέγοντας:«Θεοτόκε Παρθένε προστάτεψέ με,Αγ.Νικόλαε βοήθησέ με!»Τότε μπροστά στον πατέρα Δανιήλ σαν να υψώθηκε ένα αόρατο τείχος και ο σατανάς όσο και να επιτεθόνταν προσέκρουε σ'αυτό το τοίχος.Βλέποντας το αυτό ο π.Δανιήλ έκανε μερικές σκέψεις ματαιοδοξίας και υπερηφάνειας.Τη στιγμή εκείνη ο σατανάς κατάφερε να να περάσει το αόρατο τοίχος και να τον πιάσει από τον λαιμό.Ο π.Δανιήλ προσευχήθηκε:«Υπεραγία Θεοτόκε συγχώρεσέ με,αμάρτησα,γλύτωσέ με απ'αυτόν!»Τότε ο σατανάς εξαφανίστηκε λέγοντας στον π.Δανιήλ:«Ούτε θα νικήσεις,ούτε θα χάσεις»
 Από τη στιγμή εκείνη σταμάτησα να φοβάμαι τους μουσουλμάνους και τις απειλές τους,επειδή βλέποντας την αδυναμία του σατανά μπροστά στο Θεό, καμιά ανθρώπινη κακία,η οποία είναι κατώτερη απο την κακία του σατανά, δεν μου έκανε πια εντύπωση.
Ημουν μεταξύ των ακροατών της δεύτερης δημόσιας αντιπαράθεσεις με τους μουσουλμάνους και πιστεύω ότι πήγε καλά(ίσως θα μπορούσε και καλύτερα).Πάντως στο τέλος ενας από τους μουσουλμάνους οργανωτές της συζήτησης έγινε ορθόδοξος.
Με πολύ μεγάλη επιτυχία κύρηξε και μεταξύ των προτεσταντών.Με την ευλογία του μητροπολίτου Βλαδιμήρου πήγε στο Κιργιστάν και κύρηξε σε συνάξεις προτεσταντών με μεγάλη επιτυχία,αφού κάποιοι από τα μέλη των τοπικών αιρέσεων,ακόμη και μερικοί πάστορες έγιναν ορθόδοξοι.Τοση ήταν η επιτυχία του που η ηγεσία των τοπικών αιρέσεων απαγόρευσε τις συνάξεις όσον καιρό θα βρισκόνταν εκεί ο π.Δανιήλ,προσπάθωντας έτσι να τον εμποδίσουν από το να τους μιλήσει ο π.Δανιήλ.
Έκανε ιεραποστολή σ'όλον τον κόσμο.Δυό φορές πήγαμε μαζί στα Σκόπια όπου μίλησε στους σχισματικούς,ενώ  έψαχνε κάποιες ευκαιρίες για να μπορέσει να μιλήσει σε καθολικούς της Δυτικής Ευρώπης και της Νοτίου Αμερικής.Όντας ο ίδιος ιεραπόστολος αγαπούσε πολύ αυτούς που κύρητταν τον Χριστό.Είχε βοηθήσει στην κατασκευή ενός ναού στην Ινδονησία,στην μόρφωση ορθοδόξων παιδιών από φτωχές οικογένειες της Ζιμπάμπουε και είχε φιλοξενήσει ορθοδόξους κινέζους,ταυλανδέζους και ινδούς.



Κι όμως τίποτα απ'όλα αυτά δεν τον επηρέαζαν στην ποιμαντική του δραστηριότητα.Το 2001 χειροτονήθηκε ιερέας και το 2006 έχτισε στη νότια Μόσχα έναν ναό προς τιμήν του Αγ.Αποστόλου Θωμά.Στα σχέδιά του ήταν να χτίσει έναν μεγάλο ναό προς τιμήν του Προφήτου Δανιήλ.
Ένας φίλος μου,ο οποίος τον βοηθούσε στο Άγιο Βήμα μου εξομολογήθηκε λίγο καιρό πριν από το θάνατό του,ότι αναρωτιόνταν με εκπληξη πώς ο πατήρ έδινε όλο του το είναι στους άλλους-κυρίως στους ενορίτες του-χωρίς έλεος για τον εαυτό του.
 Πραγματικά, ποτέ δεν παραπονιόνταν.Θυμάμαι μια φορά που είχε σπάσει το πόδι του και δεν είχε καταφέρει να βρει αντικαταστάτη πήγε να λειτουργήσει χωρίς να υπολογίζει τους πόνους.Όλοι οι ενορίτες του τον θυμούνται ως έναν άνθρωπο εύθυμο και γεμάτο ζωή,λίγοι όμως ξέρουν ότι υπέφερε από δυνατούς πονοκεφάλους,χωρίς όμως ποτέ να παραπονείται.
Ποτέ του δεν επέβαλε τη γνώμη του δικτατορικά και πάντα άκουγε την αντίθετη γνώμη.Συχνά καλούσε εμένα και μερικούς άλλους συνεργάτες να συζητήσουμε.Εαν καταλάβαινε ότι έχει κάνει λάθος υποχωρούσε.Ηταν ένας άνθρωπος τίμιος και ήξερες από πριν ότι εαν θα του ζητήσεις μια βοήθεια θα στη δώσει.Για μένα ήταν ένας ιερέας-παράδειγμα.Ότι έκανε το έκανε για το Χριστό.
Επίσης θυμάμαι τα ταξίδια μας και κυρίως το τελευταίο στη Σερβία απ'όπου γυρίσαμε μια εβδομάδα πριν από τη δολοφονία του.Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μου ομολόγησε ότι όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες και οι περιστάσεις της ζωής γίνονται πιεστικές,αισθάνεται πάντοτε ότι βρίσκεται μέσα σ'ένα τεράστιο χέρι τον οποίο τον οδηγεί.
Η τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του ξεκίνησε με τη Θεία Λειτουργία.Την ίδια μέρα βάπτισε ένα παιδί και έφερε στην αγκαλιά της εκκλησίας ένεν νέο τον οποίο γλύτωσε από τον αποκρυφισμό.Λίγες ώρες πιο αργά άρχισε-ως συνήθως-τις ομιλίες του με βάση την Αγ.Γραφή και έμεινε εως αργά στον ναό συζητώντας με τους ενορίτες διάφορα προβλήματα.Όταν πια έμεινε μόνος στον ναό πήγε στο Άγ.Βήμα για να προσευχηθεί.Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο ναό ο δολοφόνος ο οποίος αρχισε να πυροβολεί και να φωνάζει:''Πού είναι ο Sisoev'';.Ο π.Δανιήλ βγήκε από το Άγ.Βήμα με θάρρος και κατευθύνθηκε προς το δολοφόνο λαμβάνοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο.
 Τον θυμάμαι πολλές φορές να λέει ότι οι ευαγγελικές περικοπές της ημέρας δεν είναι τυχαίές και συνήθως ειναι συμπίπτουν με κάποιες καταστάσεις.Την ημέρα του θανάτου του η ευαγγελική περικοπή που είχε δαιβαστει περιείχε τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου:«και μη φοβηθείτε από των αποκτεννόντων το σώμα,την δε ψυχήν μή δυναμένων αποκτείναι(...)πάς ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων,ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς»

Πηγή